7 Αυγ 2012

ΜΕΓΑΛΑ ΜΟΥΣΕΙΑ Επαρση και σκοπιμότητες


ΜΕΓΑΛΑ ΜΟΥΣΕΙΑ
Επαρση και σκοπιμότητες
Πλευρές της κοινής συμφωνίας των μεγάλων μουσείων του κόσμου για τη μη επιστροφή αντικειμένων των συλλογών τους στις χώρες προέλευσης
Η Αφροδίτη της Μήλου (Λούβρο)
«Μόνο εδώ μπορεί να γίνει αντιληπτή η παγκόσμια σημασία των Γλυπτών» (Νιλ Μακγκρέγκορ, διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου).
«Η γραμμή μας για την επιστροφή των Μαρμάρων αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα»(Ευάγγελος Βενιζέλος, υπουργός Πολιτισμού).
Μεταξύ αυτών των δύο φράσεων μπορεί να πει κανείς πως περικλείεται όλο το πρόσφατο μέρος της «εκστρατείας» του ελληνικού κράτους για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα. Από τη μια πλευρά υπάρχει η γνωστή, αποικιοκρατικού τύπου, «εμμονή» των Αγγλων, η οποία βέβαια σχετίζεται και με τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα του Βρετανικού Μουσείου, το οποίο δε θέλει φυσικά να χάσει το σπουδαιότερο από τα εκθέματά του. Από την άλλη υπάρχει η γνωστή αναγωγή στη σφαίρα του «συμβολικού» από τις ελληνικές κυβερνήσεις, της «επανασύστασης» του Παρθενώνα, μέσω της επιστροφής των κομματιών της μετόπης του.
Για να είμαστε ακριβείς, ο υπουργός εννοεί με την παραπάνω δήλωσή του το μεγάλο υποστηρικτικό εύρος που όντως έχει λάβει το ελληνικό αίτημα στους κόλπους της διεθνούς κοινότητας των πανεπιστημιακών, των αρχαιολόγων, αλλά και ορισμένων πολιτικών, ακόμη και κυβερνήσεων. Οσο μάλιστα πλησιάζουμε προς το 2004, η ελληνική κυβέρνηση έχει συμπεριλάβει τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο «οπλοστάσιο» των επιχειρημάτων της. Σε αυτό το «οπλοστάσιο» συμπεριλαμβάνεται και το αμαρτωλό Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, το οποίο θα στεγάσει (;) τα επαναπατρισθέντα Γλυπτά αν και όποτε επιστραφούν. Το ότι τα Γλυπτά θα στεγαστούν πάλι σε μουσείο και δε θα ενωθούν με τον Παρθενώνα και ότι αυτό το μουσείο καταστρέφει ένα σημαντικό αρχαιολογικό χώρο, είναι σημαντικά μεν σημεία, αλλά όχι του παρόντος.
«Δεν παίρνετε τίποτα»
Τμήμα των Γλυπτών του Παρθενώνα στο Βρετανικό Μουσείο
Επί του παρόντος ενδιαφέρει η δημοσιότητα που έχει λάβει αυτή η διαμάχη, σε σχέση με τηνανακοίνωση, το Δεκέμβρη, της συμφωνίας που συνυπέγραψαν 18 από τα μεγαλύτερα - σε περιεχόμενο και πολιτική δύναμη -μουσεία του κόσμου, η ουσία της οποίας είναι η εξής: «δε δίνουμε τίποτα, σε κανέναν».
Τη συμφωνία υπογράφουν: Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγου (ΗΠΑ), Κρατικό Μουσείο Βαυαρίας - Παλιά και Νέα Πινακοθήκη (ΟΔΓ), Κρατικό Μουσείο Βερολίνου (ΟΔΓ), Μουσείο Τέχνης Κλίβελαντ (ΗΠΑ), Μουσείο Γκέτι Λος Αντζελες (ΗΠΑ), Μουσείο Γκούγκενχάιμ Νέας Υόρκης (ΗΠΑ), Μουσείο Τέχνης Λος Αντζελες, Λούβρο (Γαλλία), Μητροπολιτικό Μουσείο Νέας Υόρκης, Μουσείο Καλών Τεχνών Βοστόνης (ΗΠΑ), Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Νέας Υόρκης, «Opificio delle Pietre Dure» Φλωρεντίας (Ιταλία), Μουσείο Τέχνης Φιλαδέλφειας (ΗΠΑ), Πράδο (Ισπανία), Rijksmuseum (Αμστερνταμ, Ολλανδία), Ερμιτάζ (Ρωσία), Τίσεν (Ισπανία), Μουσείο Αμερικανικής Τέχνης Γουίτνεϊ (Ν. Υόρκη).
Πολλά ακόμη μουσεία έσπευσαν να δηλώσουν την υποστήριξή τους σε αυτήν την κίνηση, χωρίς όμως να υπογράψουν. Μεταξύ αυτών ήταν και το Βρετανικό Μουσείο, του οποίου ο διευθυντής δήλωσε, ότι τα Γλυπτά «πρέπει να παραμείνουν εδώ, αν το μουσείο θέλει να συνεχίσει να επιτυγχάνει το σκοπό του, ο οποίος είναι να δείξει τον κόσμο στον κόσμο».
Η δήλωση αυτή βρίσκεται εντός του «πνεύματος» της ανακοίνωσης, που ορισμένα σημεία της αξίζουν περισσότερης προσοχής. Οπως για παράδειγμα το σημείο το οποίο αναφέρει (σε ελεύθερη μετάφραση), ότι «το δέος όλων απέναντι στον αρχαίο πολιτισμό δε θα ήταν τόσο μεγάλο σήμερα, αν δεν υπήρχε η επίδραση των αντικειμένων που άφησε πίσω του, τα οποία αποδόθηκαν στο κοινό, μέσω της πρόσβασής του στα μεγάλα μουσεία». «Με αυτή τη θέση» - σχολιάζει ο δημοσιογράφος της ρωσικής δικτυακής εφημερίδας «Γκαζέτα», Βασίλι Μαμαντούεφ - «οι εκπρόσωποι των μουσείων φτάνουν μέχρι το τέλος», αφού υποστηρίζουν, ουσιαστικά, ότι ο αρχαίος ελληνικός πολιτισμός δε θα εκθειαζόταν σε τέτοιο βαθμό... αν τα αγάλματά του δε στέκονταν σε κάθε μουσείο του κόσμου. Δικαίως ο αρθρογράφος υπενθυμίζει το γεγονός, ότι ο αρχαιοελληνικός πολιτισμός «επανήλθε» στο διεθνές προσκήνιο με την Αναγέννηση και τη δημιουργία της βάσης για τις κλασικές σπουδές. Τα μουσεία προέκυψαν ως αποτέλεσμα και ανάγκη αυτής της διαδικασίας και όχι ως αιτία της. Σ' αυτό μπορούμε να προσθέσουμε πως η Αναγέννηση ήταν αποτέλεσμα της ιστορικής εξέλιξης των ευρωπαϊκών κοινωνιών και της ανάγκης της αστικής τάξης για υλική και πολιτική απελευθέρωση από τα δεσμά της φεουδαρχίας.
Η θέση αυτή λοιπόν της ανακοίνωσης είναι ιδεαλιστική και συνεπώς αντιδραστική στη βάση της. Δεν αναφέρεται όμως τυχαία. Σε άλλο σημείο η ανακοίνωση γράφει ότι «πρέπει να αναλογιστούμε τις καταστροφικές συνέπειες της επιστροφής, συνέπειες που υπονομεύουν το χαρακτήρα και την προσφορά αυτών που ονομάζονται διεθνή μουσεία». Αυτό μπορεί κάλλιστα να ερμηνευτεί και έτσι: «Αν αρχίσουμε να επιστρέφουμε, θα αδειάσουμε...». Ο δε διευθυντής του Βρετανικού Μουσείου ήταν πιο σαφής: «Εάν όλες οι χώρες εφάρμοζαν την πολιτική αυτή και τα μουσεία έπρεπε να επιστρέψουν τις αρχαιότητες, θα υπονομευόταν η βασική φύση αυτών των συλλογών και όλοι μας θα γινόμασταν φτωχότεροι». Ετσι το ερμήνευσε και ο Ευ. Βενιζέλος, ο οποίος είπε, ότι «δεν υπάρχει πια κανένα επιχείρημα από πλευράς Βρετανικού Μουσείου και τώρα το επιχείρημα είναι μην τυχόν και αδειάσουν τα Μουσεία από τα αντικείμενά τους». Προχώρησε όμως και πιο πέρα: «δεν υπάρχει, τουλάχιστον από ελληνικής πλευράς, κανένα τέτοιο θέμα. Υπάρχουν άλλες χώρες που θέτουν παρόμοια ζητήματα, αλλά εμείς έχουμε εστιάσει την προσοχή μας εδώ και χρόνια στο ζήτημα των Μαρμάρων του Παρθενώνα, ακριβώς λόγω της ιδιαίτερης σημασίας και του ιδιαίτερου χαρακτήρα τους». Το ότι θα εστιάζαμε ως χώρα μόνο στα δικά μας αρχαία είναι αυτονόητο. Δεν ξέρουμε όμως τι θα σκέφτηκαν οι Αιγύπτιοι, ας πούμε, μετά από μια τέτοια δήλωση.
Δυο μέτρα - δυο σταθμά
Πάντως, η ανακοίνωση κάνει και ένα διαχωρισμό σε ό,τι αφορά στις πιθανότητες επιστροφής κάποιου αντικειμένου. Ετσι εστιάζει την προσοχή στα έργα που πιθανόν να κλάπηκαν από τους ναζί. Για τα «μάτια του κόσμου» γίνεται και μια αναφορά στην «πάταξη» του λαθρεμπορίου, αλλά αμέσως μετά ξεκαθαρίζεται ότι τα έργα τέχνης που έχουν «βρεθεί» στα μουσεία από αιώνες μέχρι και δεκάδες χρόνια πριν, «αποκτήθηκαν κάτω από τελείως διαφορετικές συνθήκες από τις σημερινές». Με λίγα λόγια: ό,τι κλέβεται σήμερα αποτελεί αντικείμενο λαθρεμπορίου. Ο,τι κλάπηκε πριν έναν αιώνα είναι «περασμένα - ξεχασμένα» για τα μουσεία!
Αυτή η λογική φαίνεται και είναι κυνική γιατί σχετίζεται με τις ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κρατών. Οταν λοιπόν πέρυσι το Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης επέστρεψε στις αιγυπτιακές αρχές γλυπτό ηλικίας 3.300 ετών, το οποίο είχε κλαπεί πριν από 60 χρόνια από κατάστημα στην περιοχή των Πυραμίδων, δεν έχει να κάνει με καμία περίπτωση απόδοσης «δικαιοσύνης». Διότι, το ίδιο Μουσείο, επέστρεψε το 1993 στην Τουρκία 363 αντικείμενα από χρυσό και ασήμι, πίνακες και γλυπτά... μόνο αφού έχασε την υπόθεση στα δικαστήρια. Δε χρειάζεται να πούμε πως το κακόμοιρο κράτος της Μπενίν (Αφρική) έχει ελάχιστες ή καθόλου ελπίδες να βρει ανταπόκριση το αίτημά του προς το Λονδίνο και το Βερολίνο, για να του επιστρέψουν τα καταπληκτικά μπρούτζινα πτηνά του. Εξάλλου, ας θυμηθούμε τη «διαφήμιση» του FBI με αφορμή την ανεύρεση στις ΗΠΑ και επιστροφή στην Ελλάδα των κλεμμένων συλλογών του Αρχαιολογικού Μουσείου της Κορίνθου. Ας μην ξεχνάμε, ότι τα 10 από τα 18 μουσεία που υπογράφουν την ανακοίνωση βρίσκονται στις ΗΠΑ.
Αυτή η ανακοίνωση δεν «εγκαινιάζει» την εποχή της χρήσης της πολιτιστικής κληρονομιάς ως πολιτικό πλεονέκτημα. Αυτό έχει γίνει εδώ και καιρό. Δείχνει όμως την πρόθεση του ιμπεριαλισμού να διαλύσει και τις όποιες αυταπάτες υπάρχουν για το ποιος κάνει κουμάντο και στις «διαπολιτισμικές σχέσεις»...

Γρηγόρης ΤΡΑΓΓΑΝΙΔΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ