8 Αυγ 2012

Στο «τζάκι» του Μιχάλη


Στο «τζάκι» του Μιχάλη
Γρηγοριάδης Κώστας
Ο φίλος μου ο Μιχάλης Τζαφούρης από το Μενίδι ήταν από τζάκι, και τι τζάκι, αρχοντικό, μεγαλόπρεπο, γιομάτο αγάπη και ζεστασιά, να καίει λιοκούτσουρα και κληματαριές. Με πλουμιστά πυρότουβλα, ένα γύρω κεντίδια, με σιρίτια κρόσσια κι όμορφα ζωντανά χρώματα. Αριστερά η παλιά λάμπα πετρελαίου, στη μέση το παλιό εικονοστάσι με την Παναγία την Πορταΐτισσα, το χάλκινο λυχνάρι του Αλαντίν κι άλλα λιλιά και τζοβαΐρια. Παλιές καλαμωτές κορνίζες με τους γονείς με ενδυμασίες εποχής. Αριστερά και δεξιά, ράφια με διάφορα στολίδια, μπακίρια και γυαλικά.
***
Το στέκι μας, λοιπόν, ήταν το σπίτι του Μιχάλη κι εκεί πλάι στο τζάκι μαζευόμασταν οι φίλοι το βράδυ τις άγριες νύχτες του χειμώνα.
Κι όχι μόνον επειδή είχε το καλύτερο κρασί του Μενιδίου, φτιαγμένο με πολύ κόπο από τα χεράκια του κι όχι μόνον που 'ξερε να φτιάχνει χίλιες λιχουδιές, στο πι και φι και δεν το 'χε σε τίποτα να πάρει δυο πατάτες, να πάρει δυο κρεμμύδια και να τα ρίξει στη χόβολη να ψηθούν, ξίδι, λάδι, αλατοπίπερο, αχνιστές μοσχομύριζε ο τόπος κι ελίτσες μαζί, από το κτήμα του, να σ' ανοίγει η όρεξη και τα σερβίριζε με πετιμέζι. Κι έρχονταν οι κούπες το κρασί απανωτές. Ο οινολόγος του, ο κ. Κρανιδιώτης στην Ευριπίδου, που τα παρακολουθούσε, έλεγε «έχω χίλιους πελάτες, αλλά σαν το κρασί του Μενιδιάτη κανείς».
Οι φίλοι τον ρωτούσαν για το μυστικό. Και εκείνος απαντούσε: «Κανένα μυστικό. Καθαρό σταφύλι. Από το αμπέλι του. Καθαρό πατητήρι, καθαρό βαρέλι».
Οταν κοντοζύγωνε η εποχή του τρύγου, άρχιζε η σκληρή δουλιά. Ωρες καταγινότανε με το πλύσιμο των βαρελιών. Ξανά και ξανά. Εκτός από το βραστό νερό και την κόζα ...χρησιμοποιούσε κλαδιά από πεύκο και θυμάρι, μέχρι που να 'ρθει το βαρέλι να λαμπικάρει.
Σε μεγάλο καζάνι στην αυλή, έβραζε το μούστο κι ετοίμαζε τη μουσταλευριά. Από πάνω έριχνε στάχτη καθαρή, ερχότανε ο μούστος και άφριζε. Μάζευε τον αφρό με την κουτάλα κι ο μούστος έτοιμος πια καθάριζε. Μοσχομύριζε η γειτονιά κι έρχονταν να πάρει το μερτικό της, είτε στις πιατέλες είτε στα μπολ...
Εκτός από τα παραπάνω που ανέφερα, ήταν και η προσωπική του λάμψη. Ο φωτεινός καλόκαρδος χαρακτήρας του. Οι ιστορίες και το χιούμορ του, οι συμβουλές και οι θυμοσοφίες του. Δεν είχε αντιληφθεί ότι υπάρχει και το άδικο κι όταν του συνέβαινε, έπεφτε του θανατά, πήγαινε να σκάσει. Οπως τότε με τους σεισμούς, που 'πεσαν τα μπροστινά δωμάτια κι έμεινε όλο το σπίτι ξεμάντρωτο. Πήγε να κάνει ένα υποτυπώδες χτίσιμο να προφυλάξει τα εργαλεία του και τα υπάρχοντά του. Κάποιοι καλοθελητές έτρεξαν και τον κάρφωσαν στην Αστυνομία, πως, τάχα, έχτιζε δίχως άδεια. Αποτέλεσμα, ο φίλος μας να περάσει δυο νύχτες στο Αυτόφωρο και τελικά να αθωωθεί. Αυτή την παλιανθρωπιά δεν τη φανταζότανε και του κόστισε πολύ. Πάντα κάπου καιροφυλαχτεί ένας κακός άνθρωπος.
Ομως, οι πολλοί τον αγαπούσαν και τον εκτιμούσαν. Γιατί και εκείνος με τη σειρά του όλους τους αγαπούσε και κυρίως τους εξυπηρετούσε. Κι αντί να απαντήσει στο λόγο σου, ξάφνου θυμότανε μια σχετική ιστορία.
***
«Ηταν ένας μπάρμπα - Θοδωρής από τα Λιόσα, που είχε φήμη πως με κάτι μαγικά έφτιαχνε τις γυναίκες που δεν κάνανε παιδιά. Μια Μαρκούκα απ' τη Χασιά πήγε να τον βρει μήπως και τη γιάνει να κάνει παιδί».
Πάει έξω από το σπίτι του, φωνάζει, φωνάζει, τίποτα... Βγαίνει η γυναίκα του.
«Θέλω τον μπάρμπα - Θοδωρή - της λέει - να με γιάνει μπας και κάνω παιδί».
«Ο μπάρμπα - Θοδωρής είναι στ' αμπέλι...». Απαντά η άλλη. «Θα πάω να τον βρω!», λέει η Μαρκούκα...
«Μωρ' κάτσε κει, και μην πιστεύεις τέτοια πράγματα».
«Θα πάω στ' αμπέλι να τον βρω», λέει η άλλη και φεύγει!...
«Καλή σου μέρα μπάρμπα - Θοδωρή»!..
«Καλώς τη Μαρκούκα... Ποιος καλός δρόμος σε έφερε κατά δω;».
«Μπάρμπα - Θοδωρή... Θέλω να με γιάνεις μπας και κάνω παιδί».
«Κάτσε μια στιγμή, να αποσώσω τη δουλιά και θα σε γιάνω».
Φάγανε ψωμί, είπανε και μια κούπα κρασί.
«Πέσε στα μπρούμυτα στην πεζούλα, μωρ Μαρκούκα, σήκωσε τα φουστάνια σου και γείρε σα κάτω την κεφαλή».
Η δόλια η Μαρκούκα έκανε ό,τι της παράγγειλε ο μπάρμπα - Θοδωρής. Εγειρε κι αυτός από πάνω της...
«Βρε μπάρμπα - Θοδωρή - διαμαρτύρεται η Μαρκούκα - θαρρώ σαν να μου κάνεις τη δουλιά...».
«Α... όλα κι όλα... Απαντά προσβλημένος ο μπάρμπα - Θοδωρής... Τέτοια κατηγορία δεν τη δέχουμε... Εμ πασχίζω να σε φτιάξω... εμ φωνάζεις κιόλας.
Μήπως θέλεις να σ' αφήσω στη μέση;».
«Οχι... όχι... συνέχισε... τώρα π' άρχισες... Και θα ξανάρθω...». Απάντησε αφιονισμένη η Μαρκούκα!..
***
Ο Μιχάλης είναι στα πάνω του... Διηγείται με απλό εκφραστικό τρόπο - το κρασί λαμπυρίζει καθάριο στο ποτήρι - κι όλη η συντροφιά σκάει στα γέλια.
Αφορμή για τον Μιχάλη να συνεχίσει...
Ενας κόρακας είναι στον πιο ψηλό βράχο του βουνού και γιομάτος καμάρι καυχιέται πως κανείς δεν μπορεί να φτάσει τόσο ψηλά, όσο είναι αυτός. Το σαλιγκάρι από κάτω του φωνάζει, μην παινεύεσαι κυρ - κόρακα, γιατί κι εγώ μπορώ να φτάσω τόσο ψηλά!...
«Και πώς θα ανέβεις;», απαντά ο κόρακας.
«Γλείφοντας...», τον αποστόμωσε το σαλιγκάρι!..
***
Δυο ιστορίες. Χιλιάδες ιστορίες που να συνταιριάζουν.
«Και πού τα ξέρεις όλα αυτά;». Τον ρωτούσαν. Και κείνος απαντούσε ανάλογα.
«Μια φορά κάτι σπουδαγμένοι είχανε διαβάσει κάτι γραφές και συγγράμματα και αναρωτιόντουσαν, ποιος τάχα να τα έχει γράψει!..».
«Ενας ασκητής - του 'πανε - ο Αγιος Αντώνιος που ζει στην έρημο. Κινήσανε να πάνε στην έρημο να τον βρουν και να τον γνωρίσουν. Βλέπουν ένα σκελετωμένο ανθρωπάκι με άγρια γενειάδα και κουρέλια».
«Πόσα χρόνια είσαι εδώ...». Τον ρωτούν!
«Πολλά, πάρα πολλά. Εχω χάσει πια το λογαριασμό».
«Πήγες στο σχολειό; Βγήκες στην κοινωνία; - Τον ξαναρώτησαν. Γνώρισες από κοντά τον κόσμο»;
«Οχι». Και πώς ζεις;
«Τρώγοντας χόρτα και πίνοντας νεράκι του Θεού».
«Σχολειό δεν πήγες γέροντα, πουθενά δεν πήγες, τίποτα δε γνώρισες - μιλούν απορημένοι οι σπουδαγμένοι - κι όλα αυτά τα συγγράμματα και τα ωραία τροπάρια που έγραψες, πώς τα έμαθες;».
Και εκείνος απάντησε...
«Πέστε μου, ποιο Πανεπιστήμιο έφτιαξε το νου τ' ανθρώπου;». Και σηκώνοντας το δάχτυλο «Ο νους τ' ανθρώπου έφτιαξε το Πανεπιστήμιο!».
***
Στου Μιχάλη του Τζαφούρη - όπως είπα - μαζευόμασταν οι φίλοι χειμώνα καλοκαίρι, από τα χρόνια εκείνα που χάθηκε από τις πόλεις η γειτονιά.
Ο κόσμος κλείνεται στο διαμέρισμά του στην πολυκατοικία και δεν έχει μια καλημέρα με τον διπλανό.
Απομονωμένος, αποξενωμένος, έρημος βαρύς και μόνος ο άνθρωπος, πνιγμένος στα χιλιάδες προβλήματα, πίνει μεγάλες αποχαυνωτικές δόσεις - να χορτάσει την πνευματική του ανεπάρκεια - στα σκουπίδια της τηλεόρασης.
Αναζητώντας λίγη ζεστασιά, κάποιο αποκούμπι, ανθρώπινη στοργή, το λόγο τον αληθινό και τον απέριττο της καθημερινής μας επικοινωνίας, βρίσκαμε καταφύγιο στην αυλή ή το τζάκι του Μιχάλη.
Το σπίτι του συγκέντρωνε όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της παλιάς χαμένης γειτονιάς.
Η γειτονιά επέμενε να υπάρχει στο σπίτι του Μιχάλη!
Φρεσκοκομμένο καφέ από το χειρώνακτο μύλο του. Ενα ποτήρι κρύο νερό και γλυκό του κουταλιού, είτε από παράδοση, είτε από νοοτροπία, είτε από ιδιοσυγκρασία!
Η καρδιά του Μιχάλη ήταν μεγάλη, σαν το τζάκι του, σαν την αυλή του, σαν τα γερά επιδέξια χέρια του, σαν το ανοιχτό του χαμόγελο, σαν τον καλό του λόγο.
Σαρκαστής και στοχαστικός, πλούσιος σε χιούμορ και επινοητικότητα, ώρες ώρες μελαγχολικός, εκρηκτικός και ευέξαπτος, πηγή αστείρευτων ιστορικών γεγονότων του Μενιδίου, ο τελευταίος γνώστης της αρβανίτικης γλώσσας και με μια πίκρα διάχυτη σ' όλη τους την έκφραση, πως το μεγάλο ταλέντο στην Κτηνιατρική πήγε χαμένο από τις σκληρές συνθήκες ζωής στα σκοτεινά χρόνια του πολέμου και της Κατοχής.
Πρέπει να το πούμε κι αυτό πως ο Μιχάλης ήταν και ο πρώτος πρακτικός κτηνίατρος της περιοχής, με τεράστια γνώση, ικανότητα και πείρα. Ηταν πασίγνωστος και αγαπητός, ήταν ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Εχαιρε μεγάλης εμπιστοσύνης και όλοι τρέχανε σ' αυτόν. Και κείνος δεν αρνιόταν να προσφέρει με απλοχεριά τις υπηρεσίες και τις γνώσεις του. Τον παραδέχονταν όλοι οι κτηνίατροι του κοινοτικού κτηνιατρείου και ζητούσαν τη συμβουλή και τη βοήθειά του.
Ο Μιχάλης, επίσης, ήταν ο «αγαπημένος» όλων των μοναστηριών της περιοχής, που διατηρούσαν ζώα, συνήθως γελάδια και αιγοπρόβατα.
Ηταν πάντα πρόθυμος και, βέβαια, αφιλοκερδώς να τους εξυπηρετήσει, ό,τι ώρα και να ήταν. Είχε την ικανότητα και το σεβασμό να αποκτά στενότερους φιλικούς δεσμούς με τις γερόντισσες και να κερδίζει την αγάπη και την εμπιστοσύνη τους.
Το παρακάτω είναι μια απόδειξη στα όσα λέω.
Επειδή δε διέθετε μεταφορικό μέσον, πολλές φορές με επιστράτευε εμένα να τον πετάξω μέχρι εκεί. Ετσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω και να γνωρίσω από κοντά τους φιλικούς δεσμούς που είχε με τις γερόντισσες και την εξυπηρέτηση που τους έκανε.
Γνώρισα τα περισσότερα μοναστήρια της περιοχής, από τον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, στη Βαρυμπόμπη, μέχρι αυτόν του Συκάμινου έξω από τον Ωρωπό.
Και μια και η συζήτηση για το Συκάμυνο, καιρός είναι να διηγηθώ τα παρακάτω.
Περασμένη η ώρα. Αργά μεσάνυχτα σχεδόν. Ενα χιονόνερο να σε περονιάζει. Η γερόντισσα Ιλαρία και η γερόντισσα Καλλινίκη είναι σε απόγνωση. Περιμένανε τη γελάδα να γεννήσει. Αγκομαχούσε και τανιότανε το ζο, αλλά δεν κατάφερνε τίποτα, μέχρι που 'πεσε καταγής πάνω στην κοπριά. Τρέχουνε πανικόβλητες οι αδελφές, μην ξέροντας τι να κάνουν. Οσο αγκομαχούσε το ζώο, τόσο κι αυτές το ίδιο.
Μας καλούνε επειγόντως. Φτάσαμε παγωμένοι και καταμουσκεμένοι. Ενας αδύνατος γλόμπος μόλις και φώτιζε το στάβλο. Η γελάδα είχε γείρει και το βλέμμα της, θολό και τρομαγμένο, μας κοιτούσε μουγκανίζοντας σαν να ζητούσε βοήθεια.
«Νερό, γρήγορα ζεστό νερό, παράγγειλε ο Μιχάλης - και φέρτε το σχοινί». Πάνω κάτω οι αδελφές. Το ζωντανό κοιλοπονούσε κι αυτές προσεύχονταν στον Αγιο Μόδεστο να δώσει να λευτερωθεί. Η γερόντισσα Μαριάμ έτρεξε να φέρει το εικόνισμα.
Το έμπειρο μάτι του Μιχάλη κατάλαβε αμέσως... Το μοσχαράκι ερχόταν ανάποδα και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος γι' αυτό και τη μητέρα του.
Πήρε ο Μιχάλης το σχοινί στα στιβαρά του χέρια κι όλα μαζί χώθηκαν στον κόλπο του ζώου. Πράγματι, το μοσχαράκι ερχόταν ανάποδα και είχαν μπλέξει τα τέσσερα ποδαράκια του.
«Μια μόνο λύση υπάρχει - είπε ο Μιχάλης - μήπως καταφέρουμε και σώσουμε τουλάχιστον τη μάνα. Οσο για το μοσχάρι, δεν μπορώ να εγγυηθώ τίποτα. Βοηθήστε όλοι να γυρίσουμε τη γελάδα και κρατήστε γερά, πολύ γερά... Γερά από τα ρουθούνια, δυνατά την ουρά κι ανοιχτά τα σκέλια και φέρτε τη χατζάρα βουτηγμένη στο οινόπνευμα...».
Εγινε μεγάλη σιωπή και η ιεροτελεστία αργά και βασανιστικά άρχισε και διακόπηκε με το δυνατό μουγκανητό του ολοζώντανου μοσχαριού... Ο επίσημος γιατρός του κοινοτικού κτηνιατρείου, ο κ. Θωμάς Σγουρδαίος - αξέχαστος φίλος, άνθρωπος και επιστήμονας - αλλά άπραγος κι άπειρος από τέτοια - άλλωστε και πού να τα μάθει; Στα σαλόνια του Πανεπιστημίου δε διδάσκονται αυτά, παρά μόνο στα βοσκοτόπια και τους στάβλους της ζωής...
Σε έξαλλη κατάσταση, χαρούμενος κι ευτυχισμένος, γιομάτος θαυμασμό για τον Μιχάλη φώναζε...
«Θεέ και Κύριε... Θεέ και Κύριε... τόσα χρόνια κτηνίατρος, γέρασα στη δουλιά και τέτοιο θάμα δεν είδα... Αγία Ηγουμένη... Αγία Ηγουμένη φωνάξτε γρήγορα τα κανάλια... φωνάξτε γρήγορα τις τηλεοράσεις να απαθανατίσουν τη σκηνή... Ακούς εκεί... Ακούς εκεί... Καισαρική τομή στη γελάδα κι ένα μοσχαράκι τρισχαριτωμένο κι ολοζώντανο».
Σε λίγο καταπονημένη και κουρασμένη η γελάδα με την άκρη της γλώσσας της έγλειψε να ζεστάνει το νεογέννητο, ενώ ο Μιχάλης, αφού την έραψε με μεγάλη τέχνη, σκούπιζε τα ματωμένα χέρια του μέχρι ψηλά τα μπράτσα με μια υγρή και ζεστή πετσέτα.
Κι έπεφτε τσουχτερό χιονόνερο κι όλοι είμαστε ξαναμμένοι από τη χαρά και την αγωνία, μέχρι που έφτασε με το ζεστό φασκόμηλο η γερόντισσα Ιλαρία.
***
Εκείνο το βράδυ της Τσικνοπέμπτης, ο Μιχάλης θα έφτιαχνε «ντόντουλες». Είχανε έρθει από νωρίς οι αδελφές του, η Βάσω και η Μαργαρίτα, φτιάξανε το ζυμάρι και τ' απλώσανε αφράτο και μοσχομύριστο στα ντιβάνια και τους καναπέδες. Αναψε φωτιά με ξύλα στην αυλή ο Μιχάλης κι έβαλε το μεγάλο καζάνι να κάψει.
Στο μεταξύ, οι γυναίκες και ο ίδιος με το δάχτυλο παίρνανε κομμάτι ζύμης, το στράβωνε και το κούφωνε με τέχνη... κι η «ντόντουλα» ήταν έτοιμη. Και το νερό στο καζάνι, βραστό, πολύ βραστό, ώστε να τις ανασηκώνει και να χοροπηδάνε βράζοντας, τις περίμενε.
Εκαιγε στο μεγάλο τηγάνι βούτυρο γάλακτος και τις περίχυνε. Μια κουτάλα «ντόντουλες», μια χούφτα τυρί κι η νοστιμιά τσάμπα. Αχνιζαν τα πιάτα και η μυρουδιά ήταν διάχυτη σ' ολόκληρο το σπίτι.
Ενας όμορφος καθημερινός κόσμος, ο κόσμος της διπλανής πόρτας, που αγωνιζότανε με ιδρώτα και αίμα για το μεροκάματο. Ενας κόσμος ζωντανός και με πλούσια αισθήματα. Ενας κόσμος της γειτονιάς, που δυστυχώς έπαψε να υπάρχει...
Εκείνο το αλησμόνητο βράδυ με τις «ντόντουλες», το όμορφο κρασί και τα κοψίδια από τον κρασάτο κόκορα!

Του
Βασίλη ΛΙΟΓΚΑΡΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ