28 Μαΐ 2018

ΤΑ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ 17ης ΙΟΥΝΗ 1953


Η 17η Ιούνη 1953 έχει προξενήσει στο παρελθόν το ερευνητικό ενδιαφέρον ολόκληρων γενιών ιστορικών και συγγραφέων (ακόμα και μυθιστοριογράφων) και συνεχίζει να το κάνει σε σημαντική έκταση το 1993, έτος που αποτελεί και την 40ή επέτειο των γεγονότων. Στο πλαίσιο του άρθρου αυτού θα περιοριστώ σε ορισμένες πλευρές του υπόβαθρου αυτού του πολύ σημαντικού γεγονότος και κυρίως στις συνέπειες της σοβιετικής επίδρασης στην οικονομική και πολιτική ανάπτυξη της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ).
Ταυτόχρονα, με απασχολεί ποια θέση κατέχει η 17η Ιούνη του ’53, όχι μόνο στην ιστορία της ΓΛΔ, αλλά και στην ιστορία του κρατικά συγκροτημένου σοσιαλισμού στην Ευρώπη. Για πολύ καιρό μπορούσαμε να προσεγγίζουμε τη 17η Ιούνη ως μια διαχειριστική αστοχία η οποία, παρόλο που είχε οδυνηρές συνέπειες, δεν έπρεπε να υπερτιμηθεί, αφού δε διατάραξε την πορεία προς τη σωστή κατεύθυνση, παρά τις περιστασιακές παλινδρομήσεις. Τώρα που γνωρίζουμε όχι μόνο την αρχή, αλλά και το συντριπτικό τέλος αυτής της διαδρομής του πρώτου κύματος της σοσιαλιστικής επανάστασης στην Ευρώπη, προκύπτει πιεστικά το ερώτημα αν σ’ αυτήν τη «διαχειριστική αστοχία» αντανακλούνταν ήδη στοιχεία και παράγοντες οι οποίοι, αν παρέμεναν σε ισχύ, θα οδηγούσαν αναγκαστικά σε περαιτέρω –όλο και πιο απειλητικές– «διαχειριστικές αστοχίες» και τελικά στο οριστικό τέλος.
Υπάρχει διάχυτη ομοφωνία ότι πράγματι έτσι είχαν τα πράγματα. Ωστόσο, εντελώς διαφορετικές είναι (και αυτό θα επιβεβαιωθεί από την απήχηση που θα έχει το συγκεκριμένο άρθρο) οι απαντήσεις στο ερώτημα ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά τα στοιχεία και οι παράγοντες.
Μετά από τη λεγόμενη «στροφή»1 η οποία αποτελούσε αντεπανάσταση, ενδεχομένως όχι με κριτήριο τις προθέσεις των πρωταγωνιστών του κινήματος πολιτών2, αλλά με κριτήριο το κοινωνικοοικονομικό της περιεχόμενο, μπορούσε κανείς να διαβάζει σε άρθρα ιστορικών της πρώην ΓΛΔ ότι η 17η Ιούνη 1953 ήταν «προδιαγεγραμμένη» από τον Ιούλη του 1952, όταν έλαβε χώρα η 2η Συνδιάσκεψη του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Γερμανίας (ΕΣΚΓ)3.
Γι’ αυτό θεωρώ απαραίτητο για την κατανόηση της πορείας των εξελίξεων προς τη 17η Ιούνη να ξεκινήσω από την ανάδειξη της σημασίας των αποφάσεων της 2ης Συνδιάσκεψης του ΕΣΚΓ για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού.4

Ι. Η 2η ΣΥΝΔΙΑΣΚΕΨΗ ΤΟΥ ΕΣΚΓ ΤΟΝ ΙΟΥΛΗ ΤΟΥ 1952 ΚΑΙ Η 17η ΙΟΥΝΗ 1953

 Στη συζήτηση για τη 17η Ιούνη που εξελίσσεται μετά από τη «στροφή», δεν παρουσιάστηκε μόνο η θέση ότι αυτή ήταν ήδη προδιαγεγραμμένη από την απόφαση της μετάβασης στην οικοδόμηση των βάσεων του σοσιαλισμού. Με επιμονή υποστηρίχτηκε και μια δεύτερη θέση, σύμφωνα με την οποία αυτή η απόφαση πάρθηκε από την ηγεσία της ΓΛΔ και του ΕΣΚΓ αποκλειστικά με δική τους πρωτοβουλία, αγνοώντας μάλιστα μια «διαταγή από τη Μόσχα».5
Και οι δύο θέσεις, παρμένες μαζί, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι τα «πνευματικά δικαιώματα» και η ευθύνη για τη 17η Ιούνη ανήκουν στην ηγεσία των ΓΛΔ/ΕΣΚΓ.
Ωστόσο, μια τέτοια αντίληψη της Ιστορίας θ’ αποτελούσε μια αλλόκοτη, παραμορφωμένη εικόνα της πραγματικότητας. Καμία από τις παραπάνω δύο θέσεις δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά γεγονότα.
Η θέση της Βιλφρίντε Ότο σχετικά με την απόφαση που πήρε δήθεν «από μόνη της» η ηγεσία του ΕΣΚΓ, αναιρείται εντελώς από άλλες θέσεις.6 Τουλάχιστον από τότε που γινόταν η μεγάλη συζήτηση για το βιβλίο του Ευγένιου Βάργκα (Eugen Varga) «Οι αλλαγές στην καπιταλιστική οικονομία ως συνέπεια του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου»7, κυριαρχούσε στις ηγεσίες των Κομμουνιστικών Κομμάτων της Ανατολικής Ευρώπης ομοφωνία σχετικά με το ότι η Λαϊκή Δημοκρατία αποτελούσε ένα νέο δρόμο για το πέρασμα από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Πλήρης ομοφωνία κυριαρχούσε μεταξύ της ηγεσίας του ΚΚΣΕ και του ΕΣΚΓ και σχετικά με το ότι το πέρασμα στο σοσιαλισμό στη ΓΛΔ δε θα μπορούσε να προχωρήσει με τον ίδιο ρυθμό όπως στις χώρες των Λαϊκών Δημοκρατιών (σ’ αυτές έγινε το 1947-1948) προκειμένου να μην μπει κανένα εμπόδιο στη λύση του επιτακτικού καθήκοντος, δηλαδή την επίτευξη της ενότητας της Γερμανίας.
Ταυτόχρονα όμως επικρατούσε ομοφωνία και σχετικά με το ότι στην περίπτωση που θα προωθούνταν και θα βάθαινε η διαίρεση της χώρας από τις δυτικές δυνάμεις και τους Δυτικογερμανούς προστατευόμενούς τους, δε θα μπορούσε να διατηρηθεί τεχνητά για πάντα στη ΓΛΔ η αντιφασιστική-δημοκρατική τάξη πραγμάτων, αφού από αυτή θα μπορούσε να προκύψει είτε μια επιστροφή στον καπιταλισμό είτε ένα βήμα μπροστά στο σοσιαλισμό. Αυτήν την εσωτερική αναγκαιότητα που ισχύει εδώ την περιέγραψε ο αντιπρόσωπος του Κομμουνιστικού Κόμματος της Γιουγκοσλαβίας Έντουαρντ Καρντέλ στην Ιδρυτική Συνδιάσκεψη του Γραφείου Πληροφοριών των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, το Σεπτέμβρη του 1947, με τα εξής λόγια: «Δεν μπορεί να διατηρηθεί για πολύ μια κατάσταση, κατά την οποία η εργατική τάξη σε συμμαχία με τις υπόλοιπες εργαζόμενες μάζες θα έχει στα χέρια της την εξουσία, ενώ οι καθοριστικές οικονομικές πηγές θα βρίσκονται στα χέρια της αστικής τάξης. Από αυτό γίνεται καθαρό ότι από μόνη της μια κυβέρνηση, η οποία αντιπροσωπεύει τη συμμαχία του εργαζόμενου λαού υπό την καθοδήγηση της εργατικής τάξης, δεν μπορεί να περιοριστεί στην εξάλειψη των διάφορων υπολειμμάτων … των καπιταλιστικών μονοπωλίων και πρέπει να βάλει αποφασιστικά πλώρη για την κατάργηση του καπιταλισμού στη Γιουγκοσλαβία, δηλαδή για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού»8.
Υπήρχε λοιπόν πλήρης συμφωνία ανάμεσα στη Μόσχα και το ΕΣΚΓ στο ότι υπήρχαν δύο εναλλακτικές: Είτε αποκατάσταση μέσα σ’ ένα εύλογο χρονικό διάστημα, μιας ενιαίας, δημοκρατικής, ουδέτερης Γερμανίας είτε το πέρασμα κάποια στιγμή και της Σοβιετικής Ζώνης Κατοχής (ΣΖΚ)-ΓΛΔ στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Και γι’ αυτήν τη δεύτερη περίπτωση έπρεπε να υπάρχει από πριν πρόνοια για τη δημιουργία των πιο ευνοϊκών συνθηκών. Σ’ αυτό βοηθούσε μεταξύ άλλων και η προσπάθεια της Σοβιετικής Ένωσης να εξωθήσει τις δυτικές δυνάμεις από το Δυτικό Βερολίνο, όταν, με τη διάλυση του Συμμαχικού Συμβουλίου Ελέγχου9 το Μάρτη του 1948, δεν υπήρχε πλέον η νομική βάση που να δικαιολογεί την παρουσία τους εκεί. Ο περιβόητος «αποκλεισμός» του Δυτικού Βερολίνου10 σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να θεωρηθεί μόνο ως αγώνας για την εξουσία ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις δυτικές δυνάμεις. Όπως ξεκάθαρα έδειξαν οι περαιτέρω εξελίξεις, προτεραιότητα της ΓΛΔ ήταν πάνω απ’ όλα η απομάκρυνση της υπονομευτικής εστίας που βρισκόταν στην καρδιά της ΓΛΔ.
Ήταν επιβεβλημένο από τις ίδιες τις συνθήκες για τη Σοβιετική Ένωση ν’ ασκήσει μια πολιτική στη Γερμανία η οποία άφηνε χώρο και στα     δύο ενδεχόμενα και δεν έθετε κανένα ανυπέρβλητο εμπόδιο. (Το να στιγματίζεις αυτό το γεγονός ως «δίπορτη πολιτική» και ως «παιχνίδι πόκερ του Στάλιν με τη ΓΛΔ» και να το τοποθετείς στη ζώνη του λυκόφωτος της ηθικής δε δείχνει, κατά τη γνώμη μου, σε καμία περίπτωση βαθιά γνώση της τότε κατάστασης).
Το γνωστό και πολυσυζητημένο σημείωμα του Στάλιν της 10ης Μάρτη 195211 προς τις τρεις δυτικές δυνάμεις, με την πρότασή του για τη δημιουργία μιας ενιαίας, δημοκρατικής και ουδέτερης Γερμανίας, ελεύθερης από στρατεύματα κατοχής, ικανοποιούσε ακριβώς αυτήν την αναγκαιότητα.
Απ’ τη μια πλευρά πρόσφερε τη μεγαλύτερη βοήθεια από τα έξω για όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας οι οποίες είχαν ως στόχο το ξεπέρασμα της διαίρεσης της χώρας. Απ’ την άλλη μεριά, ανάγκασε όλους τους εσωτερικούς κι εξωτερικούς εχθρούς της ενότητας της Γερμανίας ν’ ανοίξουν τα χαρτιά τους και ν’ αναλάβουν ενώπιον του γερμανικού λαού και της Ιστορίας την ευθύνη για τη διατήρηση κι εμβάθυνση της διάσπασης της Γερμανίας.
Με την απόρριψη της σοβιετικής πρότασης, με τη σύναψη της Συμφωνίας για τη Γερμανία (Deutschlandvertrag)12 (26 Μάη 1952), με το σύμφωνο για τη δημιουργία της «Ευρωπαϊκής Αμυντικής Κοινότητας» (ΕΑΚ)13 και με τη συμμετοχή της ΟΔΓ στη δυτική στρατιωτική συμμαχία (27 Μάη 1952), οι δυτικές δυνάμεις δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμφιβολίας για το ποιος είναι αυτός που απορρίπτει την ευκαιρία για υπερνίκηση της διαίρεσης και αντ’ αυτού την βαθαίνει μέχρι του σημείου να γίνει μόνιμη. Έτσι όμως ξεκαθάρισαν ιστορικά –πιεσμένοι από το σοβιετικό σημείωμα– ότι η απόφαση που πήρε μετά από δύο μήνες η ηγεσία της ΓΛΔ για το πέρασμα στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν ήταν αιτία, αλλά αναπόφευκτη συνέπεια της εμβάθυνσης της διαίρεσης της Γερμανίας, που είχαν επιφέρει εσκεμμένα οι δυτικές δυνάμεις και οι δυτικογερμανοί σύμμαχοί τους.
Αναπόφευκτη, επειδή στο μεταξύ οι πολιτικές, αλλά πάνω απ’ όλα οι οικονομικές συνθήκες στη ΓΛΔ απαιτούσαν να δοθεί περισσότερος χώρος στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων στη βιομηχανία και κυρίως στη γεωργία. Αυτό στη γεωργία μπορούσε να συμβεί είτε με το να δινόταν η δυνατότητα σε κάποιο μεσαίο αγρότη να γίνει μεγαλοαγρότης είτε με το να τους συνένωναν όλους σε συνεταιρισμούς και μ’ αυτόν τον τρόπο να πετύχαιναν τη δημιουργία σύγχρονων μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων. Με άλλα λόγια, η εξέλιξη της αντιφασιστικής-δημοκρατικής τάξης πραγμάτων της ΓΛΔ είχε φτάσει σ’ ένα σημείο όπου έπρεπε να παρθεί η απόφαση αν θα δέχονταν την επιστροφή στην καπιταλιστική τάξη πραγμάτων ή αν θα προχωρούσαν στη διαμόρφωση των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η περαιτέρω αναβολή αυτής της απόφασης θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε στασιμότητα και σε σοβαρούς κλονισμούς.
Φυσικά, εδώ μπορούμε ν’ αντιτάξουμε το εξής: Η απόφαση για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν απέτρεψε αυτούς τους σοβαρούς κλονισμούς, ίσως μάλιστα να τους έφερε ακόμα πιο κοντά.
Όσο πολύ κι αν μια τέτοια ερμηνεία αντιστοιχεί στο «πλήρωμα του χρόνου», τόσο λίγο ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα.
Η εκρηκτική ύλη που είχε συσσωρευτεί μέχρι το δεύτερο μισό του 1952 στη ΓΛΔ κι εξερράγη στις 17 Ιούνη 1953 ήταν εντελώς διαφορετικής προέλευσης. Ένα μέρος της –αλλά σίγουρα όχι και το πλέον καθοριστικό– σχετίζεται με την αυξανόμενη αντίσταση των αντισοσιαλιστικών δυνάμεων στη ΓΛΔ, οι οποίες τότε (επτά μόνο χρόνια μετά από το τέλος της φασιστικής κυριαρχίας) ήταν φυσικά σχετικά δυνατές αριθμητικά και εν μέρει ακόμα οργανωμένες, αποτελώντας μια αξιόλογης ισχύος δύναμη ενάντια στην πορεία προς το σοσιαλισμό. Εν τούτοις, οι μεγαλύτερες δυσκολίες προέκυψαν από την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου από την πλευρά των δυτικών δυνάμεων, οι οποίες διακήρυξαν ανοιχτά το πέρασμα σε μια πολιτική ανατροπής των σοσιαλιστικών καθεστώτων, ενώ στην Κορέα πέρασαν ήδη στο θερμό πόλεμο.
Στις 27 Αυγούστου 1952, ο Τζον Φόστερ Ντάλες, τότε σύμβουλος Εξωτερικών Υποθέσεων του υποψήφιου Προέδρου Αϊζενχάουερ, είπε ανοιχτά σ’ ένα λόγο του στο Μπάφαλο ότι ο πομπός της «Φωνής της Αμερικής» θα έπρεπε ν’ αρχίσει να καλεί σε αντίσταση τον πληθυσμό «πίσω από το Σιδηρούν Παραπέτασμα»14. Λίγες μέρες αργότερα, στις 3 Σεπτέμβρη 1952, ο Πρόεδρος των ΗΠΑ Τρούμαν ανακοίνωσε σε μια ομιλία του ότι η μέχρι τότε πολιτική της «συγκράτησης» (Containment), της αποτροπής της περαιτέρω εξάπλωσης του σοσιαλισμού, θ’ αντικαθίστατο από την πολιτική της «απελευθέρωσης» των σοσιαλιστικών χωρών.15 Δεν έμεινε στα λόγια. Οι άνθρωποι εμπιστοσύνης των δυτικογερμανικών κομμάτων του μεγάλου κεφαλαίου –οι οποίοι εξακολοθούσαν να βρίσκονται σε διάφορες θέσεις, ακόμα και στην κυβέρνηση της ΓΛΔ– όπως για παράδειγμα ο υπουργός Εμπορίου κι Εφοδιασμού του Φιλελεύθερου-Δημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας Δρ. Χάμαν ή ο υπουργός Εξωτερικών της ΓΛΔ Γκέοργκ Ντέρτινγκερ (του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας), έκαναν –ο καθένας στον κλάδο του– όσο το δυνατόν περισσότερα για να σαμποτάρουν τη λειτουργία της οικονομίας και της πολιτικής της ΓΛΔ.16
Εχθρικές δραστηριότητες ανέπτυσσε με επιμέλεια και το διαβόητο Ανατολικό Γραφείο του SPD. Για το ρόλο του ανέφερε ενδεικτικά η εφημερίδα του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος Γερμανίας (SPD) «Neue Vorwärts» στις 23 Σεπτέμβρη 1952: «Στο Ανατολικό Γραφείο έχει αποδοθεί ένας ιδιαίτερος ρόλος στον αντιστασιακό αγώνα ενάντια στο κομμουνιστικό καθεστώς […] Μόνο όταν το κομμουνιστικό καθεστώς της σοβιετικής ζώνης […] μπορέσει να ανατραπεί μέσω άλλων πολιτικά δραστικών παραγόντων, μόνο τότε θ’ αποδειχτεί και θα επαληθευτεί η έκταση και η σημασία της παράνομης αντιστασιακής δουλειάς του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος στη σοβιετική ζώνη. Γι’ αυτήν τη μέρα δουλεύουμε συστηματικά»17.
Εκείνη την εποχή, στα Κομμουνιστικά Κόμματα υπήρχαν αυταπάτες για ένα «φιλειρηνικό» ιμπεριαλισμό, ο οποίος θα μπορούσε να βρίσκεται σε ειρηνική συνύπαρξη με το σοσιαλισμό, πράγμα που αποτελεί μια σπάνια εξαίρεση. Ο κανόνας είναι η μαρξιστική αντίληψη του αναπόφευκτου σκληρού ταξικού αγώνα ανάμεσα στα δύο ανταγωνιστικά συστήματα. Γι’ αυτό ήδη απ’ το πρώτο πεντάχρονο πλάνο (1951-1955) διαπιστώθηκε ότι οι δυσαναλογίες στην οικονομική δομή που προέκυψαν από τη διαίρεση της Γερμανίας έπρεπε να εξαλειφτούν όσο το δυνατό γρηγορότερα μέσα από την ιεραρχημένη ανάπτυξη εκείνων των βιομηχανικών κλάδων, οι οποίοι ήταν αναπτυγμένοι κυρίως στο δυτικό τμήμα της Γερμανίας, ενώ στη ΓΛΔ ήταν ακόμα υποανάπτυκτοι ή εντελώς ανύπαρκτοι, παρόλο που ήταν απαραίτητοι για τη διασφάλιση της οικονομικής ανεξαρτησίας.
Η έναρξη του εξοπλισμού της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η ένταξή της στο δυτικό συμμαχικό σύστημα, οι αναγγελίες πλέον για το πέρασμα από την πολιτική της συγκράτησης στην πολιτική της «απελευθέρωσης» απαιτούσαν ανάλογα αντίμετρα στις σοσιαλιστικές χώρες και στη ΓΛΔ. Για τη ΓΛΔ αυτό σήμαινε την αναγκαιότητα αλλαγής σχεδίων και την υιοθέτηση του πρόσθετου καθήκοντος της οικοδόμησης των δικών της αμυντικών δυνάμεων σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από την αναμενόμενη. Με δεδομένο ότι γι’ αυτό το καθήκον δεν ήταν διαθέσιμα ούτε επιπλέον υλικά, ούτε επιπλέον εργατικές δυνάμεις, ούτε επιπλέον χρηματικά μέσα, η επιδίωξη αυτού του καθήκοντος σήμαινε ότι θα έπρεπε να γίνουν περικοπές σε όλα τ’ άλλα συστατικά στοιχεία του οικονομικού πλάνου. Σε ποιες δυσκολίες περιερχόταν η οικονομία της ΓΛΔ με αυτόν τον τρόπο προκύπτει με παραστατικότητα από το σχέδιο μιας επιστολής της ΚΕ του ΕΣΚΓ προς την κυβέρνηση της ΕΣΣΔ το Γενάρη του 1953.18
Στο κεφάλαιο ΙΙΙ αυτής της επιστολής με τίτλο «Τα αποτελέσματα και η πείρα των πρώτων 2 χρόνων του πεντάχρονου πλάνου και του πλάνου για το 1953», συνοψίζονται σε πέντε σημεία οι δυσκολίες και τα προβλήματα της υλοποίησης του πλάνου. Το σημείο 1 αναφέρεται στις δυσαναλογίες που προέρχονται από τη διαίρεση της χώρας, το σημείο 2 στην επιτακτική ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό του μεταλλευτικού και άλλων βιομηχανικών κλάδων. Στο σημείο 3 αναφέρεται: «Εδώ πρόκειται για την ανάπτυξη των εθνικών Ένοπλων Δυνάμεων και τον εφοδιασμό τους με υλικό και εξοπλισμό, για τον οποίο εμείς δεν είμαστε προετοιμασμένοι. Στο πλάνο για το έτος 1953 δε συμπεριλαμβάνονται οι προϋποθέσεις που είναι απαραίτητες για να μπορέσουμε να φέρουμε σε πέρας την παραγωγή για την Άμυνα το έτος 1954».
Ως προς αυτό, δίνεται σε άλλο σημείο η εξής εξήγηση: «Ιδιαίτερα δυσχεράνθηκε η εκπλήρωση του πλάνου του 1952 από την έναρξη της δημιουργίας των εθνικών Ένοπλων Δυνάμεων, λόγω της οποίας έπρεπε να αφαιρεθούν από άλλες χρήσεις προϊόντα αξίας 500 εκ. μάρκων ΓΛΔ (εκτός των τροφίμων). Πρόκειται κυρίως για οικοδομικά υλικά, οικοδομικό χάλυβα, καλώδια, σωλήνες, υφάσματα, δερμάτινα παπούτσια κλπ.». Στο σημείο 4 αναφέρεται ότι «η εξασφάλιση της τροφοδοσίας του πληθυσμού μέσα από τη γρήγορα αυξανόμενη αγοραστική δύναμη και κατά συνέπεια τις ραγδαία αυξανόμενες απαιτήσεις δεν μπορούν να εξασφαλιστούν στο έπακρο». Στο σημείο 5 χαρακτηρίζονται ως νέα, πρόσθετα καθήκοντα που δε συμπεριλαμβάνονταν στο πλάνο για το έτος 1953 μεταξύ άλλων τα εξής: Η ανάπτυξη της αεροναυπηγικής βιομηχανίας και η ανάληψη στρατηγικών μέτρων στον τομέα των συγκοινωνιών.
Στο κεφάλαιο VIII που αναφέρεται στο εξωτερικό εμπόριο τονίζεται ότι «σημαντικές εισαγωγές (σ.μ. από τη Σοβιετική Ένωση) δεν έρχονται, γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διακινδύνευση της υλοποίησης του οικονομικού πλάνου». Από την άλλη μεριά, οι απαιτήσεις για αποδόσεις στη Σοβιετική Ένωση αυξήθηκαν σημαντικά σε σχέση με τους αριθμούς που είχαν οριστεί στο πλάνο. Συμπερασματικά αναφέρεται: «Από την προηγούμενη παρουσίαση είναι καθαρό ότι η οικονομική κατάσταση είναι σε κομβικά σημεία άκρως σοβαρή και τεταμένη».
Στο τέλος της επιστολής γινόταν η παράκληση προς την ηγεσία του ΚΚΣΕ να εξετάσει αν είναι δυνατή μια βοήθεια για τη λύση των σοβαρών προβλημάτων, αφενός μέσω της αύξησης των εισαγωγών προς τη ΓΛΔ εκείνων των επιτακτικά απαραίτητων υλικών που ήταν σε έλλειψη και αφετέρου μέσω της μείωσης των υποχρεώσεων της ΓΛΔ για αποζημιώσεις και εξαγωγές προς την ΕΣΣΔ.
Στις 20 Γενάρη 1953 το Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ επικύρωσε το σχέδιο του κρατικού προϋπολογισμού για το έτος 1953, καθώς και το σχέδιο του προγράμματος λιτότητας. Μέσα από περικοπές στις δαπάνες για τη διοίκηση, τον πολιτισμό, την ιατρική περίθαλψη, μέσα από την ανατίμηση διάφορων ειδών, την κατάργηση των εκπτώσεων στα εισιτήρια κλπ., συνολικά 33 μέτρα λιτότητας, έπρεπε να εξοικονομηθούν περίπου ενάμισι δισεκατομμύριο μάρκα.19
Η αιτία αυτών των προβλημάτων δε συνδεόταν με την απόφαση της 2ης κομματικής Συνδιάσκεψης, αλλά με την όξυνση του Ψυχρού Πολέμου από την πλευρά των δυτικών δυνάμεων και τις ανοιχτές απειλές τους ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες για διάλυσή τους.
Τέλος, ως επιπλέον πηγή «εκρηκτικής ύλης» πρέπει να ξεχωριστεί και η Σοβιετική Επιτροπή Ελέγχου (ΣΕΕ), η οποία συνέχιζε να λειτουργεί σαν ένα είδος υπερκυβέρνησης,20 παραδίδοντας υπομνήματα στην κυβέρνηση της ΓΛΔ για όσα ζητήματα της φαίνονταν σημαντικά. Στα υπομνήματα αυτά, τα οποία τις περισσότερες φορές ήταν καταρτισμένα στη βάση πολύ εμπεριστατωμένης μελέτης της κατάστασης, περιέχονταν συμβουλές για αναλυτικά επεξεργασμένα μέτρα προς διεκπεραίωση.

ΙΙ. Η ΣΕΕ ΚΑΙ Η ΕΦΑΡΜΟΓΗ ΤΩΝ ΣΥΣΤΑΣΕΩΝ ΤΗΣ

 Αν η Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση της Γερμανίας21 δούλευε στην εποχή της ως δύναμη κατοχής και ανώτατη κυβερνητική Αρχή μέσω διαταγών, οι οποίες όμως κατά κανόνα αποτελούσαν –καμουφλαρισμένες με τη μορφή των διαταγών– εξουσιοδοτήσεις των γερμανικών Αρχών στην προσπάθειά τους για το ξεπέρασμα της φασιστικής κληρονομιάς, για την οικονομική ανοικοδόμηση και για την εγκαθίδρυση της αντιφασιστικής-δημοκρατικής τάξης πραγμάτων, η ΣΕΕ δούλευε μέσω συστάσεων, των οποίων η τήρηση και η εφαρμογή απαιτούσε αντίστοιχους νόμους και διατάγματα που σε κάθε περίπτωση είχαν κατηγορηματικό χαρακτήρα.22
Τα υπομνήματα του δεύτερου μισού του 1952 και του πρώτου τριμήνου του 1953 ήταν κατά κανόνα αφιερωμένα στο ζήτημα: Από πού και πώς θα αποκτούσαν τα μέσα για το ξεπέρασμα των δυσχερειών στη χρηματοδότηση των επιπλέον δαπανών και στον εφοδιασμό με τρόφιμα. Όσο κι αν προσπαθούσαν τα στελέχη της ΣΕΕ να αποκτήσουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασης στη ΓΛΔ και να προτείνουν τα ανάλογα μέτρα, άλλο τόσο γίνεται κατανοητό από τα υπομνήματα ότι στα προτεινόμενα μέτρα βάρυνε αποφασιστικά η δική τους πείρα από την εποχή της εκβιομηχάνισης και της επίθεσης ενάντια στους κουλάκους στη Σοβιετική Ένωση. Προτάθηκε ένα αυστηρό καθεστώς λιτότητας σε όλους τους τομείς, καθώς επίσης και η δραστική είσπραξη των καθυστερημένων αποδόσεων τροφίμων και φόρων από τους υπονομευτές μεγαλοαγρότες.23 Για να κερδίσουν χρήματα για τα πρόσθετα καθήκοντα, δόθηκαν μεταξύ άλλων συστάσεις για ριζικές περικοπές σε κοινωνικές παροχές: Υπολογισμός της αναρρωτικής στην κανονική άδεια, περιορισμός του κύκλου εγκεκριμένων θεραπειών, ατομική συμμετοχή στο κόστος της θεραπείας, αφαίρεση του δικαιώματος των ιδιωτών γιατρών να γράφουν θεραπείες κ.ά.24
Ορισμένες από αυτές τις συστάσεις δεν υπολόγιζαν καθόλου ή υπολόγιζαν σε ανεπαρκή βαθμό τις ιδιαίτερες συνθήκες της Γερμανίας. Η υλοποίησή τους όξυνε ακόμα περισσότερο την αναπόφευκτη σκληρότητα του προγράμματος λιτότητας, και μάλιστα αυτό συνέβαινε στη διαιρεμένη Γερμανία με ανοιχτά σύνορα.
Η ηγεσία του ΕΣΚΓ και η κυβέρνηση ανταποκρίνονταν σ’ αυτές τις συστάσεις μόνο διστακτικά και υιοθετώντας μια πιο ήπια μορφή.25 Τα πιο καθοριστικά μέτρα εφαρμόστηκαν μόλις στα τέλη του 1952, ενώ τα χειρότερα ήρθαν λίγο αργότερα, το Μάρτη και τον Απρίλη του 1953. Μόνο ορισμένα παραδείγματα γι’ αυτά: Στην αναζήτηση συμπληρωματικών χρηματικών εσόδων αποφασίστηκε ότι ο κρατικός σιδηρόδρομος θα έπρεπε ν’ αποφέρει συμπληρωματικά έσοδα 50 εκ. μάρκων. Ως συνέπεια, το Δεκέμβρη του 1952 καταργήθηκε η έκπτωση στις τιμές των εισιτηρίων σε 8 κατηγορίες, τον Απρίλη του 1953 καταργήθηκε σε ορισμένες ακόμα, μεταξύ αυτών για τα Άτομα με Ειδικές Ανάγκες και τους βαριά αναπήρους, καθώς και το δικαίωμα χρήσης του ίδιου εισιτηρίου για την επιστροφή από την εργασία, που ίσχυε μέχρι τότε για τους εργάτες. Οι μόνες εκπτώσεις που παρέμειναν ήταν αυτές κατά 80% στις μηνιαίες κι εβδομαδιαίες κάρτες των εργατών και των μαθητών.26
Στις 9 Απρίλη 1953 αποκλείστηκε με διάταγμα από την παροχή εκπτωτικών δελτίων μια μεγάλη γκάμα του πληθυσμού. Δηλαδή αυτοί που θίγονταν από αυτό θα έπρεπε στο εξής ν’ αγοράζουν τα πάντα (τρόφιμα, ρούχα, παπούτσια) σε σημαντικά υψηλότερες τιμές. Από αυτό πλήττονταν όχι μόνο οι καπιταλιστές επιχειρηματίες, αλλά και οι έμποροι λιανικής και άλλοι αυτοαπασχολούμενοι. Στις 20 Απρίλη ακολούθησε ένα διάταγμα για τις τιμές, το οποίο επέφερε αύξηση στην τιμή του κρέατος και των «ζαχαρούχων εμπορευμάτων», κατ’ επέκταση και στη μαρμελάδα, τα υποκατάστατα μελιού και στα είδη αρτοποιίας και ζαχαροπλαστικής. Αυτή έπληξε πάνω απ’ όλα τους συνταξιούχους.
Τέλος, η μηνιαία καμπάνια για τον καθορισμό τεχνικά θεμελιωμένων νορμών εργασίας στις επιχειρήσεις λαϊκής ιδιοκτησίας ολοκληρώθηκε με την απόφαση της συνεδρίασης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ της 13ης-14ης Μάη 1953, σύμφωνα με την οποία από 1 Ιούνη 1953 όλες οι εργασιακές νόρμες θα αυξάνονταν τουλάχιστον κατά 10%.
Αν και αυτά τα μέτρα αρκούσαν από μόνα τους για να ξεσηκώσουν σχεδόν το σύνολο του πληθυσμού, αυτές οι διαθέσεις οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από την αδιανόητα χαζή επιχειρηματολογία, σύμφωνα με την οποία κάθε πραγματική επιδείνωση θ’ αποτελούσε ένα βήμα προς τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Για παράδειγμα, στο κύριο άρθρο της «Neues Deutschland»27 στις 11 Απρίλη 1953, η αφαίρεση του δελτίου τροφίμων για τους αυτοαπασχολούμενους παρουσιάζεται σαν «ένα ακόμα βήμα προς τη σταδιακή κατάργηση του συστήματος των δελτίων», δηλαδή σχεδόν ως ένα θετικό επίτευγμα. Τον ίδιο χλευασμό θα έπρεπε να ένιωθαν και οι συνταξιούχοι όταν διάβαζαν (στο φύλο της 19ης Απρίλη 1953 της «ND») ότι η ανατίμηση του κρέατος και της μαρμελάδας αποτελούσε ένα «μέτρο για τη σταδιακή χαλάρωση της αναγκαστικής ρύθμισης και της πρόκλησης ενός ενιαίου επιπέδου τιμών». Στο σχέδιο για την ακύρωση των εκπτώσεων στα εισιτήρια αναφερόταν μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι οι μέχρι τότε εκπτώσεις στις τιμές των εισιτηρίων δε θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν με βάση το τωρινό επίπεδο μισθών. Με εξαίρεση τις εκπτώσεις στα επαγγελματικά οχήματα, θα καταργούνταν όλες οι άλλες εκπτώσεις, με αποτέλεσμα «να καταστεί αδύνατη κυρίως για τους μαυραγορίτες, τους κερδοσκόπους και όλους τους άλλους εχθρούς της ειρηνικής μας ανοικοδόμησης η άδικη αξιοποίηση της έκπτωσης σε βάρος των εργαζόμενων».28
Όσον αφορά τις διαθέσεις, η κατάσταση ήταν πολύ ευνοϊκή για όλες τις εχθρικές προς το σοσιαλισμό δυνάμεις εντός και εκτός ΓΛΔ. Το γεγονός αυτό αξιοποιήθηκε πλήρως για την έντονη αντικομμουνιστική και αντικυβερνητική υπονομευτική δουλειά που καλούσε σε ξεσηκωμό. Στο εσωτερικό της χώρας αξιοποιήθηκε –στη βάση της προνομιακής θέσης της Εκκλησίας– και η ηγεσία της Ευαγγελικής Εκκλησίας με τον αρχιεπίσκοπο Ντιμπέλιους. Οι κληρικοί που στήριζαν τη γραμμή του Ντιμπέλιους για όξυνση του αντικομμουνισμού και οι ομάδες της «Κοινότητας Νέων» που δημιουργήθηκαν υπό την επιρροή τους πέρασαν σε σκληρή αντιπαράθεση με το κράτος και την Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία29, προκαλώντας μ’ αυτόν τον τρόπο μια όχι λιγότερο σκληρή απάντηση. Ο «αγώνας της Εκκλησίας», που προκάλεσε με αυτόν τον τρόπο η ηγεσία της Εκκλησίας υπό τον Ντιμπέλιους, επιβάρυνε επιπλέον την ήδη –έτσι κι αλλιώς–πολύ τεταμένη ατμόσφαιρα.

ΙΙΙ. ΤΟ ΑΝΑΚΟΙΝΩΘΕΝ ΤΗΣ 9ης ΙΟΥΝΗ ΚΑΙ Η ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ:

Η ΣΥΣΚΕΨΗ ΤΗΣ ΜΟΣΧΑΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΙΟΥΝΗ ΤΟΥ 1953

 Η κατάσταση που περιγράφηκε αποτελούσε μια εξαιρετικά μεγάλη δοκιμασία για το ΕΣΚΓ. Ωστόσο, τα ενεργά μέλη του –ακόμα κι αν δε συμφωνούσαν με ορισμένα μέτρα και υπερβολές, ιδιαίτερα με τις αυξήσεις στις τιμές– ήταν πεπεισμένα για την ορθότητα του βασικού προσανατολισμού του Κόμματος στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού και υπερασπίζονταν τα μέτρα της κυβέρνησης σε χιλιάδες καθημερινές συζητήσεις. Αυτοί –καθώς και οι νέοι που δραστηριοποιούνταν στην Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία– αντιλαμβάνονταν ασφαλώς ότι οι εχθροί του σοσιαλισμού απέβλεπαν στο να αξιοποιήσουν τις υπαρκτές δυσκολίες για μια γενικευμένη επίθεση και γι’ αυτό χαιρέτισαν ως δικαιολογημένη και αναγκαία την απόκρουση των εχθρικών επιθέσεων, συμπεριλαμβανομένων των διάφορων κληρικών και ορισμένων μελών της «Κοινότητας Νέων».
Έτσι λοιπόν, για μήνες ολόκληρους έρχονταν –κάθε μέρα από την αρχή– σε σκληρή αντιπαράθεση για την υπεράσπιση της γραμμής του Κόμματος και των μέτρων της κυβέρνησης μέχρι τις 11 Ιούνη 1953, οπότε και δημοσιεύτηκε στη «Neues Deutschland» το «Ανακοινωθέν του Πολιτικού Γραφείου της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ της 9ης Ιούνη 1953».
Μόλις διάβασαν αυτό το Ανακοινωθέν, δεν πίστευαν στα μάτια τους: Όλα αυτά που τόσο επίμονα και αμείλικτα υπερασπίζονταν ως σωστά και αναγκαία μπροστά σε συναδέλφους, γνωστούς και αγνώστους, χαρακτηρίζονταν με μια μονοκονδυλιά ως λάθη, τα οποία θα διορθώνονταν μέσω της αναίρεσης όλων των σχετικών μέτρων.
Αμηχανία, κούνημα του κεφαλιού λόγω δυσπιστίας, πικρία και το αίσθημα της ατιμωτικής γελοιοποίησης –αν όχι προδοσίας– τους από την καθοδήγηση, μεγάλη ανασφάλεια και παράλυση ιδιαίτερα των πιο ενεργών και πιστών συντρόφων: Αυτή ήταν η επίδραση και οι συνέπειες αυτού του Ανακοινωθέντος.
Αυτά τα συναισθήματα ήταν παραπάνω από κατανοητά. Δεν πρέπει να υπήρχε κανένα παράδειγμα στην ιστορία άλλου κόμματος που η ηγεσία να οδήγησε τα μέλη και τους οπαδούς του σε μια τόσο σκληρή μάχη και στο αποκορύφωμα αυτής ξαφνικά να ανακοίνωσε ότι όλα ήταν ένα λάθος και γι’ αυτό όλες οι μέχρι τότε διαμορφωμένες θέσεις πρέπει να αναιρεθούν. Εκείνο τον καιρό, η πεποίθηση ότι για έναν κομμουνιστή το Κόμμα είναι το ύψιστο, στο οποίο υποτάσσονται όλα τα προσωπικά, μάλλον δέχτηκε για πολλούς συντρόφους ένα σοβαρό πλήγμα.
Αυτό που τα απλά μέλη του Κόμματος δε γνώριζαν –και που μέχρι και σήμερα με λίγες εξαιρέσεις δε γνωρίζουν– είναι ότι εκείνες τις μέρες η ηγεσία έκανε με αυτό το Ανακοινωθέν απέναντι στα μέλη της ό,τι είχαν κάνει απέναντι στην ίδια με πολύ πιο βίαιο τρόπο. Και μάλιστα το έκανε αυτό μόνο κάτω από εξωτερική πίεση και με όσο πιο μετριασμένο τρόπο ήταν δυνατό.
Στις αρχές του Ιούνη του 1953 κλήθηκαν στη Μόσχα οι Ότο Γκρότεβολ, Βάλτερ Ούλμπριχτ και Φρεντ Έλσνερ (ως μεταφραστής),30 όχι όμως για να συσκεφτούν με τους Σοβιετικούς συντρόφους για το πώς θα τα βγάλουν πέρα με τη δύσκολη κατάσταση στη ΓΛΔ, αλλά για ν’ αποδεχτούν από αυτούς εγγράφως αυτό που είχε ήδη αποφασιστεί, ότι έπρεπε δηλαδή να προχωρήσουν σε μια απότομη αλλαγή πορείας και μάλιστα έπρεπε να φαίνεται ως τέτοια. Πρόκειται για μία διαδικασία που δεν είχε αναγκαστεί μέχρι τώρα να υποστεί καμία ηγεσία κάποιας χώρας συνδεδεμένης με τη Σοβιετική Ένωση.31
Η αντιπροσωπία της ΓΛΔ παρέλαβε ένα τυπωμένο ντοκουμέντο με τον τίτλο «Μέτρα για την εξυγίανση της πολιτικής κατάστασης στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας», το οποίο διάβασε μεγαλοφώνως ο Έλσνερ ως μεταφραστής και στη συνέχεια ζητήθηκε από τους Γερμανούς να πάρουν θέση πάνω σ’ αυτό.
Το ντοκουμέντο ξεκινάει με τη μονόπλευρη διαπίστωση ότι: «Εξαιτίας της εφαρμογής μιας λαθεμένης πολιτικής γραμμής, έχει δημιουργηθεί στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία μια άκρως μη ικανοποιητική πολιτική και οικονομική κατάσταση».
Η διαπίστωση αυτή (σ.μ.: στην οποία θα γίνει αναφορά παρακάτω) ήταν μονόπλευρη, γιατί ούτε εδώ, ούτε και σε κανένα άλλο σημείο –με μία και μοναδική εξαίρεση– είχε γίνει λόγος για το ότι αυτή η πολιτική γραμμή ήταν η κοινή γραμμή και των δύο κομμάτων και κυβερνήσεων. Μόνο μετά από τις σχετικές υποδείξεις που έγιναν από την πλευρά της ΓΛΔ υπήρξε η παραδοχή ότι δε θα έπρεπε να τεθεί ζήτημα ευθύνης, γιατί ευθύνη είχαν και οι δύο πλευρές. Όμως οι αντιρρήσεις που υπήρχαν από τη γερμανική πλευρά όσον αφορά το περιεχόμενο δεν έγιναν δεκτές και η πρώτη γραπτή τοποθέτησή της απορρίφτηκε ως ανεπαρκής. Ήταν προφανές ότι τους ζητούσαν μια αδιαμαρτύρητη συμφωνία σ’ αυτό το ντοκουμέντο, πράγμα που ισοδυναμούσε με αυτοκαταδίκη. Η απαιτούμενη συναίνεση δόθηκε τελικά, όσο δύσκολο κι αν πρέπει να ήταν αυτό για τους Γερμανούς συντρόφους.32 Στο σοβιετικό έγγραφο αναφερόταν δηλαδή ότι η απόφαση της 2ης κομματικής Συνδιάσκεψης «για την επιταχυνόμενη οικοδόμηση του σοσιαλισμού»33. Ήταν λάθος, γιατί εξέλειπαν οι εσωτερικές κι εξωτερικές προϋποθέσεις γι’ αυτή. Για τη βελτίωση της κατάστασης θα ήταν απαραίτητο να παραδεχτούν ότι αυτή η απόφαση και η έγκρισή της από το Πολιτικό Γραφείο του ΚΚΣΕ (Μπ.) στις 8 Ιούλη 1952 –η αναφερόμενη εξαίρεση– (σημ. μετ.: στην οποία έγινε αναφορά λίγο παραπάνω) δεν ήταν σωστή. Το ίδιο λαθεμένη θα έπρεπε να θεωρηθεί και η προπαγάνδα που γινόταν μέχρι τότε για την αναγκαιότητα του περάσματος της ΓΛΔ στο σοσιαλισμό.
Η διατύπωση του σοβιετικού ντοκουμέντου πάνω σ’ αυτό το ζήτημα ήταν τόσο ανακριβής, που στο εσωτερικό της ηγεσίας του SED εξήχθησαν διαφορετικά συμπεράσματα για το αν η οικοδόμηση του σοσιαλισμού θα έπρεπε γενικά να συνεχιστεί ή όχι.34
Έπειτα, το σοβιετικό ντοκουμέντο θεώρησε χωρίς διακρίσεις λάθος και απαίτησε την ανάκληση όλων των μέτρων της κυβέρνησης της ΓΛΔ που προωθήθηκαν στην πορεία του –συνιστώμενου από τη Σοβιετική Επιτροπή Ελέγχου– προγράμματος λιτότητας κι εφαρμόζοντας τις συστάσεις της ΣΕΕ για πιο αυστηρή είσπραξη των καθυστερημένων φόρων και τη συλλογή των αγροτικών προϊόντων. Το ίδιο όσον αφορά και τα μέτρα ενάντια στα μέλη της «Κοινότητας Νέων» και τους πνευματικούς υποκινητές της. Ιδιαίτερα εκρηκτικά ήταν τα ακόλουθα αποσπάσματα του ντοκουμέντου, τα οποία σε τελική ανάλυση κατευθύνονται προς τη διάλυση των απαρχών της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας στη γεωργία: «Πρέπει να σταματήσει η τεχνητή δημιουργία (εννοεί: διατήρηση) των αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών, οι οποίοι δεν έχουν καθιερωθεί στην πράξη και έχουν προκαλέσει δυσαρέσκεια μεταξύ των αγροτών. Όλοι οι υπάρχοντες αγροτικοί παραγωγικοί συνεταιρισμοί πρέπει να ελεγχθούν επιμελώς και αυτοί οι οποίοι δημιουργήθηκαν σε μη ελεύθερη βάση ή αυτοί που έχει αποδειχτεί ότι δεν είναι βιώσιμοι πρέπει να διαλυθούν. Θα πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι στις σημερινές συνθήκες της ΓΛΔ μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο βιώσιμη μόνο (!) μία πιο απλή μορφή παραγωγικής συνεργασίας των αγροτών, όπως οι συνεταιρισμοί για κοινή επεξεργασία του εδάφους, χωρίς να κοινωνικοποιηθούν τα μέσα παραγωγής (!)»35.
Η κύρια σκέψη του ντοκουμέντου ήταν ότι «προς το παρόν το βασικό καθήκον είναι ο αγώνας για την ένωση της Γερμανίας σε δημοκρατική και ειρηνική βάση». Το καθήκον της πολιτικής πάλης για την αποκατάσταση της εθνικής ενότητας της Γερμανίας και για τη σύναψη μιας συνθήκης ειρήνης θα έπρεπε να βρίσκεται στο κέντρο της προσοχής των πλατιών μαζών του γερμανικού λαού.
Με βάση αυτό, θα ήταν λογικό να συμφωνήσει η σοβιετική πλευρά με την πρόταση του Ότο Γκρότεβολ να αιτιολογηθεί η αλλαγή πλεύσης στην κοινή γνώμη της ΓΛΔ με το επιχείρημα της προσπάθειας για την ενότητα της Γερμανίας. Όμως αυτό απορρίφτηκε.36 Ολόκληρο το ντοκουμέντο και η πορεία των συνομιλιών δίνουν την εντύπωση ότι η σοβιετική πλευρά –ή ορισμένοι από τους αντιπροσώπους της– απέβλεπε στο να εκθέσει μπροστά στην κοινή γνώμη της ΓΛΔ και να μετατρέψει σε αποδιοπομπαίο τράγο την ηγεσία του ΕΣΚΓ, και πάνω απ’ όλα τον πλέον εξέχοντα εκφραστή της, τον Βάλτερ Ούλμπριχτ.
Έχοντας κανείς μια γενική εικόνα του ντοκουμέντου της Μόσχας στο σύνολό του, θα παρατηρήσει ότι, παρά το ζήλο να διαμορφωθεί ένα όσο το δυνατόν πιο εκτενές και πλήρες «μητρώο λαθών», δε θίχτηκε καθόλου ένα πραγματικά καθοριστικό ζήτημα: Η απόφαση που είχε παρθεί στα μέσα του Μάη για την αύξηση των νορμών από την 1η Ιούνη 1953! Καμία αναφορά στο ότι αυτή η απόφαση ήταν λάθος, καμία αναφορά στο ότι και αυτή θα έπρεπε ν’ ακυρωθεί! Εκείνη η απόφαση, η οποία επιβάρυνε στο μεγαλύτερο βαθμό τη σχέση του Κόμματος και του κράτους με την εργατική τάξη, δεν αναφέρθηκε απ’ τη σοβιετική πλευρά. Αυτό είναι δύσκολο να το κατανοήσουμε. Εξίσου λίγο μπορούμε όμως να κατανοήσουμε και το πώς ήταν δυνατό να απαλλαχτούν όλα τα στρώματα του πληθυσμού από τις επιβαρύνσεις του τελευταίου μήνα που τους αφορούσαν –εκτός από την εργατική τάξη! Στο Ανακοινωθέν της 9ης Ιούνη όπως και στην Απόφαση της Μόσχας περί «Εξυγίανσης» δε γίνεται καμία αναφορά στην ανάκληση της αύξησης των νορμών.
Η υπόθεση ότι κάποιοι από τη σοβιετική πλευρά θα είχαν συμφέρον να μετατρέψουν την ηγεσία του ΕΣΚΓ και ιδιαίτερα το Γενικό του Γραμματέα σε αποδιοπομπαίο τράγο, προκειμένου να ταρακουνήσουν τη θέση του, ενισχύεται αν μάθει κανείς πώς φτάσαμε στη συγγραφή του Ανακοινωθέντος της 9ης Ιούνη το οποίο προκάλεσε εντελώς αναπόφευκτα τη λαϊκή οργή. Αναφέρει γι’ αυτό ο συγγραφέας του Ρούντολφ Χέρνστατ: «Στις 10 Ιούνη έκανα ένα προσχέδιο για το “Ανακοινωθέν της 9ης Ιούνη”. Όσο περισσότερο προσπαθούσα να το γράψω [...] με το δοκιμασμένο τρόπο, τόσο πιο ξεκάθαρο μου γινόταν ότι αυτό θα προκαλούσε αναγκαστικά στο Κόμμα και στην κοινή γνώμη ένα σοκ, για το οποίο δεν μπορούσα να πάρω την ευθύνη. Αποδείχτηκε αδύνατο να ανακαλέσουμε τα πιο σημαντικά από τα μέτρα εκείνα, τα οποία εδώ και ένα χρόνο υπερασπίζονταν από το Κόμμα –κόντρα σε αναρίθμητες αντιστάσεις– ως σωστά, και μάλιστα με μία μονοκονδυλιά, δηλαδή χωρίς θεμελιωμένη αιτιολόγηση. Και όλα αυτά χωρίς ν’ αποπροσανατολίσουμε, να πικράνουμε το Κόμμα και χωρίς να δώσουμε χώρο στον αντίπαλο. […] Νωρίς το απόγευμα έδειξα το σχέδιο του Ανακοινωθέντος στο σύντροφο Ούλμπριχτ. Το διάβασε και δεν είχε καμία αντίρρηση. Του εξήγησα τα παραπάνω ξεχωριστά κι εκείνος αποκρίθηκε: “Ήδη έχω εκφράσει κι εγώ τις ίδιες ενστάσεις. Επίσης και ο Γκρότεβολ έχει πέσει σε μεγάλο συλλογισμό. Αλλά αυτοί επιμένουν”. Εγώ είπα: “Δεν μπορεί να υπάρξει ένας συμβιβασμός;!” Ο Ούλμπριχτ αποκρίθηκε: “Έλα σήμερα το απόγευμα στις 6 στο διαμέρισμα του συντρόφου Γκρότεβολ. Θα είναι και ο Σεμιόνοφ εκεί. Έτσι κι αλλιώς θα ήθελα να διαβάσει το Ανακοινωθέν πριν δημοσιευτεί. Με την ευκαιρία θα μπορούσες να του το θέσεις κι εσύ το θέμα γι’ άλλη μία φορά. Αλλά δεν πρόκειται να καταφέρεις κάτι”».
Ο Χέρνστατ ανέφερε τα εξής για την κουβέντα του με τον Σεμιόνοφ:
«Εγώ: “Σύντροφε Σεμιόνοφ, μπορεί να είμαι αυτός που έγραψε το Ανακοινωθέν, ωστόσο θα ήθελα να διαμαρτυρηθώ εναντίον της δημοσίευσής του”.
Σ.: “Γιατί;”
Εγώ: “Δεν πρέπει να ξεκινήσει με αυτόν τον τρόπο η αλλαγή πορείας. Το Ανακοινωθέν μόνο σύγχυση μπορεί να προκαλέσει”. Αυτό το εξήγησα λεπτομερώς.
Αυτός: “Το Ανακοινωθέν πρέπει να βρίσκεται αύριο στην εφημερίδα”.
Εγώ: “Από τα λόγια σας συμπεραίνω ότι υπάρχει σχετική εντολή. Κι αν είναι έτσι, αυτό σημαίνει ότι δεν μπορείτε να εκθέσετε στη Μόσχα το γιατί θα ήταν σκόπιμο να αλλάξει αυτή η εντολή; Δώστε μας 14 μέρες και μπορούμε να αιτιολογήσουμε αυτήν την αλλαγή πλεύσης τόσο πειστικά και ελκυστικά, ώστε να αξιοποιήσουμε εμείς και όχι ο αντίπαλος αυτήν την αλλαγή πορείας για το πέρασμα στην επίθεση […] Αυτή η αλλαγή περιλαμβάνει όλα τα στοιχεία που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν γι’ αυτόν το σκοπό, όμως τα στοιχεία μπορούν να μετατραπούν στο αντίθετό τους αν εμείς τα θαλασσώσουμε στην αρχή!” Πάνω σ’ αυτό, ο σύντροφος Σεμιόνοφ απάντησε πολύ κοφτά και αφ’ υψηλού: “Σε 14 μέρες πιθανά να μην έχετε πλέον κανένα κράτος”».
Έτσι λοιπόν εμφανίστηκε το Ανακοινωθέν στις 11 Ιούνη 1953 και είχε ως αποτέλεσμα αυτό ακριβώς που φοβούνταν οι Ούλμπριχτ, Γκρότεβολ και Χέρνστατ: «Αποπροσανατόλισε, προκάλεσε πικρία στο Κόμμα και άνοιξε την πόρτα στον αντίπαλο». Λειτούργησε σαν αναμμένο σπίρτο που πετάχτηκε σ’ ένα ανοιχτό βαρέλι με βενζίνη. Ασφαλώς, η εκρηκτική ύλη είχε δημιουργηθεί, όμως το αν θα εκρήγνυτο ή αν θα «απενεργοποιούνταν» χωρίς να προκαλέσει κάποια ζημιά, αυτό εξαρτιόταν από το πώς θα την μεταχειρίζονταν. Μπορούσε να προβλεφθεί, προβλέφθηκε, υπήρξε η προειδοποίηση, όμως «κάποιος» επέμενε να ρίξει το αναμμένο σπίρτο μέσα στο βαρέλι με τη βενζίνη!

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:

* Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Marxistische Blätter», τ. 3/1993, σελ. 77-83.
1. Σ.μ.: Ως «στροφή» χαρακτηρίζεται στη γερμανική αρθρογραφία η αντεπαναστατική ανατροπή της ΓΛΔ και η ενσωμάτωσή της στην καπιταλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας.
2. Σ.μ.: Ο συγγραφέας αναφέρεται εδώ στις λαϊκές κινητοποιήσεις που μαζικοποιήθηκαν από τα τέλη του 1989 στη ΓΛΔ ζητώντας βελτίωση του σοσιαλισμού.
3. Βλ. το άρθρο του Peter Hübner «Die Flucht nach vorn in den “planmäßigen” Sozialismus. 2. Parteikonferenz der SED: der 17 Juni war vorprogrammiert» στην εφημερίδα «Berliner Zeitung», 4,5 Ιούλη 1992.
4. Η Συνδιάσκεψη αυτή αποφάσισε το πέρασμα από την περίοδο του «αντιφασιστικού-δημοκρατικού μετασχηματισμού» στην περίοδο της «οικοδόμησης του σοσιαλισμού».
5. Βλ. το κείμενο της Wilfriede Otto με τίτλο «Sowjetische Deutschlandnote 1952. Stalin und die DDR» στο περιοδικό «Beiträge zur Geschichte der Arbeiterbewegung (BzG)», Βερολίνο, τ. 3/1991, σελ. 374-389. Επίσης, βλ. το άρθρο με τίτλο «Order aus Moskau ignoriert, Eigeninitiative bewiesen» στην εφημερίδα «Neues Deutschland» της 11/12.5.1991 και το κείμενο με τίτλο «Antwort auf Bonner Ambitionen und Stalins Pokerspiel» πάλι στην εφημερίδα «Neues Deutschland», 11,12 Ιούλη 1992.
6. Βλ. Ernst Wurl: «Entscheidung “gegen das Konzept Stalins”?» στο περιοδικό BzG τ. 6/1991, σελ. 767-770. Ακόμα και οι δικές μου προσωπικές εμπειρίες στρέφονται εντελώς ενάντια στη θέση της Β. Ότο. Περίπου στις αρχές του 1952, ένας από τους Σοβιετικούς συντάκτες της «Tägliche Rundschau», την ημερήσια εφημερίδα που εκδιδόταν από τη Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση στη Γερμανία, μου ζήτησε να γράψω ένα ολοσέλιδο άρθρο με θέμα: «Για τη Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ) στη Σοβιετική Ένωση και στις Λαϊκές Δημοκρατίες». Το θέμα μού ήταν ελκυστικό κι έτσι έγραψα το άρθρο, το οποίο είχε την πλήρη συγκατάθεση του Σοβιετικού συντάκτη και δημοσιεύτηκε στις 6 Φλεβάρη 1952 στην «Tägliche Rundschau». Το άρθρο είχε όμως μια εντελώς απροσδόκητη για μένα απήχηση. Το αρμόδιο τμήμα της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΣΚΓ μου έκανε μια οξύτατη επίπληξη, μεταξύ άλλων γιατί το άρθρο μου τελείωνε με την εξής παρατήρηση: Κατά τη μελέτη των διαταγμάτων της σοβιετικής εμπειρίας, θα έπρεπε να έχουμε πάντα επίγνωση «ότι η ΓΛΔ διαχωρίζει από το σοσιαλισμό και από την άμεση μετάβαση στο σοσιαλισμό εκείνο το καθήκον, στη λύση του οποίου πρέπει να επικεντρωθούν όλες οι δυνάμεις: Τον αγώνα για την ενότητα της Γερμανίας». Μου επισήμαναν ότι αυτά είναι κακός σεχταρισμός, γιατί δήθεν εγώ με αυτό έλεγα ότι όταν θα πετυχαίναμε την ενότητα της Γερμανίας, θα ξεκινούσαμε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Μου είπαν ότι αυτό δεν μπορούσε να μείνει έτσι, απαιτούσε διόρθωση. Όμως 14 μέρες μετά δεν ήθελαν ν’ ακούσουν τίποτα για διόρθωση. Η απάντηση στο ερώτημα που έθεσα ήταν ότι η κατάσταση έχει αλλάξει. Λίγο καιρό αργότερα, ο Τύπος έκανε αναφορά σ’ ένα λόγο του Βάλτερ Ούλμπριχτ, στον οποίο ανακοίνωσε ότι με τη Λεωφόρο Στάλιν θα κατασκευαζόταν ο πρώτος σοσιαλιστικός δρόμος και με την Πόλη του Στάλιν –τη μετέπειτα Eisenhüttenstadt– η πρώτη σοσιαλιστική πόλη στη ΓΛΔ. Είναι φανερό ότι, ακόμα και χωρίς να υπάρχει κάποιο ντοκουμέντο γι’ αυτό, μια τέτοια δήλωση δεν έγινε χωρίς πρωθύστερη συμφωνία με το Karlshorst (σ.μ.: To Karlhorst αποτελεί τη συνοικία του Βερολίνου στην οποία βρισκόταν η έδρα της Σοβιετικής Στρατιωτικής Διοίκησης στη Γερμανία).
7. Γι’ αυτήν τη συζήτηση βλ. την έκδοση «Diskussion über das Buch: Veränderungen in der kapitalistischen Wirtschaft im Gefolge des zweiten Weltkrieges von E. Varga», 1ο Παράρτημα για τη «Σοβιετική Επιστήμη», Βερολίνο (1948), σελ. 43, 86, 115, 119 και Eugen Varga, «Demokratie neuer Art», Βερολίνο (1948).
8. Für Frieden und Volksdemokratie. Bericht über die Tätigkeit einiger kommuni-stischer Parteien, gehalten auf der Konferenz in Polen Ende September 1947, Βερολίνο (1947), σελ. 43.
9. Σ.μ.: Το Συμμαχικό Συμβούλιο Ελέγχου (Alliierter Kontrollrat) ήταν το κυβερνητικό σώμα στρατιωτικής κατοχής που συστάθηκε μετά από την άνευ όρων παράδοση της Ναζιστικής Γερμανίας και τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου στην Ευρώπη. Μέλη του ήταν αρχικά η ΕΣΣΔ, οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο. Αργότερα προστέθηκε και η Γαλλία με δικαίωμα ψήφου, χωρίς όμως ανάθεση καθηκόντων. Τo Συμβούλιο απαρτιζόταν από τους Ανώτατους Στρατιωτικούς Διοικητές κάθε ζώνης κατοχής.
10. Σ.μ.: Στην πορεία δημιουργίας ξεχωριστού δυτικογερμανικού καπιταλιστικού κράτους –κατά παραβίαση των αποφάσεων του Πότσνταμ– στις 20 Ιούνη 1948 εισήχθη στη λεγόμενη τριζωνία (τη συνενωμένη δηλαδή επικράτεια της αμερικανικής, της βρετανικής και της γαλλικής ζώνης κατοχής) ξεχωριστό νόμισμα, σηματοδοτώντας την επιτάχυνση της διαίρεσης της Γερμανίας από την πλευρά των καπιταλιστικών κρατών. Ως απάντηση, η Σοβιετική Ζώνη Κατοχής εισήγαγε τρεις μέρες αργότερα, στις 23 Ιούνη 1948, το ανατολικογερμανικό μάρκο, ενώ διέκοψε και τη χερσαία σύνδεση της τριζωνίας με το Δυτικό Βερολίνο. Ο λεγόμενος «αποκλεισμός του Δυτικού Βερολίνου» διήρκεσε από τον Ιούνη του 1948 μέχρι το Μάη του 1949.
11. Σ.μ.: Σε αυτό το σημείωμα του Στάλιν προς τις ΗΠΑ, τη Βρετανία και τη Γαλλία προτεινόταν η επανένωση (υπενθυμίζεται ότι τα κράτη της ΟΔΓ και της ΓΛΔ είχαν ήδη συγκροτηθεί από το 1949) και ουδετεροποίηση της Γερμανίας χωρίς περαιτέρω όρους.
12. Σ.μ.: Πρόκειται για τη συμφωνία ανάμεσα στην ΟΔΓ και τις τρεις δυτικές δυνάμεις κατοχής για την κατάργηση του κατοχικού καθεστώτος στη χώρα (το οποίο, παρόλο που είχε τροποποιηθεί με την ίδρυση της ΟΔΓ το 1949, συνέχιζε να ισχύει) και την ενσωμάτωση του κράτους της ΟΔΓ στην κοινότητα των ευρωπαϊκών κρατών με καθεστώς ανεξαρτησίας και κυριαρχίας. Η συμφωνία αυτή τροποποιήθηκε μερικώς και τέθηκε σε εφαρμογή με μικρές αλλαγές το 1955 μετά από την υπογραφή της Συμφωνίας των Παρισίων.
13. Σ.μ.: Η Ευρωπαϊκή Αμυντική Κοινότητα (ΕΑΚ) ήταν σχέδιο που προτάθηκε το 1950 από το Γάλλο Πρόεδρο Ρενέ Πλεβέν, ως απάντηση στο αμερικανικό κάλεσμα για τον επανεξοπλισμό της Δυτικής Γερμανίας και την προσχώρησή της στο ΝΑΤΟ. Επιδίωξη του σχεδίου ήταν ο σχηματισμός μιας πανευρωπαϊκής αμυντικής δύναμης, που θα περιελάμβανε τη Δυτική Γερμανία, τη Γαλλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, την Ολλανδία και το Λουξεμβούργο.
14. Geschichte der deutschen Arbeiterbewegung (GdA), Chronik, μέρος III, Βερολίνο 1967, σελ. 339.
15. Weltgeschichte in Daten, Βερολίνο 1966, σελ. 984.
16. Οι περιπτώσεις Χάμαν και Ντέρτινγκερ έγιναν αντικείμενο συζήτησης στη συνεδρίαση του «Μπλόκου των αντιφασιστικών-δημοκρατικών κομμάτων και μαζικών οργανώσεων» στις 20 Γενάρη 1953. (Zentrales Parteiarchiv der SED ZPA, NL 90/504, Bl. 6-53). SAPMO=Ίδρυμα των κομματικών και μαζικών οργανώσεων της ΓΛΔ.
17. Zit. nach: GdA, Chronik III, S. 340 f.
18. ZPA NL 90/473: «Die Sicherung der Durchführung des Fünfjahrplanes und der Aufbau der nationalen bewaffneten Streitkräfte in der Deutschen Demokratischen Republik», Bl. 35-67. Ως απάντηση στις 13 Απρίλη 1953 ο Τσούικοφ, αρχηγός της ομάδας των σοβιετικών Ένοπλων Δυνάμεων στη Γερμανία και πρόεδρος της Σοβιετικής Επιτροπής Ελέγχου (ΣΕΕ) έστειλε με εντολή της σοβιετικής κυβέρνησης προς την Κεντρική Επιτροπή του ΕΣΚΓ επιστολή με μια λίστα από μέτρα ανακούφισης που πρέπει να παρέχουν στη ΓΛΔ (ό.π., Bl. 74-76).
19. ZPA, J IV 2/2/258, Bl. 24-28.
20. Η Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση στη Γερμανία (ΣΣΔΓ) σταμάτησε τη δραστηριότητά της στις 10 Οκτώβρη 1949, 3 μέρες μετά από την ίδρυση της ΓΛΔ. Στη θέση της δημιουργήθηκε η Σοβιετική Επιτροπή Ελέγχου (ΣΕΕ) με πρόεδρο τον Β. Ι. Τσούικοφ (τον πρώην επικεφαλής της ΣΣΔΓ) και πολιτικό σύμβουλο τον Β. Σ. Σεμιόνοφ.
21. Σ.μ.: Η Σοβιετική Στρατιωτική Διοίκηση Γερμανίας ήταν η ανώτερη Αρχή και η ντε φάκτο κυβέρνηση στη Σοβιετική Ζώνη Κατοχής της Γερμανίας μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, από τον Ιούνη του 1945 μέχρι τη μεταβίβαση της διοίκησης στην κυβέρνηση της ΓΛΔ στις 10 Οκτώβρη 1949.
22. Βλ. το έγγραφο της ΣΕΕ με τίτλο «Spravka (ενημέρωση) για την πραγματοποίηση του υπομνήματος που επιδόθηκε στους φίλους μας από το στρατηγό Β. Ι. Τσούικοφ σχετικά με τα χρηματοδοτικά ζητήματα των γερμανικών οργάνων» (Οκτώβρης 1952), στο ZPA, NL 90/316, Vl.158-160.
23. Βλ. κυρίως το υπόμνημα της ΣΕΕ του Φλεβάρη του 1953, ZPA NL 90/363, Bl. 46-49 και το σχέδιο του «Διατάγματος για τη διασφάλιση της αγροτικής παραγωγής και τον εφοδιασμό του πληθυσμού» της 19ης Φλεβάρη 1953, το οποίο συντάχτηκε στη βάση του παραπάνω υπομνήματος, ό.π. Bl. 50-54.
24. Υπόμνημα της ΣΕΕ (περίπου τον Αύγουστο του 1952), ZPA NL 90/316, Bl. 116-119.
25. Εξ ου και η αναφερόμενη στην υποσημείωση 22 «Spravka».
26. Σχέδιο του τμήματος Μεταφορών και Συγκοινωνιών της ΚΕ του ΕΣΚΓ για το Πολιτικό Γραφείο, 12 Φλεβάρη 1953, ZPA NL 90/355, Bl. 66-72.
27. Σ.μ.: Η «Neues Deutschland» («Νέα Γερμανία») ήταν η επίσημη εφημερίδα του ΕΣΚΓ στην Ανατολική Γερμανία. Σήμερα έχει έδρα το Βερολίνο και συνδέεται με το οπορτουνιστικό κόμμα «Die Linke».
28. Υπόμνημα του τμήματος Μεταφορών και Συγκοινωνιών της ΚΕ του ΕΣΚΓ προς το Πολιτικό Γραφείο, 12 Φλεβάρη 1953, ZPA NL 90/355, Bl. 70.
29. Σ.μ.: Η Ελεύθερη Γερμανική Νεολαία (Freie Deutsche Jugend, FDJ) αποτελούσε τη Νεολαία του ΕΣΚΓ.
30. Βλ. Rolf Stöckigt, «Ein Dokument von großer historischer Bedeutung», στο BzG 5/1990, σελ. 648-654. Πρόκειται για το ντοκουμέντο που αναφέρεται στο κείμενο και που φέρει τον τίτλο «Μέτρα για την εξυγίανση της πολιτικής κατάστασης στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία» (εγώ την ονόμασα «Απόφαση Εξυγίανσης»), το οποίο αποφασίστηκε στις 27 Μάη 1953 από το Προεδρείο του Υπουργικού Συμβουλίου της ΕΣΣΔ (και όχι από το Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΣΕ, όπως λαθεμένα πιστεύει ο Στόκικτ). Επίσης βλ. το κείμενο του Elke Scherstjanoj με τίτλο “Wollen wir den Sozialismus?”, Dokumente aus Sitzungen des Politbüros des ZK der SED am 6. Juni 1953, στο BzG 5/1991, σελ. 658-680. Σ’ αυτήν την τεκμηρίωση υπάρχει η διόρθωση του λαθεμένου στοιχείου του Stöckigt. Τέλος, βλ. το βιβλίο του Rudolf Herrnstadt με τίτλο «Das Herrnstadt-Dokument», έκδ. από την ιστορικό Nadja Stulz-Herrnstadt, Αμβούργο 1990, σελ. 57-61.
31. Προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι κανένας από τους τότε ιστορικούς της ΓΛΔ, που καταδίκασαν την κριτική του Γραφείου Πληροφοριών στην πορεία του ΚΚ Γιουγκοσλαβίας τον Ιούνη του 1948 ως αδικαιολόγητη και ανεπίτρεπτη παρέμβαση στις εσωτερικές υποθέσεις της Γιουγκοσλαβίας, δεν προέβησαν στην ίδια καταδίκη και στην περίπτωση της επέμβασης έναντι της ηγεσίας της ΓΛΔ και του ΕΣΚΓ, η οποία μάλιστα υπερέβαινε κατά πολύ την κριτική.
32. Βλ. Herrnstadt-Dokument, σελ. 58. Όταν εκείνοι –όπως αργότερα και τα μέλη του Πολιτικού Γραφείου στα οποία είχε υποβληθεί το ντοκουμέντο της 6ης Ιούνη 1953 για να πάρουν θέση– συμφώνησαν τελικά με τα αιτήματα των Σοβιετικών παρά τον έντονο σκεπτικισμό και τις εσωτερικές αναστολές, αυτό έγινε για διάφορους και εν μέρει διαφορετικούς λόγους. Εκτός του ότι οι συνθήκες δεν άφηναν κανένα περιθώριο για άρνηση, πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι εκείνη την περίοδο, μόλις λίγο καιρό μετά από το θάνατο του Στάλιν, η ηγεσία του ΚΚΣΕ είχε ακόμα μεγάλο και αδιαμφισβήτητο κύρος ως η ηγεσία εκείνου του κόμματος από το οποίο απλά δε θα μπορούσε ποτέ να παρθεί κάποια λαθεμένη απόφαση. Χαρακτηριστικά γι’ αυτήν την αντίληψη ήταν τα λόγια του Φρίντριχ Έμπερτ, του προερχόμενου από το SPD δημάρχου του Ανατολικού Βερολίνου, στη σχετική συζήτηση της 6ης Ιούνη 1953, οι οποίες αποδεικνύουν και την εσωτερική αυτοβασανιστική πάλη: «Ετοιμάσαμε [...] εδώ με πλήρη πεποίθηση και με μεγάλο ενθουσιασμό και στη συνέχεια εγκρίναμε τις αποφάσεις που αποτέλεσαν το προϊόν της 2ης κομματικής Συνδιάσκεψης [...] Και τώρα όλα αυτά είναι λάθος; Αυτό μου φαινόταν χτες –μέχρι και σήμερα το πρωί– αδιανόητο. Αρνείσαι να το πιστέψεις. Αισθάνεσαι μεγάλο πόνο για την ομολογούμενη πολιτική ανεπάρκεια σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο. Και παρ’ όλ’ αυτά, με την τελευταία μελέτη του ντοκουμέντου σήμερα τις πρώτες πρωινές ώρες, διαπίστωσα ότι κάθε λέξη του, αλλά και η συνολική του εκτίμηση είναι σωστές». (Elke Scherstjanoj, “Wollen wir den Sozialismus?”, Dokumente aus Sitzungen des Politbüros des ZK der SED am 6. Juni 1953, στο BzG 5/1991, σελ. 675).
Γι’ άλλους, θα μπορούσε αυτή η συναίνεση να ελαφρυνθεί λίγο από το γεγονός ότι αυτό το ντοκουμέντο θα μπορούσε να είναι η αφορμή για μια αλλαγή στην κορυφή του Κόμματος, πράγμα που το επιθυμούσαν εδώ και πολύ καιρό, πρώτ’ απ’ όλα την αλλαγή του Βάλτερ Ούλμπριχτ (βλ. επίσης Scherstjanoj, Dok. 2, 3 και W. Otto, Dokumente zur Auseinadersetzung in der SED 1953, στο BzG 5/1990, σελ. 655-672).
33. Στη 2η κομματική Συνδιάσκεψη δε γινόταν λόγος για την «επιταχυνόμενη οικοδόμηση του σοσιαλισμού», αλλά μόνο για το «ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού γίνεται το βασικό καθήκον», ότι στη ΓΛΔ «έχουν δημιουργηθεί τα θεμέλια του σοσιαλισμού» και «ότι στη ΓΛΔ ο σοσιαλισμός οικοδομείται σχεδιασμένα». (Βλ. το Πρωτόκολλο της 2ης κομματικής Συνδιάσκεψης του ΕΣΚΓ, Βερολίνο, 1952, σελ. 58 και πέρα). Γι’ αυτό βλ. και του Elke Scherstjanoj με τίτλο “Wollen wir den Sozialismus?”, Dokumente aus Sitzungen des Politbüros des ZK der SED am 6. Juni 1953, στο BzG 5/1991, σελ. 663.
34. Elke Scherstjanoj, “Wollen wir den Sozialismus?”, Dokumente aus Sitzungen des Politbüros des ZK der SED am 6. Juni 1953, στο BzG 5/1991, σελ. 659.
35. Η ανάπτυξη των αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών στη ΓΛΔ αποτελεί μια εξίσου τρανταχτή απόδειξη για το λαθεμένο αυτής της διαπίστωσης του σοβιετικού ντοκουμέντου. Αντίστοιχη απόδειξη αποτελεί και ο καταστροφικός κατακερματισμός της πολωνικής γεωργίας ως συνέπεια της εφαρμογής της –αναφερόμενης ακόμα και στο σοβιετικό ντοκουμέντο– συνταγής του Β. Γκομούλκα, ο οποίος ανήλθε στην κορυφή του Πολωνικού Κόμματος τον Οκτώβρη του 1956. Όπως του είχε ζητηθεί, ο Γκομούλκα διέλυσε όλους τους «μη αποδοτικούς» συνεταιρισμούς κι έδωσε προτεραιότητα σε εκείνη την πρωτόγονη μορφή συνεταιρισμού όπου τα μέσα παραγωγής παρέμεναν σε ατομική ιδιοκτησία. Το αποτέλεσμα: Η σχεδόν 100% διάλυση των μέχρι τότε αγροτικών παραγωγικών συνεταιρισμών και η μετατροπή της Πολωνίας σε εκείνη τη σοσιαλιστική χώρα με την πιο υπανάπτυκτη γεωργία και κατ’ επέκταση την πιο ασταθή οικονομική και πολιτική τάξη πραγμάτων.
36. Herrnstadt-Dokument, σελ. 72-74.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ