7 Αυγ 2012

Ο Μεσαίωνας του 21ου



Ο Μεσαίωνας του 21ου
Παπαγεωργίου Βασίλης
Ο,τι χρήματα είχαν συγκεντρώσει οι γονείς μου, τα ξοδέψανε για να σπουδάσω. Ούτε που μ' ενδιέφεραν οι σπουδές, ούτε που τις τελείωσα ποτέ. Μετά άνοιξα ένα μαγαζί, αλλά δεν μπορούσα να είμαι σκλάβος του. Το έκλεισα, αφήνοντας παντού χρέη. Για να μην πάω φυλακή, οι γονείς μου πούλησαν το μικρό διαμέρισμα που είχαμε και μετακόμισαν στο χωριό. Ενα χρόνο μετά, πέθανε ο πατέρας μου από εγκεφαλικό. Μετά πήρα μια αντιπροσωπεία. Την έβαλα στο όνομα της μάνας μου. Δεν έπιασε. Αρχισαν να με κυνηγούν χρέη και συναλλαγματικές. Δηλαδή, άρχισαν να κυνηγούν τη μάνα μου. Αστυνομίες, δικαστήρια, λίγο έλειψε να πάει φυλακή. Πέθανε κάνα χρόνο μετά από τον καημό της, αλλά και με τ' όνομά μου στα χείλη της. Εκείνες τις μέρες περνούσε από τον τόπο μας ένα τσίρκο. Ζητούσε ανειδίκευτο προσωπικό. Πήγα, για να φύγω από τον καταραμένο μου τόπο. Κι έριξα μαύρη πέτρα πίσω μου.
Η ζωή του τσίρκου ήταν δύσκολη, όσο εύκολη ήταν η δουλιά που έκανα. Ταξιδεύαμε μια μικρή φάλαγγα. Σταματάγαμε σε κάθε κωλοχώρι που είχε τόπο να στήσουμε τροχόσπιτα και σκηνές, να περάσουμε μια στοιχειώδη περίφραξη, να βάλουμε τον πρόχειρο φωτισμό με το ρεύμα που μας έδινε η γεννήτρια. Δεν είχαμε τουαλέτες, σπάνια μπορούσαμε να κάνουμε ένα μπάνιο. Μαγειρεμένο φαγητό είχαμε όταν σταματούσαμε για παράσταση. Τις άλλες μέρες, τη βγάζαμε ξηροφαγία. Ψωμί, τυρί, ελιές, κονσέρβες, ντομάτες στην εποχή τους. Οι εντάσεις δεν έλειπαν, όλοι μονίμως στην τσίτα. Ομως, η δουλιά μου ήταν εύκολη. Μ' έβαλαν βοηθό στον ταχυδακτυλουργό. Υποτίθεται πως ήταν Ινδός - είχε ένα ινδικό όνομα που ακόμα δεν μπορώ να το θυμηθώ. Μ' έντυναν και μένα Ινδό - ή όπως φαντάζονταν πως ήταν ντυμένοι οι Ινδοί, με μια παλιά στολή που δεν έκανε πια στον ταχυδακτυλουργό. Μου κρεμούσαν σκουλαρίκια στ' αυτιά. Το πιο εντυπωσιακό, όμως, ήταν το τουρμπάνι που μου φορούσαν στο κεφάλι. Ντυμένος έτσι, έβγαινα έξω από τη σκηνή και διαλαλούσα την παράσταση. Του έδινα τα σπαθιά, τα κουτιά, τα μαντίλια, ό,τι τελοσπάντων ήταν αναγκαίο. Στις πρόβες μ' έβριζε άσχημα, μια δυο φορές παραλίγο να χτυπηθούμε. Η γυναίκα του δούλευε κι αυτή στο τσίρκο. Χοντρή και προχωρημένη στα χρόνια και βαμμένη άτσαλα. Ηταν παμπόνηρη και ήξερε καλά τη ζωή και τους ανθρώπους. Πιανόταν από μια λέξη και μπορούσε να σου περιγράψει με λίγες αλήθειες τη μισή σου ζωή. Την άλλη μισή, της την έλεγες μόνος σου. Στο τσίρκο έκανε τη χαρτορίχτρα, την καφετζού, το μέντιουμ. Διάβαζε τη γραμμή του χεριού και τη γυάλινη σφαίρα. Στο τροχόσπιτό της έρχονταν όλοι οι απελπισμένοι, όλες οι κερατωμένες της περιοχής, κάθε μοναχική ψυχή που αποζητούσε την ελπίδα της συντροφιάς. Οικονομικά ναυαγισμένοι, που 'παιρναν δανεικά για να την πληρώσουν και μανάδες που είχαν χάσει τα παιδιά τους στις μεγαλουπόλεις και την ξενιτιά. Πλήρωναν στο ταμείο, αλλά της έφερναν και δώρα, κολόνιες και λουλούδια, κάποτε και φρούτα, μερικές φορές κι αυγά. Ηταν από τους στυλοβάτες του τσίρκου, γι' αυτό και περνούσαν τα καπρίτσια της. Κεράτωνε τον άντρα της συστηματικά, με όποιον αρσενικό περνούσε από το τσίρκο. Αυτός δεν τολμούσε να της πει τίποτα. Ξέσπαγε την οργή του με βρισιές και σφαλιάρες στους βοηθούς.
Την πήρα κι εγώ. Δηλαδή, αυτή με πήρε στριμώχνοντάς με πότε εδώ και πότε εκεί, μέσα στο τροχόσπιτο ή σε καμιά εξοχή εκεί κοντά. Μ' έλεγε «το ορφανό μου», με αγκάλιαζε δημόσια - τάχα μητρικά - και μου έδινε συμβουλές. «Να μάθεις τη δουλιά μου», έλεγε. «Εγώ θα σου τη μάθω». Κι άρχισε, πράγματι, να μου τη μαθαίνει. Μου είπε πώς ν' αρχίσω να ψυχολογώ μόλις φτάσει ο πελάτης. Πώς να ρίχνω κάποιες κουβέντες διφορούμενες, να νομίζει ο καθένας πως είναι για την περίπτωσή του. Πώς να μελετάω τις αντιδράσεις και πώς να προχωρώ προς την κατεύθυνση που φαίνεται να τσιμπάνε. Μου είπε κάποια στερεότυπα για τις γραμμές στο φλιτζάνι, αυτά που ο κόσμος νομίζει ότι ξέρει για να μη με πιάνουν αδιάβαστο. Ποια σημάδια είναι δρόμος και ποια η μεγάλη πόρτα, ποια είναι στεφάνι και ποια είναι εμπόδια. «Τα άλλα τα αυτοσχεδιάζεις, κι ανάλογα με τις αντιδράσεις προχωράς», μου έλεγε. Μου έδειξε την τράπουλα ταρό. Πώς να ανακατεύω τα φύλλα και πώς να τα κόβω με το αριστερό χέρι και η παλάμη να κοιτάζει ευθεία κάτω. Δύσκολη υπόθεση, έπρεπε να έχω βιβλίο για να θυμάμαι τα είκοσι δύο Μεγάλα και τα πενήντα έξι Μικρά Αρκάνα. Τέσσερις σειρές, δεκατέσσερα φύλλα η καθεμία, από το ένα ως το δέκα - και τέσσερις οι φιγούρες. Μου έδειξε τι λένε όταν βγει η Αυτοκράτειρα και τι όταν έρθει ο Τροχός της Τύχης ή ο Κρεμασμένος. Αλλα όταν έρθουν όρθια και άλλα αν βγουν ανάποδα, ράβδοι, κύπελλα, ξίφη και πεντάκτινοι, καθένα με τη δική του σημασία και τους άπειρους συνδυασμούς. Μετά από αυτό, η κανονική, απλή τράπουλα, μου ήταν παιγνιδάκι. Μου έλεγε και μου έλεγε, «κατάλαβε τ' ορφανό μου;» και με στρίμωχνε απροκάλυπτα. Ο άντρας της είχε μανίσει εναντίον μου. Αρχισα να φοβάμαι. Πάνω που θ' αρχίζαμε τη γυάλινη σφαίρα, το 'σκασα για να γλιτώσω κι απ' τους δυο.
Βρέθηκα στην Αθήνα. Ανειδίκευτος. Τα μεροκάματα λίγα και χαμηλά. Οι οικονομικές δυνατότητες ελάχιστες. Εμεινα σ' ένα άθλιο δωμάτιο μιας ακόμα πιο άθλιας συνοικίας. Γκρίνια και καυγάδες με τη σπιτονοικοκυρά, ώσπου κάποια στιγμή που την ψυχολόγησα πιεσμένη της υποσχέθηκα πως θα της πω το φλιτζάνι. Και το φλιτζάνι της είπα και τα χαρτιά. Μετά με παρακάλεσε να φέρει και μια κουμπάρα της. Μετά έφερε μια φίλη της. Στη γειτονιά αρχίσανε να με βλέπουν σαν κάποιο. Με τον καιρό ήρθανε κι άλλες για το φλιτζάνι και τα χαρτιά. Ηρθαν και κάποιοι καψούρηδες. Με τα πρώτα λεφτά αγόρασα τράπουλα ταρό και γυάλινη σφαίρα. Οι δουλιές αυξήθηκαν. Είναι απίστευτο πόσο εύκολα πιστεύουν οι άνθρωποι. Ξεκινούσα με τα αυτονόητα και τα αδιάψευστα. Ερχόταν, ας πούμε, ένας κουρασμένος μεσόκοπος, με τα χέρια του σκληρά από το μεροκάματο. «Εσύ κουρασμένος άνθρωπος είσαι», άρχιζα. «Αυτά τα χεράκια πολλά έχουν τραβήξει και δικαιοσύνη δε βρήκανε». Και ποιος βρήκε δικαιοσύνη για να βρει κι αυτός; Ομως, εγώ είχα ξεκλειδώσει την καρδιά του. Ερχόταν κάποια φτιασιδωμένη που τσακπίνιζε. Χεράκι στρουμπουλό και απαλό. «Εσύ κυρά κι αρχόντισσα γεννήθηκες και μεγάλη κυρά θα γίνεις». Η συνέχεια άλλαζε ανάλογα αν φορούσε ή δε φορούσε βέρα, αν ίδρωναν οι παλάμες της και αν κοκκίνιζαν τα μάγουλά της. Μ' αυτά και μ' αυτά, με κανένα σποραδικό μεροκάματο και με αιματηρές οικονομίες, έβαλα στην άκρη πέντε δεκάρες να ξεκινήσω μια δουλιά δική μου.
Νοίκιασα διαμέρισμα. Επιλογή με πολλή σκέψη. Μια γειτονιά στις άκρες. Κέντρο, για όσους έρχονταν από τις λαϊκές συνοικίες. Ακρη, για όσους έρχονταν από τις κεντρικές. Ετσι ήταν ήσυχοι πως δε θα τους δουν και δε θα τους κουβεντιάσουν. Διάλεξα ισόγειο - η πρόσβαση ήταν πιο εύκολη - και μάλιστα εσωτερικό. Χωρίς πολύ φως και χωρίς θόρυβο. Τύπωσα μπιλιέτα. «Nallas Namayiandi. Μέντιουμ - παραψυχολόγος - ψυχοερευνητής. Αριστούχος Σχολής Παρα-ψυχολογίας της Βομβάης. Καφεμαντεία - χειρομαντεία - χαρτομαντεία. Ειδικός στη Φλωρεντινή Ταρό. Κρυστάλλινη σφαίρα». Κάτω - κάτω η διεύθυνση και το τηλέφωνό μου, που όμως δε θα το σήκωνα. Θα μετέδιδε μόνο μήνυμα, μιλημένο αργά, με βαθιά φωνή. Σκέφτηκα πολύ και για τον εσωτερικό χώρο. Λίγα και χαμηλά φώτα, παράθυρα κλειστά. Στη μέση του δωματίου ένα στρογγυλό τραπέζι. Το τραπεζομάντιλο με παράσταση του ζωδιακού κύκλου. Πάνω στο τραπέζι έξι κεριά. Θα άναβαν κατά περίπτωση. Γύρω του τέσσερις καρέκλες. Πίσω από το τραπέζι, ήταν το γραφείο μου. Πάνω η γυάλινη σφαίρα και ένα κρανίο από συνθετικό υλικό. Πίσω από τη βαριά καρέκλα του γραφείου μου, στον τοίχο, είχα στερεώσει ένα δίχτυ. Σ' αυτό είχα κρεμάσει κάμποσες εικόνες γνωστών και αγνώστων Αγίων. Να μη νομίζουν ότι είμαι κανένας μάγος ή σατανιστής κι έχουμε μπλεξίματα. Πάνω από το δίχτυ στο όριο του τοίχου με το ταβάνι, ψηλά για να μη διαβάζονται, είχα βάλει τρεις τέσσερις κορνίζες με διπλώματα για τις ειδικότητές μου. Πήρα καινούρια στολή Ινδού, μάλιστα αυθεντική από ινδικό μαγαζί. Πήρα μεταξωτό σαρίκι και καρφίτσωσα πάνω ένα αστέρι με ψεύτικα πετράδια. Ηταν ένα κόσμημα εντυπωσιακό.
Η μαγιά ήταν από τις λαϊκές συνοικίες. Καθιέρωσα ορισμένα τυπικά. Καθένας που έμπαινε μέσα, έβγαζε τα παπούτσια του στην είσοδο και προχωρούσε ξυπόλυτος ως το γραφείο. Εγώ κοιτούσα σ' ένα σταθερό σημείο με το βλέμμα αμετακίνητο, κρατώντας στα χέρια μου δυο γυάλινα μάτια. Εκείνα έβλεπαν για μένα, ψυχρά και χωρίς συναισθηματικές εμπλοκές. Μετά, άφηνα τα μάτια στο τραπέζι κι αυτοσυγκεντρωνόμουν, τάχα, κρατώντας τους κροτάφους μου. Υστερα άρχιζα να τους ξεδιπλώνω το μέλλον, φροντίζοντας να τους λέω εκείνα που θα τους ευχαριστούσε ν' ακούσουν. Βεβαίως, ανέφερα και τα πολλά εμπόδια, το φθόνο και την κακογλωσσιά του κόσμου, τις αντιζηλίες και τις δυσκολίες. Γραμμές που κόβονταν στο χέρι, εμπόδια στα σημάδια του φλιτζανιού, βαλές ή ντάμα μπαστούνι κι ανάποδα στα χαρτιά, ή ό,τι άλλο. Ομως, τους άφηνα την ελπίδα για το τέλος. Ξεκινώντας από τις παραδουλεύτρες, έφτασα και στις κυρίες. Κι αυτές τα ίδια προβλήματα είχαν, κάποτε και μεγαλύτερα - όσο κι αν δυσκολεύεστε να το πιστέψετε. Και η μία κυρία μου έφερνε την άλλη. Συχνά οι παραδουλεύτρες, για να τις προσέξω περισσότερο ή για να τους πάρω λιγότερα, μου έλεγαν πως θα στείλουν και την κυρία τους. Τις ευχαριστούσα - μέχρι χειροφίλημα τους έκανα - και φρόντιζα με τρόπο να μάθω για εκείνες, όσα γνώριζαν. Και συχνά γνώριζαν πολλά. Πολύτιμη βοήθεια για το δικό μας επάγγελμα.
Οι δουλιές πήγαιναν καλά. Νοίκιασα διαμέρισμα, για να μένω, σε κεντρική συνοικία. Πήρα κι ένα μικρό αυτοκίνητο. Οταν τα πράγματα θα πήγαιναν καλύτερα, δηλαδή όταν θα έβγαζα περισσότερα χρήματα, θα περνούσα και στην ηλεκτρονική τεχνολογία. Υπάρχουν, όπως έμαθα, προγράμματα για κομπιούτερ που βάζεις ζώδια και ωροσκόπο και κάποια προσωπικά στοιχεία και σου βγάζει αναλυτικό ωροσκόπιο για επαγγελματικά, για αισθηματικά ή για όποια άλλα ζητήματα θελήσεις. Δεν υπάρχει τίποτα καλύτερο από το συνδυασμό παράδοσης και τεχνολογίας, αρχαίων μυστηρίων με σύγχρονες γνώσεις, μυστικισμού με επιστήμες. Εκεί τρελαίνονται όλοι, εκεί σου τα δίνουν όλα.
Ετρωγα σε εστιατόριο. Κανείς δεν ήξερε τι ήμουν έξω από το χώρο μου. Ρώτησα κάποτε το σερβιτόρο τι γνώμη έχει για τα μέντιουμ και τις χαρτορίχτρες. Γέλασε και μίλησε σκληρά. «Δεν τους αναγνωρίζεις τουλάχιστον ότι βοηθάνε τον κόσμο; Οτι λένε ένα καλό λόγο, μια πρακτική γνώμη; Αποκλείεις κάποιο μυστικό ταλέντο, μια ξεχωριστή άγνωστη ικανότητα;», τον ρώτησα απανωτά. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Αχρηστοι άνθρωποι είναι, ρεμάλια της κοινωνίας, απατεώνες του κερατά. Σκέτος Μεσαίωνας. Γυρίζουν πίσω την κοινωνία», απάντησε. Κι όσο έλεγε, οργιζόταν κι ανέβαζε τον τόνο. «Και το άλλο;», συνέχισα. «Η χρησιμοποίηση της τεχνολογίας; Η χρήση των υπολογιστών; Οι εφαρμογές της επιστήμης στην αρχαία γνώση; Η τελευταία λέξη των μηχανημάτων, κι αυτά Μεσαίωνας είναι;». «Μεσαίωνας. Μεσαίωνας, κύριέ μου.
Και μάλιστα χειρότερος από το Μεσαίωνα του 13ου αιώνα. Είναι ο Μεσαίωνας του 21ου αιώνα». Πλήρωσα κι έφυγα, χωρίς να του αφήσω φιλοδώρημα. Από αύριο θα άλλαζα και εστιατόριο.

Του
Γ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ