Επιμέλεια: Οικοδόμος //
555Ο οπλαρχηγός της Επανάστασης του 1821 και Φιλικός, Γιάννης Μακρυγιάννης γεννήθηκε το Γενάρη του 1797 από φτωχή οικογένεια και πέθανε στις 27 Απρίλη του 1864. Σε ηλικία 23 ετών μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία. Ξεχώρισε για την παλικαριά, την ανδρεία και την πολεμική ικανότητά του και ανέλαβε ηγετική θέση στην Επανάσταση του 1821. Όμως και μετά τη λήξη του ένοπλου αγώνα, δεν επαναπαύτηκε στις δάφνες του.
Όπως γράφει η Έλλη Αλεξίου «ο Μακρυγιάννης ενεργούσε σαν η μαχόμενη Συνείδηση της Ρωμιοσύνης. Με το φανατισμό και την αποφασιστικότητα που ορμούσε στη μάχη κατά του Τούρκου δυνάστη, με το ίδιο ανενδοίαστο πάθος αντιπάλευε και ανοιχτά κατάγγελνε τον επιζήμιο Ρωμιό. Η αδικία, η εκμετάλλευση του αδύνατου, οι φατρίες και οι κλίκες (…) η μείωση και υποτίμηση των λαϊκών αγωνιστών και ο συστηματικός παραγκωνισμνός τους από τα μεγάλα ονόματα και τα διάφορα «τζάκια»… τον κρατούσαν σε διαρκή, ασίγαστη οργή».
Ο Μακρυγιάννης μετείχε στο κίνημα της 3ης του Σεπτέμβρη του 1843 που απαιτούσε την κατάργηση της απόλυτης μοναρχίας με την υιοθέτηση Συντάγματος. Το 1851 κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του βασιλιά, και καταδικάστηκε σε θάνατο. Τελικά έμεινε στη φυλακή για δυο χρόνια και αποφυλακίστηκε με κλονισμένη την υγεία του από τις κακουχίες και τη βαναυσότητα της φυλακής. Απομονώθηκε στο σπίτι του κοντά στους στύλους του Ολυμπίου Διός (η συνοικία αυτή φέρει μέχρι σήμερα το όνομά του) όπου και πέθανε. Λίγες μέρες πριν είχε προαχθεί από την τότε κυβέρνηση στο βαθμό του αντιστράτηγου.
Ο Μακρυγιάννης δεν πήγε ποτέ στο σχολείο. Τα λίγα γράμματα που έμαθε (τόσα όσα του χρειάζονταν για να καταγράψει αυτά που έζησε και είδε και να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα, όπως θα δούμε και παρακάτω) τα έμαθε μεγάλος καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια. Ο λόγος του είναι αυθεντικός και καθαρός, πλημμυρισμένος με τα ιδανικά της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της προόδου.
Ακολουθεί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από τα Απομνημονεύματά του, μεταγραφή από το πρωτότυπο του Γιάννη Βλαχογιάννη και επεξεργασμένο από τον καθηγητή Γιάννη Καζάζη.
556
«Πατρίς, να μακαρίζης γενικώς όλους τους Έλληνες, ότι θυσιάστηκαν δια σένα να σ’ αναστήσουνε, να ξαναειπωθής άλλη μίαν φορά ελεύτερη πατρίδα, οπού ήσουνε χαμένη και σβυσμένη από τον κατάλογον των εθνών. Όλους αυτούς να τους μακαρίζης. Όμως να θυμάσαι και να λαμπρύνης εκείνους οπού πρωτοθυσιάστηκαν εις την Αλαμάνα, πολεμώντας με τόση δύναμη Τούρκων, κ’ εκείνους οπού αποφασίστηκαν και κλείστηκαν σε μίαν μαντρούλα με πλίθες, αδύνατη, εις το χάνι της Γραβιάς, κ’ εκείνους οπού λυώσανε τόση Τουρκιά και πασσάδες εις τα Βασιλικά, κ’ εκείνους οπού αγωνίστηκαν σαν λιοντάρια εις την Λαγκάδα του Μακρυνόρου, οπού πολεμήθηκαν συνχρόνως σε αυτές τις δυο θέσες, οπού “ναι τα κλειδιά σου, ένα η Πόρτα του Μακρυνόρου και τ’ άλλο των Θερμοπυλών. Κι” αφού πήγανε κι’ από τα δυο μέρη ν’ ανοίξουνε δρόμο οι Τούρκοι, εκείνοι οι αθάνατοι τόσοι ολίγοι, (ογδοήντα-ένας εις την Λαγκάδα) γιόμωσαν τον τόπον κόκκαλα εκεί. Και τους καταδιάλυσαν εκείνοι οι ολίγοι στ’ άλλο το μέρος των Θερμοπύλων κι’ αλλού. Αυτείνοι σε ανάστησαν και δεν μπήκε δύναμη και ζαϊρέδες και πολεμοφόδια· αυτείνοι ψύχωσαν εκείνους οπού πολιορκούσαν τους ντόπιους Τούρκους και φρουρές. Και νηστικούς κι’ αδύνατους τους περίλαβαν και τους σφάξαν σαν τραγιά. Και τέλος-πάντων, πατρίδα, αυτείνοι κατατρέχονται από τους Εκλαμπρότατους, από τους Εξοχώτατους, από τον Κυβερνήτη σου κι’ αδελφούς του. Ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος αυτείνων των σκοτωμένων τις γυναίκες και κορίτζα κυνηγούν. Αυτούς τους αγωνιστάς «κατατρέχουν και τους λένε να πάνε να διακονέψουν·» «Ποιος σας είπε», τους λένε, «να σηκώσετε άρματα να δυστυχήσετε;» Έχουν δίκαιον· ότι ο Ζαΐμης χρώσταγε των Τούρκων ένα-μιλιούνι γρόσια, και οι Ντεληγιανναίγοι και οι Λονταίγοι και οι άλλοι· κι’ ο Μεταξάς, κόντες της πιάτζας, χωρίς παρά· κι’ ο Κωλέτης ένας γιατρός· ο Μαυροκορδάτος τζιράκι της Κωσταντινοπόλεως.
Τους φκειάσαν αυτείνοι οι διακονιαραίγοι, οι αγωνισταί, Εκλαμπρότατους, τους λευτέρωσαν από τους Τούρκους κι’ από τα χρέη, οπού χρώσταγαν των Τούρκων, κ’ έγιναν τώρα μεγάλοι και τρανοί. Γύμνωσαν και τους Τούρκους, παίρνοντας το βιον τους, και το έθνος το γύμνωσαν και το αφάνισαν· γιόμωσαν φατρίες και κακίες τους ανθρώπους του αγώνος. Τους καταδιαιρούν -γιομόζουν αυτείνοι αγαθά. Και οι Κολοκοτρωναίγοι οι φίλοι τους τα καλύτερα υποστατικά και πλούτη της πατρίδος. Έμειναν οι αγωνισταί διακονιαραίοι· τους κατατρέχει ο Κυβερνήτης μας κι’ ο Αγουστίνος κι’ ο Βιάρος· καταφρονούν όλους αυτούς και βαθμολογούνε πολλούς, οπού ’παιζαν το μπιλλιάρδο μέσα τους καφφενέδες και τώρα είναι σπιγούνοι του Κυβερνήτη και των αλλουνών. Αυτείνοι βαθμολογώνται, αυτείνοι πλερώνονται βαρυούς μιστούς. Οι αγωνισταί δυστυχούν. Των σκοτωμένων τις φαμελιές όποια είναι νέα την θέλει ο τάδε, σα να λέμε ο Βελήπασσας, ο Μουχτάρπασσας, ότι δεν έχει η φτωχή να φάγη. Λευτερώθηκαν κάμποσες σκλάβες Μισολογγίτισσες κι’ από άλλα μέρη (τις λευτέρωσαν οι φιλάνθρωποι) και διακονεύουν εδώ εις τ’ Άργος και εις τ’ Αναπλιού τους δρόμους. Των αγωνιστών οι άνθρωποι διακονεύουν και γυρεύουν να πάνε πίσου εις τους Τούρκους. Τους είχανε αυτείνοι σκλάβους, τους ντύνανε, τους συγυρίζανε και τρώγαν. Εις την πατρίδα τους ξυπόλυτοι και γυμνοί διακονεύουν.


Από όλα αυτά, καϊμένη πατρίδα, δεν θα σωθούνε τα δεινά σου, ότι σιδερώνουν την αρετή εκείνοι οπού σε κυβερνούσαν και σε κυβερνούν, και τώρα κατατρέχουν το δίκαιον και την αλήθειαν και με ψέματα θέλουν και με σπιγούνους να σε λευτερώσουνε· μήτε τώρα είσαι καλά, μήτε δια τα μέλλοντά σου, με τους ανθρώπους οπού σε τριγυρίζουν, πολιτικούς, σπιγούνους και τοιούτους αξιωματικούς. Συχωράτε με, αναγνώστες, οπού ’φυγα από το προκείμενον. Μη στοχάζεστε ότ’ είμαι ή γόητας, είτε φαντασμένος, είτε εγώ αδικημένος. Λυπούμαι και γράφω αυτά ότι ήτανε πέντε αδέλφια κ’ έμεινε ένας μόνον από το ντουφέκι· και οι άνθρωποί τους ήτανε τόσον καιρόν σκλαβωμένοι και σώθη μία γυναίκα μόνον κι’ αυτείνη πείναγε· κ’ εκείνοι οπού τους ζήταγε ψωμί θέλαν να κάμουν το κέφι τους να της δώσουνε να φάγη. Κι’ αυτό κι’ άλλα πολλά τοιούτα μ’ έκαμαν να βγω από το προκείμενον. Ότι τα τοιούτα δεν λευτερώνουν πατρίδα, την χάνουν· κ’ έχω σκοπόν να ζήσω κ’ εγώ σ’ αυτείνη την πατρίδα. Ότι έχω τόση αδύνατη φαμελιά και δεν ’πιτηδεύομαι να κολακεύω τους δυνατούς. Και είμαι δυστυχής, και κλαίγω και την δυστυχισμένη μου πατρίδα, οπού δι’ αυτείνη χύσαμε το αίμα μας αδίκως.»