22 Μαρ 2018

H υιοθέτηση της ΝΕΠ στην ΕΣΣΔ: Ένας αναγκαστικός συμβιβασμός και τα αποτελέσματά του

Σαν σήμερα το 1921, στα πλαίσια του 10ου συνεδρίου του Κόμματος των Μπολσεβίκων, δημοσιεύτηκε μια απόφαση με βαρύνουσα σημασία: Στο εξής το παρακράτημα των σιτηρών και γενικότερα των αγροτικών προϊόντων, η παράδοση δηλαδή όλων των παραγωγικών πλεονασμάτων των αγροτών στο κράτος, αντικαταστάθηκε από την καταβολή σταθερό φόρου σε είδος, με το υπόλοιπο της σοδειάς να παραμένει στην κατοχή των αγροτών.
Αυτό που φαινόταν ένα επιμέρους μεταρρυθμιστικό μέτρο, έμελλε να σηματοδοτήσει μια τεράστια αλλαγή στη νεαρή σοβιετική οικονομία: Τη μετάβαση από την πολιτική του “πολεμικού κομμουνισμού”, που είχε συμβάλει στην επιβίωση της Επανάστασης τα πρώτα κρίσιμα χρόνια του εμφυλίου και της ιμπεριαλιστικής επέμβασης, σε αυτό που θα ονομαζόταν Νέα Οικονομική Πολιτική, γνωστότερη ως ΝΕΠ. Επρόκειτο για μια πολιτική ελεγχόμενης αποκατάστασης αγοραίων σχέσεων στην οικονομία, με κεντρικό χαρακτηριστικό το δικαίωμα των αγροτών να διαθέτουν ανεμπόδιστα τα προϊόντα τους, σε τοπικό ή εθνικό επίπεδο, να νοικιάζουν παραπάνω γη και να προσλαμβάνουν εργατικά χέρια, δηλαδή να χρησιμοποιούν μισθωτή εργασία. Επιπλέον, δόθηκε στήριξη σε μικρομεσαίες ιδιωτικές και συνεταιριστικές επιχειρήσεις, ενώ ορισμένες μη πετυχημένες εθνικοποιήσεις βιομηχανιών αναστράφηκαν με την εκμίσθωσή τους σε ιδιώτες. Επιπλέον,  σε μεμονωμένες περιπτώσεις επετράπη και η παραχώρηση εταιρειών στο ξένο κεφάλαιο.
Στον τομέα του εμπορίου συνυπήρχαν κρατικοί οργανισμοί, κυρίως στον κλάδο χονδρικού εμπορίου, με συνεταιρισμούς και πάμπολλους ιδιώτες που ήλεγχαν το λιανικό εμπόριο, ενώ το εξωτερικό εμπόριο παρέμενε αυστηρά υπό κρατικό έλεγχο. Όπως ήταν αναμενόμενο, η προσωρινή αυτή υποχώρηση από τις επαναστατικές αρχές προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων εντός μπολσεβίκων, στις οποίες ο Λένιν απαντούσε ως εξής: “Πραγματικοί επαναστάτες θα χαθούν (όχι με την έννοια μας εξωτερικής ήττας, αλλά της εσωτερικής χρεοκοπίας της υπόθεσής τους), μόνο στην περίπτωση που θα χάσουν τη νηφαλιότητά τους και θα τους περάσει από το μυαλό, ότι τάχα “η μεγάλη, η νικηφόρα, η παγκόσμια” επανάσταση μπορεί και πρέπει υποχρεωτικά να λύσει με επαναστατικό τρόπο τα κάθε λογής προβλήματα μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες και σε όλους τους τομείς της δράσης και στην περίπτωση αυτή θα χαθούν ασφαλώς”.
Ο Λένιν αντιλαμβανόταν ότι τόσο η προϋπάρχουσα καθυστέρηση της σοβιετικής οικονομίας, όσο και οι τεράστιες καταστροφές που είχαν επισωρεύσει οι μακροχρόνιες πολεμικές περιπέτειες, καθιστούσαν απαραίτητη την αναβίωση των εμπορευματικών σχέσεων και της επιδίωξης του κέρδους, ώστε να μη διαρραγεί ανεπανόρθωτα η σχέση της σοβιετικής εξουσίας με τα μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, και κυρίως τους αγρότες: “Δε μπορούμε να υπολογίζουμε σε ένα άμεσο πέρασμα στον κομμουνισμό. Πρέπει να στηρίζουμε την οικοδόμηση στο προσωπικό ενδιαφέρον του αγρότη”. Γνώριζε επίσης σαφέστατα ότι η ΝΕΠ συνιστούσε υποχώρηση, θεωρούσε όμως ότι τα καπιταλιστικά στοιχεία που εισήγαγε η πολιτική αυτή θα μπορούσαν να ελεγχθούν χάρη στην κρατική διεύθυνση της οικονομίας. Θεωρούσε παράλληλα ότι η πολιτική αυτή θα εφαρμοζόταν πολύ καιρό, αν και όχι για πάντα (σε άλλο σημείο προσδιορίζει το διάστημα αυτό στα 10 με 20 χρόνια στην καλύτερη περίπτωση), ενώ θεωρούσε όχημα για την υπέρβασή της την οργάνωση του συνόλου του πληθυσμού σε συνεταιρισμούς που θα σήμαινε πως “θα στεκόμαστε ήδη και με τα δυο μας πόδια σε σοσιαλιστικό έδαφος”.
Ένα άλλο κλειδί για το πέρασμα σε κατά μέτωπο επίθεση με τον καπιταλισμό ήταν η εξύψωση του εξαιρετικά χαμηλού μορφωτικού επιπέδου του σοβιετικού πληθυσμού, σε συνδυασμό με την κακή κατάσταση του κρατικού μηχανισμού, που παρουσίαζε τα πρώτα σημάδια γραφειοκρατικής ακαμψίας, καθιστώντας αναγκαία την προσφυγή στην τεχνογνωσία αστών ειδικών.
Τα απτά αποτελέσματα της ΝΕΠ ήταν μεικτά, διότι από τη μια επετεύχθη ως το 1928 η ελαφρά υπέρβαση της αγροτικής και βιομηχανικής παραγωγής της ΕΣΣΔ σε σχέση με το προπολεμικό επίπεδο, ωστόσο το χάσμα με τις καπιταλιστικές χώρες στους αντίστοιχους τομείς είχε διευρυνθεί σε σχέση με το 1913. Επίσης, παρά την αύξηση της αγροτικής παραγωγής, μείωση παρουσίασε ο όγκος των εμπορεύσιμων αγροτικών προϊόντων, επηρεάζοντας αρνητικά τους δείκτες του εξωτερικού εμπορίου, αλλά και καθιστώντας προβληματική την τροφοδοσία του στρατού και των πόλεων, που ως διαρκώς αναπτυσσόμενα βιομηχανικά κέντρα, προσήλκυαν ολοένα και μεγαλύτερο πληθυσμό που ερχόταν να εργαστεί στα εργοστάσια, καθώς και την προμήθεια της βιομηχανίας με πρώτες ύλες.
Τα όρια της ΝΕΠ φάνηκαν καθαρά με την κρίση των σιτηρών την περίοδο 1927-1928, όταν οι αγρότες πούλησαν στις υπεύθυνες κρατικές υπηρεσίες το ήμισυ των σιτηρών σε σχέση με το 1926.  Η ενίσχυση των κουλάκων στα χρόνια της ΝΕΠ οδηγούσε  σε αποφυγή εκ μέρους τους να διαθέτουν τη σοδειά τους στο κράτος, δυσαρεστημένοι από τις χαμηλές τιμές που εκείνο μπορούσε να διαθέσει για τα προϊόντα τους. Η εξάρτηση της σοβιετικής οικονομίας, και ιδιαίτερα της βιομηχανίας, από το μικρής κλίμακας και παραγωγικότητας αγροτικό νοικοκυριό γινόταν ένα πρόβλημα ολοένα και πιο επιτακτικό προς επίλυση. Έτσι, την ίδια περίοδο, στα τέλη δηλαδή της δεκαετίας του ’20, έχουμε την αλλαγή προσανατολισμού της σοβιετικής οικονομίας στην κατεύθυνση του κεντρικού σχεδιασμού, με τη στροφή στην κολλεκτιβοποίησης της αγροτικής οικονομίας και την εφαρμογή του πρώτου πενταετούς πλάνου για τη βιομηχανία.
Μια περίοδος τεκτονικών αλλαγών εγκαινιαζόταν στην ΕΣΣΔ, προκαλώντας συγκλονιστικές αναταράξεις σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, με ενίοτε οδυνηρές παρενέργειες, αλλά και μεγαλειώδη έκβαση. Στο τέλος της δεκαετίας του ’30, η χώρα ήταν πλέον πρώτη στην Ευρώπη και δεύτερη στον κόσμο μετά τις ΗΠΑ στον όγκο της βιομηχανικής παραγωγής, καλύπτοντας τις ανάγκες της σε ευρύτατους τομείς, μεταξύ των οποίων και η αμυντική βιομηχανία, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στη νικηφόρα αντιμετώπιση της θανάσιμης ναζιστικής απειλής λίγα χρόνια αργότερα.
Με στοιχεία από το βιβλίο του Περικλή Παυλίδη, “Ιστορία και Κομμουνισμός”, Αθήνα 2017

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ