Ο Βαγγέλης και η Αγγελίτσα
[Κάτι που το καλοκαίρι δεν φτουράνε πολύ τα σοβαρά θέματα, κάτι που
μου άρεσε το κουτσομπολιό της περασμένης Παρασκευής, κάτι που τούτη την
ώρα δεν έχω και πολλή όρεξη για πολιτική κουβέντα ή για οικονομικές
αναλύσεις και κάτι που από τα ηχεία του υπολογιστή ακούγονται κάτι
ρεμπέτικα, λέω σήμερα να σας διηγηθώ μια πραγματικά λαϊκή ιστορία, έτσι
όπως θυμάμαι να την διηγούνται κάποιοι παλιοί...]
Το 1899 γεννιέται στην Σμύρνη η Αγγελική Μαρωνίτη. Μεγαλώνοντας σε μουσική οικογένεια (ο πατέρας της, ο Δημήτρης, γνωστός ως "Χιωτάκης" ήταν ξακουστός σαντουρίστας), η Αγγελική έμαθε βιολί και σαντούρι από μικρή και στα 11 χρόνια της ανέβηκε στο πάλκο, συνοδεύοντας τον πατέρα της.
Όμως, το μεγάλο χάρισμα της Αγγελικής ήταν η φωνή της. Αν και παιδούλα ακόμη, άφηνε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό σαν έπιανε κανέναν αμανέ ή κανένα μινόρε. Σύντομα, η παράκληση "πες μας ένα, Αγγελίτσα" έγινε κάτι σαν σύνθημα όχι μόνο στα μαγαζιά που πήγαινε με τον πατέρα της για δουλειά αλλά και όταν περνούσε στον δρόμο έξω από κανέναν καφενέ. Χάρη σ' αυτή την παράκληση, το σύνθημα να πούμε, το Αγγελίτσα καθιερώθηκε. Κι η Αγγελίτσα άρχισε να γίνεται περιζήτητη. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 17 της και τα καφέ-αμάν της Σμύρνης τσακώνονταν ποιο θα την πρωτοκλείσει για δουλειά: Τζίτζικας, Αράπογλου, Αυταράς... Μέχρι το Κορδελιό έφτασε η φήμη της.
Οι καλές μέρες έμελλε να τελειώσουν το 1922. Ανάμεσα σε τόσους και τόσους πρόσφυγες που έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία, ήταν και η οικογένεια του "Χιωτάκη" η οποία εγκαθίσταται στην Κοκκινιά. Για να βοηθήσει την οικογένειά της να επιβιώσει, η Αγγελική αποφασίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να τραγουδήσει. Έτσι, το 1924 πιάνει δουλειά στο κέντρο τού Θεόφραστου, στις Τζιτζιφιές. Στην ορχήστρα του Θεόφραστου συμμετέχει ένας άλλος σμυρνιός μουσικός που έφτασε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα, ο οποίος με το που ακούει την Αγγελική να κελαηδάει, την ερωτεύεται. Επειδή αυτός ο μουσικός ήταν σχεδόν μονίμως σοβαρός, απόλυτος και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι "Αγγούρης". Το κανονικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Παπάζογλου.
Πρώτη δουλειά τού Βαγγέλη ήταν να πλησιάσει την Αγγελική και να της δηλώσει καθαρά και ξάστερα: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Στα 25 της πια και δίχως προίκα, ο Βαγγέλης ήταν θείο δώρο για την Αγγελική. Μόνο που σύντομα την μεγάλη χαρά διαδέχτηκε μια μεγάλη θλίψη αφού, για άγνωστο λόγο (ποιες ιατρικές εξετάσεις τώρα...), η Αγγελική άρχισε να χάνει το φως της με ταχύ ρυθμό. Μα ο Βαγγέλης εκεί: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Και την πήρε. Όταν το 1927 η Αγγελική ντύθηκε νύφη στο πλευρό τού Βαγγέλη, ήταν ήδη μισότυφλη. Δυο χρόνια αργότερα τυφλώθηκε τελείως.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά και ζούσε από την μουσική του Βαγγέλη και το τραγούδι της Αγγελικής. Ο Βαγγέλης έγραφε και δικά του τραγούδια (*) αλλά σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937, αρνούμενος να δεχτεί τις επεμβάσεις της μεταξικής λογοκρισίας (**). Την ίδια εποχή απαγόρευσε και στην Αγγελική να ξανατραγουδήσει σε μαγαζί. Από δω και πέρα οι δυο τους θα ζούσαν μόνο με το μεροκάματο του Βαγγέλη.
Ένα βράδυ που έρριχνε ο θεός με τον θεό και η Αγγελική περίμενε τον Βαγγέλη να γυρίσει από την δουλειά, το ταβάνι της παράγκας άρχισε να στάζει. Η τυφλή Αγγελική πάλεψε να βρει κάπου να σταθεί και τελικά βολεύτηκε σε μια γωνιά του κρεββατιού. Όταν μπήκε ο Βαγγέλης και την είδε ξεπαγιασμένη, σκίστηκε η καρδιά του. Την τύλιξε με μια κουβέρτα και την πήρε αγκαλιά για να την ζεστάνει. Ο θρύλος λέει πώς εκείνη την βραδυά τής σιγοψιθύρισε και κάτι στίχους που βγήκαν από μέσα του: Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου... Ο ίδιος θρύλος λέει ότι η Αγγελική συμπλήρωσε αυτούς τους στίχους: Βάλε με, φως μου, βάλε με... Κάποιος άλλος θρύλος επιμένει ότι οι πρώτοι στίχοι είναι της Αγγελικής και οι δεύτεροι του Βαγγέλη, ο οποίος αποκαλεί "φως μου" την τυφλή γυναίκα του. Ποιος από τους δυο θρύλους κρύβει την αλήθεια; Δεν νομίζω ότι έχει σημασία. Το κομμάτι είναι συγκλονιστικό έτσι κι αλλιώς.
Το 1940, με το που μπαίνουν οι γερμανοί στην Αθήνα, ο Βαγγέλης σταματάει την ενασχόλησή του με την μουσική. "Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει", έλεγε. Αρνείται να παίζει για να χορεύουν "φχαριστημένοι ως κι οι μαυραγορίτες" και γίνεται παλιατζής. Δεν πρόκειται να ξαναδουλέψει ως μουσικός. Η πείνα τον καταβάλλει. Εξασθενημένος όπως είναι, τον χτυπάει η φυματίωση. Όταν αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, πιάνει και μοιράζει τις παρτιτούρες των κομματιών του. Πεθαίνει στις 27 Ιουνίου 1943. Για να τον μοιρολογήσει το τελευταίο βράδυ, η Αγγελική δανείζεται δυο καρέκλες από την γειτόνισσα προκειμένου να ακουμπήσει το φτωχικό φέρετρο.
Η κηδεία γίνεται δίχως παπά, μιας κι ο παπάς της συνοικίας ήταν μαυραγορίτης. Όση ώρα βάσταξε, από τα μάτια τής Αγγελικής δεν βγήκε ούτε ένα δάκρυ. Πριν το φέρετρο κατεβεί στον λάκκο, έσκυψε και φίλησε τον σύντροφό της, ξεπροβοδίζοντάς τον με λίγα μνημειώδη λόγια που θα ταίριαζαν απόλυτα σε αρχαιοελληνική τραγωδία: "Καλά έκανες και παινευόσουν που ήμουν γυναίκα σου. Την παλληκαριά σου όμως δεν την ήξερες. Ούτε ο θεός δεν παντρεύτηκε αόμματη γυναίκα".
Ο Βαγγέλης, λοιπόν, πεθαίνει το 1943 και αφήνει πίσω την Αγγελίτσα του, μια γυναίκα τυφλή, αδέκαρη και απροστάτευτη. Εκείνη την ώρα η Αγγελική δεν ξέρει ότι πρόκειται να παραδώσει ένα σπουδαίο μάθημα σε όσους επιμένουν πως ο άντρας είναι το ισχυρό φύλο και η γυναίκα το ασθενές. Αυτή η μόνη, έρμη, φτωχιά και τυφλή γυναίκα επρόκειτο να ζήσει άλλα σαράντα χρόνια. Όταν θα έφευγε για να συναντήσει τον Βαγγέλη της, ήταν 17 Αυγούστου 1983.
ΥΓ: Για τις άγνωστες λεπτομέρειες της παραπάνω ιστορίας, οφείλω να ευχαριστήσω τον μεγάλο μουσικό ερευνητή Πάνο Σαββόπουλο. Τα 30 επεισόδια της εκπομπής του "Ρεμπέτικη Ιστορία" στην παλιά ΕΡΤ3 παραμένουν φάροι για όσους ασχολούνται με το ρεμπέτικο τραγούδι.
------------------------------------------
(*) Στον Βαγγέλη Παπάζογλου αποδίδονται επίσημα 24 τραγούδια ηχογραφημένα, αν και είχε γράψει πολύ περισσότερα, τα οποία είτε δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ είτε τα χάρισε σε άλλους που τα παρουσίασαν ως δικά τους. Ηχογράφηση με την φωνή του δεν υπάρχει. Η φωνή του σώζεται μόνο στον περίφημο "διάλογό" του με τον Στελλάκη Περπινιάδη στην εισαγωγή του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ (Πέντε χρόνια δικασμένος)".
(**) Το 1937 ο Παπάζογλου ήταν έτοιμος να ηχογραφήσει το τραγούδι "Ο Μπατίρης", όπου υπήρχαν οι στίχοι "Πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω". Οι λογοκριτές επέμεναν να αλλαχτεί το "ελεύθερος" με το "χαρούμενος" αλλά ο Παπάζογλου αρνήθηκε. "Εγώ δεν γελάω αν δεν είμαι ελεύθερος", απάντησε.
Το 1899 γεννιέται στην Σμύρνη η Αγγελική Μαρωνίτη. Μεγαλώνοντας σε μουσική οικογένεια (ο πατέρας της, ο Δημήτρης, γνωστός ως "Χιωτάκης" ήταν ξακουστός σαντουρίστας), η Αγγελική έμαθε βιολί και σαντούρι από μικρή και στα 11 χρόνια της ανέβηκε στο πάλκο, συνοδεύοντας τον πατέρα της.
Όμως, το μεγάλο χάρισμα της Αγγελικής ήταν η φωνή της. Αν και παιδούλα ακόμη, άφηνε τους πάντες με το στόμα ανοιχτό σαν έπιανε κανέναν αμανέ ή κανένα μινόρε. Σύντομα, η παράκληση "πες μας ένα, Αγγελίτσα" έγινε κάτι σαν σύνθημα όχι μόνο στα μαγαζιά που πήγαινε με τον πατέρα της για δουλειά αλλά και όταν περνούσε στον δρόμο έξω από κανέναν καφενέ. Χάρη σ' αυτή την παράκληση, το σύνθημα να πούμε, το Αγγελίτσα καθιερώθηκε. Κι η Αγγελίτσα άρχισε να γίνεται περιζήτητη. Δεν είχε κλείσει καλά-καλά τα 17 της και τα καφέ-αμάν της Σμύρνης τσακώνονταν ποιο θα την πρωτοκλείσει για δουλειά: Τζίτζικας, Αράπογλου, Αυταράς... Μέχρι το Κορδελιό έφτασε η φήμη της.
Λαϊκό γλέντι της προπολεμικής περιόδου. Στο μέσον, με το σαντούρι, ο Βαγγέλης Παπάζογλου. |
Οι καλές μέρες έμελλε να τελειώσουν το 1922. Ανάμεσα σε τόσους και τόσους πρόσφυγες που έφυγαν κυνηγημένοι από την Μικρασία, ήταν και η οικογένεια του "Χιωτάκη" η οποία εγκαθίσταται στην Κοκκινιά. Για να βοηθήσει την οικογένειά της να επιβιώσει, η Αγγελική αποφασίζει να κάνει αυτό που ξέρει καλά: να τραγουδήσει. Έτσι, το 1924 πιάνει δουλειά στο κέντρο τού Θεόφραστου, στις Τζιτζιφιές. Στην ορχήστρα του Θεόφραστου συμμετέχει ένας άλλος σμυρνιός μουσικός που έφτασε ως πρόσφυγας στην Ελλάδα, ο οποίος με το που ακούει την Αγγελική να κελαηδάει, την ερωτεύεται. Επειδή αυτός ο μουσικός ήταν σχεδόν μονίμως σοβαρός, απόλυτος και δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί του, του είχαν κολλήσει το παρατσούκλι "Αγγούρης". Το κανονικό του όνομα ήταν Βαγγέλης Παπάζογλου.
Πρώτη δουλειά τού Βαγγέλη ήταν να πλησιάσει την Αγγελική και να της δηλώσει καθαρά και ξάστερα: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Στα 25 της πια και δίχως προίκα, ο Βαγγέλης ήταν θείο δώρο για την Αγγελική. Μόνο που σύντομα την μεγάλη χαρά διαδέχτηκε μια μεγάλη θλίψη αφού, για άγνωστο λόγο (ποιες ιατρικές εξετάσεις τώρα...), η Αγγελική άρχισε να χάνει το φως της με ταχύ ρυθμό. Μα ο Βαγγέλης εκεί: "σ' αγαπώ και θα σε πάρω γυναίκα μου". Και την πήρε. Όταν το 1927 η Αγγελική ντύθηκε νύφη στο πλευρό τού Βαγγέλη, ήταν ήδη μισότυφλη. Δυο χρόνια αργότερα τυφλώθηκε τελείως.
Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε σε μια παράγκα στην Κοκκινιά και ζούσε από την μουσική του Βαγγέλη και το τραγούδι της Αγγελικής. Ο Βαγγέλης έγραφε και δικά του τραγούδια (*) αλλά σταμάτησε να ηχογραφεί το 1937, αρνούμενος να δεχτεί τις επεμβάσεις της μεταξικής λογοκρισίας (**). Την ίδια εποχή απαγόρευσε και στην Αγγελική να ξανατραγουδήσει σε μαγαζί. Από δω και πέρα οι δυο τους θα ζούσαν μόνο με το μεροκάματο του Βαγγέλη.
Ένα βράδυ που έρριχνε ο θεός με τον θεό και η Αγγελική περίμενε τον Βαγγέλη να γυρίσει από την δουλειά, το ταβάνι της παράγκας άρχισε να στάζει. Η τυφλή Αγγελική πάλεψε να βρει κάπου να σταθεί και τελικά βολεύτηκε σε μια γωνιά του κρεββατιού. Όταν μπήκε ο Βαγγέλης και την είδε ξεπαγιασμένη, σκίστηκε η καρδιά του. Την τύλιξε με μια κουβέρτα και την πήρε αγκαλιά για να την ζεστάνει. Ο θρύλος λέει πώς εκείνη την βραδυά τής σιγοψιθύρισε και κάτι στίχους που βγήκαν από μέσα του: Βάλε με στην αγκαλιά σου για να κοιμηθώ κοντά σου... Ο ίδιος θρύλος λέει ότι η Αγγελική συμπλήρωσε αυτούς τους στίχους: Βάλε με, φως μου, βάλε με... Κάποιος άλλος θρύλος επιμένει ότι οι πρώτοι στίχοι είναι της Αγγελικής και οι δεύτεροι του Βαγγέλη, ο οποίος αποκαλεί "φως μου" την τυφλή γυναίκα του. Ποιος από τους δυο θρύλους κρύβει την αλήθεια; Δεν νομίζω ότι έχει σημασία. Το κομμάτι είναι συγκλονιστικό έτσι κι αλλιώς.
Το 1940, με το που μπαίνουν οι γερμανοί στην Αθήνα, ο Βαγγέλης σταματάει την ενασχόλησή του με την μουσική. "Τα πουλιά δεν κελαηδούν όταν νυχτώσει", έλεγε. Αρνείται να παίζει για να χορεύουν "φχαριστημένοι ως κι οι μαυραγορίτες" και γίνεται παλιατζής. Δεν πρόκειται να ξαναδουλέψει ως μουσικός. Η πείνα τον καταβάλλει. Εξασθενημένος όπως είναι, τον χτυπάει η φυματίωση. Όταν αισθάνεται το τέλος του να πλησιάζει, πιάνει και μοιράζει τις παρτιτούρες των κομματιών του. Πεθαίνει στις 27 Ιουνίου 1943. Για να τον μοιρολογήσει το τελευταίο βράδυ, η Αγγελική δανείζεται δυο καρέκλες από την γειτόνισσα προκειμένου να ακουμπήσει το φτωχικό φέρετρο.
Η κηδεία γίνεται δίχως παπά, μιας κι ο παπάς της συνοικίας ήταν μαυραγορίτης. Όση ώρα βάσταξε, από τα μάτια τής Αγγελικής δεν βγήκε ούτε ένα δάκρυ. Πριν το φέρετρο κατεβεί στον λάκκο, έσκυψε και φίλησε τον σύντροφό της, ξεπροβοδίζοντάς τον με λίγα μνημειώδη λόγια που θα ταίριαζαν απόλυτα σε αρχαιοελληνική τραγωδία: "Καλά έκανες και παινευόσουν που ήμουν γυναίκα σου. Την παλληκαριά σου όμως δεν την ήξερες. Ούτε ο θεός δεν παντρεύτηκε αόμματη γυναίκα".
Ο Βαγγέλης, λοιπόν, πεθαίνει το 1943 και αφήνει πίσω την Αγγελίτσα του, μια γυναίκα τυφλή, αδέκαρη και απροστάτευτη. Εκείνη την ώρα η Αγγελική δεν ξέρει ότι πρόκειται να παραδώσει ένα σπουδαίο μάθημα σε όσους επιμένουν πως ο άντρας είναι το ισχυρό φύλο και η γυναίκα το ασθενές. Αυτή η μόνη, έρμη, φτωχιά και τυφλή γυναίκα επρόκειτο να ζήσει άλλα σαράντα χρόνια. Όταν θα έφευγε για να συναντήσει τον Βαγγέλη της, ήταν 17 Αυγούστου 1983.
Η παρτιτούρα του "Μπατίρη" (ή "Πατήρη", κατά Παπάζογλου). Στο κόκκινο πλαίσιο η επέμβαση της λογοκρισίας. |
ΥΓ: Για τις άγνωστες λεπτομέρειες της παραπάνω ιστορίας, οφείλω να ευχαριστήσω τον μεγάλο μουσικό ερευνητή Πάνο Σαββόπουλο. Τα 30 επεισόδια της εκπομπής του "Ρεμπέτικη Ιστορία" στην παλιά ΕΡΤ3 παραμένουν φάροι για όσους ασχολούνται με το ρεμπέτικο τραγούδι.
------------------------------------------
(*) Στον Βαγγέλη Παπάζογλου αποδίδονται επίσημα 24 τραγούδια ηχογραφημένα, αν και είχε γράψει πολύ περισσότερα, τα οποία είτε δεν ηχογραφήθηκαν ποτέ είτε τα χάρισε σε άλλους που τα παρουσίασαν ως δικά τους. Ηχογράφηση με την φωνή του δεν υπάρχει. Η φωνή του σώζεται μόνο στον περίφημο "διάλογό" του με τον Στελλάκη Περπινιάδη στην εισαγωγή του τραγουδιού "Η φωνή του αργιλέ (Πέντε χρόνια δικασμένος)".
(**) Το 1937 ο Παπάζογλου ήταν έτοιμος να ηχογραφήσει το τραγούδι "Ο Μπατίρης", όπου υπήρχαν οι στίχοι "Πάσχω να βρω την τύχη μου για να την αρωτήσω αν έχω το δικαίωμα ελεύθερος να ζήσω". Οι λογοκριτές επέμεναν να αλλαχτεί το "ελεύθερος" με το "χαρούμενος" αλλά ο Παπάζογλου αρνήθηκε. "Εγώ δεν γελάω αν δεν είμαι ελεύθερος", απάντησε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου