5 Αυγ 2012

ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ


ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΚΑΤΟΙΚΙΑΣ - ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΣΤΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΕΚΔΟΣΗ
Το ακόλουθο σύγγραμμα είναι η ανατύπωση τριών άρθρων που δημοσίευσα το 1872 στην «Der Volksstaat»1 της Λειψίας. Τότε ακριβώς έπεφτε στη Γερμανία η βροχή των γαλλικών δισεκατομμυρίων. Ξεπληρώνονταν κρατικά χρέη, φτιάχνονταν οχυρά και χτίζονταν στρατώνες, ανανεώνονταν τα αποθέματα σε όπλα και στρατιωτικά εφόδια. Αυξήθηκαν απότομα σε τεράστιο βαθμό τόσο τα διαθέσιμα κεφάλαια όσο και το ποσό του χρήματος που κυκλοφορούσε. Και όλα αυτά γίνονταν ίσα-ίσα την εποχή που εμφανίστηκε η Γερμανία στην παγκόσμια σκηνή όχι μονάχα ως «ενωμένο Ράιχ» αλλά και ως μεγάλη βιομηχανική χώρα. Τα δισεκατομμύρια έδωσαν μια ισχυρή ώθηση στη νεαρή, μεγάλη βιομηχανία. Αυτά πριν απ' όλα προκάλεσαν μετά από τον πόλεμο τη σύντομη εκείνη και πλούσια σε αυταπάτες περίοδο άνθισης και, αμέσως μετά, το 1873-1874, το μεγάλο κραχ, που απέδειξε ότι η Γερμανία είναι βιομηχανική χώρα ικανή να βγει στην παγκόσμια αγορά.
Η περίοδος που μια παλιά πολιτισμένη χώρα περνάει από τη μικροεπιχείρηση στη μεγάλη βιομηχανία, όταν μάλιστα το πέρασμα αυτό επιταχύνεται από τόσο ευνοϊκές συνθήκες, είναι επίσης και περίοδος «στενότητας κατοικίας». Από τη μια, μάζες από εργάτες της υπαίθρου τραβιούνται απότομα στις μεγάλες πόλεις που αναπτύσσονται σε βιομηχανικά κέντρα. Από την άλλη, η πολεοδομική διαρρύθμιση αυτών των παλιών πόλεων δεν ανταποκρίνεται πια στις συνθήκες της νέας μεγάλης βιομηχανίας, ούτε και στις αντίστοιχες μ' αυτήν συγκοινωνιακές ανάγκες. Πλαταίνουν τους δρόμους και ανοίγουν καινούργιους. Σιδηρόδρομοι περνάνε μέσα από τις πόλεις. Την ίδια στιγμή που οι εργάτες συρρέουν σωρηδόν στις πόλεις, κατεδαφίζουν κατά μάζες τις εργατικές κατοικίες. Απ' αυτό προέρχεται η απότομη στενότητα σε κατοικίες για τους εργάτες, καθώς και για τους μικρέμπορους και τους μικροεπαγγελματίες που εξαρτώνται από την εργατική πελατεία. Αυτή η έλλειψη κατοικιών είναι άγνωστη σε πόλεις που από την αρχή δημιουργήθηκαν ως βιομηχανικά κέντρα, όπως στο Μάντσεστερ, στο Λιντζ, στο Μπράντφορντ, στο Μπάρμεν Ελμπερφελντ. Αντίθετα, στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, στη Βιέννη παρουσιάστηκε με οξεία μορφή και συνεχίζεται συνήθως ως χρόνια κατάσταση.
Αυτή η στενότητα κατοικίας, αυτό το σύμπτωμα της συντελούμενης βιομηχανικής επανάστασης στη Γερμανία, που παρουσιάστηκε σε οξεία μορφή, γέμιζε τότε τον Τύπο με πραγματείες για το «ζήτημα της κατοικίας» και έδωσε την αφορμή σε κάθε είδους κοινωνικούς κομπογιαννιτισμούς. Μια σειρά τέτοια άρθρα καταχωρήθηκαν και στην «Der Volksstaat». Ο ανώνυμος συγγραφέας, που αργότερα αποκαλύφθηκε ότι είναι ο κύριος -Δρ της ιατρικής- Α. Μίλμπεργκερ από τη Βιρτεμβέργη, θεώρησε κατάλληλη την ευκαιρία να εξηγήσει στους Γερμανούς εργάτες, σχετικά με το ζήτημα αυτό, τις θαυματουργές ενέργειες της κοινωνικής πανάκειας του Προυντόν. Οταν έκφρασα στη σύνταξη της «Der Volksstaat» την έκπληξή μου για τη δημοσίευση αυτών των περίεργων άρθρων, με παρακάλεσαν να απαντήσω, πράγμα που το έκανα (βλ. το πρώτο μέρος: «Πώς ο Προυντόν λύνει το ζήτημα της κατοικίας»). Στη σειρά αυτή των άρθρων μου πρόσθεσα μια δεύτερη σειρά όπου, με βάση μια μελέτη του Δρ Εμίλ Ζαξ, εξέτασα τη φιλανθρωπική - αστική αντίληψη του ζητήματος. (Δεύτερο μέρος: «Πώς η αστική τάξη λύνει το ζήτημα της κατοικίας».) Υστερα από μακρόχρονο διάλειμμα μου έκανε την τιμή ο Δρ Μίλμπεργκερ να απαντήσει στα άρθρα μου, πράγμα που με ανάγκασε να ανταπαντήσω. (Τρίτο μέρος: «Συμπληρωματικά για τον Προυντόν και το ζήτημα της κατοικίας».) Με αυτό τέλειωσε και η πολεμική και η ιδιαίτερη απασχόλησή μου μ' αυτό το ζήτημα. Αυτή είναι η ιστορία για το πώς γεννήθηκαν αυτές οι τρεις σειρές άρθρα που εκδόθηκαν επίσης σε ξεχωριστό βιβλιαράκι. Αν τώρα χρειάζεται να γίνει νέα ανατύπωση, αυτό χωρίς αμφιβολία το χρωστάω στην καλοπροαίρετη φροντίδα της κυβέρνησης του Ράιχ, που με την απαγόρευσή της βοήθησε όπως πάντα πάρα πολύ την κυκλοφορία του έργου μου και στην οποία με την ευκαιρία αυτή εκφράζω ευσεβάστως τις ευχαριστίες μου.
Για τη νέα ανατύπωση θεώρησα το κείμενο, έκανα μερικές συμπληρώσεις, πρόσθεσα παρατηρήσεις και διόρθωσα στο πρώτο μέρος ένα μικρό οικονομολογικό λάθος, αφού δεν το ανακάλυψε δυστυχώς ο αντίπαλος μου Δρ. Μίλμπεργκερ.
Με την ευκαιρία αυτής της θεώρησης συναισθάνομαι καλά τις γιγάντιες προόδους που έκανε το διεθνές εργατικό κίνημα στα τελευταία δεκατέσσερα χρόνια. Την εποχή εκείνη ήταν ακόμα γεγονός ότι «εδώ και είκοσι χρόνια οι εργάτες των χωρών που μιλούν λατινικές γλώσσες δεν είχαν άλλη πνευματική τροφή εκτός από τα έργα του Προυντόν», και εν πάση περιπτώσει την ακόμα πιο μονόπλευρη έκθεση του προυντονισμού από τον πατέρα του «αναρχισμού» Μπακούνιν, που έβλεπε στον Προυντόν «το δάσκαλο ολωνών μας» (notre maitre a nous tour).
Οσο κι αν οι προυντονιστές στη Γαλλία δεν ήταν παρά μια μικρή αίρεση μέσα στους εργάτες, ήταν ωστόσο οι μόνοι που είχαν ένα πρόγραμμα με ακρίβεια διατυπωμένο και μπόρεσαν την εποχή της Κομμούνας να πάρουν στα χέρια τους την καθοδήγηση του οικονομικού τομέα. Στο Βέλγιο, ο προυντονισμός επικρατούσε αναμφισβήτητα ανάμεσα στους βαλλόνους εργάτες, ενώ στην Ισπανία και στην Ιταλία, εκτός από πολύ ελάχιστες εξαιρέσεις, στο εργατικό κίνημα όσοι δεν ήταν αναρχικοί ήταν αναντίρρητα προυντονιστές. Και σήμερα; Στη Γαλλία οι εργάτες ξεμπέρδεψαν ολότελα με τον Προυντόν, που έχει ακόμα οπαδούς μόνο ανάμεσα στους ριζοσπάστες αστούς και τους μικροαστούς, που ως προυντονιστές αυτοκαλούνται και «σοσιαλιστές», τους οποίους όμως τους καταπολεμάνε εντονότατα οι σοσιαλιστές εργάτες. Στο Βέλγιο, οι Φλαμανδοί παραγκώνισαν τους βαλλόνους από την ηγεσία του κινήματος, παραμέρισαν τον προυντονισμό και ανέβασαν πάρα πολύ το κίνημα. Στην Ισπανία και στην Ιταλία η αναρχική πλημμυρίδα του 1870-1880 υποχώρησε παρασέρνοντας μαζί και τα υπολείμματα του προυντονισμού. Κι αν στην Ιταλία το νέο κόμμα βρίσκεται ακόμα στο στάδιο του ξεκαθαρίσματος και του σχηματισμού του, στην Ισπανία ο μικρός πυρήνας, που ως Nueva Federation Madrilena (Νέα Ομοσπονδία της Μαδρίτης) στάθηκε πιστός στο Γενικό Συμβούλιο της Διεθνούς, εξελίχτηκε σε ένα: γερό κόμμα που, όπως φαίνεται από τον ίδιο το δημοκρατικό Τύπο, υποσκάπτει πολύ πιο αποτελεσματικά την επιρροή των αστών δημοκρατών ανάμεσα στους εργάτες απ' ό,τι μπόρεσαν να το πετύχουν ποτέ προηγούμενα οι θορυβώδεις αναρχικοί πρόδρομοί του. Στη θέση των ξεχασμένων έργων του Προυντόν μπήκαν τώρα στους εργάτες των λατινικών χωρών «Το Κεφάλαιο», το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο» και μια ολόκληρη σειρά έργα της μαρξιστικής σχολής, και το κύριο σύνθημα του Κ. Μαρξ ότι: Η κατάκτηση όλων των μέσων παραγωγής στο όνομα της κοινωνίας από το προλεταριάτο που ανέβηκε και πήρε μόνο του την πολιτική εξουσία είναι σήμερα στις λατινικές χώρες το αίτημα όλης της επαναστατικής εργατικής τάξης.
Αν λοιπόν ο προυντονισμός έχει εκτοπιστεί οριστικά και από τους εργάτες των λατινικών χωρών, αν με τον πραγματικό του προορισμό υπηρετεί μόνο τους Γάλλους, Ισπανούς, Ιταλούς και Βέλγους αστούς ριζοσπάστες ως έκφραση των αστικών και μικροαστικών πόθων τους, τότε για ποιο λόγο να ξαναγυρίσουμε πάλι σ' αυτόν; Για ποιο λόγο να καταπολεμήσουμε ξανά έναν πεθαμένο αντίπαλο με την ανατύπωση αυτών των άρθρων;
Πρώτο, γιατί αυτά τα άρθρα δεν περιορίζονται μόνο σε μια απλή πολεμική ενάντια στον Προυντόν και στο Γερμανό εκπρόσωπό του. Με τον καταμερισμό της δουλειάς που είχε γίνει ανάμεσα στον Κ. Μαρξ και σε μένα, είχα αναλάβει να υποστηρίξω τις απόψεις μας στον περιοδικό Τύπο, δηλαδή κυρίως τον αγώνα ενάντια στις αντίπαλες απόψεις, για να έχει ο Κ. Μαρξ καιρό να επεξεργαστεί το μεγάλο κύριο έργο του. Αναγκαζόμουν έτσι να εκθέτω τις περισσότερες φορές τον τρόπο της αντίληψής μας, σε αντίθεση με τις άλλες αντιλήψεις, σε μορφή πολεμικής. Αυτό έγινε και δω. Το 1ο και το 3ο μέρος δεν περιέχουν μόνο μια κριτική της προυντονικής αντίληψης του ζητήματος, μα και την έκθεση της δικής μας άποψης.
Δεύτερο, ο Προυντόν έχει παίξει στην ιστορία του ευρωπαϊκού εργατικού κινήματος έναν τόσο πολύ σημαντικό ρόλο, που δεν μπορεί στα καλά καθούμενα να ξεχαστεί. Στη θεωρία αντικρουσμένος, στην πράξη παραγκωνισμένος, διατηρεί το ιστορικό του ενδιαφέρον. Εκείνος που ασχολείται κάπως λεπτομερειακά με το σύγχρονο σοσιαλισμό πρέπει να γνωρίσει και τις «ξεπερασμένες απόψεις» του κινήματος. «Η Αθλιότητα της Φιλοσοφίας» του Κ. Μαρξ εκδόθηκε πολλά χρόνια προτού ο Προυντόν διατυπώσει τις πρακτικές του προτάσεις για τη μεταρρύθμιση της κοινωνίας. Ο Κ. Μαρξ μπόρεσε εδώ να ανακαλύψει σε εμβρυακή κατάσταση και να κριτικάρει μόνο την προυντονική τράπεζα ανταλλαγών. Από την άποψη αυτή λοιπόν το έργο του Κ. Μαρξ συμπληρώνεται με τούτη την εργασία, δυστυχώς όμως με αρκετές ατέλειες. Ο Κ. Μαρξ θα το είχε κάνει αυτό πολύ καλύτερα και πιο εύστοχα.
Τέλος, ο αστικός και μικροαστικός σοσιαλισμός αντιπροσωπεύεται ως αυτήν την ώρα γερά στη Γερμανία. Και εκπροσωπείται μάλιστα από τη μια από τους από καθέδρας σοσιαλιστές και από τους κάθε λογής φιλανθρώπους, στους οποίους μεγάλο ρόλο παίζει ακόμα η επιθυμία να κάνουν τους εργάτες ιδιοκτήτες της κατοικίας τους. Επομένως, γι' αυτούς η εργασία μου έχει πάντα τη θέση της. Από την άλλη, μέσα στο ίδιο το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, ως πάνω στην κοινοβουλευτική του ομάδα, αντιπροσωπεύεται κάποιος μικροαστικός σοσιαλισμός. Και ο μικροαστικός αυτός σοσιαλισμός βρίσκει την έκφρασή του στο γεγονός ότι, ενώ αναγνωρίζουν δικαιολογημένες τις βασικές απόψεις του σύγχρονου σοσιαλισμού και το αίτημα να μετατραπούν όλα τα μέσα παραγωγής σε κοινωνική ιδιοκτησία, δηλώνουν όμως ότι αυτό μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο σε μια μακρινή εποχή, που πρακτικά δεν μπορεί να προσδιοριστεί. Ετσι όμως περιορίζεται κανένας προς το παρόν μόνο σε δουλειά κοινωνικού μπαλώματος και ανάλογα με τις περιστάσεις μπορεί να εκδηλώσει συμπάθεια ακόμα και για τις πιο αντιδραστικές προσπάθειες, για τη λεγόμενη «ανύψωση της εργαζόμενης τάξης». Η ύπαρξη μιας τέτοιας τάσης είναι εντελώς αναπόφευκτη στη Γερμανία, την κατεξοχήν χώρα των μικροαστών και σε μία εποχή που η βιομηχανική ανάπτυξη ξεριζώνει βίαια και μαζικά αυτούς τους από παλιά ριζωμένους μικροαστούς. Είναι όμως πέρα για πέρα ακίνδυνη για το κίνημα παίρνοντας υπόψη την εξαιρετικά υγιή αντίληψη των εργατών μας, που δοκιμάστηκαν τόσο λαμπρά ίσα ίσα τα τελευταία οκτώ χρόνια στην πάλη ενάντια στο νόμο για τους σοσιαλιστές, ενάντια στην αστυνομία και τη δικαιοσύνη. Πρέπει όμως να έχουμε ξεκαθαρισμένη αντίληψη ότι υπάρχει μια τέτοια τάση. Και αν, όπως αυτό είναι αναγκαίο και μάλιστα επιθυμητό, η τάση αυτή πάρει αργότερα πιο στέρεη μορφή και πιο καθορισμένα όρια, τότε θα χρειαστεί, για τη διατύπωση του προγράμματός της, ν' ανατρέξει στους προδρόμους της και σ' αυτήν την περίπτωση δύσκολα θα είναι να παρακαμφθεί ο Προυντόν.
Η ουσία τόσο της μεγαλοαστικής όσο και της μικροαστικής λύσης του «ζητήματος της κατοικίας» είναι να γίνει ο εργάτης ιδιοκτήτης της κατοικίας του. Αυτό όμως είναι ένα σημείο που τα τελευταία είκοσι χρόνια, με τη βιομηχανική ανάπτυξη της Γερμανίας, φωτίστηκε με εντελώς ιδιόμορφο τρόπο. Σε καμιά άλλη χώρα δεν υπάρχουν τόσοι πολλοί μισθωτοί εργάτες που να είναι ιδιοκτήτες όχι μόνο της κατοικίας τους μα ακόμα και ενός περιβολιού ή χωραφιού. Ακόμα υπάρχουν και πολλοί άλλοι που έχουν σπίτι και περιβόλι ή χωράφι ως ενοικιαστές με αληθινά αρκετά εξασφαλισμένη ιδιοκτησία. Η οικιακή βιομηχανία της υπαίθρου, που γίνεται σε συνδυασμό με την κηπουρική ή τη μικρή γεωργία, αποτελεί την πλατιά βάση της νεαρής μεγάλης βιομηχανίας της Γερμανίας. Στη Δυτική Γερμανία οι εργάτες είναι κυρίως ιδιοκτήτες, στην Ανατολική κυρίως ενοικιαστές των κατοικιών τους. Το συνδυασμό αυτό της οικιακής βιομηχανίας με την κηπουρική και τη γεωργία και μαζί μ' αυτές την εξασφαλισμένη κατοικία δεν τον βρίσκουμε μόνο στα μέρη όπου ο χειροκίνητος αργαλειός ανταγωνίζεται ακόμα το μηχανοκίνητο αργαλειό: Στον Κάτω Ρήνο, στη Βεστφαλία, στα σαξονικά μεταλλικά βουνά και στη Σιλεσία. Τον βρίσκουμε παντού, όπου μια οποιαδήποτε οικιακή βιομηχανία εισχώρησε ως αγροτικό επάγγελμα, π.χ. στο Θουριγγικό Δρυμό και στην ορεινή περιοχή Ρεν. Με την ευκαιρία των διαπραγματεύσεων για το μονοπώλιο του καπνού αποκαλύφθηκε ποια έκταση έχει κιόλας πάρει η κατασκευή πούρων ως οικιακή βιομηχανία της υπαίθρου. Και όπου παρουσιάζεται μια οποιαδήποτε δύσκολη οικονομική κατάσταση στους μικροχωρικούς, όπως πριν λίγα χρόνια στο Αϊφελ, ο αστικός Τύπος αρχίζει αμέσως τις φωνές συνιστώντας την εισαγωγή μιας κατάλληλης οικιακής βιομηχανίας ως το μοναδικό μέσο σωτηρίας. Και πραγματικά, τόσο το μεγάλωμα της δυστυχίας των Γερμανών μικροχωρικών όσο και η γενική κατάσταση της γερμανικής βιομηχανίας οδηγούν αναγκαστικά στην όλο και μεγαλύτερη επέκταση της οικιακής βιομηχανίας της υπαίθρου. Αυτό είναι ένα φαινόμενο χαρακτηριστικό για τη Γερμανία. Κάτι ανάλογο βρίσκουμε στη Γαλλία μόνο σε τελείως εξαιρετική περίπτωση, όπως π.χ. στις σηροτροφικές περιοχές. Στην Αγγλία, όπου δεν υπάρχουν μικροχωρικοί, η οικιακή βιομηχανία της υπαίθρου στηρίζεται στις αγροτικές περιοχές στη δουλειά των γυναικών και των παιδιών των μεροκαματιάρηδων εργατών γης. Μόνο στην Ιρλανδία βλέπουμε την οικιακή βιομηχανία κατασκευής φορεμάτων να γίνεται, όπως και στη Γερμανία, από πραγματικές οικογένειες χωρικών. Φυσικά δε γίνεται εδώ λόγος για τη Ρωσία και για άλλες χώρες που δεν αντιπροσωπεύονται στην παγκόσμια βιομηχανική αγορά.
Ετσι, σε εκτεταμένες περιοχές της Γερμανίας επικρατεί σήμερα στη βιομηχανία μια κατάσταση που από πρώτη ματιά μοιάζει με την κατάσταση που επικρατούσε γενικά πριν εισαχθούν οι μηχανές. Αυτό όμως μονάχα από πρώτη ματιά. Η συνδυασμένη με την κηπουρική και τη γεωργία οικιακή βιομηχανία στις αγροτικές περιοχές όπως γινόταν παλιά, ήταν, τουλάχιστον στις βιομηχανικά προηγμένες χώρες, η βάση για μια από υλική άποψη υποφερτή, σε μερικά μάλιστα μέρη και άνετη, κατάσταση της εργαζόμενης τάξης, μα ταυτόχρονα και η βάση της πνευματικής και πολιτικής τους μηδαμινότητας. Το προϊόν της χειροτεχνίας και τα έξοδα της παραγωγής του καθόριζαν την τιμή αγοράς αλλά με την ελάχιστη σε σύγκριση με σήμερα παραγωγικότητα της εργασίας, οι αγορές κατανάλωσης μεγάλωναν πιο γρήγορα από την προσφορά. Αυτό ίσχυε στα μέσα του περασμένου αιώνα για την Αγγλία και εν μέρει για τη Γαλλία και ιδιαίτερα για την υφαντουργική βιομηχανία. Ομως τελείως διαφορετική παρουσιαζόταν η κατάσταση στη Γερμανία, που κάτω από πολύ δυσμενείς συνθήκες προσπαθούσε να αναλάβει ύστερα από την ερήμωση του τριαντάχρονου πολέμου. Η υφαντουργία λινών, που ήταν η μόνη οικιακή βιομηχανία που εργαζόταν για την παγκόσμια αγορά, πιεζόταν σε τέτοιο βαθμό από τους φόρους και τα φεουδαρχικά βάρη, που δε βοηθούσε τον υφαντουργό - χωρικό να ανυψωθεί πάνω από το πολύ χαμηλό επίπεδο των άλλων χωρικών. Ωστόσο, είχε τότε ο βιομηχανικός εργάτης της υπαίθρου μια σχετικά εξασφαλισμένη ύπαρξη.
Με την εισαγωγή των μηχανικών μέσων, όλα αυτά άλλαξαν. Η τιμή καθοριζόταν τώρα από το προϊόν της μηχανής και μαζί με την τιμή αυτή έπεσε και ο μισθός του εργάτη της οικιακής βιομηχανίας. Και ο εργάτης έπρεπε να τον δεχτεί ή να ζητήσει άλλη δουλειά, αυτό όμως δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς να γίνει προλετάριος, χωρίς δηλαδή να εγκαταλείψει το σπιτάκι του, το περιβολάκι του και το χωραφάκι του, αδιάφορο αν ήταν δικά του ή τα είχε με ενοίκιο. Και αυτό δεν το ήθελε, παρά μόνο σε πολύ σπάνιες περιπτώσεις. Ετσι η καλλιέργεια του περιβολιού και του χωραφιού από τους παλιούς χειροτέχνες υφαντουργούς της υπαίθρου έγινε αιτία να παραταθεί παντού τόσο πολύ ο αγώνας του χειροκίνητου αργαλειού με το μηχανοκίνητο αργαλειό, ένας αγώνας που δεν τελείωσε ακόμα στη Γερμανία. Σ' αυτόν τον αγώνα φάνηκε για πρώτη φορά, ιδιαίτερα στην Αγγλία, ότι το ίδιο περιστατικό που προηγούμενα αποτελούσε τη βάση για μια σχετική ευημερία των εργατών - δηλαδή το περιστατικό ότι ο εργάτης είναι ιδιοκτήτης των μέσων της παραγωγής του - είχε γίνει τώρα γι' αυτούς εμπόδιο και δυστύχημα. Στη βιομηχανία ο μηχανοκίνητος αργαλειός εκτόπισε το χειροκίνητο αργαλειό του, στη γεωργία η μεγάλη καλλιέργεια εκτόπισε τη μικροεπιχείρησή του. Και ενώ και στους δυο αυτούς τομείς της παραγωγής η συνδυασμένη εργασία των πολλών και η εφαρμογή των μηχανικών μέσων και της επιστήμης έγιναν κοινωνικός κανόνας, τον εργάτη αυτόν τον καθήλωσαν το σπιτάκι του, το περιβολάκι του, το χωραφάκι του και ο χειροκίνητος αργαλειός του στην απαρχαιωμένη μέθοδο της ατομικής παραγωγής και της χειροτεχνίας. Η ιδιοκτησία του σπιτιού και του περιβολιού είχε τώρα πολύ λιγότερη αξία από την απεριόριστη ελευθερία κίνησης (vogelfreie beweglichkeit). Κανένας εργοστασιακός εργάτης δε θα ήθελε να ανταλλάξει τη θέση του με τη θέση του χειροτέχνη υφαντουργού της υπαίθρου που πέθαινε από την πείνα αργά αλλά σίγουρα.
Η Γερμανία εμφανίστηκε αργά στην παγκόσμια αγορά. Η μεγάλη μας βιομηχανία, που χρονολογείται από το 1840, πήρε την πρώτη της ώθηση με την επανάσταση του 1848 και μπόρεσε τότε μόνο να αναπτυχθεί πλήρως, όταν οι επαναστάσεις του 1866 και 1870 παραμέρισαν τουλάχιστον τα μεγαλύτερα πολιτικά εμπόδια από το δρόμο της. Βρήκε όμως την παγκόσμια αγορά στο μεγαλύτερο της μέρος πιασμένη. Τα είδη μαζικής κατανάλωσης τα προμήθευε η Αγγλία, τα κομψά είδη πολυτελείας η Γαλλία. Τα πρώτα δεν μπορούσε να τα ανταγωνιστεί η Γερμανία στην τιμή, τα δεύτερα στην ποιότητα. Δεν έμεινε έτσι τίποτε άλλο, παρά, σύμφωνα με το δρόμο που είχε ακολουθήσει η γερμανική παραγωγή, να εισχωρήσει στην παγκόσμια αγορά στην αρχή με είδη που για τους Αγγλους ήταν πολύ εξευτελισμένα και για τους Γάλλους πολύ ψωραλέα. Η προσφιλής στους Γερμανούς συνήθεια της απάτης, να στέλνουν δηλαδή στην αρχή καλά δείγματα και κατόπιν εμπόρευμα κακής ποιότητας, τιμωρήθηκε βέβαια γρήγορα και πολύ σκληρά στη διεθνή αγορά και έτσι ξέπεσε αρκετά. Από την άλλη, ο συναγωνισμός της υπερπαραγωγής έσπρωξε σιγά σιγά και αυτούς τους θετικούς Εγγλέζους στον κατηφορικό δρόμο της χειροτέρευσης της ποιότητας και αυτό βοήθησε τους Γερμανούς που είναι σ' αυτό το πεδίο άφθαστοι. Ετσι φτάσαμε τελικά στο σημείο ν' αποκτήσουμε μεγάλη βιομηχανία και να παίζουμε το ρόλο μας στην παγκόσμια αγορά. Ομως η μεγάλη μας βιομηχανία εργάζεται σχεδόν αποκλειστικά για την εσωτερική αγορά (εκτός από τη σιδηροβιομηχανία που παράγει πολύ περισσότερα από τις ντόπιες ανάγκες). Και η μαζική μας εξαγωγή αποτελείται από άπειρα μικροπράγματα, για τα οποία η μεγάλη βιομηχανία το πολύ πολύ προμηθεύει τα μισοκατεργασμένα είδη, που όμως με τη σειρά τους τα προμηθεύει στο μεγαλύτερό τους μέρος η αγροτική οικιακή βιομηχανία.
Και δω φαίνεται καθαρά τι σημαίνει για το σύγχρονο εργάτη η «ευλογία» της κατοχής σπιτιού και γης. Πουθενά, χωρίς να εξαιρέσουμε σχεδόν ούτε κι αυτήν την ιρλανδική οικιακή βιομηχανία, δεν πληρώνονται τόσο χαμηλά μεροκάματα όσο στη γερμανική οικιακή βιομηχανία. Ο συναγωνισμός επιτρέπει στον κεφαλαιοκράτη ν' αφαιρεί από την τιμή της εργατικής δύναμης ό,τι βγάζει με τη δουλειά της η οικογένεια από το περιβολάκι και το χωραφάκι της. Οι εργάτες είναι υποχρεωμένοι να δεχτούν οποιαδήποτε αμοιβή με το κομμάτι, γιατί αλλιώς δε θα πάρουν τίποτε άλλο και δεν μπορούν να ζήσουν μόνο με το εισόδημα της γης που έχουν. Και γιατί από την άλλη, ίσα-ίσα αυτή η καλλιέργεια και η ιδιοκτησία της γης τούς καθηλώνουν στον τόπο τους, τους εμποδίζουν να κοιτάξουν να βρουν άλλη δουλειά. Και αυτή είναι η αιτία που μπορεί η Γερμανία να συναγωνίζεται στη διεθνή αγορά σε μια ολόκληρη σειρά από μικροείδη. Ολόκληρο το κέρδος του κεφαλαίου βγαίνει από τη μείωση τον κανονικού μισθού της εργασίας και έτσι ολόκληρη η υπεραξία μπορεί να χαρίζεται στον αγοραστή. Αυτό είναι το μυστικό της καταπληκτικής φτήνιας των περισσότερων γερμανικών ειδών εξαγωγής.
Και το περιστατικό αυτό είναι εκείνο που, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, κρατάει και σε άλλους βιομηχανικούς τομείς τους μισθούς εργασίας και το βιοτικό επίπεδο των εργατών στη Γερμανία κάτω απ' το επίπεδο των δυτικοευρωπαϊκών χωρών. Το μολυβένιο βάρος αυτών των τιμών της εργασίας, που από παράδοση κρατιούνται πολύ πιο κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης, κατεβάζει και τα μεροκάματα των εργατών των πόλεων και ακόμα και των μεγαλουπόλεων κάτω από την αξία της εργατικής δύναμης. Και αυτό γίνεται τόσο περισσότερο όσο στη θέση της παλιάς χειροτεχνίας μπήκε και στις πόλεις η κακοπληρωμένη οικιακή βιομηχανία, που και εδώ κατεβάζει το γενικό επίπεδο των μισθών.
Εδώ το βλέπουμε καθαρά: Αυτό που σε μια προηγουμένη ιστορική βαθμίδα ήταν η βάση για σχετική ευημερία των εργατών, ο συνδυασμός της γεωργίας και της βιομηχανίας, η ιδιοκτησία σπιτιού και περιβολιού και χωραφιού, η εξασφάλιση της κατοικίας, αυτά με την κυριαρχία της μεγάλης βιομηχανίας γίνονται σήμερα όχι μόνο τα χειρότερα δεσμά για τους εργάτες, αλλά και το μεγαλύτερο κακό για όλη την εργατική τάξη, η αιτία για μια χωρίς προηγούμενο πτώση του μισθού της εργασίας κάτω από το κανονικό του επίπεδο, και αυτό όχι μόνο για μερικούς κλάδους και για μερικές περιοχές, αλλά για όλη την εθνική επικράτεια. Δεν είναι εκπληκτικό λοιπόν ότι η τάξη των μεγαλοαστών και των μικροαστών, που ζει και πλουτίζει από αυτές τις αντικανονικές αφαιμάξεις των μισθών της εργασίας, λαχταρά τη βιομηχανία της υπαίθρου, τους εργάτες που έχουν δικό τους σπίτι και βλέπει ως μοναδικό μέσο σωτηρίας για όλες τις οικονομικές δυσκολίες των εργατικών περιοχών την εισαγωγή νέων οικιακών βιομηχανιών!
Αυτή είναι η μια όψη του ζητήματος. Εχει όμως και μια αντίθετη όψη. Η οικιακή βιομηχανία έχει γίνει η πλατιά βάση του γερμανικού εξαγωγικού εμπορίου και επομένως και όλης της μεγάλης βιομηχανίας. Ετσι έχει διαδοθεί σε μεγάλες περιοχές της Γερμανίας και καθημερινά διαδίδεται πιο πολύ. Η καταστροφή του μικρού αγρότη έγινε αναπόφευκτη από τη στιγμή που η οικιακή του βιομηχανία για την ατομική του κατανάλωση αχρηστεύτηκε από τα φτηνά έτοιμα ρούχα και από τα φτηνά προϊόντα των μηχανών και από τη στιγμή που καταστράφηκε η κτηνοτροφία του, δηλαδή η παραγωγή κοπριάς για λίπασμα, με την κατάργηση του συστήματος του Μαρκ2 (Mark Verfassung), των κοινοτικών Μαρκ3 και της υποχρεωτικής καλλιέργειας (Flurzwangs4). Η καταστροφή αυτή οδηγεί αναγκαστικά τους μικροχωρικούς που έχουν πέσει στα νύχια των τοκογλύφων στη σύγχρονη οικιακή βιομηχανία. Οπως στην Ιρλανδία η γαιοπρόσοδος του γαιοκτήμονα, έτσι και στη Γερμανία οι τόκοι του τοκογλύφου που δανείζει με υποθήκη, δεν μπορούν να πληρωθούν από το εισόδημα της γης, αλλά μόνο από το εργατικό μεροκάματο του αγρότη που δουλεύει για την οικιακή βιομηχανία. Με την επέκταση όμως της οικιακής βιομηχανίας και οι αγροτικές περιοχές, η μια ύστερα από την άλλη, τραβιούνται στη σύγχρονη βιομηχανική κίνηση. Αυτή η επαναστατικοποίηση των αγροτικών περιοχών από την οικιακή βιομηχανία απλώνει τη βιομηχανική επανάσταση στη Γερμανία σε πολύ πιο εκτεταμένες περιοχές απ' ό,τι στην Αγγλία και στη Γαλλία. Το σχετικά χαμηλό επίπεδο της βιομηχανίας μας κάνει πιο αναγκαία την επέκτασή της σε πλάτος. Αυτό εξηγεί γιατί στη Γερμανία, σε αντίθεση με την Αγγλία και τη Γαλλία, πήρε μια τέτοια τεράστια ανάπτυξη το επαναστατικό εργατικό κίνημα στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας και δεν περιορίστηκε αποκλειστικά στα βιομηχανικά κέντρα. Και αυτό πάλι εξηγεί την ήρεμη, ασφαλή και ασυγκράτητη πρόοδο του κινήματος. Είναι αυτονόητο ότι στη Γερμανία τότε μόνο θα μπορέσει να γίνει μια νικηφόρα εξέγερση στην πρωτεύουσα και στις άλλες μεγάλες πόλεις, όταν θα έχουν ωριμάσει οι συνθήκες για την ανατροπή και στις περισσότερες μικρές πόλεις και ακόμα στο μεγάλο μέρος των αγροτικών περιοχών. Με την προϋπόθεση μιας σχετικά ομαλής εξέλιξης, εμείς δεν μπορούμε ποτέ να φτάσουμε στο σημείο να πετύχουμε εργατικές νίκες σαν τις νίκες του Παρισιού του 1848 και του 1871, μα για τον ίδιο ακριβώς λόγο ούτε και μπορούμε να έχουμε ήττες της επαναστατικής πρωτεύουσας από την αντιδραστική επαρχία, όπως έπαθε το Παρίσι και στις δυο περιπτώσεις. Στη Γαλλία το κίνημα ξεκίνησε πάντα από την πρωτεύουσα, στη Γερμανία από τις περιοχές της μεγάλης βιομηχανίας, της μανιφακτούρας και της οικιακής βιομηχανίας. Μόνο αργότερα κατακτήθηκε η πρωτεύουσα, γι' αυτό ίσως και στο μέλλον διατηρήσουν οι Γάλλοι την πρωτοβουλία, ο αγώνας όμως τελικά μπορεί να κριθεί μόνο στη Γερμανία.
Αυτή όμως η οικιακή βιομηχανία της υπαίθρου και η χειροτεχνία, που με την επέκτασή τους έγιναν ο κυριότερος παραγωγικός κλάδος της Γερμανίας και που όλο και περισσότερο επαναστατικοποιεί τη γερμανική αγροτιά, είναι μόνο το προστάδιο μιας παραπέρα ανατροπής. Οπως απέδειξε ο Κ. Μαρξ (Το «Κεφάλαιο», τόμ. 1, έκδ. 3η, σελ. 484-495) σε ένα ορισμένο στάδιο ανάπτυξης θα σημάνει και γι' αυτές η ώρα του αφανισμού τους από τις μηχανές και την εργοστασιακή επιχείρηση. Και η ώρα αυτή φαίνεται ότι πλησιάζει. Αλλά καταστροφή της αγροτικής οικιακής βιομηχανίας και της μανιφακτούρας από τις μηχανές και την εργοστασιακή επιχείρηση θα σημαίνει στη Γερμανία τον αφανισμό εκατομμυρίων αγροτών παραγωγών, την απαλλοτρίωση σχεδόν των μισών Γερμανών μικροχωρικών, τη μετατροπή όχι μονάχα της οικιακής βιομηχανίας σε εργοστασιακή επιχείρηση, αλλά και της αγροτικής οικονομίας σε μεγάλη καπιταλιστική γεωργία και της μικρής ιδιοκτησίας της γης σε μεγάλα αρχοντικά αγροκτήματα - δηλαδή βιομηχανική και αγροτική επανάσταση σε όφελος του κεφαλαίου και της μεγάλης γαιοκτησίας και σε βάρος των χωρικών.
Κι αν είναι γραφτό στη Γερμανία να κάνει κι αυτήν την αλλαγή κάτω απ' τις παλιές κοινωνικές συνθήκες, τότε η αλλαγή αυτή θα γίνει οπωσδήποτε το σημείο στροφής. Και αν ίσαμε τότε δεν πάρει την πρωτοβουλία η εργατική τάξη και μιας άλλης χώρας, τότε οπωσδήποτε θ' αρχίσει η Γερμανία και τα παιδιά των χωρικών του «θαυμάσιου στρατού» θα βοηθήσουν γενναία.
Και έτσι η αστική και η μικροαστική ουτοπία, που θέλει να δώσει σε κάθε εργάτη ένα ιδιόμορφα αποκτημένο σπίτι και που θέλει έτσι να τον δέσει με μισοφεουδαρχικό τρόπο με τον κεφαλαιοκράτη του, παίρνει μια εντελώς διαφορετική μορφή. Η πραγματοποίησή της σημαίνει τη μετατροπή όλων των μικρών ιδιοκτητών μιας αγροτικής κατοικίας σε βιομηχανικούς εργάτες που δουλεύουν στο σπίτι τους, την εξαφάνιση της παλιάς απομόνωσης και επομένως και της πολιτικής μηδαμινότητας των μικρών χωρικών, που θα τραβηχτούν έτσι στον κοινωνικό «στρόβιλο». Σημαίνει την επέκταση της βιομηχανικής επανάστασης στην ύπαιθρο και επομένως τη μετατροπή της πιο σταθερής και της πιο συντηρητικής τάξης του πληθυσμού σε ένα επαναστατικό φυτώριο και, ως επιστέγασμα όλων των παραπάνω, την απαλλοτρίωση των χωρικών που απασχολούνται στην οικιακή βιομηχανία από τις μηχανές που τους οδηγούν με τη βία στην επανάσταση.
Ευχαρίστως μπορούμε ν' αφήσουμε στους αστούς-σοσιαλιστές φιλάνθρωπους την ιδιωτική απόλαυση του ιδανικού τους, εφόσον στη δημόσια λειτουργία τους ως κεφαλαιοκράτες συνεχίζουν να το πραγματοποιούν μ' αυτόν τον ανάποδο τρόπο, προς όφελος και για το καλό της κοινωνικής επανάστασης.
Λονδίνο, 10 Γενάρη 1887
Φριντριχ Ενγκελς
Σημειώσεις:
1. Der Volksstaat (Το λαϊκό κράτος): Οργανο του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος. Εκδιδόταν από το 1869 μέχρι το 1876 στη Λειψία από τον Βίλχελμ Λίμπκνεχτ. Οι Μαρξ και Ενγκελς συνέβαλαν με πολλά άρθρα.
2. Μαρκ: Ονομασία των γερμανικών μεσαιωνικών κοινοτήτων.
3. Κοινοτικά Μαρκ: Πρόκειται για τα εδάφη εκείνα της κοινότητας Mark (λιβάδια, δάση, βάλτοι κλπ.) που παρέμεναν κοινή ιδιοκτησία προς κοινή χρήση.
4. Σύστημα καλλιέργειας με το οποίο η κοινότητα υποχρέωνε τους καλλιεργητές να καλλιεργούν σε συγκεκριμένο κομμάτι γης στα πλαίσια του συστήματος καλλιέργειας σε τρία χωράφια (Dreifelderwirtschoft). Ενα για χειμερινή σπορά, ένα για θερινή και ένα για αγρανάπαυση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ