Το «μέλι» που έσταζε ο Γ. Ντάισελμπλουμ την περασμένη Κυριακή (στη συνέντευξή του στην «Καθημερινή») για την κυβέρνηση και οι «ταπεινές» επιθυμίες του επικεφαλής του Γιούρογκρουπ, όλα τα αστικά κόμματα να επιδείξουν «πνεύμα συνεργασίας» με βάση τη στρατηγική τους σύμπλευση στους στόχους του κεφαλαίου, δεν δείχνουν μόνο την ικανοποίηση των ιμπεριαλιστικών θεσμών και του κεφαλαίου για τη «βρώμικη δουλειά» που υλοποιεί με επιτυχία η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ.
Φέρνουν ταυτόχρονα στην επιφάνεια και ορισμένες από τις αντιφάσεις και τα «διλήμματα» που αφορούν το αστικό πολιτικό σύστημα και την προσπάθεια αναμόρφωσής του, αντιφάσεις και διλήμματα που όλο και πιο συχνά εμφανίζονται σε αναλύσεις και «προτροπές» αστικών επιτελείων, βρίσκουν την έκφρασή τους σε διεργασίες που «τρέχουν» σε όλο το αστικό πολιτικό φάσμα, δουλεύονται και αποκρυσταλλώνονται λίγο - λίγο σε «σχήματα» και «δίπολα» εγκλωβισμού του λαού.
Προβληματισμοί και σχέδια που ως «νήμα» συνδέουν τις διεργασίες που «τρέχουν» - αν και με διαφορετική ένταση - σε όλο το φάσμα του αστικού πολιτικού συστήματος: Από τη συζήτηση στον ΣΥΡΙΖΑ για τις «συμμαχίες της επόμενης μέρας» έως τις διεργασίες για τη διαμόρφωση του ενιαίου φορέα της «κεντροαριστεράς» και το «στίγμα» του, και από την αντιπολιτευτική «αμηχανία» της ΝΔ έως την κινητικότητα και τις «προσαρμογές» στο λεγόμενο «εθνικιστικό» χώρο, τους διάφορους «πολιτικούς φορείς» που ξεφυτρώνουν και δηλώνουν έτοιμοι να «μεσολαβήσουν» ή να «εκπροσωπήσουν» τα νέα αφηγήματα και τις νέες ανάγκες της αστικής τάξης.
Με κεντρικό πάντα άξονα το ζήτημα της πολιτικής «σταθερότητας», τη διασφάλιση δηλαδή της ικανότητας του αστικού πολιτικού προσωπικού να στοιχίζει τα εργατικά - λαϊκά στρώματα στους κάθε φορά στόχους του κεφαλαίου, στο κατώφλι ενός νέου γύρου καπιταλιστικής συσσώρευσης, με ό,τι αυτό φέρνει σε επίπεδο αντιπαραθέσεων τμημάτων της αστικής τάξης, αλλά και σε επίπεδο συζήτησης για το ποια εκδοχή της αστικής πολιτικής μπορεί καλύτερα να θωρακίσει τα συνολικότερα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Προσπάθεια που, με τη σειρά της, κινείται ως «εκκρεμές» ανάμεσα στην ανάγκη για στήριξη της κυβέρνησης και αποφασιστική έκφραση της στρατηγικής σύμπλευσης όλων των αστικών κομμάτων στα βασικά ζητούμενα του κεφαλαίου και στην ανάγκη να αξιοποιούνται οι υπαρκτές διαφοροποιήσεις των αστικών κομμάτων ή να διαμορφώνονται και επίπλαστες, για να προετοιμάζονται οι «διάδοχες καταστάσεις» της αστικής διαχείρισης.
«Προσαρμογή στην πραγματικότητα»
Η «υποδοχή» των δηλώσεων Ντάισελμπλουμ επιβεβαιώνει έως ένα βαθμό την πραγματικότητα αυτή.Ο Αθ. Ελλις έγραφε την περασμένη Τρίτη στην «Καθημερινή» για τα συγχαρητήρια αυτά, ότι «δείχνουν ότι η αντιμετώπιση του Αλ. Τσίπρα από τη διεθνή κοινότητα είναι υποστηρικτική. Δεν έχει καμία σχέση με το 2015. Ολοι τον στηρίζουν, σε βαθμό ενοχλητικό για την αντιπολίτευση, τόσο τη ΝΔ όσο και την Κεντροαριστερά. Η άλλη όψη του νομίσματος είναι ότι ο πρωθυπουργός δεν έχει πλέον δικαιολογίες».
Ο ΣΥΡΙΖΑ, βέβαια, όχι μόνο δεν ψάχνει δικαιολογίες, αλλά αντιθέτως αξιοποιεί τη στήριξη του κεφαλαίου για να επιτεθεί στη ΝΔ και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, καλώντας τα ουσιαστικά να προσαρμόσουν το «παιχνίδι» της ψευτοαντιπαράθεσης στα «σύγχρονα δεδομένα», να σταματήσουν να κάνουν κριτική σε... άλλο κόμμα όπως έλεγε στη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός, δίνοντας το στίγμα της (από καιρό) μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ στη βασική δύναμη της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα.
Χαρακτηριστικά, στην «Αυγή» γράφτηκε μέσα στη βδομάδα πως «θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν από μια άποψη τραγικό, το αδιέξοδο του τρίτου προσώπου (σ.σ. εννοεί τον Κυρ. Μητσοτάκη). Το οποίο δυσφημίζει συνεχώς με μαύρα παραμύθια την ίδια του τη χώρα, όταν (...) άνθρωποι, φορείς και παράγοντες υπεράνω υποψίας του λένε, και του ξαναλένε, εμμέσως, ή κατά πρόσωπο, να κόψει τις μπούρδες και να προσαρμοστεί, τουλάχιστον, στην πραγματικότητα».
Και η πραγματικότητα δεν είναι άλλη απ' το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κλέβει την μπουκιά απ' το στόμα της ΝΔ, υλοποιεί και επαυξάνει τη στρατηγική του κεφαλαίου που και η ΝΔ στηρίζει. Κι ως εκ τούτου, σπρώχνει τη ΝΔ να αναζητήσει «πειστικότερα» αφηγήματα για να πάρει το χρίσμα του κεφαλαίου, απ' ό,τι τα επιχειρήματα περί «κυβέρνησης που δεν πιστεύει στις αναδιαρθρώσεις» που κατά τ' άλλα υλοποιεί κ.ο.κ., μετατοπίζοντας όλο και προς το αντιδραστικότερο τη δικομματική αντιπαράθεση.
Δεν είναι τυχαίες οι όλο και πιο συχνές επισημάνσεις αστικών επιτελείων προς τη ΝΔ, ότι δεν αρκεί η λογική του «ώριμου φρούτου» και η προσμονή της κυβερνητικής φθοράς, ότι πρέπει να μπουν στην άκρη το μονότονο αίτημα για εκλογές, οι όλο και πιο ανοιχτές αμφιβολίες για το κατά πόσο μπορεί να παίξει ρόλο αντίπαλου «πόλου» στον ΣΥΡΙΖΑ, όπως και οι προβληματισμοί για το αν μια σειρά τοποθετήσεις της, που κατά τ' άλλα υπηρετούν ανάγκες του κεφαλαίου (και υλοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ), π.χ. σε σχέση με την «απελευθέρωση» κλάδων, τις προσαρμογές στο αστικό κράτος κ.τ.λ., «διαρρηγνύουν» τις συμμαχίες της με «κοινωνικές κατηγορίες», υπονομεύοντας τη δυνατότητά της να εγκλωβίζει λαϊκά στρώματα.
Και βέβαια οι «προβληματισμοί», όπως ο πρόσφατος που καταγράφεται στο εβδομαδιαίο δελτίο του ΣΕΒ, για το αν οι αλλαγές στο «μείγμα» της δημοσιονομικής πολιτικής που προτείνει (με βασική τη μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου κ.τ.λ.) είναι «συμβατές» με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει η εγχώρια αστική τάξη στο πλαίσιο της δεύτερης «αξιολόγησης», από πού θα βρεθούν τα εξίσου αντιλαϊκά «αντίβαρα» κ.ο.κ.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, δεν περνάει απαρατήρητο ότι η ΝΔ ανακοίνωσε για το επόμενο διάστημα «προσυνέδρια», με θεματολογία γύρω από μια σειρά ζητήματα (οικονομία, «επενδύσεις», Μεταναστευτικό κ.ο.κ.), με σκοπό την «εξειδίκευση» των θέσεών της και την προσπάθεια ανάδειξης των όποιων διαφορών απ' όσα υλοποιεί και η κυβέρνηση, «απαντώντας» στα αντίστοιχα «αναπτυξιακά συνέδρια» που στήνει και επιχειρώντας κι εκείνη να «φρεσκάρει» δεσμούς με τμήματα επιχειρηματιών, τοπικών παραγόντων κ.ο.κ.
Δεν είναι, εξάλλου, τυχαίο ότι τις δυσκολίες και τις αντιφάσεις αυτές προσπαθεί να αναδείξει και ο ΣΥΡΙΖΑ με τις παρεμβάσεις του, μιλώντας για «στρατηγικό αδιέξοδο» και «αμηχανία» της ΝΔ, που την οδηγεί όλο και πιο πολύ σε «ακραία αντιπολιτευτική κριτική για ήσσονος σημασίας ζητήματα», που υποτίθεται υπονομεύουν την προσπάθεια ανάκαμψης του κεφαλαίου.
Ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές, για «άλματα»
Επιπλέον,
ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιστρέφοντας την κριτική της ΝΔ περί «διχασμένης
προσωπικότητας», π.χ. σε σχέση με τις επενδύσεις, την κατηγορεί ότι τα
αδιέξοδά της βγάζουν στην επιφάνεια τη «διπλή προσωπικότητά» της, που
προσπαθεί να συγκεράσει στις γραμμές της μια «νεοφιλελεύθερη» και μια
«ακροδεξιά» γραμμή, ενώ αξιοποιώντας τη στάση της σε μια σειρά ζητήματα
(π.χ. αντικομμουνισμός, δηλώσεις περί «φυσικών» κοινωνικών ανισοτήτων
κ.ο.κ.) και υπερβάλλοντας σε άλλα, μιλάει για μια όλο και πιο
«ακροδεξιά» μετάλλαξή της.Το «σχήμα» αυτό είναι βολικό από πολλές απόψεις.
Απευθυνόμενο στο λαό, αξιοποιείται ώστε να κρύβεται η σύμπλευση των αστικών κομμάτων στη στρατηγική του κεφαλαίου και εντάσσεται στη γνωστή επιχείρηση στράτευσής του στους στόχους του, καλώντας τον να διαλέξει ανάμεσα στην υποτιθέμενη «δίκαιη» ανάπτυξη, των «υγιών επιχειρηματιών» και της καπιταλιστικής κερδοφορίας, «με σεβασμό στους κανόνες», του ΣΥΡΙΖΑ και το «παλιό», «διεφθαρμένο» και «κοινωνικά ανάλγητο» μοντέλο ανάπτυξης που προτείνει η ΝΔ.
Σε σχέση με το υπόλοιπο αστικό πολιτικό σύστημα, αξιοποιείται για την παρέμβαση στις διεργασίες της υπόλοιπης σοσιαλδημοκρατίας. Εκεί όπου στο επίκεντρο των διεργασιών για τη διαμόρφωση του «νέου φορέα» της «κεντροαριστεράς» μπαίνει το ζήτημα του «στίγματος» και των μετεκλογικών συνεργασιών, για τη διαμόρφωση σταθερών αστικών κυβερνήσεων της επόμενης μέρας και με δεδομένη βέβαια την ταύτιση όλων με τους στρατηγικούς στόχους του κεφαλαίου.
Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ καλεί τις δυνάμεις αυτές να παραδειγματιστούν π.χ. από την πρόσφατη εκλογική ήττα του «αδερφού» SPD και να συμπαραταχθούν με αυτόν, κόβοντας τους δεσμούς με τη ΝΔ.
Αξίζει δε να καταγραφεί και η στάση του Γ. Ραγκούση, που σε αντίθεση με τους υπόλοιπους συνυποψήφιους του για το «νέο φορέα» της «κεντροαριστεράς», που σε αυτήν τη φάση δηλώνουν ότι ο νέος φορέας «δεν ετεροπροσδιορίζεται» αφήνοντας ουσιαστικά όλες τις πόρτες ανοιχτές ανάλογα με τις ανάγκες του αστικού συστήματος, τους καλεί να πάρουν σαφείς αποστάσεις από μια ενδεχόμενη κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ.
Χαρακτηριστικά των σχεδιασμών για την «επόμενη μέρα», αλλά και το πώς αυτοί αλληλεπιδρούν με τις εξελίξεις στο πεδίο της οικονομίας όπως και τις συνολικότερες διεργασίες σε επίπεδο ΕΕ, είναι και τα όσα έγραφε το «Βήμα» την περασμένη Κυριακή επικαλούμενο «κυβερνητικούς κύκλους»: «(...) Αν όντως έχει ευοδωθεί έως τότε η προσπάθεια εξόδου από την κρίση, θα ισοδυναμεί με δυστύχημα ενδεχόμενη διολίσθηση σε νέα κρίση εξαιτίας πολιτικής περιπλοκής και ακυβερνησίας. Γι' αυτό, (...) είναι κρίσιμο να χτιστούν έγκαιρα νέες πολιτικές συμμαχίες. (...) Και επειδή επίσης θεωρούν ότι οι ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου έχουν εξαντληθεί, ή καλύτερα δεν ταιριάζουν ως σύμμαχοι στην επόμενη φάση (...) πρέπει να αναζητηθούν σύμμαχοι στην πιο συγγενή ζώνη της ευρύτερης Κεντροαριστεράς.
(...) Ο κύκλος του οικονομικού επιτελείου εκτιμά ότι οι νέες διαχωριστικές γραμμές θα διαμορφωθούν στην Ευρώπη κατά τη διαδικασία εμβάθυνσης της ενοποίησης που θα ακολουθήσει. Εκεί θα διαμορφωθούν και μέσω των ευρωπαϊκών πολιτικών συγκρούσεων θα έλθουν και εδώ. Επισημαίνουν μάλιστα ότι ήδη η ευρωπαϊκή Σοσιαλδημοκρατία βρίσκεται σε αναζήτηση μεγάλη, η οποία αναμένεται να ενισχυθεί μετά και την ιστορικών διαστάσεων ήττα του SPD. Ουσιαστικά προτρέπουν τον κ. Τσίπρα να επιχειρήσει άλματα προς αυτήν την κατεύθυνση και να συντονιστεί με τις συγγενείς ευρωπαϊκές δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας. (...) Η αλήθεια είναι βεβαίως ότι το πολωτικό κλίμα που επικρατεί στην Ελλάδα δεν ευνοεί επί του παρόντος τέτοιες προσεγγίσεις».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου