8 Αυγ 2012

Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;



Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;
Διήγημα της ΕΛΕΝΗΣ  ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ
Γρηγοριάδης Κώστας
Ειλικρινώς. Τα χέρια της πεθύμησα πάνω απ' όλα. Τώρα βέβαια. Παλιότερα, πού μυαλό... Τα χέρια της λαχταρώ. Και λιγότερο τον πάλλευκο λαιμό της που θύμιζε τ' αγάλματα, κλασικής, είχαν πει, περιόδου που βρέθηκαν στην άμμο του Νερατζιώνα. Αυτά είχαν ολόιδιο με το δικό της το λαιμό, γιατί - ας ήταν κοπελίτσα - είχε λαιμό ευθυτενή και λιγάκι ακατάδεκτο, συγχρόνως ντελικάτο και εύκαμπτο, όπως άλλωστε και όλη της η κοψιά, αλλά τελοσπάντων, δε μιλώ για το λαιμό της. Ούτε για τα μάτια της που είχαν αιχμαλωτισμένες όλες τις αποχρώσεις του γαλάζιου κι όλη την επιθυμία του κόσμου. Μήτε για τα μαλλιά της που ξανθά αχυρένια το καλοκαίρι, μελιά όταν χειμώνιαζε, την άνοιξη κοκκίνιζαν και πάντα χοροπηδούσαν μαζί της.`Η περπατούσαν όταν εκείνη κατηφόριζε βιαστική, έκαναν βήματα πλατιά και υγρά, κινήσεις θωπευτικές και κάπως επιφυλακτικές, σαν να της προστάτευαν τα νώτα. Από ποιον, άραγε, μιας και η Βενετία ήταν το πιο αξιαγάπητο πλάσμα της πόλης μας...
Η Βενετία, αχ, η Βενετία. Σε έναν τόπο όπου όλοι γεννιόμαστε καταμελάχρινοι, η Βενετία είχε έρθει στον κόσμο με τα χρώματα και τη χάρη μιας μυθικής νύμφης του Βορρά. Βέβαια ορισμένοι - και πάντως όχι ντόπιοι, ισχυρίζονταν ότι ομάδες Αλβανών, περί τα τέλη του 14ου αιώνα, είχαν φθάσει μέχρι τα χώματά της. Δεν ξέρω, κι ούτε στέκομαι τώρα στα όσα υποστήριζαν, επικαλούμενοι μάλιστα τον Φαλμεράγιερ, η αλήθεια όμως είναι ότι οι γονείς της Βενετίας ήταν δυο κοντά, μαυριδερά ανθρωπάκια, ισχνά και ταλαιπωρημένα από το μεροκάματο έξω στον κάμπο, κάτω από τον πιο καυτό ήλιο ή την πιο επίμονη βροχή, άγρια πράγματα, κι έσερναν μαζί τους και τη Βενετία στις φούριες, και ήταν απορίας άξιο πώς το λιοπύρι ή οι βοριάδες - που άμα αρχίσουν εδώ δύσκολα σταματούν - δεν επηρέαζαν τα ξανθά και ρόδινα χρώματά της, τη μεταξένια υφή του δέρματος, την ακτινοβολία του γέλιου της κοπελίτσας. Που εκείνο το καλοκαίρι ό,τι είχε κλείσει τα δεκατέσσερα, τρία χρόνια μικρότερη δηλαδή, μα δείχναμε συνομήλικοι και αναλόγως της φερόμουν.
Ολοι μας άλλωστε τη δεχόμαστε όχι σαν την κόρη του Κουμή που όταν δε δούλευε - σαν είλωτας - την έβγαζε στα μαγέρικα πίνοντας και βρίζοντας και φτύνοντας μέχρι να προχωρήσει η νύχτα, να βγουν στους δρόμους ένα τσούρμο παιδιά - τα μικρότερά του - να τον γυρέψουν, δε μας επηρέαζε η μάνα της που έτρεχε κι έτρεμε παραμιλώντας όποτε - σπανίως - κατέβαινε στην αγορά ακολουθούμενη από το πλήρωμά της που σύσσωμο έκλαιγε γοερά έξω από το περίπτερο του ανάπηρου, για μια τσίκλα, ένα γλειφιντζούρι, ένα μπισκότο με γέμιση σοκολάτας, κάποτε και για ένα τόπι, ένα από εκείνα τα μονόχρωμα και θορυβώδη τόπια από καουτσούκ που δεν κυκλοφορούν τώρα και που - απ' ό,τι θυμάμαι - δεν απέκτησαν ποτέ, δε μας πτοούσε η εικόνα της οικογένειας, εμείς τη Βενετία θέλαμε. Και τη θέλαμε όλοι. Για την αγαθότητά της. Για τα επίμονα όνειρά της - φιλόλογος σχεδίαζε να γίνει. Για την ευγένεια και τη διακριτικότητά της. Για το - εκ φύσεως - άρωμα του σώματός της. Για τις ωραίες και ασυνήθιστες λέξεις που χρησιμοποιούσε και που έπεφταν μια μια σαν χάντρες γυαλιστερές, χρωματιστές από το στόμα της που φωσφόριζε, τόσο άσπρα ήταν τα δόντια της. Για την ευφυία της. Και, βρε αδερφέ, για την ομορφιά της. Που εκτός από ασυνήθιστη ήταν και μεγάλη.
Αλλά εγώ την εξεχώριζα και για τα χέρια της. Μου θύμιζαν κύκνους, ερωδιούς και αγριόχηνες, κλαδιά μαγιάτικης αγραπιδιάς, κρέμα γάλακτος, μέλι, φρέσκια μουσταλευριά. Μου μύριζαν κιόλας........ Και μεταξύ σκίνου και λυγαριάς. Και, μυστήριο πράγμα, πίσω από σκίνα και λυγαριές, κατακαλόκαιρο, τα είχα ασπαστεί. Τα ασπάστηκα μια, τα ασπάστηκα δυο, τρεις, τέσσερις φορές, συνέχεια τα ασπαζόμουν, από τα νύχια μέχρι τους αγκώνες, ίσως και παραπάνω, όσο δηλαδή επέτρεπε το πουκαμισάκι της, τ' ασπαζόμουν και δεν έλεγα να πάρω το στόμα μου από το δέρμα της που γλύκιζε - όντως - κι εκείνη τα είχε αφημένα, σαν να μου τα είχε εκχωρήσει για όλη τη νύχτα, ίσως και για όλη τη ζωή. Κι εγώ φιλούσα και φιλούσα και δεν έπαιρνα ανάσα, σκιαζόμουν ότι κάτι θα συνέβαινε και θα μου αφαιρούνταν αυτά τα χέρια, κάτι απαγορευτικό, ζωντανό και ισχυρό όπως η νύχτα φερ' ειπείν, που θα έδινε άλλες διαταγές, πως να μην είμαι πια εγώ ο κάτοχος των χεριών της και να μην τα φιλώ, να μην τα χαϊδεύω άλλο, μα εκεί που με άδραχνε η αγωνία, εκεί ορμούσε και η χαρά σε ριπές και συνέχεια ασπαζόμουν τα χεράκια της.
Αμφιβάλλω - ακόμη και τώρα- αν ποτέ πιστός ασπάστηκε έτσι εικονίσματα. Αν ποτέ ερωτευμένος φίλησε μ' αυτό τον τρόπο το είδωλό του. Και αν υπήρξε άνθρωπος ή θεός που να άντλησε τόση ευδαιμονία, να έζησε έκσταση διάρκειας μιας ολόκληρης νύχτας, φιλώντας και χαϊδεύοντας μονάχα ένα ζευγάρι χέρια, μονάχα αυτά, μια νύχτα παράφορη που την τάραζαν οι εκρήξεις της καρδιάς και την αναστάτωνε ο σπαραγμός και το σπαρτάρισμα ενός αθέατου - τότε - έρωτα ο οποίος είχε κάνει την εμφάνισή του στα ξαφνικά και στα βουβά, στην ερημική παραλία, στην άκρη της πόλης, ακριβώς στο σημείο όπου γεννιόντουσαν τα χελωνάκια, τα γνωστά - πολύ αργότερα - ως καρέττα - καρέττα, και είχε εισβάλει σαν άνθρωπος από άλλον πλανήτη φτιαγμένος από χρυσάφι και ουρανό.
Από νωρίς είχαμε ξεκινήσει για τις Πλάκες που βρίσκονται πέρα κι από τα τελευταία σπίτια, ριγμένες φαρδιά πλατιά στην αγκαλιά της θάλασσας από χρόνους πανάρχαιους, και παραμένουν μέχρι τώρα ανάλλαχτες, παρά τους βανδαλισμούς των παραθεριστών και - προπαντός - των επιχειρηματιών. Πρόκειται για βράχους επίπεδους, λείους και λεπτούς και εκτεταμένους -ό,τι πρέπει για να ξαπλώνεις με τις ώρες - με σημάδια από τα παμπάλαια κτίσματα επάνω τους, χαραγματιές τροχών, αμετακίνητες βάσεις από κίονες, ξεθωριασμένα θραύσματα από αγγεία, διάφορα απολιθώματα. Το χειμώνα που ανταριάζει η θάλασσα, τις κουκουλώνει, η άνοιξη τις στολίζει γαλανά ανθάκια από γυαλολάχανα και το καλοκαίρι τις κατέχουν οι κολυμβητές. Οι νέοι πιο πολύ. Προς τα εκεί κατευθυνόμαστε και είχε φεγγάρι, θαρρώ ολόγιομο, γιατί οι σκούρες πλάκες άσπριζαν, οι ίσκιοι έμοιαζαν πελώριοι και τα κύματα έδειχναν χρωματιστά. Φαίνονταν ήρεμα μα ήταν επί ποδός. Για τα χελωνάκια. Που τρεχοβολούσαν, σέρνονταν ή τρέκλιζαν, ή έκαναν διστακτικά βηματάκια - τα πρώτα τους βήματα - και αγωνίζονταν να φθάσουν στη θάλασσα που τα περίμενε. Σου ανέβαινε ένας κόμπος στο λαιμό να τα παρακολουθείς με τι αγωνία έσπευδαν ν' ανταμώσουν το νερό, μια συγκίνηση που εμείς τ' αγόρια δε θα φανερώναμε ποτέ, κι ας μη θυμηθώ τη χρονιά που μερικοί έβαζαν σημάδι τ' αυγά τους και - τσαφ - έριχναν τα σκληρά νοτισμένα χαλίκια πάνω στ' αυγουλάκια, - τσαφ - και κομματιάζονταν οι ζωούλες, - τσαφ - ό,τι η μάνα καρέττα είχε σκεπάσει με κλάματα κι αναφιλητά. Γιατί - ακουστά θα το 'χετε - όταν φυλάει η καρέττα τα αυγά της, αρχινά ένα κλάμα σαν να της ξεσκίζονται τα σωθικά. Με στεναγμούς. Που βαστάνε ώρες. Βέβαια οι επιστήμονες έχουν να πουν ότι κλαίνε για να καθαρίσουν το σώμα τους από το αλάτι. Ισως. Αλλά οι αναστεναγμοί πώς ερμηνεύονται; Και ποιος προστάζει τα χελωνάκια ν' ανταμώσουν ομαδικώς το κύμα;
Οπως το αντάμωσαν εκείνη τη νύχτα τη φεγγαράτη που άσπριζαν οι Πλάκες, άσπριζε η άμμος, άσπριζαν τα νεογέννητα χελωνάκια, άσπριζαν και τα χέρια της Βενετίας στον κρυψώνα μας, αργά, πολύ αργά, όταν οι άλλοι είχαν βαρεθεί, ή είχαν κουραστεί κι είχαν αποχωρήσει νυσταγμένοι αφήνοντάς μας - τους δυο μας - κατάχαμα στη ζεστή ακόμα άμμο, με συντροφιά το ντροπαλό φλοίσβισμα και το άηχο τρέξιμο των νεογνών καρέττα, γείτονες με αραιούς διάττοντες και με τις φωταψίες των υπερωκεανίων, που πρόβαλαν από τον Κάβο Μαλιά κι έστριβαν αρχοντικά πίσω από το Τσιρίγο για άγνωστες μακρινές θάλασσες και για λιμάνια που θα στοίχειωναν τα όνειρά μου. Αλλά όχι τότε. Οχι ακόμα. Τότε ήμουν κατακυριευμένος από τα χέρια της Βενετίας. Που τα έσφιγγα πάνω μου κι άλλο δεν έκανα παρά να τα ασπάζομαι. Κι άλλο δεν αισθανόμουν από ρίγη. Τα δικά μου ρίγη και τα δικά της. Γιατί το 'βλεπα, κι ας ήμουν εκτός εαυτού, έβλεπα το κοριτσάκι μου να ριγά. Καταλάβαινα τα χεράκια της να τρεμουλιάζουν. Κι όχι μόνο τα χέρια της, μέχρι κάτω στις πατούσες έφθανε το τρέμουλό της, λίγο ακόμα και θ' άρχιζαν να κροταλίζουν τα γόνατά της, όπως και τα δικά μου άλλωστε, που δε με κρατούσαν πια, και γι' αυτό, και δίχως ν' αφήσω τις παλάμες της, ξάπλωσα ανάσκελα στην άμμο που μύριζε σκίνο και χαρουπιά και βρεγμένο καλάμι, αλλά και κάτι δριμύτερο κι ωραιότερο, Βενετία μύριζε και μου 'φερνε διαρκώς λιγοθυμιά, μέχρι που ο ουρανός άρχισε ν' ασπρίζει και οι μακρινές φωνές είχαν σβήσει από ώρα, το ίδιο και το μονότονο και θρηνητικό λάλημα του γκιόνη, μόνο ένα αχνό ανάδεμα ακουγόταν, σαν κάποιος - ή κάτι - να λογάριαζε ν' ανοίξει τα φτερά του αλλά - στο τσακ - το μετάνιωνε, κάποιο άγνωστο νυχτοπούλι ή κάποιος άγγελος Κυρίου ίσως. Και όταν το βουνό, η Βαβύλα, φάνηκε με το πορφυρό περίγραμμα, σηκωθήκαμε με ρούχα φορτωμένα άμμο και υγρασία βαριά, θαλασσινή...
Με το φθινόπωρο αναχώρησα για τη σχολή Πλοιάρχων Εμπορικού Ναυτικού της Υδρας. Εσώκλειστος. Και οι δικοί μου μετακόμισαν στον Πειραιά - στην Καλλίπολη - και αργότερα, μετά το πέρας των σπουδών μου, που κράτησαν τρία χρόνια, έκανα το εκπαιδευτικό ταξίδι, δόκιμος για δεκατέσσερις μήνες σ' εμπορικό, στην άκρη του κόσμου έφθασα και μου φαινόταν ότι δεν τα χορταίνει κανείς τα ταξίδια, πλάνη, βέβαια, και στο μεταξύ χάσαμε τον πατέρα μου σε ναυάγιο πέρα στη Θάλασσα της Κίνας, κι ήρθαν στο σπίτι μας τα πάνω κάτω, κι έπειτα ήταν και το στρατιωτικό μου, και με την απόλυσή μου μπαρκάρισα ανθυποπλοίαρχος σ' ένα χιώτικο γκαζάδικο, ανάποδος ο πλοιοκτήτης, κι είχε και τους ρουφιάνους του, μου 'ρχότανε να τα παρατήσω, έλα όμως που είχα υποχρεώσεις με τον αρραβώνα της αδελφής μου, κι έμεινα. Και πέρασαν χρόνια και καθώς το είχαμε δώσει το σπίτι μας δεν κατέβηκα στον τόπο μου, κι έτσι ξέχασα. Πολύ θέλει κανείς για να ξεχάσει;
Στα μέρη μας αξιώθηκα να ξαναπάω πέρσι το καλοκαίρι. Είχε ακούσει η σύζυγος για τις καθαρές θάλασσες του Λακωνικού κι επέμενε. Για τα παιδιά, έλεγε, αλλά κι ελόγου της, έτσι κι έμπαινε στο νερό ξεχνούσε να βγει, και καθόμουν μέχρι αργά στο δωμάτιο του ξενοδοχείου διαβάζοντας, είχα μαζί μου το Μπόμπι Ντικ του Χέρμαν Μέλιβιλ, δεν ήθελα να κυκλοφορήσω, είχαν αλλάξει όλα, κι οι δρόμοι, και τα σπίτια και - προπαντός - οι άνθρωποι, μονάχα οι Πλάκες είχαν παραμείνει όπως τις ήξερα, στιλπνές, με τ' αρχαία λείψανα και με τη δυνατή μυρωδιά της ανοιχτής θάλασσας. Στα σκίνα απ' όπου ροβόλαγαν τα χελωνάκια, είχε υψωθεί ένα ξενοδοχειακό συγκρότημα θεριό. Πλακώθηκε η καρδιά μου σαν το είδα, μα - ως συνήθως - υποχώρησα και μείναμε σ' αυτό και ξάπλωνα με τις ώρες και δεν πολυέβγαινα, αισθανόμουν πληγωμένος, αμήχανος και ντροπιασμένος που άφησα και τη μουσική από το μπαρ και κάπου - κάπου κάποιο πλεούμενο που πλησίαζε κι ένα πρωί - κατά τις έντεκα - χτύπησε η πόρτα του δωματίου, χτύπημα αβέβαιο κι είπα «Εμπρός, ποιος είναι;», «Υπηρεσία. Να καθαρίσω το δωμάτιό σας;». Ρώτησε μια γυναίκα και της είπα «Μάλιστα, περάστε, ετοιμαζόμουν να βγω...», κι εκείνη μπήκε με τα σύνεργά της της καθαριότητας, ιδρωμένη, κουρασμένη, πανύψηλη κι αγέλαστη, με μουσκεμένη την καφετιά ρόμπα της καθαρίστριας.«Καλημέρα σας...» κούνησε το κεφάλι βαστώντας με μπλαβιασμένα δάχτυλα τον κουβά και τη σφουγγαρίστρα και στη μασχάλη της είχε μαγκωμένα κάτι πλαστικά γάντια που έσταζαν και παραμέρισε να βγω και την ώρα που έφτανα στην πόρτα γύρισα και την ξανακοίταξα, κάτι με είχε ξαφνιάσει, ένα άρωμα είχε απλωθεί στο δωμάτιο, άρωμα ξεχασμένο, μυρωδιά από σκίνα και από λυγαριά και στην αρχή δεν ήξερα από πού ερχόταν, ίσως κανένα καινούριο απορρυπαντικό, σκέφθηκα, ώσπου η γυναίκα χαμογέλασε κάπως αναίτια και περίεργα και μονομιάς αντιλήφθηκα την προέλευση του αρώ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ