Μήνες πριν, η Κατιούσα δημοσίευσε στα
πλαίσια σειράς βιογραφικών σημειωμάτων άρθρο σχετικά με τον Μπολσεβίκο
ηγέτη Αντρέι Ζντάνοφ. Ο τίτλος του άρθρου χαρακτήριζε τον Ζντάνοφ «αμφιλεγόμενο επαναστάτη»,
γεγονός που είχε σχολιαστεί αρνητικά σε νήμα ιστορικού ιστολογίου της
πάλαι ποτέ κόκκινης μπλογκόσφαιρας. Στόχος της κριτικής των σχολιαστών
ήταν η αρνητική εκτίμηση της αρθρογράφου της Κατιούσα για τον αντίκτυπο
της πολιτικής του Ζντάνοφ στην πολιτισμική ζωή της ΕΣΣΔ. Στην αστική
ιστοριογραφία, το λεγόμενο Δόγμα Ζτάνοφ (ή Ζντάνοφσινα), αντιμετωπίζεται
ως αντιδραστική στροφή στον πολιτισμό, στα πλαίσια προσπάθειας της
κομματικής ηγεσίας να επιβληθεί στην σοβιετική διανόηση, της οποίας τον
έλεγχο είχε απωλέσει κατά τα χρόνια του Β’ΠΠ. Κεντρικό επεισόδιο αυτής
της διαδικασίας θεωρείται η επίθεση του Ζντάνοφ στην ποιήτρια Άννα
Αχμάτοβα και τον σατυρικό λογοτέχνη Μιχαήλ Ζοσένσκο.
Η κριτική των σχολιαστών στο άρθρο της Κατιούσα αφορούσε στο γεγονός ότι, κατά την κρίση τους, η αρθρογράφος υιοθετούσε την αστική, φιλελεύθερη κριτική στην Ζντανοφική πολιτική. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, η διανόηση οφείλει να υπηρετεί τους σκοπούς της μετάβασης στην κομμουνιστική κοινωνία και φυσικά δεν μπορεί να ασχολείται με ό,τι της καπνίσει. Ο ρόλος λοιπόν της διανόησης και της πολιτιστικής παραγωγής στη σοσιαλιστική κοινωνία ήταν ο κεντρικός άξονας αυτή της αντιπαράθεσης.
Ανέσυρα αυτό το επεισόδιο από την πρόσφατη ιστορία της Κ ως αφορμή για να αναπτύξω κάποιες σκέψεις γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο θεωρώ κεντρικής σημασίας τόσο για την ιστορική αποτίμηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του προηγούμενου αιώνα, όσο και για την χάραξη πολιτικής στρατηγικής για την σοσιαλιστική οικοδόμηση που έρχεται. Ευρέως εννοούμενη, η διανόηση είναι εκείνο το κοινωνικό στρώμα που αποτελείται από εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης οι οποίοι έχουν επιτελικό-σχεδιαστικό, όχι διεκπεραιωτικό ρόλο στην παραγωγή. Στην πιο περιοριστική του εκδοχή, που συχνά χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ο όρος υποδηλώνει τους εργαζόμενους στους κλάδους του πολιτισμού, της παιδείας και της ενημέρωσης.
Η διεύρυνση της διανόησης (και με τις δύο έννοιες) κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έχει νομοτελειακό χαρακτήρα. Αναπτύσσοντας διαρκώς τις παραγωγικές της δυνάμεις, η σοσιαλιστική οικονομία έχει την ανάγκη συνεχούς εκπαίδευσης νέου επιστημονικού και στελεχικού προσωπικού. Η ΕΣΣΔ του 1928 δεν είχε ανάγκη από πυρηνικούς μηχανικούς, σε αντίθεση φυσικά με την κατάσταση μερικές δεκαετίες αργότερα. Παρομοίως, αν και η σοβιετική οικονομία δεν βρέθηκε (δεν πρόλαβε να βρεθεί) ποτέ μπροστά στην ανάγκη μηχανικών λογισμικού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια μελλοντική σοσιαλιστική οικονομία όχι μόνο αλλά θα δώσει ώθηση και στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων στον κλάδο της πληροφορικής.1
Ο σοσιαλισμός όμως δεν είναι ξεχωριστός τρόπος παραγωγής αλλά ανώριμος κομμουνισμός. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι η ιστορική μετάβαση από την καπιταλιστική κοινωνία στην κομμουνιστική. Η μετάβαση αυτή όμως απαιτεί τη συνειδητή δημιουργία των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, καθώς και του ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου που θα της συντηρεί και επεκτείνει. Κοινωνικοί επιστήμονες θα πρέπει να καταγράφουν και να μελετούν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη βάση αυτή, ιστορικοί και φιλόσοφοι θα εξετάζουν την πορεία της, θα αναδεικνύουν τις ατέλειές της και θα επεξεργάζονται τα θεωρητικά εργαλεία για τα επόμενα βήματά της. Δημοσιογράφοι και εκπαιδευτικοί θα εκλαϊκεύουν τα ευρήματα των επιστημόνων και θα τα μεταδίδουν στη νέα γενιά με σκοπό να διαμορφώσουν τους νέους ανθρώπους, που απελευθερωμένοι από τα πνευματικά δεσμά της εκμεταλλευτικής κοινωνίας θα γίνουν οι πραγματικοί χτίστες του νέου κόσμου.
Ο σοσιαλισμός λοιπόν έχει ανάγκη τη διανόηση. Γεννάται όμως το ερώτημα, πως συμβαδίζει ο κεντρικός αυτός ρόλος της διανόησης με την έννοια της εργατικής εξουσίας και το χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κράτους ως εργατικού; Η πολιτική ζωή του Αντρέι Ζντάνοφ συνδέθηκε άρρηκτα με αυτό το ζήτημα.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα ως γραμματέας της Περιφερειακής Οργάνωσης Λένινγκραντ μετά τη δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ τον Δεκέμβρη του 1934, ο Ζντάνοφ φρόντισε να συνεχίσει και διευρύνει την έτσι και αλλιώς πολύμορφη πολιτιστική πολιτική του προκατόχου του. Το 1935 συμμετείχε στην συντακτική επιτροπή του νέου συντάγματος της ΕΣΣΔ, ως υπεύθυνος για την παιδεία. Οι πρωτοφανείς για την εποχή προβλέψεις για την εκπαίδευση στο Σύνταγμα του 1936 ήταν επομένως δικής του έμπνευσης σε μεγάλο βαθμό.
Ακόμα πιο ενδεικτικός της ιδιαίτερης επιρροής του Ζντάνοφ στην ιδεολογική δουλειά του Κόμματος, ήταν ο ρόλος του στο 18ο Συνέδριο του ΠΚΚ (μπ.), οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1939. Μέλος του ΠΓ, ο Ζντάνοφ ανέλαβε να παρουσιάσει της Θέσεις της ΚΕ για το νέο Καταστατικό του Κόμματος, καθώς και το σχετικό κείμενο. Οι Θέσεις είχαν ήδη δοθεί στην δημοσιότητα για τον προσυνεδριακό διάλογο ως προσχέδιο με την υπογραφή του Ζντάνοφ προκαλώντας έντονη συζήτηση στις σελίδες του κομματικού τύπου.2
Η ανανέωση του Καταστατικού εντασσόταν στο πλαίσιο της πολιτικής εκδημοκρατισμού των σοσιαλιστικών θεσμών που ακολουθούσε το ΠΚΚ (μπ.) μετά την επιτυχή οικοδόμηση των βάσεων της σοσιαλιστικής οικονομίας, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του 17ου Συνεδρίου το 1934. Στην παρέμβασή του, ο Ζντάνοφ συνέδεσε ευθέως την ανανέωση του Καταστατικού με την προ λίγων χρόνων ψήφιση του νέου Συντάγματος ως αναγκαίους νομικο-πολιτικούς εκσυγχρονισμούς που αντικατόπτριζαν τις κοινωνικές μεταβολές που είχαν συντελεστεί στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια των σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη βάση αυτή, οι Θέσεις πρότειναν μεταξύ άλλων τις ακόλουθες τροποποιήσεις στο Καταστατικό:
1-Ενίσχυση των ΚΟΒ μέσω της κατοχύρωσης του εύρους των ευθυνών τους και του τρόπου λειτουργίας τους σε συγκεκριμένο άρθρο
2-Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας μέσω της υποχρεωτικής εκλογής όλων των κομματικών αξιωμάτων με πολλαπλούς υποψηφίους και μυστική ψηφοφορία
3-Απαγόρευση των εκκαθαρίσεων ως οργανωτικό μέτρο
4-Κατάργηση της διαφοροποιημένης στρατολόγησης στο Κόμμα με βάση την ταξική καταγωγή
Το 18ο Συνέδριο ενέκρινε τελικά το σύνολο των προτάσεων της ΚΕ. Κατά κύριο λόγο, μέλη και οπαδοί του Κόμματος υποδέχτηκαν τις τροποποιήσεις στο Καταστατικό με ενθουσιασμό, βλέποντας σε αυτές την ωρίμανση του ΠΚΚ (μπ.) αλλά και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Η κατάργηση των εκκαθαρίσεων και η καθιέρωση της αιρετότητας των οργάνων χαιρετήθηκαν ως σημαντική πολιτική κατάκτηση του Κόμματος στην κατεύθυνση της θεσμικής εμβάθυνσης της εργατικής εξουσίας. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι η πρόταση για την κατάργηση της διαφοροποιημένης στρατολόγησης προκάλεσε σημαντική αντίδραση κατά τον προσυνεδριακό διάλογο. Το ζήτημα είχε ως εξής. Μέχρι την τροποποίησή του, το Καταστατικό προέβλεπε διαφορετική ενταξιακή διαδικασία (συστάσεις και δοκιμαστική περίοδο) με βάση την ταξική καταγωγή των υποψηφίων. Ορίζονταν τέσσερεις κατηγορίες: α) βιομηχανικοί εργάτες με 5+ έτη στη βιομηχανία, β) εργάτες με λιγότερα από 5 έτη, εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα, στρατιωτικοί και επιστημονικό-τεχνικό προσωπικό άμεσα ενταγμένο στην παραγωγή, γ) αγρότες στα κολχόζ, ελεύθεροι τεχνίτες και δάσκαλοι δημοτικού, δ) λοιποί υπάλληλοι (διανόηση, διευθυντικό προσωπικό). Υποψήφιοι της πρώτης κατηγορίας χρειάζονταν συστάσεις από τρία μέλη με τουλάχιστον πενταετή κομματική ηλικία και περνούσαν δοκιμαστική περίοδο έξι μηνών. Υποψήφιοι της τέταρτης κατηγορίας χρειάζονταν συστάσεις από πέντε μέλη με τουλάχιστον δεκαετή κομματική ηλικία και εντάσσονταν στο Κόμμα ως δόκιμοι για τουλάχιστον δύο έτη.
Οι Θέσεις του Ζντάνοφ για το Καταστατικό πρότειναν την κατάργηση των κατηγοριών και τη θέσπιση μονοετούς δοκιμαστικής περιόδου για όλα τα υποψήφια μέλη. Η ριζική αυτή μεταβολή προκάλεσε σοβαρή αναστάτωση στις γραμμές του Κόμματος. Κατά τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου, ο κομματικός τύπος γέμισε με παρεμβάσεις που εξέφραζαν την ανησυχία ότι η κατάργηση των κατηγοριών θα αλλοίωνε τον εργατικό χαρακτήρα του Κόμματος. Ο Ζντάνοφ ανέλαβε να εξηγήσει το σκεπτικό της πρότασής του κατά την εισηγητική του ομιλία στο 18ο Συνέδριο.
Η κατηγοριοποίηση των υποψηφίων μελών είχε θεσμοθετηθεί κατά την περίοδο της ΝΕΠ, προκειμένου να περιφρουρήσει το Κόμμα από τα αστικά και μικροαστικά στοιχεία που ισχυροποιούνταν εκείνη την περίοδο στην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με τον Ζντάνοφ, η επιτυχής οικοδόμηση του σοσιαλισμού είχε άρει την ανάγκη τέτοιων μέτρων, καθώς η αστική τάξη είχε πλέον εξαλειφθεί και η νέα, προλεταριακής καταγωγής διανόηση της χώρας ήταν σοσιαλιστικό κοινωνικό στρώμα. Η διατήρηση των περιορισμών στην στρατολόγηση θα ακύρωνε την πολιτική του Κόμματος και την επιτυχία της, καθώς θα τιμωρούσε τους ίδιους ανθρώπους που η σοβιετική πολιτική σκόπευε να αναδείξει. Ο Ζντάνοφ σχολίασε χαρακτηριστικά ότι με το ισχύον καταστατικό, ένας σταχανοβίτης εργάτης με πολυετή πείρα στο εργοστάσιο που είχε αναδειχθεί σε διοικητική θέση στη βιομηχανία, θα έπρεπε να ενταχθεί στο Κόμμα με την τέταρτη κατηγορία ως κοινωνικά αναξιόπιστο στοιχείο.3
Σε αντίθεση λοιπόν με την επικρατούσα αντίληψη, ο πραγματικός Ζντάνοφ απείχε πολύ από τον φιλισταϊκό αντιδιανοουμενισμό που του προσάπτει η αστική ιστοριογραφία. Στην δεκαετία του ’30, πρωτοστάτησε στην θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην παιδεία, στον εκδημοκρατισμό της κομματικής ζωής και στην ιδεολογική νομιμοποίηση της διανόησης στη σοσιαλιστική κοινωνία. Πως εξηγείται λοιπόν η μετέπειτα στάση του μπολσεβίκου ηγέτη απέναντι στους Αχμάτοβα-Ζοσένκο και την πολιτισμική διανόηση του Λένινγκραντ γενικότερα;
Η απάντηση είναι ότι ο Ζντάνοφ εξέφραζε την γραμμή του Κόμματος απέναντι στη διανόηση σε δύο πολύ διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες που έβαζαν πολύ διαφορετικά καθήκοντα μπροστά στους Σοβιετικούς κομμουνιστές. Στο 18ο Συνέδριο, ο Ζντάνοφ ανέλαβε να αναδείξει το γεγονός ότι η επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απαιτούσε την μεταβολή της στάσης των μπολσεβίκων απέναντι στη διανόηση, την υποδοχή της νέας γενιάς διανοουμένων που η ίδια η Σοβιετική εξουσία είχε αναθρέψει ως ισότιμους χτίστες της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η μετέπειτα επίθεση του Ζντάνοφ στους καλλιτέχνες έλαβε χώρα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, κατά τη δύσκολη περίοδο ανοικοδόμησης της ΕΣΣΔ μετά την απόκρουση της φασιστικής εισβολής και ενώ εκδηλώνονταν οι αγεφύρωτες αντιφάσεις μεταξύ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των ιμπεριαλιστών. Στόχος του Ζντάνοφ ήταν να υποδείξει στο σύνολο της (καθ’ όλα προνομιούχου) διανόησης ότι το καθήκον της στη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η πνευματική και ιδεολογική θωράκιση του Σοβιετικού λαού για τους αγώνες που έρχονταν και όχι η απόδραση στην τέχνη για την τέχνη.4
Καμία από τις δύο περιόδους της πολιτικής ζωής του Ζντάνοφ που είδαμε παραπάνω δεν είναι πιο «σωστή» ή χρήσιμη ως παρακαταθήκη από την άλλη. Ως εισηγητής στο 18ο Συνέδριο, ο Ζντάνοφ είχε δίκιο ότι θα ήταν παραλογισμός το Κόμμα να τιμωρεί πολιτικά τους ήρωες της εργασίας, δυσκολεύοντας την ένταξή τους στις γραμμές του. Ωστόσο, οι Θέσεις του Ζντάνοφ (και της ΚΕ) έφεραν μέσα τους το σπόρο της απώλειας του ταξικού χαρακτήρα του Κόμματος και του κράτους. Παρουσιάζοντας την διανόηση ως στρώμα με συμφέροντα ταυτόσημα με της εργατικής τάξης, οι Θέσεις προοικονομούσαν τη θεωρία του παλλαϊκού κράτους, ορόσημου της διαδικασίας επικράτησης του οπορτουνισμού στις γραμμές του ΚΚΣΕ. Παρόμοια, η πολιτική που ακολούθησε ο Ζντάνοφ στον τομέα του πολιτισμού την επόμενη δεκαετία εκκινούσε από τη σωστή αρχή ότι η σοσιαλιστική διανόηση πρέπει να υπηρετεί τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Όμως η επιθετικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα αντικατόπτριζε περισσότερο την αδυναμία και ανασφάλεια του Κόμματος στο συγκεκριμένο τομέα παρά την ορθότητα της αντίληψής του. Ένα πραγματικά εδραιωμένο σοσιαλιστικό πολιτιστικό περιβάλλον θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ποίηση της Αχμάτοβα ως γραφικό, ίσως και ενδιαφέρον κατάλοιπο του παρελθόντος. Τόσο όμως στην εποχή του Ζντάνοφ όσο και αργότερα, η ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του συνδρόμου κατωτερότητας μεγάλου μέρους της σοβιετικής διανόησης απέναντι στη Δύση με τίποτε περισσότερο από σε κάθε περίπτωση εξαιρετικές επιδώσεις στον κλασσικό – δηλαδή αστικό – πολιτισμό, όπως πχ στην κλασσική μουσική, το μπαλέτο, το θέατρο κλπ. Παρά τα αριστουργήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η ΕΣΣΔ δεν στάθηκε ικανή να οικοδομήσει σοσιαλιστικό πολιτισμό που να ψυχαγωγεί τον λαό, διαπαιδαγωγώντας τον παράλληλα με κομμουνιστικές αρχές. Η προώθηση του λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης, αν και συνθήκη απαραίτητη, δεν στάθηκε από μόνη της ικανή να αποτελέσει τη βάση μια νέας σοσιαλιστικής μαζικής κουλτούρας. Αντίθετα, έδωσε κάλυψη σε φορείς εθνικιστικών, επί της ουσίας αντικομμουνιστικών αντιλήψεων που συνέβαλαν κατά πολύ στην ιδεολογική διάβρωση του ΚΚΣΕ και τελικά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.5
Στο σύνολο της λοιπόν, η Ζντανοφική στάση απέναντι στη διανόηση αντικατοπτρίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτού του κοινωνικού στρώματος στην σοσιαλιστική κοινωνία. Αναπτύσσοντας της παραγωγικές δυνάμεις και αυξάνοντας το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, ο σοσιαλισμός νομοτελειακά οδηγεί σε διεύρυνση της διανόησης ως προς το σύνολο του λαού. Ταυτόχρονα, στο βαθμό που δεν έχει αρθεί η αντίφαση διεκπεραιωτικής-επιτελικής, χειρονακτικής-πνευματικής εργασίας, η διανόηση παραμένει κοινωνικά διαφοροποιημένο στρώμα, με διακριτά συμφέροντα και τάσεις αυτονόμησης. Ο έλεγχος λοιπόν της διανόησης και η καθοδήγηση της από το ΚΚ είναι βασικός πολιτικός στόχος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στόχος που δεν επιτυγχάνεται αυτόματα ούτε με την μαζική ένταξη διανοουμένων στο Κόμμα ούτε με τον διοικητικό έλεγχο της δραστηριότητάς τους από αυτό.
Ο σοσιαλισμός του 20ου αι. δεν κατάφερε να δώσει ικανοποιητική λύση στα ζητήματά αυτά. Σκοπός αυτής της επισήμανσης δεν είναι φυσικά η ακύρωση των επιτευγμάτων του κομμουνιστικού κινήματος του προηγούμενου αιώνα, αλλά η υπογράμμιση του γεγονότος ότι τα προβλήματα που δεν κατάφερε να λύσει ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε είναι τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο σοσιαλισμός που θα χτίσουμε. Η ιστορία της ΕΣΣΔ δεν δίνει έτοιμες απαντήσει. Δίνει όμως έγκαιρες προειδοποιήσεις για τους μελλοντικά εμπόδια στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και εκεί ακριβώς βρίσκεται η αξίας της.
1.Η ιστορία της πληροφορικής, της κυβερνητικής και των δικτύων στην ΕΣΣΔ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σχετίζεται άμεσα με την αδυναμία της σοβιετικής οικονομίας να ξεπεράσει τα αδιέξοδά της. Βλ. σχετικά εδώ.
2.Πράβντα, 1–2 Φλεβάρη 1939
3.18ο Συνέδριο του ΠΚΚ (μπ.): στενογραφική αποδελτίωση. Μόσχα, 1939, σ. 515
4.Ας σημειωθεί εδώ ότι η Αχμάτοβα, όπως και άλλοι διανοούμενοι, απομακρύνθηκε από το Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια του πολέμου και επομένως δεν βίωσε τον εφιάλτη της πολιορκίας της πόλης
5.Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μετά το θάνατο του Ζντάνοφ, πολλοί συνεργάτες του Π.Ε. Λένινγκραντ καθαιρέθηκαν ή και συνελήφθησαν με την κατηγορία της προώθησης του ρωσικού εθνικισμού, στη λεγόμενη Υπόθεση Λένινγκραντ.
Η κριτική των σχολιαστών στο άρθρο της Κατιούσα αφορούσε στο γεγονός ότι, κατά την κρίση τους, η αρθρογράφος υιοθετούσε την αστική, φιλελεύθερη κριτική στην Ζντανοφική πολιτική. Στη σοσιαλιστική κοινωνία, η διανόηση οφείλει να υπηρετεί τους σκοπούς της μετάβασης στην κομμουνιστική κοινωνία και φυσικά δεν μπορεί να ασχολείται με ό,τι της καπνίσει. Ο ρόλος λοιπόν της διανόησης και της πολιτιστικής παραγωγής στη σοσιαλιστική κοινωνία ήταν ο κεντρικός άξονας αυτή της αντιπαράθεσης.
Ανέσυρα αυτό το επεισόδιο από την πρόσφατη ιστορία της Κ ως αφορμή για να αναπτύξω κάποιες σκέψεις γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα, το οποίο θεωρώ κεντρικής σημασίας τόσο για την ιστορική αποτίμηση της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του προηγούμενου αιώνα, όσο και για την χάραξη πολιτικής στρατηγικής για την σοσιαλιστική οικοδόμηση που έρχεται. Ευρέως εννοούμενη, η διανόηση είναι εκείνο το κοινωνικό στρώμα που αποτελείται από εργαζόμενους υψηλής εξειδίκευσης οι οποίοι έχουν επιτελικό-σχεδιαστικό, όχι διεκπεραιωτικό ρόλο στην παραγωγή. Στην πιο περιοριστική του εκδοχή, που συχνά χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη, ο όρος υποδηλώνει τους εργαζόμενους στους κλάδους του πολιτισμού, της παιδείας και της ενημέρωσης.
Η διεύρυνση της διανόησης (και με τις δύο έννοιες) κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης έχει νομοτελειακό χαρακτήρα. Αναπτύσσοντας διαρκώς τις παραγωγικές της δυνάμεις, η σοσιαλιστική οικονομία έχει την ανάγκη συνεχούς εκπαίδευσης νέου επιστημονικού και στελεχικού προσωπικού. Η ΕΣΣΔ του 1928 δεν είχε ανάγκη από πυρηνικούς μηχανικούς, σε αντίθεση φυσικά με την κατάσταση μερικές δεκαετίες αργότερα. Παρομοίως, αν και η σοβιετική οικονομία δεν βρέθηκε (δεν πρόλαβε να βρεθεί) ποτέ μπροστά στην ανάγκη μηχανικών λογισμικού, μπορούμε να υποθέσουμε ότι μια μελλοντική σοσιαλιστική οικονομία όχι μόνο αλλά θα δώσει ώθηση και στη δημιουργία νέων ειδικοτήτων στον κλάδο της πληροφορικής.1
Ο σοσιαλισμός όμως δεν είναι ξεχωριστός τρόπος παραγωγής αλλά ανώριμος κομμουνισμός. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι η ιστορική μετάβαση από την καπιταλιστική κοινωνία στην κομμουνιστική. Η μετάβαση αυτή όμως απαιτεί τη συνειδητή δημιουργία των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, καθώς και του ιδεολογικού και πολιτικού πλαισίου που θα της συντηρεί και επεκτείνει. Κοινωνικοί επιστήμονες θα πρέπει να καταγράφουν και να μελετούν τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη βάση αυτή, ιστορικοί και φιλόσοφοι θα εξετάζουν την πορεία της, θα αναδεικνύουν τις ατέλειές της και θα επεξεργάζονται τα θεωρητικά εργαλεία για τα επόμενα βήματά της. Δημοσιογράφοι και εκπαιδευτικοί θα εκλαϊκεύουν τα ευρήματα των επιστημόνων και θα τα μεταδίδουν στη νέα γενιά με σκοπό να διαμορφώσουν τους νέους ανθρώπους, που απελευθερωμένοι από τα πνευματικά δεσμά της εκμεταλλευτικής κοινωνίας θα γίνουν οι πραγματικοί χτίστες του νέου κόσμου.
Ο σοσιαλισμός λοιπόν έχει ανάγκη τη διανόηση. Γεννάται όμως το ερώτημα, πως συμβαδίζει ο κεντρικός αυτός ρόλος της διανόησης με την έννοια της εργατικής εξουσίας και το χαρακτήρα του σοσιαλιστικού κράτους ως εργατικού; Η πολιτική ζωή του Αντρέι Ζντάνοφ συνδέθηκε άρρηκτα με αυτό το ζήτημα.
Όταν ανέλαβε καθήκοντα ως γραμματέας της Περιφερειακής Οργάνωσης Λένινγκραντ μετά τη δολοφονία του Σεργκέι Κίροφ τον Δεκέμβρη του 1934, ο Ζντάνοφ φρόντισε να συνεχίσει και διευρύνει την έτσι και αλλιώς πολύμορφη πολιτιστική πολιτική του προκατόχου του. Το 1935 συμμετείχε στην συντακτική επιτροπή του νέου συντάγματος της ΕΣΣΔ, ως υπεύθυνος για την παιδεία. Οι πρωτοφανείς για την εποχή προβλέψεις για την εκπαίδευση στο Σύνταγμα του 1936 ήταν επομένως δικής του έμπνευσης σε μεγάλο βαθμό.
Ακόμα πιο ενδεικτικός της ιδιαίτερης επιρροής του Ζντάνοφ στην ιδεολογική δουλειά του Κόμματος, ήταν ο ρόλος του στο 18ο Συνέδριο του ΠΚΚ (μπ.), οι εργασίες του οποίου πραγματοποιήθηκαν τον Μάρτιο του 1939. Μέλος του ΠΓ, ο Ζντάνοφ ανέλαβε να παρουσιάσει της Θέσεις της ΚΕ για το νέο Καταστατικό του Κόμματος, καθώς και το σχετικό κείμενο. Οι Θέσεις είχαν ήδη δοθεί στην δημοσιότητα για τον προσυνεδριακό διάλογο ως προσχέδιο με την υπογραφή του Ζντάνοφ προκαλώντας έντονη συζήτηση στις σελίδες του κομματικού τύπου.2
Η ανανέωση του Καταστατικού εντασσόταν στο πλαίσιο της πολιτικής εκδημοκρατισμού των σοσιαλιστικών θεσμών που ακολουθούσε το ΠΚΚ (μπ.) μετά την επιτυχή οικοδόμηση των βάσεων της σοσιαλιστικής οικονομίας, σύμφωνα πάντα με τις εκτιμήσεις του 17ου Συνεδρίου το 1934. Στην παρέμβασή του, ο Ζντάνοφ συνέδεσε ευθέως την ανανέωση του Καταστατικού με την προ λίγων χρόνων ψήφιση του νέου Συντάγματος ως αναγκαίους νομικο-πολιτικούς εκσυγχρονισμούς που αντικατόπτριζαν τις κοινωνικές μεταβολές που είχαν συντελεστεί στην ΕΣΣΔ κατά τη διάρκεια των σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Στη βάση αυτή, οι Θέσεις πρότειναν μεταξύ άλλων τις ακόλουθες τροποποιήσεις στο Καταστατικό:
1-Ενίσχυση των ΚΟΒ μέσω της κατοχύρωσης του εύρους των ευθυνών τους και του τρόπου λειτουργίας τους σε συγκεκριμένο άρθρο
2-Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας μέσω της υποχρεωτικής εκλογής όλων των κομματικών αξιωμάτων με πολλαπλούς υποψηφίους και μυστική ψηφοφορία
3-Απαγόρευση των εκκαθαρίσεων ως οργανωτικό μέτρο
4-Κατάργηση της διαφοροποιημένης στρατολόγησης στο Κόμμα με βάση την ταξική καταγωγή
Το 18ο Συνέδριο ενέκρινε τελικά το σύνολο των προτάσεων της ΚΕ. Κατά κύριο λόγο, μέλη και οπαδοί του Κόμματος υποδέχτηκαν τις τροποποιήσεις στο Καταστατικό με ενθουσιασμό, βλέποντας σε αυτές την ωρίμανση του ΠΚΚ (μπ.) αλλά και της ίδιας της ΕΣΣΔ. Η κατάργηση των εκκαθαρίσεων και η καθιέρωση της αιρετότητας των οργάνων χαιρετήθηκαν ως σημαντική πολιτική κατάκτηση του Κόμματος στην κατεύθυνση της θεσμικής εμβάθυνσης της εργατικής εξουσίας. Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει το γεγονός ότι η πρόταση για την κατάργηση της διαφοροποιημένης στρατολόγησης προκάλεσε σημαντική αντίδραση κατά τον προσυνεδριακό διάλογο. Το ζήτημα είχε ως εξής. Μέχρι την τροποποίησή του, το Καταστατικό προέβλεπε διαφορετική ενταξιακή διαδικασία (συστάσεις και δοκιμαστική περίοδο) με βάση την ταξική καταγωγή των υποψηφίων. Ορίζονταν τέσσερεις κατηγορίες: α) βιομηχανικοί εργάτες με 5+ έτη στη βιομηχανία, β) εργάτες με λιγότερα από 5 έτη, εργαζόμενοι στον αγροτικό τομέα, στρατιωτικοί και επιστημονικό-τεχνικό προσωπικό άμεσα ενταγμένο στην παραγωγή, γ) αγρότες στα κολχόζ, ελεύθεροι τεχνίτες και δάσκαλοι δημοτικού, δ) λοιποί υπάλληλοι (διανόηση, διευθυντικό προσωπικό). Υποψήφιοι της πρώτης κατηγορίας χρειάζονταν συστάσεις από τρία μέλη με τουλάχιστον πενταετή κομματική ηλικία και περνούσαν δοκιμαστική περίοδο έξι μηνών. Υποψήφιοι της τέταρτης κατηγορίας χρειάζονταν συστάσεις από πέντε μέλη με τουλάχιστον δεκαετή κομματική ηλικία και εντάσσονταν στο Κόμμα ως δόκιμοι για τουλάχιστον δύο έτη.
Οι Θέσεις του Ζντάνοφ για το Καταστατικό πρότειναν την κατάργηση των κατηγοριών και τη θέσπιση μονοετούς δοκιμαστικής περιόδου για όλα τα υποψήφια μέλη. Η ριζική αυτή μεταβολή προκάλεσε σοβαρή αναστάτωση στις γραμμές του Κόμματος. Κατά τη διάρκεια του προσυνεδριακού διαλόγου, ο κομματικός τύπος γέμισε με παρεμβάσεις που εξέφραζαν την ανησυχία ότι η κατάργηση των κατηγοριών θα αλλοίωνε τον εργατικό χαρακτήρα του Κόμματος. Ο Ζντάνοφ ανέλαβε να εξηγήσει το σκεπτικό της πρότασής του κατά την εισηγητική του ομιλία στο 18ο Συνέδριο.
Η κατηγοριοποίηση των υποψηφίων μελών είχε θεσμοθετηθεί κατά την περίοδο της ΝΕΠ, προκειμένου να περιφρουρήσει το Κόμμα από τα αστικά και μικροαστικά στοιχεία που ισχυροποιούνταν εκείνη την περίοδο στην ΕΣΣΔ. Σύμφωνα με τον Ζντάνοφ, η επιτυχής οικοδόμηση του σοσιαλισμού είχε άρει την ανάγκη τέτοιων μέτρων, καθώς η αστική τάξη είχε πλέον εξαλειφθεί και η νέα, προλεταριακής καταγωγής διανόηση της χώρας ήταν σοσιαλιστικό κοινωνικό στρώμα. Η διατήρηση των περιορισμών στην στρατολόγηση θα ακύρωνε την πολιτική του Κόμματος και την επιτυχία της, καθώς θα τιμωρούσε τους ίδιους ανθρώπους που η σοβιετική πολιτική σκόπευε να αναδείξει. Ο Ζντάνοφ σχολίασε χαρακτηριστικά ότι με το ισχύον καταστατικό, ένας σταχανοβίτης εργάτης με πολυετή πείρα στο εργοστάσιο που είχε αναδειχθεί σε διοικητική θέση στη βιομηχανία, θα έπρεπε να ενταχθεί στο Κόμμα με την τέταρτη κατηγορία ως κοινωνικά αναξιόπιστο στοιχείο.3
Σε αντίθεση λοιπόν με την επικρατούσα αντίληψη, ο πραγματικός Ζντάνοφ απείχε πολύ από τον φιλισταϊκό αντιδιανοουμενισμό που του προσάπτει η αστική ιστοριογραφία. Στην δεκαετία του ’30, πρωτοστάτησε στην θεσμοθέτηση του δικαιώματος στην παιδεία, στον εκδημοκρατισμό της κομματικής ζωής και στην ιδεολογική νομιμοποίηση της διανόησης στη σοσιαλιστική κοινωνία. Πως εξηγείται λοιπόν η μετέπειτα στάση του μπολσεβίκου ηγέτη απέναντι στους Αχμάτοβα-Ζοσένκο και την πολιτισμική διανόηση του Λένινγκραντ γενικότερα;
Η απάντηση είναι ότι ο Ζντάνοφ εξέφραζε την γραμμή του Κόμματος απέναντι στη διανόηση σε δύο πολύ διαφορετικές ιστορικές συγκυρίες που έβαζαν πολύ διαφορετικά καθήκοντα μπροστά στους Σοβιετικούς κομμουνιστές. Στο 18ο Συνέδριο, ο Ζντάνοφ ανέλαβε να αναδείξει το γεγονός ότι η επιτυχία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης απαιτούσε την μεταβολή της στάσης των μπολσεβίκων απέναντι στη διανόηση, την υποδοχή της νέας γενιάς διανοουμένων που η ίδια η Σοβιετική εξουσία είχε αναθρέψει ως ισότιμους χτίστες της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Η μετέπειτα επίθεση του Ζντάνοφ στους καλλιτέχνες έλαβε χώρα σε πολύ διαφορετικές συνθήκες, κατά τη δύσκολη περίοδο ανοικοδόμησης της ΕΣΣΔ μετά την απόκρουση της φασιστικής εισβολής και ενώ εκδηλώνονταν οι αγεφύρωτες αντιφάσεις μεταξύ του σοσιαλιστικού στρατοπέδου και των ιμπεριαλιστών. Στόχος του Ζντάνοφ ήταν να υποδείξει στο σύνολο της (καθ’ όλα προνομιούχου) διανόησης ότι το καθήκον της στη συγκεκριμένη περίοδο ήταν η πνευματική και ιδεολογική θωράκιση του Σοβιετικού λαού για τους αγώνες που έρχονταν και όχι η απόδραση στην τέχνη για την τέχνη.4
Καμία από τις δύο περιόδους της πολιτικής ζωής του Ζντάνοφ που είδαμε παραπάνω δεν είναι πιο «σωστή» ή χρήσιμη ως παρακαταθήκη από την άλλη. Ως εισηγητής στο 18ο Συνέδριο, ο Ζντάνοφ είχε δίκιο ότι θα ήταν παραλογισμός το Κόμμα να τιμωρεί πολιτικά τους ήρωες της εργασίας, δυσκολεύοντας την ένταξή τους στις γραμμές του. Ωστόσο, οι Θέσεις του Ζντάνοφ (και της ΚΕ) έφεραν μέσα τους το σπόρο της απώλειας του ταξικού χαρακτήρα του Κόμματος και του κράτους. Παρουσιάζοντας την διανόηση ως στρώμα με συμφέροντα ταυτόσημα με της εργατικής τάξης, οι Θέσεις προοικονομούσαν τη θεωρία του παλλαϊκού κράτους, ορόσημου της διαδικασίας επικράτησης του οπορτουνισμού στις γραμμές του ΚΚΣΕ. Παρόμοια, η πολιτική που ακολούθησε ο Ζντάνοφ στον τομέα του πολιτισμού την επόμενη δεκαετία εκκινούσε από τη σωστή αρχή ότι η σοσιαλιστική διανόηση πρέπει να υπηρετεί τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Όμως η επιθετικότητα με την οποία αντιμετωπίστηκε το συγκεκριμένο ζήτημα αντικατόπτριζε περισσότερο την αδυναμία και ανασφάλεια του Κόμματος στο συγκεκριμένο τομέα παρά την ορθότητα της αντίληψής του. Ένα πραγματικά εδραιωμένο σοσιαλιστικό πολιτιστικό περιβάλλον θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την ποίηση της Αχμάτοβα ως γραφικό, ίσως και ενδιαφέρον κατάλοιπο του παρελθόντος. Τόσο όμως στην εποχή του Ζντάνοφ όσο και αργότερα, η ΕΣΣΔ δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα του συνδρόμου κατωτερότητας μεγάλου μέρους της σοβιετικής διανόησης απέναντι στη Δύση με τίποτε περισσότερο από σε κάθε περίπτωση εξαιρετικές επιδώσεις στον κλασσικό – δηλαδή αστικό – πολιτισμό, όπως πχ στην κλασσική μουσική, το μπαλέτο, το θέατρο κλπ. Παρά τα αριστουργήματα του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, η ΕΣΣΔ δεν στάθηκε ικανή να οικοδομήσει σοσιαλιστικό πολιτισμό που να ψυχαγωγεί τον λαό, διαπαιδαγωγώντας τον παράλληλα με κομμουνιστικές αρχές. Η προώθηση του λαϊκού πολιτισμού και της παράδοσης, αν και συνθήκη απαραίτητη, δεν στάθηκε από μόνη της ικανή να αποτελέσει τη βάση μια νέας σοσιαλιστικής μαζικής κουλτούρας. Αντίθετα, έδωσε κάλυψη σε φορείς εθνικιστικών, επί της ουσίας αντικομμουνιστικών αντιλήψεων που συνέβαλαν κατά πολύ στην ιδεολογική διάβρωση του ΚΚΣΕ και τελικά τη διάλυση της ΕΣΣΔ.5
Στο σύνολο της λοιπόν, η Ζντανοφική στάση απέναντι στη διανόηση αντικατοπτρίζει τον αντιφατικό χαρακτήρα αυτού του κοινωνικού στρώματος στην σοσιαλιστική κοινωνία. Αναπτύσσοντας της παραγωγικές δυνάμεις και αυξάνοντας το μορφωτικό επίπεδο των εργαζομένων, ο σοσιαλισμός νομοτελειακά οδηγεί σε διεύρυνση της διανόησης ως προς το σύνολο του λαού. Ταυτόχρονα, στο βαθμό που δεν έχει αρθεί η αντίφαση διεκπεραιωτικής-επιτελικής, χειρονακτικής-πνευματικής εργασίας, η διανόηση παραμένει κοινωνικά διαφοροποιημένο στρώμα, με διακριτά συμφέροντα και τάσεις αυτονόμησης. Ο έλεγχος λοιπόν της διανόησης και η καθοδήγηση της από το ΚΚ είναι βασικός πολιτικός στόχος της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, στόχος που δεν επιτυγχάνεται αυτόματα ούτε με την μαζική ένταξη διανοουμένων στο Κόμμα ούτε με τον διοικητικό έλεγχο της δραστηριότητάς τους από αυτό.
Ο σοσιαλισμός του 20ου αι. δεν κατάφερε να δώσει ικανοποιητική λύση στα ζητήματά αυτά. Σκοπός αυτής της επισήμανσης δεν είναι φυσικά η ακύρωση των επιτευγμάτων του κομμουνιστικού κινήματος του προηγούμενου αιώνα, αλλά η υπογράμμιση του γεγονότος ότι τα προβλήματα που δεν κατάφερε να λύσει ο σοσιαλισμός που γνωρίσαμε είναι τα προβλήματα που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο σοσιαλισμός που θα χτίσουμε. Η ιστορία της ΕΣΣΔ δεν δίνει έτοιμες απαντήσει. Δίνει όμως έγκαιρες προειδοποιήσεις για τους μελλοντικά εμπόδια στο δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και εκεί ακριβώς βρίσκεται η αξίας της.
1.Η ιστορία της πληροφορικής, της κυβερνητικής και των δικτύων στην ΕΣΣΔ έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον και σχετίζεται άμεσα με την αδυναμία της σοβιετικής οικονομίας να ξεπεράσει τα αδιέξοδά της. Βλ. σχετικά εδώ.
2.Πράβντα, 1–2 Φλεβάρη 1939
3.18ο Συνέδριο του ΠΚΚ (μπ.): στενογραφική αποδελτίωση. Μόσχα, 1939, σ. 515
4.Ας σημειωθεί εδώ ότι η Αχμάτοβα, όπως και άλλοι διανοούμενοι, απομακρύνθηκε από το Λένινγκραντ κατά τη διάρκεια του πολέμου και επομένως δεν βίωσε τον εφιάλτη της πολιορκίας της πόλης
5.Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι μετά το θάνατο του Ζντάνοφ, πολλοί συνεργάτες του Π.Ε. Λένινγκραντ καθαιρέθηκαν ή και συνελήφθησαν με την κατηγορία της προώθησης του ρωσικού εθνικισμού, στη λεγόμενη Υπόθεση Λένινγκραντ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου