«ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ»: ΜΥΘΟΣ Ή ΣΥΓΚΑΛΥΨΗ
της Ελένης Μπέλλου
Ο όρος «παγκοσμιοποίηση»[1] χρησιμοποιείται ευρύτατα για να υποδηλώσει ένα νέο επίπεδο κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών διεργασιών, που αφορούν κυρίως την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις οικονομικές και εν γένει κοινωνικές σχέσεις διεθνώς.
Ως όρος προβλήθηκε εξ ίσου από τα φιλελεύθερα αστικά και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα. Επίσης υιοθετήθηκε από «νεοαριστερά» ή και κόμματα που αυτοπροσδιορίζονται ως κομμουνιστικά, ακόμη από κοινωνιολόγους και δημοσιολόγους από το χώρο της ριζοσπαστικής διανόησης. Γίνεται, η «παγκοσμιοποίηση», σημείον αναφοράς στις εκθέσεις και αναλύσεις των ευρωενωσιακών επιτελείων (της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας), των διαφόρων διακρατικών και διεθνικών ενώσεων και οργανισμών (π.χ. ΟΟΣΑ, ΔΝΤ, ΠΟΕ).
Παρατηρείται το φαινόμενο να ανάγεται η ερμηνεία σημαντικών κοινωνικών προβλημάτων (π.χ. της ανεργίας) ή να στηρίζονται συγκεκριμένες πολιτικές επιλογές (π.χ. η ένταξη στην ΟΝΕ-ΕΥΡΩ) στα αντικειμενικά δεδομένα που διαμορφώνει η λεγόμενη «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία και κοινωνία. Γενικότερα, αιτιολογήθηκαν εθνοκρατικές και διακρατικές πολιτικές αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης -και ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών σε βάρος της- προκειμένου να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα των κεφαλαίων από τα κράτη της ΕΕ και να εναρμονιστούν οι οικονομίες τους στο νέο περιβάλλον των ανοικτών αγορών.
Γύρω από τον όρο «παγκοσμιοποίηση» αναπτύσσεται ένα ευρύτατο πεδίο φιλοσοφικών και οικονομικών αντιλήψεων και πολιτικών προσεγγίσεων, που επιδρούν στη διαμόρφωση της, περί «παγκοσμιοποίησης», κοινής αντίληψης.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΠΕΡΙ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»
Αυτό που κατασταλάζει ως κοινή αντίληψη, που διαμορφώνεται ως συνισταμένη μιας ευρείας γκάμας αντιλήψεων, είναι το ακόλουθο:
Οι ανθρώπινες κοινωνίες που υφίστανται πάνω στη γη, οι κρατικές τους υποστάσεις, δηλαδή τα κράτη, εμπλέκονται εκ των πραγμάτων σε ένα πυκνό δίκτυο διασυνδέσεων και αλληλεξαρτήσεων, που διαμορφώνει υποχρεωτικά δεδομένα για τις πολιτικές επιλογές τους, σε όλους τους τομείς και τις εκδηλώσεις της κοινωνικής δραστηριότητας.
Αιτία, πηγή αυτής της διαπλοκής στις διεθνικές οικονομικές, στρατιωτικές, πολιτικές εν γένει πολιτιστικές σχέσεις θεωρείται η ραγδαία ανάπτυξη της γνώσης, της επιστήμης, των εφευρέσεων και καινοτομιών στην εφαρμογή της επιστημονικής προόδου, η ραγδαία ανάπτυξη της τεχνολογίας. Π.χ. η ανάπτυξη της πληροφορικής, οι νέες εφαρμογές στις τηλεπικοινωνίες και τα διαδίκτυα έφτασαν σε τέτια επίπεδα, ώστε να εισάγει κάποιος μια πληροφορία στο διαδίκτυο στο Λονδίνο και στην ελάχιστη επόμενη μονάδα του χρόνου να γίνεται δυνατή η πρόσβαση σε αυτήν από τον κάτοικο του Σίδνεϋ.
Αν σκεφτεί κάποιος τους ηλεκτρονικούς εκσυγχρονισμούς στη λειτουργία της αγοράς του χρηματικού κεφαλαίου (τράπεζες, χρηματιστήρια, χρηματοεπενδυτικές και ασφαλιστικές εταιρείες κλπ.) μπορεί να φανταστεί τι σημαίνει αυτή η ταχύτητα στην πληροφόρηση και την επικοινωνία, κυρίως για λογαριασμό των μεγάλων επιθετικών αμοιβαίων κεφαλαίων (κεφάλαια που οι επενδυτικές κινήσεις τους -αγοραπωλησίες χρηματικού κεφαλαίου- παίζουν με αυξομειώσεις συναλλαγματικών ισοτιμιών, μετοχών κ.ά. σε λεπτά της ώρας).
Προβάλλεται, λοιπόν, η γνώση/επιστήμη/τεχνολογία ως η αυτοτελής κινητήρια δύναμη αλλαγής των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων, ο δε ανταγωνισμός (των κεφαλαίων) ως διαχρονική νομοτέλεια κάθε τύπου ανάπτυξης, της κοινωνικής προόδου, των διασυνδέσεων και εξαρτήσεων των κοινωνιών του σύγχρονου κόσμου.
Σχηματοποιούμε κάπως αυτή την αντίληψη, από την άποψη της προβολής των πολιτικών επιχειρημάτων που εδράζονται σε αυτήν:
Σε αυτόν τον υποχρεωτικά αλληλεξαρτημένο και διαπλεκόμενο κόσμο, που έτσι και αλλιώς ο ανταγωνισμός είναι δεδομένος, αν θέλει ένα κράτος να διεκδικήσει μια θέση στην «παγκοσμιοποιημένη» οικονομία, οφείλει να ακολουθήσει το δρόμο που δείχνει η μηχανή που σέρνει την αμαξοστοιχία.
Σε αυτή τη λογική προβλήθηκαν οι ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, ως υποδείγματα εναρμόνισης των εργασιακών σχέσεων με τα νέα δεδομένα της οικονομίας, αφού εφάρμοσαν εγκαίρως την ευέλικτη αγορά εργασίας και έτσι πέτυχαν μικρότερο «κόστος εργασίας», επομένως πιο ανταγωνιστικά προϊόντα στις διεθνείς αγορές.
Στην ίδια λογική ξεκίνησε και η αιτιολόγηση των αλλαγών στο ασφαλιστικό σύστημα των κρατών της ΕΕ, διανθισμένη με την περί γήρανσης του πληθυσμού θεώρηση.
Στην Ελλάδα η εγχώρια ολιγαρχία και τα πολιτικά της κόμματα αλλά και άλλα κόμματα που προσαρμόστηκαν στις ανάγκες του κεφαλαίου, στη λογική της «παγκοσμιοποίησης» πρόβαλλαν τον «μονόδρομο» της ΕΕ και του κοινού νομίσματος σε αντιπαράθεση προς την κλειστή, «αλβανοποιημένη» οικονομία. Λογικό επακόλουθο και η ενεργητική αποδοχή των κατευθύνσεων ενώσεων και οργανισμών του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, όπως είναι ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο ΠΟΕ.
Την ίδια αιτιολόγηση έχει και η συμμετοχή στην ιμπεριαλιστική ένωση του αναδομημένου ΝΑΤΟ, ως υποχρεωτική προσαρμογή στις εξελίξεις, που εγγυάται την εξασφάλιση συμμάχων για την υπεράσπιση των κυριαρχικών δικαιωμάτων ενός κράτους.
Στη λογική της «παγκοσμιοποίησης», ως νομοτελειακής διαδικασίας σε προοδευτική κατεύθυνση, «τεκμηριώνεται» η κυβερνητική -και όχι μόνον- πολιτική για ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους πάσης φύσης διακρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς (π.χ. της Σένγκεν, της συνοριακής αστυνομίας, γενικότερα των ειδικών υπηρεσιών παρακολούθησης και καταστολής, της εναρμόνισης του νέου τρομονόμου στις διεθνείς ιμπεριαλιστικές απαιτήσεις). Τεκμηριώνεται η ενεργητική συμμετοχή της Ελλάδας στους οικονομικο-πολιτικούς και στρατιωτικο-πολιτικούς σχεδιασμούς και στις στρατηγικές επιδιώξεις που αφορούν την Ν. Α. Ευρώπη, την Αν. Μεσόγειο, την Παραευξείνια ζώνη. Απώτερος στόχος για το ελληνικό καπιταλιστικό κράτος είναι η κατάκτηση μιας καλύτερης θέσης στο συγκεκριμένο περιφερειακό κόμβο του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, υπό το δόγμα «η Ελλάδα χώρα επίκεντρο της νέας αρχιτεκτονικής ασφάλειας των Βαλκανίων και της Αν. Μεσογείου».
Ετσι, η κοινή αντίληψη περί «παγκοσμιοποίησης» είναι η σύγχρονη έκφραση της χειραγώγησης των μαζών από την κυρίαρχη ιδεολογία και πολιτική του σύγχρονου καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος στον 21ο αιώνα.
Η ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΛΗΨΗΣ ΠΕΡΙ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»
Η αληθοφάνεια αυτής της αντίληψης στηρίζεται στη διαμόρφωση αληθοφανών μύθων, οι οποίοι προβάλλουν επιφανειακές αλήθειες, αποκρύπτουν και συσκοτίζουν τη βαθύτερη γνώση των φαινομένων της κοινωνικής εξέλιξης. Στηρίζεται στο γεγονός ότι τόσο η ερμηνεία των σύγχρονων εξελίξεων όσο και η γνώση της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας απαιτούν επιστημονικότητα, στην οποία δεν έχει προϋποθέσεις πρόσβασης η λαϊκή πλειοψηφία. Ετσι διασπάται η ιστορική συνέχεια της γνώσης και χειραγωγείται η κοινωνική συνείδηση.
ΜΥΘΟΣ 1ΟΣ: ΟΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ ΣΤΗ ΓΝΩΣΗ/ΕΠΙΣΤΗΜΗ/ΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΣΠΑΣΑΝ
ΤΑ ΦΡΑΓΜΑΤΑ ΤΩΝ ΚΛΕΙΣΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΩΝ,
ΔΗΜΙΟΥΡΓΗΣΑΝ ΤΟ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΧΩΡΙΟ»
Ο μύθος αυτός στηρίζεται στο γεγονός ότι ο άνθρωπος του ανατέλλοντος 21ου αιώνα θαμπώνεται από τις τεχνολογικές ανατροπές που επιφέρει ένα νέο επίπεδο της επιστημονικής ανάπτυξης, με αποτέλεσμα να το απολυτοποιεί, να το ανάγει σε πρωταίτιο των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων. Είναι το δέος απέναντι στις τεχνολογικές εφαρμογές της πληροφορικής, στις δυνατότητες των multi-media (πολυμέσων) κλπ.
Πολύ συχνά, η κοινωνική συνείδηση αποσπάται από το μέγεθος των ανατροπών που επέφεραν ιστορικές επιστημονικές ανακαλύψεις και τεχνολογικές εφαρμογές, π.χ. της πυρηνικής ενέργειας, του τηλέγραφου, του ηλεκτρισμού, της τυπογραφίας, για να μην αναφερθούμε στις ανατροπές που έφεραν στην εποχή τους οι τεχνικές που αφορούσαν τη χρήση του σιδήρου και του χάλυβα.
Σε κάθε περίπτωση, το επίπεδο γνώσης/επιστήμης/τεχνολογίας αποτελούσε έκφραση του επιπέδου ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά και η χρήση και ο έλεγχος των δυνατοτήτων της νέας γνώσης/επιστήμης/τεχνολογίας από την εκάστοτε κυρίαρχη τάξη είναι εκδήλωση της παρεμπόδισης που υφίσταται η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων από τις κυρίαρχες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις και πρώτ’ απ’ όλα τις κυρίαρχες σχέσεις παραγωγής, όταν πλέον η ανάπτυξη των αντιθέσεών τους τις καθιστά ανασταλτικό παράγοντα για τον περαιτέρω δυναμισμό της κοινωνικής ανάπτυξης.
Η συσσωρευμένη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγούσε σε μια νέα ποιοτική τους κατάσταση, η οποία δεν προσάρμοζε εξελικτικά τις υφιστάμενες κοινωνικο-οικονομικές αλλά ούτε καθιστούσε κυρίαρχες τις νέες κοινωνικο-οικονομικές σχέσεις και την εδραίωση των αντίστοιχων πολιτικών σχέσεων. Η νέα εναρμόνιση παραγωγικών δυνάμεων - κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών σχέσεων προϋπέθετε την ανατροπή του υπάρχοντος συστήματος ως αποτέλεσμα της δράσης της κύριας παραγωγικής δύναμης, του ανθρώπου, μέσω της ταξικής πάλης.
Και σήμερα, ο μύθος των τεχνολογιών, των νέων βιομηχανικών κλάδων, της «νέας οικονομίας» χρησιμοποιείται από την άρχουσα καπιταλιστική τάξη για να διατηρήσει την κυριαρχία της, να κρύψει τις πραγματικές αιτίες των κοινωνικών αντιθέσεων, να χειραγωγήσει τις δυνατότητες των ταξικών της αντιπάλων να θέσουν υπό αμφισβήτηση και ανατροπή την κυριαρχία της. Γι’ αυτό οι θεωρητικοί και πολιτικοί της εκπρόσωποι παρουσιάζουν τις επιστημονικές/τεχνολογικές εξελίξεις ακόμη και ως στοιχείο μετάλλαξης του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι διάφορες θεωρίες της «παγκοσμιοποίησης» στοχεύουν στην υποταγή της εργατικής τάξης των αναπτυγμένων καπιταλιστικών κρατών, στην υποταγή της διεθνούς εργατικής τάξης στους κρατικούς και διακρατικούς θεσμούς του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.
ΜΥΘΟΣ 2ΟΣ: Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΣΥΝΙΣΤΑ ΤΟ ΝΕΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ
ΤΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΞΕΛΙΞΗΣ: ΤΗΣ ΑΛΛΗΛΕΞΑΡΤΗΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΠΛΟΚΗΣ
ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΩΝ, ΤΩΝ ΕΘΝΙΚΩΝ ΚΡΑΤΩΝ
Η τάση να διαμορφώνουν σχέσεις μεταξύ τους οι κοινωνίες είναι τάση που διέπει όλη την ιστορία της ανθρώπινης εξέλιξης. Τα όρια ενσάρκωσης αυτής της τάσης καθορίζονται από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων (σε αυτά συμπεριλαμβάνονται και τα επίπεδα γνώσης - ειδίκευσης, επιστήμης - τεχνολογίας, μέσων παραγωγής και επομένως και της εμβέλειας στη μεταφορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων, παραγωγικού δυναμικού). Ταυτόχρονα, όμως, οι όροι με τους οποίους διαμορφώνονται οι σχέσεις μεταξύ των κοινωνιών, είναι όροι του εκάστοτε κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Είναι σχέσεις ανταγωνιστικές, στις οποίες υπερέχει ο ισχυρότερος οικονομικά, στρατιωτικά, πολιτικά.
Αυτή η τάση επιβεβαιώνεται από την ιστορία τόσο των εκμεταλλευτικών προκαπιταλιστικών συστημάτων, όσο και του καπιταλιστικού συστήματος.
Οι εκδηλώσεις και τα «όρια» των εξαρτήσεων και αλληλεξαρτήσεων, η συγκεκριμένη έκφραση των αντιθέσεών τους, καθορίζονται από το κυρίαρχο κοινωνικο-οικονομικό σύστημα.
Είναι εύκολο να διαπιστωθεί στην ιστορία των αρχαίων δουλοκτητικών κρατών, μεταξύ των οποίων και εκείνων των κρατών-πόλεων του ελλαδικού χώρου με τις αποικίες τους στη λεκάνη της Μεσογείου, στην ιστορία του Μακεδονικού κράτους του Μ. Αλεξάνδρου, στην ιστορία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Σε κάθε περίπτωση, η ενσάρκωση της τάσης διεθνοποίησης των κοινωνικο-οικονομικών σχέσεων χαρακτηρίζεται από την εξαγωγή και επιβολή του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, των κυρίαρχων σχέσεων ιδιοκτησίας, του ισχυρότερου κράτους ή ομάδας ισχυρών κρατών, αλλά και από την παγκόσμια εμβέλεια ενός κοινωνικο-οικονομικού συστήματος και το συσχετισμό μεταξύ των διαφορετικών κρατών.
Η έκταση και τα χαρακτηριστικά της εξάρτησης, της «υποταγής», τα «όριά» τους, είναι αποτέλεσμα των ορίων του εκάστοτε κοινωνικο-οικονομικού συστήματος.
Στην αρχαία δουλοκτητική κοινωνία, που η κοινωνική παραγωγή γίνεται κυρίως με όρους απόλυτου φυσικού καταναγκασμού του εργαζομένου σε αυτούς που κατέχουν τα μέσα παραγωγής, η σχέση της σχεδόν απόλυτης υποταγής εκδηλώνεται και στις σχέσεις με τις κατακτημένες κοινωνίες (υποδουλώνονται στον κατακτητή ελεύθεροι και δούλοι).
Οι σχέσεις της απόλυτης εξάρτησης χαλαρώνουν σε συνθήκες όπου έχουν ήδη ωριμάσει οι αντιθέσεις του κυρίαρχου συστήματος και κράτους-επικυρίαρχου, π.χ. στις σχέσεις του Μακεδονικού κράτους του Μ. Αλεξάνδρου με κατακτημένες κοινωνίες της Ασίας, στις σχέσεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας με κατακτημένες κοινωνίες στην Ανατολική Ευρώπη, στο χώρο του μετέπειτα Βυζαντίου.
Αντίθετα, όταν το καπιταλιστικό σύστημα και ένα κυρίαρχο καπιταλιστικό κράτος βρίσκεται στην ορμή της ανάπτυξής του, μπορεί να εξάγει τις νέες σχέσεις σε βαθμό καταστροφικό για τις υποτασσόμενες κοινωνίες, π.χ. οι σχέσεις των Αμερικανικών Πολιτειών με τις κοινωνίες των αυτόχθονων πληθυσμών ή με σχέση «σύγχρονης» δουλικής εξάρτησης, π.χ. οι σχέσεις της Μ. Βρετανίας με τις αποικίες της, κυρίως την Ινδία στην Ασία.
Το αποικιοκρατικό σύστημα προσιδίαζε σέ ένα ορισμένο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλιστικού συστήματος. Ηταν μια ορισμένη μορφή ενσάρκωσης της «παγκοσμιοποίησης», στην εποχή που ο καπιταλισμός ορμητικά διεκδικούσε την εδραίωσή του. Στην εποχή που λόγω της ανισόμετρης ανάπτυξης του καπιταλισμού δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί η διαδικασία διαμόρφωσης των αστικών εθνικών κρατών και η εξάλειψη των φεουδαρχικών υπολειμμάτων στο εποικοδόμημα.
Στην ιστορία του καπιταλισμού, ένας ορισμένος βαθμός «προστασίας» της εθνικής εσωτερικής αγοράς αποσκοπούσε ακριβώς στη συγκρότησή της. Το στοιχείο της διεθνούς καπιταλιστικής επέκτασης (καπιταλιστικής παραγωγής για εξωτερική αγορά, εξαγωγής εμπορευμάτων, κεφαλαίων) ως γενική τάση ενυπήρχε με το στοιχείο της προστασίας της εθνικής εσωτερικής αγοράς από το διεθνή καπιταλιστικό ανταγωνισμό. Η πορεία της καπιταλιστικής εξέλιξης των δυο τελευταίων αιώνων επιβεβαιώνει ότι οι κρατικές εμπορικές πολιτικές παρουσιάζουν μεγάλη διακύμανση, πολλές διαβαθμίσεις μεταξύ ελεύθερου εμπορίου και απόλυτης προστασίας της παραγωγής τους έναντι των εισαγωγών. Χαρακτηριστική είναι η διαφορετική κρατική πολιτική ως προς την ελευθερία των αγορών κατά το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα. Η Αγγλία, ως πρωτοπορία στην καπιταλιστική ανάπτυξη του 19ου αιώνα, με την πολιτική του ελεύθερου εμπορίου κατοχυρώνει ανοικτές αγορές για να εξάγει τα βιομηχανικά της εμπορεύματα και να εισάγει φθηνές πρώτες ύλες. Την ίδια περίοδο, λιγότερο καπιταλιστικά αναπτυγμένες οικονομίες, όπως της Γερμανίας και των ΗΠΑ, με την πολιτική προστασίας επιταχύνουν τη συγκρότηση της εσωτερικής τους αγοράς και της αυτοτελούς κρατικής (καπιταλιστικής) τους συγκρότησης.
Στις αρχές του 20ού αιώνα αλλάζει άρδην ο συσχετισμός των δυνάμεων, κατάσταση που εκδηλώνεται και με τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο. Στο μεσοπόλεμο, η εθνο-κρατική «προστασία» ήταν η πολιτική απάντηση σε συνθήκες γενικευμένης οικονομικής κρίσης, όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και προετοιμασίας των εθνικών κρατών για νέο μοίρασμα των αγορών, μέσω νέων ιμπεριαλιστικών πολέμων. Παρ’ όλα αυτά, η χαλάρωση της προστασίας των αγορών αρχίζει και συζητιέται στην ισχυρότερη τότε οικονομία των ΗΠΑ ήδη από τη δεκαετία του 1930.
Η μεταπολεμική καπιταλιστική ανόρθωση διαμορφώθηκε σε συνθήκες συνδυασμένης κρατικής προστασίας με σχέδια διεθνικής αλληλεγγύης του κεφαλαίου (π.χ. Σχέδιο Μάρσαλ για την μεταπολεμική ανόρθωση της Δυτικής Ευρώπης) και τάσεις διαμόρφωσης περιφερειακών διακρατικών αγορών (αρχικά της Ενωσης Σιδήρου και Χάλυβα, στη συνέχεια της ΕΟΚ). Ειδικότερα, η διαμόρφωση της ΕΕ, ως ενιαίας εσωτερικής αγοράς εμπορευμάτων, κεφαλαίων και εργατικού δυναμικού, αποτελεί ταυτόχρονα και ενιαίο σύστημα προστατευτισμού των εθνικών οικονομιών-συνιστωσών της απέναντι στις ισχυρές καπιταλιστικές αγορές των ΗΠΑ και της Ιαπωνίας και των σφαιρών επιρροής τους.
Σε κάθε περίπτωση, το «άνοιγμα» των αγορών, οι όροι εξαγωγής κεφαλαίου και εμπορευμάτων, οι όροι επανεισαγωγής τους (ως τόκοι, κέρδη, μερίσματα κλπ.), σε διμερές ή πολυμερές επίπεδο, ήταν αποτέλεσμα του συσχετισμού δυνάμεων. Αποτύπωναν το βαθμό οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής υπεροχής ενός κράτους έναντι άλλου. Π.χ. οι όροι επένδυσης αμερικανικών κεφαλαίων στην μετεμφυλιακή Ελλάδα της δεκαετίας του 1950 εν πολλοίς προσέγγιζαν όρους μονομερούς «ελεύθερης» διείσδυσης εμπορευμάτων και κεφαλαίων, σε γενικές συνθήκες ισχυρής «προστασίας» της εσωτερικής αγοράς της Ελλάδας.
Τηρουμένων των αναλογιών, στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, η σύγχρονη «απελευθέρωση» των αγορών συνυπάρχει με ένα αναπτυγμένο σύστημα οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής κυριαρχίας και ιεραρχίας (ΝΑΤΟ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα, ΟΟΣΑ, ΠΟΕ, ΕΕ, Ευρωζώνη, NAFTA , ASEAN, MERCOSUR), που προσιδιάζει στις εσωτερικές αντιθέσεις, στους συσχετισμούς και στο σημερινό επίπεδο ανάπτυξης του σύγχρονου διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος στον 21ο αιώνα.
ΜΥΘΟΣ 3ΟΣ: Η «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ» ΣΥΝΙΣΤΑ ΜΙΑ ΝΕΑ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΟ-ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
Σ’ αυτή την κατηγορία υπάγονται διάφορα επιχειρήματα - ανάδειξη χαρακτηριστικών της νέας παγκοσμιοποιημένης οικονομίας και κοινωνίας.
Μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται: Η διεθνική (βλέπε συνηθέστερα «πολυεθνική») σύνθεση του μετοχικού κεφαλαίου εταιρειών και η διαπλοκή μετοχικών πακέτων μεταξύ διαφορετικών εταιρειών εγκαταστημένων σε διαφορετικές εθνικές αγορές. Οι μεγαλύτεροι ρυθμοί ανάπτυξης του παγκόσμιου εμπορίου και των εκροών-εισροών κεφαλαίου από τους ρυθμούς της οικονομικής μεγέθυνσης (μεταβολής του ΑΕΠ). Ο όγκος και η ταχύτητα στις εξαγωγικές και επενδυτικές κινήσεις του χρηματικού κεφαλαίου.
Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι σε αυτή την κατηγορία των επιχειρημάτων στηρίζονται τόσο οι πολιτικές προτάσεις ορισμένων «υπερμάχων της παγκοσμιοποίησης» (π.χ. γερμανών αξιωματούχων για πολιτική ομοσπονδιοποίηση της ΕΕ) όσο και «κινημάτων αντιπαγκοσμιοποίησης» κυβερνητικών (π.χ. των 77 αναπτυσσομένων κρατών) και μη κυβερνητικών (π.χ. πρόταση του γάλλου δημοσιολόγου Πιερ Μπουρντιέ για ευρωπαϊκή συσπείρωση ενάντια στην παγκοσμιοποίηση).
Δημοσιολόγοι και οικονομολόγοι που στηρίζουν ή ηγούνται κινήσεων αντιπαγκοσμιοποίησης, αποδίδουν τις αρνητικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης (περαιτέρω πόλωση πλούτου - φτώχειας μεταξύ κρατών, διακρατικών γεωγραφικών περιφερειών, αλλά και ενδοκρατικών περιοχών) στην άσκηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Ως χαρακτηριστικά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής προβάλλουν: Τις αναδιαρθρώσεις στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (π.χ. τα μέτρα απορύθμισης των χρηματιστηριακών αγορών), που προωθήθηκαν μετά την κρίση του Μπρέττον-Γουντς και κυρίως από τη δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ και το Ην. Βασίλειο. Την πιστωτική πολιτική του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, την νομισματική πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και εν γένει των Εθνικών Κρατικών Τραπεζών.
Γενικότερα αποδίδουν την αυτονόμηση των κινήσεων του χρηματικού (το χαρακτηρίζουν κυρίως ως χρηματιστηριακό, ενίοτε και ως χρηματιστικό) κεφαλαίου από το βιομηχανικό κεφάλαιο και την κυριαρχία των δικών του θεσμών και διακρατικών δομών επί της πραγματικής (παραγωγικής) οικονομίας και των κρατικών δομών ως περιεχόμενο και αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Θεωρούν ως οικονομική βάση αυτής της εξουσίας (του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, της ΕΚΤ, του ΠΟΕ κλπ. αλλά και των πλέον ισχυρών κρατών - ιμπεριαλιστικών κέντρων όπως των ΗΠΑ) την οικονομική κυριαρχία της πολυεθνικής εταιρίας επί της παγκόσμιας παραγωγής.
Σε αυτό το σχήμα οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής (νεοφιλελεύθερης) εξουσίας αποδίδονται όλα τα δεινά του σύγχρονου κόσμου: καταστροφή τοπικών βιομηχανιών και τοπικής αγροτικής παραγωγής στις αναπτυσσόμενες οικονομίες, καθήλωση των υποανάπτυκτων στην καθυστέρηση, ανεργία και καταστροφή κρατικών δομών (του «κράτους πρόνοιας») στα αναπτυγμένα βιομηχανικά κράτη, έξαρση εθνικιστικών, φασιστοειδών, ρατσιστικών φαινομένων κλπ.
Στη βάση αυτής της προσέγγισης διαμορφώνονται «εναλλακτικές» προτάσεις κινημάτων, πολιτικής, εξουσίας που αφήνουν άθικτη τη σχέση καπιταλιστικής (με σύγχρονες μορφές ατομική ιδιοκτησία στα αναπτυγμένα και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής) οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής εξουσίας.
Προβάλλουν διάφορες προτάσεις εναλλακτικής διαχείρισης π.χ. στο ρόλο και στο χρόνο παρέμβασης (με πιστώσεις, επιδοτήσεις) του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, στις συμφωνίες του ΠΟΕ, στη φορολόγηση (φόρος Τόμπιν) των διεθνών χρηματιστηριακών συναλλαγών, στην ανάγκη συγκρότησης της ΕΕ όχι στη λογική των μονεταριστικών συμφωνιών του Μάαστριχτ-Αμστερνταμ, αλλά στη λογική της πραγματικής οικονομικής σύγκλισης με ενιαία ευρωενωσιακή κοινωνική πολιτική κλπ.
Δεν πρόκειται για θεωρητικές προσεγγίσεις απλά λαθεμένες και πολιτικές προτάσεις απλά ουτοπικές. Πρόκειται για απόψεις αντικειμενικά αποπροσανατολιστικές, «εναλλακτικές παγίδες» χειραγώγησης των εργατικών και λαϊκών δυνάμεων και κινημάτων στα συμφέροντα του ταξικού τους αντιπάλου, στη διατήρηση και ένταση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης σε κάθε κράτος και διεθνώς.
Πρόκειται για θεωρητικές και πολιτικές προσεγγίσεις των φαινομένων που εκδηλώνονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας, αποσπασμένων από τη θεωρητική έρευνα των φαινομένων στο προτσές της παραγωγής. Ο Κ. Μαρξ και στη συνέχεια ο Β. Ι. Λένιν άσκησαν κριτική στις ανάλογες προσεγγίσεις της εποχής τους, κριτική που διατηρεί πλήρως την επικαιρότητά της.
Η ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΤΟΥ ΜΑΡΞ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΑΓΟΡΑ
Η «παγκοσμιοποίηση» δεν είναι αφηρημένη γενικά κίνηση υπεράνω του ταξικού χαρακτήρα των κρατών, του τρόπου παραγωγής που κυριαρχεί σε αυτά. Πολύ περισσότερο δεν είναι κάτι που διαμορφώνεται υπεράνω και καθ’ υπέρβαση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αντιθέτως, αποτελεί συστατικό στοιχείο ανάπτυξης της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής.
Στην ανάλυση του Μαρξ για την κεφαλαιοκρατική παραγωγή δεν υπάρχει μόνο η πρόβλεψη αλλά και η ανάλυση για την παγκόσμια αγορά και το παγκόσμιο εμπόριο.
ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΓΟΡΑΣ
Ο Κ. Μαρξ δίνει τη δημιουργία της παγκόσμιας αγοράς, ως ένα από τα τρία (3) κύρια γεγονότα της κεφαλαιοκρατικής παραγωγής (Στα άλλα δυο αναφέρει: α) Τη συγκέντρωση των μέσων παραγωγής σε λίγα χέρια με αποτέλεσμα να παύουν να είναι ιδιοκτησία των άμεσων εργατών και να μετατρέπονται αντίθετα σε κοινωνικές δυνάμεις της παραγωγής. β) Την οργάνωση της ίδιας της εργασίας ως κοινωνικής εργασίας: με τη συνεργασία, τον καταμερισμό της εργασίας και με τη σύνδεση της εργασίας με τις φυσικές επιστήμες. Επισημαίνει δε ότι και προς τις δυο πλευρές ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής καταργεί την ατομική ιδιοκτησία και την ατομική εργασία, αν και με αντιφάσκουσες μορφές)[2].
Η ανάγκη εξαγωγής κεφαλαίων με άμεσες επενδύσεις, η εμφάνιση συμφωνιών και ενώσεων μονοπωλιακού ελέγχου της αγοράς, η διαπλοκή κεφαλαίων από διαφορετικές εθνικές αγορές υπό ενιαίο κέντρο διεύθυνσης, η διόγκωση του χρηματικού κεφαλαίου και οι αυτοτελείς πολύμορφες κερδοσκοπικές επενδυτικές κινήσεις του (χρηματιστηριακές, ομολογιακές, αγοραπωλησίας συναλλάγματος και άλλες) είναι αποτελέσματα της μεγάλης ανάπτυξης της βιομηχανικής παραγωγής, της μεγάλης συγκέντρωσής της, της υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων και της αυτόματης ενεργοποίησης μηχανισμών αντίδρασης στη νομοτελειακή τάση μείωσης του μέσου ποσοστού κέρδους.
Ο Κ. Μαρξ σε αναφορές του «από την ιστορία του εμπορικού κεφαλαίου», αναλύοντας τις διαφορές και το ρόλο του εμπορίου στο πέρασμα από τις προκαπιταλιστικές κοινωνίες στην επικράτηση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και στη συνέχεια στην ανάπτυξή του, σημειώνει:
«Και αν στον 16ο και εν μέρει στον 17ο αιώνα η απότομη επέκταση του εμπορίου και η δημιουργία μιας καινούργιας παγκόσμιας αγοράς άσκησαν αποφασιστική επίδραση στον αφανισμό του παλιού τρόπου παραγωγής και στην άνοδο του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, αυτό έγινε αντίθετα πάνω στη βάση του δημιουργημένου πια κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Η παγκόσμια αγορά αποτελεί η ίδια τη βάση αυτού του τρόπου παραγωγής. Από την άλλη μεριά η ενυπάρχουσα στον τρόπο αυτό παραγωγής ανάγκη να παράγει σε διαρκώς μεγαλύτερη κλίμακα, ωθεί σαν ακατάπαυστη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς, έτσι που εδώ δεν είναι το εμπόριο που επαναστατεί τη βιομηχανία, αλλά η βιομηχανία είναι που επαναστατεί διαρκώς το εμπόριο. Και η κυριαρχία του εμπορίου συνδέεται εδώ με τη μεγαλύτερη ή μικρότερη υπερίσχυση των όρων της μεγάλης βιομηχανίας. Αρκεί να συγκρίνουμε λ.χ. την Αγγλία με την Ολλανδία. Η ιστορία της παρακμής της Ολλανδίας σαν κυρίαρχο εμπορικό έθνος είναι ιστορία υποταγής του εμπορικού κεφαλαίου στο βιομηχανικό κεφάλαιο»[3] ... «Στην αρχή το εμπόριο αποτελούσε την προϋπόθεση για την μετατροπή της συντεχνιακής και αγροτο-οικιακής χειροτεχνίας και της φεουδαρχικής γεωργίας σε κεφαλαιοκρατικές επιχειρήσεις. Μετατρέπει το προϊόν σε εμπόρευμα, ενμέρει γιατί του δημιουργεί μια αγορά, ενμέρει γιατί εισάγει νέα εμπορευματικά ισοδύναμα και νέες πρώτες και βοηθητικές ύλες στην παραγωγή και δημιουργεί έτσι κλάδους παραγωγής, που εξαρχής στηρίζονται στο εμπόριο, τόσο στην παραγωγή για την αγορά και για την παγκόσμια αγορά, όσο και στους όρους παραγωγής που προέρχονται από την παγκόσμια αγορά. Μόλις δυναμώσει κάπως η μανουφακτούρα, και ακόμα περισσότερο η μεγάλη βιομηχανία, δημιουργεί από την πλευρά της την αγορά, την καταχτάει με τα εμπορεύματά της. Τώρα το εμπόριο γίνεται υπηρέτης της βιομηχανικής παραγωγής, για την οποία αποτελεί όρο ύπαρξης η διαρκής διεύρυνση της αγοράς. Μια διαρκώς πιο εκτεταμένη μαζική παραγωγή πλημμυρίζει την υπάρχουσα αγορά και εργάζεται διαρκώς για την επέκταση αυτής της αγοράς, για το σπάσιμο των φραγμών της. Αυτό που περιορίζει τούτη τη μαζική παραγωγή δεν είναι το εμπόριο (εφόσον αυτό εκφράζει μόνο την υπάρχουσα ζήτηση), αλλά το μέγεθος του λειτουργούντος κεφαλαίου και η ανάπτυξη της παραγωγικής δύναμης της εργασίας. Ο βιομήχανος κεφαλαιοκράτης έχει μπροστά του πάντα την παγκόσμια αγορά, συγκρίνει και είναι πάντα υποχρεωμένος να συγκρίνει τις δικές του τιμές κόστους με τις τιμές της αγοράς όχι μονάχα της πατρίδας του, αλλά όλου του κόσμου. Αυτή η σύγκριση γίνεται στην αρχική περίοδο σχεδόν αποκλειστικά από τους εμπόρους και εξασφαλίζει έτσι το εμπορικό κεφάλαιο την κυριαρχία πάνω στο βιομηχανικό»[4].
ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΤΟΧΙΚΕΣ ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ
Στην εμφάνιση της μετοχικής εταιρίας συμπυκνώνεται η πεμπτουσία της προσαρμογής των σχέσεων ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής στην κοινωνικοποίηση της παραγωγής και συγκέντρωση κεφαλαίων, προσαρμογή που δεν αναιρεί την ουσία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
Ο Μαρξ αναλύει τη μετοχική εταιρία σε εκείνη τη φάση της καπιταλιστικής ανάπτυξης, κατά την οποία ακόμη δεν έχει γίνει η κυρίαρχη μορφή σ’ όλους τους κλάδους της βιομηχανικής παραγωγής, στη φάση που προηγούνται οι τραπεζικές μετοχικές εταιρίες και η μετατροπή των κρατικών σε μετοχικές εταιρίες.
Εστω και αποσπασματικά έχει σημασία να παρακολουθήσουμε τη σκέψη του Κ. Μαρξ:
«Σχηματισμός μετοχικών εταιριών. Επομένως:
1) Τεράστια επέκταση της κλίμακας της παραγωγής και των επιχειρήσεων, που ήταν αδύνατο να γίνουν από τα ξεχωριστά κεφάλαια. Ταυτόχρονα, τέτιες επιχειρήσεις, που ήταν προηγούμενα κυβερνητικές, γίνονται εταιρικές.
2) Το κεφάλαιο, που αυτό καθεαυτό βασίζεται σε κοινωνικό τρόπο παραγωγής και που προϋποθέτει κοινωνική συγκέντρωση μέσων παραγωγής και εργατικών δυνάμεων, παίρνει εδώ άμεσα τη μορφή κοινωνικού κεφαλαίου (κεφαλαίου άμεσα συνεταιρισμένων ατόμων) σε αντίθεση προς το ατομικό κεφάλαιο, και οι επιχειρήσεις του εμφανίζονται σαν εταιρικές επιχειρήσεις σε αντίθεση προς τις ατομικές επιχειρήσεις. Πρόκειται για την κατάργηση του κεφαλαίου σαν ατομικής ιδιοκτησίας μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής.
3) Μετατροπή του πραγματικά ενεργού κεφαλαιοκράτη σε απλό διευθυντή, διαχειριστή ξένου κεφαλαίου, και των ιδιοκτητών κεφαλαίου σε απλούς ιδιοκτήτες, απλούς κεφαλαιοκράτες του χρήματος. Και αν ακόμα τα μερίσματα που εισπράττουν περιλαβαίνουν τον τόκο και το επιχειρηματικό κέρδος, δηλαδή το συνολικό κέρδος ...»[5].
Και στη συνέχεια, συνδέοντας την εμφάνιση του μονοπωλίου, με το διαχωρισμό των λειτουργιών του διευθυντή από τον κεφαλαιοκράτη, τη λειτουργία του κεφαλαιοκράτη ως κατόχου μετοχών, αποσπασμένο από τους κινδύνους της συμμετοχής του άμεσα στην παραγωγική διαδικασία, το ρόλο του κεφαλαιοκράτη κερδοσκόπου χονδρέμπορα ή κατόχου χρηματικού κεφαλαίου που κινείται στη σφαίρα της ευρύτερης Πίστης, ο Κ. Μαρξ επισημαίνει:
«Είναι η κατάργηση του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής, γι’ αυτό είναι μια αυτοαναιρούμενη αντίφαση, που πριν απ’ όλα παρουσιάζεται σαν απλό μεταβατικό σημείο προς μια νέα μορφή παραγωγής. Σαν τέτια αντίφαση παρουσιάζεται επίσης στην εμφάνιση. Αποκαθιστά σε ορισμένες σφαίρες το μονοπώλιο και προκαλεί γι’ αυτό την ανάμιξη του κράτους. Αναπαράγει μια νέα οικονομική αριστοκρατία, παράσιτα νέου είδους, με τη μορφή σχεδιαστών, ιδρυτών και απλώς ονομαστικών διευθυντών. Ενα ολόκληρο σύστημα αγυρτείας και απάτης σχετικά με τις ιδρύσεις, την έκδοση μετοχών και το εμπόριο μετοχών. Πρόκειται για ατομική παραγωγή χωρίς τον έλεγχο της ατομικής ιδιοκτησίας.
IV. Αν παραβλέψουμε το καθεστώς των μετοχών - που αποτελεί κατάργηση της κεφαλαιοκρατικής ατομικής βιομηχανίας πάνω στη βάση του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος και στο βαθμό, στον οποίο επεκτείνεται και αγκαλιάζει καινούργιες σφαίρες παραγωγής, εξαφανίζει την ατομική βιομηχανία - η Πίστη θέτει απόλυτα μέσα σε ορισμένα όρια στη διάθεση του ξεχωριστού κεφαλαιοκράτη, ή αυτού που περνάει για κεφαλαιοκράτης, ξένο κεφάλαιο και ξένη ιδιοκτησία και κατά συνέπεια ξένη εργασία*. Η διάθεση κοινωνικού και όχι δικού του κεφαλαίου θέτει στη διάθεσή του κοινωνική εργασία. Το ίδιο το κεφάλαιο, που κατέχει πραγματικά ή που το κατέχει κατά τη γνώμη του κοινού, γίνεται μόνο η βάση για το πιστωτικό εποικοδόμημα. Αυτό ισχύει ιδίως στο χοντρικό εμπόριο, από τα χέρια του οποίου περνάει το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού προϊόντος. Εδώ εξαφανίζονται όλα τα μέτρα, όλοι οι λίγο - πολύ δικαιολογημένοι ακόμα μέσα στα πλαίσια του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής λόγοι εξήγησης. Αυτό που διακινδυνεύει ο κερδοσκοπών χονδρέμπορος είναι κοινωνική και όχι δική του ιδιοκτησία ... Η επιτυχία ή η αποτυχία οδηγούν εδώ ταυτόχρονα στη συγκεντροποίηση των κεφαλαίων και επομένως στην απαλλοτρίωση στην πιο κολοσσιαία κλίμακα. Η απαλλοτρίωση επεκτείνεται εδώ από τους άμεσους παραγωγούς στους ίδιους τους μικρότερους και τους μεσαίους κεφαλαιοκράτες. Αυτή η απαλλοτρίωση είναι η αφετηρία του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. ... Αυτή η απαλλοτρίωση, όμως εκφράζεται μέσα στα πλαίσια του ίδιου του κεφαλαιοκρατικού συστήματος με αντιφατική μορφή, σαν ιδιοποίηση από λίγους της κοινωνικής ιδιοκτησίας. Και η Πίστη δίνει σ’ αυτούς τους λίγους όλο και περισσότερο τον χαρακτήρα καθαρών ιπποτών της τύχης. Και επειδή η ιδιοκτησία υπάρχει εδώ με τη μορφή της μετοχής, η κίνησή της και μεταβίβασή της γίνεται καθαρό αποτέλεσμα του χρηματιστηριακού παιχνιδιού, όπου τα μικρά ψάρια καταβροχθίζονται από τους καρχαρίες και τα πρόβατα από τους λύκους του χρηματιστηρίου. Στο καθεστώς των μετοχών υπάρχει ήδη αντίθεση ενάντια στην παλιά μορφή, στην οποία το κοινωνικό μέσο παραγωγής εμφανίζεται σαν ατομική ιδιοκτησία. Ομως η ίδια η μετατροπή στη μορφή της μετοχής παραμένει ακόμα κλεισμένη μέσα στα κεφαλαιοκρατικά όρια. Γι’ αυτό, αντί να υπερνικήσει την αντίθεση ανάμεσα στον χαρακτήρα του πλούτου σαν κοινωνικού και σαν ατομικού πλούτου, της δίνει απλώς νέα μορφή»[6].
Επομένως, η ύπαρξη του χρηματικού κεφαλαίου (του moneyed κεφαλαίου) ως τοκοφόρου κεφαλαίου και όχι ως μια μορφή (χρηματική) περάσματος του κεφαλαίου, διαφορετική από τις άλλες μορφές κεφαλαίου, από το εμπορευματικό και από το παραγωγικό κεφάλαιο, έχει τη βάση ύπαρξής του στη μετοχική εταιρία, προϊόν της καπιταλιστικής συσσώρευσης και της κοινωνικοποίησης της παραγωγής[7].
Το φαινόμενο, λοιπόν, της κερδοσκοπικής λειτουργίας του χρηματικού κεφαλαίου, της εκτεταμένης διάδοσης (δηλαδή της εκτεταμένης αυτονόμησης στην κίνησή του από την αξία του πραγματικού κεφαλαίου) είναι αποτέλεσμα της εκτεταμένης διάδοσης της μετοχικής εταιρίας και του ρόλου της Πίστης στην αναπαραγωγή του κοινωνικού κεφαλαίου. Ταυτόχρονα είναι και έκφραση της παρασιτικής λειτουργίας της καπιταλιστικής παραγωγής σε ιστορικές συνθήκες που η αντίθεση μεταξύ της βαθιά κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής αναιρείται αρνητικά (με τη μετοχική εταιρία) και όχι θετικά (με την κοινωνική ιδιοκτησία).
Στις αρχές του 20ού αιώνα, αστοί και μαρξιστές (ανεξαρτήτως του βαθμού συνέπειάς τους) οικονομολόγοι ασχολήθηκαν με την εξήγηση αυτών των φαινομένων, μίλησαν για τα μονοπώλια και το χρηματιστικό κεφάλαιο (ως σύμφυση του βιομηχανικού και τραπεζικού κεφαλαίου - Ν. Μπουχάριν). Στη βάση αυτών των φαινομένων (συγκέντρωση της παραγωγής και μονοπώλια, οι τράπεζες και ο νέος ρόλος τους, το χρηματιστικό κεφάλαιο και η χρηματιστική ολιγαρχία, εξαγωγή κεφαλαίων, μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών, στις μεγάλες δυνάμεις), ο Λένιν χαρακτήρισε τον τότε σύγχρονο καπιταλισμό, ως ιμπεριαλισμό, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού. Δηλαδή, εκείνο το στάδιο ανάπτυξής του που ολοκληρώνεται η ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το πέρασμα στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό.
ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΔΙΕΘΝΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ,
ΤΗΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ, ΤΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Με βάση τα όσα σύντομα παρουσιάσαμε παραπάνω, διαπιστώνουμε ότι ο χαρακτήρας των εξελίξεων των δυο τελευταίων δεκαετιών είναι ο ίδιος με εκείνον που ανέλυσε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, χαρακτήρας που στη συνέχεια αναδείχτηκε από τον Λένιν στις αρχές του 20ού αιώνα.
Οι μετοχικές εταιρίες είναι σήμερα η κυρίαρχη μορφή καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Αποτελούν την κυρίαρχη μορφή οργάνωσης παραγωγής εμπορευμάτων για την καπιταλιστική αγορά όχι μόνο στους κλάδους της βαριάς βιομηχανίας, στους παραδοσιακούς κλάδους της μεταποίησης που αναπτύχθηκαν στους προηγούμενους αιώνες, αλλά και στους νέους κλάδους της βιομηχανίας. Το νέο εκτεταμένο πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων της ενέργειας, των τηλεπικοινωνιών, των μεταφορών, του τουρισμού σε μετοχικές εταιρίες (αμιγώς ιδιωτικής ιδιοκτησίας μετοχών ή μεικτής ιδιωτικής/κρατικής), που άρχισε στη δεκαετία του 1980 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, είναι έκφραση των αναγκών της κεφαλαιακής συσσώρευσης και καπιταλιστικής αναπαραγωγής σε μια νέα φάση. Στη φάση που ξεκίνησε με την εξάντληση των δυνατοτήτων της κεϋνσιανής διαχείρισης του συστήματος, των κρίσεων της δεκαετίας του 1970, φάση στην οποία αποτυπώνονται ταυτόχρονα και ο συσχετισμός δυνάμεων αλλά και τα νέα επίπεδα όξυνσης των αντιθέσεων.
Οι νέες διαστάσεις των παλαιών φαινομένων ή οι νέες μορφές εκδήλωσής τους τόσο σε επίπεδο οικονομίας, όσο και στο εποικοδόμημα, συχνά απολυτοποιούνται και προβάλλονται ως ποιοτικά νέα φαινόμενα. Ετσι, η ύπαρξη της διεθνικής (πολυεθνικής[8]) μετοχικής εταιρίας προβάλλεται ως νέα μορφή ιδιοκτησίας και οργάνωσης της παραγωγής, που διαμορφώνει νέα δεδομένα στο εποικοδόμημα, υπεράνω της εθνο-κρατικής του συγκρότησης. Προβάλλεται ως κινητήρια ταξική δύναμη ενός νέου τύπου πολιτικής εξουσίας. Τα φαινόμενα της σήψης, του παρασιτισμού και της κερδοσκοπίας, των οικονομικών κρίσεων, και επομένως της μερικής καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, της ανισόμετρης ανάπτυξης μεταξύ καπιταλιστικών οικονομιών, ομάδων κρατών αλλά και εντός ενός εθνικά συγκροτημένου καπιταλιστικού κράτους, της μεγάλης πόλωσης μεταξύ πλούτου και φτώχειας, εμφανίζονται ως δεινά ενός συγκεκριμένου τύπου διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης (του νεοφιλελευθερισμού) ή ως δεινά μιας «υπερκαπιταλιστικής» εξέλιξης (της δικτατορίας των πολυεθνικών, του «υπεριμπεριαλισμού»).
Αυτές οι αντιλήψεις, συνειδητά ή ασυνείδητα, συγκαλύπτουν, αποσιωπούν το γεγονός ότι τα σημερινά επίπεδα διεθνοποίησης της παραγωγής, των επενδύσεων, του εμπορίου είναι γεννήματα και εσωτερικά στοιχεία του καπιταλισμού. Η μετοχική εταιρία αναπτύσσεται στο έδαφος του εθνο-κρατικά συγκροτημένου καπιταλισμού και από αυτόν αντλεί τη δυνατότητα εξαγωγής μέρους των κεφαλαίων της, μέσω της οποίας επιδιώκει την απόκτηση πρόσθετου κέρδους.
Η γνώση και συνειδητοποίηση του χαρακτήρα και των πραγματικών διαστάσεων διεθνοποίησης του εμπορίου, της παραγωγής και των επενδύσεων, χρειάζεται για να προβλεφτούν και να αξιοποιηθούν οι αντιθέσεις τους από το εργατικό κίνημα, για να αναπτυχθεί η αποτελεσματικότητα της ταξικής πάλης πρώτ’ απ’ όλα στο κάθε κράτος χωριστά και συντονισμένα και ενιαία κυρίως σε περιφερειακό αλλά και σε διεθνές επίπεδο.
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο θα προχωρήσουμε σε μια σύντομη παρουσίαση των σημερινών διαστάσεων της διεθνοποίησης του εμπορίου, της παραγωγής, των επενδύσεων.
ΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ
Η ετήσια Εκθεση του ΠΟΕ εκτιμά ότι το διεθνές εμπόριο ανερχόταν σε 6,2 τρισ. δολάρια το 2000 (περίπου 20% του παγκοσμίου ΑΕΠ), με ρυθμό αύξησής του κατά 12,5% σε σύγκριση με το 1999. Η Εκθεση προβλέπει επιβράδυνση των ρυθμών αύξησής του το 2001 (7%), λόγω επιβράδυνσης της αμερικανικής οικονομίας και των συνεπειών αυτής παγκοσμίως. Εξ άλλου οι ΗΠΑ διαθέτουν το μεγαλύτερο μερίδιο (12,3%) στις παγκόσμιες εξαγωγές, καθώς και το μεγαλύτερο μερίδιο (18,9%) στις παγκόσμιες εισαγωγές[9].
Σύμφωνα με ορισμένες μελέτες, για τις αναπτυγμένες οικονομίες των δυτικών κρατών το εξωτερικό εμπόριο ως ποσοστό του ΑΕΠ ήταν 12% το 1913, ποσοστό που προσεγγίστηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1970 και που άγγιξε το 20% στα μέσα της δεκαετίας του 1990, ενώ ο όγκος των εξαγωγών αυξήθηκε κατά 20 φορές[10].
Σε μελέτη του Paul Hirst διαπιστώνεται ότι ο ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου εμπορίου ήταν μεγαλύτερος από τον αντίστοιχο ρυθμό αύξησης του παγκόσμιου προϊόντος σε τρεις διαφορετικές περιόδους: Την περίοδο 1870-1914 ο μέσος ετήσιος ρυθμός αύξησης του εμπορίου ήταν 3,5%, ενώ ο αντίστοιχος ρυθμός αύξησης του παγκόσμιου προϊόντος ήταν 3,45%. Η οριακή αυτή διαφορά διευρύνθηκε την περίοδο 1950-1973 με το παγκόσμιο εμπόριο να αυξάνεται κατά 9,4% και το παγκόσμιο προϊόν κατά 5,3%. Ο ρυθμός αύξησης του εμπορίου συνεχίστηκε στα ίδια υψηλά επίπεδα του 9% κατά την περίοδο 1983-1990[11].
Αξίζει να σημειώσουμε ότι το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του 1990 το μερίδιο εισαγωγών (εκτός πετρελαίου) στις ΗΠΑ προερχόμενες από φτωχές και μεσαίου εισοδήματος οικονομίες, αν και βαθμιαία είχε αυξηθεί, αποτελούσε το ένα τρίτο των συνολικών της εισαγωγών. Τα άλλα δυο τρίτα προερχόντουσαν από τον Καναδά, την Ευρώπη και την Ιαπωνία[12].
Ακόμη, μια μελέτη εξέλιξης των κρατικών μεριδίων στις παγκόσμιες εξαγωγές για την περίοδο 1950-1990 (δυστυχώς δεν διαθέτουμε συγκρίσιμα στοιχεία και για τη δεκαετία του 1990) δείχνει ότι οι σημαντικές μεταβολές αφορούσαν τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες και συντελέστηκαν κυρίως υπέρ της Δυτικής Γερμανίας (12,4% το 1990, ενώ 3,4% το 1950) και της Ιαπωνίας (8,7% το 1990, ενώ 1,4% το 1950) και με υποχώρηση των μεριδίων των ΗΠΑ (11,9% το 1990, ενώ 17,4% το 1950) και του Ην. Βασιλείου (5,6% το 1990, ενώ 10,7% το 1950). Την ίδια περίοδο σημαντική είναι η εξέλιξη του μεριδίου της Ν. Κορέας (1990 2,0%, ενώ λιγότερο του 0,5% το 1950). Βεβαίως πρόκειται για εξέλιξη «φυσιολογική» με τη μεταπολεμική ανόρθωση της Γερμανίας και της Ιαπωνίας[13].
Χαρακτηριστική είναι η διαμόρφωση των μεριδίων των χωρών του ΟΟΣΑ στο διεθνές εμπόριο αγαθών με ένταση έρευνας και τεχνολογίας, όπως καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1995: Ιαπωνία 21%, ΗΠΑ 19%, Γερμανία 16%, Βέλγιο-Ολλανδία-Λουξεμβούργο 8%, Γαλλία 8%, Μ. Βρετανία 7%, Ιταλία 5%, Καναδάς 4%, Ελβετία 3%, Σουηδία 2%, Υπόλοιπες χώρες 2%[14].
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου είναι υπόθεση της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διαμορφώνεται και εξελίσσεται στο οικονομικό «έδαφος» των καπιταλιστικών κρατών.
Ο Paul Bairoch[15] δίνει την εξέλιξη του μεριδίου των χωρών του τρίτου κόσμου στην οικονομία της αγοράς στις συνολικές εξαγωγές των αναπτυγμένων δυτικών χωρών, ως ποσοστό, για την περίοδο 1900-1990.
ΜΕΡΙΔΙΟ ΤΟΥ ΤΡΙΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ
ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΩΝ ΔΥΤΙΚΩΝ ΧΩΡΩΝ
| 1900 | 1938 | 1955 | 1970 | 1980 | 1990 |
Σύνολο αναπτυγμένων δυτικών χωρών | 13,5 | 22,7 | 27,7 | 18,4 | 23,3 | 18,7 |
Δυτική Ευρώπη | 14,2 | 21,4 | 25,5 | 13,7 | 17,3 | 11,7 |
ΗΠΑ | 11,2 | 26,8 | 37,3 | 29,6 | 36,2 | 33,9 |
Ιαπωνία | 30,0 | 49,1 | 57,7 | 40,0 | 45,4 | 39,5 |
Παρατηρούμε σημαντικές αυξομειώσεις κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα με διαχρονική ανοδική τάση για την Ιαπωνία (η οποία άλλωστε λειτουργεί ως κέντρο στη Ν. και Ν.Α. Ασία, από 30,0% το 1900 σε 39,5% το 1990) και για τις ΗΠΑ (από 11,2% το 1900 σε 33,9% το 1990).
Ενδιαφέρον έχουν τα στοιχεία που παρουσιάζει ο Στ. Τομπάζος[16]: Το 1993, η ομάδα των Επτά - G7 (ΗΠΑ, Καναδάς, Ιαπωνία, Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ην. Βασίλειο) πραγματοποιούν το 52,8% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 49,8% των παγκόσμιων εισαγωγών. Οι εξαγωγές των άλλων ανεπτυγμένων κρατών είναι 19,6% και οι εισαγωγές το 21,3%. Δηλαδή το 1993 οι αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες πραγματοποιούν το 72,4% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 70,9% των παγκόσμιων εισαγωγών.
Το 1997 οι εξαγωγές της Βόρειας Αμερικής, της Δυτικής Ευρώπης και της Ιαπωνίας μαζί αντιπροσώπευαν 67,8% των παγκόσμιων εξαγωγών και οι εισαγωγές τους 67,5%. Αν προσθέσουμε σε αυτά τα ποσοστά τη συμμετοχή της Λατινικής Αμερικής και τη συμμετοχή των έξη χωρών της ανατολικής Ασίας, τα ποσοστά αυτά ανέρχονται στο 83,5% και 84,1% αντίστοιχα.
Το 1997 η συμμετοχή ολόκληρης της Αφρικής, της Κίνας και της Ασίας πλην Ιαπωνίας ήταν μόνο 23,5% στις εξαγωγές και 22,9% στις εισαγωγές, ενώ οι λεγόμενες μεταβατικές οικονομίες δεν αντιπροσώπευαν παρά μόνο το 3,4% των παγκόσμιων εξαγωγών και 3,5% των εισαγωγών[17].
Αν υπολογίσουμε και το ότι το 55% του διεθνούς εμπορίου των κρατών-μελών της ΕΕ είναι ενδοκοινοτικό εμπόριο[18], επιβεβαιώνεται το συμπέρασμα ότι το συντριπτικά μεγάλο μέρος του διεθνούς εμπορίου διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών.
Αξιοσημείωτη είναι η εκτίμηση της Banque des reglements internationaux (B. R. I): «Παρόλο που από το 1982 η διόγκωση του εμπορίου και των Αμεσων Επενδύσεων Εξωτερικού είναι εντυπωσιακή, οδηγεί απλώς την παγκοσμιοποίηση και τη διεθνοποίηση σε επίπεδα πριν από το 1914, και ακόμη, σύμφωνα με κάποια κριτήρια, όχι εντελώς. Οσον αφορά στο εμπόριο ως προς το ΑΕΠ, η Ιαπωνία είναι λιγότερο ανοικτή αυτή τη στιγμή παρά πριν από το 1914. Εξάλλου, αν οι Α. Ε. Εξ. αντιπροσωπεύουν σήμερα 5-6% των μεικτών εσωτερικών επενδύσεων στα βιομηχανικά κράτη, αντιπροσώπευαν γύρω στο 100% στο Ηνωμένο Βασίλειο κατά τα πρώτα δέκα χρόνια του αιώνα»[19].
Συμπέρασμα: Σε γενικές γραμμές, οι ρυθμοί αύξησης του διεθνούς εμπορίου δεν είναι πρωτοφανείς ούτε δικαιολογούν το μύθο του «σύγχρονου κόσμου του ελεύθερου εμπορίου».
Μετά τον πόλεμο εξελίσσεται προοδευτικά η μείωση της δασμολογίας μέχρι το 1980, κατάσταση που διαμορφώνεται μέσω διεθνών διαπραγματεύσεων και συνθηκών: Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου (GATT) του 1947, Εκτη Πολυμερής Εμπορική Συμφωνία (Γύρος Κένεντυ) του 1967, Γύρος του Τόκιο του 1979. Ο επόμενος γύρος των διαπραγματεύσεων, της Ουρουγουάης, συναντά μεγαλύτερες δυσκολίες και συνοδεύεται από νέα έξαρση προστατευτικών πιέσεων, βαθμιαία αύξηση των περιορισμών του διεθνούς εμπορίου με ταυτόχρονη προώθηση της απελευθέρωσής του σε περιφερειακό επίπεδο. Η εξέλιξη αυτή δεν είναι τυχαία. Αντανακλά τη σχετική αποδυνάμωση της διεθνούς οικονομικής θέσης των ΗΠΑ συγκριτικά με εκείνη που κατείχε κατά την πρώτη μεταπολεμική περίοδο, τότε που οι ΗΠΑ είχαν πάρει το ρόλο της Μ. Βρετανίας. Στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων έπαιξε ρόλο και η αναβάθμιση της θέσης της μεταπολεμικής Ιαπωνίας και της Γερμανίας, διαδικασία που επιταχύνθηκε για τη Γερμανία με την καπιταλιστική παλινόρθωση στα σοσιαλιστικά καθεστώτα της Κ. και Αν. Ευρώπης.
Η Συμφωνία του Μαρακές (1994) αντανακλά τη νέα κατάσταση, αποτελεί μια ορισμένη αποτύπωση του συσχετισμού των δυνάμεων, ο οποίος είναι σε εξέλιξη (ο ρόλος της Κίνας στη διεθνή καπιταλιστική αγορά -και ειδικότερα στην ασιατική- ο συσχετισμός δυνάμεων στην Ανατολική Ασία, η πορεία της καπιταλιστικής ανασυγκρότησης της Ρωσίας, ο ρόλος της Γερμανίας στην Κεντρική Ευρώπη, οι οικονομικές σχέσεις της ΕΕ με τη Ρωσία και την Κίνα είναι σε εξέλιξη).
Η ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΤΩΝ ΔΙΕΘΝΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΙΩΝ ΩΣ ΠΟΣΟΣΤΟ
ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ
Από την πλευρά της παραγωγής, η αξία της παραγωγής κάτω από τη κοινή διαχείριση των διεθνικών (γνωστότερες ως πολυεθνικές) εταιριών (συγγενείς εταιρίες και υποκαταστήματα στο εξωτερικό) ανέρχεται περίπου στο 25% της παγκόσμιας παραγωγής, το ένα τρίτο από το οποίο σε φιλοξενούσες χώρες (χώρες εισροής αμέσων ξένων επενδύσεων)[20]. Εκφρασμένο αυτό το ένα τρίτο σε μερίδιο της παγκόσμιας παραγωγής αποτελεί μόλις το 8,3% αυτής.
Πέραν τούτου, ένα μέρος των κερδών των αρχικώς εισρεόντων κεφαλαίων επανεπενδύονται στην επιχείρηση της φιλοξενούσας χώρας και έτσι συμμετέχουν σε ένα νέο κύκλο καπιταλιστικής συσσώρευσης σε αυτήν, η οποία βεβαίως δεν παύει να λειτουργεί ως εθνοκρατικά συγκροτημένη καπιταλιστική οικονομία.
Τα κεφάλαια, οι ισχυρές καπιταλιστικές ομάδες έχουν έναν «εθνικό» δεσμό. Οι όροι αναπαραγωγής τους (επίπεδο μισθών, φορολόγησης, όροι δανειοδότησης, τελωνειακή προστασία, κρατικές επιχορηγήσεις και παραγγελίες, επιδοτήσεις εξαγωγών και άλλα) διαμορφώνονται πρωτίστως στα πλαίσια των εθνικών κρατών. Ταυτόχρονα οι πηγές κέρδους τους κατανέμονται και σε κράτη πέραν του μητρικού τους και επομένως υπάρχει υλική βάση για διευθέτηση των όρων αναπαραγωγής τους με διακρατικές συμφωνίες (π.χ. για συμφωνίες μη διπλής φορολόγησης, κανονιστικές ρυθμίσεις), αποτελούν τη βάση εξέλιξης του διεθνούς δικαίου (ως δικαίου του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος). Στη βάση αυτών των αναγκών μπορεί να αναπτυχθούν και συγκρούσεις συμφερόντων μεταξύ τμημάτων του κεφαλαίου και την πολιτική εξουσία της γενέτειρας χώρας ή των φιλοξενουσών κρατών. Ακόμη, συμφέροντα διαφορετικών ομάδων του κεφαλαίου να μην αντανακλούν σε επίπεδο πολιτικής τους πραγματικούς συσχετισμούς στο εσωτερικό της καπιταλιστικής τάξης ενός κράτους ή μεταξύ διαφορετικών κρατών. Εκδηλώσεις τέτιων αντιθέσεων αποτελούν οι αποκαλύψεις σκανδάλων άμεσης διαπλοκής κυβερνητικών πολιτικών με μονοπώλια, εναλλαγή ή αλλαγή στήριξης κομμάτων για άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας από τις ισχυρότερες καπιταλιστικές ομάδες, αντιθέσεις ομάδων της ολιγαρχίας στη διαμόρφωση της νομισματικής πολιτικής, αντιθέσεις μεταξύ δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής, εμπορικοί πόλεμοι μεταξύ κρατών κλπ.
Επισήμανση: Η μονομερής προβολή τέτοιων στοιχείων και αντιθέσεων, αποσπασμένη από τη διαλεκτική σχέση οικονομικής κυριαρχίας - πολιτικής εξουσίας, οδηγεί, κατά τη γνώμη μας, σε λαθεμένες αντιλήψεις για «κυριαρχία των πολυεθνικών επί των εθνικών κρατών». Οδηγεί σε ουτοπικές ή παραπλανητικές διαπιστώσεις για την καταδίκη των υποανάπτυκτων οικονομιών στην καθυστέρηση. Καταδίκη η οποία δεν αποδίδεται στις αντιφάσεις του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος σε σχέση με τις ιστορικές συνθήκες διαμόρφωσης των εθνο-κρατικών συστατικών του, αλλά αποδίδεται στις «στρεβλώσεις» και «παρεκκλίσεις» του καπιταλισμού.
Η ουσία του ζητήματος ήταν και παραμένει ότι η εξαγωγή κεφαλαίων, γέννημα του καπιταλισμού, «επιδρά στην ανάπτυξη του καπιταλισμού στις χώρες όπου κατευθύνεται και την επιταχύνει εξαιρετικά. Γι’ αυτό το λόγο, αν η εξαγωγή αυτή είναι ικανή ως ένα ορισμένο βαθμό να φέρει μια κάποια στασιμότητα στις χώρες που εξάγουν κεφάλαιο, αυτό μπορεί να γίνει μόνο με τίμημα το άπλωμα και το βάθεμα της παραπέρα ανάπτυξης του καπιταλισμού σ’ όλο τον κόσμο»[21]. Η εκτίμηση αυτή επαληθεύθηκε από την εξέλιξη κατά το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα.
Ο ΟΓΚΟΣ, Η ΜΕΤΑΒΟΛΗ, Ο ΚΛΑΔΙΚΟΣ ΚΑΤΑΜΕΡΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΑΞΕ
Σημαντικός δείκτης προσδιορισμού του επιπέδου διεθνοποίησης της παραγωγής είναι οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις (Foreign Direct Investment - FDI) / ΑΞΕ[22]. Ωστόσο η μέτρησή τους παρουσιάζει σοβαρά μεθοδολογικά και στατιστικά προβλήματα, με αποτέλεσμα έναν ορισμένο βαθμό - ίσως σημαντικό - σφάλματος στις συγκρίσεις μεταξύ κρατών και περιφερειών. Ακόμη δυσχερέστερη γίνεται η σύγκριση ανάλογων στοιχείων χρονικών σειρών των τελευταίων δεκαετιών με εκείνα των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα, των πρώτων δεκαετιών της μεταπολεμικής περιόδου κλπ. Παρ’ όλα αυτά, η χρησιμοποίηση των υπαρχόντων στοιχείων μπορεί να μας οδηγήσει με αρκετή ασφάλεια στην ανάδειξη των τάσεων.
Σύμφωνα με στοιχεία της UNSTAND:
? Το 1997 οι εισροές ΑΞΕ ανέρχονταν σε 464 δισ. δολάρια (ποσοστό 1,58% επί του ΑΕΠ) και αποτελούσαν το 7,84% του παγκόσμιου ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου. Για το ίδιο έτος οι εκροές ΑΞΕ ανέρχονταν σε 475 δισ. δολάρια (ποσοστό 1,62% επί του παγκοσμίου ΑΕΠ) και αποτελούσαν το 8,03% του παγκόσμιου ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου.
Ο ρυθμός μεταβολής των εισροών και εκροών ΑΞΕ 1998/1997 είναι αντιστοίχως 38,7% και 36,6%, αφού προηγήθηκε η χρονική περίοδος 1991-1996 με πτώση του ρυθμού μεταβολής συγκριτικά με εκείνον της περιόδου 1986-1990 (24,3% και 27,3% αντιστοίχως).
Το 1998, οι εισροές ΑΞΕ ανέρχονταν σε 644 δισ. δολάρια (ποσοστό που δεν ξεπερνά το 2,2% του παγκόσμιου ΑΕΠ) και οι εκροές ΑΞΕ σε 649 δισ. δολάρια. Προκαταρκτικά στοιχεία δείχνουν ότι οι παγκόσμιες εισροές ΑΞΕ αυξήθηκαν κατά το ένα τέταρτο και πάνω το 1999, φθάνοντας τα 820 δισ. δολάρια[23]. Ο μεγαλύτερος ρυθμός μεταβολής των εισροών και εκροών ΑΞΕ 1998/1997 δεν αλλάζει θεαματικά το μερίδιό τους ως ποσοστό του παγκόσμιου ΑΕΠ και του ακαθάριστου παγίου κεφαλαίου. Αυτό ισχύει και το 2000, παρ’ όλο που ορισμένες πρώτες εκτιμήσεις ανεβάζουν τις ΑΞΕ στο 1 τρισ. δολάρια, ξεπερνώντας το 3% ως ποσοστό του παγκοσμίου ΑΕΠ.
Το μεγάλο μέρος αύξησης των ΑΞΕ τόσο κατά τη δεκαετία του ’80, όσο και στο β΄ μισό της δεκαετίας του ’90, οφείλεται στις διασυνοριακές συγχωνεύσεις και εξαγορές, το οποίο αφορά τα τρία κέντρα (ΗΠΑ, ΕΕ, Ιαπωνία).
Η Εκθεση της UNSTAND εκτιμά ότι, κρίνοντας από τα στοιχεία για το συνολικό κεφάλαιο ΑΞΕ, το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς παραγωγής στις αναπτυγμένες χώρες είναι στις υπηρεσίες και το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς παραγωγής στις αναπτυσσόμενες χώρες είναι στην μεταποίηση. Και για τις δυο ομάδες χωρών οι ΑΞΕ στον πρωτογενή τομέα μειώθηκαν, ενώ οι ΑΞΕ στις υπηρεσίες κερδίζουν έδαφος και στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Ακόμη σημειώνεται ότι οι ΑΞΕ είναι όλο και πιο πολύ στραμμένες προς δραστηριότητες τεχνολογικής έντασης και τα τεχνολογικά πάγια κεφάλαια γίνονται όλο και περισσότερο σημαντικά για τη διατήρηση και διεύρυνση της ανταγωνιστικότητας των διεθνικών εταιριών.
Η εικόνα της εξέλιξης των ΑΞΕ κατά την περίοδο 1986-1998 αποτυπώνεται στον παρακάτω πίνακα.
ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Επιλεγμένοι δείκτες ΑΞΕ και διεθνούς παραγωγής 1986-1998 (δις δολάρια και ποσοστά) | |||||||||
| Αξία σε τρέχουσες τιμές (δις δολάρια) | Ετήσιος ρυθμός μεταβολής (%) | |||||||
ΘΕΜΑ | 1996 | 1997 | 1998 | 1986-1990 | 1991-1995 | 1996 | 1997 | 1998 | |
Εισροές ΑΞΕ | 359 | 464 | 644 | 24,3% | 19,6% | 9,1% | 29,4% | 38,7% | |
Εκροές ΑΞΕ | 380 | 475 | 649 | 27,3% | 15,9% | 5,9% | 25,1% | 36,6% | |
Εσωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ | 3.086 | 3.437 | 4.088 | 17,9% | 9,6% | 10,6% | 11,4% | 19,0% | |
Εξωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ | 3.145 | 3.423 | 4.117 | 21,3% | 10,5% | 10,7% | 8,9% | 20,3% | |
Διασυνοριακές Σ & Αa | 163 | 236 | 411 | 21,0% b | 30,2% | 15,5% | 45,2% | 73,9% | |
Πωλήσεις των υποκαταςτημάτων στο εξωτερικό | 9.372 | 9.728 c | 11.427 c | 16,6% | 10,7% | 11,7% | 3,8% c | 17,5% c | |
Ακαθάριστο προϊόν των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό | 2.026 | 2.286 c | 2.677 c | 16,8% | 7,3% | 6,7% | 12,8% c | 17,1% c | |
Συνολικά πάγια κεφάλαια των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό | 11.246c | 12.211 c | 14.620 c | 18,5% | 13,8% | 8,8% | 8,6% c | 19,7% c | |
Εξαγωγές των υποκαταςτημάτων στο εξωτερικό | 1.841 | 2.035 c | 2.338 c | 13,5% | 13,1% | -5,8% | 10,5% c | 14,9% c | |
Απασχόληση των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό (000) | 30.941 | 31.630 c | 35.074 c | 5,9% | 5,6% | 4,9% | 2,2% c | 10,9% c | |
ΥΠΟΜΝΗΜΑ | |||||||||
ΑΕΠ σε κόστος παραγόντων | 29.024 | 29.360 | - | 12,0% | 6,4% | 2,5% | 1,2% | - | |
Σχηματισμός ακαθαρίστου σταθερού κεφαλαίου | 6.072 | 5.917 | - | 12,1% | 6,5% | 2,5% | -2,5% | - | |
Ποσοστά και εισπράξεις αμοιβών | 57 | 60 | - | 22,4% | 14,0% | 8,6% | 3,8% | - | |
Εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών μη παραγόντων | 6.523 | 6.710 | 6.576 c | 15,0% | 9,3% | 5,7% | 2,9% | -2,0% c | |
πηγή: UNCTAD, ΠΕΕ 1999: Οι ΑΞΕ και η Πρόκληση της Ανάπτυξης, Πίνακας Ι.2, σελ. 9. A: Μόνο επενδύσεις μειοψηφίας b: Μόνο 1987-1990 c: Εκτιμήσεις Σημείωση: Δεν συμπεριλαμβάνεται στον πίνακα η αξία των παγκοσμίων πωλήσεων των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό, που συνδέονται με τις συγγενείς εταιρίες και μέσω μη-μετοχικών σχέσεων και το ακαθάριστο προϊόν, τα συνολικά πάγια κεφάλαια, οι εξαγωγές και η απασχόληση των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό εκτιμούνται συγκρίνοντας τα παγκόσμια στοιχεία των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό των πολυεθνικών εταιριών της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ (για πωλήσεις και απασχόληση) και εκείνα της Ιαπωνίας και των ΗΠΑ (για εξαγωγές), εκείνα των ΗΠΑ (για ακαθάριστο προϊόν), εκείνα της Γερμανίας και των ΗΠΑ (για πάγια κεφάλαια) στην βάση των μεριδίων των χωρών αυτών στο παγκόσμιο εξωστρεφές κεφάλαιο ΑΞΕ. | |||||||||
Η ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΚΗ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΤΩΝ ΑΞΕ
? Σύμφωνα με στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής:
Τρεις είναι οι βασικές πηγές ξένων επενδύσεων: οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Σύμφωνα με τα στατιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατά την περίοδο 1986 έως και το 1991, οι ΑΞΕ που πραγματοποίησαν η Κοινότητα, οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία ανήλθαν συνολικά σε 370.000 εκατομμύρια ECU περίπου. Η Κοινότητα και η Ιαπωνία πραγματοποίησαν η κάθε μια χώρα χωριστά ΑΞΕ 163.000 εκατομμύρια ECU περίπου. Κατά συνέπεια, οι συνολικές ΑΞΕ των ΗΠΑ ανήλθαν σε 48.000 εκατομμύρια ECU κατά την εν λόγω περίοδο, ποσό που αντιπροσωπεύει λιγότερο από το ένα τρίτο των επενδύσεων της Κοινότητας είτε της Ιαπωνίας. Τα στοιχεία επίσης δείχνουν ότι οι εκροές επενδύσεων από την Κοινότητα και την Ιαπωνία ήσαν μεγαλύτερες από τις εισροές (ιδίως στην περίπτωση της Ιαπωνίας), ενώ οι ΗΠΑ ήταν σημαντικός καθαρός αποδέκτης ξένων επενδύσεων.
Τα στοιχεία, εντούτοις, δεν περιλαμβάνουν τα επανεπενδυθέντα κέρδη, τα οποία, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, είναι δυνατόν να ανέρχονται στο 80% των συνολικών αμερικανικών ΑΞΕ στην αλλοδαπή. Η Κοινότητα υπήρξε σημαντικός αποδέκτης αμερικανικών επενδύσεων και μέχρι το 1988 το συσσωρευθέν απόθεμα υπολογίζεται σε 107.000 εκατομμύρια ECU περίπου. Πράγματι, πολλές ξένες αμερικανικές επιχειρήσεις είναι εγκατεστημένες στην Ευρώπη για τόσο μεγάλο διάστημα που δεν θεωρούνται πλέον ξένοι επενδυτές[24].
Παλαιότερη μελέτη (1991), στην οποία αναφέρονται οι Samuel Bowles και Richard Edwards, σχετικά με τον τόπο εγκατάστασης των επενδύσεων που έχουν πραγματοποιηθεί από τις πολυεθνικές των ΗΠΑ, δείχνει ότι το 75% των ξένων περιουσιακών τους στοιχείων είναι τοποθετημένα στις αναπτυγμένες χώρες (17% στον Καναδά, 16% στο Ην. Βασίλειο, 7% στη Γερμανία, 6% στην Ελβετία, 4% στην Αυστραλία, 4% στη Γαλλία, 4% στην Ολλανδία, 3% στην Ιαπωνία, 3% στην Ιταλία, 11% σε άλλες αναπτυγμένες χώρες) και μόνο το 25% σε όλες μαζί τις υπό ανάπτυξη χώρες (18% στη Λατινική Αμερική, 4% στην Ασία, 3% σε άλλες υπό ανάπτυξη χώρες). Τα κεφαλαιουχικά αγαθά αποτιμώνται, στη συγκεκριμένη μελέτη, στο κόστος αντικατάστασής τους, σύμφωνα με την τρέχουσα κατάστασή τους και όχι με βάση το ενδεχομένως παραπλανητικό κόστος που είχε το συγκεκριμένο περιουσιακό στοιχείο όταν αγοράσθηκε ή κατασκευάστηκε (αριθμητικά μεγέθη υπολογισμένα με στοιχεία του Υπ. Εμπορίου των ΗΠΑ)[25].
Ο παρακάτω πίνακας δείχνει την εξέλιξη της περιφερειακής κατανομής των ΑΞΕ για την τετραετία 1995-1998.
ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Περιφερειακή κατανομή εισροών και εκροών ΑΞΕ: 1995-1998 (ποσοστά) | ||||||||
Περιοχές | Εισροές | Εκροές | ||||||
| 1995 | 1996 | 1997 | 1998 | 1995 | 1996 | 1997 | 1998 |
ΑΝΑΠΤΥΓΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ | 63,4% | 58,8% | 58,9% | 71,5% | 85,3% | 84,2% | 85,6% | 91,6% |
Δυτική Ευρώπη | 37,0% | 32,1% | 29,1% | 36,9% | 48,9% | 53,7% | 50,6% | 62,6% |
Ευρωπαϊκή Ενωση | 35,1% | 30,4% | 27,2% | 35,7% | 44,7% | 47,9% | 46,0% | 59,5% |
Υπόλοιπη Δυτική Ευρώπη | 1,8% | 1,8% | 1,9% | 1,2% | 4,2% | 5,8% | 4,6% | 3,1% |
ΗΠΑ | 17,9% | 21,3% | 23,5% | 30,0% | 25,7% | 19,7% | 23,1% | 20,5% |
Ιαπωνία | - | 0,1% | 0,7% | 0,5% | 6,3% | 6,2% | 5,5% | 3,7% |
Αλλες αναπτυγμένες χώρες | 8,5% | 5,3% | 5,6% | 4,1% | 4,4% | 4,6% | 6,4% | 4,9% |
ΑΝΑΠΤΥΣΣΟΜΕΝΕΣ ΧΩΡΕΣ | 32,3% | 37,7% | 37,2% | 25,8% | 14,5% | 15,5% | 13,7% | 8,1% |
Αφρική | 1,3% | 1,6% | 1,6% | 1,2% | 0,1% | - | 0,3% | 0,1% |
Λατινική Αμερική/Καραϊβική | 10,0% | 12,9% | 14,7% | 11,1% | 2,1% | 1,9% | 3,3% | 2,4% |
Αναπτυσσόμενη Ευρώπη | 0,1% | 0,3% | 0,2% | 0,2% | - | - | 0,1% | - |
Ασία | 20,7% | 22,9% | 20,6% | 13,2% | 12,3% | 13,6% | 10,0% | 5,6% |
Δυτική Ασία | -0,1% | 0,2% | 1,0% | 0,7% | -0,2% | 0,6% | 0,4% | 0,3% |
Κεντρική Ασία | 0,4% | 0,6% | 0,7% | 0,5% | - | - | - | - |
Νότια, Ανατολική & Ν. Α. Ασία | 20,4% | 22,1% | 18,9% | 12,0% | 12,5% | 13,0% | 9,6% | 5,3% |
Ειρηνικός | 0,2% | 0,1% | - | - | - | - | - | - |
ΚΕΝΤΡΙΚΗ & ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΕΥΡΩΠΗ | 4,3% | 3,5% | 4,0% | 2,7% | 0,1% | 0,3% | 0,7% | 0,3% |
| 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% | 100,0% |
ΠΗΓΗ: UNCTAD, ΠΕΕ 1999:Οι ΑΞΕ και η πρόκληση της ανάπτυξης, Πίνακας 1.3, σελ. 20 |
Στην περιφερειακή κατανομή εισροών και εκροών ΑΞΕ για την τετραετία 1995-1998, παρατηρούμε: Αύξηση του μεριδίου των αναπτυγμένων χωρών από 63,4% σε 71,5% επί του συνόλου των εισροών και από 85,3% σε 91,6% επί του συνόλου των εκροών. Μείωση του μεριδίου των αναπτυσσομένων χωρών από 32,3% σε 25,8% επί του συνόλου των εισροών και από 14,5% σε 8,1% επί του συνόλου των εκροών. Μείωση του μεριδίου των χωρών της Κεντρ. και Αν, Ευρώπης από 4,3% σε 2,7% επί του συνόλου των εισροών, αλλά αύξηση του μεριδίου τους από 0,1% σε 0,3% επί του συνόλου των εκροών.
Το μεγαλύτερο μέρος των ΑΞΕ κατευθύνεται στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, με τάση εμφανούς υποχώρησης του μεριδίου που κατευθυνόταν στις αναπτυσσόμενες χώρες (κυρίως της Ασίας και της Λατινικής Αμερικής / Καραϊβικής) κατά το β΄ μισό της δεκαετίας του 1990, με αυξητική τάση όσον αφορά την Κίνα.
Από τις αναπτυγμένες χώρες το μεγαλύτερο μερίδιο εισροών και εκροών αφορά την ΕΕ (35,7% επί του συνόλου και 59,5% αντιστοίχως, συμπεριλαμβανομένων βεβαίως και των εντός της ΕΕ μετακινήσεων των κεφαλαίων) με αντίστοιχα μερίδια των ΗΠΑ 30,0% (συνολικών εισροών) και 20,5% (συνολικών εκροών).
Από τις αναπτυσσόμενες χώρες, παρά την πτωτική τάση στην 4ετία, το μεγαλύτερο μερίδιο, στο σύνολο των εισροών/εκροών αφορά την Ασία (13,2% και 5,6% αντιστοίχως), την Νότια, Ανατολική και Ν. Α Ασία (12,0% και 5,3% αντιστοίχως) και τη Λατινική Αμερική / Καραϊβική (11,1% και 2,4%), ενώ τα μερίδια της Αφρικής, της αναπτυσσόμενης Ευρώπης και της Δυτικής Ασίας είναι ασήμαντα στις εισροές και σχεδόν ανύπαρκτα στις εκροές.
Η Κίνα αποτελεί τη χώρα με τις μεγαλύτερες εισροές ΑΞΕ (45 δισ. δολάρια το 1998) στην αναπτυσσόμενη (εκτός Ιαπωνίας) περιοχή της Ασίας. Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας (Μελέτη για την Ανατολική Ασία) η Κίνα, μετά τις ΗΠΑ, έχει τις περισσότερες εισροές ΑΞΕ, με τις οποίες καλύπτει το 10-15% της εγχώριας επένδυσης. Οι ΑΞΕ είναι η κυρίαρχη μορφή εισροής ξένου κεφαλαίου στην Κίνα, δεδομένου ότι υπάρχουν κυβερνητικά κίνητρα γι’ αυτήν, ενώ οι άλλες μορφές (εξωτερικός δανεισμός και επενδύσεις χαρτοφυλακίου) υφίστανται αυστηρότερους περιορισμούς.
Η Λατινική Αμερική και η Καραϊβική αποτελούν όλο και περισσότερο πεδίο ανταγωνισμού μεταξύ των ΗΠΑ και της ΕΕ. Η Ισπανία έχει γίνει σημαντικός επενδυτής σε αυτή την περιοχή, καλύπτοντας το 1/3 όλων των ευρωπαϊκών ΑΞΕ.
Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΑΞΕ ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΠΑΓΙΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Σύμφωνα με τα στοιχεία της UNSTAND, ο ετήσιος ρυθμός μεταβολής των συνολικών παγίων κεφαλαίων των υποκαταστημάτων στο εξωτερικό είναι πτωτικός για την πενταετία 1991-1995 (13,8%) σε σχέση με εκείνο της πενταετίας 1986-1990 (18,5%), για το 1996/1995 (8,8%), το 1997/1996 (8,6%) και αυξητικός μόνο για το 1998/1997 (19,7% σύμφωνα με εκτιμήσεις και όχι οριστικά στοιχεία).
Ειδικότερα όσον αφορά τις ΑΞΕ ως ποσοστό των παραγωγικών επενδύσεων στα τρία (3) ιμπεριαλιστικά κέντρα: Στην εικοσαετία 1975-1995, για την ΕΕ-15, παρατηρείται αυξητική συμμετοχή τόσο των εισροών (1975: 2,6% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 7%) όσο και των εκροών (1975: 2,6% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 8,3%, με μια μικρή υποχώρηση σε σχέση με το 1990: 9,5%). Η ίδια τάση παρατηρείται και για τις ΗΠΑ: Εισροές: 1975: 0,9% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 4,9%. Εκροές: 1975: 5,1% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 7,8%. Ενώ για την Ιαπωνία είναι διαφορετική η τάση των Εισροών 1975: 0,1%, 1995: 0,0%. Εκροές: 1975: 1,1% των Μεικτών Επενδύσεων Παγίου Κεφαλαίου, 1995: 1,5% (πτωτική ως προς το 5,1% του 1990)[26].
Ενας δείκτης που παρουσιάζει ενδιαφέρον είναι η ποσοστιαία έκφραση των ΑΞΕ ως προς το σχηματιζόμενο ακαθάριστο σταθερό κεφάλαιο, κατά γεωγραφική περιοχή, ως ετήσιος μέσος όρος για τρεις χρονικές περιόδους: 1971-1980, 1981-1990 και 1991-1997.
Εικόνα 7 της UNSTAND
Παρατηρούμε ότι ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο η αυξητική τάση δεν οδηγεί σε μεγάλες αλλαγές (την περίοδο 1991-1997 προσεγγίζει το 5%), με την ίδια τάση και περίπου ίδια ποσοστά για τις αναπτυγμένες χώρες, στη Λατινική Αμερική/Καραϊβική και στην Αφρική/νότια της Σαχάρας η αναλογία αυξάνει κατά την περίοδο 1991-1997 και προσεγγίζει το 10% του ακαθάριστου σταθερού κεφαλαίου. Σε μικρότερη έκταση η ίδια τάση παρατηρείται για τις αναπτυσσόμενες χώρες, για τη Νότια-Ανατολική-Ν. Α. Ασία και Κ. και Αν. Ευρώπη με ποσοστό προσεγγίζον το 8%.
Παρατηρούμε, δηλαδή, ότι η ποσοστιαία συμβολή των ΑΞΕ στο σχηματισμό ακαθαρίστου σταθερού κεφαλαίου σε αναπτυσσόμενες περιφέρειες είναι αντιστρόφως ανάλογη με το μερίδιο των εισροών ΑΞΕ σε αυτές ως ποσοστό των παγκόσμιων ΑΞΕ.
Επισήμανση: Πρόκειται για στοιχείο που επιβεβαιώνει τις προηγούμενες αναφορές μας στους Κ. Μαρξ και Β. Ι. Λένιν για το ρόλο της εξαγωγής κεφαλαίων στην επέκταση του καπιταλισμού. Από την άλλη μεριά επιβεβαιώνει ότι ο κύριος όγκος της καπιταλιστικής αναπαραγωγής συντελείται στα πλαίσια της εθνοκρατικά συγκροτημένης καπιταλιστικής οικονομίας.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΕΞΑΓΩΓΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΩΝ (ΚΑΙ ΤΩΝ ΑΞΕ) ΑΠΟ 19ο ΣΤΟΝ 20ο ΑΙΩΝΑ
Στο παρόν άρθρο δεν θα εξετάσουμε συνολικά τη ροή και τον περιφερειακό προσανατολισμό όλων των μορφών (π.χ. τραπεζικού δανεισμού) της εξαγωγής κεφαλαίων, που έχουν συντελεστεί κατά το β΄ μισό του 20ου αιώνα.
Σημειώνουμε, όμως, ότι οι ΑΞΕ ως μορφή εξαγωγής κεφαλαίων προς τις αναπτυσσόμενες οικονομίες αναπτύχθηκε πολύ κατά τα πρώτα 25 χρόνια μετά το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, ενώ κατά τη δεκαετία του 1970 και μέχρι το 1986 σημείωσαν σημαντική κάμψη, ενώ αυξήθηκε ο ρόλος του τραπεζικού δανεισμού προς τις αναπτυσσόμενες. Ανάκαμψη των εισροών ΑΞΕ προς τις αναπτυσσόμενες σημειώθηκε κατά το πρώτο μισό της δεκαετίας του 1990 για να υποχωρήσει εκ νέου στο δεύτερο μισό αυτής (περίοδος εκδήλωσης κρίσης).
Οι καταγραφές της τοποθέτησης κεφαλαίων στο εξωτερικό κατά το β΄ μισό του 19ου αιώνα και μέχρι τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο δίνουν μια εικόνα, χωρίς να γίνεται διαχωρισμός μεταξύ των διαφορετικών μορφών εξαγωγής κεφαλαίων.
Παραθέτουμε ορισμένα στοιχεία[27], ενδεικτικά και μόνο, της κίνησης εξαγωγής κεφαλαίων από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα.
Κεφάλαια τοποθετημένα στο εξωτερικό[28]
(σε δισεκατομμύρια φράγκα)
Χρόνια | Αγγλία | Γαλλία | Γερμανία |
1862 | 3,6 | - | - |
1872 | 15 | 10 (1869) | - |
1882 | 22 | 15 (1880) | ; |
1893 | 42 | 20 (1890) | ; |
1902 | 62 | 27-37 | 12,5 |
1914 | 75-100 | 60 | 44 |
Οι ήπειροι ανάμεσα στις οποίες κατανέμονται (κατά προσέγγιση) τα κεφάλαια[29]
που έχουν εξαχθεί στο εξωτερικό (γύρω από το 1910)
| Αγγλία | Γαλλία | Γερμανία | |
| (δισεκατομμύρια μάρκα) | Σύνολο | ||
Ευρώπη | 4 | 23 | 18 | 45 |
Αμερική | 37 | 4 | 10 | 51 |
Ασία, Αφρική και Αυστραλία | 29 | 8 | 7 | 44 |
Σύνολο | 70 | 35 | 35 | 140 |
Μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Αγγλίας στην Αμερική αφορά τον Καναδά, και στην Ασία αφορά τις Ινδίες. Μεγάλο μέρος των επενδύσεων της Γαλλίας στην Ευρώπη αφορά τη Ρωσία (όχι λιγότερα από 10 δισ. φράγκα).
Αν πάρουμε δε υπ’ όψη μας, την ποσοστιαία κατανομή της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής κατά τη χρονική περίοδο 1870-1913, θα βεβαιωθούμε ότι η εξαγωγή κεφαλαίων προερχόμενη αρχικά από τις ηγέτιδες καπιταλιστικές οικονομίες (Αγγλία, Γαλλία, Γερμανία και στη συνέχεια τις ΗΠΑ) προσανατολίζεται στις σχετικά πιο αναπτυγμένες οικονομίες της εποχής και όχι στις καθυστερημένες.
Κατανομή της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής (%)[30]
Χώρα | 1870 | 1881-1885 | 1896-1900 | 1906-1910 | 1913 |
ΗΠΑ | 23,3 | 28,6 | 30,1 | 35,3 | 35,8 |
Γερμανία | 13,2 | 13,9 | 16,6 | 15,9 | 15,7 |
Μ. Βρετανία | 31,8 | 26,6 | 19,5 | 14,7 | 14,0 |
Γαλλία | 10,3 | 8,6 | 7,1 | 6,4 | 6,4 |
Φινλανδία | - | 0,1 | 0,3 | 0,3 | 0,3 |
Ιταλία | 2,4 | 2,4 | 2,7 | 2,7 | 3,1 |
Καναδάς | 1,0 | 1,3 | 1,4 | 2,3 | 2,0 |
Βέλγιο | 2,9 | 2,5 | 2,2 | 2,1 | 2,0 |
Σουηδία | 0,4 | 0,6 | 1,1 | 1,0 | 1,1 |
Ρωσία | 3,7 | 3,5 | 5,0 | 5,5 | 5,0 |
Ιαπωνία | - | - | 0,6 | 1,2 | 1,0 |
Ινδία | 11 | 12 | 1,1 | 1,1 | 1,2 |
άλλες χώρες | - | - | 2,3 | 11,9 | 12,0 |
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της μελέτης του W. Andreff[31], η οποία αναφέρεται στην εξέλιξη της ποσοστιαίας συμμετοχής μεταξύ των αναπτυγμένων και αναπτυσσομένων χωρών στο σύνολο των Στοκ ΑΞΕ στη χρονική περίοδο 1914-1991.
Το 1914 οι αναπτυγμένες οικονομίες κατείχαν το 37,2% του στοκ ΑΞΕ και οι αναπτυσσόμενες το 62,8%. Το 1991 οι αναπτυγμένες οικονομίες κατείχαν το 80,1% του στοκ ΑΞΕ και οι αναπτυσσόμενες το 19,9%, ακολουθώντας οι μεν πρώτες μια 80ετή αυξητική πορεία, οι δε δεύτερες μια 80ετή καθοδική.
Με βάση, λοιπόν, διαφορετικούς δείκτες και μετρήσεις επιβεβαιώνεται ότι ο προσανατολισμός του μεγάλου όγκου των ΑΞΕ αλλάζει προοδευτικά κατά τη διάρκεια του αιώνα υπέρ των αναπτυγμένων οικονομιών.
Η τάση αυτή έχει ενισχυθεί κατά τη τελευταία δεκαετία.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ - ΣΥΝΟΨΙΣΗ
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία και χαρακτηριστικά, διαπιστώνουμε τα εξής:
α). Η ανοδική τάση του διεθνούς εμπορίου (20% του παγκόσμιου ΑΕΠ για το 2000), της διεθνούς παραγωγής (8,3% του παγκόσμιου ΑΕΠ ως προϊόν προερχόμενο από ΑΞΕ και περίπου 5% για την περίοδο 1991-1997 ως συμβολή στο σχηματισμό παγίου κεφαλαίου) δεν ανατρέπει το από τη γέννηση του καπιταλισμού ισχύον: Το συντριπτικά μεγάλο μέρος της αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου διενεργείται στα πλαίσια της εθνο-κρατικής συγκρότησης της καπιταλιστικής οικονομίας.
Το μεγαλύτερο μέρος του διεθνούς εμπορίου και των ΑΞΕ διεξάγεται μεταξύ των αναπτυγμένων καπιταλιστικών οικονομιών.
Η μεγάλη διόγκωση των ΑΞΕ οφείλεται στην ισχυρή τάση συγχωνεύσεων και εξαγορών, που σε μεγάλο βαθμό είναι διασυνοριακές μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ αλλά και διασυνοριακές μεταξύ των κρατών της ΕΕ, η έξαρση δε στις συγχωνεύσεις και εξαγορές συνήθως έπεται της ύφεσης στο κύκλο της κρίσης.
Οι αγορές της ΕΕ και των ΗΠΑ γίνονται πηγές τροφοδότησης αλλά και προσέλκυσης ΑΞΕ η μια της άλλης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει ότι η υπερσυσσώρεση κεφαλαίων συνυπάρχει με τον «πλεονάζοντα» πληθυσμό (ανεργία), ότι ο ανταγωνισμός διεξάγεται ισχυρά μεταξύ των ισχυροτέρων κεφαλαίων, των μονοπωλίων και ότι η παραγωγική καπιταλιστική ανάπτυξη καμμιά σχέση δεν έχει με τις γνωστές παμπάλαιες και σύγχρονα αναπαλαιωμένες θεωρίες περί «στενότητας» πόρων (κεφαλαίων).
Ο προσανατολισμός των ΑΞΕ σε αναπτυσσόμενες αγορές γίνεται υπό την προϋπόθεση σχετικά αναπτυγμένων καπιταλιστικών σχέσεων (με αντίστοιχη αντανάκλαση στο εργατικό δυναμικό), αξιοποιούν μια ορισμένη ανοδική φάση στον κύκλο της καπιταλιστικής κρίσης και άλλες συγκυρίες.
β). Οι θεωρίες για μια «νέα εποχή» του ελεύθερου εμπορίου και της «πολυεθνικής εταιρίας» είναι σε μεγάλο βαθμό συνειδητά παραπλανητικές.
Υφίσταται πολυδαίδαλο δίκτυο διεθνών διαπραγματεύσεων και συμφωνιών με βάση το οποίο διεξάγεται το διεθνές εμπόριο, και στο οποίο αποτυπώνεται ο εκάστοτε συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ κρατών. Το ίδιο ισχύει και για τις εξαγωγές κεφαλαίων. Οι φιλελεύθερες ροές κεφαλαίων δεν σημαίνουν πλήρη εξάλειψη ορίων, ακόμη και για τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Η έλλειψη επιβολής ορίων εμφανίζεται ως αποτέλεσμα της αδυναμίας επιβολής περιορισμών από κάποιο κράτος.
Η εξαγωγή εμπορευμάτων και κεφαλαίων ως τάση είναι σύμφυτη με την επιδίωξη του πρόσθετου καπιταλιστικού κέρδους γι’ αυτό και συνυπάρχει με διαφορετικής έκτασης μέτρα προστασίας, αναλόγως με τις ιστορικές συνθήκες εξέλιξης του κάθε κράτους και το διεθνή συσχετισμό δυνάμεων.
γ). Τα φαινόμενα των κρίσεων, της καταστροφής παραγωγικών δυνάμεων, της ανισομετρίας, της περαιτέρω πόλωσης μεταξύ πλούτου-φτώχειας, της επιθετικότητας του κεφαλαίου και της πολιτικής του εξουσίας απέναντι στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις είναι εκδηλώσεις των αντιφάσεων του σύγχρονου καπιταλισμού, του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος, και όχι «στρεβλώσεων», «παρεκκλίσεων» της καπιταλιστικής εξέλιξης λόγω συγκεκριμένων πολιτικών (νεοφιλελεύθερων, μονεταριστικών) διαχείρισης του συστήματος. Η τοποθέτηση αυτή έχει βαρύνουσα σημασία για την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος, για τον προσανατολισμό της ταξικής πάλης, για τη διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών.
Η αντίθεση μεταξύ της κοινωνικοποιημένης παραγωγής και της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής είναι η πηγή των δεινών του σύγχρονου κόσμου, σε επίπεδο κρατικό και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Η ανισομετρία στην καπιταλιστική ανάπτυξη συνεπάγεται διαφορετική συγκυρία όξυνσης των αντιθέσεων σε ένα κράτος ή σε ομάδα κρατών. Επομένως και η όξυνση του ταξικού αγώνα είναι πρώτ’ απ’ όλα ευθύνη του υποκειμενικού παράγοντα σε εθνικό επίπεδο και συντονισμού της ταξικής πάλης σε περιφερειακό.
Ο απεγκλωβισμός του εργατικού κινήματος, σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο, από τα «υπέρ» και «αντι παγκοσμιοποίησης» επιχειρήματα - παγίδες αποτελεί δείκτη και κριτήριο ανάπτυξης της ιδεολογικής και πολιτικής συνείδησης και βαθμός ανάπτυξης της ταξικής πάλης.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
? Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή».
? Β. Ι. Λένιν: Απαντα: «Ο Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού», τομ. 27, 5η έκδοση, «Σύγχρονη Εποχή».
? E. J. Hobsbawm: «Η εποχή του κεφαλαίου (1848-1875). Εκδοση ΜΙΕΤ, 1994.
? Paul R. Krugman - Maurice Obstfeld: «Διεθνής Οικονομική», εκδόσεις «Κριτική - Επιστημονική Βιβλιοθήκη».
? Samuel Bowles - Richard Edwards: «Κατανοώντας τον καπιταλισμό;», Β΄ έκδοση, «Gutenberg», 1996.
? Οσκαρ Λαφονταίν - Κρίστα Μύλλερ: «Μη φοβάστε την παγκοσμιοποίηση», εκδόσεις «Πόλις», 1999.
? Paul Bairoch: «Mythes et paradoxes de l’ historie economique». Εκδοση, «La Decouverte /Poche», 1994.
? Διάσκεψη του ΟΗΕ για το Εμπόριο και την Ανάπτυξη. «Παγκόσμια Εκθεση Επενδύσεων 1999». Ηνωμένα Εθνη, 1999.
? Παγκόσμια Τράπεζα, Ανατολική Ασία.
? Ευρωπαϊκή Επιτροπή, ΚΟΜ (94) 322 τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της κοινότητας.
? Βασ. Κρεμμυδάς: «Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης», (16ος-20ος αιώνας). Εκδόσεις «Τυποθήτω». Γ. Δαρδανός, 1999.
? Σταύρος Τομπάζος: «Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση». Εκδόσεις «Ελληνικά Γράμματα», 1999.
? Συλλογικό: «Παγκοσμιοποίηση». Επιμέλεια Π. Λύτρας. Εκδόσεις «Παπαζήση».
? Δημήτρης Κυρκιλής: «Η διεθνοποίηση της επιχείρησης: Η πολιτική οικονομία των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων». Εκδ. Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων.
? Κώστας Βεργόπουλος: «Παγκοσμιοποίηση, η μεγάλη Χίμαιρα». Εκδόσεις «Νέα Σύνορα» - Α. Α. Λιβάνη, 1999.
? Ούλριχ Μπεκ: «Τι είναι παγκοσμιοποίηση;». Εκδόσεις «Καστανιώτη», 1999.
? Ηλίας Καλλιώρας: «Διεθνής Πολιτική Οικονομία». Εκδόσεις «Σιδέρης», 1998.
? Συλλογικό: «Η διεθνής αναπτυξιακή βοήθεια προς τον 21ο αιώνα». Ινστιτούτο Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων. Εκδόσεις «Εξάντας», 1998.
? Δημήτρης Κατσορίδας: «Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης». Εκδόσεις «Καμπύλη/Ρωγμή», 1999.
[1] Ο ΟΗΕ προσδιορίζει τη διεθνή παραγωγή -δηλαδή την παραγωγή αγαθών και υπηρεσιών σε χώρες που ελέγχεται και διευθύνεται από τις επιχειρήσεις που έχουν την έδρα τους σε άλλες χώρες- ως τον πυρήνα της διαδικασίας της παγκοσμιοποίησης (Παγκόσμια Εκθεση Επενδύσεων 1999, Οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις και η πρόκληση της ανάπτυξης, Κείμενο Γενικής Επισκόπησης, από τον Ρούμπενς Ρικούπερο, Γεν. Γραμ. της UNCTAND, Γενεύη, Ιούλης 1999).
[8] Προσδιορισμός της πολυεθνικής κατά τους Samuel Bowles και Richard Edwards, Κατανοώντας τον Καπιταλισμό, τόμος Β΄, σελ. 55. Η Πολυεθνική Εταιρία είναι μια επιχείρηση που πραγματοποιεί κέρδη σε όλον τον κόσμο, εγκαθιστώντας τις παραγωγικές της μονάδες εκεί όπου ο συνδυασμός των μισθών εργασίας, του κόστους των υλικών, των αγορών και της κυβερνητικής πολιτικής μεγιστοποιεί το συνολικό κέρδος που η εταιρία αποκομίζει από το σύνολο των δραστηριοτήτων της σε όλον τον κόσμο.
[10] Paul Bairoch, Μύθοι και Πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης. Ενας αιώνας εξωτερικού εμπορίου και ξένων επενδύσεων. Αναφορά από Θόδωρο Πελαγίδη (Θέσεις, τ. 67, 1999, σελ. 20-21) και από Πρόδρομο Γιαννά, Παγκοσμιοποίηση και διεθνείς οικονομικές σχέσεις, στο συλλογικό «Παγκοσμιοποίηση», επιμ. Π. Λύτρας, εκδ. Παπαζήση, σελ. 92.
[11] Paul Hirst, «Global Economy Myths and Realities», International Affairs, vol. 73, No 3, 1997, σελ. 411-412. Αναφορά από τον Πρόδρομο Γιαννά, ό.π. σελ. 94-95.
Από τι χώρες του τρίτου κόσμου εξαιρεί την Κίνα και τις άλλες «σχεδιασμένες» οικονομίες της Ασίας, των οποίων ο ρόλος είναι ελάχιστος για τη χρονική περίοδο που εξετάζεται.
[16] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 21-22.
[17] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 24.
[18] Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, Εκδ. Ελληνικά Γράμματα, σελ. 29.
[19] B. R. I., 68o Raport annuel, Bale, 1999, σελ. 34. Βλέπε Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση ..., σελ. 37.
[22] Παραθέτουμε ορισμένους προσδιορισμούς των ΑΞΕ:
α) Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΚΟΜ (94) τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της Κοινότητας (ελληνική μετάφραση σελ. 66).
ΑΞΕ: Το κεφάλαιο με το οποίο μια επιχείρηση χρηματοδοτεί την αγορά, τη δημιουργία ή την ανάπτυξη θυγατρικών στην αλλοδαπή ή αποκτά μετοχές ξένων επιχειρήσεων.
β) Paul Krugman - Maurice Obstfeld, Διεθνής Οικονομική, Θεωρία και Πολιτική, Εκδόσεις Κριτική - Επιστημονική Βιβλιοθήκη:
Με τον όρο άμεση ξένη επένδυση εννοούμε διεθνείς ροές κεφαλαίων, με τις οποίες μια επιχείρηση σε μια χώρα δημιουργεί ή επεκτείνει μια θυγατρική της σε μια άλλη χώρα. Το διακριτικό γνώρισμα της άμεσης ξένης επένδυσης είναι πως δεν σημαίνει μόνο μια μεταβίβαση πόρων αλλά και την απόκτηση του ελέγχου. Δηλαδή, η θυγατρική δεν έχει απλά και μόνο μια χρηματική υποχρέωση στη μητρική εταιρία, αποτελεί τμήμα της ίδιας οργανωτικής δομής.
Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις αποτελούν συχνά ένα μέσον για το διεθνή δανεισμό. Οι μητρικές εταιρίες συχνά παρέχουν στις θυγατρικές στο εξωτερικό κεφάλαια, με την προσδοκία της τελικής αποπληρωμής. Στον βαθμό που οι πολυεθνικές επιχειρήσεις παρέχουν χρηματοδότηση στις θυγατρικές τους στο εξωτερικό, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν ένα εναλλακτικό τρόπο επίτευξης των ίδιων στόχων όπως και στην περίπτωση του διεθνούς δανεισμού. Το γεγονός, όμως, αυτό αφήνει ακόμη ανοικτό το ερώτημα γιατί επιλέγεται η άμεση ξένη επένδυση έναντι άλλων μορφών μεταβίβασης κεφαλαίων. Πάντως, η ύπαρξη των πολυεθνικών επιχειρήσεων δεν αντανακλά απαραίτητα μια καθαρή κεφαλαιακή ροή από μια χώρα σε μια άλλη. Οι πολυεθνικές επιχειρήσεις ορισμένες φορές αντλούν χρήματα για την επέκταση των θυγατρικών τους από τη χώρα στην οποία λειτουργεί η θυγατρική παρά από τη χώρα προέλευσης. Επιπροσθέτως, υπάρχει μια σημαντικού ύψους ροή άμεσων ξένων επενδύσεων διπλής κατεύθυνσης μεταξύ των βιομηχανικών χωρών, ενώ δηλαδή οι επιχειρήσεις των ΗΠΑ επεκτείνουν τις θυγατρικές τους στην Ευρώπη, την ίδια στιγμή οι ευρωπαϊκές επιχειρήσεις επεκτείνουν τις θυγατρικές τους στις ΗΠΑ. (Τόμος Α΄, σελ. 242).
Η άμεση επένδυση ... είναι μορφή δανεισμού με έκδοση μετοχών. Οι άμεσοι επενδυτές έχουν απαίτηση έναντι της καθαρής απόδοσης της επένδυσης κατά το ποσοστό συμμετοχής τους και όχι απαίτηση για μια σταθερή ροή εσόδων.
Οι Krugman και Obstfeld αναφέρουν τις ΑΞΕ ως μια από τις τέσσερεις μορφές εξαγωγής κεφαλαίων ως δανεισμό. Οι άλλες τρεις μορφές είναι η έκδοση ομολόγων (πώληση ομολόγων σε ιδιώτες άλλων χωρών με σκοπό τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων), τα τραπεζικά δάνεια και ο επίσημος δανεισμός (από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, την Παγκόσμια Τράπεζα αλλά και τις κυβερνήσεις άλλων κρατών). (Τόμος Β΄, σελ. 442-443).
γ) Σταύρος Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, σελ. 31.
Οι Αμεσες Επενδύσεις Εξωτερικού είναι μακροπρόθεσμες επενδύσεις που εξασφαλίζουν τον έλεγχο του επενδυτή πάνω στη μονάδα (επιχείρηση, τράπεζα κλπ.), στην οποία επενδύει και δημιουργούν μια διαρκή ταύτιση συμφερόντων ανάμεσα στον ξένο επενδυτή και την οικονομική μονάδα. Ομως ποιο ποσοστό της συνολικής αξίας μιας μονάδας πρέπει να εξασφαλίσει κάποιος επενδυτής για να θεωρηθεί ότι κάνει μιαν Α.Ε.Εξ.; Το ποσοστό αυτό είναι αδύνατο να προσδιοριστεί αντικειμενικά και είναι γι’ αυτό το λόγο που παρατηρούνται αποκλίνοντες εθνικοί προσδιορισμοί. Κατά κανόνα, μια επένδυση που εξασφαλίζει πέραν του 10% των μετοχών ή 10% των ψήφων μιας οικονομικής οντότητας θεωρείται Α.Ε.Εξ. Βεβαίως, πολλές χώρες υιοθέτησαν το όριο του 20%, άλλες, όπως ο Καναδάς και η Μ. Βρετανία, υιοθέτησαν το όριο του 50%, γεγονός που περιπλέκει τη στατιστική ανάλυση.
δ) Δημήτρης Κυρκιλής, Η διεθνοποίηση της επιχείρησης: Η πολιτική οικονομία των Αμεσων Ξένων Επενδύσεων, έκδοση Ινστιτούτου Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων, σελ. 1.
Οι ΑΞΕ ορίζονται σαν η μεταφορά με την μορφή πακέτου πέρα από τα εθνικά σύνορα διακριτών αλλά συμπληρωματικών εισροών, π.χ. μετοχικού κεφαλαίου, τεχνολογίας παραγωγής, τεχνογνωσίας διοίκησης, κλπ. ως επίσης και αγαθών κάτω από τον έλεγχο ενός παραγωγικού φορέα. Αυτή η μεταφορά των πόρων δεν γίνεται μέσω της αγοράς, δεν είναι δηλαδή αντικείμενο μιας εμπορικής συναλλαγής ή συμφωνίας licencing ή franchising. Οι πόροι μεταφέρονται από ένα τμήμα της επιχείρησης που αναλαμβάνει την επένδυση σε ένα άλλο.
ε) Τράπεζα της Ελλάδας: Νομισματική Πολιτική 2000-2001, σελ. 71.
Στον υπολογισμό των χρηματοοικονομικών συναλλαγών, οι καθαρές επενδύσεις (εισροές μείον εκροές) κατηγοριοποιούνται σε άμεσες επενδύσεις (επεξήγηση δική μας, οι γνωστές ως ΑΞΕ), σε επενδύσεις χαρτοφυλακίου (τοποθετήσεις σε ομόλογα και μετοχές) και «λοιπές» επενδύσεις.
[24] Επιτροπή των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, ΚΟΜ (94) τελικό, 5η Περιοδική Εκθεση για την κοινωνική και οικονομική κατάσταση και την ανάπτυξη των περιφερειών της Κοινότητας (ελληνική μετάφραση σελ. 87).
[26] Σταύρος Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση και Ευρωπαϊκή Ενωση, Εισαγωγή στην κριτική της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού, εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα, Πίνακας αρ. 3, σελ. 36.
[30] Βασίλη Κρεμμυδά, Εισαγωγή στην Οικονομική Ιστορία της Ευρώπης (16ος-20ος αιώνας), Β΄ έκδοση, ΤΥΠΟΘΗΤΩ, σελ. 335 (Πηγή: P. LEON ).
[31] W. Andreff, Les multinationales globales, Le Decouverte, Col. Reperes, Paris, 1996, σελ. 10. Βλέπε, Στ. Τομπάζος, Παγκοσμιοποίηση ..., σελ. 40.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου