του Μάκη Μαΐλη
Οταν δημιουργήθηκε το ΕΑΜ, πριν από 60 χρόνια (27/9/1941), όπως επίσης και το Εργατικό ΕΑΜ (ΕΕΑΜ) νωρίτερα, ως πρόδρομος και ραχοκοκαλιά του, τα αστικά κόμματα είχαν πάψει να ηγεμονεύουν στο πολιτικό σκηνικό, βρισκόντουσαν ήδη σε κατάσταση κρίσης, που άγγιζε την αποσύνθεση. Επρόκειτο για μια φυσιολογική εξέλιξη, κυρίως εξαιτίας των συνθηκών που διαμορφώθηκαν στην Ελλάδα από τον Απρίλη του 1941, αλλά και της πολιτικής στάσης των ηγετικών παραγόντων τους από την πρώτη στιγμή της γερμανοϊταλικής και βουλγάρικης εισβολής και κατοχής.
Ωστόσο, η βαθιά κρίση τους είχε αρχίσει νωρίτερα, από την εγκαθίδρυση της βασιλομεταξικής δικτατορίας της 4ης Αυγούστου 1936. Και βεβαίως, σχετίζεται άμεσα, τόσο με τις ευθύνες τους στην επιβολή της, όσο και με την μετέπειτα γραμμή τους στον οδοστρωτήρα της 4ης Αυγούστου. Η πορεία των γεγονότων το επιβεβαιώνει απολύτως.
Στις βουλευτικές εκλογές της 26ης Ιανουαρίου 1936, που έγιναν με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής, πρώτευσε η αντιβενιζελική παράταξη [Λαϊκό Κόμμα - Λαϊκή Ριζοσπαστική Ενωσις - Ελευθερόφρονες (Ιωάννης Μεταξάς) - Εθνικόν Μεταρρυθμιστικόν Κόμμα], που συγκέντρωσε 602.840 ψήφους και εξέλεξε 143 βουλευτές. Δεύτερη ήρθε η βενιζελική παράταξη (Κόμμα Φιλελευθέρων - Δημοκρατικός Συνασπισμός - Παλαιοδημοκρατική Ενωσις Κρήτης - Αγροτικό Κόμμα Σοφιανόπουλου - Νεοφιλελεύθεροι) με 574.655 ψήφους και 142 έδρες. Τα παραπάνω κόμματα είχαν πάρει μέρος στις εκλογές αυτόνομα. Εδώ κατατάσσονται με βάση το διαχωρισμό τους, όπως έχει υιοθετηθεί. Το Παλλαϊκό Μέτωπο [ΚΚΕ - Σοσιαλιστικό Κόμμα (Στρατή Σωμερίτη) - Αγροτιστές (A. Βογιατζή- ορισμένες ανέντακτες προσωπικότητες) συγκέντρωσε 73.411 ψήφους και 15 βουλευτικές έδρες. (Βουλευτές εκλέχτηκαν οι παρακάτω: Βασίλης Νεφελούδης και Δημήτρης Γληνός (Αθήνα), Μανώλης Μανωλέας (Πειραιάς), Στέλιος Σκλάβαινας και Μιχάλης Σινάκος (Θεσσαλονίκη), Γιώργος Σιάντος (Τρίκαλα), Γιάννης Ιωαννίδης και Μιλτιάδης Πορφυρογένης (Λάρισα), Φίλιππος Παπαδόπουλος (Κοζάνη), Ανδρέας Τζήμας - αργότερα Σαμαρινιώτης - (Φλώρινα), Διονύσης Μενύχτας (Σέρρες), Μήτσος Παρτσαλίδης (Καβάλα), Κώστας Θέος (Δράμα), Βασίλης Βερβέρης (Ροδόπη), Μιχάλης Τυρίμος (Μυτιλήνη).
Αμέσως μετά τις εκλογές ο αρχηγός του «Κόμματος των Φιλελευθέρων» Θεμιστοκλής Σοφούλης (ο Ελευθέριος Βενιζέλος βρισκόταν στο Παρίσι, όπου και πέθανε περίπου δύο μήνες αργότερα) άρχισε επαφές με το «Λαϊκό Κόμμα» (Παναγή Τσαλδάρη) για το σχηματισμό κυβέρνησης. Είχε προηγηθεί δημόσια δήλωσή του, με την οποία χαρακτήριζε το πολιτειακό λήξαν, αν και ο βασιλιάς είχε γυρίσει στην Ελλάδα με νόθο δημοψήφισμα (αρχικώς υπέρ με 105%, για να το μειώσουν στη συνέχεια σε 97,8%)!!
Η συνεργασία τελικά ναυάγησε εξαιτίας της άρνησης του «Λαϊκού Κόμματος» να επανέλθουν στο στράτευμα οι απότακτοι αξιωματικοί του στρατιωτικού κινήματος της 1ης Μαρτίου 1935. Αν και στη συνέχεια ο Θ. Σοφούλης υπαναχώρησε στο θέμα της επαναφοράς των απότακτων αξιωματικών, ο σχηματισμός κυβέρνησης «Φιλελευθέρων» - «Λαϊκού Κόμματος» δεν έγινε δυνατός, καθώς ο Π. Τσαλδάρης πιεζόταν από το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», να μην προχωρήσει σε κυβέρνηση συνεργασίας με τους «Φιλελεύθερους».
Στο μεταξύ συνεχίζονταν οι προετοιμασίες στρατιωτικού πραξικοπήματος, στις οποίες πρωτοστατούσε ο Γεώργιος Κονδύλης (Κεραυνός) και ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» που είχε επικεφαλής το στρατηγό Πλατή, στην ουσία όμως τον Κονδύλη, που λίγες μέρες μετά τις εκλογές πέθανε ξαφνικά (31 Ιανουαρίου 1936).
Μέσα στο κλίμα που είχε δημιουργηθεί, όπου άλλοι ζητούσαν νέες εκλογές και άλλοι προσπαθούσαν να σχηματιστεί κυβέρνηση, ο Ι. Μεταξάς, σε συνεργασία με τον εκπρόσωπο της βρετανικής κυβέρνησης πρεσβευτή στην Ελλάδα Ουάτερλοου, με τα Ανάκτορα, με αστούς πολιτικούς (των «Λαϊκών» και των «Φιλελευθέρων»), καθώς και με τον εκδότη της εφημερίδας «Ελεύθερον Βήμα» Δημ. Λαμπράκη, προετοίμαζαν την επιβολή δικτατορίας. Οι διάφορες προτάσεις που γίνονταν για το σχηματισμό κυβέρνησης και γενικά οι διεργασίες, έστρωναν το έδαφος στη δικτατορία. Είναι χαρακτηριστικό ότι μια από τις προτάσεις του «Κόμματος Φιλελευθέρων» για την πρωθυπουργία ήταν, να την αναλάβει (στα πλαίσια συμμαχίας κομμάτων) ο Ιωάννης Μεταξάς!! Από την άλλη ο Τσαλδάρης ζητούσε από το ΚΚΕ την υποστήριξή του στη Βουλή για να σχηματίσει αυτός κυβέρνηση και όχι ο Σοφούλης! Είχαν κάνει και σχετικές κρούσεις που δεν απέδωσαν. Αντιθέτως οι σχετικές διαπραγματεύσεις ΚΚΕ (Παλλαϊκού Μετώπου) και «Κόμματος Φιλελευθέρων» απέδωσαν και κατέληξαν στο Σύμφωνο Σοφούλη - Σκλάβαινα. Αλλά το Σύμφωνο δεν τηρήθηκε από τους «Φιλελεύθερους» και δημοσιοποιήθηκε από το Παλλαϊκό Μέτωπο.
Οι μέρες, μετά τις εκλογές, περνούσαν και στην αρχή συνέχιζε να βρίσκεται η υπηρεσιακή κυβέρνηση Δεμερτζή, που στις αρχές Μαρτίου 1936 αντικατέστησε τον Παπάγο στο υπουργείο Στρατιωτικών με τον Ι. Μεταξά. Ιδιαίτερος στην υπουργοποίηση ήταν ο ρόλος του Δημ. Λαμπράκη.
Τελικά η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης ανατέθηκε από το Γεώργιο το Β΄ στο Δεμερτζή, που στις 14 Μαρτίου σχημάτισε τη δεύτερη κυβέρνησή του. Σε αυτή την κυβέρνηση ο Μεταξάς έγινε αντιπρόεδρος, ενώ παρέμεινε και υπουργός των Στρατιωτικών και της Αεροπορίας.
Θα μπορούσε να είχε σχηματίσει κυβέρνηση ο Σοφούλης («Κόμμα Φιλελευθέρων») έχοντας τη ψήφο ανοχής του Παλλαϊκού Μετώπου, που στο κάτω της γραφής είχε συνάψει μαζί του Σύμφωνο. Ομως ο Σοφούλης δε δέχτηκε και κατέθεσε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης στο βασιλιά. Ηταν μάλιστα εκείνος που πρότεινε στο Γεώργιο να ανατεθεί η νέα κυβέρνηση στο Δεμερτζή, με τον όρο να παραμείνει ως υπουργός των Στρατιωτικών ο Ι. Μεταξάς! Αργότερα, όταν κατέληξαν σε συμφωνία οι Σοφούλης - Θεοτόκης, δέχθηκαν τη θέση του βασιλιά να αναλάβει η νέα κυβέρνηση την 1η Οκτωβρίου 1936! Δηλαδή, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, μετά την κήρυξη της δικτατορίας...
Αυτές οι εξελίξεις λάβαιναν χώρα τη στιγμή που είχαν αρχίσει να φουντώνουν οι συνδικαλιστικοί αγώνες της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, που αντιμετωπίζονταν από τις κυβερνήσεις με ξυλοδαρμούς, συλλήψεις, ακόμη και ένοπλες επιθέσεις. Την 4η Μαρτίου δολοφονήθηκε σε επίθεση της αστυνομίας, ο φοιτητής της ιατρικής Αλ. Σωτηριάδης.
«Στις 28 Μάρτη 1936 το ΚΚΕ με μανιφέστο που δημοσίευσε τόνιζε: «Εργαζόμενοι! Μπρος στα μάτια σας, κάτω από τη σκέπη της μοναρχίας, εξυφαίνεται η πιο αντιλαϊκή, η πιο άτιμη, η πιο εγκληματική συνωμοσία. Αρχηγός της συνωμοσίας αυτής είναι ο Μεταξάς. Συνεργάτες του και συνένοχοί του είναι όλα τα πλουτοκρατικά κόμματα, από τα αντιβενιζελικά που πλειοδοτούν στα αντιλαϊκά μέτρα και σχέδια της κυβέρνησης, ίσαμε τα βενιζελικά, που στηρίζουν την κυβέρνηση και την αντιλαϊκή πολιτική της»»[1].
Στο μεταξύ τη 13η Απριλίου πέθανε ξαφνικά και ο πρωθυπουργός Δεμερτζής. Και ο βασιλιάς έκανε πρωθυπουργό τον Ι. Μεταξά. Τον όρκισε το ίδιο απόγευμα, δίχως να πάρει τη γνώμη της Βουλής! Το σχέδιο προχωρούσε... Στις 26 Απριλίου 1936 ο Δημ. Λαμπράκης έγραφε στο κύριο άρθρο του «Ελευθέρου Βήματος»: «Τα εν τη Βουλή κόμματα είναι σχεδόν ασφαλές ότι δεν θα περιορίσουν την ευμένειάν των εις τα χειροκροτήματα (σ.σ.: πλην των βουλευτών του Παλλαϊκού Μετώπου, που φυσικά δεν είχαν χειροκροτήσει) με τα οποία υπεδέχθησαν χθες το απόγευμα τας προγραμματικάς δηλώσεις του κ. Πρωθυπουργού, αλλά θα περιβάλουν την κυβέρνησιν ταύτην και δια της θετικής ψήφου εμπιστοσύνης των»[2].
Και πράγματι. Το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» (των Βενιζέλου - Σοφούλη) έδωσε ψήφο εμπιστοσύνης στην κυβέρνηση Μεταξά! Το ίδιο και ο Γεώργιος Καφαντάρης! Το «Λαϊκό Κόμμα» έδωσε ψήφο ανοχής. Το ίδιο και ο Ι. Θεοτόκης. Την καταψήφισαν οι βουλευτές του Παλλαϊκού Μετώπου και οι Γ. Παπανδρέου, Κ. Βλαχοθανάσης και Ανδρ. Δενδρινός. Υπήρξαν και 4 αποχές. Τα «υπέρ» ήσαν 241 ψήφοι. Αρα, όλα τα αστικά κόμματα άνοιξαν το δρόμο στη δικτατορία ανοιχτά και επισήμως... Του έδωσαν του Μεταξά την εξουσία!!
Ταυτόχρονα εντεινόταν ο αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός. Στην πρώτη γραμμή των λαύρων αρθρογράφων αντικομμουνιστικού μένους βρίσκονταν οι Γ. Παπανδρέου και Αλ. Παπαναστασίου.
Το ΚΚΕ επέμενε να προειδοποιεί για την επερχόμενη δικτατορία και να καλεί σε δράση για τη ματαίωσή της. Να τι υπογράμμιζε η απόφαση της 2ης Ολομέλειας της ΚΕ του Ιούνη 1936: «6. Μπροστά στο λυσσασμένο φασιστικό ξεφάντωμα και τις μαζικές εκτελέσεις εργαζομένων στη Θεσσαλονίκη και το Βόλο από τη μοναρχοπλουτοκρατική κυβέρνηση και τον άμεσο κίνδυνο εγκαθίδρυσης ανοιχτής φασιστικής δικτατορίας, το Κομμουνιστικό Κόμμα καλεί όλες τις οργανώσεις και όλο τον εργαζόμενο λαό στην πιο ανειρήνευτη πάλη για τη ματαίωση των καθημερινών φασιστικών μέτρων, για το χάλασμα των φασιστικών δικτατορικών σχεδίων των Μεταξά - Σκυλακάκη, εκπρόσωπων της μοναρχίας, της ντόπιας πλουτοκρατίας και των ξένων ληστών. Η 2η Ολομέλεια της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ δίνει εντολή σε όλες τις κομματικές καθοδηγήσεις και στο Πολιτικό Γραφείο της Κεντρικής Επιτροπής να πάρουν όλα τα μέτρα για την αποφασιστική αντιμετώπιση των εγκληματικών φασιστικών σχεδίων των εχθρών του λαού. Για την απόκρουση των φασιστών δολοφόνων του της πλουτοκρατικής ολιγαρχίας, που αντί για ψωμί του χαρίζουν σφαίρες, ο λαός σε αδελφική συνεργασία με το στρατό, έχει υποχρέωση και καθήκον, κατά το παράδειγμα της Θεσσαλονίκης, να χρησιμοποιήσει όλα τα μέσα της μαζικής πάλης. Κάθε μέσο μαζικής λαϊκής πάλης που χρησιμοποιείται για την υπεράσπιση του ψωμιού, της λευτεριάς, της ζωής και της ειρήνης του λαού ενάντια στην πλουτοκρατική φασιστική ολιγαρχία, είναι νόμιμο, αναγκαίο και επιβεβλημένο»[3].
Ομως, τα αστικά κόμματα είχαν αποφασίσει να παραδώσουν την εξουσία! Και είναι πολύ χαρακτηριστικό, ότι εκείνη η Βουλή ενέκρινε στις 30 Απριλίου ψήφισμα, με το οποίο διέκοπτε τις εργασίες της για πέντε μήνες (!), μέχρι την 30η Σεπτεμβρίου!! Τις διέκοψε για πολλά χρόνια, αφού την 4η Αυγούστου 1936 κηρύχτηκε η βασιλομεταξική δικτατορία...
Τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι που, δίχως καμιά υπερβολή, πρέπει να πούμε ότι η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία του 1936 είναι δημιούργημα της εγχώριας πλουτοκρατίας (Μποδοσάκης, Κανελλόπουλος κ.ά.), του Παλατιού, του «Κόμματος των Φιλελευθέρων και των Εγγλέζων. Και, βεβαίως, και του «Λαϊκού Κόμματος». Με άλλα λόγια του συνόλου του αστικού κόσμου και της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία διατηρούσε στην Ελλάδα και ενίσχυε (σχεδόν προνομιακά) μεγάλα οικονομικά, πολιτικά και στρατηγικά συμφέροντα. Ηταν αυτή που είχε το πάνω χέρι από την πλευρά του ξένου παράγοντα, λήστευε το λαϊκό ιδρώτα και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της χώρας.
Η όλη προετοιμασία της δικτατορίας αποτελεί την καλύτερη απάντηση σε εκείνους που επικρίνουν το ΚΚΕ, επειδή δεν μπόρεσε να την αποτρέψει! Γιατί υπάρχουν και τέτιοι, που ακόμη και σήμερα ισχυρίζονται, ότι το ΚΚΕ θα είχε συμβάλλει στην αποτροπή της, αν είχε επιμείνει περισσότερο στη σύμπραξη με αντιφασιστικές δυνάμεις! Και μάλιστα υπάρχουν τέτιοι ισχυρισμοί, όταν ο Θ. Σοφούλης την 7η Ιουνίου 1936, τότε που ο Μεταξάς όρισε υπουργό Εσωτερικών τον υποστηρικτή δικτατορικών λύσεων Θ. Σκυλακάκη και στον Τύπο υπήρχαν δημοσιεύματα για επικείμενη δικτατορία, ο Θ. Σοφούλης έλεγε: «Ο κ. Πρωθυπουργός δεν σκέπτεται τοιούτον τι. Περί αυτού είμαι πεπεισμένος και ο κόσμος πρέπει να ησυχάση και να μη δίδη πίστιν εις τοιαύτας σκοπίμους διαδόσεις»[4]. Και τη στιγμή που ο Σοφ. Βενιζέλος, διαπραγματευόταν με το Μεταξά την εγκαθίδρυση δικτατορικής διακυβερνήσεως, όπου ο ίδιος θα ήταν αντιπρόεδρος της κυβέρνησης!
Πρέπει να σημειωθεί το εξής ζήτημα, που αποτελεί ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της 20ετίας που προηγήθηκε της τεταρτοαυγουστιανής δικτατορίας: Την επιβολή των στρατιωτικών δικτατορικών «λύσεων» δεν την επιχειρούσαν και πραγματοποιούσαν μόνο οι λεγόμενες δεξιές ή ακροδεξιές δυνάμεις, αλλά και οι φιλελεύθερες. Η δικτατορία που εγκαθίδρυσε ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος τον Ιούνιο του 1925, ήταν δημιούργημα του «κεντρώου» χώρου. Ο ίδιος ο Πάγκαλος είχε πρωτοστατήσει στην εκτέλεση των «6». Αλλά και την 1η Μαρτίου 1935, το κίνημα στρατιωτικών μονάδων που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη, είχε την καθοδήγηση των Ελευθ. Βενιζέλου και Ν. Πλαστήρα.
Ως προς τις δικτατορικές διαθέσεις και αντιδράσεις των «Κεντρώων» πολιτικών κομμάτων, είναι χαρακτηριστικό, ανάμεσα σε πολλά άλλα, και το εξής γεγονός: Ενώ έβγαιναν τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών της 5ης Μαρτίου 1933, ο Πλαστήρας είπε στο Βενιζέλο: «Χάνουμε τας Αθήνας! Θα γίνουν ταραχές, συλλήψεις βενιζελικών, δολοφονίες και Κύριος οίδε τί άλλο! Γι’ αυτό εγώ σκέπτομαι να πάω στους συνοικισμούς, να εξεγείρω τους πρόσφυγας και να τους φέρω εις την πόλιν για να ζητήσουν την εγκαθίδρυσιν δικτατορίας. Θα κάμουμε ό,τι και στην Ιταλία, που χάρις στον Φασισμό προοδεύει»[5]. Και ο Βενιζέλος του απάντησε: «Η Ιταλία επήγαινε καλά, διότι εκεί υπήρχε δικτάτωρ. Εγώ δεν νομίζω, αγαπητέ φίλε στρατηγέ Πλαστήρα, ότι είσαι ικανός να κάμης τον δικτάτορα ως ο Μουσολίνι. Οχι μόνον δεν είσαι ικανός, αλλά δεν έχεις και την πλειάδα, τας εκατοντάδας των εκλεκτών συνεργατών του Μουσολίνι»![6]. Ο Πλαστήρας, ωστόσο, προχώρησε στο εγχείρημά του, αλλά το πραξικόπημά του απέτυχε...
Παρ’ όλα αυτά και σήμερα, που έχουν συμπληρωθεί δύο τρίτα ενός αιώνα, συνεχίζονται να γράφονται ανάλογες επικριτικές απόψεις, όπως η παρακάτω: «Η στιγμή της αλήθειας για το ΚΚΕ ήρθε με το πραξικόπημα των βενιζελικών αξιωματικών την 1η Μαρτίου 1935. Η στάση των κομμουνιστών απέναντι στο κίνημα ήταν σαφέστατα εχθρική και όλες οι οργανωμένες δυνάμεις του κομμουνιστικού κινήματος στράφηκαν εναντίον του πραξικοπήματος. Ας μην ξεχνάμε ότι ο «Ριζοσπάστης» προκάλεσε τεράστια ζημιά στους οπαδούς του Βενιζέλου και του Πλαστήρα δημοσιεύοντας σημαντικές πληροφορίες για την οργάνωση και το χρονοδιάγραμμα του πραξικοπήματος λίγες μέρες πριν αυτό εκραγεί»![7]...
Το ΚΚΕ έκανε πολύ σωστά που κατήγγειλε κάθε απόπειρα στρατιωτικού πραξικοπήματος, από όποια πλευρά και αν προέρχονταν. Αυτή τη στάση κράτησε και στο αποτυχημένο κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935. Και επικρίθηκε σε συνέχεια, από διάφορες πλευρές, επειδή ο «Ριζοσπάστης» δημοσίευσε πληροφορίες για το πραξικόπημα, προτού αυτό εκδηλωθεί! Επρεπε, σύμφωνα με τους επικριτές, να το υποστηρίξει επειδή προέρχονταν από το «κέντρο» και στρέφονταν κατά της «δεξιάς»!
Στρεφόταν κατά του λαού! Κατά της «δεξιάς» στρεφόταν μόνο στη βάση του ποιος θα διαχειρίζεται την εξουσία. Και βεβαίως ο καβγάς για τη διαχείριση της εξουσίας ουδέποτε απετέλεσε αντικειμενικό κριτήριο για τις προθέσεις και το φιλολαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής κάθε κόμματος.
Επιβεβαιώνεται αυτό από την πολιτική των «Κεντρώων» κυβερνήσεων, που συναγωνίστηκαν και πολλές φορές ξεπέρασαν τις «δεξιές» στην επίδειξη αγριότητας κατά του εργατικού και λαϊκού κινήματος και του ΚΚΕ. «Και δεν είναι τυχαίο, ότι το σύνθημα για τη φυσική εξόντωση των κομμουνιστών το έδωσε ο μεγαλύτερος ηγέτης του ελληνικού αστισμού, ο Βενιζέλος (...). Επί κυβερνήσεως Βενιζέλου, μεταξύ 1929 και 1932, έγιναν 11.400 συλλήψεις και 2.130 καταδίκες, ενώ από τις επιτροπές ασφαλείας εκτοπίστηκαν πάνω από 200 άτομα. Στο ίδιο διάστημα κακοποιήθηκαν 1.355 άτομα, και 120 φαντάροι πέρασαν τη στρατιωτική τους θητεία στον πειθαρχικό ουλαμό του Καλπακίου. (Πρόκειται για τα στελέχη της ΟΚΝΕ Μαρκοβίτη και Πανούση, που καταδικάστηκαν σε θάνατο στις 28.11.1930, όμως η ποινή τους μετατράπηκε σε ισόβια ύστερα από τεράστια λαϊκή κινητοποίηση. Στην ίδια δίκη καταδικάστηκαν σε ισόβια οι Κ. Γαμβέτας και Δ. Βλαντάς, σε 7 χρόνια φυλακή οι Αδαμόπουλος και Τσακίρης και σε δύο χρόνια ο Κορδέλης)[8].
Ακόμα: Η κυβέρνηση Βενιζέλου ψήφισε στη Βουλή το Νόμο 4229/1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών». Ηταν το περιβόητο «Ιδιώνυμο», με το οποίο: «Οστις επιδιώκει την εφαρμογήν ιδεών εχουσών ως έκδηλον σκοπόν την δια βιαίων μέσων ανατροπήν του κρατούντος κοινωνικού συστήματος ή την απόσπασιν μέρους εκ του όλου της Επικρατείας ή ενεργεί υπέρ της εφαρμογής αυτών προσηλυτισμόν τιμωρείται με φυλάκισιν τουλάχιστον έξι μηνών. Προς τούτοις επιβάλλεται δια της αποφάσεως και εκτοπισμός ενός μηνός έως δύο ετών, εις τόπον εν αυτή οριζόμενον».
Η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία κηρύχτηκε στο διάστημα που οι δημοκρατικές ιμπεριαλιστικές χώρες έδιναν τα πάντα στη Γερμανία του Χίτλερ, προσπαθώντας να τη στρέψουν κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Οι χώρες των Βαλκανίων -ιδιαίτερα η Ελλάδα, που είναι και μεσογειακή χώρα- τους ήταν απαραίτητο ελεγχόμενο στήριγμα στα σχέδιά τους. Ηθελαν ένα λαό αλυσοδεμένο. Και βεβαίως η προώθηση του στηρίγματος προϋπέθετε έντονο αντικομμουνισμό και αντισοβιετισμό, παράνομο ΚΚΕ, πλήρως ελεγχόμενα συνδικάτα και Τύπο. Αυτή η επιδίωξη δεμένη στενά με τις εσωτερικές αντιθέσεις της ελληνικής κοινωνίας, απετέλεσαν τους λόγους που επιβλήθηκε η δικτατορία της 4ης Αυγούστου.
Με άλλα λόγια, η τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ήταν η πολιτική έκφραση των συμφερόντων της αστικής τάξης στο επίπεδο της διακυβέρνησης. Ηταν η αναγκαία δύναμη στήριξης και ενίσχυσης του ελληνικού καπιταλισμού - στα πλαίσια του ιμπεριαλιστικού συστήματος - σε συνθήκες προετοιμασίας του Β΄ παγκοσμίου πολέμου. Αυτά αποδείχνονται ανάγλυφα τόσο από την εσωτερική όσο και από την εξωτερική πολιτική που εφάρμοσε. Και ακριβώς επειδή αποτελούσε την πιο ακραία έκφραση του αντικομμουνισμού, ήταν υποχρεωμένη να αντιπαρατάξει μια «νέα» ιδεολογία, η οποία θα αντικαθιστούσε την ιδεολογία της «Μεγάλης Ιδέας», που από τα χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής και της Συνθήκης της Λωζάνης είχε συντριβεί και μάλιστα με τον πιο επονείδιστο για την αστική τάξη τρόπο. Αυτόν τον ρόλο επεδίωξε να παίξει με το μανδύα της ιδεολογίας του «Γ΄ Ελληνικού Πολιτισμού». Και ενίσχυσε το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του σε τέτιο βαθμό, που καμιά κοινοβουλευτική δικτατορία δε θα μπορούσε να εξασφαλίσει.
Το γιατί επιβλήθηκε η δικτατορία το έχει πει με δωρική σαφήνεια ο ίδιος ο Μεταξάς: «Η αδιάκοπος φροντίς διά την στερέωσιν του αστικού καθεστώτος με όλας τας αναγκαίας θυσίας δια το σύνολον της κοινωνίας και ιδίως δια τας ενδεείς τάξεις»[9].
Βεβαίως αποτελεί υπερβολή ο παραπάνω ισχυρισμός του Μεταξά, αφού η οργάνωση και η συνείδηση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων δε βρισκόταν σε τέτιο επίπεδο που να κινδυνεύει το αστικό καθεστώς. Ωστόσο υπήρξαν σημαντικά γεγονότα, τα οποία δυσκόλευαν τις κινήσεις και τους χειρισμούς της αστικής τάξης μπροστά στα νέα διεθνή δεδομένα. Στα γεγονότα αυτά σημαντική, αν όχι την πρώτη θέση, κατέχουν εκείνα της 9ης του Μάη 1936 στη Θεσσαλονίκη, όπου τμήματα του στρατού ενώθηκαν με τους απεργούς καπνεργάτες και άλλους εργάτες και υπήρξαν συγκρούσεις με τις αστυνομικές δυνάμεις. Το αποτέλεσμα ήταν να υπάρχουν 12 νεκροί, 32 βαριά τραυματισμένοι και 250 τραυματισμένοι ελαφρά. Στην ουσία η λαϊκή κινητοποίηση πήρε τέτιες διαστάσεις που η Θεσσαλονίκη καταλήφθηκε από τους διαδηλωτές. Αλλά και στις 3 Ιουνίου 1936 η χωροφυλακή στο Βόλο, προκειμένου να διαλύσει συγκέντρωση των απεργών κλωστοϋφαντουργών, δολοφόνησε έναν και τραυμάτισε εφτά.
Αναφερόμενος τότε ο Θ. Σοφούλης στην επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου, από τη μια τον απέρριπτε, ως μη πραγματικό, αλλά ταυτόχρονα έκανε μια ειλικρινή ταξική τοποθέτηση. Στο υπόμνημά του προς το βασιλιά Γεώργιο Β΄ (Δεκέμβριος 1936) έγραψε: «Αλλ’ εάν ο κ. Πρωθυπουργός είχε στοιχεία, πείθοντα αυτόν, ότι ευρισκόμεθα προ ενός πραγματικού κινδύνου ανατροπής του καθεστώτος, είχε όλην την ευχέρειαν να αποτρέψει τον κίνδυνον δια μόνης της κηρύξεως του στρατιωτικού νόμου, παρεχομένης αναντιρρήτως και υπό της εθνικής αντιπροσωπείας της εγκρίσεως αυτής. Και λέγω αναντιρρήτως, διότι κατά τας συνεδριάσεις της συνταγματικής επιτροπής είχε διατυπωθή η γνώμη, ότι συμφέρει να κατοχυρωθή και υπό του Συντάγματος το πολίτευμα της Χώρας δια παντός μέτρου ασφαλείας κατά του κομμουνισμού, τιθεμένου εν ανάγκη εκτός νόμου»![10]
Στη σύμπλεξη εσωτερικών και εξωτερικών λόγων που επέβαλαν τη φασιστικού τύπου δικτατορία, μπορεί ίσως κανείς να δώσει μεγαλύτερο βάρος στους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έχει σχετικώς υπογραμμιστεί, «εκρίθη, δηλαδή, ότι, ενόψει πολέμου, θα απετέλει υπερβολικήν πολυτέλειαν δια την Ελλάδα η δημοκρατική διακυβέρνησίς της, η οποία, κατά τον Μεταξάν, θα παρημπόδιζε την πολεμικήν προπαρασκευήν[11]. Αλλά και οι εσωτερικοί δεν είναι αμελητέοι. Γιατί; «Η στάσις αυτή των δύο μεγάλων αστικών κομμάτων δεν ήτο ανεξήγητος. Ησθάνοντο, κατά βάθος, ότι ο Μεταξάς είχε δώσει την μόνην δυνατήν λύσιν διά την ένωσιν του αστικού κόσμου. Ησθάνοντο ότι το αστικόν καθεστώς, διά να υπερπηδήση την κρίσιν που είχε προκαλέσει ο από του 1916 μέχρι 1936 εμφύλιος πόλεμος, είχε ανάγκην να αναστείλη, επί τι χρονικόν διάστημα, τας δημοκρατικάς ελευθερίας»[12].
Η παραπάνω άποψη συμπίπτει με την ερμηνεία που έχουν δώσει και μια σειρά άλλοι Ελληνες συγγραφείς, ως προς τις αιτίες που προκάλεσαν την τόσο οξυμένη (αιματηρή) σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις (βενιζελικών - αντιβενιζελικών) και που τελικά, όπως υποστηρίζουν, τα πράγματα στη μεταξύ τους σχέση έφτασαν σε τέτιο σημείο, ώστε, για να μη συνεχιστεί ο καταστροφικός αγώνας αλληλοεξόντωσης, αποδέχτηκαν συναινετικά, ως μόνη λύση, την εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Στο πλαίσιο της παραπάνω εκτίμησης έχει διατυπωθεί και η άποψη, ότι η σύγκρουση αυτών των δύο παρατάξεων ήταν σύγκρουση ταξική, επειδή στην αντιπαράθεση έπαιρνε μέρος και η μεγάλη μάζα των μικροαστικών στρωμάτων!
Δεν επρόκειτο για σύγκρουση ταξική. Η υποτιθέμενη ταξική σύγκρουση έχει τόση βάση, όση έχει και η άποψη που υποστηρίζει, ότι, επειδή τα αστικά κόμματα ακολουθούνται από τα μεγάλα τμήματα της εργατικής τάξης και άλλων λαϊκών στρωμάτων, είναι κόμματα του λαού! (Εξάλλου και στο μεσοπόλεμο τα αστικά κόμματα τα ακολουθούσε η πλειοψηφία της εργατικής τάξης). Οπως, επίσης, με την άποψη που υποστηρίζει, ότι τα μικροαστικά στρώματα αποτελούν κάποια ιδιαίτερη τάξη. Γι’ αυτό και το σωστό είναι να κάνουμε λόγο για ενδοαστικές αντιθέσεις, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού.
Αρχικώς πρέπει να υπογραμμιστεί, ότι τις μεταξύ τους αντιθέσεις τα αστικά κόμματα τις πυροδοτούσαν παραπέρα τα ίδια, ώστε, μέσω της τεχνητής πόλωσης, να κρατούν εγκλωβισμένο το λαό. Ωστόσο αυτές οι αντιθέσεις είχαν και αντικειμενική βάση.
Τις οξύτατες αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές πολιτικές δυνάμεις συνέχιζε εκείνα τα χρόνια να πυροδοτεί η συντριβή από την ήττα και η καταστροφή στη Μικρά Ασία, με ό,τι αυτή συνεπάγονταν. Η εγκατάσταση στην Ελλάδα ενάμισι εκατομμυρίου ξεριζωμένων από τη Μικρασία, που προστέθηκαν στα υπόλοιπα εκατομμύρια των εγχώριων εξαθλιωμένων λαϊκών μαζών, όξυνε τις αντιθέσεις. Και οι δύο βασικές πολιτικές παρατάξεις της αστικής τάξης υπόσχονταν λύση στα προβλήματα, δίχως βεβαίως να την πραγματοποιούν. Ετσι ο παραπλανημένος αυτός κόσμος στρεφόταν πότε στη μία και πότε στην άλλη παράταξη, που, για να τον εγκλωβίζει σε βάρος της αντίπαλης, κατέφευγε στη δημιουργία κλίματος οξύτητας και δημαγωγίας δίχως φιλολαϊκό περιεχόμενο. Βεβαίως, το ίδιο γινόταν και πριν το 1922, όμως σε συνέχεια απόκτησε μεγαλύτερες διαστάσεις. Επιπλέον, η νίλα από την εκστρατεία στη Μικρασία είχε οδηγήσει στην εκτέλεση των έξι επιφανών παραγόντων του «Λαϊκού Κόμματος» (Δημ. Γούναρης, Γεώργιος Χατζηανέστης, Πέτρος Πρωτοπαπαδάκης, Νικ. Στράτος, Γεώργιος Μπαλτατζής, Νικ. Θεοτόκης). Αυτοί, ναι μεν είχαν μεγάλες ευθύνες για ό,τι συνέβη, αλλά σε τελευταία ανάλυση ήσαν τα εξιλαστήρια θύματα της πολιτικής που εφάρμοσαν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις («δεξιές» και «κεντρώες»), με ιδεολογικό μανδύα και σημαία τη «Μεγάλη Ιδέα», που κάλυπτε την επιδίωξη της αστικής τάξης να πάρει μεγάλο κομμάτι από την «πίτα» που λεγόταν Τουρκία. Αυτή η επιδίωξη συνέπεσε κατ’ αρχήν με τα συμφέροντα των Αγγλογάλλων να εξασφαλίσουν για λογαριασμό τους τα Στενά και τα πετρέλαια της περιοχής. Οταν αυτόν το στόχο μπόρεσαν να τον πραγματοποιήσουν «πουλώντας» την ελληνική αστική τάξη και πηγαίνοντας με την τουρκική, τότε επήλθε η καταστροφή: Στράφηκαν κατά της Ελλάδας...
Το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό. Και όπως τηλεγραφούσε ο Ελληνας πρεσβευτής στη Ρώμη: «οι κυβερνώντες την Ιταλίαν ελπίζουν ότι, ηττωμένης της Γερμανίας, θα επιστή η ώρα του διαμελισμού της Μικράς Ασίας, θα εγκατασταθή δε και η Ιταλία εν αυτή. Υποθέτουν ευλόγως ότι η Ρωσσία δια των αρμενικών επαρχιών της Τουρκίας, θα κατέλθη εις Μεσόγειον αντικρύ της Κύπρου. Η Γαλλία θα λάβη την Συρίαν και η Αγγλία την Αραβίαν. Θα απομείνη ικανός δια την Ιταλίαν χώρος προς δυσμάς των ρωσσικών κτήσεων. Μετά δυσφορίας μεγάλης προβλέπουν οι Ιταλοί ότι είναι αδύνατον να μη ληφθή υπ’ όψιν η Ελλάς. Επειδή η Σμύρνη και η κοιλάς του Μαιάνδρου είναι περιζήτητοι, δεν φαντάζονται οι Ιταλοί ότι θα δοθή εις ημάς. Θα καταβάλουν δ’ άλλως πάσαν προσπάθειαν όπως ελάχιστα κληρονομήσωμεν εν Μικρά Ασία»[13]. (Και φυσικά, δεν πρέπει να παραγνωριστεί το γεγονός, ότι και η ελληνική αστική τάξη της Μικρασίας, που εκμεταλλεύονταν Ελληνες και Τούρκους εργάτες, πίεζε για την κατάκτηση της περιοχής από τον ελληνικό στρατό και σε συνέχεια για την προσάρτηση της Μικρασίας από το ελληνικό κράτος (ο μητροπολίτης Σμύρνης Χρυσόστομος, που τελικά σφαγιάστηκε από τους Τούρκους, ήταν από τους πιο ένθερμους κήρυκες της «Μεγάλης Ιδέας»).
Αργότερα, μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1935, οι αντιβενιζελικοί εκτέλεσαν τους βενιζελικούς στρατηγούς Παπούλα και Κοιμήση και τον επίλαρχο Βολάνη, γεγονός που έριξε και άλλο λάδι στη φωτιά.
Οι ενδοαστικές αντιθέσεις και οι εκατέρωθεν αιματοχυσίες ήσαν καθημερινό φαινόμενο στην 20ετία που είχε προηγηθεί του 1936 και είχαν διχάσει το λαό σε δύο αντιμαχόμενες μερίδες (βενιζελικούς-αντιβενιζελικούς), που βρίσκονταν κυριολεκτικά στα μαχαίρια. Επρόκειτο για την ενσωμάτωση των λαϊκών δυνάμεων στις δύο βασικές δυνάμεις του αστικού πολιτικού κόσμου, που και τις δύο χαρακτήριζε όπως ήταν φυσικό, ο αντικομμουνισμός και η επίθεση στα λαϊκά δικαιώματα και στις λαϊκές ελευθερίες. Η κατάσταση, από την άποψη της χειραφέτησης τμήματος των λαϊκών δυνάμεων, άρχισε, σ’ ένα μικρό βαθμό, ν’ αλλάζει μετά την έλευση στην Ελλάδα των προσφύγων της Μικρασίας. Και αυτό, μόνο όταν οι υποσχέσεις των βενιζελικών κυβερνήσεων, που είχαν πάρει τους πρόσφυγες υπό την ...προστασία τους, ότι θα λύσουν τα προβλήματά τους, άρχισαν να εξανεμίζονται και ορισμένοι κατάλαβαν τον εμπαιγμό.
Η όξυνση των ενδοαστικών αντιπαραθέσεων είχε ως βάση την πορεία ανάπτυξης του ελληνικού καπιταλισμού, που σε μια φάση της συνέπεσε με το γεγονός ότι η διαμόρφωση των ορίων του ελληνικού κράτους, που κατέληξε να αποκρυσταλλωθούν οριστικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης, πραγματοποιείτο, όταν οι αντιθέσεις ανάμεσα στις καπιταλιστικές χώρες οδηγούσαν στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο και η Ελλάδα βρίσκονταν ήδη ενσωματωμένη στο σύστημα του ιμπεριαλισμού, συμμετέχοντας σε συνέχεια και στον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Και που στη διάρκειά του η βενιζελική παράταξη πήρε το μέρος της Αντάντ (Γαλλία κ. ά.), ενώ τότε τα Ανάκτορα ήθελαν η Ελλάδα ν’ ακολουθήσει την πλευρά της Γερμανίας. Το παραπάνω θέμα κατανοείται καλύτερα, αν το δει κανείς σε συνδυασμό με την διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που συντελείτο εκείνα τα χρόνια, αλλά και με την αντίστοιχη προσπάθεια της τουρκικής αστικής τάξης να ανατρέψει το φεουδαρχικό οικοδόμημα και να έρθει αυτή στην εξουσία. Αρα και με το γεγονός, ότι και την Τουρκία οι μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες προσπαθούσαν (η κάθε μια για λογαριασμό της) να την προσεταιριστούν, αξιοποιώντας και τα αστικά κινήματα που έφεραν τη διάλυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ίδιο, βεβαίως, συνέβαινε με τις αναδυόμενες αστικές τάξεις άλλων βαλκανικών χωρών, που επεδίωκαν και αυτές τη διαμόρφωση του δικού τους εθνικού χώρου. Αυτό ακριβώς τις έφερνε, μεταξύ τους και την κάθε μια χωριστά, σε σύγκρουση με άλλες.
Βεβαίως, σημαντικό ρόλο έπαιζε ο λαϊκός παράγοντας. Ο εμπαιγμός που υφίστατο ο λαός είχε οδηγήσει σε μαχητικές διεκδικήσεις, ενώ είχε προωθηθεί και η συνδικαλιστική οργάνωση της εργατικής τάξης, αλλά και της φτωχής αγροτιάς. Ιδιαίτερα, όμως, είχε δημιουργηθεί το Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας (1918 - ΣΕΚΕ), που το 1924, στο 3ο έκτακτο Συνέδριό του, μετονομάστηκε σε Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς). Κατά συνέπεια, η ανάγκη του ελληνικού καπιταλισμού να αναπτυχθεί, προχωρούσε μέσα σε συνθήκες όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και μιας ορισμένης ανάπτυξης της ταξικής πάλης, που συμπλέκονταν με τις διεθνείς αντιθέσεις του καπιταλισμού, καθώς και με την υποδεέστερη θέση που είχε η Ελλάδα στο καπιταλιστικό σύστημα, που βεβαίως περιλάμβανε και το χαρακτηριστικό της εξάρτησής της από μεγάλες καπιταλιστικές χώρες.
Στο θέμα της όξυνσης που πήραν οι αντιθέσεις, πρέπει να υπογραμμιστεί και ο ρόλος της μοναρχίας. Η μοναρχία εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα μερικά χρόνια μετά το τέλος της επανάστασης και η εμφύτευσή της ήταν προϊόν της σύμπραξης των ελληνικών κυβερνήσεων και του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και ξένων κυβερνήσεων, με στόχο να αποτελέσει έναν ισχυρό μοχλό κατά των λαϊκών δυνάμεων, που διεκδικούσαν ελευθερίες και δικαιώματα, που ήθελαν δηλαδή η επανάσταση του 1821 ν’ αποκτήσει μεγαλύτερο βάθος ως προς τα αποτελέσματά της (μοίρασμα της γης στο λαό κ.ά.). Η μοναρχία έπαιξε από τότε και σε συνέχεια τον κατασταλτικό ρόλο της, συνέβαλε στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Στα χρόνια της 4ης Αυγούστου, που η μοναρχία απετέλεσε τον έναν πυλώνα της, η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση του κεφαλαίου προχώρησε με γρήγορους ρυθμούς, ενώ ενισχύθηκε ο παρεμβατικός ρόλος του κράτους στην οικονομία, καθώς και η στενότερη σύνδεση του βιομηχανικού με το τραπεζικό κεφάλαιο, όπως έχουν αποδείξει οικονομικοί μελετητές αυτής της περιόδου.
Ταυτόχρονα, η μοναρχία προσπαθούσε να ενισχύει τα πολιτικοστρατιωτικά της στηρίγματα και να διαμορφώνει επιρροή και μηχανισμούς, που θ’ αναβαθμίζουν το δικό της ρόλο. Αυτό την έφερνε σε σύγκρουση με τμήματα του κοινοβουλευτικού αστικού πολιτικού κόσμου. Οξυνε τις υπάρχουσες αντιθέσεις. (Μήπως δεν έγινε κάτι παρόμοιο και στη μεταπολεμική Ελλάδα, ιδιαίτερα στα χρόνια 1963-1967, κάτω βεβαίως από αλλαγμένες, αλλά σε πολλά παρόμοιες, καπιταλιστικές συνθήκες;).
Από την άλλη, στην όξυνση των ενδοαστικών αντιθέσεων στην Ελλάδα συνέβαλε και η νέα διεθνής κατάσταση, το γεγονός, δηλαδή, ότι τα σύννεφα του Β’ παγκόσμιου πολέμου είχαν αρχίσει προ πολλού να συσσωρεύονται, ως αποτέλεσμα των αντιθέσεων του ιμπεριαλιστικού κόσμου. Ετσι, το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» (Βενιζέλος) προσανατολιζόταν προς την Ιταλία του Μουσολίνι, άλλες μερίδες της αστικής τάξης (π.χ. η εφημερίδα «Εστία») προς τη Γερμανία και άλλες (π.χ. Λαμπράκης) παρέμεναν σταθερά με το μέρος της Μ. Βρετανίας. (Είναι γνωστό, για παράδειγμα, ότι ο Ελευθ. Βενιζέλος αντιτάχθηκε στο Βαλκανικό Σύμφωνο του 1934, όταν έγινε γνωστό το μυστικό πρωτόκολλο που το συνόδευε και το οποίο υποχρέωνε τις 4 χώρες που το υπέγραψαν (Ελλάδα - Γιουγκοσλαβία - Τουρκία - Ρουμανία) να αποκρούσουν από κοινού και με τα όπλα ενδεχόμενη επίθεση από την πλευρά της Ιταλίας και της Γερμανίας!). Ταυτόχρονα, είχε πραγματοποιηθεί και νικήσει η μεγάλη Οχτωβριανή σοσιαλιστική επανάσταση και η Σοβιετική Ενωση ήταν μια πραγματικότητα παγκόσμιας σημασίας και ρόλου.
Τα γεγονότα εκείνης της περιόδου, καθώς και τα όσα ακολούθησαν αμέσως μετά, είναι από εκείνα που αποδείχνουν πολύ ανάγλυφα πόσο οι αντιθέσεις ανάμεσα στις αστικές δυνάμεις είναι ασήμαντες για τα λαϊκά συμφέροντα. Στα χρόνια που ακολούθησαν μετά το στρατιωτικό κίνημα στο Γουδί (1909) οι κυβερνήσεις Βενιζέλου πήραν μέτρα εκσυγχρονισμού του καπιταλιστικού συστήματος, μέτρα εδραίωσης και ισχυροποίησής του. Το κοινοβουλευτικό σύστημα απαλλάχτηκε από τις απαρχαιωμένες δομές του, θεσπίστηκε η Εργατική Νομοθεσία και αναγνωρίστηκε νομικά ο συνδικαλισμός, ένα μέρος της γης μοιράστηκε σε ακτήμονες, ενώ προχώρησε η φορολογική και η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση. Παράλληλα, ισχυροποιήθηκαν οι ένοπλες δυνάμεις και επεκτάθηκαν τα ελληνικά σύνορα με νικηφόρους πολέμους. Για τις μεταρρυθμίσεις αυτές - και άλλες - γράφτηκε πολύ σωστά: «Βέβαιον είναι ότι η φιλεργατική εκείνη πρόνοια απέτρεψε την απειλήν βιαίων εξεγέρσεων και επροστάτευσε την αστικήν τάξιν ασφαλέστερον από κάθε αστυνομικήν ή στρατιωτικήν εκ των υστέρων περιφρούρησιν»[14].
Βέβαιο είναι, επίσης, ότι από ένα χρονικό σημείο και έπειτα τα όρια αυτής της πολιτικής των «Φιλελευθέρων» είχαν εξαντληθεί (τέλη της 10ετίας του ‘20). Μειώθηκαν κατά πολύ οι διαφορές τους ως προς τη διαχείριση του καπιταλιστικού συστήματος. Κι όμως, αυτές οι ασήμαντες για το λαό διαφορές (π.χ. «Δεξιών» - «Κεντρώων» κομμάτων - τότε βενιζελικών - αντιβενιζελικών) κυριάρχησαν για πολλές δεκαετίες, κρύβοντας τις πραγματικές κοινωνικές αντιθέσεις. Το ότι αυτές οι αντιθέσεις ήταν για το λαό ασήμαντες, το αποδείχνει και ο ενθουσιασμός του Ελευθέριου Βενιζέλου για την υπουργοποίηση του Ι. Μεταξά: «Στις 7 Μαρτίου συνέχαιρε το Σοφούλη για την εκλογή του ως προέδρου (με τις ψήφους του Παλλαϊκού Μετώπου) της Βουλής, «ήτις εν συνδυασμώ προς αντικατάστασιν υπουργού Στρατιωτικών (σ.σ.: του Παπάγου από το Μεταξά), παρουσιάζει ευτυχή εξέλιξιν αποκαταστάσεως ομαλού πολιτικού βίου»!!![15] Και στις 9 Μαρτίου 1936 ο Βενιζέλος έγραφε στο Λουκά Ρούφο: «Δεν είναι ανάγκη να σου είπω, πόσο ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξει επί τέλους τας διηνεκείς επεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν και αναθέσας το υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς ανέκτησε πλήρως ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον δια την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελληνικού Λαού και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον. Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»!!![16]
Ο αντιλαϊκός φιλοδικτατορικός ρόλος των αστικών κομμάτων δε σταμάτησε στην παράδοση της εξουσίας στο Μεταξά και στην εγκαθίδρυση της δικτατορίας. Συνεχίστηκε και μετά την 4η Αυγούστου. Η «αντίδρασή» τους περιορίζονταν να κάνουν διαβήματα στο βασιλιά και να του ζητούν να πάρει πρωτοβουλίες κατά της δικτατορίας! Και έναν μήνα αργότερα τα αστικά πολιτικά κόμματα έκαναν συμφωνία στο πρόγραμμα που θα εφάρμοζαν, εφόσον εκαλούντο να διαδεχθούν τη δικτατορία! Τη συμφωνία υπέγραψαν όλοι οι αρχηγοί των πολιτικών κομμάτων (στο μεταξύ χιλιάδες κομμουνιστές και κομμουνίστριες βρισκόντουσαν στις φυλακές, στις εξορίες, στην παρανομία)! Σε ποιες αρχές στηρίχτηκε το πρόγραμμα των αστικών κομμάτων; Διαβάζουμε:
«Βασιλεύς, Βουλή, Κυβέρνησις: Ο Βασιλεύς θα έχει το δικαίωμα διαλύσεως της Βουλής και της αρνησικυρίας των νόμων. Ο Βασιλεύς θα είχεν αποφασιστικήν γνώμην δια την σύνθεσιν των ενόπλων δυνάμεων.
Αμυνα κατά της βίας: Ο κομμουνισμός και ο φασισμός θα ετίθεντο εκτός νόμου.
Κοινωνική ειρήνη: Προς παγίωσιν της κοινωνικής ειρήνης και προστασίαν της οικουμενικής ευημερίας, θα απηγορεύοντο η απεργία και το «λοκ-άουτ» και θα καθιερούτο η υποχρεωτική διαιτησία»[17].
Πολύ αργότερα άρχισαν να οργανώνουν ομάδες αντιδικτατορικής δράσης, «αλλά απέκλειαν την δυναμικήν ανατροπήν της δικτατορίας»[18]! [(Μοναδική εξαίρεση υπήρξε το ένοπλο κίνημα της Κρήτης, το καλοκαίρι (τέλη Ιουνίου) του 1938, που απέτυχε, αφού χτυπήθηκε με τη συγκατάθεση και του βασιλιά, στον οποίον οι επικεφαλής του κινήματος είχαν απευθυνθεί, για να συμβάλλει στην ανατροπή της κυβέρνησης Μεταξά!)].
Πέρασε αρκετός χρόνος από την ανακήρυξη της δικτατορίας, μέχρι που η κυβέρνηση Μεταξά συνέλαβε και πολλούς από αυτούς...
Τελικά, η δικτατορία της 4ης Αυγούστου, ενώ προσέφερε πολλά στην αστική τάξη, από την άλλη προκάλεσε εξ αντικειμένου σημαντική ζημιά στα αστικά πολιτικά κόμματα. Απετέλεσε μια από τις αιτίες -όχι την πιο σημαντική, αλλά ωστόσο μία από τις αιτίες- παραπέρα όξυνσης της κρίσης στην οποία περιήλθαν και της δυσκολίας ν’ ανασυγκροτηθούν, γεγονός που επιδεινώθηκε σε συνέχεια, όταν η Ελλάδα βρέθηκε υπό το καθεστώς της γερμανοϊταλικής κατοχής. Γιατί, όπως σωστά έχει επισημανθεί, με την 8ετία που ακολούθησε (μεταξική δικτατορία - γερμανική κατοχή) διακόπηκε η συνέχεια. «Η έλλειψις συνεχείας, εξ άλλου, ωδήγησεν εις εξάρθρωσιν των πολιτικών δυνάμεων του τόπου, υποβοηθήσασα παραλλήλως την άνδρωσιν του Κομμουνιστικού Κόμματος»[19].
Αυτό το τελευταίο, βεβαίως, δεν είναι καθόλου σωστό. Η έλλειψη συνέχειας έπαιξε ασφαλώς το ρόλο της, αλλά σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό η κρίση των αστικών κομμάτων προκλήθηκε από το ρόλο τους στα χρόνια της Κατοχής, τότε που ολόκληρο το πολιτικό σύστημα και οι κρατικοί μηχανισμοί σμπαραλιάστηκαν. Γιατί και το ΚΚΕ βγήκε από τη δικτατορία βαρύτατα χτυπημένο, υπέφερε και έζησε σε φοβερές συνθήκες και μάλιστα τέτιες, που δε γνώρισε κανένα αστικό κόμμα. Ομως το ΚΚΕ έπαιξε άλλο ρόλο, ηγήθηκε της λαϊκής πάλης. Αντίθετα, τα αστικά κόμματα έκαναν ό,τι μπορούσαν, σε συνεργασία με την κυβέρνηση της Μ. Βρετανίας και άλλες δυνάμεις τους με τους Γερμανούς, για να τσακίσουν το λαό...
[1] Σπύρου Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 201, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».
[2] Σπύρου Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 219, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».
[3] ΤΟ ΚΚΕ - ΕΠΙΣΗΜΑ ΚΕΙΜΕΝΑ, τόμος 4ος, σελ. 390, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».
[4] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 430, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[5] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 183, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[6] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 183, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[7] ΙΣΤΟΡΙΚΑ «Ελευθεροτυπίας», 3 Αυγούστου 2000, σελ.19.
[8] Αγγελου Ελεφάντη: «Η επαγγελία της αδύνατης επανάστασης», σελ. 281, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ».
[9] Σπ. Λιναρδάτου: «4η Αυγούστου», σελ. 112, εκδόσεις «ΘΕΜΕΛΙΟ».
[10] Κομνηνού Πυρομάγλου: «Ο Γεώργιος Καρτάλης και η εποχή του», τόμος Α΄, σελ. 107, Εκδόσεις «ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ», 1965.
[11] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 423, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[12] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 467, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[13] Τηλεγράφημα ελληνικής πρεσβείας Ρώμης, της 14/27 Δεκεμβρίου 1914. Αρχεία υπουργείου Εξωτερικών. Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910-1920», σελ.267-268, Εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[14] Γεωργίου Βεντήρη: «Η Ελλάς του 1910-1920», σελ. 81, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[15] Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».
[16] Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», σελ. 194-195, «ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ».
[17] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 441, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[18] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 443, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
[19] Γρ. Δάφνη: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», τόμος Β΄, σελ. 476, εκδόσεις «ΙΚΑΡΟΣ».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου