Στη
«σκακιέρα» των ενδοκαπιταλιστικών ανταγωνισμών και των αντιθέσεων
ανάμεσα στην Ευρωζώνη και το ΔΝΤ βρίσκεται και το ζήτημα των εγχώριων
τραπεζικών ομίλων, ενώ πλέον ορθάνοιχτο προβάλλει το ενδεχόμενο και νέου
κύκλου αυξήσεων μετοχικών κεφαλαίων, προκειμένου να καλυφθούν οι όποιες
«κεφαλαιακές ανεπάρκειες», στη βάση των διαγνωστικών ελέγχων που θα
«τρέξει» η πλευρά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις αρχές του 2018.
Τα αστικά επιτελεία δεν κρύβουν λόγια. Η ανησυχία τους είναι αν θα καταφέρει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να παίξει με επάρκεια το ρόλο του σε ό,τι αφορά τη διοχέτευση κεφαλαίων σε επιχειρηματικούς ομίλους, για τη στήριξη επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε νέο κύκλο συσσώρευσης. Αν δηλαδή οι τράπεζες θα διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια για να στηρίξουν με αποτελεσματικότητα το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται σε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού», καθώς «το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές»...
Ανασταλτικός παράγοντας για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος είναι, μεταξύ άλλων, η υπερέκθεση στα «κόκκινα» δάνεια, η διαχείριση των οποίων αποκτά επείγοντα χαρακτήρα για το κεφάλαιο. Αυτό μαρτυρούν οι νόμοι για τη διευθέτηση των επιχειρηματικών δανείων, αλλά και η συζήτηση για χαλάρωση της νομοθεσίας που αφορά στους πλειστηριασμούς κατοικιών και στην πώληση στεγαστικών και άλλων δανείων σε μεγάλα «funds».
Σε κάθε περίπτωση, η αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων θα αποτελέσει σημείο αιχμής των επόμενων κύκλων «αξιολόγησης» και των παζαριών με το κουαρτέτο, καθώς σχετίζεται άμεσα με τις αναδιαρθρώσεις σε κλάδους της οικονομίας, με την απαλλαγή των τραπεζών από τα «βαρίδια» (επιχειρήσεις «ζόμπι», που δεν εξυπηρετούν τα δάνεια και δεν έχουν προοπτική επιβίωσης), ώστε μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της χρηματοδότησης να διοχετεύεται προς ισχυρούς και «βιώσιμους» επιχειρηματικούς ομίλους.
Οπως και πριν, έτσι και τώρα, γύρω από το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών οξύνονται οι ενδοαστικές κόντρες, τα ερωτήματα και οι «αβεβαιότητες» ως προς τις πηγές άντλησης «φρέσκων» κεφαλαίων, για το κατά πόσο θα απαιτηθεί νέα στήριξη της Ευρωζώνης, αν θα μετάσχουν και ιδιώτες «επενδυτές», οι σημερινοί μεγαλομέτοχοι ή και νέοι «παίχτες» που ενδεχομένως να αναλάβουν ρόλο στη διαχείριση των εγχώριων τραπεζών, και μέσω αυτών στις γενικότερες εξελίξεις και τις αναδιαρθρώσεις σε κλάδους της οικονομίας.
Δίνοντας μια πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει, το ΔΝΤ εγείρει θέμα νέας ανακεφαλαιοποίησης μετά το 2018, προτείνοντας τη δημιουργία «κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας», ύψους 10 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, καθησυχάζει ότι οι «αβεβαιότητες» θα αρθούν εντός του τρέχοντος «προγράμματος» και αναγγέλλει επίσπευση των διαγνωστικών ελέγχων.
Να σημειωθεί ότι σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης με «ίδια μέσα», πρώτος «κρίκος» είναι η συμμετοχή των ιδιωτικών κεφαλαίων. Αν δεν καλυφθούν οι «κεφαλαιακές ανάγκες», προβλέπεται για τη συνέχεια το «κούρεμα» καταθέσεων και ομολόγων από ένα ύψος και πάνω και ως τελικό βήμα η ενεργοποίηση των κρατικών πακέτων διάσωσης.
Θυμίζουμε ότι την περίοδο 2012 - 2015 έγιναν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών, συνολικού ύψους 51,7 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 32 δισ. ευρώ καλύφθηκαν μέσω των δανείων - και από τα τρία μνημόνια - που χορηγήθηκαν προς το ελληνικό κράτος από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, ενώ τα υπόλοιπα (19,7 δισ. ευρώ) προήλθαν από ιδιώτες επενδυτές.
Στο όνομα της βιωσιμότητας των τραπεζών, στήνεται ήδη ο εκβιασμός στο λαό να αποδεχτεί παραπέρα χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της λαϊκής κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, ενώ και στο παρελθόν η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης συνοδευόταν πάντα από νέα αντιλαϊκά μέτρα. Απ' αυτήν τη σκοπιά, οι «καμπάνες» που χτυπάνε αφορούν προπάντων το λαό, που πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να απαντήσει οργανωμένα.
Τα αστικά επιτελεία δεν κρύβουν λόγια. Η ανησυχία τους είναι αν θα καταφέρει το εγχώριο τραπεζικό σύστημα να παίξει με επάρκεια το ρόλο του σε ό,τι αφορά τη διοχέτευση κεφαλαίων σε επιχειρηματικούς ομίλους, για τη στήριξη επενδύσεων που θα οδηγήσουν σε νέο κύκλο συσσώρευσης. Αν δηλαδή οι τράπεζες θα διαθέτουν κεφαλαιακή επάρκεια για να στηρίξουν με αποτελεσματικότητα το στόχο της καπιταλιστικής ανάκαμψης.
Μάλιστα, όπως επισημαίνεται σε έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, «δεν υπάρχουν περιθώρια εφησυχασμού», καθώς «το εγχώριο χρηματοπιστωτικό σύστημα παραμένει ευάλωτο σε μακροοικονομικές και χρηματοπιστωτικές διαταραχές»...
Ανασταλτικός παράγοντας για την ανάκαμψη του τραπεζικού συστήματος είναι, μεταξύ άλλων, η υπερέκθεση στα «κόκκινα» δάνεια, η διαχείριση των οποίων αποκτά επείγοντα χαρακτήρα για το κεφάλαιο. Αυτό μαρτυρούν οι νόμοι για τη διευθέτηση των επιχειρηματικών δανείων, αλλά και η συζήτηση για χαλάρωση της νομοθεσίας που αφορά στους πλειστηριασμούς κατοικιών και στην πώληση στεγαστικών και άλλων δανείων σε μεγάλα «funds».
Σε κάθε περίπτωση, η αποτελεσματική διαχείριση των «κόκκινων» δανείων θα αποτελέσει σημείο αιχμής των επόμενων κύκλων «αξιολόγησης» και των παζαριών με το κουαρτέτο, καθώς σχετίζεται άμεσα με τις αναδιαρθρώσεις σε κλάδους της οικονομίας, με την απαλλαγή των τραπεζών από τα «βαρίδια» (επιχειρήσεις «ζόμπι», που δεν εξυπηρετούν τα δάνεια και δεν έχουν προοπτική επιβίωσης), ώστε μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα της χρηματοδότησης να διοχετεύεται προς ισχυρούς και «βιώσιμους» επιχειρηματικούς ομίλους.
Οπως και πριν, έτσι και τώρα, γύρω από το ζήτημα της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών οξύνονται οι ενδοαστικές κόντρες, τα ερωτήματα και οι «αβεβαιότητες» ως προς τις πηγές άντλησης «φρέσκων» κεφαλαίων, για το κατά πόσο θα απαιτηθεί νέα στήριξη της Ευρωζώνης, αν θα μετάσχουν και ιδιώτες «επενδυτές», οι σημερινοί μεγαλομέτοχοι ή και νέοι «παίχτες» που ενδεχομένως να αναλάβουν ρόλο στη διαχείριση των εγχώριων τραπεζών, και μέσω αυτών στις γενικότερες εξελίξεις και τις αναδιαρθρώσεις σε κλάδους της οικονομίας.
Δίνοντας μια πρόγευση για το τι θα ακολουθήσει, το ΔΝΤ εγείρει θέμα νέας ανακεφαλαιοποίησης μετά το 2018, προτείνοντας τη δημιουργία «κεφαλαιακού αποθέματος ασφαλείας», ύψους 10 δισ. ευρώ. Στον αντίποδα, ο επικεφαλής της ΕΚΤ, Μ. Ντράγκι, καθησυχάζει ότι οι «αβεβαιότητες» θα αρθούν εντός του τρέχοντος «προγράμματος» και αναγγέλλει επίσπευση των διαγνωστικών ελέγχων.
Να σημειωθεί ότι σε περίπτωση ανακεφαλαιοποίησης με «ίδια μέσα», πρώτος «κρίκος» είναι η συμμετοχή των ιδιωτικών κεφαλαίων. Αν δεν καλυφθούν οι «κεφαλαιακές ανάγκες», προβλέπεται για τη συνέχεια το «κούρεμα» καταθέσεων και ομολόγων από ένα ύψος και πάνω και ως τελικό βήμα η ενεργοποίηση των κρατικών πακέτων διάσωσης.
Θυμίζουμε ότι την περίοδο 2012 - 2015 έγιναν τρεις ανακεφαλαιοποιήσεις των ελληνικών τραπεζών, συνολικού ύψους 51,7 δισ. ευρώ. Από αυτά, τα 32 δισ. ευρώ καλύφθηκαν μέσω των δανείων - και από τα τρία μνημόνια - που χορηγήθηκαν προς το ελληνικό κράτος από την Ευρωζώνη και το ΔΝΤ, ενώ τα υπόλοιπα (19,7 δισ. ευρώ) προήλθαν από ιδιώτες επενδυτές.
Στο όνομα της βιωσιμότητας των τραπεζών, στήνεται ήδη ο εκβιασμός στο λαό να αποδεχτεί παραπέρα χαλάρωση της νομοθεσίας για την προστασία της λαϊκής κατοικίας από τους πλειστηριασμούς, ενώ και στο παρελθόν η διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης συνοδευόταν πάντα από νέα αντιλαϊκά μέτρα. Απ' αυτήν τη σκοπιά, οι «καμπάνες» που χτυπάνε αφορούν προπάντων το λαό, που πρέπει να πάρει τα μέτρα του και να απαντήσει οργανωμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου