Από τις «κόκκινες σημειώσεις» στον καιρό της Κομμούνας
Ρεπορτάζ του Μαξ. Βιγιόμ* στις 28 του Μάρτη του 1871, για την επίσημη παράδοση της εξουσίας από την Κεντρική Επιτροπή της Εθνοφρουράς στους εκλεγμένους κομμουνάρους. Αναδημοσιεύεται από το περιοδικό «Νέοι Πρωτοπόροι», τεύχος 3-4 του 1933
Είκοσι οχτώ του Μάρτη. Τέσσερις η ώρα. Βρίσκομαι στη μέση του άρθρου μου. Ξέρω πως την ίδια στιγμή η πλατεία του Δημαρχείου γιορτάζει. Ανακηρύσσουν επίσημα την Κομμούνα. Μα το άρθρο! Πρέπει να μείνω...
Μπουμ... Μια κανονιά... Τσιτώνω τ' αυτί... Να ξαναπάρω την πένα.
Γρήγορα! Γρήγορα στην πλατεία Γκρεβ. Κατεβαίνω τρέχοντας την οδό της Μονμάρτης. Στην οδό Ριβολί, όσο παίρνει το μάτι, όλο στολές, σημαίες που κυματίζουν, μπαγιονέτες που λαμποκοπάν. Οι μουσικές ξεκουφαίνουν.
Δέκα, είκοσι, εκατό λόχοι είναι εκεί, στην παρέλαση, και χάνονται στην πολύχρωμη θάλασσα που ξετυλίγεται στην πλατεία του Δημαρχείου.
Τι όμορφοι λόχοι! Οι ίδιοι που τους είχαμε δει άλλοτε, τον καιρό της πολιορκίας, λασπωμένοι, σακατεμένοι, δείχνοντας την καταστροφή.
Πόσο είναι όμορφοι σήμερα, γυαλισμένοι, ξανανιωμένοι!
Πλησιάζουμε αργά. Να μας στη λεωφόρο Βικτόρια.
Την προηγούμενη μέρα είχα πάει στο Δημαρχείο. Φαίνεται αλλαγμένο.
Χτες, οδοφράγματα, κανόνια, σκοποί που σε ρωτούν δύσπιστα. Για να περάσεις την πλατεία πρέπει να πάρεις ένα μονάχα μονοπάτι που το φυλάν ζηλότυπα οι σκοποί με γεμάτο το όπλο. Μια σειρά μυδραλιοβόλα υπερασπίζει το χτίριο. Στα παράθυρα πλήθος στρατιώτες. Το Δημαρχείο μοιάζει με φρούριο.
Ολα άλλαξαν σήμερα. Ούτε πολεμική όψη, ούτε οδοφράγματα, ούτε σκοποί. Μια τεράστια σημαία κόκκινη με ένα μπούστο της δημοκρατίας πάνω της σκεπάζει όλη τη μεγάλη μεσαία πόρτα κρύβοντας τον μπρούντζινο Ερρίκο ΙV. Κάτω μια εξέδρα πορφυρένια και χρυσή. Σημαίες σ' όλα τα παράθυρα. Ομάδες, ομάδες σ' όλα τα μπαλκόνια. Και κει ψηλά, ακίνητη, σκεπάζοντας τον ήλιο που τη διαπερνά με λαμπερές αχτίδες, η κόκκινη σημαία στημένη από την επαύριο της νίκης στη Μονμάρτη. Οι σκεπές γεμάτες περίεργους. Τα χαμίνια ανέβηκαν και καβαλίκεψαν χωρίς ντροπή τα αγάλματα.
Το πλήθος φωνάζει, τραγουδάει, ουρλιάζει, μουγκρίζει. Τι τραγουδάει; Τη Μασσαλιώτιδα. Τι φωνάζει; Ζήτω η Κομμούνα! Ουρλιάζει σαν τη θύελλα και μουγκρίζει σαν τη θάλασσα.
Κι ανάμεσα σ' αυτό το πλήθος που παραληρούσε, μια αδιάκοπη παρέλαση από λόχους με τη μουσική τους μπροστά. Σημαίες κόκκινες και σημαίες τρίχρωμες κοντά κοντά. Πίσω βαδίζουν αυτοί που εκλέχτηκαν από κάθε διαμέρισμα (συνοικία) και που οι εκλογείς τους τούς οδηγούν στο Δημαρχείο.
Να οι λόχοι της Μονμάρτης. Σε μια γραμμή πέντε άντρες. Είναι οι πέντε που εκλέχτηκαν στο 18ο. Τρεις είναι φίλοι μου. Τους κάνω σινιάλο. Με χαιρετάν με χαμόγελο. Ο Βερμορέλ, ψηλός, ωχρός, αδύνατος, με εξογκωμένα μήλα. Ο Φερέ κοντός, με γενειάδα. Και οι δυο τους ντυμένοι με στρατιωτικό μανδύα. Ο Β. Κλεμάν με γυρμένη την πλάτη, στους ώμους ένα χιτώνιο, μ' ένα μαλακό γκρίζο καπέλο, στηρίζεται σ' ένα μπαστούνι.
Κάποιος νιώθω να με χτυπάει στον ώμο.
Ο Ριγκό!
Ο Ραούλ Ριγκό με στολή λοχαγού. Δε θα τον ξαναδώ πια μ' αυτό το κοστούμι έως τις 24 του Μάη, λίγη ώρα πριν πέσει με το κεφάλι τρυπημένο, στο οδόφραγμα Ρουαγίν Κολάρ.
- Ανέβα μαζί μας!
- Μα δεν είμαι στην Κομμούνα...
- Οπωσδήποτε έλα...
Τον ακολουθάω ανάμεσα από πλήθος στρατιώτες. Ανεβαίνουμε στο πρώτο πάτωμα. Αίθουσα του θρόνου. Τα όπλα είναι σε δέσμες.
Οι τοίχοι είναι ακόμα τρυπημένοι από τις σφαίρες της 22 του Γενάρη.
Γύρω από το μεγάλο τραπέζι, οι εκλεγμένοι άρχισαν να μαζεύονται. Ο Αρνού, ο Γκρουσέ, ο Βαλέλ. Πάνω σε μια καρέκλα ο Ντελεκλιούζ. Ο Λουγκέ, ο παλιός μου διοικητής του 248. Ο Τριντόν, σκυμμένος, με το ειρωνικό και πονεμένο του χαμόγελο. Περπατάει με κόπο στηριγμένος στο ραβδί του...
Σφίγγω ολωνών τα χέρια.
Πρέπει να ξανακατέβω στην πλατεία.
Πάνω στην εξέδρα είναι μαζεμένα όλα τα μέλη της χτεσινής εξουσίας και της καινούριας. Η Κεντρική Επιτροπή και η Κομμούνα. Η φούχτα των στασιαστών και η φούχτα των άγνωστων.
Κοντά μου μια ομάδα. Ο άντρας με στολή εθνοφρουράς. Η γυναίκα κρατάει από το χέρι έναν πιτσιρίκο τριών - τεσσάρων χρόνων. Ο άντρας εξηγεί στη συντρόφισσά του το θέαμα αυτό που την τυφλώνει. Ονομάζει αυτούς που ξέρει.
- Κοίτα, βλέπεις κείνον τον ψηλό με το γένι, με τα μεγάλα μάτια και τα γκρίζα πυκνά μαλλιά; Είναι ο Φέλιξ Πιγιά που έχουμε το πορτρέτο σπίτι μας. Ο άλλος με την άσπρη γενειάδα, με το κουρασμένο ύφος, με το αυστηρό πρόσωπο, είναι ο Ντελεκλιούζ. Εκείνος ο ψηλός, όρθιος με το πηλήκιο του λοχαγού είναι ο Προτό, ο υπερασπιστής του Μεζί στη δίκη του Μπλουά. Ο άλλος με τα μουστάκια, ο Κλεμάν, ξέρεις, αυτός που έχει κάνει το τραγούδι «καιρός για τα κεράσια». Α! Τι όμορφα θα πάνε τα πράματα μ' αυτούς τους διαβολάνθρωπους!
- Σήκωσε λιγάκι το μικρό να δει κι αυτό. Αυτές οι μέρες μαρκάρονται στην ύπαρξή μας.
Και ονόμαζε κι άλλους ακόμα της Διεθνούς που ήτανε ίσως μέλος της. Τον Μαλόν, τον Βαρλέν, τον Αβριάλ. Υστερα τον Φλουράντ, που τον είχε ακούσει σε δημόσιες συγκεντρώσεις, τον Ντιβάλ, τον Φερέ.
- Εκείνος ο άλλος γέρος με το άσπρο γένι είναι ο κ. Μπεσλιέ, ένας πλούσιος που ήρθε μαζί μας, ένας παλιός φίλος του Προυντόν.
Και άξαφνα:
- Να ο καλύτερος. Κοίτα, βλέπεις, καθισμένος, με πρόσωπο σαν λάμα μαχαιριού, με τα βαθουλωμένα του μάτια και τα αδύνατα χείλια. Πώς υπόφερε! Ολη τη ζωή του στη φυλακή. Θα σου δώσω να το διαβάσεις αυτό. Η γυναίκα του πέθανε όταν αυτός ήταν στο Μον Σεν Μισέλ. Ενας αληθινός μάρτυρας, ο πολίτης Μπλανκί.
- Γελιέστε, πολίτη, λέω επεμβαίνοντας. Δεν είναι ο Μπλανκί αυτός που βλέπετε. Ο Μπλανκί πιάστηκε στο σπίτι του ανεψιού του στο Λο. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη φυλακή του Φιζάκ.
- Τον πιάσανε! Αυτόν... Δε θα 'ναι στην Κομμούνα!
Και είδα σαν ένα πέπλο λύπης να σκεπάζει ξαφνικά το χαρούμενο λίγο πριν πρόσωπο. Το ζευγάρι απομακρύνθηκε. Στην εξέδρα ένα μέλος της Κομμούνας μιλούσε, μα τα λόγια του χανότανε στο θόρυβο που μεγάλωνε.
Οι μουσικές ξανάρχισαν να παίζουν. Το κανόνι ξαναβρόντηξε. Από το πλήθος ξανασηκώθηκε μια φοβερή φωνή, ένα «ζήτω η Κομμούνα», τόσο δυνατή που έκανε να ταραχτεί ο αέρας και να κινηθούν οι σημαίες που στόλιζαν το χτίριο.
Οι λόχοι αποχωρούσαν. Τη νύχτα παρέλαυναν ακόμα. Εβλεπε κανένας χέρια να τεντώνονται προς την εξέδρα. Αλλοι να πλησιάζουν. Στόματα φώναζαν ακόμα και πάντα «ζήτω η Κομμούνα», ώσπου να χάνεται η φωνή.
Επιτέλους, η πλατεία άδειασε. Τα παράθυρα του Δημαρχείου φωτιστήκανε. Η Κομμούνα εγκαθιδρύθηκε.
Ξαναπήρα το δρόμο Κρουασάν. Στην πόρτα του τυπογραφείου, διασταυρώθηκα με μια ομάδα στρατιώτες, που στη μέση μιλούσε ένας υπολοχαγός του 248. Διηγιότανε τι είδε στην πλατεία του Δημαρχείου. Ηταν ακριβώς κάτω από την εξέδρα. Μπόρεσε, πιο τυχερός από μένα, να ακούσει τους λόγους.
- Ο Ρανβιέ μίλησε.
- Και τι είπε; τον ρώτησα.
- Είπε... είπε... πως ανακηρύχτηκε η Κομμούνα... Δεν είναι αρκετό αυτό; Και ύστερα απαντήσαμε:
- Θα την υπερασπίσουμε ως το θάνατο!
Και ενθουσιασμένος:
- Ναι, ως το θάνατο!
Ξανανέβηκα στο γραφείο μου στον «Μπαρμπα - Ντουσέν».
Από όλες τις ταράτσες, από όλα τα παράθυρα βγαίνανε φωνές:
- Ζήτω η Κομμούνα!
Αγνωστοι αγκαλιάζονταν, συνεπαρμένοι από ένα είδος παραλήρημα.
Οταν ύστερα από εννιά χρόνων απουσία η αμνηστία μού ξανάνοιξε τις πόρτες του Παρισιού, η πρώτη μου επίσκεψη ήταν γι' αυτό το Δημαρχείο, που το είχα μισοϊδεί για τελευταία φορά στη μάχη κόκκινο και αναμμένο σαν καυτό σίδερο.
Στο μάκρος αυτών των τοίχων που είχαν μαυρίσει από την πυρκαγιά, σ' αυτά τα πεσμένα κουφώματα που είχα παρακολουθήσει το αξέχαστο θέαμα της 28 του Μάρτη 1871, ζητούσα με το μάτι τις ανθρώπινες μυρμηγκιές που είχανε στεγάσει τη μέρα της ανακήρυξης της Κομμούνας. Ακουγα ακόμα το φοβερό μούγκρισμα του πλήθους που ζητωκραύγαζε τους εκλεγμένους, την ώρα που το κανόνι βροντούσε και που πάνω από θάλασσα κεφάλια κυμάτιζαν οι κόκκινες σημαίες.
*Ο συγγραφέας Μαξ. Βιγιόμ ήταν συντάχτης της εφημερίδας «Μπαρμπα-Ντουσέν», που έβγαινε πριν και τον καιρό της Κομμούνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου