Ανταγωνιστικότητα και αμοιβή της εργασίας
Χρόνια τώρα υφιστάμεθα πλύση εγκεφάλου ώστε να πειστούμε πως ο μοναδικός
τρόπος για να δούμε καλύτερες μέρες είναι να βγει ο τόπος από την
πολύχρονη ύφεση και να περάσει σε φάση ανάπτυξης. Κι αυτοί που έχουν
αναλάβει αυτό το δύσκολο έργο έργο, εγχώριοι (κυβερνήσεις) και ξένοι
(θεσμοί), έχουν επιλέξει ως πλέον κατάλληλο εργαλείο την αύξηση της
ανταγωνιστικότητας των ελληνικών επιχειρήσεων.
Εδώ θέλω να ανοίξω μια παρένθεση για να ρωτήσω τον αναγνώστη πώς καταλαβαίνει αυτή την ανταγωνιστικότητα ως εργαλείο ανάπτυξης. Στοιχηματίζω ότι η πιο κοινή απάντηση που θα έπαιρνα θα ήταν αυτή: "ρίχνουμε το κόστος παραγωγής των προϊόντων μας ώστε να γίνουν θελκτικώτερα στους ξένους αγοραστές κι έτσι να αυξηθούν οι εξαγωγές μας, δηλαδή να μπει στην χώρα περισσότερο ξένο χρήμα". Δεκτή η απάντηση και δεν με νοιάζει πόσο επιστημονική είναι αφού δεν απευθύνομαι σε οικονομολόγους. Θα κάνω, όμως, μια παρατήρηση: δηλαδή, στόχος μας δεν πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων που έχουμε εμείς ανάγκη αλλά προϊόντων που έχουν ανάγκη οι ξένοι αγοραστές. Παναπεί: αν εμείς έχουμε ανάγκη από σώβρακα αλλά οι ξένοι θέλουν φανέλλες, δεν πειράζει να μείνουμε εμείς ξεβράκωτοι προκειμένου να ικανοποιήσουμε τους ξένους αγοραστές και να μπει στον τόπο συνάλλαγμα. Εντάξει, ούτε κι εγώ είμαι πολύ επιστημονικός οπότε ας κλείσω την παρένθεση να πάω παρακάτω.
Το πρόβλημα είναι ότι το βασικό μέτρο για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα είναι η συμπίεση του κόστους εργασίας, δηλαδή η μείωση των αμοιβών των εργαζομένων. Στο πρώτο μνημόνιο γινόταν σαφές ότι "οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτοι ώστε να καταστεί δυνατή η συγκράτηση του κόστους για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο", διότι "θα χρειαστεί ένα πλεόνασμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών για να οδηγηθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μία πιο βιώσιμη κατάσταση. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση των οικονομικών πολιτικών και της ανταγωνιστικότητας ώστε να μπουν τα θεμέλια για ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα βασίζεται περισσότερο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές".
Για να μας πείσουν ότι έπρεπε να φτηνήνουν οι μισθοί, θα θυμάστε ότι χρησιμοποιούσαν το φόβητρο των φτηνών μισθών τής γειτονικής Βουλγαρίας, όπου -υποτίθεται πως- θα μετακόμιζαν όλες οι επιχειρήσεις. Ίσως κάποιοι να θυμούνται και το "η Μολδαβία είναι μια ώρα με το αεροπλάνο", του Ευάγγελου Βενιζέλου. Σήμερα, η Eurostat παρατηρεί ότι, παρά την κατακρήμνιση του βασικού μισθού κατά 22% (και 32% στους νέους), υπάρχουν δέκα χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Εσθονία, Κροατία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τσεχία) με βασικό μισθό κάτω από 500 ευρώ. Συνεπώς, αν θέλουμε να ανταγωνιστούμε όλες αυτές τις χώρες, πρέπει να κάνουμε πολλά ακόμη.
Εδώ έχουμε πολλές ενστάσεις. Κατ' αρχήν, πόσο κάνει πραγματικά μια δουλειά; Ας υποθέσουμε ότι ένα αντικείμενο χρειάζεται μια μέρα για να φτιαχτεί από έναν εργάτη. Αν αυτό το αντικείμενο φτιαχτεί σε γαλλικό εργοστάσιο, θα ενσωματώσει εργατικό κόστος 58 ευρώ. Αν φτιαχτεί σε βουλγαρικό, θα ενσωματώσει 7,36 ευρώ. Κι αν φτιαχτεί στο Μπαγκλαντές, θα ενσωματώσει μόλις 0,70 ευρώ. Τελικά, υπάρχει αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα πόσο κάνει αυτή η δουλειά; Στον πρώτο τόμο τού "Κεφαλαίου", ο Μαρξ σημειώνει:
"Το βίαιο κατέβασμα του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία αυτή (ενν.: της εργατικής δύναμης) παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρακτική κίνηση. Ουσιαστικά μετατρέπει, μέσα σε ορισμένα όρια, το αναγκαίο καταναλωτικό κοντύλι του εργάτη, σε κοντύλι συσσώρευσης του κεφαλαίου. «Οι μισθοί της εργασίας -λέει ο Τζ. Στ. Μιλλ- δεν έχουν παραγωγική δύναμη, είναι η τιμή μιας παραγωγικής δύναμης (...). Αν ήταν δυνατό η εργασία ν' αποχτιέται χωρίς να αγοράζεται, τότε θα ήταν περιττοί οι μισθοί της εργασίας». Αν όμως οι εργάτες θα μπορούσαν να ζουν με αέρα, δε θάταν δυνατό ν' αγοραστούν με καμία τιμή. Επομένως, το μη-κόστος τους αποτελεί όριο με τη μαθηματική έννοια της λέξης, δηλαδή όριο που ποτέ δεν μπορεί να το φτάσει κανείς, μα που πάντα μπορεί να το πλησιάζει. Μόνιμη τάση του κεφαλαίου, είναι να υποβιβάσει τους εργάτες ίσαμε αυτό το μηδενιστικό επίπεδο" (*).
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Μαρξ αποτυπώνει τον διαχρονικό (άρα και σημερινό) στόχο του κεφαλαίου να ρίχνει την αμοιβή τής εργασίας σε όσο χαμηλότερα επίπεδα είναι κάθε φορά δυνατό. Αν υποθέσουμε ότι η χώρα μας δρομολογεί διαδικασίες που θα στοχεύουν στην μείωση των μισθών σε επίπεδα Βουλγαρίας, στην Βουλγαρία θα ληφθούν μέτρα να μειωθούν οι μισθοί σε επίπεδο Μπαγκλαντές. Όμως, αυτή η διαδικασία δεν έχει τέρμα γιατί, στο μεταξύ, οι μπαγκλαντεσιανοί θα βρουν τρόπο να ζουν με μεροκάματο 0,35 ευρώ...
Φυσικά, όλα τούτα δεν έχουν καμμιά αποκλειστική σχέση με την Ελλάδα και τα μνημόνιά της. Όπως θα έλεγαν και οι αγγλομαθείς, "it's nothing personal" κι ας επιμένει ο Λαζόπουλος ότι για όλα φταίει ο Σώυμπλε, που μας έχει βάλει στο μάτι. Μπορεί το ευρωπαϊκό πατιρντί να ξεκίνησε από τον τόπο μας αλλά αυτά που γίνονται τον τελευταίο καιρό στην Γαλλία με την αλλαγή τού εργατικού κώδικα και τον "νόμο Ελ Κομρί" δεν μπορούν παρά να ερμηνευθούν ως οιωνοί μιας γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου με στόχο την συνολική προσαρμογή της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας στα κελεύσματα της εποχής. Μιας εποχής που, όσο κι αν έχει σύγχρονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, η απεχθής της όψη σημειώθηκε πριν ενάμισυ αιώνα σε μια υποσημείωση του "Κεφαλαίου":
"Σήμερα προχωρήσαμε πολύ πιο πέρα χάρη στο συναγωνισμό που γίνεται στην παγκόσμια αγορά. «Αν η Κίνα -λέει ο βουλευτής Στάμπλτον στους εκλογείς του- αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα, δε βλέπω πώς ο εργατικός πληθυσμός της Ευρώπης θ' αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του (Times, 3/9/1873)». Όχι πια ηπειρωτικά αλλά κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο" (**).
Πριν λίγες μέρες, στις επαφές που είχε με διάφορους παράγοντες κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Κίνα, ο έλληνας πρωθυπουργός άκουσε από τον πρόεδρο της Cosco και τα εξής: "Ευελπιστούμε και από την ελληνική πλευρά να μας δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον και το καλύτερο είναι να μην έχουμε τόσες πολλές απεργίες". Αν και ο κινέζος είναι σαφής και δεν κάνει καθόλου τον κινέζο, αύριο θα πούμε περισσότερα γι' αυτό το "ευνοϊκό περιβάλλον" που επιθυμεί.
-----------------------------------------------------
(*) Καρλ Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 621.
(**) ό.π., σελ. 622, σημείωση 53.
Εδώ θέλω να ανοίξω μια παρένθεση για να ρωτήσω τον αναγνώστη πώς καταλαβαίνει αυτή την ανταγωνιστικότητα ως εργαλείο ανάπτυξης. Στοιχηματίζω ότι η πιο κοινή απάντηση που θα έπαιρνα θα ήταν αυτή: "ρίχνουμε το κόστος παραγωγής των προϊόντων μας ώστε να γίνουν θελκτικώτερα στους ξένους αγοραστές κι έτσι να αυξηθούν οι εξαγωγές μας, δηλαδή να μπει στην χώρα περισσότερο ξένο χρήμα". Δεκτή η απάντηση και δεν με νοιάζει πόσο επιστημονική είναι αφού δεν απευθύνομαι σε οικονομολόγους. Θα κάνω, όμως, μια παρατήρηση: δηλαδή, στόχος μας δεν πρέπει να είναι η παραγωγή προϊόντων που έχουμε εμείς ανάγκη αλλά προϊόντων που έχουν ανάγκη οι ξένοι αγοραστές. Παναπεί: αν εμείς έχουμε ανάγκη από σώβρακα αλλά οι ξένοι θέλουν φανέλλες, δεν πειράζει να μείνουμε εμείς ξεβράκωτοι προκειμένου να ικανοποιήσουμε τους ξένους αγοραστές και να μπει στον τόπο συνάλλαγμα. Εντάξει, ούτε κι εγώ είμαι πολύ επιστημονικός οπότε ας κλείσω την παρένθεση να πάω παρακάτω.
Η ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας από το World Competitiveness Yearbook 2016. Υποχωρήσαμε από την 50η στην 56η θέση ανάμεσα σε 61 χώρες. 57η η Βραζιλία των BRICS, 50η η Βουλγαρία. |
Το πρόβλημα είναι ότι το βασικό μέτρο για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα είναι η συμπίεση του κόστους εργασίας, δηλαδή η μείωση των αμοιβών των εργαζομένων. Στο πρώτο μνημόνιο γινόταν σαφές ότι "οι μισθοί του ιδιωτικού τομέα πρέπει να γίνουν πιο ευέλικτοι ώστε να καταστεί δυνατή η συγκράτηση του κόστους για μια εκτεταμένη χρονική περίοδο", διότι "θα χρειαστεί ένα πλεόνασμα στο εμπόριο αγαθών και υπηρεσιών για να οδηγηθεί το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών σε μία πιο βιώσιμη κατάσταση. Αυτό απαιτεί την ενίσχυση των οικονομικών πολιτικών και της ανταγωνιστικότητας ώστε να μπουν τα θεμέλια για ένα μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα βασίζεται περισσότερο στις επενδύσεις και τις εξαγωγές".
Για να μας πείσουν ότι έπρεπε να φτηνήνουν οι μισθοί, θα θυμάστε ότι χρησιμοποιούσαν το φόβητρο των φτηνών μισθών τής γειτονικής Βουλγαρίας, όπου -υποτίθεται πως- θα μετακόμιζαν όλες οι επιχειρήσεις. Ίσως κάποιοι να θυμούνται και το "η Μολδαβία είναι μια ώρα με το αεροπλάνο", του Ευάγγελου Βενιζέλου. Σήμερα, η Eurostat παρατηρεί ότι, παρά την κατακρήμνιση του βασικού μισθού κατά 22% (και 32% στους νέους), υπάρχουν δέκα χώρες τής Ευρωπαϊκής Ένωσης (Βουλγαρία, Εσθονία, Κροατία, Λετονία, Λιθουανία, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία, Τσεχία) με βασικό μισθό κάτω από 500 ευρώ. Συνεπώς, αν θέλουμε να ανταγωνιστούμε όλες αυτές τις χώρες, πρέπει να κάνουμε πολλά ακόμη.
Εδώ έχουμε πολλές ενστάσεις. Κατ' αρχήν, πόσο κάνει πραγματικά μια δουλειά; Ας υποθέσουμε ότι ένα αντικείμενο χρειάζεται μια μέρα για να φτιαχτεί από έναν εργάτη. Αν αυτό το αντικείμενο φτιαχτεί σε γαλλικό εργοστάσιο, θα ενσωματώσει εργατικό κόστος 58 ευρώ. Αν φτιαχτεί σε βουλγαρικό, θα ενσωματώσει 7,36 ευρώ. Κι αν φτιαχτεί στο Μπαγκλαντές, θα ενσωματώσει μόλις 0,70 ευρώ. Τελικά, υπάρχει αντικειμενική απάντηση στο ερώτημα πόσο κάνει αυτή η δουλειά; Στον πρώτο τόμο τού "Κεφαλαίου", ο Μαρξ σημειώνει:
"Το βίαιο κατέβασμα του μισθού της εργασίας κάτω από την αξία αυτή (ενν.: της εργατικής δύναμης) παίζει πολύ σπουδαίο ρόλο στην πρακτική κίνηση. Ουσιαστικά μετατρέπει, μέσα σε ορισμένα όρια, το αναγκαίο καταναλωτικό κοντύλι του εργάτη, σε κοντύλι συσσώρευσης του κεφαλαίου. «Οι μισθοί της εργασίας -λέει ο Τζ. Στ. Μιλλ- δεν έχουν παραγωγική δύναμη, είναι η τιμή μιας παραγωγικής δύναμης (...). Αν ήταν δυνατό η εργασία ν' αποχτιέται χωρίς να αγοράζεται, τότε θα ήταν περιττοί οι μισθοί της εργασίας». Αν όμως οι εργάτες θα μπορούσαν να ζουν με αέρα, δε θάταν δυνατό ν' αγοραστούν με καμία τιμή. Επομένως, το μη-κόστος τους αποτελεί όριο με τη μαθηματική έννοια της λέξης, δηλαδή όριο που ποτέ δεν μπορεί να το φτάσει κανείς, μα που πάντα μπορεί να το πλησιάζει. Μόνιμη τάση του κεφαλαίου, είναι να υποβιβάσει τους εργάτες ίσαμε αυτό το μηδενιστικό επίπεδο" (*).
Στο παραπάνω απόσπασμα ο Μαρξ αποτυπώνει τον διαχρονικό (άρα και σημερινό) στόχο του κεφαλαίου να ρίχνει την αμοιβή τής εργασίας σε όσο χαμηλότερα επίπεδα είναι κάθε φορά δυνατό. Αν υποθέσουμε ότι η χώρα μας δρομολογεί διαδικασίες που θα στοχεύουν στην μείωση των μισθών σε επίπεδα Βουλγαρίας, στην Βουλγαρία θα ληφθούν μέτρα να μειωθούν οι μισθοί σε επίπεδο Μπαγκλαντές. Όμως, αυτή η διαδικασία δεν έχει τέρμα γιατί, στο μεταξύ, οι μπαγκλαντεσιανοί θα βρουν τρόπο να ζουν με μεροκάματο 0,35 ευρώ...
Φυσικά, όλα τούτα δεν έχουν καμμιά αποκλειστική σχέση με την Ελλάδα και τα μνημόνιά της. Όπως θα έλεγαν και οι αγγλομαθείς, "it's nothing personal" κι ας επιμένει ο Λαζόπουλος ότι για όλα φταίει ο Σώυμπλε, που μας έχει βάλει στο μάτι. Μπορεί το ευρωπαϊκό πατιρντί να ξεκίνησε από τον τόπο μας αλλά αυτά που γίνονται τον τελευταίο καιρό στην Γαλλία με την αλλαγή τού εργατικού κώδικα και τον "νόμο Ελ Κομρί" δεν μπορούν παρά να ερμηνευθούν ως οιωνοί μιας γενικευμένης επίθεσης του κεφαλαίου με στόχο την συνολική προσαρμογή της ευρωπαϊκής αγοράς εργασίας στα κελεύσματα της εποχής. Μιας εποχής που, όσο κι αν έχει σύγχρονα νεοφιλελεύθερα χαρακτηριστικά, η απεχθής της όψη σημειώθηκε πριν ενάμισυ αιώνα σε μια υποσημείωση του "Κεφαλαίου":
"Σήμερα προχωρήσαμε πολύ πιο πέρα χάρη στο συναγωνισμό που γίνεται στην παγκόσμια αγορά. «Αν η Κίνα -λέει ο βουλευτής Στάμπλτον στους εκλογείς του- αν η Κίνα γίνει μεγάλη βιομηχανική χώρα, δε βλέπω πώς ο εργατικός πληθυσμός της Ευρώπης θ' αντέξει στον αγώνα, χωρίς να κατέβει ίσαμε το επίπεδο των ανταγωνιστών του (Times, 3/9/1873)». Όχι πια ηπειρωτικά αλλά κινέζικα μεροκάματα, αυτός είναι τώρα ο σκοπός που επιδιώκει το αγγλικό κεφάλαιο" (**).
Πριν λίγες μέρες, στις επαφές που είχε με διάφορους παράγοντες κατά την διάρκεια του ταξιδιού του στην Κίνα, ο έλληνας πρωθυπουργός άκουσε από τον πρόεδρο της Cosco και τα εξής: "Ευελπιστούμε και από την ελληνική πλευρά να μας δημιουργεί ένα ευνοϊκό περιβάλλον και το καλύτερο είναι να μην έχουμε τόσες πολλές απεργίες". Αν και ο κινέζος είναι σαφής και δεν κάνει καθόλου τον κινέζο, αύριο θα πούμε περισσότερα γι' αυτό το "ευνοϊκό περιβάλλον" που επιθυμεί.
-----------------------------------------------------
(*) Καρλ Μαρξ, "Το Κεφάλαιο", τόμος πρώτος, εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, σελ 621.
(**) ό.π., σελ. 622, σημείωση 53.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου