Το Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία και τα κριτήρια απονομής του
Το
Βραβείο Νόμπελ για τη Λογοτεχνία απονεμήθηκε για πρώτη φορά το 1901. Σε
κάθε ιστορική περίοδο έχει ενδιαφέρον να δούμε τι προωθείται και τι
αποφεύγεται. Στην ιστορική του διαδρομή, η επιλογή των βραβευμένων έχει
δεχτεί αρκετές φορές κριτική. Δεν μπορούμε να αρνηθούμε, ότι ανάμεσα
στους βραβευθέντες υπάρχουν εξέχουσες μορφές της λογοτεχνικής
δημιουργίας.
Δεν είναι εύκολο να καταλήξει κανείς σε μια απόλυτη κρίση. Εχουν βραβευθεί λογοτέχνες όχι σπουδαίας ολκής δίπλα σε περιπτώσεις σημαντικής πνευματικής ολκής και ίσως όχι ανατρεπτικής ουσίας, αλλά τουλάχιστον κοινωνικά αφυπνιστικοί. Μέσα σ' όλους αυτούς υπάρχουν, βέβαια, κάποιες κραυγαλέες περιπτώσεις, όπως ο Τσόρτσιλ, που βραβεύθηκε για τη συγγραφή της Ιστορίας του Β' Παγκοσμίου Πολέμου (!) ή οι Πάστερνακ και Σολτσενίτζιν, οι οποίοι εγκατέλειψαν τη Σοβιετική Ενωση και γι' αυτό βραβεύθηκαν.
Ισως, η πολιτική τάση να φαίνεται περισσότερο από εκείνους που δεν βραβεύθηκαν παρά από εκείνους που βραβεύθηκαν. Υπάρχουν κραυγαλέες περιπτώσεις κοιτάζοντας σε κάθε χώρα πιο αναλυτικά τα πράγματα. Κι αυτό ισχύει ιδιαίτερα για χώρες, όπου έγινε σοσιαλιστική κοινωνική ανατροπή ή με ισχυρή κομμουνιστική παρουσία στα Γράμματα. Εκεί, αν «πέσει» βραβείο, η πολιτική επιλογή ή μάλλον η πολιτική αποφυγή «βγάζει μάτι». Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι τα ιδεολογικά όρια για το βραβείο είναι τα «αστικά δημοκρατικά», ενδεχομένως αρκετά προοδευτικά αλλά σταματάει εκεί.
Η φετινή επιλογή
Η φετινή επιλογή
για την ετήσια απονομή του Βραβείου Νόμπελ για τη Λογοτεχνία αποτέλεσε,
για άλλη μια φορά, αφορμή για συζητήσεις, που, όσο και η ίδια η
συγγραφέας, δεν αποτελούν κανέναν ιδεολογικό «κίνδυνο» για τον αστικό
κόσμο, επιβεβαιώνοντας τον παραπάνω κανόνα. Αφού δόθηκε φέτος σε γυναίκα
- την Καναδή Αλις Μόνρο - υπήρξε ξανά η συζήτηση για το σεξισμό στο
λογοτεχνικό κόσμο, αλλά και για το θέμα άντρες και γυναίκες συγγραφείς,
μια συζήτηση που ιδιαίτερα στα βόρεια υπερατλαντικά μέρη έχει μια
μακρόχρονη και έντονη ιστορία, ξεκινώντας από τα φεμινιστικά κινήματα
εκεί, που όχι σπάνια στο παρελθόν είχαν πάρει ακραίες μορφές αταξικής
αντιπαράθεσης των δύο φύλων. Ωστόσο, οι συζητήσεις εκφράζουν κυρίως μια
αποφυγή ουσίας γύρω από το έργο της βραβευμένης, που, με μια δόση
υπερβολής, την αποκάλεσαν «μάστορα του συγκαιρινού διηγήματος» και δεν
έλειπαν και οι συγκρίσεις με τον Τσέχοφ! Χωρίς να θέλουμε να απαξιώσουμε
την συγγραφέα, που δεν στερείται ταλέντου αφηγηματικού, από πολλά
σχόλια γίνεται φανερό ποια τάση θέλει σήμερα ο θεσμός αυτός - εκφραστής
της κυρίαρχης ιδεολογίας - να προωθήσει: να κλειστούμε στον εαυτό μας,
στη «σιωπή» μας, τώρα μάλιστα που η κοινωνική αδικία κραυγάζει.Η Μόνρο, διαβάζουμε στην ομιλία της τελετής απονομής, «...ενδιαφέρεται για τη σιωπή και το αποσιωπημένο, το παθητικό, γι' αυτούς που επιλέγουν να μην επιλέγουν, που ζουν στο περιθώριο, αυτούς που παραιτούνται και αυτούς που χάνουν. Τα φράγματα του φύλου και της τάξης ποτέ δεν είναι πολύ μακριά στα έργα της». Καλό το τελευταίο, αλλά ωστόσο «....πόσο από το ασυνήθιστο μπορεί να χωρέσει στην κενότητα που ονομάζεται Το Συνηθισμένο;» θολώνοντας αμέσως τις έννοιες «φύλο» και «τάξη». Η Μόνρο μένει στη «μικρή ζωή» και μόνο πολύ μακριά και έμμεσα παίζουν τα μεγάλα θέματα τα αποφασιστικά για τη ζωή όλων αυτών των ανθρώπων της σιωπής. Για τον ανυποψίαστο αναγνώστη είναι ανύπαρκτα. Δεν προκαλούν σε δράση. Αντίθετα, καλούν στην τόσο επαινεμένη από τους κριτές «σιωπή». «Ο μεγαλύτερος πόνος παραμένει ανέκφραστος». Τα έργα της Μόνρο είναι ένα «Συναισθηματικό έργο δωματίου, ένας κόσμος από σιωπές και ψέματα, καρτέρι και πόθο». Ετσι, και η Μόνρο παραμένει στο μικρόκοσμο, τόσο χαρακτηριστικό για το λεγόμενο «γυναικείο γράψιμο», του οποίου η ίδια είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα. Νιώθει άνθρωπος του περιθωρίου λόγω της απλής καταγωγής της και λόγω της μητρότητας που δεν της επέτρεψε να γράφει όσο ήθελε, όταν τα παιδιά ήταν μικρά και πάντα με το αίσθημα ενοχής απέναντι στα παιδιά: «.....Κάποιο μέρος του εαυτού μου ήταν απόν για τα παιδιά και τα παιδιά αυτό το ανακαλύπτουν. (...) Ηταν κακό, γιατί την έκανε (την κόρη) αντίπαλο αυτού που για μένα ήταν το πιο σημαντικό». Πρόκειται για ένα πανάρχαιο και πολύ υποτιμημένο γυναικείο πρόβλημα. Ακόμα και σε ανώτερες κοινωνικές τάξεις, όπου η άνεση και ο χρόνος υπάρχουν, υπήρχε η αποθάρρυνση, ακόμα και η φίμωση της γυναικείας πνευματικής δημιουργίας. Η Μόνρο, λοιπόν, εγκατέλειψε την ιδέα να γράφει μυθιστορήματα και στράφηκε στο διήγημα, διότι μπορούσε να ξεκλέψει χρόνο από το νοικοκυριό και τα παιδιά μόνο για σύντομα πράγματα. Ο χρόνος αυτός δεν έφτανε για μυθιστορήματα. Ανάπτυξε στη ζωή της το αίσθημα, ότι το να γράφεις έξω από το μεγάλο ρεύμα, ήταν γυναικείος τομέας, ενώ το μεγάλο μυθιστόρημα του μεγάλου ρεύματος ήταν των αντρών υπόθεση. «Ηξερα ότι κάτι υπήρχε στους μεγάλους συγγραφείς, από το οποίο ήμουν αποκλεισμένη....». Η Μόνρο θίγει ένα πολύ παλαιό πρόβλημα, που μέχρι σήμερα επηρεάζει έντονα τη γυναικεία προσπάθεια στη λογοτεχνία (και αλλού): Ο (σχετικός ή απόλυτος) «αποκλεισμός» της από τις μεγάλες υποθέσεις της πολιτικής - οικονομικής και κοινωνικής ζωής -υλικοί τροφοδότες για την καλλιτεχνική δημιουργία- που παρ' όλο τα βήματα που έχουν γίνει, δεν έχει ξεπεραστεί τελείως σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό ανάλογα με χώρα, πολιτισμό και τάξη, και ο περιορισμός της στην ιδιωτική σφαίρα των μικρών υποθέσεων με συνέπεια τόσο αναπτυγμένη τάση για τη λεπτομέρεια και το επιμέρους, με την έλλειψη θεωρητικής ανάπτυξης, την έλλειψη ικανότητας να συλλάβει και να εκφράσει τη γενίκευση των πολλών «επιμέρους» στη ζωή και την κοινωνία, αφήνοντας μέχρι σήμερα μια βαριά κληρονομιά. Σε πολλά έργα, σίριαλ, βιβλία, τηλεοπτικά «τοκ-σόου» κ.λπ. αυτός ο διαχωρισμός εξακολουθεί να καλλιεργείται, ιδιαίτερα το στερεότυπο της γυναικείας πονηριάς, της ικανότητας ελιγμών, χαρακτηριστικά για αυτούς που δεν έχουν θέση ισχύος είτε σαν κοινωνική τάξη είτε σαν φύλο και σαν ακόλουθο το λεγόμενο «γράψιμο θεραπείας», που χαρακτηρίζει τόσο συχνά το γυναικείο λογοτεχνικό περιεχόμενο. Από τα έργα και τις συνεντεύξεις της Μόνρο φαίνεται ότι νιώθει και βιώνει αυτά τα πράγματα. Υπάρχει μια διάχυτη αμηχανία. Δε διαθέτει την απαραίτητη γνώση, απ' ο,τι μπορούμε να κρίνουμε, για να τα εξηγήσει κοινωνικά - ιστορικά. Οχι μελοδράματα, λοιπόν, αλλά μια ατέλειωτη καθημερινότητα στα έργα της, κλεισμένη μέσα στα βιώματά της και αφήνοντας τον αναγνώστη κλεισμένο στον εαυτό του. Αυτό θέλουν να καλλιεργήσουν οι κριτές των βραβείων και μάλιστα σ' έναν κόσμο που κατασπαράσσεται από κοινωνική ανισότητα;
Αννεκε ΙΩΑΝΝΑΤΟΥ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου