Το εθνικό κράτος κάνει την επιστροφή του; Σίγουρα έτσι φαίνεται.
Παλιομοδίτικες διακρατικές συγκρούσεις εκτυλίσσονται στην Θάλασσα της
Κίνας και τα δυτικά σύνορα της Ρωσίας. Οι διακρατικές συναντήσεις
χαρακτηρίζονται από ασυνήθιστες εντάσεις. Η παραδοσιακή διπλωματία είναι
εκείνη που μετράει σε ζητήματα από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μέχρι
την υπερθέρμανση του πλανήτη.
Ωστόσο η κυρίαρχη άποψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την μεταμόρφωση του πλανήτη μέσα από μη κρατικούς παράγοντες. Η λήξη του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μια, σχεδόν μαρξιστική προσδοκία, ότι το κράτος θα ατονίσει, υπό την σκιά τής ελεύθερης ροής χρήματος και αγαθών και υπονομευόμενο από εξω-κρατικούς παράγοντες, εκ των οποίων οι τρομοκρατικές ομάδες ήταν οι πλέον προφανείς αλλά όχι οι μόνοι. Ήταν μια προσδοκία την οποία μοιραζόταν όλο το πολιτικό στερέωμα.
Στην αριστερά, οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης των αγορών πρόβλεπαν την άνοδο της λαϊκής ισχύος. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις θα υψώνονταν πάνω από τους ξεφτισμένους, υποτίθεται, θεσμούς του εθνικού κράτους και θα δημιουργούσαν νέες, πιο ζωηρές μορφές πολιτικής δράσης. Η τεχνολογία θα έδινε καλύτερες λύσεις σε παλιά προβλήματα, ξεπερνώντας τους αντιδραστικούς εθνικούς θεσμούς.
Η νεοφιλελεύθερη δεξιά χαιρέτιζε την ανάδειξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ισχύος, την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίων και την απορρύθμιση των τραπεζών, μιας και όλα αυτά αποδυνάμωσαν τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τις αγορές. Στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες οι επιχειρήσεις κατέκτησαν νέες δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και τα επίπεδα των μισθών σε όλο τον πλανήτη.
Όλες αυτές οι προσδοκίες, όμως, υποτίμησαν την δυνατότητα επιβίωσης (την νομιμότητα, στην ουσία) του κράτους και των θεσμών του, καθώς και την μεγάλη δυσκολία δημιουργίας καινούργιων από το πουθενά. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέμειναν στο περιθώριο. Οι διεθνείς οργανισμοί είναι τα "οχήματα" των ομάδων και των συνασπισμών εθνικών κρατών για να δρουν συντονισμένα όπου μπορούν. Από αυτή την άποψη, ουσιαστικά είναι παράγωγα, που καθρεφτίζουν τις επιθυμίες των πιο ισχυρών μελών. Η ιδέα ότι θα απελευθερώνονταν από τον κλοιό των εθνικών κυβερνήσεων ήταν ουτοπία.
Ο νεοφιλελεύθερος ενθουσιασμός με τις απελευθερωμένες αγορές δεν είχε καλύτερη τύχη. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν εποχή αστάθειας ενώ στο Μεξικό, την ανατολική Ασία και την Ρωσσία, το κόστος της κρίσης είχε γίνει εμφανές σε όλη την δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε, όμως, να περάσει μια δεκαετία για να ξεγυμνώσουν η κατάρρευση της Lehman Brothers και η διεθνής κρίση τους πολιτειακούς και τους ευρωπαίους από την πίστη τους στον καπιταλισμό και να αρχίζουν να αλλάζουν οι απόψεις.
Έκτοτε η εξουσία έχει επιστρέψει προς το κράτος από πολλά μέτωπα. Στο κάτω-κάτω, οι φορολογούμενοι ήταν που διέσωσαν τις τράπεζες. Το βάρος της εξόδου από την κρίση έπεσε στις κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με τους υπουργούς οικονομικών. Από το 2010, η αυξανόμενη ανισότητα που συνοδεύει την ανάκαμψη, έχει προκαλέσει μεγάλο υποβόσκον κύμα οργής στους ψηφοφόρους, όχι μόνο έναντι των τραπεζών αλλά και ενάντια στα ελαφρά φορολογικά βάρη που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές. Η αλλαγή στην ψυχολογία απειλεί παραπάνω την απελευθέρωση του εμπορίου κι έχει φέρει στην πολιτική ατζέντα προτάσεις για διεθνή εναρμονισμό των εταιρικών φόρων. Την ίδια ώρα, η επίδειξη δύναμης του Βλάντιμιρ Πούτιν καταδεικνύει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά το κράτος στην τακτοποίηση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν πάντα μαζί μας. Το δημοσιονομικό του αποτύπωμα έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και δεκαετίες. Οι εισπράξεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι σήμερα λίγο-πολύ στο ίδιο ποσοστό επί της παραγωγής που βρίσκονταν το 1960. Στη Βρεττανία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μεταβληθεί ελάχιστα την ίδια περίοδο. Αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν λιγότερο απονέκρωση του κράτους και περισσότερο επαναπροσδιορισμός των επίσημων προτεραιοτήτων.
Εγκαταλείποντας τον εσωτερικό στρατηγικό σχεδιασμό, το κράτος έγινε μεσολαβητής των ρυθμιστικών καθεστώτων. Εξωτερικά, μεταμόρφωσε τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, μεταφέροντας πόρους από τους ανθρώπους στις μηχανές.
Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις και άρχισε να ανατρέπει άλλες. Τα κράτη -ή οι πολιτικές ηγεσίες τους- εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να κάνουν όσα θα είχαν κάνει τη δεκαετία του 1940. Αρνούνται πεισματικά να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές στις τράπεζες ή να αναγνωρίσουν την ανεργία ως προτεραιότητα. Αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ίσως αυτό που η κρίση έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο: απομυθοποιώντας την εξιδανίκευση των αγορών ενθάρρυνε την αποκατάσταση της κρατικής ισχύος ως αυτοσκοπό. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν εύκολα οι απολυταρχικοί ηγέτες στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Η Ουγγαρία και η Ρωσία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Έχουμε ακούσει πολλά, αυτά τα 20 τελευταία χρόνια, για την παρακμή του κράτους. Δεν πρόκειται να ακούσουμε πολύ περισσότερα.
[Mark Mazower, "After the crisis, the nation state strikes back", Financial Times, 26/11/2014 - Απόδοση στα ελληνικά και προσαρμογή: Cogito ergo sum]
Ωστόσο η κυρίαρχη άποψη από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν ότι η παγκοσμιοποίηση θα φέρει την μεταμόρφωση του πλανήτη μέσα από μη κρατικούς παράγοντες. Η λήξη του ψυχρού πολέμου προκάλεσε μια, σχεδόν μαρξιστική προσδοκία, ότι το κράτος θα ατονίσει, υπό την σκιά τής ελεύθερης ροής χρήματος και αγαθών και υπονομευόμενο από εξω-κρατικούς παράγοντες, εκ των οποίων οι τρομοκρατικές ομάδες ήταν οι πλέον προφανείς αλλά όχι οι μόνοι. Ήταν μια προσδοκία την οποία μοιραζόταν όλο το πολιτικό στερέωμα.
Στην αριστερά, οι επικριτές της παγκοσμιοποίησης των αγορών πρόβλεπαν την άνοδο της λαϊκής ισχύος. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις θα υψώνονταν πάνω από τους ξεφτισμένους, υποτίθεται, θεσμούς του εθνικού κράτους και θα δημιουργούσαν νέες, πιο ζωηρές μορφές πολιτικής δράσης. Η τεχνολογία θα έδινε καλύτερες λύσεις σε παλιά προβλήματα, ξεπερνώντας τους αντιδραστικούς εθνικούς θεσμούς.
Η νεοφιλελεύθερη δεξιά χαιρέτιζε την ανάδειξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής ισχύος, την κατάργηση των ελέγχων κεφαλαίων και την απορρύθμιση των τραπεζών, μιας και όλα αυτά αποδυνάμωσαν τις δυνατότητες των εθνικών κυβερνήσεων να ελέγξουν τις αγορές. Στην μεταποίηση και τις υπηρεσίες οι επιχειρήσεις κατέκτησαν νέες δυνατότητες να αξιοποιήσουν τα διαφορετικά φορολογικά καθεστώτα και τα επίπεδα των μισθών σε όλο τον πλανήτη.
Όλες αυτές οι προσδοκίες, όμως, υποτίμησαν την δυνατότητα επιβίωσης (την νομιμότητα, στην ουσία) του κράτους και των θεσμών του, καθώς και την μεγάλη δυσκολία δημιουργίας καινούργιων από το πουθενά. Οι μη κυβερνητικές οργανώσεις παρέμειναν στο περιθώριο. Οι διεθνείς οργανισμοί είναι τα "οχήματα" των ομάδων και των συνασπισμών εθνικών κρατών για να δρουν συντονισμένα όπου μπορούν. Από αυτή την άποψη, ουσιαστικά είναι παράγωγα, που καθρεφτίζουν τις επιθυμίες των πιο ισχυρών μελών. Η ιδέα ότι θα απελευθερώνονταν από τον κλοιό των εθνικών κυβερνήσεων ήταν ουτοπία.
Ο νεοφιλελεύθερος ενθουσιασμός με τις απελευθερωμένες αγορές δεν είχε καλύτερη τύχη. Η εποχή της παγκοσμιοποίησης ήταν εποχή αστάθειας ενώ στο Μεξικό, την ανατολική Ασία και την Ρωσσία, το κόστος της κρίσης είχε γίνει εμφανές σε όλη την δεκαετία του 1990. Χρειάστηκε, όμως, να περάσει μια δεκαετία για να ξεγυμνώσουν η κατάρρευση της Lehman Brothers και η διεθνής κρίση τους πολιτειακούς και τους ευρωπαίους από την πίστη τους στον καπιταλισμό και να αρχίζουν να αλλάζουν οι απόψεις.
Από εκδήλωση στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ, 21/11/2016: Αριστερά ο καθηγητής ιστορίας Μαρκ Μαζάουερ. Δεξιά ο τούρκος συγγραφέας Ορχάν Παμούκ |
Έκτοτε η εξουσία έχει επιστρέψει προς το κράτος από πολλά μέτωπα. Στο κάτω-κάτω, οι φορολογούμενοι ήταν που διέσωσαν τις τράπεζες. Το βάρος της εξόδου από την κρίση έπεσε στις κεντρικές τράπεζες σε συνεργασία με τους υπουργούς οικονομικών. Από το 2010, η αυξανόμενη ανισότητα που συνοδεύει την ανάκαμψη, έχει προκαλέσει μεγάλο υποβόσκον κύμα οργής στους ψηφοφόρους, όχι μόνο έναντι των τραπεζών αλλά και ενάντια στα ελαφρά φορολογικά βάρη που απολαμβάνουν πολλές πολυεθνικές. Η αλλαγή στην ψυχολογία απειλεί παραπάνω την απελευθέρωση του εμπορίου κι έχει φέρει στην πολιτική ατζέντα προτάσεις για διεθνή εναρμονισμό των εταιρικών φόρων. Την ίδια ώρα, η επίδειξη δύναμης του Βλάντιμιρ Πούτιν καταδεικνύει ότι τίποτα δεν αντικαθιστά το κράτος στην τακτοποίηση των ζητημάτων πολέμου και ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, το κράτος ήταν πάντα μαζί μας. Το δημοσιονομικό του αποτύπωμα έχει αλλάξει ελάχιστα εδώ και δεκαετίες. Οι εισπράξεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, για παράδειγμα, είναι σήμερα λίγο-πολύ στο ίδιο ποσοστό επί της παραγωγής που βρίσκονταν το 1960. Στη Βρεττανία, οι δημόσιες δαπάνες έχουν μεταβληθεί ελάχιστα την ίδια περίοδο. Αυτό που συνέβη κατά τη διάρκεια των τελευταίων δύο ή τριών δεκαετιών ήταν λιγότερο απονέκρωση του κράτους και περισσότερο επαναπροσδιορισμός των επίσημων προτεραιοτήτων.
Εγκαταλείποντας τον εσωτερικό στρατηγικό σχεδιασμό, το κράτος έγινε μεσολαβητής των ρυθμιστικών καθεστώτων. Εξωτερικά, μεταμόρφωσε τους αμυντικούς προϋπολογισμούς, μεταφέροντας πόρους από τους ανθρώπους στις μηχανές.
Η οικονομική κρίση έχει επιταχύνει ορισμένες από αυτές τις τάσεις και άρχισε να ανατρέπει άλλες. Τα κράτη -ή οι πολιτικές ηγεσίες τους- εξακολουθούν να είναι απρόθυμα να κάνουν όσα θα είχαν κάνει τη δεκαετία του 1940. Αρνούνται πεισματικά να επιβάλλουν αυστηρότερες ποινές στις τράπεζες ή να αναγνωρίσουν την ανεργία ως προτεραιότητα. Αλλά αυτό που είναι πιο σημαντικό είναι ίσως αυτό που η κρίση έχει δημιουργήσει σε παγκόσμιο επίπεδο: απομυθοποιώντας την εξιδανίκευση των αγορών ενθάρρυνε την αποκατάσταση της κρατικής ισχύος ως αυτοσκοπό. Την κατάσταση αυτή εκμεταλλεύθηκαν εύκολα οι απολυταρχικοί ηγέτες στο όνομα της εθνικής κυριαρχίας και της δημοκρατίας. Η Ουγγαρία και η Ρωσία αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Έχουμε ακούσει πολλά, αυτά τα 20 τελευταία χρόνια, για την παρακμή του κράτους. Δεν πρόκειται να ακούσουμε πολύ περισσότερα.
[Mark Mazower, "After the crisis, the nation state strikes back", Financial Times, 26/11/2014 - Απόδοση στα ελληνικά και προσαρμογή: Cogito ergo sum]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου