9 Ιαν 2013

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1950-1960. Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΕΔΑ


Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΙΣ ΔΕΚΑΕΤΙΕΣ 1950-1960. Η ΠΕΙΡΑ ΤΗΣ ΕΔΑ

Τον τελευταίο χρόνο, ιδιαίτερα την προεκλογική περίοδο, προβλήθηκε πολλές φορές η περίπτωση της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), κυρίως το γεγονός ότι στις βουλευτικές εκλογές του 1958 πήρε ποσοστό 24,42% και κατέκτησε τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο κοινοβούλιο.
Το παράδειγμα της ΕΔΑ αξιοποιήθηκε από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (στις κεντρικές προεκλογικές συγκεντρώσεις και στα τηλεοπτικά παράθυρα), αλλά και από τον αστικό Τύπο, με ένα στόχο: να πλήξει τη σημερινή επαναστατική στρατηγική του ΚΚΕ - να πιέσουν το ΚΚΕ σε οπορτουνιστική προσαρμογή, ώστε να υποκύψει στις ανάγκες διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιχειρείται κάτι τέτοιο, μέσω της προβολής1 στο σήμερα παλιότερων αποφάσεων και θέσεων του ΚΚΕ, παρά τις διαφορετικές συνθήκες και κυρίως τα πολιτικά συμπεράσματα που έχει βγάλει το Κόμμα με συλλογικές διαδικασίες: «…η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, πρέπει να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Αποδείχτηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση, από το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, “ενδιάμεσου” στόχου εξουσίας που χαρακτηριζόταν είτε ως “επαναστατική εξουσία αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα” ή “Λαϊκή Δημοκρατική Κυβέρνηση”, είτε ως “αντιιμπεριαλιστική-αντιμονοπωλιακή εξουσία” ή ως “αντιμονοπωλιακή διακυβέρνηση”.
Η αναγνώριση του παραπάνω λάθους και η ανάλογη διόρθωση της στρατηγικής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος»2.
Στις σημερινές συνθήκες της βαθιάς και παρατεταμένης καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και της αναποτελεσματικότητας στη διαχείριση του δημόσιου χρέους, ασκείται πίεση προς το ΚΚΕ από αστικές και οπορτουνιστικές πολιτικές δυνάμεις για να ενταχθεί σε ένα μπλοκ δυνάμεων που θα εφαρμόσει μια εναλλακτική αστική διαχείριση με αιχμή μια ευρωπαϊκή συμμαχία που θα ακολουθήσει επεκτατική δημοσιονομική πολιτική με στόχο την ανάκαμψη.
Αυτή η πίεση είχε ως αποτέλεσμα τη μεγάλη μείωση ψήφων του ΚΚΕ στις τελευταίες εκλογές. Φυσικά η στρατηγική ενός ΚΚ δεν μπορεί να καθορίζεται από τα εκλογικά ποσοστά.
Η ιστορική πείρα του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος (ΔΚΚ) έχει δείξει ότι ο χαρακτήρας των πολιτικών συμμαχιών συνδέεται με τη στρατηγική κάθε κόμματος, αν δηλαδή παλεύει για την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος ή για τη μακροημέρευσή του. Το ΚΚΕ επιδιώκει τη διαμόρφωση του ανάλογου συσχετισμού δυνάμεων, τη διαμόρφωση της εργατικής λαϊκής πλειοψηφίας που θα συγκρουστεί για την ανατροπή του σάπιου καπιταλιστικού συστήματος.
Το ΚΚΕ σήμερα προβάλλει γραμμή συμμαχιών που συσπειρώνει εργάτες, φτωχούς μισθωτούς και αυτοαπασχολούμενους βάσει της θέσης των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων στο καπιταλιστικό σύστημα, δηλαδή με κριτήριο τον κοινό ταξικό αντίπαλο και όχι τον αυτοπροσδιορισμό των πολιτικών δυνάμεων (π.χ. «αριστερός», «δημοκρατικός σοσιαλισμός» κλπ.). Αυτή η συμμαχία από την ίδια τη στόχευσή της, δηλαδή την αλλαγή της τάξης που βρίσκεται στην εξουσία, έχει και πολιτικό χαρακτήρα, χωρίς να προϋποθέτει κατ’ ανάγκη την πολιτική συμφωνία του ΚΚΕ με άλλα κόμματα.
Η παραπάνω γραμμή της κοινωνικοπολιτικής συμμαχίας βασίζεται στην ιστορική πείρα του ΚΚΕ και στην ανάλογη μελέτη της ελληνικής και διεθνούς πείρας. Το Κόμμα έχει αναδείξει μέσα απ’ όλη την επεξεργασία της στρατηγικής του, με τον εμπλουτισμό της από το 15ο έως το 18ο Συνέδριο, πως είναι έγκλημα σε βάρος της εργατικής τάξης η συμμετοχή του ΚΚ σε αστική κυβέρνηση, με όποιον επιθετικό προσδιορισμό και αν έχει αυτή (αριστερή, προοδευτική, αντιιμπεριαλιστική). Τη στιγμή που δεν έχει ανατραπεί η καπιταλιστική εξουσία και ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η κυβέρνηση, η οποία είναι οργανικά δεμένη με το κράτος που υπηρετεί, είναι είτε αντιλαϊκή είτε ανήμπορη για το λαό. Και στις δύο περιπτώσεις είναι επιζήμια για το λαό, άμεσα ή και μεσοπρόθεσμα.
Οπως είναι φανερό η πίεση οπορτουνιστικής προσαρμογής ενάντια στο ΚΚΕ θα ενταθεί, καθώς η καπιταλιστική κρίση θα βαθαίνει. Ελληνικά και ξένα κέντρα του κεφαλαίου επιδιώκουν να πετάξει το Κόμμα τη σημαία της ανειρήνευτης ταξικής πάλης και να «βάλει πλάτη» για να ξελασπώσουν οι καπιταλιστές. Ιδιαίτερα στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης είναι εξαιρετικά επίκαιρη η υπόμνηση του Λένιν που, σε όσους ισχυρίζονταν πως «μας απειλεί οικονομική καταστροφή. Γι’ αυτό είναι λάθος να βγάλει κανείς από τη μέση την αστική τάξη», απαντούσε: «Αυτό είναι αστικό συμπέρασμα. Οσο πιο κοντά είναι η καταστροφή, τόσο επιτακτικότερη γίνεται η απομάκρυνση της αστικής τάξης».3
Η πείρα από την ιστορία του ΚΚΕ είναι πολύτιμη. Το ΚΚΕ, μετά από μελέτη χρόνων, με συζήτηση σε όλο το Κόμμα και διαδικασία Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης τον Ιούνη του 2011, υπερψήφισε το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ Β΄ Τόμος, 1949-1968, που αποτελεί μελέτη της εξέλιξης της στρατηγικής του ΚΚΕ, καθώς και της πολιτικής συμμαχιών ως στοιχείου εξαρτώμενου άμεσα από τη στρατηγική. Σε αυτά τα πλαίσια το ΚΚΕ συλλογικά εξέτασε την πείρα των συμμαχιών του στις δεκαετίες 1950-1960 και την απόφασή του για ίδρυση της ΕΔΑ. Οπως για τον ταξικό αντίπαλο η πολιτική είναι επιστήμη για να διατηρεί τα εκμεταλλευτικά της συμφέροντα, έτσι και το Κόμμα της εργατικής τάξης μπορεί να εξοπλίζεται με στέρεα συμπεράσματα από τη μελέτη της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος. Αναδεικνύονται έτσι νομοτέλειες της επαναστατικής στρατηγικής που αφορούν και την πολιτική συμμαχιών.
Από το 1951 έως το 1967 το ΚΚΕ έδρασε μέσα από την ΕΔΑ, στα πρώτα δέκα χρόνια σε πολύ δύσκολες συνθήκες, όπου χιλιάδες μέλη και στελέχη της υπέστησαν τους διωγμούς που υπέστη και το ΚΚΕ. Αυτή η δράση δεν μειώνεται ούτε στο ελάχιστο ούτε ακυρώνεται από την κριτική τοποθέτηση έναντι του εγχειρήματος ίδρυσης της ΕΔΑ.
Με βάση αυτή τη συλλογική πείρα του Κόμματος θα σταθούμε σε βασικά συμπεράσματα που αναδεικνύονται ως διαχρονικά και ιδιαίτερα επίκαιρα για τη σύγχρονη επαναστατική πάλη της εργατικής τάξης και της συνειδητής οργανωμένης πρωτοπορίας της, του ΚΚΕ.

Η ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ
ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΔΑ

Κατά την έναρξη της δεκαετίας του 1950 ένα τμήμα της αστικής τάξης προσανατολιζόταν στο στόχο διαμόρφωσης ενός «ΚΚΕ εθνικού και αντιζαχαριαδικού», δηλαδή ενός ΚΚΕ που θα είχε αρνηθεί τον προλεταριακό διεθνισμό, την επαναστατική γραμμή, που θα αποκήρυττε τον αγώνα του ΔΣΕ.
Από τα παραπάνω είναι κατανοητό πως η πολιτική συμμαχιών ενός ΚΚ δεν πραγματοποιείται σε πολιτικό κενό, αλλά έχει ν’ αντιμετωπίσει το σύνολο των επιδιώξεων της άρχουσας τάξης, η οποία έχει μεγάλη πείρα και σταθερή στρατηγική στόχευση να τσακίσει την πρωτοπορία της εργατικής τάξης και οπωσδήποτε να τη μεταλλάξει, να την οδηγήσει σε συμβιβασμό, με την ενίσχυση του οπορτουνισμού στις γραμμές της. Η ιστορία αναδεικνύει πως πλήγματα που δεν κατάφερε στην εργατική τάξη και το κόμμα της η ωμή και θεσμική κρατική βία, οι καθοδηγούμενες συμμορίες από το κράτος, η λευκή τρομοκρατία, το πέτυχε πολλές φορές η οπορτουνιστική διάβρωση, η υποχώρηση σε επίπεδο συλλογικής σκέψης, η ασυνέπεια λόγων και έργων, η ακύρωση των αγωνιστικών επαναστατικών δεσμών με την εργατική τάξη.
Η στρατιωτική ήττα του ΔΣΕ το 1949 είχε αρνητική επίδραση στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Από την άλλη όμως η μεγάλη ΕΑΜική αντίσταση, ο Δεκέμβρης του ’44 και η κορυφαία ένοπλη ταξική σύγκρουση του ΔΣΕ είχαν αφήσει θετικό αποτύπωμα στη συνείδηση της εργατικής τάξης, της φτωχής αγροτιάς και των υπόλοιπων καταπιεζόμενων, γεγονός που εκδηλωνόταν παρά το όργιο φυλακίσεων, εξοριών και εκτελέσεων και τη διογκούμενη αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Συνέχιζε να υπάρχει η αίσθηση μιας νέας ανάτασης της λαϊκής πάλης, σ’ αυτό επιδρούσαν και οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο. Οι εννέα χώρες που αποσπάστηκαν σε Ασία και Ευρώπη από το σύστημα του ιμπεριαλισμού και προχωρούσαν στη σοσιαλιστική οικοδόμηση δημιουργούσαν την αίσθηση μιας γενικότερης επέλασης των δυνάμεων του σοσιαλισμού.
Η καπιταλιστική οικονομία στην Ελλάδα προχωρούσε πλέον στη φάση της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης που αντικειμενικά είχε καθυστερήσει την περίοδο 1946-49, η καπιταλιστική ανάπτυξη συντελούνταν εν μέσω έντονων ενδοαστικών αντιπαραθέσεων για το χαρακτήρα της και αντεγκλήσεων σχετικά με το πρόταγμα του σχεδίου ανάπτυξης ή της δημοσιονομικής σταθερότητας. Φυσικά για την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα η καπιταλιστική ανάπτυξη σήμαινε λιτότητα, φτώχεια, εξαθλίωση και όχι γενική ευημερία, όχι άμεση βελτίωση του επιπέδου λαϊκής διαβίωσης. Οπωσδήποτε όμως η καπιταλιστική ανάπτυξη ανέδειξε νέα μεσαία στρώματα, καλύτερα αμειβόμενα τμήματα της μισθωτής εργασίας, καθώς και την απαραίτητη διευρυμένη κρατική υπαλληλία, δηλαδή παράγοντες που επιδρούσαν ανασταλτικά στη ριζοσπαστικοποίηση των συνειδήσεων και συντελούσαν στην καθήλωσή τους στην προσπάθεια ατομικής κοινωνικής ανέλιξης σε συμβιβασμό με το αστικό καθεστώς.
Στο στρατόπεδο του αστικού πολιτικού κόσμου ήταν έντονη η ανησυχία για την ανασύνθεσή του, για τη συγκρότηση σχετικά σταθερών αστικών κομμάτων - σχηματισμών που θα έπαιζαν το παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής. Χαρακτηριστικά στις 20 Ιούλη του 1951, ο Ελληνοαμερικανός βουλευτής της Μινεσότα Κρίστι τόνιζε:«Συνιστώ να γίνη προσπάθεια όλων των πολιτικών παραγόντων δια μία συγχώνευσιν των πολλών πολιτικών κομμάτων εις δύο ή τρία το πολύ, ώστε να αποκτήσει η χώρα σταθερά κυβέρνησιν και ισχυράν αντιπολίτευσιν...»4. Ανάλογα και ο αντικομμουνιστής δημοσιογράφος και συγγραφέας Σπύρος Μελάς επισήμαινε:«Η κατάτμησις των εθνικών πολιτικών δυνάμεων [...] αποτελεί και την κύριαν δυσκολία διά μίαν πάγιαν συνεννόησιν, η οποία θα έδινεν εις την εσωτερικήν σας κατάσταση την σταθερότητα εκείνην που απαιτούν αι σημεριναί ιστορικαί περιστάσεις»5.
Ανασταλτικά στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος λειτουργούσε η προσπάθεια εξισορρόπησης αντιτιθέμενων αστικών συμφερόντων και παραγόντων που είχαν διαμορφωθεί όλη την προηγούμενη δεκαετία, όπως η ύπαρξη πολυποίκιλων κρατικών μηχανισμών (αστικά πολιτικά κόμματα, Παλάτι, στρατός, παραστρατιωτικές οργανώσεις, ντόπιες και ξένες μυστικές υπηρεσίες, επιτελεία των ΗΠΑ κλπ.). Από το 1944 και εξής ο κίνδυνος απώλειας της αστικής εξουσίας είχε οδηγήσει σε μια βιαστική συνένωση το τμήμα της αστικής τάξης που βρισκόταν σε συνεργασία με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό, ένα άλλο κομμάτι που είχε παραμείνει στη χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής και συνεργάστηκε με το γερμανικό ιμπεριαλισμό, αστικές δυνάμεις που έδρασαν σε αντιστασιακές οργανώσεις (ΕΔΕΣ, ΕΚΚΑ κ.ά.), κρατικές κατασταλτικές δυνάμεις των «δοσίλογων» κυβερνήσεων, παραστρατιωτικές δυνάμεις που ιδρύθηκαν από τους Γερμανούς, δυνάμεις του βρετανικού και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού ή υπό τον έλεγχό του κ.ά. Ακόμα και περιπτώσεις αστών που είχαν ενταχθεί στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ (αξιωματικοί κ.ά.), αμέσως μετά την απελευθέρωση συντάχθηκαν με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και στη συνέχεια ενάντια στο ΔΣΕ.
Οι δυσκολίες στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, σε συνδυασμό με τη διαφαινόμενη νέα ανάταση του λαϊκού παράγοντα, δεδομένης της επιμονής του ΚΚΕ στην ανασυγκρότηση και δράση των παράνομων κομματικών οργανώσεων, είχαν αρχίσει να δημιουργούν ανησυχίες στις δυνάμεις του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, οι οποίες είχαν αυξημένο ρόλο, εξαιτίας της καθοριστικής τους βοήθειας στην αστική τάξη της Ελλάδας να νικήσει το ΔΣΕ.
Η άρχουσα τάξη αξιοποιούσε την εκτός νόμου θέση του ΚΚΕ και τις διώξεις ενάντια στην ταξική συνδικαλιστική δράση με στόχο να ξεριζώσει την επιρροή του, να τρομοκρατήσει το εργατικό και λαϊκό κίνημα, να αποκαταστήσει και να εντείνει την ιδεολογική και πολιτική επίδραση της στις μάζες. Ετσι η εργατική τάξη και τα φτωχά λαϊκά στρώματα, έπειτα από την ήττα του ΔΣΕ, δέχονταν συνδυασμένα την πολιτική του «μαστίγιου και του καρότου», με έκτακτα στρατοδικεία και εκτελέσεις να βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη και ταυτόχρονα να διαφαίνονται υπαρκτές δυνατότητες ατομικής κοινωνικής ανέλιξης, βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου για τμήματα των εργαζόμενων, των λαϊκών στρωμάτων, της κρατικής υπαλληλίας.

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ

 Από την ίδρυσή της τον Αύγουστο του 1951, η δραστηριότητα της ΕΔΑ και οι πολιτικές της στοχεύσεις επηρεάζονταν αφενός από τη στρατηγική του ΚΚΕ και ευρύτερα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και αφετέρου από την προσπάθεια ανασυγκρότησης του ελληνικού αστικού πολιτικού κόσμου, η οποία πραγματοποιούνταν με την άμεση παρέμβαση και του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού. Επόμενα, μια κατανόηση της πορείας της ΕΔΑ εκκινεί αναγκαστικά από τον υπολογισμό της επίδρασης που ασκούσαν αυτοί οι δύο παράγοντες.
Το ΚΚΕ, στο διάστημα από την αρχή του 1949 που έγινε η 5η Ολομέλεια έως τον Οκτώβρη του 1954 που αποσύρθηκε το Σχέδιο Προγράμματος του 1953, είχε διαμορφώσει τη θέση ότι το στάδιο του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού της Ελλάδας δεν ήταν πλέον προαπαιτούμενο για τη σοσιαλιστική επανάσταση, είχε εκτιμήσει ότι η επερχόμενη επανάσταση στην Ελλάδα θα ήταν σοσιαλιστική.
Παρά αυτό το θετικό βήμα, μέσα στις αποφάσεις της εποχής συνέχιζε να τίθεται ο στόχος επίτευξης μιας κυβέρνησης στο έδαφος της αστικής εξουσίας που θα προωθούσε διάφορα θετικά μέτρα (αμνηστία, ειρήνευση, εξωτερική πολιτική ουδετερότητας, ισότιμη λειτουργία όλων των κομμάτων - νομιμοποίηση του ΚΚΕ), αιτήματα που αποτελούσαν πιεστικές ανάγκες. Τέτοια και μια σειρά άλλα ζητήματα συνέθεταν το πλαίσιο του λεγόμενου «μίνιμουμ προγράμματος» (ή πρόγραμμα μερικότερων αιτημάτων), που ορθά ήταν στόχοι πάλης του εργατικού - λαϊκού κινήματος, όμως προβάλλονταν ως κυβερνητικό πρόγραμμα μιας κυβέρνησης συνεργασίας αστικών δημοκρατικών και σοσιαλιστικών δυνάμεων.
Εκ των πραγμάτων αποδείχτηκε πως η επίλυση ορισμένων από αυτά ήρθε ως αποτέλεσμα πάλης και ως ανάγκη αστικού εκσυγχρονισμού, όπως π.χ. μέτρα αμνήστευσης - αποφυλάκισης κρατούμενων κομμουνιστών που πάρθηκαν σταδιακά απ’ όλες τις κυβερνήσεις μετά από πολλούς και επίπονους αγώνες. Σε αυτό το ζήτημα οι λεγόμενες «κεντρώες» κυβερνήσεις (Ν. Πλαστήρα, Σ. Βενιζέλου, Γ. Παπανδρέου) δεν αποδείχτηκαν ελαστικότερες έναντι των δεξιών (του Αλ. Παπάγου, του Κ. Καραμανλή). Πολύ περισσότερο, με δεδομένη την καπιταλιστική εξουσία στην Ελλάδα, δεν ήταν δυνατό να προκύψει μια κυβέρνηση που θα έβγαζε τη χώρα από το ΝΑΤΟ και θα ακολουθούσε έστω ...πολιτική ίσων αποστάσεων μεταξύ ΝΑΤΟ και Συμφώνου της Βαρσοβίας.
Το ΚΚΕ είχε διαμορφώσει από την 3η Συνδιάσκεψη (Οκτώβρης 1950) τη θέση ότι: «Κεντρική, ανώτατη πολιτική έκφραση της οργάνωσης και πάλης του λαού για τα δίκαιά του πρέπει να ’ναι το πανελλαδικό, παλλαϊκό μέτωπο ή συνασπισμός όλων των λαϊκών προοδευτικών και δημοκρατικών δυνάμεων, οργανώσεων, κομμάτων, παραγόντων, προσωπικοτήτων της χώρας. Ο αγωνιστικός δημοκρατικός αυτός συνασπισμός θα πρέπει ν’ απομονώσει και να αποξενώσει όλους τους κεντρωτικούς και ψευτοσοσιαλιστικούς ρεφορμιστικούς αγροτοκάπηλους και συμβιβαστικούς παράγοντες και οργανώσεις, που για αποστολή έχουν στην περίοδο της γενικής πολιτικής κρίσης στη χώρα να ευνουχίσουν το λαϊκό αγώνα και να στερεώσουν την εξουσία της πλουτοκρατίας και της αμερικανοκρατίας»6.
Παρά το μέτωπο που άνοιγε η 3η Συνδιάσκεψη στον οπορτουνισμό και στις κοινωνικές δυνάμεις που τον τροφοδοτούσαν, «η πολιτική γραμμή που διαμόρφωσε [...] περιείχε αντιφάσεις στον ανάλογο προσδιορισμό των κοινωνικών δυνάμεων»7.
Υλοποιώντας τις κατευθύνσεις της 3ης Συνδιάσκεψης, στις αρχές του 1951 δημιουργήθηκε ο Δημοκρατικός Συναγερμός από μέλη, οπαδούς του ΚΚΕ και διάφορους συνεργαζόμενους, που το 1950 είχαν δραστηριοποιηθεί στη Δημοκρατική Παράταξη με επικεφαλής τον Ι. Σοφιανόπουλο. Στις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές στις 15 Απριλίου του 1951, ο Δημοκρατικός Συναγερμός κατέγραψε σημαντική εκλογική επιρροή.
Την 1η Αυγούστου του 1951 ανακοινώθηκε η δημιουργία της ΕΔΑ και στις 3 Αυγούστου οριοθετήθηκε η λειτουργία της ως συνασπισμού κομμάτων ισότιμα συνεργαζόμενων. Στις συζητήσεις για τη δημιουργία της ΕΔΑ εκτός από το Δημοκρατικό Συναγερμό συμμετείχαν και άλλα ΕΑΜογενή κόμματα. Το πρακτικό της ίδρυσης της ΕΔΑ συνυπέγραψαν ο Δημοκρατικός Συναγερμός, το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδος, το κόμμα των Αριστερών Φιλελεύθερων (το οποίο και αποχώρησε από την ΕΔΑ το Δεκέμβρη του 1951), το Δημοκρατικό Ριζοσπαστικό Κόμμα. Λίγες μέρες αργότερα ανακοίνωσαν τη συμμετοχή τους η Ενωσις Δημοκρατικών Αριστερών και η Δημοκρατική Ενωσις. Δίχως να φαίνεται επίσημα, το πρακτικό της ίδρυσης της ΕΔΑ συνυπέγραφε και το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας που από το 1947 είχε κηρυχτεί παράνομο όπως και το ΚΚΕ. Στις 9 Αυγούστου 1951 ο Γιάννης Πασαλίδης κατέθεσε στον Αρειο Πάγο τον τίτλο και το έμβλημα του κόμματος.8 Το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς είχε επιδιωχθεί από το ΚΚΕ η δημιουργία του Πανδημοκρατικού Συναγερμού (ΠΑΣ), ενώ στις 14 Αυγούστου 1951 με πρωτοβουλία φυλακισμένων κομμουνιστών κατατέθηκε στο πρωτοδικείο το ψηφοδέλτιο του ΕΛΑ (Ενιαίος Λαϊκός Αγώνας) ως αντίδραση στην αρχική άρνηση της ΕΔΑ να συμπεριλάβει φυλακισμένους κομμουνιστές στα ψηφοδέλτιά της.9
Τι κόμμα ήταν η ΕΔΑ: Από την αρχή η ΕΔΑ αποτέλεσε μια πολιτική συμμαχία κομμουνιστών με σοσιαλδημοκρατικές αλλά και άλλες κεντρώες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Εξ αντικειμένου η ΕΔΑ δεν ήταν το ΚΚΕ με άλλο μανδύα, όπως την παρουσίαζε η αστική προπαγάνδα της εποχής ούτε όμως ήταν απλώς μια «τυπική» συμμετοχή κομμουνιστών σε ένα εκλογικό συνδυασμό. Με δεδομένο ότι το ΚΚΕ ήταν εκτός νόμου, η επιλογή ίδρυσης της ΕΔΑ δεν περιορίστηκε απλώς σε μια προσπάθεια να εκλεγούν ορισμένοι κομμουνιστές βουλευτές για να αξιοποιήσουν όποιες χαραμάδες δράσης άφηνε το αστικό καθεστώς. Επίσης δεν περιορίστηκε σε μια προσπάθεια νόμιμης έκφρασης του εκτός νόμου ΚΚΕ. Στην ουσία η ΕΔΑ αποτελούσε υλοποίηση της γραμμής της πολιτικής συμμαχίας που έθετε το ΚΚΕ στην 6η Ολομέλεια του 1949 και στην 3η Συνδιάσκεψη του 1950. Φυσικά αυτά τα δύο κομματικά σώματα σε καμιά περίπτωση δεν προέγραφαν την πορεία που ακολούθησε η ΕΔΑ και το ΚΚΕ μέσα σε αυτή, πορεία που κατέληξε στο να τεθεί στην ημερήσια διάταξη η ίδια η ύπαρξη ή όχι επαναστατικού κόμματος της εργατικής τάξης στην Ελλάδα, η διάλυση του ΚΚΕ και η αντικατάστασή του από την ΕΔΑ.
Από την πρώτη στιγμή ίδρυσης της ΕΔΑ φάνηκαν οι δυσκολίες και τα όρια αυτού του εγχειρήματος. Ετσι, όταν το ΚΚΕ μέσω του Δημοκρατικού Συναγερμού έβαλε ένα μήνα αργότερα το ζήτημα της συμμετοχής του φυλακισμένου Νίκου Μπελογιάννη και του παράνομου Νίκου Πλουμπίδη στα ψηφοδέλτια της ΕΔΑ, αμέσως η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών και εκλογικών εταίρων χρησιμοποίησε κάθε επιχείρημα και μέσο προκειμένου να ακυρώσει ένα τέτοιο εγχείρημα,10 παρά το γεγονός ότι επίσημα η ΕΔΑ πάλευε και για την αμνηστία και την απελευθέρωση των πολιτικών κρατούμενων.
Συνεκτικό στοιχείο της ΕΔΑ ήταν η πολιτική γραμμή του ΚΚΕ που επεδίωκε πάση θυσία την πολιτική συμμαχία αυτού του είδους. Ετσι, παρά τις αθετήσεις των συμμάχων, το ΚΚΕ τελικά υποχωρούσε. Επίσης οι σύμμαχοι ήθελαν τη διατήρηση της ΕΔΑ γιατί η πολιτική επιρροή του ΚΚΕ εξασφάλιζε και τη δική τους πολιτική ύπαρξη. Παράλληλα μια ολόκληρη σειρά οπορτουνιστικών και αστικών δυνάμεων έβλεπαν τις απαιτήσεις για ειρήνη, δημοκρατία και αμνηστία ως κομμάτι μιας πρότασης εναλλακτικής αστικής διακυβέρνησης. Επρόκειτο για πολιτικές δυνάμεις που, εκφράζοντας τις απαιτήσεις μερίδων της αστικής τάξης και μεσαίων στρωμάτων, τάσσονταν ενάντια στο θεσμό της βασιλείας, θεωρούσαν απαραίτητη την προάσπιση της ειρήνης για την ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής παραγωγικής διαδικασίας στην Ελλάδα, επιζητούσαν μεγαλύτερη κρατική παρέμβαση στην οικονομία και ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων με τα βαλκανικά σοσιαλιστικά κράτη και την ΕΣΣΔ.
Σχετικά με την ίδρυση της ΕΔΑ, η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για το Β΄ Τόμο του Δοκίμιου Ιστορίας του ΚΚΕ (Ιούλης 2011) εκτίμησε: «Η επιλογή του ΚΚΕ για τη δημιουργία της ΕΔΑ ήταν λαθεμένη, γιατί αποτελούσε σχήμα συμμαχίας πολιτικών δυνάμεων και όχι κοινωνικοπολιτικό μέτωπο πάλης. Η δημιουργία της αντανακλούσε δύο σημαντικά προβλήματα στην πολιτική του ΚΚΕ: 1. Τη λαθεμένη προγραμματική αντίληψη του Κόμματος που ακολουθούσε τη λογική των σταδίων και διαχώριζε το πρόγραμμα σε μίνιμουμ και μάξιμουμ, αντίληψη από την οποία απέρρεε και η λαθεμένη πολιτική συμμαχιών. 2. Την επίδραση των προβλημάτων στρατηγικής στην επεξεργασία και πρακτική για το συνδυασμό της παράνομης και της νόμιμης δουλειάς, έτσι ώστε η αυτοτελής οργάνωση και φυσιογνωμία του Κόμματος να εκφράζεται σε κάθε περίπτωση στο κίνημα, σε όλες τις μορφές της ταξικής πάλης. Μέρος αυτής της πάλης είναι και να διεκδικεί το Κόμμα την ανοιχτή δημόσια αναγνώριση της δράσης του, ανεξάρτητα από το αν έχει νομιμοποιηθεί από το αστικό κράτος»11.

ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΟ ΚΚΕ 
ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

 Σε κάθε περίπτωση και ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις των συνεργαζόμενων πολιτικών κομμάτων μέσα στην ΕΔΑ, έχει πρωταρχική και αυτοτελή σημασία η στρατηγική στόχευση του ΚΚΕ και η από αυτή απορρέουσα πολιτική συμμαχιών. Από αυτή τη σκοπιά δίνουμε προτεραιότητα στις εξελίξεις στο ΚΚΕ και στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα που είχαν αναγκαστικά και άμεσο αντίκτυπο στη δράση και την πολιτική στόχευση της ΕΔΑ. Η απόσυρση του σχεδίου Προγράμματος του ΚΚΕ (1953-1954), έπειτα από την παρέμβαση και του Κομμουνιστικού Κόμματος Σοβιετικής Ενωσης (ΚΚΣΕ), η διατήρηση της λογικής των σταδίων για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας αναπαρήγαγε αντικειμενικά τη λογική του μίνιμουμ προγράμματος και κατά συνέπεια ενίσχυε τη μέχρι τότε λειτουργία της ΕΔΑ, αφού το μίνιμουμ πρόγραμμα του ΚΚΕ ταυτιζόταν με τις πολιτικές επιδιώξεις της ΕΔΑ. Οπως χαρακτηριστικά αναφερόταν στην απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ στις 9 Φλεβάρη του 1956: «Η ΕΔΑ βασικά σωστά καλύπτει ολόκληρο το χώρο μιας πολιτικής που για κύρια επιδίωξή της έχει την πραγματοποίηση μιας δημοκρατικής αλλαγής στην Ελλάδα [...] η γενική πολιτική της ΕΔΑ για μια δημοκρατική αλλαγή είναι σήμερα, στο σημερινό στάδιο εξέλιξης στην Ελλάδα, η γενική πολιτική του ΚΚΕ»12.
Σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και η επικράτηση της δεξιάς οπορτουνιστικής γραμμής στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956), όπως αποτυπώθηκε και στην 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ την ίδια χρονιά, η οποία συγκλήθηκε από τα 6 αδελφά εργατικά και κομμουνιστικά κόμματα και καθαίρεσε το Νίκο Ζαχαριάδη από τη θέση του Γενικού Γραμματέα της ΚΕ και άλλα μέλη των καθοδηγητικών οργάνων του.13 Η ενίσχυση της λογικής της ειρηνικής συνύπαρξης ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό και το σοσιαλισμό (η οποία είχε αρχικά διατυπωθεί στο 19ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ το 1952) προβαλλόταν πια και στην υιοθέτηση μιας γραμμής μετάβασης στο σοσιαλισμό μέσω μεταρρυθμίσεων. Υπερεκτιμώντας το θετικότερο συσχετισμό δυνάμεων που διαμορφώθηκε για τις δυνάμεις του σοσιαλισμού στο τέλος του Β΄ παγκόσμιου ιμπεριαλιστικού πολέμου και μπροστά στον κίνδυνο του ξεσπάσματος ενός θερμοπυρηνικού πολέμου, το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ εκτιμούσε ότι οι κομμουνιστές στις καπιταλιστικές χώρες όφειλαν να υποτάξουν την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση στην πάλη για τη διαφύλαξη της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας που θα υπεράσπιζε την ειρήνη. Ετσι ενισχύθηκαν οι τάσεις για την προώθηση συνεργασίας με διάφορες δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας για την επιτυχία αυτού του στόχου.
Ειδικότερα για την Ελλάδα κυριάρχησε η λαθεμένη ανάλυση που διαχώριζε την αστική τάξη σε ένα «ξενόδουλο τμήμα» που τασσόταν υπέρ του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και εναντίον του λαού και σε ένα «πατριωτικό» κομμάτι της, με το οποίο θα μπορούσαν οι προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις να συνεργαστούν. Ετσι η Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ (15-18 Ιούλη του 1956) σημείωνε:
«Στις σημερινές συνθήκες το Δημοκρατικό Κέντρο μπορεί να επιτελέση ένα ιστορικό ρόλο […] Υπό αυτές τις προϋποθέσεις εμείς θα σας παράσχουμε όλη μας την υποστήριξιν, χωρίς να προβάλλουμε απαράδεκτες κομματικές αξιώσεις»14.
Για το λεγόμενο κομματικό - οργανωτικό ζήτημα αναπτύχθηκε συζήτηση στο ΚΚΕ, για την οποία τοποθετήθηκε και το ΚΚΣΕ, το οποίο σε σχετική απαντητική επιστολή15 προς το ΠΓ του ΚΚΕ το 1957, προέκρινε να μην υπάρχει οργανωμένη παρουσία των κομμουνιστών μέσα στην ΕΔΑ αλλά να ενισχυθεί η ΕΔΑ ως Κόμμα με τη συμμετοχή όλων των μελών του ΚΚΕ. Ετσι η εξέλιξη της ΕΔΑ σε αστικό ρεφορμιστικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έγινε με την ενσωμάτωση κομμουνιστικών δυνάμεων. Αυτό καταγράφεται ως εξής στην Α΄ Πανελλαδική της Συνδιάσκεψη: «Η ΕΔΑ […] έχει αναπτύξει μια πολιτική ιδεολογία που είναι η συνισταμένη της ιδεολογίας των ρευμάτων που τη συγκροτούν […]
Αυτά προσδιορίζουν το χαρακτήρα της σαν λαϊκού κόμματος που δεν είναι επαναστατικό, αλλά προσηλωμένο πάντα στο σεβασμό της συνταγματικής νομιμότητας και του κοινοβουλευτικού συστήματος.
Αυτή η αρχή της ΕΔΑ, για την προσήλωσίν της στις κοινοβουλευτικές μεθόδους, αποτελεί θεμέλιο του κόμματός μας»16.
Το ΚΚΕ έβλεπε πλέον την ΕΔΑ ως πολιτικό φορέα προώθησης του μίνιμουμ προγράμματός του, στο οποίο περιλαμβάνονταν και η άρση των μετεμφυλιακών κατασταλτικών μέτρων.
Αναφέρεται ενδεικτικά στην «Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό» (1957): «Για να διευκολύνει τη συσπείρωση των πατριωτικών δυνάμεων, το ΚΚΕ είναι σήμερα έτοιμο να συνεργαστεί με βάση και ένα μερικότερο πρόγραμμα, πάνω στο οποίο θα μπορούσαν να συμφωνήσουν κόμματα και οργανώσεις, όπως είναι το πρόβλημα του σχηματισμού μιας εθνικής κυβέρνησης συνασπισμού, που θα εφαρμόσει πραγματική πατριωτική πολιτική στο ζήτημα της Κύπρου, θα αποκαταστήσει ομαλή δημοκρατική τάξη με τη χορήγηση γενικής πολιτικής αμνηστίας και την κατάργηση όλων των ανελεύθερων νόμων εσωτερικά και σχέσεις φιλίας και συνεργασίας με όλες τις χώρες, και θα πάρει τα πιο επείγοντα μέτρα για την οικονομική ανακούφιση του λαού. Μια τέτοια μερικότερη σύμπραξη και συνεργασία των πατριωτικών κομμάτων, και τα εθνικά συμφέροντα θα εξυπηρετήσει στις δύσκολες στιγμές που περνάει η χώρα, και θα βοηθήσει παράλληλα να εξαλειφθούν προλήψεις και προκαταλήψεις και να ανοίξει ο δρόμος για μια στενότερη και μονιμότερη συνεργασία και κοινή πάλη όλων των πατριωτικών δυνάμεων για τη δημοκρατική ανέλιξη του τόπου»17.
Ο διαχωρισμός του προγράμματος του Κόμματος σε «μάξιμουμ πρόγραμμα» που αφορούσε το στόχο του σοσιαλισμού και σε «μίνιμουμ πρόγραμμα» στόχων υλοποιήσιμων στο έδαφος της αστικής εξουσίας και η συνακόλουθη προσπάθεια επίτευξης της μέγιστης σύμπνοιας-συστράτευσης για την επίτευξη αυτών των μίνιμουμ στόχων, οδηγεί εκ νέου σε επίσης αντιφατικές θέσεις και ακόμα μεγαλύτερες υποχωρήσεις ακόμα και από αστικά αιτήματα. Από τη συζήτηση στην 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ του 1957 έχει ενδιαφέρον η τοποθέτηση στο κλείσιμο του εισηγητή της Προγραμματικής Διακήρυξης σχετικά με το θέμα της βασιλείας στην Ελλάδα: «…το ζήτημα της μοναρχίας. Γιατί δεν πρέπει να το βάλουμε. Γιατί στην Ελλάδα σήμερα υπάρχουν πολλοί εργαζόμενοι που σήμερα πιστεύουν στο βασιλιά. Εμείς γιατί με το πρόγραμμα, με τη διακήρυξη αυτή να πάμε αντιμέτωποι με αυτά τα στρώματα;»18.
Ο περιορισμός της δράσης του ΚΚΕ στην επιδίωξη μιας εναλλακτικής μορφής αστικής εξουσίας και η ενίσχυση αυτής της κατεύθυνσης μέσω εκλογικών αυταπατών είχε ως αποτέλεσμα να θεωρείται σε ένα βαθμό περιττή και η διάκριση της δράσης του από την αντίστοιχη της ΕΔΑ. Η Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ αποφάσισε το μετασχηματισμό της από συνασπισμό ισότιμων πολιτικών κομμάτων σε ενιαίο κόμμα.19 Μπορεί τυπικά το ΚΚΕ να μην είχε ακόμα αποφασίσει τη μετατροπή της ΕΔΑ σε ενιαίο κόμμα, αλλά πρακτικά το γεγονός ότι η εισήγηση για το συγκεκριμένο ζήτημα πραγματοποιήθηκε από μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ (Μανώλης Γλέζος) υποδηλώνει ότι ήταν αποτέλεσμα του γενικότερου προσανατολισμού του Κόμματος, ύστερα από την επικράτηση του δεξιού οπορτουνισμού στην 6η Πλατιά Ολομέλεια (1956).
Υπό αυτό το πρίσμα η απόφαση της 8ης Ολομέλειας20 (1958), αναφορικά με τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και τη διάχυση των κομμουνιστών στην ΕΔΑ, μόνο «κεραυνός εν αιθρία» δε θα πρέπει να θεωρείται. Εξάλλου, ανάμεσα στη μια και την άλλη απόφαση υπήρξε έντονη διαπάλη στα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος σχετικά με το «κομματικό οργανωτικό πρόβλημα», το ζήτημα της οργάνωσης των μελών του ΚΚΕ στην Ελλάδα.
Η διάχυση των κομμουνιστών μέσα στον ενιαίο πολιτικό σχηματισμό της ΕΔΑ, όπως και σε έναν οποιοδήποτε ενιαίο πολιτικό σχηματισμό, δεν αφορά απλά το κύρος ενός ΚΚ ή τη δυνατότητά του να κυριαρχεί στα πλαίσια μιας συμμαχίας, όπως πολλές οπορτουνιστικές δυνάμεις υποστήριξαν από τότε μέχρι και σήμερα. Αυτοτέλεια του ΚΚ σημαίνει συνέχιση της πάλης για την ανατροπή του καπιταλισμού και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Οπως σημειώνει η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για το Β΄ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ: «Η αυτοτέλεια του ΚΚΕ είναι θέμα αρχής, έκφραση του ιστορικού ρόλου της εργατικής τάξης και της ανάγκης να συγκροτείται αυτοτελώς ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά η πρωτοπορία της ως καθοδηγήτρια δύναμη στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την εγκαθίδρυση της εργατικής. Οποιοδήποτε σχήμα συμμαχίας της εργατικής τάξης με λαϊκά στρώματα δεν μπορεί να αναιρεί την ιδεολογική, στρατηγική, γενικότερα πολιτική και οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚ, καθώς και των συμμάχων»21.
Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να επισημανθεί ότι στη διαμόρφωση του κλίματος για τη διάλυση των κομματικών οργανώσεων και τη διάχυση των κομμουνιστών στο σχήμα της ΕΔΑ συνεισέφεραν δύο ακόμα παράγοντες. Καταρχήν ένα κομμάτι των στελεχών και των μελών του Κόμματος που είχε χρεωθεί στη δουλειά της ΕΔΑ συμφιλιώθηκε σταδιακά με τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες κάτω και από την επίδραση των σοσιαλδημοκρατικών και άλλων δυνάμεων που συμμετείχαν στις γραμμές της. Το γεγονός αυτό είχε επισημανθεί από τα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος, δίχως όμως να ληφθούν και τα αντίστοιχα μέτρα: «Ταυτόχρονα πρέπει να προσέχουμε και τις εκδηλώσεις υποτίμησης και άρνησης της παράνομης δουλιάς από τη μεριά των εκπροσώπων της νόμιμης δουλειάς - όπως έγινε και τελευταία οπότε η έκδοση του παράνομου Ρίζου ή η χρησιμοποίηση του χωνιού χαρακτηρίστηκαν σαν προβοκάτσιες. Οι τέτοιες λεγκαλιστικές τάσεις, που ξεφανερώνουν και εμφανίζονται κάτω από την πίεση των εχθρών του λαϊκού απελευθερωτικού κινήματος, πρέπει να καταπολεμηθούν γιατί μόνο ζημιά μπορούν να φέρουν στον αγώνα»22.
Επίσης στην κατεύθυνση της ενίσχυσης των κοινοβουλευτικών αυταπατών δρούσαν και οι αστικοί κρατικοί και πολιτικοί μηχανισμοί. Από τη μια πλευρά ασκούσαν εκτεταμένες διώξεις εναντίον του παράνομου ΚΚΕ, καλλιεργώντας μάλιστα τα σενάρια περί σοβιετικών πρακτόρων που δρούσαν στη χώρα. Από την άλλη καλόπιαναν κάθε πρωτοβουλία που έτεινε να μετατρέψει την ΕΔΑ σε ένα κομμάτι του αστικού πολιτικού συστήματος.
Επειτα από την απόφαση για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και με εξαίρεση ένα μικρό τμήμα του παράνομου κομματικού μηχανισμού, η ΕΔΑ αποτέλεσε τον αποκλειστικό πολιτικό φορέα δραστηριοποίησης των κομμουνιστών.

Η «ΕΚΛΟΓΙΚΗ ΑΠΗΧΗΣΗ» ΤΗΣ ΕΔΑ
Η ΕΔΑ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗ

 Πριν τις εκλογές του 1958 είχαν προηγηθεί αυτές του 1956, όπου η ΕΔΑ συνέπτυξε ευρύτερη συμμαχία με άλλα έξι πολιτικά κόμματα - σχήματα και διάφορους αστούς πολιτικούς. Συγκεκριμένα στις 17 Γενάρη του 1956 ανακοινώθηκε η δημιουργία εκλογικού συνασπισμού με τον τίτλο Δημοκρατική Ενωσις (ΔΕ), στον οποίο μαζί με την ΕΔΑ συμμετείχαν τα εξής κόμματα: Κόμμα Φιλελευθέρων (Γεώργιος Παπανδρέου), Φιλελεύθερη Δημοκρατική Ενωση (Σοφοκλής Βενιζέλος, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός την περίοδο Μάρτη - Απρίλη 1950), ΕΠΕΚ (Σάββας Παπαπολίτης), Δημοκρατικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού (Αλέξανδρος Σβώλος, Γεώργιος Καρτάλης), Λαϊκό Κόμμα (Κωνσταντίνος Τσαλδάρης, ο οποίος είχε διατελέσει πρωθυπουργός από τον Οκτώβρη του 1946 έως το Γενάρη του 1947) και το Κόμμα Αγροτών - Εργαζομένων (Αλέξανδρος Μπαλτατζής). Η συνεργασία της ΕΔΑ στη Δημοκρατική Ενωση πραγματοποιήθηκε με απόφαση της 5ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1955), η οποία, όπως έκρινε πρόσφατα η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, κινήθηκε «στη λαθεμένη πολιτική κατεύθυνση της συνεργασίας των πατριωτικών δυνάμεων, όπως προβλέπονταν σε προηγούμενες αποφάσεις σειράς κομματικών οργάνων»23. Η ΔΕ, παρόλο που ήρθε πρώτο κόμμα, λόγω του εκλογικού νόμου δεν πήρε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία για να σχηματίσει κυβέρνηση.
Χαρακτηριστικό της αποτίμησης των εκλογικών αποτελεσμάτων από την ΕΔΑ ήταν η εκτίμηση πως υπήρχε «στένεμα στη συνεργασία», επικεντρώνοντας στο γεγονός ότι δεν κατάφερε συνεργασία και με το κόμμα του Σπύρου Μαρκεζίνη24 (πρώην υπουργού του Παπάγου, που το 1973 διορίστηκε πρωθυπουργός από τη χούντα στα πλαίσια της λεγόμενης φιλελευθεροποίησης, διαδικασία που στήριξε και το αποσχισθέν από το ΚΚΕ ευρωκομμουνιστικό «ΚΚΕ εσωτερικού»).
Στις βουλευτικές εκλογές της 11ης Μάη του 1958 η ΕΔΑ ήρθε δεύτερη με ποσοστό 24,42% και εξέλεξε 79 βουλευτές. Αξίζει να σταθούμε στο τι πραγματικά έγινε στις εκλογές του 1958, αφού είναι ένα γεγονός που χρησιμοποιείται και σήμερα για να πιέσει το ΚΚΕ στη λογική της «συνεργασίας της αριστεράς», αξιοποιώντας και τα ποσοστά του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές. Στις εκλογές εκείνες το ψηφοδέλτιο της ΕΔΑ αποτελούσε στην πραγματικότητα ένα κεντροαριστερό σχήμα, αφού είχαν συμπράξει με αυτή πολλοί αστοί πολιτικοί, όπως ο Σταμάτης Μερκούρης, πρώην υπουργός Δημόσιας τάξης και βουλευτής της ΕΡΕ, ο Κομνηνός Πυρομάγλου, στέλεχος του ΕΔΕΣ στα χρόνια της Κατοχής, ο γνωστός από την Κατοχή Ηλίας Τσιριμώκος, ο Μίμης Γαληνός, αργότερα στην Ενωση Κέντρου και στους «αποστάτες» (οι δυο τελευταίοι υπουργοποιήθηκαν στην κυβέρνηση Στεφ. Στεφανόπουλου -Σεπτέμβρης 1965-Δεκέμβρης 1966- από τις κυβερνήσεις των λεγόμενων «αποστατών» και είχε την κοινοβουλευτική στήριξη της ΕΡΕ και του Κόμματος Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Ο Ηλ. Τσιριμώκος υπήρξε πρωθυπουργός για το διάστημα Αύγουστος - Σεπτέμβρης 1965).
Παράγοντες που επέδρασαν στο ποσοστό της ΕΔΑ ήταν η πολυδιάσπαση των κομμάτων του Κέντρου [είχε διαλυθεί η Εθνική Πολιτική Ενωσις Κέντρου (ΕΠΕΚ) και δεν είχε ακόμα σχηματιστεί η Ενωση Κέντρου], το γενικότερο κλίμα του αντιαμερικανισμού, εξαιτίας της αρνητικής στάσης των ΗΠΑ στο Κυπριακό και της θετικής στάσης που κρατούσε η Σοβιετική Ενωση, καθώς και η τοποθέτηση του Κόμματος των Φιλελευθέρων υπέρ της εγκατάστασης στην Ελλάδα των αμερικανικών βάσεων εκτόξευσης πυραύλων.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ΕΡΕ δεν υπέστη σημαντική εκλογική φθορά (έχασε το 1958 περίπου 10.000 ψήφους σε σχέση με το 1956), παρόλο που η κυβέρνησή της είχε πέσει με «αποστασία» 15 βουλευτών της (ανάμεσά τους οι Γ. Ράλλης και Π. Παπαληγούρας), ενώ η Ενωσις Λαϊκών των Π. Κανελλόπουλου Κ. Τσαλδάρη, Π. Παπαληγούρα και άλλων συγκέντρωσε περίπου 3%.
Παρόλο που τα ποσοστά της ΕΔΑ ανησύχησαν βασικά τμήματα της αστικής τάξης, το Παλάτι, το στρατό κ.ά., δεν ήρθαν ως αποτέλεσμα ριζοσπαστικοποίησης, αλλά μετατόπισης της ΕΔΑ σε πιο συντηρητικές θέσεις.
Από τους 79 βουλευτές που εκλέχτηκαν, οι 61 δήλωσαν στη βουλή ότι ανήκουν στην ΕΔΑ, 12 (με σύμφωνη γνώμη της ΕΔΑ) σχημάτισαν άλλη κοινοβουλευτική ομάδα, τη Δημοκρατική Ενωση υπό τον Ηλία Τσιριμώκο και οι υπόλοιποι παρέμειναν ανεξάρτητοι συνεργαζόμενοι με την ΕΔΑ (Στ. Μερκούρης, Δ. Λεονάρδος). Σχετικά με την αξία που είχε η ενισχυμένη κοινοβουλευτική ομάδα στην προώθηση των στόχων πάλης που έθετε το ΚΚΕ και η ΕΔΑ για όφελος του λαού γενικότερα είναι χαρακτηριστική η ομολογία του Τάσου Βουρνά, υπέρμαχου των οπορτουνιστικών επιλογών της εποχής: «…δεν σημειώθηκε καμιά ουσιώδης μεταβολή στον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η ΕΔΑ, ως αξιωματική αντιπολίτευση δέχτηκε αφάνταστες πιέσεις μέσα και έξω από τη Βουλή[…] η ΕΔΑ είχε ακινητοποιηθεί από το κράτος του ζόφου και δεν μπορούσε εκ των πραγμάτων να εκτελέσει μόνη το πολιτικό ειρηνευτικό και κοινωνικά αναπλαστικό πρόγραμμά της, που κυρίως απέβλεπε σε πρώτη φάση στην εξάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου στην αποφυλάκιση χιλιάδων αγωνιστών […]θα εξαφάνιζε τις συνέπειες του μακρού διχασμού των Ελλήνων…» το πρόβλημα για όλα αυτά ήταν, κατά τον Τ. Βουρνά, ότι η ΕΔΑ ήταν «…διαβλημένη ως υποκατάστατο και διεκπαιρεώτρια των πολιτικών υποθέσεων του ΚΚΕ».25 Ετσι, πάντα κατά τον ίδιο και άλλα στελέχη του ΚΚΕ που δρούσαν στην ΕΔΑ, θα έπρεπε το ΚΚΕ να διαλυθεί τελείως και επίσης να μην έχει κανένα λόγο για την ΕΔΑ, ώστε να μην είναι «διαβλημένη» στα μάτια των λεγόμενων δημοκρατικών κομμάτων δηλαδή των κεντρώων αστικών κομμάτων. Αυτό σηματοδότησε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση και συμβιβασμό για το ΚΚΕ- πλήρη αυτοδιάλυσή του.
Μετά τις εκλογές εντάθηκε η προσπάθεια διαμόρφωσης του συστήματος δικομματικής εναλλαγής, γεγονός που εκφράστηκε με την προσπάθεια ενιαιοποίησης του κεντρώου χώρου. Τρία χρόνια αργότερα ιδρύθηκε η Ενωση Κέντρου με επικεφαλής το Γ. Παπανδρέου. Την αποτέλεσαν δυνάμεις 8 κομμάτων, ορισμένες από τις οποίες είχαν συνεργαστεί με την ΕΔΑ το 1958.
Η δημιουργία της Ενωσης Κέντρου και οι προϋποθέσεις που άρχισε να δημιουργεί για να αντικαταστήσει την ΕΡΕ στην κυβέρνηση, λειτούργησαν ως μαγνήτης σε πλατιές λαϊκές δυνάμεις που το 1958 ψήφισαν την ΕΔΑ. Εδειχνε και αυτό το γεγονός ότι το 24,42% της ΕΔΑ σε μεγάλο βαθμό υπήρξε συγκυριακό.
Η επιλογή του δρόμου της κατάκτησης της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας επανατροφοδοτούσε την αντίληψη περί της αναγκαιότητας συνεργασίας με τις αστικές «κεντρώες» πολιτικές δυνάμεις και όχι μόνο.
Οπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στο Α΄ Συνέδριο της ΕΔΑ: «Ο δρόμος προς την αλλαγή […] μόνο με μια αγωνιστική πολιτική πατριωτικής συνεργασίας είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί…»26.
«Το περιεχόμενο της Αλλαγής που επαγγέλλεται η ΕΔΑ είναι αντιιμπεριαλιστικό, εθνικό, δημοκρατικό. Η ΕΔΑ δε θέτει ζήτημα μεταβολής του κοινωνικού καθεστώτος. […] Ο δρόμος προς την Αλλαγή […] είναι ένας δρόμος που εγγυάται την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη»27.
Η ΕΔΑ είχε ψευδαισθήσεις αναφορικά με τη δυνατότητα της συμμετοχής της ακόμα και σε μια κυβέρνηση συνεργασίας με αστικά κόμματα. Στην πραγματικότητα ακόμα και ένα τέτοιο ενδεχόμενο ήταν άτοπο, όπως φανέρωσαν και όσα ακολούθησαν. Τόσο η ελληνική αστική τάξη όσο και ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός έβλεπαν αρνητικά μια τέτοια προοπτική. Το 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ (Μάης του 1961) προχώρησε σε μια αντίστοιχη οριοθέτηση του στόχου του, μιλώντας για ένωση των πατριωτικών πολιτικών δυνάμεων και πάλη για τη δημοκρατική αλλαγή, ενώ έθεσε ως άμεσο στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης Καραμανλή.28
Η συγκεκριμένη οπτική άφηνε ως μοναδικό ανοικτό ενδεχόμενο για τη δραστηριότητα της ΕΔΑ, τη διατήρηση της συνεργασίας με αστικές δυνάμεις και την απόπειρα συνεργασίας με την Ενωση Κέντρου. Μέσα από αυτή την προσέγγιση ουσιαστικά αθωωνόταν ένα μέρος του αστικού πολιτικού κόσμου για την κατάσταση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων και η καταδίκη στρεφόταν αποκλειστικά απέναντι στις «δεξιές» πολιτικές δυνάμεις.
Η πολιτική ανάλυση αντιστοιχούσε στην οικονομική ανάλυση και τη διάκριση ανάμεσα στην εθνική και μη αστική τάξη.29 Το ΚΚΕ έλπιζε ότι μπορούσε να συνεργαστεί με τη λεγόμενη εθνική αστική τάξη για να πετύχει μια αντιιμπεριαλιστική δημοκρατική «επανάσταση», αφού πίστευε ότι τα τμήματα της αστικής τάξης που προσδιορίζονταν ως εθνική αστική τάξη αποσκοπούσαν στη μείωση της επιρροής των ξένων μονοπωλίων στη χώρα.30 Το 8ο Συνέδριο, ολοκληρώνοντας ουσιαστικά το έργο της 8ης Ολομέλειας του 1958, πήρε απόφαση και για το σταμάτημα της κυκλοφορίας του παράνομου «Ριζοσπάστη» (στην πραγματικότητα η κυκλοφορία του είχε σταματήσει από το 1956) και των υπόλοιπων παράνομων κομματικών εντύπων.
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 1961 η ΕΔΑ πρωτοστάτησε στη δημιουργία του Πανδημοκρατικού Αγροτικού Μετώπου Ελλάδος (ΠΑΜΕ), το οποίο και συνεργάστηκε με τη Νέα Αγροτική Κίνηση, ενώ η συμμαχία πήρε ακόμα πιο πλατύ χαρακτήρα. Για παράδειγμα, υποψήφιος του ΠΑΜΕ ήταν ακόμα και ο Λεωνίδας Σπάης, ο οποίος ως Υφυπουργός Στρατιωτικών το Δεκέμβρη 1944 είχε διατάξει τον επανεξοπλισμό των Ταγμάτων Ασφαλείας και τη χρησιμοποίησή τους ενάντια στον ΕΛΑΣ και το λαό της Αθήνας. Το ποσοστό που συγκέντρωσε το ΠΑΜΕ ήταν αρκετά μικρότερο (14,62%), λόγω και της οργανωμένης κρατικής βίας και νοθείας, αλλά δεν οφειλόταν αποκλειστικά σε αυτό. Αλλωστε το 1963 που δεν υπήρξε νοθεία πήρε 14,34% και το 1964 πήρε 11%. Η ΕΔΑ, περιορίζοντας τις διακηρύξεις της στην απομάκρυνση της κυβέρνησης Καραμανλή, έπειθε όλο και περισσότερο, ακόμα και τους δικούς της ψηφοφόρους, ότι η διέξοδος στο δρόμο για την απομάκρυνση του Καραμανλή από την εξουσία βρισκόταν αποκλειστικά στη δημιουργία μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης της Ενωσης Κέντρου.31
Ενα χρόνο αργότερα (1962) το Β΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ συνέχιζε μια παρόμοια ερμηνεία της πολιτικής κατάστασης, επισημαίνοντας εισηγητικά ότι στην Ελλάδα «οξύνθηκε η κύρια αντίθεση ανάμεσα στο λαό και την υποτέλεια»32. Ετσι εκ νέου στις δυνάμεις του λαού συνυπολογίζονταν και οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και μερίδες της αστικής τάξης, ενώ στο στόχαστρο έμπαινε η «πολιτική της υποτέλειας» και «τα ξένα μονοπωλιακά συγκροτήματα που απομυζούσαν τον πλούτο της χώρας και τους ντόπιους συνεργάτες τους».33 Με αυτό τον τρόπο η ΕΔΑ όχι μόνο αθώωνε μερίδες της ελληνικής αστικής τάξης για την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την καταλήστευση της φτωχής αγροτιάς, αλλά πολύ περισσότερο πρόσδιδε κύρος σε ένα κομμάτι του αστικού πολιτικού κόσμου, ενισχύοντας την πλαστή αντιπαράθεση «Δεξιά - Δημοκρατική Παράταξη», η οποία εξ αντικειμένου συνέβαλε και στη σταθεροποίηση του αστικού πολιτικού συστήματος, τόσο πριν όσο και μετά τη Χούντα των συνταγματαρχών το 1967. Επιπρόσθετα, στο συγκεκριμένο συνέδριο η ΕΔΑ, χαλαρώνοντας την κριτική της απέναντι στην ΕΟΚ και αποσύροντας το αίτημα της μη ένταξης (ήταν συνδεδεμένη η Ελλάδα), αντικειμενικά συναινούσε στις αξιώσεις τμημάτων της αστικής τάξης που επιθυμούσαν μια ισχυροποίηση της συνεργασίας με τον ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό με μια παράλληλη χαλάρωση των σχέσεων με τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό.34
Αποκορύφωμα αυτής της λογικής του υποχωρητισμού αποτέλεσε η στάση του ΚΚΕ και της ΕΔΑ στις βουλευτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1964. Σε αυτές τις εκλογές η Ενωση Κέντρου αποσκοπούσε στο να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση. Η επιδίωξή της αυτή αντικειμενικά υποβοηθιόταν από την πολιτική γραμμή του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, που από τη μια πλευρά θόλωνε τις διαχωριστικές της γραμμές με το εργατικό και το λαϊκό κίνημα και από την άλλη συνέβαλλε στην άποψη της δήθεν ριζικής αντίθεσης ανάμεσα στην ΕΡΕ και την Ενωση Κέντρου. Ετσι, λιγότερο από ένα μήνα πριν από τις εκλογές, η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ υιοθέτησε τη γραμμή του «εκλογικού ελιγμού». Με τον «εκλογικό ελιγμό» η ΕΔΑ απέσυρε τις υποψηφιότητές της από 24 εκλογικές περιφέρειες, προκειμένου να εκλεγούν οι υποψήφιοι της Ενωσης Κέντρου και κάλεσε στην υπερψήφιση των πιο «ριζοσπαστικών» υποψήφιων της τελευταίας.35
Μέσα από τον «εκλογικό ελιγμό» η ΕΔΑ μείωσε την επιρροή της στις συγκεκριμένες περιφέρειες, γεγονός που είχε αρνητικό αντίκτυπο και σε άλλες περιφέρειες. Το πιο σημαντικό ήταν πάντως ότι δημιουργούσε στο λαό προσδοκίες ότι όχι μόνο ήταν δυνατή μια εναλλακτική αστική πολιτική διαχείριση που θα μετρίαζε ή και θα απάλειφε τα βάσανα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αλλά και ότι μια κυβέρνηση του Κέντρου θα μπορούσε να πραγματοποιήσει ένα τέτοιο καθήκον. Δύο μήνες έπειτα από τη νίκη της Ενωσης Κέντρου, η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ τον Απρίλη του 1964, αν και διατυπώνει κριτική στην κυβέρνηση της Ενωσης Κέντρου, κυρίως για ασυνέπεια στην εφαρμογή των προεκλογικών της διακηρύξεων, επικεντρώνοντας την κριτική στη «δεξιά πτέρυγα» της ΕΚ, αλλά συνολικά ταυτόχρονα με σαφήνεια στηρίζει την ΕΚ: «απορρίπτει τόσο τις δεξιές αντιλήψεις, που τείνουν στη μετατροπή του σε ουρά της ΕΚ, όσο και τις σεχταριστικές αντιλήψεις, που αρνούνται ουσιαστικά την πολιτική της ενότητας, ιδιαίτερα σήμερα με το επιχείρημα πως η ΕΚ βρίσκεται στην εξουσία»36.
Η Ενωση Κέντρου δεν απέδειξε ουσιαστική διαφορετική πολιτική από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις της «δεξιάς» ούτε στο ζήτημα του εκδημοκρατισμού του αστικού κοινοβουλευτισμού και της ουσιαστικής κατάργησης των μετεμφυλιακών μέτρων καταστολής. Αν και απελευθέρωσε ορισμένους από τους εναπομείναντες πολιτικούς κρατούμενους, δεν αθώωσε και όσους είχαν δικαστεί με στημένη κατηγορία ως ξένοι πράκτορες. Συνέχισε την κατ’ άτομο εξέταση των αιτήσεων των πολιτικών προσφύγων για επαναπατρισμό. Επίσης δεν προχώρησε σε καμιά ενέργεια νομιμοποίησης του ΚΚΕ, ενώ δεν αναγνώρισε καν την ΕΑΜική Αντίσταση. Την ίδια περίοδο με πειθαρχικές εγκυκλίους αποπειράθηκε να μειώσει την επίδραση της Νεολαίας Λαμπράκη στα σχολεία,37 ενώ ο Γεώργιος Παπανδρέου σκεφτόταν ακόμα και τη διάλυσή της.
  

ΟΔΕΥΟΝΤΑΣ ΠΡΟΣ ΤΗ ΔΙΚΤΑΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΑΡΧΩΝ

 Παρά το γεγονός ότι οι αποφάσεις της 8ης Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1965) έθεσαν το ζήτημα της πάλης για τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ και της δημιουργίας κομματικών στηριγμάτων μέσα στην ΕΔΑ,38 αυτές δεν αποτέλεσαν βήμα για την αυτοτελή δράση του ΚΚΕ στην Ελλάδα. Στην πράξη υπονομεύονταν από τα στελέχη εκείνα του Κόμματος που δρούσαν φραξιονιστικά στην κατεύθυνση πλήρους διάλυσης και υποκατάστασης του ΚΚΕ από την ΕΔΑ, ενώ και η ίδια η απόφαση επεσήμανε ως σωστή την απόφαση του 1958 για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα. Συνολικά ο πολιτικός προσανατολισμός του ΚΚΕ και της ΕΔΑ παρέμενε ο ίδιος, καθώς και η πολιτική «ουράς» της ΕΔΑ στην Ενωση Κέντρου, γεγονός που αποδείχτηκε και κατά τη διάρκεια των Ιουλιανών.
Τα γεγονότα που ξέσπασαν έπειτα από τη διάσπαση της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ενωσης Κέντρου και την παραίτηση του Γεωργίου Παπανδρέου στις 15 Ιούλη του 1965 ξεκίνησαν με αφορμή την επιμονή του Παλατιού να ελέγχει το Υπουργείο Αμυνας και κατά συνέπεια το στρατό. Ομως οι λαϊκές εκδηλώσεις δυσαρέσκειας σε μεγάλο βαθμό τροφοδοτήθηκαν από ανεκπλήρωτους αγώνες και πόθους ολόκληρων δεκαετιών. Τα συνθήματα που επικράτησαν βρίσκονταν ξεκάθαρα μέσα στα πλαίσια της αστικής πολιτικής διαχείρισης. Τα συνθήματα «114», «κάτω η μοναρχία», «παρ’ τη μάνα σου και μπρος» κ.ο.κ., αν και στρέφονταν φανερά ενάντια σε έναν από τους θεσμούς του εποικοδομήματος (βασιλεία), από την άλλη πλευρά συνέχιζαν να αποσυνδέουν τα προβλήματα από το σύνολο της πολιτικής της ντόπιας αστικής τάξης και από το αστικό πολιτικό κατεστημένο που την υπηρετούσε. Ως εκ τούτου η εκδήλωση της λαϊκής δυσαρέσκειας δε συνδεόταν ευθύγραμμα και με την αποκάλυψη των αιτιών της πολιτικής κρίσης και όχι μόνο.
Μέσα σε αυτό το κλίμα, αν και η διάσπαση της Ενωσης Κέντρου είχε αναδείξει τόσο τη συνάρθρωσή της με το αστικό πολιτικό κατεστημένο όσο και την αδυναμία της να προχωρήσει ακόμα και σε στοιχειώδεις αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, η ΕΔΑ παρέμεινε προσηλωμένη στις εκκλήσεις για τη διαμόρφωση κυβέρνησης υπό την Ενωση Κέντρου:
«Το χαρακτηριστικό των αντιφάσεων και των αδιεξόδων που εκδηλώθηκαν στο “κίνημα των 70 ημερών” ήταν ότι στο εργατικό και ευρύτερα στο λαϊκό κίνημα κυριάρχησαν τα πολιτικά συνθήματα δυνάμεων του συστήματος, βασικά της Ενωσης Κέντρου. Το ΚΚΕ, ακολουθώντας τη γραμμή της “δημοκρατικής ομαλότητας”, με την αναφανδόν υποστήριξη της Ενωσης Κέντρου, στέρησε το κίνημα από έναν ταξικό προσανατολισμό»39.
Λίγο έως πολύ παρόμοια παρέμεινε η πολιτική της ΕΔΑ και έπειτα από τα Ιουλιανά. Ενώ αυξάνονταν τα σημάδια της συμφωνίας κομματιών του αστικού πολιτικού κόσμου αναφορικά με την αναγκαιότητα της υποστήριξης ενός στρατιωτικού πραξικοπήματος, το οποίο θα λειτουργούσε ως απάντηση απέναντι στην κυβερνητική αστάθεια που την τροφοδότησαν και αντιθέσεις με το Παλάτι, αλλά και σε σχέση με το Κυπριακό, η ΕΔΑ παρέμεινε προσηλωμένη στην πολιτική της δημοκρατικής ομαλότητας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το Φλεβάρη του 1966 η ΕΔΑ απεύθυνε έκκληση στο σύνολο των αστικών πολιτικών κομμάτων για την αποφυγή της επιβολής στρατιωτικού πραξικοπήματος.40 Με αυτό τον τρόπο αποσύνδεε όμως για μια ακόμα φορά τα αστικά πολιτικά κόμματα από τα οικονομικά συμφέροντα που υπηρετούσαν και καλούσε τους λύκους να φυλάξουν τα πρόβατα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

O Φάνης Παρρής είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ και της Επιτροπής Περιοχής της ΚΟ Αττικής.
Ο Κώστας Σκολαρίκος είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ.
1. Για παράδειγμα βασικές θέσεις της «Σπίθας» του Μίκη Θεοδωράκη θα τις βρει κάποιος σχεδόν αυτούσιες στην Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ του 1958 ή στο 8ο Συνέδριο του 1961, θέσεις για τις οποίες κριτικά τοποθετήθηκε το ΚΚΕ ήδη από το 9ο Συνέδριό του το 1972.
2. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949-1968, Β΄ τόμος», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 20.
3. Β. Ι. Λένιν: «Απαντα», τ. 31, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 123.
4. Γεώργιου Κατσούλη: «Ιστορία του ΚΚΕ», τ. Ζ΄ (1950-1968), εκδ. «Νέα Σύνορα - Λιβάνη», Αθήνα 1978, σελ. 90.
5. Εφημερίδα «Ακρόπολις», 18 Ιούλη 1951, όπως παρατίθεται στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 249.
6. 3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, Απόφαση στο 1ο Θέμα, στο «3η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, 1950, Πρακτικά», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010, σελ. 536.
7. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 219.
8. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 250.
9. Ο.π., σελ. 253.
10. Σπύρου Λιναρδάτου, «Από τον Εμφύλιο στη Χούντα - τ. Α΄ (1949-1952)», εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα 1977, σελ. 273-274.
11. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 407.
12. Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (9 Φλεβάρη1956), «ΕΔΑ και ΚΚΕ: Σχέσεις και συνεργασία», Αρχείο ΚΚΕ - Εγγραφο 260950.
13. 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Πρακτικά, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2010.
14. Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, Εισήγηση, τευχ.1, εκδ. του Γραφείου Τύπου και Μελετών της ΕΔΑ, Αθήνα 1956, σελ. 13.
15. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 416-417.
16. Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, Εισήγηση, τευχ.1, εκδ. του Γραφείου Τύπου και Μελετών της ΕΔΑ, Αθήνα 1956, σελ. 27-28.
17. 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Προγραμματική Διακήρυξη του ΚΚΕ προς τον ελληνικό λαό, στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Προγραμματικά Ντοκουμέντα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2008, σελ. 292.
18. ΚΕ του ΚΚΕ: «7η Πλατιά Ολομέλεια 1957, Πρακτικά», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 756.
19. Α΄ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ, Εισήγηση, τευχ. 3, Εκδόσεις του Γραφείου Τύπου και Μελετών της ΕΔΑ, Αθήνα 1956, σελ. 5.
20. ΚΕ του ΚΚΕ: 8η Ολομέλεια, εκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ (δημοσίευση για εσωτερική χρήση).
21. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 407.
22. Απόφαση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ (9 Φλεβάρη 1956), «ΕΔΑ και ΚΚΕ: Σχέσεις και συνεργασία», Αρχείο ΚΚΕ - Εγγραφο 260950.
23. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 333.
24. Ο.π., σελ. 405.
25. Τάσου Βουρνά: «Η διάσπαση του ΚΚΕ», εκδ. «Αφών Τολίδη», 1983, σελ. 33-34.
26. Α΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, Πραχτικά, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα 1960, σελ. 73-75.
27. Ο.π., σελ. 174.
28. 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα, εκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ (εσωτερική μη δημοσιευμένη έκδοση), σελ. 52.
29. Ο.π., σελ. 340.
30. 8ο Συνέδριο του ΚΚΕ, Ντοκουμέντα, εκδ. της ΚΕ του ΚΚΕ, (εσωτερική μη δημοσιευμένη έκδοση), σελ. 45.
31. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 463.
32. Ο.π, σελ. 464.
33. Β΄ Πανελλαδικό Συνέδριο της ΕΔΑ, Επίσημα Κείμενα, «Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις», Αθήνα 1963, σελ. 21-22.
34. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 465.
35. 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 352.
36. 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα, τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 389.
37. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 487.
38. 8η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, Απόφαση στο ΚΕ του ΚΚΕ: «Το ΚΚΕ: Επίσημα Κείμενα», τ. 9, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 2002, σελ. 506-507.
39. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 499.
40. Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ, «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ - Β΄ Τόμος, 1949-1968», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2011, σελ. 501.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ