του Α. Μ. Εριόμιν
Το όνομα του Στάλιν, που σχεδόν 30 χρόνια ήταν στο τιμόνι της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, ακόμη και σήμερα αποτελεί θερμό σημείο της ιδεολογικής διαπάλης. Ο Ι. Στάλιν έπαιξε διαπρεπή ρόλο στη δημιουργία της μεγάλης χώρας σε δυσκολότατη περίοδο, από άποψη εξωτερικών και εσωτερικών συνθηκών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Τις υπηρεσίες του ακόμα και ο εχθρός του σοσιαλισμού Ουίνστον Τσώρτσιλ τις όρισε με την περιεκτική διατύπωση: «ο Στάλιν πήρε τη Ρωσία με ξύλινο αλέτρι και την άφησε με ατομική βόμβα».
Aκόμα και σοβαροί αστοί ιστορικοί δεν αποφεύγουν την εκτίμηση της σταλινικής περιόδου στην ΕΣΣΔ. Ετσι, ο Ν. Βερτ, ένα από τα κεφάλαια του βιβλίου του «Ιστορία του Σοβιετικού κράτους», το ονόμασε «Νικηφόρος σταλινισμός». Στη δραστηριότητα του Στάλιν αφιερώνει ολόκληρα κεφάλαια ένας άλλος αστός ιστορικός ο Τζ. Χόσκινς στο βιβλίο του «Ιστορία της Σοβιετικής Ενωσης».
Στην περίοδο παλινόρθωσης του καπιταλισμού εμφανίστηκε σε τεράστια ποσότητα πληρωμένη ρεβιζιονιστική-προσαρμοστική αντισταλινική βιβλιογραφία, ανάλογη με τα γραπτά του Ντ. Βολκογκόνοφ, γεμάτη από κακίες και ψεύδη για το Στάλιν. Ομως και αυτού του είδους η «προσοχή» άθελά της τονίζει το ρόλο του μεγάλου ανθρώπου, αν και η ψευδοεπιστημονική μαυρίλα αυτού του είδους έχει σαν σκοπό μόνο τη διαστρέβλωση της πραγματικότητας.
Το μέγεθος της προσωπικότητας και ο ρόλος του Στάλιν, τα αποτελέσματα όσων έγιναν υπό την καθοδήγησή του μας επιτρέπουν να μη δίνουμε προσοχή σε όλα τα ψέματα των σημερινών ιστορικών «σοφών». Ομως, ταυτόχρονα, αυτός ο ρόλος δεν επιτρέπει και τον εξωραϊσμό της ιστορικής πραγματικότητας ή τα κενά λόγια. Αντίθετα, είναι απαραίτητο να δούμε τις άκρως σύνθετες συνθήκες της δραστηριότητάς του, όταν -χωρίς να υπάρχουν ιστορικά ανάλογα- ήταν αναγκαίο να εξευρεθούν οι δρόμοι επίλυσης, από πρώτη ματιά, ανεπίλυτων αντιφάσεων.
Εννοείται, πως μια προσωπικότητα τέτιου μεγέθους, όπως ο Στάλιν, δεν εμφανίζεται από μόνη της, ούτε με «θεϊκό διορισμό», αλλά σαν ιστορική αναγκαιότητα, σαν προσωπικότητα που εκφράζει το ριζικό συμφέρον της κοινωνικής ανάπτυξης στη συγκεκριμένη περίοδο και εκπληρώνει τη δραστηριότητά της, όχι από διαίσθηση, αλλά υπολογίζοντας τη συγκεκριμένη ιστορική κατάσταση, το πραγματικό κοινωνικό περιβάλλον, από κοινού με τους συναγωνιστές του, σε επαφή με πλήθος ειδικών και λοιπά. Πολύ περισσότερο που ο μαρξισμός ορίζει σαν κινητήρια δύναμη του ιστορικού προτσές τα συμφέροντα και την ενέργεια των μαζών, χωρίς να αρνείται το ρόλο της προσωπικότητας σε αυτό το προτσές.
Ανάμεσα στις διάφορες πλευρές της δημιουργικής δραστηριότητας του Στάλιν ιδιαίτερο ενδιαφέρον προκαλεί ο ρόλος του στην ανάπτυξη της σοβιετικής οικονομικής επιστήμης. Σήμερα το ενδιαφέρον σε αυτή την πλευρά της πολύπλευρης δραστηριότητάς του μπορεί να έχει σχέση με το γεγονός ότι το 1999 συμπληρώθηκαν 45 χρόνια από την έκδοση του εγχειριδίου της πολιτικής οικονομίας, το οποίο για πρώτη φορά περιείχε τμήμα για το «Σοσιαλιστικό τρόπο παραγωγής». Ακριβώς σε αυτό το τελευταίο βρισκόταν η ιδιαιτερότητα αυτού του εγχειριδίου (αν και εγχειρίδια πολιτικής οικονομίας προετοιμάστηκαν και προηγούμενα από διάφορα ιδρύματα), όπως επίσης ότι το προτσές επεξεργασίας του εγχειριδίου έγινε υπό την καθοδήγηση του Κόμματος και σημαντικό στάδιο γι’ αυτό αποτέλεσε η αντιπροσωπευτική οικονομική συζήτηση, που διοργανώθηκε από την ΚΕ του ΚΚΣΕ το Νοέμβρη του 1951, όπου συζητήθηκε η μακέτα του εγχειριδίου. Ο Στάλιν με μεγάλη προσοχή παρακολουθούσε την πορεία της έκδοσης, διαβάζοντας τα χειρόγραφα, συζητώντας με τους συμμετέχοντες (συμπεριλαμβανομένου και του καθοδηγητή της κολεκτίβας των συγγραφέων της μακέτας του εγχειριδίου ακαδημαϊκό Κ. Β. Οστροβιτιάνοβ) και ανταποκρίθηκε στην πορεία της συζήτησης με την έκδοση της μπροσούρας «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (1952).
Λόγος γίνεται για πολύ περισσότερο απ’ ό,τι απλά η δημιουργία εγχειριδίου, γι’ αυτό και αυτή η συζήτηση, σαν βασικό στάδιο της γενικής συζήτησης 1936-1954, είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα από πολλές απόψεις, ιδιαίτερα μάλιστα και από την άποψη της ιστορίας της παγκόσμιας οικονομικής σκέψης, και για την κατανόηση της ιστορικής κατάστασης της περιόδου εγκαθίδρυσης της πρώτης στον κόσμο σοσιαλιστικής κοινωνίας και από αυτή την άποψη, και για το πώς οι διαμορφωθείσες τότε θεωρητικές θέσεις εκφράστηκαν αργότερα στην πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Σωστή και μια τέτια μικρογραφία της ανάλυσης, που θα μπορούσε να οριστεί σαν ανάλυση του σταλινικού σταδίου ανάπτυξης της οικονομικής θεωρίας με τον συνυπολογισμό της τεράστιας επιρροής της δραστηριότητας, συμπεριλαμβανομένης και της θεωρητικής του Ι. Στάλιν, σε όλες τις πλευρές της ζωής της σοβιετικής κοινωνίας στις δεκαετίες ’30 με αρχές της δεκαετίας του ’50.
Τα υλικά της συζήτησης έχουν ενδιαφέρον και για τον ορισμό των προγραμματικών προσανατολισμών κατά την αποκατάσταση της σοσιαλιστικής πολιτικής για την κοινωνική ανάπτυξη.
1.
Οπως είναι γνωστό, η προεπαναστατική και μετεπαναστατική θεωρητική εργασία του Στάλιν δεν ήταν προσανατολισμένη άμεσα στην επεξεργασία οικονομικών προβλημάτων. Τα θεωρητικά του ενδιαφέροντα πριν την επανάσταση είχαν σχέση με το εθνικό ζήτημα (κάτι που το έφερε αργότερα στη δουλιά στο Λαϊκό Επιτροπάτο των Εθνοτήτων) και στη συνέχεια με οργανωτικές και στρατιωτικές εργασίες. Στην έρευνα της αμιγούς οικονομικής προβληματικής ο Στάλιν υπολειπόταν όχι μόνο από τον Β. Ι. Λένιν, αλλά και από άλλους κομματικούς παράγοντες, για παράδειγμα από τους Ν. Μπουχάριν, Ε. Πρεομπραζένσκι, Λ. Κράσιν και άλλους. Ομως ακριβώς τα οικονομικά ζητήματα έγιναν γι’ αυτόν βασικά μετά το θάνατο του Λένιν, στο βαθμό που εδραιωνόταν σαν επικεφαλής του Κόμματος και του κράτους.
Τα οικονομικά και για την ακρίβεια τα κοινωνικο-οικονομικά ζητήματα ορθώνονταν καθημερινά μπροστά του, αν και ο αναμφισβήτητος ρόλος του στην επίλυσή τους δεν ήταν πάντα ειδικά ντοκουμενταρισμένος. Με αυτή την έννοια επισημαίνουμε την τεράστια και σύνθετη εργασία για την οργάνωση του νέου οικονομικού μηχανισμού και πρώτα από όλα στη δημιουργία του άγνωστου στον κόσμο μοχλού διεύθυνσης, του λαϊκο-οικονομικού σχεδιασμού. Ως το 1925, το ΓΚΟΣΠΛΑΝ, σύμφωνα με μαρτυρία του ακαδημαϊκού Σ. Γκ. Στρουμίλιν, επεξεργαζόταν μόνο τα προγράμματα ξεχωριστών κλάδων. Το οικονομικό έτος 1925-1926 είχαν επεξεργαστεί δείκτες ελέγχου που εξέφραζαν την ιδέα του ολοκληρωμένου ενιαίου σχεδίου (για ένα έτος). Στις αρχές του 1926 εμφανίστηκε ένα πρόχειρο πενταετές σχέδιο, που η ιδέα του στηριζόταν στις κατευθύνσεις του 14ου Συνεδρίου του Κόμματος. Η διαδικασία δημιουργίας του σχεδίου ήταν διαδικασία οξείας διαπάλης μεταξύ των επεξεργαστών του (μεταξύ των οποίων ήταν και αστοί οικονομολόγοι). Και όλη η διαδικασία επεξεργασίας του σχεδιαστικού εργαλείου διεξαγόταν σε συνθήκες οξείας πάλης. Ηταν διαμάχες για τους κατευθυντήριους σκοπούς, για τους ρυθμούς ανάπτυξης, για την εκβιομηχάνιση και ακόμα διαμάχη για το «πεντάχρονο ή δίχρονο». Εξωτερικά φαινόταν πως ο Στάλιν δε συμμετείχε σε αυτή τη διαμάχη. Ομως, αφού οι αποφάσεις παίρνονταν στο Κόμμα, ο Στάλιν βρισκόταν στο κέντρο αυτών των εργασιών. Το 15ο Συνέδριο του Κόμματος (Δεκέμβρης 1927) επικύρωσε τις κατευθύνσεις για τη διαμόρφωση του σχεδίου και από αυτό το σημείο ξεκίνησε νέα ποιοτικά ζώνη για το σχεδιασμό. Και ήδη το πρώτο πεντάχρονο εξασφάλισε οικονομικό άλμα της ΕΣΣΔ και εν μέρει «έκλεισε» το πρόβλημα της ανεργίας.
Για άλλη μια φορά πρέπει να επισημάνουμε ότι όλες αυτές οι επιτυχίες στο σχεδιασμό (συμπεριλαμβανομένης και της αξιοζήλευτης ταχύτητας στην επεξεργασία του πρώτου πεντάχρονου σχεδίου) δεν υλοποιήθηκαν βεβαίως χωρίς το Στάλιν, που ήταν επικεφαλής του Κόμματος. Είχε την άποψή του για την πλειοψηφία των ζητημάτων. Και για παράδειγμα, στην Ολομέλεια της Μοσχοβίτικης Επιτροπής του Πανενωσιακού Κομμουνιστικού Κόμματος (μπ) [ΜΕ ΠΚΚ (μπ)], το 1928, με στοιχεία τοποθετήθηκε ενάντια στην πρόταση του Ρίκοφ να επεξεργαστούν, παράλληλα με το πεντάχρονο σχέδιο της λαϊκής οικονομίας, και δίχρονο σχέδιο ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας.
Ως μια από τις ιδιαίτερα βασικές κοινωνικο-οικονομικές θέσεις του Στάλιν, που είχαν επαναστατική σημασία για την ανάπτυξη της οικονομίας της ΕΣΣΔ, πρέπει να καταμετρήσουμε και τη θέση του, το 1929, για την αποφασιστική στροφή της αγροτικής παραγωγής στη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού.
Μεταξύ της πληθώρας των προβλημάτων για την αποκατάσταση της οικονομίας και την οικοδόμηση του νέου καθεστώτος το πρόβλημα του χωριού ήταν κύριο, αφού η αγροτιά αποτελούσε την απόλυτη πλειοψηφία του πληθυσμού της χώρας και παρέμενε και μετά την επανάσταση ιδιωτικός «τομέας», στα χέρια της οποίας βρισκόταν η εξασφάλιση της χώρας με τρόφιμα.
Ο αγροτικός συνεταιρισμός (ακόμα και οι κομμούνες) εμφανίστηκε στην αρχή σαν αυθόρμητο από τα κάτω και μόνο αργότερα αναγνωρίστηκε σαν στρατηγική γραμμή (κατ’ αρχάς σαν σύνθημα). Τα πρώτα χρόνια της ΝΕΠ ήταν χρόνια ειρήνης, επιστροφής των ανδρών στο χωριό, χρόνια ολόπλευρης βοήθειας προς τους αγρότες από το προλεταριακό κράτος με την αγορά γι’ αυτούς αρότρων και με τη γρήγορη αποκατάσταση της βιομηχανίας. Αυτά τα γεγονότα, σε συνδυασμό με τις σχετικά καλές καιρικές συνθήκες, οδήγησαν σε ελπιδοφόρα αποτελέσματα. Μερικώς ξεπεράστηκε η πείνα από τη μειωμένη σοδειά του 1921. Ομως ταυτόχρονα, άρχισαν να ενισχύονται και οι κουλάκοι και η ανθρωποφάγα εξουσία τους στο χωριό. Και το κύριο ήταν ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είχε προοπτική, κάτι που στην πράξη εμφανίστηκε αρκετά σύντομα.
Ο γενικός θεωρητικός δρόμος για τους συνεταιρισμούς στην αγροτική οικονομία ήταν λίγο πολύ ξεκάθαρος υπό το φως του λενινιστικού άρθρου «Για τους συνεταιρισμούς». Στα επόμενα 4-5 χρόνια οι συνεταιρισμοί ακολούθησαν φυσικούς, αργούς ρυθμούς. Στα μέσα του 1928 είχαν συνεταιριστικοποιηθεί το 1,7% των αγροτικών νοικοκυριών. Σε ένα κολχόζ αντιστοιχούσαν 13 νοικοκυριά. Τα 15 χιλιάδες κολχόζ και τα χίλια πεντακόσια σοβχόζ παρέμειναν σταγόνα στον ωκεανό ανάμεσα σε 25 εκατομμύρια ατομικά νοικοκυριά. Σαν αποτέλεσμα η χώρα βρέθηκε στα όρια της κρίσης[1].
Ο Στάλιν στην οξεία ενδοκομματική διαπάλη πήρε τη μοναδικά σωστή απόφαση και δυναμικά έστρεψε το τιμόνι στην πλευρά της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού (δεν ήταν μόνο η συνεταιριστικοποίηση, αλλά και η οικοδόμηση εργοστασίων τεχνολογίας της αγροτικής οικονομίας, η οργάνωση μηχανοτρακτερικών σταθμών (ΜΤΣ), η οργάνωση προμηθειών και η αποθήκευση προϊόντων αγροτικής οικονομίας).
Θεωρητικά ήταν καθαρό ότι τα μικρά αγροτικά νοικοκυριά δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν με τις ανάγκες, δεν μπορούν να εξασφαλίσουν την αγροτεχνολογική πρόοδο. Ομως οι αλλαγές τραβούσαν σε μάκρος λόγω της δυσκολίας του ζητήματος και η αναγκαιότητά τους ολοφάνερα αυξανόταν. Ετσι για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία του στατιστικού δελτίου της Μόσχας και του Κυβερνείου της Μόσχας το 1927 (εκδόθηκε το 1928), στο Κυβερνείο της Μόσχας από το 28,5% των αγροτικών νοικοκυριών είχαν ζώα εργασίας μόνο 18,6% (το 1917 είχαν 45,1%) και αγελάδες (το 1917 το 32%). Κατά μέσο όρο ένα νοικοκυριό είχε 2 εκτάρια καλλιεργήσιμης γης και το 30% των νοικοκυριών είχαν από 0,1 έως ένα εκτάριο. Η παραγωγή σίκαλης ανά εκτάριο ήταν 8,4 μετρικούς στατήρες, της πατάτας ήταν 6,6 τόνοι. Τα υποδειχθέντα 30% των νοικοκυριών ήταν φυσικά «αυτοτρεφόμενα», τα οποία δεν μπορούσαν να θρέψουν ούτε τους εαυτούς τους ούτε τις πόλεις.
Η παραγωγή στα μικρά αγροτικά νοικοκυριά, αν και ήταν απελευθερωμένη από το ζυγό των τσιφλικάδων, δεν είχε προοπτικές και οι ελλείψεις σε ψωμί έμπαιναν σαν εμπόδιο για την εκβιομηχάνιση, για την εξασφάλιση της αναγκαίας αύξησης του αριθμού των εργαζομένων στη βιομηχανία και την οικοδόμηση. Εκείνη την περίοδο η αργοπορημένη σοσιαλιστικοποίηση του χωριού οδήγησε στη λεγόμενη «κρίση των προμηθειών σε ψωμί» του 1927-1928. Απαιτείτο να βγουν τα σωστά συμπεράσματα, τα οποία αργοπορούσαν λόγω της διαφορετικής εκτίμησης των αιτιών της κρίσης. Στην πραγματικότητα αυτό ήταν μια κρίση της ιδιωτικής χρήσης της γης και της οικιακής οικονομίας. Αύξηση της εμπορικότητας (του περισσεύματος, πάνω από την κατανάλωση του χωριού) δεν έγινε, μια και το μεγαλύτερο μέρος των σιτηρών το κατανάλωναν οι ίδιοι οι αγρότες για να «αυτοτραφούν». Το μικρό νοικοκυριό δεν έδινε προοπτικές και στην ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Το σιτάρι του εμπορίου, όσο υπήρχε, έμενε στα χέρια των κουλάκων προσανατολισμένο μόνο για κέρδος (από εδώ και η άνοδος των τιμών). Ο μηχανισμός προμηθειών σε ψωμί ήταν αναγκασμένος να ψάξει για «έκτακτα μέτρα», αλλά η απειλή της πείνας για την ανθηρή πόλη (βιομηχανία) αυξήθηκε και η πολιτική πίεση των κουλάκων που κρατούσαν το ψωμί ενισχύθηκε.
Η επιλογή του Στάλιν (και των συνεργατών του) υπέρ της επιτάχυνσης της σοσιαλιστικοποίησης του χωριού ήταν αντικειμενικά προσδιορισμένη και τεκμηριωμένη (όπως μας έδειξαν και τα χρόνια του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και η αύξηση της κατανάλωσης των προϊόντων διατροφής στην ΕΣΣΔ, που προπορευότανε σε πολλούς δείκτες ακόμα και από τις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες), χωρίς να παραβλέπουμε ότι η δυσκολότατη διαδικασία συνεταιριστικοποίησης, σαν αποτέλεσμα της απαραίτητης βιασύνης, δεν μπορούσε να μη συνοδευτεί από λάθη και ατοπήματα. Μπορούμε να σημειώσουμε ότι η πρόοδος στην αγροτική οικονομία που ακολούθησε, στην οποία ώθηση έδωσε η σοσιαλιστικοποίηση, θα μπορούσε να ήταν ακόμα ψηλότερα εάν δεν υπήρχαν οι τεράστιες απώλειες του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου και ακόμα και το ότι τα μέσα για την ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας δεν παραδίνονταν εξ ολοκλήρου. Στην ΕΣΣΔ, παρά τη τεράστια βοήθεια στην αγροτική παραγωγή, υπήρχαν σημαντικά λιγότερα τρακτέρ και κομπάιν ανά εκτάριο αγροτικού νοικοκυριού, λιγότερα λιπάσματα από ό,τι στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες.
Η γνώση της οικονομίας, των μηχανισμών λειτουργίας της, οι ιδιαιτερότητές της στην ΕΣΣΔ, καθώς και οι προτεραιότητες της σοσιαλιστικής πολιτικής επέτρεψαν στον Ι. Στάλιν να παίρνει τεκμηριωμένες θέσεις, ακόμα ίσως και για στενά, ειδικά ζητήματα. Ο γηραιός Λαϊκός Επίτροπος Οικονομικών Α. Γκ. Ζβεριόβ θυμόταν αργότερα ένα τέτιο επεισόδιο. Γινόταν λόγος για τη λεγόμενη «πιστωτική μεταρρύθμιση», σχέδιο της οποίας παρουσίασε στο Συμβούλιο Λαϊκών Επιτρόπων η Κρατική Τράπεζα (πρόεδρος ήταν εκείνο το καιρό ο Ν. Α. Μπουλγκάνιν). Σύμφωνα με αυτό προτεινόταν, εν μέρει, να εισαχθεί το βραχυπρόθεσμο εμπορικό δάνειο και οι συναλλαγματικές. Οι τέτιου είδους πράξεις των επιχειρήσεων ήταν αναγκασμένες να προσπερνούν το Λαϊκό Επιτροπάτο των Οικονομικών, το οποίο μέσω του προϋπολογισμού διενεργούσε τον έλεγχο της διαδικασίας για τη γενική -σε κρατικό επίπεδο- συσσώρευση αποθεμάτων και στη συνέχεια για τη σκόπιμη κατανομή τους. Στην προτεινόμενη «μεταρρύθμιση», για την τεκμηρίωση της οποίας προσκλήθηκαν ειδικοί επιστήμονες από την πιστωτικο-οικονομική επιστήμη και η οποία είχε τη στήριξη μερικών μελών του Πολιτικού Γραφείου, ορθωνόταν η αυτοτέλεια των οικονομικών πράξεων στην κυκλοφορία και στη περίπτωση που δεν επαρκούσαν τα μέσα κυκλοφορίας θα έπρεπε να «βαρύνεται» ο προϋπολογισμός παραπάνω από το σχέδιο. Στην συνεδρίαση του γραφείου του Συμβουλίου των Λαϊκών Επιτρόπων στις αρχές του 1941 την πλειοψηφία των ειδικών ερωτήσεων τις έκανε ο Στάλιν και στη συνέχεια τοποθετήθηκε και με γνώση του ζητήματος έδειξε ότι η «πιστωτική μεταρρύθμιση» δε θα εξυπηρετήσει την ενίσχυση της οικονομίας του σοσιαλισμού και ότι μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στην εμφάνιση χρηματιστηρίων. Η συγκεντροποίηση θα αδυνάτιζε με την εμφάνιση του χάους των συναλλαγματικών. Στο σύνολό της η «μεταρρύθμιση» δεν πραγματοποιήθηκε αν και μεμονωμένες προτάσεις της Κρατικής Τράπεζας (ειδικά για την τραπεζική πίστωση) έγιναν αποδεκτές.
Με ξεκάθαρες μαρξιστικές θέσεις προσέγγιζε ο Στάλιν και τις τοποθετήσεις στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης. Και γι’ αυτό οι εκτιμήσεις είναι συχνά πιστότερες από ό,τι των ειδικών-πρακτικιστών, οι οποίοι φαίνεται ότι μόνο ανάγνωση έκαναν την οικονομία. Θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι την ίδια χρονική περίοδο ο Στάλιν εργαζόταν στο πραγματικά υπάρχον επιστημονικό-κατηγορικό επίπεδο.
Ετσι είναι φυσικό, ότι στο έργο του 1938 ο Στάλιν δίνει προσοχή στο πρόβλημα της ιδιοκτησίας. Επισημαίνουμε ότι το ζήτημα της βάσης των σχέσεων παραγωγής είναι λίγο περιορισμένο, όπως και σε άλλους σοβιετικούς συγγραφείς. Εξετάζεται μόνο η «ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής». Κατ’ αυτό τον τρόπο εμφανίστηκε σαν νομική «παρέκκλιση» στην κατανόηση της βάσης του καθεστώτος των σχέσεων. Τότε -και πολύ αργότερα- σαν βάση, σαν βασική σχέση της σοσιαλιστικής οικονομίας ήταν αποδεκτή η παλλαϊκή (στην πράξη-κρατική) ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Αυτό τότε ήταν μια παράδοση[2] που την αποδέχτηκε και ο Στάλιν. Αξίζει να δώσουμε προσοχή σε αυτό το σημείο, με την έννοια ότι το συγκεκριμένο μεθοδολογικό «αμάρτημα» δεν είναι κάτι που προέρχεται από το Στάλιν, αλλά ήταν κοινά αποδεκτή θέση, η οποία διατηρείται και μέχρι σήμερα. Ο Στάλιν βρισκόταν στο περιβάλλον της γενικής αντίληψης της εποχής του.
Μεταξύ των άλλων, ακόμη και ο Κ. Μαρξ στην κριτική του Προυντόν (υπενθυμίζουμε τον αφορισμό του Προυντόν: «Η ιδιοκτησία είναι κλοπή») υπεδείκνυε τη μη «κατανόηση της βασικής σχέσης, η οποία συνενώνει όλες τις μορφές της αστικής παραγωγής». Η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής είναι η βασικότατη ποιότητα του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, όμως παρ’ όλα αυτά, σαν ιδιαίτερη βάση του καπιταλισμού ο Μαρξ έβλεπε τη σχέση «κεφάλαιο-μισθωτή εργασία». Σε άλλες περιπτώσεις οι θεμελιωτές του επιστημονικού κομμουνισμού έγραφαν για το ρόλο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας: «Η σχέση μεταξύ κεφαλαίου-μισθωτής εργασίας είναι ο άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται το κοινωνικό μας σύστημα». Υπάρχουν και πολλές άλλες υποδείξεις των κλασικών[3] εκ των οποίων συνάγεται ότι, τουλάχιστον 1) η ιδιοκτησία δε ανάγεται στην κατοχή μέσων παραγωγής, 2) πάντα υπάρχει μια μορφή ιδιοκτησίας που προσδιορίζει το δεδομένο σύστημα.
Από εδώ μπορούμε να βγάλουμε σημαντικά συμπεράσματα, συμπεριλαμβανομένου και του αβάσιμου «της περεστροϊκής διατύπωσης» -για «πολύμορφες μορφές ιδιοκτησίας»- που απέκρυπτε την παλινόρθωση του καπιταλισμού, την αντεπανάσταση. Ακόμα και στα τελευταία σοβιετικά εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας δεν ήταν εμφανές αυτό το ζήτημα. Πολύ περισσότερο δεν ήταν ξεκάθαρο στη συζήτηση του 1951, όταν στην αγροτική συνεταιριστική ιδιοκτησία δε διαφαινόταν η τάση συγχώνευσης με την παλλαϊκή, όπως αυτή εμφανίστηκε μετά από 20 χρόνια.
Αυτή η μεθοδολογική ανακρίβεια στην περίοδο της οικονομικής συζήτησης το Νοέμβρη του 1951 επέτρεψε να εμφανιστούν μερικές ασάφειες στη θέση για τις εμπορευματο-χρηματικές μορφές. Στο οικονομικό καθεστώς, στα ουσιαστικά χαρακτηριστικά του, σαν να μεταφερόταν η νομοθετικά κατοχυρωμένη από το Σύνταγμα θέση για τις δύο μορφές σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, της κρατικής και κολχόζνικης-συνεταιριστικής. Η διατύπωση αυτών των δύο μορφών δικαίου ήταν υπαρκτή, όπως και η διατύπωση κάθε άλλου δικαίου. Ομως, από οικονομικής πλευράς κάθε τρόπος παραγωγής έχει μία κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας, δηλαδή μορφή σύνδεσης των παραγόντων της παραγωγής. Για το σοσιαλισμό (κομμουνισμό) αυτό είναι η παλλαϊκή ιδιοκτησία στα βασικά μέσα παραγωγής, που έχει τη μορφή της κρατικής ιδιοκτησίας.
2.
Η σοβιετική οικονομική επιστήμη μετά την επανάσταση αναπτύχθηκε αρκετά δυναμικά, στηριζόμενη στις πηγές των προεπαναστατικών μαρξιστικών επεξεργασιών, αν και αντιμετώπιζε αρκετά άγνωστα καθαρά πρακτικά προβλήματα. Εγινε μεγάλος αριθμός πρακτικο-οικονομικών και υψηλών θεωρητικών συζητήσεων. Στις θεωρητικο-οικονομικές διαδικασίες συμμετείχαν όχι μόνο μαρξιστές αλλά και οικονομολόγοι-συνοδοιπόροι. Σε σημαντικό βαθμό κυκλοφορούσαν τα παλιά προεπαναστατικά εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας, οι εργασίες του αντιμαρξιστή σοσιαλιστή Μ. Τουγκάν-Μπαρανόφσκι, του μενσεβίκου Π. Μασλόφ, του αστού ειδικού Λ. Γιουρόφσκι και άλλων. Μεταξύ των πολλών συζητήσεων στα τέλη της δεκαετίας του ‘20 έγινε και η συζήτηση για το αντικείμενο της πολιτικής οικονομίας. Σε αυτή διατηρήθηκε η «παράδοση» του περιορισμού του αντικειμένου της πολιτικής οικονομίας στον καπιταλισμό. Για πολλά χρόνια τα νέα εγχειρίδια της πολιτικής οικονομίας είχαν παράρτημα με την ονομασία «θεωρία της σοβιετικής οικονομίας» (ή ξεχωριστά διδασκαλία οικονομικής πολιτικής).
Εγινε συζήτηση για την παραγωγική και μη παραγωγική εργασία. Μεγάλη θεωρητική και πρακτική σημασία είχε η συζήτηση για τους ρυθμιστές της σοβιετικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα η συζήτηση αυτή ήταν για τον οικονομικό μηχανισμό της σοσιαλιστικής οικονομίας (ή συντομότερα ακόμη για τη μεταβατική οικονομία) και ταυτόχρονα ήταν η πρώτη συζήτηση για τη χρησιμοποίηση των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών. Σύμφωνα με αυτή οι ρυθμιστές κατανοούνταν με διαφορετικό τρόπο, συμπεριλαμβανομένης και της θέσης για τους δύο ρυθμιστές με τη μορφή «σχέδιο και αγορά».
Σε αυτό το φόντο και με τον υπολογισμό της ανακήρυξης του τέλους της μεταβατικής περιόδου (οικοδόμηση του σοσιαλισμού κατά βάση) εμφανίστηκε η πρακτική και η ιδεολογική αναγκαιότητα για τη συστηματοποίηση των επεξεργασιών για την οικονομία του σοσιαλισμού, για την επεξεργασία της θεωρίας της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού.
Εννοείται, πως στην εξεταζόμενη περίοδο, στη βάση των θεωρητικών επεξεργασιών των ειδικών, που στέκονταν στην πλευρά της σοσιαλιστικής προόδου, βρισκόταν η θεωρία του μαρξισμού και που αναπτύχθηκε πρώτ’ απ’ όλους από το Β. Ι. Λένιν. Ομως ο ίδιος ο Μαρξ θεωρούσε χωρίς αντικείμενο να «περιγράψει» το μελλοντικό οικονομικό σύστημα, περιοριζόμενος στον ορισμό των βασικών αντικειμενικών χαρακτηριστικών της ιστορικής του προοδευτικότητας. Δεν «προέτρεξε» μακριά μπροστά και ο Β. Ι. Λένιν. Επίσης, η μεθοδολογία της μαρξιστικής θεωρίας μπορούσε υπό ορισμένες συνθήκες να προσεγγιστεί με διαφορετική σημασία. Στην πράξη υπήρχε επίσης η εμπειρία της μεταβατικής περιόδου στο σοσιαλισμό, που απαιτούσε θεωρητική περίσκεψη με συμπεράσματα για το μέλλον.
Στην ΚΕ του ΚΚΣΕ έφταναν ζητήματα και προτάσεις για την συστηματοποίηση των οικονομικών γνώσεων. Εφταναν από τα κάτω και εν μέρει από τους διδάσκοντες (από εδώ και το ζήτημα «για το εγχειρίδιο»). Πραγματικά, η διασπορά απόψεων και προσεγγίσεων στον τομέα των οικονομικο-θεωρητικών γνώσεων ήταν όχι απλά μεγάλη, αλλά ακουμπούσε και τέτια θεμελιακά σημεία όπως η ύπαρξη νομοτελειών στην ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Τέτοιες ήταν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις στην επεξεργασία των θεωρητικών προβλημάτων, που κατά το δεύτερο ήμισυ της δεκαετίας του ’30 πήραν τη μορφή του ζητήματος για τη δημιουργία εγχειριδίου (Βλ. Απόφαση της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) «Για την ανασυγκρότηση της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας» του 1936).
Είναι ολοφάνερο ότι αρχικά το καθήκον δε φαινόταν και τόσο δύσκολο. Φαινόταν πως μέσα σε δύο μήνες θα μπορούσαν να δημιουργηθούν δύο εγχειρίδια: ένα εκλαϊκευμένο υπό την καθοδήγηση του Α. Α. Λεόντιεφ (σύμφωνα με κάποια δεδομένα το έγραψε μόνος του) και ένα από τους επαγγελματίες υπό την καθοδήγηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ. Μετά επήλθε επαναπροσδιορισμός του ζητήματος και στα 1938 προσκόμισαν στο Στάλιν την εκδοχή (στη συνέχεια συνήθως τις ονόμαζαν «μακέτες») του εγχειριδίου με την ονομασία «Πολιτική Οικονομία. Σύντομη διδασκαλία», υπό τη σύνταξη των Λ. Λεόντιεφ και Α. Στέτσκι.
Η εκδοχή του εγχειριδίου που έφθασε στα χέρια του Στάλιν το 1938 (και μου φαίνεται και σε άλλους που γνωρίστηκαν με το κείμενο) δεν του άρεσε και πάρθηκε η απόφαση να συνεχιστεί η επεξεργασία της μακέτας υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ. Τον Απρίλη του 1940 ήταν έτοιμη νέα εκδοχή της μακέτας, η οποία απεστάλει σε μερικούς επιστήμονες οικονομολόγους (μέρος των οποίων αργότερα μπήκαν στη κολλεκτίβα των συγγραφέων: Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ, Α. Ι. Πασκόφ, Γκ. Ι. Κοσιατσένκο). Ο Στάλιν σε κάποια σημεία διόρθωνε ο ίδιος, κάνοντας συμπληρώσεις. Το Δεκέμβρη του 1940 εμφανίστηκε η διορθωμένη εκδοχή (σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Α. Ι. Πασκόφ, συζητήθηκε η μακέτα που την έκανε μόνος του ο Λ. Λεόντιεφ), η οποία έγινε αντικείμενο συζήτησης κατά τη συνάντηση με το Στάλιν (συμμετείχαν οι Β. Μ. Μολότοφ και Ν. Α. Βοζνεσένσκι) με την κολλεκτίβα των συγγραφέων και μια σειρά άλλους προσκεκλημένους ειδικούς. Ολόκληρη η μακέτα κατακρίθηκε[4].
Οπως βλέπουμε, η εργασία γινόταν συλλογικά με την προσωπική συμμετοχή του Στάλιν. Ο πόλεμος, βεβαίως, διέκοψε αυτή την εργασία. Ομως το 1943 στο περιοδικό «Υπό τη σημαία του μαρξισμού» (Νο 7-8, 1943) εμφανίστηκε το άρθρο της σύνταξης «Μερικά ζητήματα της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας», όπου ήταν ολοφάνερος ο υπολογισμός των παρατηρήσεων του Στάλιν, που έγιναν το 1941 (τη συγγραφή του άρθρου ο Λ. Λεόντιεφ την κατέγραφε στον εαυτό του, αν και μετά τη συζήτηση στο γραφείο του Στάλιν φαίνεται ότι δεν ήταν ήδη στην κολλεκτίβα των συγγραφέων[5], της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ). Οι υποδείξεις και παρατηρήσεις του Στάλιν στη συζήτηση, στην πραγματικότητα αποτελούσαν ήδη άμεση συμμετοχή του στη θεωρητική εργασία των οικονομικών προβλημάτων. Πριν από αυτό δε συμμετείχε άμεσα στις διάφορες οικονομικές συζητήσεις που δημοσιεύτηκαν στον τύπο στις δεκαετίες του ’20 και του ’30. Μετά από αυτή τη συζήτηση, μαζί με όλες τις άλλες διευκρινίσεις, η ερμηνεία των εμπορευματικο-χρηματικών μορφών στο σοσιαλισμό απέκτησε νέα μορφή. «Ως το 1941 εμείς, οι σοβιετικοί οικονομολόγοι, όπως είναι γνωστό, με επιμονή επιβεβαιώναμε ότι το εμπόρευμά μας δεν είναι εμπόρευμα, τα χρήματά μας δεν είναι χρήματα και ότι ο νόμος της αξίας στο σοσιαλισμό δε λειτουργεί. Μας διόρθωσαν», έτσι χαρακτηρίζει το αποτέλεσμα αυτής της συνάντησης ο Α. Ι. Πασκόφ στο βιβλίο του «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού»[6].
Κατά τη γνώμη μου, ο κυριότερος νεωτερισμός του άρθρου της σύνταξης του περιοδικού «Υπό τη σημαία του μαρξισμού», που υπενθυμίσαμε παραπάνω, ήταν η αναγνώριση ότι ο νόμος της αξίας λειτουργεί στο σοσιαλισμό, όμως σαν «μεταμορφωμένος νόμος», σαν «νόμος σε μεταμορφωμένη μορφή». Στην πραγματικότητα ο μεταμορφωμένος αυτός νόμος της αξίας ερμηνευόταν από υπολογιστική άποψη (υπολογισμός των εξόδων, των δαπανών) και όχι βεβαίως ως ρυθμιστής της παραγωγής. Πολύ περισσότερο η αναγνώριση του νόμου της αξίας ως υπαρκτού (αναγνώριση με την παραπομπή ότι τυχόν άρνησή του «βρίσκεται σε ολοφάνερη αντίθεση με τις πολυάριθμες (!) υποδείξεις των κλασικών» και με παραπομπές για τη συμβολή στη θεωρία που έγινε από τον Ι. Στάλιν, ο οποίος έδωσε το ότι «δεν μπορούσε να προβλεφτεί όχι μόνο από το Μαρξ αλλά ακόμη και από το Λένιν»), κρίνοντας από το κείμενο του άρθρου, ακόμη δε σήμαινε αναγνώριση της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό (σε κάθε περίπτωση, γι’ αυτό δεν ειπώθηκε τίποτε). Μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι αυτό το ζήτημα για το συγγραφέα (τους συγγραφείς) αυτού του άρθρου δεν ήταν ξεκάθαρο.
Σε ποιο βαθμό η θέση για τη λειτουργία του μεταμορφωμένου νόμου της αξίας στο σοσιαλισμό άλλαζε τις παλιότερες αντιλήψεις σε αυτό το ζήτημα; Μπορούμε να πούμε ότι αυτές οι αλλαγές περιεκτικά (όχι ως προς την ορολογία) ήταν πολύ λίγο ουσιαστικές (αν και η εισαγωγή της λέξης «νόμος» επιβεβαίωνε την αντικειμενικότητα των αντίστοιχων μορφών). Αυτό μπορούμε να το δούμε για παράδειγμα στον Ν. Α. Βοζνεσένσκι: «Ο περισσότερο στοιχειώδης νόμος των δαπανών παραγωγής και της κατανομής των προϊόντων είναι ο μεταμορφωμένος στη σοβιετική οικονομία νόμος της αξίας ... ο νόμος αυτός σημαίνει την αναγκαιότητα να εισαχθεί ο χρηματικός και όχι απλά ο φυσικός υπολογισμός και η σχεδιασμένη δαπάνη παραγωγής, δηλαδή τα έξοδα της κοινωνικής εργασίας στην παραγωγή του κοινωνικού προϊόντος»[7].
Μετά τον πόλεμο ο Στάλιν και πάλι παρότρυνε την εργασία πάνω στο εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας. Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, το 1946 υπό την καθοδήγηση του Λ. Λεόντιεφ έγινε νέα επεξεργασία του και η ΚΕ του Κόμματος απέστειλε το κείμενο για γνώμη σε περισσότερους από 40 οικονομολόγους. Ομως δεν επιτεύχθηκε συμφωνία και το 1947 στην ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) δημιουργήθηκε πλατιά επιτροπή, όχι μόνο από οικονομολόγους. Σε αυτή συμμετείχαν και φιλόσοφοι, και ιστορικοί. Σαν αποτέλεσμα, σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, εμφανίστηκαν δύο εκδοχές του εγχειριδίου (σύμφωνα με μαρτυρίες του Μ. Ντζιμπούτι, η εκδοχή του 1950 ήταν μια), όμως ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου είδε δύο-τρεις ανώνυμες μακέτες εκείνου του καιρού, φτιαγμένες τυπογραφικά. Φαίνεται ότι ήταν ενδιάμεσες εκδοχές.
Το Φεβρουάριο του 1950 έγινε συνεδρίαση των συγγραφέων στο γραφείο του Στάλιν. Αποτέλεσμα αυτής της συνεδρίασης ήταν να δημιουργηθεί επιτροπή, στη σύνθεση της οποίας ήταν οι Γ. Μ. Μάλενκοφ, Λ. Α. Λεόντιεφ, Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ και Π. Φ. Γιουντίν. Αργότερα η επιτροπή διευρύνθηκε.
Σύμφωνα με τον Λ. Οπένκιν, η κατάσταση συζητήθηκε και πάλι με τους συγγραφείς στο γραφείο του Στάλιν τον Απρίλιο του 1950. Ο Στάλιν έκανε την παρατήρηση: «Είναι κακό ότι στην επιτροπή δεν υπάρχει αντιπαράθεση ούτε λογομαχία για θεωρητικά ζητήματα». Και ανακοίνωσε ότι με το που θα είναι έτοιμο το εγχειρίδιο «θα το θέσουμε στην κρίση της κοινής γνώμης». Μιλώντας διαφορετικά, ο Στάλιν προσέγγιζε την εργασία για το εγχειρίδιο με μεγάλη υπευθυνότητα και βεβαίως δεν έτεινε να πάρει όλη την ευθύνη.
Τον Ιούλιο του 1951 το κείμενο του εγχειριδίου ήταν έτοιμο και το απέστειλαν σε περίπου 250 επιστήμονες, καθηγητές, κομματικούς και οικονομικούς εργαζόμενους με συνοδευτική επιστολή με το ακόλουθο περιεχόμενο:
«Κατόπιν ανάθεσης της ΚΕ του ΠΚΚ (μπ), ομάδα σοβιετικών οικονομολόγων (σ.σ. Λάπτεφ Ι. Ντ., Λεόντιεφ Λ. Α., Οστροβιτιάνοφ Κ. Β., Πάσκοφ, Α. Ι., Σεπίλοφ Ι. Ντ., Γιουντίν Π. Φ.) προετοίμασε το εγχειρίδιο της πολιτικής οικονομίας (σχέδιο).
Η ΚΕ δίνει μεγάλη σημασία στη δημιουργία ολοκληρωμένης διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας. Τέτια μαθήματα είναι ουσιαστικά αναγκαία για να βελτιωθεί η υπόθεση της μαρξιστικο-λενινιστικής διαπαιδαγώγησης της σοβιετικής διανόησης και να βοηθηθούν τα στελέχη μας επιτυχώς να λύνουν τα πρακτικά καθήκοντα...
Εχοντας υπόψη ότι το προετοιμασμένο κείμενο χρειάζεται σοβαρές βελτιώσεις, η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) θεωρεί απαραίτητο να πραγματοποιήσει με το παρουσιαζόμενο εγχειρίδιο ελεύθερη συζήτηση... Αποστέλοντάς σας αντίγραφο της μακέτας του εγχειριδίου η ΚΕ του ΠΚΚ (μπ) σας προσκαλεί να λάβετε μέρος στη συζήτηση που θα πραγματοποιηθεί στη Μόσχα...».
Η συζήτηση ξεκίνησε στις 10 Νοέμβρη 1951 στο κτίριο της ΚΕ του Κόμματος (στο πανώ που υπήρχε στην αίθουσα ήταν γραμμένο: «Η επιστήμη δεν μπορεί να αναπτυχθεί και να προχωρήσει χωρίς πάλη των απόψεων, χωρίς ελευθερία της κριτικής»). Η συζήτηση διήρκεσε με διαλείμματα ως τις 8 Δεκέμβρη. Εγιναν 21 συνεδριάσεις σε Ολομέλεια, επίσης γίνονταν συνεδριάσεις σε τρία τμήματα. Στις συνεδριάσεις παρευρίσκονταν ως 240 άτομα και μίλησαν συνολικά 119 άτομα. Προήδρευσαν της συζήτησης ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ (μίλησε εισηγητικά καλώντας σε ελεύθερη συζήτηση και συγκεκριμένες προτάσεις στο σχέδιο-κειμένου του εγχειριδίου) και ο Μ. Α. Σουσλώφ. Τα υλικά της συζήτησης απετέλεσαν 38 τόμους τα οποία δυστυχώς δε δημοσιεύτηκαν (εκτός από την ομιλία στη συζήτηση του Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ που δημοσιεύτηκε στη «Συλλογή έργων» του), αν και αυτό το ζήτημα το έθεσε ο συγγραφέας του παρόντος πολλές φορές στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Μεταξύ των άλλων, αυτά τα υλικά περιέχουν πολλά διδακτικά.
Η συζήτηση ήταν πραγματικά ανοικτή και οξεία, ακόμα και όταν γινόταν αναφορά στο Στάλιν ή όταν εμφανίστηκαν και αιχμές για ανεπαρκείς συνθήκες ελεύθερης ανταλλαγής απόψεων, όμως ο Γκ. Μ. Μάλενκοφ δεν αντιδρούσε σε αυτό. Από πλευράς περιεχομένου στη συζήτηση μπήκαν πληθώρα θεωρητικών, μεθοδολογικών και πρακτικών ζητημάτων. Τα βασικότερα από αυτά φωτίζονται επαρκώς στην «Παγκόσμια ιστορία οικονομικής σκέψης» (τ. 6).
Με την ολοκλήρωση της συζήτησης το Φλεβάρη του 1952, ο Στάλιν έγραψε την εργασία «Παρατηρήσεις στα οικονομικά ζητήματα, που σχετίζονται με τη συζήτηση του Νοέμβρη του 1951». Αρχικά ο Στάλιν δε σκόπευε να τη δημοσιεύσει, αλλά μάλλον να την απευθύνει στην κολεκτίβα των συγγραφέων και έχοντας υπόψη τις προετοιμαζόμενες -είναι ολοφάνερο, με εντολή του- μετά τη συζήτηση «Πληροφορίες για τα ζητήματα διαμάχης» και τις «Προτάσεις για τη βελτίωση της Πολιτικής Οικονομίας». Πιθανόν, αυτές οι «Παρατηρήσεις» να εξυπηρέτησαν την προετοιμασία της συνάντησης με τους συμμετέχοντες στη συζήτηση το Φλεβάρη του 1952. Το γεγονός της συνεδρίασης της 15ης Φλεβάρη 1952 επιβεβαιώνεται στην προαναφερθείσα «Παγκόσμια ιστορία της οικονομικής σκέψης». Γι’ αυτή τη συνάντηση έγραψε ο Ντ. Βαλαβόι στο βιβλίο «Η οικονομία σε ανθρώπινη διάσταση» (1988), αναφέροντας μια σειρά από απαντήσεις του Στάλιν στα ζητήματα που τέθηκαν. Στο Στάλιν προσωπικά απεστάλησαν επιστολές με κριτική στη μακέτα του εγχειριδίου ή με την παράκληση να ξεκαθαρίσει κάποια ζητήματα. Σαν αποτέλεσμα, από ό,τι φαίνεται, ο Στάλιν άλλαξε την αρχική του σκέψη και το Νοέμβρη του 1952 οι «Παρατηρήσεις» μαζί με τις απαντήσεις του Στάλιν δημοσιεύτηκαν με τον κοινό τίτλο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
3.
Τέτια ήταν, σε συντομία, η προσωπική συμβολή του Στάλιν στην επεξεργασία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού. Σαν αποτέλεσμα, το 1954 εκδόθηκε υπό την αιγίδα του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το εγχειρίδιο της Πολιτικής Οικονομίας, που διαδραμάτισε μεγάλο ρόλο στην οικονομική μόρφωση όχι μόνο στην ΕΣΣΔ, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες. Η ίδια η συζήτηση και η εργασία του Στάλιν όρθωσαν μεγάλο κύκλο θεωρητικών προβλημάτων, τα οποία δε βρήκαν όλα τη λύση τους, όμως σηματοδότησαν τα «σημεία που πονούσε» η θεωρία και η πρακτική.
Βεβαίως, το ίδιο το εγχειρίδιο είναι ένα εγχειρίδιο, είναι το ελάχιστο των απαραίτητων μαρτυριών το οποίο πρέπει να συμπληρωθεί, να «γεμίσει», να εμβαθυνθεί με τη δημιουργική αυτοτελή εργασία αυτών οι οποίοι επιθυμούν να ασχοληθούν με τα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας. Αυτή η υπόθεση στα εκπαιδευτικά μας ιδρύματα δεν τέθηκε στην πράξη με τον καλύτερο πάντα τρόπο. Αν και θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι την ικανότητα για θεωρητική σκέψη δεν τη διαθέτει ο καθένας, ακόμα -και αυτό δεν είναι παράδοξο- και εργαζόμενοι στο χώρο της επιστήμης.
Επίσης, εννοείται ότι το εγχειρίδιο, που δημιουργήθηκε με την ενεργητική συμμετοχή του Στάλιν, έκφραζε το επίπεδο της θεωρητικής σκέψης της οικονομίας του σοσιαλισμού το οποίο υπήρχε στη («θυελλώδικη») δεκαετία του ’40. Και οι όποιες σημερινές απαιτήσεις μας προς αυτό θα πρέπει να γίνονται με υπολογισμό εκείνων των καιρών και εκείνης της εμπειρίας της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Στη μετασταλινική περίοδο, μετά την ομιλία του Χρουτσιόφ στο τέλος του 20ού Συνεδρίου και ιδιαίτερα με την υπόσκαψη του σοσιαλισμού από τη γκορμπατσοφική περεστρόικα η σημασία της εργασίας που έγινε τότε εκχυδαΐστηκε και διασύρθηκε. Ο ίδιος ο Στάλιν ζωγραφίστηκε με τα μελανότερα χρώματα του «τυράννου» από τους εχθρούς του σοσιαλισμού. Ο αποστάτης στρατηγός Ντ. Βολκογκόνοφ είχε το θράσος να δηλώσει στην εφημερίδα «Τρούντ» της 19ης Ιουλίου του 1988: «Ο Στάλιν δεν ήξερε πολιτική οικονομία, αν και έγραψε τα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» (μάλιστα η εργασία δεν έγινε από αυτόν)». Το θρασύ, κατά παραγγελία ψεύδος του Βολκογκόνοφ δε χρειάζεται να το ανασκευάσουμε. Σε τέτια αναποδογυρίσματα δεν είναι ο μοναδικός. Βρέθηκαν και πολλοί άλλοι που στόχευσαν να αμαυρώσουν το νεκρό γίγαντα, να αλλοιώσουν την αλήθεια γι’ αυτόν και τους ηρωικούς καιρούς, για το σοσιαλισμό σαν ιστορικό ρήγμα στο μέλλον. Η προσαγόρευση με το προσωνύμιο «δικτάτωρ» εμφανίζει την ιδεολογική φτήνια και ξεσκεπάζεται εν μέρει και από το γεγονός της ενεργούς συμμετοχής του Στάλιν στη θεωρητική επεξεργασία των ζητημάτων της πολιτικής οικονομίας (όπως και πολλών άλλων) και από την ελεύθερη, δημιουργική ατμόσφαιρα της οικονομικής συζήτησης που οργανώθηκε με εντολή του. Και -αντιθέτως- από ό,τι φάνηκε, δεν ήταν ακίνδυνο για την ανάπτυξη της οικονομίας και όλης της οικοδόμησης του σοσιαλισμού το ότι μεταξύ όλων των επόμενων καθοδηγητών του Κόμματος δε βρέθηκε άνθρωπος με ικανότητα στη θεωρία, στην πολιτική οικονομία ιδιαίτερα.
Αξίζει ιδιαίτερα να τονίσουμε, ότι ο Ι. Στάλιν, στην πράξη υπερασπίστηκε στις νέες συνθήκες τις λενινιστικές θέσεις για την αναγκαιότητα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού σαν επιστήμη, μια που συνεχίζουν να υπάρχουν απόψεις που ανασύρουν τον ισχυρισμό του Μπουχάριν για το «θάνατο» αυτής της επιστήμης, λόγω της «διαφάνειας» των οικονομικών σχέσεων στο σοσιαλισμό και του κυρίαρχου ρόλου της οικονομικής πολιτικής. Μέχρι τη δημιουργία της διδασκαλίας της πολιτικής οικονομίας χρησιμοποιήθηκε η διδασκαλία της «θεωρίας της σοβιετικής οικονομίας» ή της «οικονομικής πολιτικής». Είναι ολοφάνερο ότι λαμβάνοντας υπόψη τη θέση του Στάλιν, ο Κ. Β. Οστροβιτιάνοφ μπόρεσε να δηλώσει στη συνεδρίαση του Επιστημονικού Συμβουλίου του Ινστιτούτου Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ το 1944: «Δεν μπορούμε να ταυτίσουμε την πολιτική οικονομία με την οικονομική πολιτική και γενικά με την ιδεολογία». Η ίδια η αναγνώριση της επιστήμης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού προώθησε την πρακτική αναγκαιότητα για την ανάπτυξη της λογικής των οικονομικών κατηγοριών του σοσιαλισμού, ανεξάρτητα από το κατά πόσο έγινε κατορθωτό να διαχωριστεί η επιστημονική ανάλυση από την τρέχουσα οικονομική πολιτική. Κατ’ αυτό τον τρόπο, η θεωρητική πολιτική οικονομία σαν επιστήμη έλαβε το στάτους της αντικειμενικότητας, της πρωταρχικής βάσης της οικονομικής πολιτικής, της πυξίδας, αν και -όπως έλεγε ο Λένιν- το να λύσεις το ίδιο και το αυτό ζήτημα θεωρητικά και πρακτικά είναι διαφορετικά πράγματα. Το πρόβλημα της ανάπτυξης της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού διατηρεί τη σημασία του και σήμερα, στους «αισχρούς καιρούς», όταν η πολιτική οικονομία σαν είδος φιλοσοφίας των οικονομικών αντιλήψεων έχει καταστραφεί και ιδιαίτερα για τον ορθό προσανατολισμό στη επίλυση των προβλημάτων της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, μετά την αναπόφευκτη χρεοκοπία των αντεπανάστασης.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι οικονομικοί νόμοι είναι νόμοι που εκφράζουν τις γενικές τάσεις κίνησης των οικονομικών σχέσεων. Ομως σε οποιοδήποτε τέτιο νόμο, όπως και στην ίδια τη σχέση, η υπαρκτή σχέση αιτίου-αποτελέσματος, το οποίο εκφράζει ο νόμος, ενυπάρχουν αντιφάσεις που δεν του επιτρέπουν να ερμηνευτούν οι απαιτήσεις του τυπικά και ωφελιμιστικά. Με τον οικονομικό νόμο, σαν νόμο για την κοινωνική ζωή, σχετίζεται και η σκέψη του Μαρξ για τις «κατηγορίες»: «Οι οικονομικές κατηγορίες αντιπροσωπεύουν μόνο θεωρητικές εκφράσεις, αφαιρέσεις των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής»[8]. Εκτός από αυτό, ο νόμος σαν τέτιος εμφανίζεται στην πραγματική ζωή όχι με «γυμνή μορφή», αλλά με τη εικόνα των διαφόρων οικονομικών μορφών. Γι’ αυτό είναι αδύνατο να «υπολογιστεί» ο οικονομικός νόμος σε κάποια μεγέθη. Οι οικονομικοί νόμοι «δεν έχουν άλλη πραγματικότητα, εκτός από το πώς θα προσεγγιστούν, σε τάση, κατά μέσον, όχι όμως στην άμεση πραγματικότητα. Αυτό συμβαίνει εν μέρει γιατί η δράση τους διασταυρώνεται ταυτοχρόνως με τη δράση και άλλων νόμων, εν μέρει και σαν αποτέλεσμα της φύσης τους σαν έννοιες»[9]. Είναι άλλη υπόθεση όταν γίνεται λόγος για συγκεκριμένες μορφές εμφάνισης των νομοτελειών, για παράδειγμα, για τις αξιακές μορφές της κίνησης του συνολικού προϊόντος και των μερών του. Εδώ είναι δυνατό να βρεθεί ποσοτική εξάρτηση. Η γνώση του νόμου δίνει γνώση της γενικής κατεύθυνσης (ανάγκες) της ανάπτυξης αλλά, φυσικά, η πρακτική δραστηριότητα απαιτεί κατανόηση της «διασταύρωσης» των νόμων και υπολογισμό όλης της ακρίβειας της στιγμής (δεν ξεχνάμε ότι υπάρχει ολόκληρο σύστημα οικονομικών επιστημών, για τις οποίες η πολιτική οικονομία αποτελεί μεθοδολογική βάση).
Ο Στάλιν βεβαίως και είχε «Δική του ματιά στο σοσιαλισμό», όμως η «Δική του ματιά» δεν είναι οπωσδήποτε και θεωρητικά συστηματοποιημένη αντίληψη. Και σύμφωνα με αυτό, είναι ολοφάνερο ότι δεν ήταν οριστικά πεισμένος για όλες τις θέσεις και γι’ αυτό δεν περιοριζόταν στις συμβουλές των «κορυφαίων», των «πλησιεστέρων» οικονομολόγων και αποφάσισε να κάνει πλατιά συζήτηση για να γνωρίσει όλο το φάσμα των απόψεων. Εννοείται ότι θα έπρεπε να προσδιοριστεί σε όλη την ποικιλομορφία των απόψεων και ο Στάλιν μπορούσε να το κάνει αυτό επαγγελματικά. Αντίθετα, η επόμενη κομματική καθοδήγηση για τους οικονομικούς νεωτερισμούς συνήθως καλούσε τον «πλησιέστερο κύκλο» και σαν αποτέλεσμα εμφανιζόταν κάτι που έφερνε κακό, κάτι σαν την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965.
4.
Αξίζει ξεχωριστής επισταμένης προσοχής ένα από τα πλέον συζητημένα θέματα εκείνης της περιόδου (αλλά και της σημερινής), μια και η θέση του Στάλιν σε αυτό, ως τα σήμερα ερμηνεύεται με διαφορετικούς τρόπους, αντιφατικά. Είναι το θέμα «σοσιαλισμός και εμπορευματική παραγωγή».
Η πρωταρχική δυσκολία του προβλήματος βρισκόταν στο ότι οι θεμελιωτές του επιστημονικού σοσιαλισμού επιβεβαίωναν ότι ο σοσιαλισμός καταστρέφει την εμπορευματική παραγωγή. Η σοσιαλιστική παραγωγή είναι η πρώτη φάση της άμεσης κοινωνικής παραγωγής, η οποία σύμφωνα με τους Μαρξ-Ενγκελς-Λένιν, οδηγεί στην απονέκρωση της εμπορευματικής παραγωγής. Κατ’ αυτό το μαρξιστικο-λενινιστικό συμπέρασμα στηριζόταν σε συστημική ανάλυση, με αφετηρία τις ριζικές αλλαγές στις σχέσεις ιδιοκτησίας. Ακόμα και ο Μαρξ και ο Λένιν, αναλύοντας την εξεταζόμενη καπιταλιστική παραγωγή, έβγαλαν το συμπέρασμα ότι ήδη στον καπιταλισμό η εμπορευματική παραγωγή καταστρέφεται στο βαθμό ανάπτυξης της κοινωνικοποίησης[10]. Και ξαφνικά (!) σαν τάχα -στην πρακτική- κάτι δεν ήταν έτσι.
Εάν κατανοήσουμε τη διαδικασία πρωτόγονα δογματικά φαίνεται ότι τάχα, αφού υπάρχει σοσιαλισμός, δεν υπάρχουν χρήματα, εμπόριο, πίστη κλπ. Στη μεταβατική περίοδο με την ποικιλομορφία των μορφών ιδιοκτησίας, με την τεράστια μάζα των ιδιωτικών αγροτικών νοικοκυριών η απόκλιση μεταξύ θεωρίας και πραγματικότητας ακόμα κάπως «απαλυνόταν». Ομως, πώς θα είναι περαιτέρω, όταν μετά από τα μέσα της δεκαετίας του ’30 ήταν δυνατό να καθορισθεί η δημιουργία των βάσεων του σοσιαλιστικού καθεστώτος; Η κατάσταση της θεωρητικής «ανησυχίας» θα έπρεπε σε αυτό το σημείο να ενισχυθεί.
Ιστορικά θα ήταν πολύ ενδιαφέρον να αναλυθεί όλη η θεωρητική βιβλιογραφία εκείνης της περιόδου γι’ αυτό το πρόβλημα (αυτή η ανάλυση έγινε από εμάς τις δεκαετίες ’60 - ’70) όμως, περιοριζόμενοι στα πλαίσια του παρόντος άρθρου, σημειώνουμε μόνο την ουσία του «αιωρούμενου» προβλήματος και το άλυτό του στην εξεταζόμενη περίοδο. Τι υπάρχει και τι θα γίνει στην άμεση προοπτική με τον οικονομικό μηχανισμό (και γίνεται λόγος ακριβώς γι’ αυτό) του σοσιαλισμού; Τέτιο ήταν το ζήτημα σε συνθήκες που τα χρήματα και οι χρηματικοί λογαριασμοί διατηρούνταν. Αλλιώς, μήπως αυτό σημαίνει την ύπαρξη εμπορευματικής παραγωγής; Σημαίνει άραγε τη διατήρηση της εμπορικής σχέσης «παραγωγής-κατανάλωσης», που εμφανίστηκε στους προηγούμενους αιώνες;
Οπως είδαμε και παραπάνω η πρωταρχική λύση ακόμη δεν είχε φτάσει ως την αναγνώριση της «εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό. Στη διάρκεια της προετοιμασίας του εγχειριδίου αυτό μετατράπηκε στη μορφή αναγνώρισης του «νόμου της αξίας σε μεταμορφωμένη μορφή». Στη συνέχεια βλέπουμε ολοφάνερη αναζήτηση άλλης θεωρητικής λύσης. Το αποτέλεσμα της συζήτησης και της δημοσίευσης της εργασίας του Στάλιν ήταν η απόρριψη της θέσης για το «μετασχηματισμό» του νόμου της αξίας (αν και θα λέγαμε ότι η τροποποίηση του νόμου γενικά είναι ιστορικά γνωστό φαινόμενο) και καθιερώθηκε η θέση για την ύπαρξη στο σοσιαλισμό «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους». Ως προς το περιεχόμενό της η εξειδίκευση αυτής της εμπορευματικής παραγωγής δεν ήταν και τόσο σαφής έστω για το λόγο ότι η ενέργεια του νόμου της αξίας αναγνωριζόταν «περιορισμένη» και δε διατηρούσε τη λειτουργία του ρυθμιστή των αναλογιών.
Κρίνοντας την εργασία του Στάλιν δεν μπορούμε να πούμε ότι γίνεται λόγος για εμπορευματική παραγωγή σαν τέτια. Μάλλον, ο όρος «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους», που αναφερόταν μόνο στα «αντικείμενα προσωπικής κατανάλωσης» (στην εργασία σαν «εμπορεύματα» αναγνωρίζονται αρχικά τα προϊόντα της διατομεακής ανταλλαγής του κρατικού και του κολχόζνικου τομέα και στη συνέχεια διακηρύχτηκε ότι η εμπορευματική παραγωγή περιορίζεται μόνο στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης), σήμαινε κάτι ανάλογο με εκείνο που ο Μαρξ στα «Οικονομικά Χειρόγραφα» του 1857-1858 ταξινομούσε σαν «απλή εμπορευματική κυκλοφορία». Μιλούσε μάλιστα για τον «τυπικό χαρακτήρα» της απλής κυκλοφορίας, όταν η ύπαρξη της κυκλοφορίας είναι «καθαρά φαινομενική»»[11]. Σ’ εμάς, όμως, σε αυτή την περίπτωση ο όρος εμπορευματική παραγωγή σε σχέση με το σοσιαλισμό «εισήχθη», έλαβε το «δικαίωμα πόρευσης», αλλά όμως στην πραγματικότητα στο κείμενο της εργασίας του Ι. Β. Στάλιν λόγος γίνεται -στην καλύτερη περίπτωση- μόνο για την εμπορευματική κυκλοφορία.
Την αιτία της διατήρησης της «εμπορευματικής παραγωγής ιδιαιτέρου είδους» εδώ την έβλεπαν στην ανεπάρκεια της κοινωνικοποίησης και ακριβώς στην ύπαρξη των δύο τομέων οικονομίας (αν και η διατήρηση των φεουδαρχικών νοικοκυριών στα πλαίσια των αναπτυσσομένων καπιταλιστικών κοινωνιών θα λέγαμε ότι ποτέ δεν προκαλούσε αλλαγή του χαρακτηρισμού του ίδιου του καπιταλισμού) - γι’ αυτό τα μέσα παραγωγής εξετάζονται σαν μη εμπορεύματα! Πολύ περισσότερο, που η επεξήγηση από το Στάλιν των κατηγοριών «εμπόρευμα», «χρήμα» κλπ. στο σοσιαλισμό, περιείχε άμεση υπόδειξη ότι από τις «παλαιές» εμπορευματικές κατηγορίες στο σοσιαλισμό διατηρήθηκε «κατά κύριο τρόπο» η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα. Με άλλα λόγια, εδώ στην πραγματικότητα, με τον όρο «εμπορευματική παραγωγή ιδιαιτέρου είδους» κατανοείτο κάποιο άλλο φαινόμενο, φαινόμενο με άλλο περιεχόμενο το οποίο μόνο ονομαζόταν με τον παλιό όρο. Ιδιαίτερα, η παραπομπή στο ότι ο Β. Ι. Λένιν ανακήρυξε την αναγκαιότητα για ολόπλευρη ανάπτυξη της εμπορικής κυκλοφορίας ήταν αβάσιμη, εάν λάβουμε υπόψη ότι ο Β. Ι. Λένιν αρκετά επακριβώς διαχώριζε την εμπορευματική παραγωγή από τις άλλες εμπορευματο-χρηματικές μορφές, ιδιαίτερα από την εμπορευματική κυκλοφορία.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο στη θεωρία για το συγκεκριμένο ζήτημα διατηρήθηκε λογική διττότητα και ίσως γι’ αυτό μετά το Στάλιν στα κομματικά ντοκουμέντα χρησιμοποιείτο όχι ο όρος «εμπορευματική παραγωγή», αλλά ο περισσότερο απροσδιόριστος «εμπορευματο-χρηματικές σχέσεις».
Η θεωρητική ανακρίβεια εκείνων των χρόνων (και αργότερα!) σε σημαντικό βαθμό καθοριζόταν από τις γενικές, ελλιπείς επεξεργασίες στην πολιτική οικονομία, στα μεθοδολογικά της εργαλεία. Αυτό ιδιαίτερα αφορούσε την ερμηνεία της ιδιοκτησίας σαν βάση του κοινωνικο-οικονομικού συστήματος. Σαν αποτέλεσμα -εμείς εδώ δεν εξετάζουμε το πρόβλημα της ιδιοκτησίας αναλυτικότερα[12]- οι σχέσεις ιδιοκτησίας στην πράξη έλαβαν την εξήγηση μόνο σαν δικαίωμα ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Από εδώ πηγάζει και η μη κατανόηση της κυρίαρχης μορφής ιδιοκτησίας ανεξάρτητα από την πολυμορφία των νομικών μορφών. Ο νόμος της αξίας είναι νόμος της εμπορευματικής παραγωγής και η ίδια η εμπορευματική παραγωγή - είναι ο μηχανισμός συνένωσης της παραγωγής και της κατανάλωσης στις συνθήκες της ατομικής ιδιοκτησίας και του αναπτυγμένου κοινωνικού καταμερισμού εργασίας. Μεθοδολογικά δεν υπήρχε διαφορά μεταξύ της εμπορευματικής παραγωγής και της εμπορευματο-χρηματικής κυκλοφορίας, αν και η τελευταία εμφανίστηκε ιστορικά νωρίτερα από την πρώτη. Δεν υπήρχε και ακριβής κατανόηση των αντιθέσεων της οικονομικής αυτοτέλειας των επιχειρήσεων. Ολες αυτές οι «αδυναμίες» διατηρήθηκαν μέχρι και τη δεκαετία του ’80, για μεγάλο διάστημα μετά το θάνατο του Στάλιν και είναι αδύνατο να «επιρριφθούν» στο Στάλιν.
Γίνονται αντιληπτές ως αναξιόπιστες και οι σημερινές ερμηνείες των απόψεων του Στάλιν από μερικούς ερμηνευτές του από τις γραμμές των κομμουνιστών. Ετσι, ο Β. Τρουσκόφ στην εφημερίδα της ΜΕ του ΚΚΡΟ «Πράβδα της Μόσχας» (Νο 145,1999) επιβεβαιώνει, ότι «ο Ι. Στάλιν το 1952 σημείωνε τον εμπορευματικό χαρακτήρα των οικονομικών σχέσεων». «Ο χαρακτήρας των οικονομικών σχέσεων», αυτή είναι η σοβαρή «απειλή» και είναι χρήσιμη σε αυτό το κείμενο για να επιχειρηματολογήσει τη νέα εκτίμησή του, ότι το ένδοξο σοσιαλιστικό παρελθόν ήταν «μη σοσιαλισμός». Αλλά ο Ι. Στάλιν δεν ανακήρυξε κανέναν «μη σοσιαλισμό» και βέβαια από το κείμενο της εργασίας του Στάλιν θέση για εμπορευματικό χαρακτήρα των παραγωγικών σχέσεων του σοσιαλισμού δεν προκύπτει. Είναι αρκετό να θυμηθούμε ότι σύμφωνα με το Στάλιν, η «σφαίρα δράσης» της εμπορευματικής παραγωγής στο σοσιαλισμό «είναι περιορισμένη στα αντικείμενα της προσωπικής κατανάλωσης», «τα μέσα παραγωγής στο καθεστώς μας είναι αδύνατο να τα εντάξουμε στην κατηγορία του εμπορεύματος». Πολύ περισσότερο που ο Στάλιν έγραφε ότι «από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρήθηκε σε μας, κατά κύριο τρόπο, η μορφή, το εξωτερικό περίβλημα»! Ετσι ο Στάλιν ήταν πολύ πιο κοντά στην αλήθεια, από ό,τι πολλοί θεωρητικοί της εποχής του, αλλά και μετά από αυτόν, συμπεριλαμβανομένων και των ακαδημαϊκών.
Εδώ μιλάμε όχι για τη λογική των κατηγοριών της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού η οποία υπήρχε τότε, αλλά μόνο για τις θέσεις του Στάλιν. Γίνεται λόγος μόνο για το ότι η «διατήρηση των μορφών, του εξωτερικού περιβλήματος» στο Στάλιν δεν μπορεί να προσάπτεται στο αξίωμα του χαρακτήρα της παραγωγής. Ο Στάλιν κάτι τέτιο δε «σημείωνε». Ομως στον Β. Τρουσκόφ αυτό αποτελεί θέση: για κάποιο λόγο του φαίνεται ότι στην ΕΣΣΔ υπήρχε κάποιο «ενιαίο εργοστάσιο επιστρατευμένου τύπου», στο οποίο ξεχωριστά εργοστάσια «αλληλοενεργούν σύμφωνα με τους νόμους των εμπορευματικών σχέσεων». Κάτι τέτιο προσπαθούσαν να κάνουν με την οικονομική μεταρρύθμιση του 1965, όμως εξ ολοκλήρου και στην πράξη η αποτελεσματικότητα της σοσιαλιστικής οικονομίας οριζόταν από το ό,τι, ως προς το χαρακτήρα της, δεν ήταν εμπορευματική. Στη μεταρρύθμιση του 1965 εννοείται πως δεν έφταιγε ο Στάλιν, όπως και για τον εισαχθέντα προσανατολισμό των εργοστασίων στο κέρδος και -πολύ περισσότερο- σε αυτό που οδήγησε μετά από 20 χρόνια. Μπορούμε υποθετικά να λυπηθούμε για το ότι η λογική της «μορφής, του εξωτερικού περιβλήματος» δεν είχε αναπτυχθεί τότε από το Στάλιν (και τους άλλους θεωρητικούς), όπως δεν είχε, για παράδειγμα, αποκαλυφθεί η θέση του Λένιν για την αντιφατικότητα της ιδιοσυντήρησης. Ομως αυτό δεν έγινε ούτε και 40 χρόνια μετά το Στάλιν, και ποιον να κατηγορήσουμε εδώ; Βεβαίως αυτούς που συνέταξαν τη μεταρρύθμιση...
Σε κάθε περίπτωση, στη σύντομη εργασία του Στάλιν υπάρχει υπεύθυνη κατανόηση της πρωταρχικής σημασίας της λαϊκο-οικονομικής αποτελεσματικότητας σε σύγκριση με το τοπικο-ιδιοσυντηρησιακό. Ο Β. Τρουσκόφ εδώ ολοφάνερα οπισθοδρομεί, ακόμα και με τη χρησιμοποίηση αστικής ετικέτας για τον πραγματικό σοσιαλισμό σαν «επιστρατευμένη οικονομία». Αυτό είναι ήδη «αλά» Γκαϊντάρ. Μεταξύ των άλλων, ακριβώς αυτός ο προσανατολισμός στην κοινωνικο-οικονομική («λαϊκο-οικονομική») αποτελεσματικότητα, με διάλυση του μηχανισμού της εμπορευματικής παραγωγής, εξασφάλισε όλες τις ιστορικές επιτυχίες της σοβιετικής οικονομίας, όσο και αν την καταρρακώνουν σήμερα.
Η ανακρίβεια των διατυπώσεων στο συγκεκριμένο πρόβλημα δεν προερχόταν μόνο εξ «αιτίας» του Στάλιν. Οι οικονομολόγοι που έντονα αντιπαρατέθηκαν στην πορεία της συζήτησης δεν μπόρεσαν να προτείνουν θεωρητικό ρήγμα, ενώ οι ίδιοι, 30 χρόνια μετά το Στάλιν, επέδειξαν κάτι το σχεδόν ανόητο, ακόμα και στην ερμηνεία των απόψεων του Μαρξ. Για παράδειγμα ο παραπάνω αναφερθείς Λ. Λεόντιεφ το 1968, στις σελίδες του περιοδικού «Ζητήματα ιστορίας του ΚΚΣΕ» (Νο 1, 1968) έδοσε με μιας δύο αντιτιθέμενες θέσεις: 1) «Οι θεμελιωτές του μαρξισμού θεωρούσαν την εμπορευματική παραγωγή και το νόμο της αξίας, ιδιάζοντες στην καπιταλιστική παραγωγή, ιστορικά πεπερασμένο φαινόμενο, που με την εξάλειψη του καπιταλισμού θα εξαφανιστεί» και 2) ο Μαρξ «εξετάζει την εξέλιξη της εμπορευματικής παραγωγής σε διάφορα στάδια της κοινωνικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένου και του σοσιαλισμού»! Και τέτιο μπέρδεμα, ακόμη και στην κατανόηση του Μάρξ, δόθηκε μέσα από τις σελίδες του περιοδικού του Ινστιτούτου Μαρξισμού-Λενινισμού της ΚΕ! Είναι ολοφάνερο γιατί το περιοδικό, φοβούμενο το κύμα των αντιδράσεων, την ίδια χρονιά έκλεισε τη συζήτηση γενικά! Εδώ παρεμπιπτόντως να θυμηθούμε, ότι στις επόμενες δεκαετίες στις κορυφές του Κόμματος, όπως φαίνεται, δεν υπήρχε άνθρωπος ικανός ή κάποιος που να επιθυμεί να ασχοληθεί με τα βασικότερα ζητήματα της οικονομικής θεωρίας.
Δυστυχώς σήμερα συναντάμε αναπάντεχα την κριτική στον Ι. Στάλιν από «δεξιά», από την πλευρά του ΚΚΡΟ. Ετσι, στις θέσεις του Ι. Στάλιν για τις εμπορευματικο-χρηματικές σχέσεις στράφηκαν οι Β. Μπουντάριν και Γ. Φόκιν στη μπροσούρα «Διδάγματα του παρελθόντος και ανίχνευση του παρόντος» (1998). Τους άρεσε για κάποιο λόγο ότι ο Στάλιν «αναγνώρισε» ότι «στη σοβιετική κοινωνία ιδιάζουν η εμπορευματική παραγωγή και ο νόμος της αξίας» (σελ. 22). Ομως οι συγγραφείς θεωρούν ότι εδώ «τον μεγαλύτερο θεωρητικό του μαρξισμού», παρ’ όλα αυτά, «τον ξεγέλασαν τόσο η επιστημονική διορατικότητα, όσο και ο υγιής πρακτικισμός». Στη συνέχεια θα πούμε για τη «διορατικότητα», αλλά ο «πρακτικισμός» του Στάλιν ήταν αρκετά ανεπτυγμένος αν και, σε διαχωρισμό από τους επικριτές του, όχι με την έννοια της περιοριστικής καθημερινότητας της απλής εμφάνισης των πραγμάτων. Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει ότι ο Στάλιν χρησιμοποιώντας τον όρο «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό», παρ’ όλα αυτά αναγνώριζε ότι το προϊόν στο εσωτερικό του κρατικού τομέα είναι «εμπόρευμα όχι στην ουσία, αλλά στη μορφή» και έγραψε για την «υπολογιστική» σημασία των χρηματικών κατηγοριών, οι οποίες είναι απαραίτητες «για τον υπολογισμό, για τους λογαριασμούς, για τον προσδιορισμό της εισοδηματικότητας ή της ελλειμματικότητας των εργοστασίων, για τον έλεγχό τους». Στο Β. Μπουντάριν δεν αρέσει η παρατήρηση του Στάλιν: «Ομως αυτή είναι η τυπική πλευρά της υπόθεσης». Μεταξύ των άλλων, η θέση του Ι. Στάλιν καθορίστηκε από την κατανόηση της ουσίας της πρακτικής και -δυστυχώς- για πολύ καιρό μετά το Στάλιν δεν είχε μεθοδολογική τεκμηρίωση. Ο γενικευμένος λογαριασμός των δαπανών ανά μονάδα του προϊόντος παρέμενε αναγκαίος και έλαβε την παλιά συνήθη μορφή των χρημάτων, όμως σε οποιεσδήποτε ποσότητές τους αυτό δε δημιουργούσε αγοραία προνόμια. Το φαινόμενο βέβαια ήταν άλλο: Σαν τάχα το κάθε εργοστάσιο από μόνο του εξορύσσει το μετάλλευμα, το κάρβουνο, λιώνει το ατσάλι, φτιάχνει τρακτέρ... Και ολόγυρα συνήθης αγορά-πώληση. Ομως, κατ’ ουσίαν, στον κατασκευαστή τρακτέρ από τα πριν του είχε δοθεί η ποσότητα των τρακτέρ και με τον ίδιο τρόπο και όλα τα μεγέθη της αλυσίδας, ως το τρακτέρ. Εάν στην αλυσίδα υπήρχε αδύνατος κρίκος, τότε του έδιναν τα μέσα («χρήματα») για διεύρυνση, ανεξάρτητα από τις προσωπικές του δυνατότητες. Πίσω από το φαινόμενο της εμπορευματικής κίνησης βρισκόταν η φυσική κίνηση.
Ο Β. Μπουντάριν (μεταξύ των άλλων, δεν είναι ο πρώτος) εγείρει αξιώσεις σε δύο θέσεις του Στάλιν: 1) «Στον τομέα της οικονομικής κυκλοφορίας μέσα στη χώρα τα μέσα παραγωγής χάνουν την ιδιότητα του εμπορεύματος, παύουν να είναι εμπορεύματα και βγαίνουν από τα όρια της σφαίρας δράσης του νόμου της αξίας, διατηρώντας μονάχα το εξωτερικό περίβλημα των εμπορευμάτων». Αυτό φέρνει σε αμηχανία το Μπουντάριν. 2) Οι ονομαζόμενες παλιές (εμπορευματικές) κατηγορίες αλλάζουν έτσι, ώστε «το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα, αλλά αλλάζει τη φύση του σύμφωνα με το καινούργιο, διατηρώντας μόνο την μορφή του και το καινούργιο δεν καταργεί απλώς το παλιό, αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζει τη φύση του, τις λειτουργίες του, χωρίς να καταστρέφει τη μορφή του, αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούργιου». Στο Μπουντάριν ούτε και αυτό αρέσει. Ομως, στο έργο του Στάλιν στην πραγματικότητα υπάρχει ευφυέστατη διορατικότητα στην κατανόηση της διαλεκτικής εξέλιξης, η οποία ήταν μόνο σκοτεινιασμένη με λόγια για «εμπορευματική παραγωγή στο σοσιαλισμό» (κάτι που φαίνεται ότι ήταν δύσκολο να αποφευχθεί με την τότε απομόνωση των κολχόζ). Η σύγχυση του Μπουτάριν βαθαίνει από το γεγονός της θεώρησης του ότι και η κρατική επιχείρηση είναι «οικονομικά απομονωμένη» (Από ποιον; Από το κράτος; Από το λαό;). Συγχέει τη «σχετική αυτοτέλεια» των κρίκων της ενιαίας οικονομίας με την «απομόνωση» που χαρακτηρίζει τις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Η κυκλοφορία των μέσων της κρατικής επιχείρησης δεν ήταν απομονωμένη από το γενικό οικονομικό επίπεδο. Για παράδειγμα τα μέσα για τους μισθούς ή τις πιστώσεις ή τους τεχνολογικούς νεωτερισμούς η επιχείρηση τα λάμβανε ανεξάρτητα από την τρέχουσα κατάσταση των λογαριασμών της.
Από μεθοδολογική άποψη, το δυστύχημα για τον προαναφερθέντα συγγραφέα και τους ομοίους του, βρίσκεται στο ότι δε διαχωρίζουν τις οικονομικές μορφές υλοποίησης του περιεχομένου της δοσμένης παραγωγής (για παράδειγμα, ο προγραμματισμός σαν μορφή εξασφάλισης της αναλογικότητας) από τις μορφές του δοσμένου περιεχομένου, από τις δανεικές, μεταμορφωμένες μορφές. Ενας τέτιος διαχωρισμός αυτών των μορφών περιγράφεται με σαφήνεια από το Μαρξ. Ο Μαρξ γράφει επίσης για «ανορθολογικές μορφές» και σημειώνει ότι «η έρευνα του μυστικού» αυτών των μορφών είναι «ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα της πολιτικής οικονομίας»[13].
Με άλλα λόγια είναι αναγκαίο να κατανοηθεί η διαλεκτική της ύπαρξης των διαφόρων μορφών στο οικονομικό σύστημα και αυτό το μεθοδολογικό σημείο είναι βασικό για την εξασφάλιση αξιοπιστίας της επιστημονικής γνώσης. Το πρόβλημα των μετασχηματισμένων (και ανορθολογικών) μορφών είχε τεθεί (παλιότερα στη σοβιετική βιβλιογραφία ήταν μόνο υποθέσεις) στη δική μας βιβλιογραφία μόνο στη δεκαετία του ’80[14].
Το πρόβλημα αυτών των μορφών, όπως βλέπουμε, τέθηκε στην πολιτική οικονομία αρκετά αργά, αν και στη φιλοσοφία κάπως νωρίτερα διατυπώθηκε το ότι η έννοια της «μετασχηματισμένης μορφής» εισήχθηκε στη φιλοσοφική ορολογία από τον Κ. Μαρξ (Φιλοσοφική Εγκυκλοπαίδεια, τ. 5). Ομως εδώ δε γινόταν λόγος για τις εμπορευματικο-χρηματικές μορφές στο σοσιαλισμό. Το ζήτημα «να αναγεννήσουμε, να νικήσουμε, να υποτάξουμε» τις παλιές μορφές, το έθεσε ο Β. Ι. Λένιν[15] μόνο σε γενικό πλάνο. Πώς και τι πρέπει να κάνουμε ήταν ζήτημα για επόμενες επεξεργασίες.
Από καθαρά πρακτική άποψη, η διάλυση της εμπορευματικής οικονομίας εξασφάλιζε την εξοικονομικότητα της σοσιαλιστικής οικονομικής διαχείρισης σαν ενιαίου λαϊκο-οικονομικού μηχανισμού[16], αν και οι ανορθολογικές μορφές γεννούσαν αντιθέσεις, οι οποίες δεν μπορούσαν να λυθούν στο έδαφος του σοσιαλισμού. Αυτό το ζήτημα αρκετά ολοκληρωμένα διατυπώθηκε στην εργασία του Μ. Β. Ποπόφ «Η σχεδιοποιημένη επίλυση των αντιθέσεων της ανάπτυξης του σοσιαλισμού» (1986). Και αντιθέτως, η αναγέννηση της εμπορευματικής παραγωγής με τον ιδιάζοντα σε αυτή μηχανισμό της αγοράς, μέσα σε 2-3 χρόνια οδήγησε τη χώρα σε κρίση (επίσημα το 1990) και στη συνέχεια στη διάλυση του σοβιετικού κράτους, σε πρωτοφανή πτώση της παραγωγής και του βιοτικού επιπέδου. Οι αποστάτες τύπου Γκορμπατσόφ ούτε κατανοούσαν καν το σύγχρονο μηχανισμό στις παλιές καπιταλιστικές χώρες και με την υποβολή ξένων συμβούλων βιαστικά εμφύτευσαν τον εμπορευματικό μηχανισμό της εποχής του Ανταμ Σμιθ. Η κρίση της πτώσης έγινε συνεχής, τράβηξε μαζί της λες με σχοινί και την επιστημονική σφαίρα, τη σφαίρα του πολιτισμού, της ψυχαγωγίας, της μόρφωσης. Τις βάσεις των κοινωνικο-οικονομικών γνώσεων με ορμητικότητα τις κατάπιε η ασέβεια, οι σοσιαλοσοφιστίες, ο κομπογιαννιτισμός, η μυθολογία των παλιών θρησκευτικών πίστεων, η εξύμνηση του ατομισμού σαν ηθική επιλογή της εμπορευματικής παραγωγής και της επιθετικότητας της αγοράς.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο, η τοποθέτηση του Στάλιν στα πλαίσια του προβλήματος της «εμπορευματικής παραγωγής», που δεν ήταν κατανοητή από τον Μπουντάριν (και από πολλούς σοβιετικούς οικονομολόγους πριν από αυτόν!), περιείχε ασυνήθιστη προοπτική για την κατανόηση της σοσιαλιστικής πραγματικότητας, αν και στη διάθεση του Στάλιν δεν υπήρχαν πολλές από τις εργασίες του Μαρξ που εκδόθηκαν αργότερα. Δυστυχώς, στη σοβιετική οικονομική θεωρία κυριάρχησε στη συνέχεια η δογματική-αναθεωρητική γραμμή, η οποία μετέτρεψε σε φετίχ - τον όρο «εμπορευματική παραγωγή» - σε πρακτική στρατηγικής αναγέννησης αυτής της παραγωγής. Και η συζήτηση των «εμπορευματιστών» και «μη εμπορευματιστών» που διήρκεσε πάνω από 30 χρόνια μετά το θάνατο του Στάλιν, οδήγησε -το λιγότερο- στη νίκη κατ’ αρχάς της τυπολατρείας και στη συνέχεια της αναθεώρησης που καταπόντισε τη χώρα. Εμπορευματική παραγωγή πλέον δεν υπήρχε, διατηρήθηκαν μόνο οι μεταμορφωμένες μορφές (κάτι σαν απομιμήσεις), όμως η θεωρία τράβηξε την πρακτική προς τα πίσω, την ωθούσε πέρα από τις ανάγκες.
Η απαραίτητη εργασία για μια διερμήνευση σε βάθος των χρηματικών μορφών σαν «μεταμορφωμένες ή ανορθολογικές» (δηλαδή μη σχετιζόμενες με το νόμο της αξίας) δεν ακούμπησε σχεδόν καθόλου την επίσημη πολιτική οικονομία, ακόμα και 40 χρόνια μετά το Στάλιν. Και εδώ βεβαίως δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε το Στάλιν, ο οποίος είχε μια βασική διόραση, η οποία και αγνοήθηκε από τη μεταγενέστερη επιστήμη. Σε αυτό βεβαίως φταίνε και οι κορυφαίοι παράγοντες της οικονομικής επιστήμης και οι μεταγενέστεροι καθοδηγητές του Κόμματος, οι οποίοι μη έχοντας το επίπεδο του Στάλιν (συμπεριλαμβανομένου και του θεωρητικού) επέτρεψαν να νικήσουν οι αντιλήψεις του «σοσιαλισμού με αγορά» (αγορά-μηχανισμός της εμπορευματικής παραγωγής), επέτρεψαν την ήττα του σοσιαλισμού.
Σταδιακά, σε όλες τις εποχές του επιστημονικο-οικονομικού δυναμικού συναθροίστηκαν άνθρωποι με αντισοσιαλιστικό προσανατολισμό, με αγοραίο προσανατολισμό. Αυτό έγινε ήδη στις αρχές της δεκαετίας του ’80 και στο Τμήμα Οικονομικών της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ (εξαιρουμένου ίσως του ακαδημαϊκού Α. Μ. Ρουμιάντσεφ). Αργότερα, η πλειοψηφία από αυτούς αποκόπηκε τελείως από το μαρξισμό. Στο Κρατικό Πανεπιστήμιο της Μόσχας επικεφαλής έδρας και μάλιστα διευθυντής της Οικονομικής Σχολής έγινε ο αρκετά ευέλικτος επιχειρηματίας σε ζητήματα επιστήμης Γ. Χ. Ποπόφ, ο οποίος αργότερα αποδείχτηκε «σοσιαλδημοκράτης». Στο «Πλεχάνοφ» επικεφαλής έδρας ήταν ο Ρ. Ι. Χασμπουλάτοφ, «δημοκράτης», ο οποίος από έδρας τον Ιούλη του 1993 αναγνώρισε: «Εγώ πάντα ήμουν οπαδός των μεταρρυθμίσεων στην κατεύθυνση της κοινωνικής οικονομίας της αγοράς». Δηλαδή όχι στην κατεύθυνση του σοσιαλισμού. Είναι κατανοητό ότι η υπόθεση δεν αφορά απλά αυτά τα πρόσωπα, τους οποίους το λιγότερο που μπορούμε να τους χαρακτηρίσουμε είναι διπρόσωπους και υπονομευτές. Στο περιοδικό «Κομμουνίστ» μπορούσαν να δουλεύουν αντιδραστικοί αντικομμουνιστές, οι Ο. Λάτσις και Ε. Γκαϊντάρ. Ομως είναι λογικό το ερώτημα: Πού ήταν οι ιδεολόγοι του ΚΚΣΕ;
Η μετασταλινική περίοδος της οικονομικο-θεωρητικής κατάστασης αξίζει ιδιαίτερης ανάλυσης, όμως κλείνοντας μπορούμε να συμπληρώσουμε μόνο ότι ακριβώς ο μη εμπορευματικός χαρακτήρας της σοσιαλιστικής παραγωγής εξασφάλισε όλα τα πλεονεκτήματα του σοσιαλισμού, τη μεγαλύτερη (σε σύγκριση με τον καπιταλισμό) εξοικονόμηση πόρων στην παραγωγή, τη δυνατότητα η ΕΣΣΔ να γίνει μία από τις δύο υπερδυνάμεις, την αυξανόμενη ισχύ και επιρροή της στα τέλη της δεκαετίας του ’70, την οποία υπολόγιζαν τα παγκόσμια κέντρα του ιμπεριαλισμού. Η ιδεολογική επανάπαυση και η επιλογή πρακτόρων επιρροής με σάπιες αντιλήψεις περί αστικής δημοκρατίας και «σοσιαλισμού της αγοράς» έπαιξε θλιβερό ρόλο στο ότι ο σοσιαλισμός προσωρινώς, έχασε...
Παρ’ όλα αυτά, από τα αναφερθέντα προκύπτει η ανάγκη αναγέννησης των μαρξιστικο-λενινιστικών θεωρητικών ερευνών (συμπεριλαμβανομένων και συζητήσεων) στις οποίες -κατά την άποψή μας- δε δίνεται προς το παρόν η απαιτούμενη προσοχή στο σύγχρονο κομμουνιστικό κίνημα, γεγονός που αρνητικά εκφράζεται και στα κομματικά προγράμματα, και στην ετοιμότητα να τεθεί η γραμμή αναγέννησης της οικονομίας του σοσιαλισμού στο μέλλον, χωρίς να επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Το παρόν άρθρο αναδημοσιεύεται από το περιοδικό της Ενωσης Κομμουνιστών Ουκρανίας «Μαρξισμός και Σύγχρονη Εποχή», τεύχος 1/2000. Είναι ένα από τα τελευταία άρθρα του Αλμπερτ Μιχάιλοβιτς Εριόμιν, γνωστού σοβιετικού οικονομολόγου - μαρξιστή, που απεβίωσε στις 5 Μάρτη του 2000. Στην Ελλάδα έχει εκδοθεί από τη «Σύγχρονη Εποχή» το βιβλίο του «Η Διαδικασία παλινόρθωσης του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ», Αθήνα 1994.
[1] Βλέπε πιο αναλυτικά Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της καπιταλιστικοποίησης». 1977, κεφ. ΙΙ.1.
[2] Πιο αναλυτικά γι’ αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι. «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980.
[3] Πιο αναλυτικά γι’ αυτό βλέπε: Εριόμιν Α. Ι.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και της βασικής σχέσης της οικονομίας του σοσιαλισμού», Καζάν, 1980, σελ. 61-107. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ιδιοκτησία - βάση όλου του κοινωνικού καθεστώτος» (στο βιβλίο: Εναλλακτικά - επιλογή δρόμου, «Μισλ», 1990, σελ. 146-178. Εριόμιν Α. Ι.: «Η ανάπτυξη του συμπλέγματος σχέσεων των σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας», Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1984, σελ. 5-32).
[4] Ιστορικά σημεία αυτής της διαδικασίας εξετάστηκαν στη βιβλιογραφία. Βλ. εν μέρει:
«Παγκόσμια ιστορία των οικονομικών εννοιών», τ. 6, βιβλίο 1, Μόσχα, «Μισλ», 1997.
«Ιστορία της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού», Λένινγκραντ, Εκδόσεις: Κρατικό Πανεπιστήμιο Λένινγκραντ, 1983.
Ντζιμπούτι Μ. Τσ. «Επιστημονικό σύστημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού: προβλήματα μορφοποίησης», Τυφλίδα, 1989.
Οπένκιν Λ.: Στάλιν. «Τελευταία πρόγνωση του μέλλοντος», «Ζητήματα Ιστορίας του ΚΚΣΕ», 1991, Νο 7.
[5] Σε αυτό το ζήτημα υπάρχει διάσταση ανάμεσα στην «Παγκόσμια Ιστορία της οικονομικής σκέψης» (στον προαναφερθέντα τόμο, στη σελ. 16) και στο άρθρο του Λ. Οπένκιν. Σύμφωνα με την «Παγκόσμια Ιστορία ...», του Ιανουαρίου του 1946, δημιουργήθηκε κολλεκτίβα συγγραφέων (χωρίς τον Λεόντιεφ) υπό την καθοδήγηση του Οστροβιτιάνοφ. Σύμφωνα με τον Οπένκιν, ο Λεόντιεφ καθοδηγούσε την παραπέρα επεξεργασία και το 1946, ενώ στην κολλεκτίβα των συγγραφέων βρισκόταν και το 1947 (βλ. σελ. 116-117).
[6] Βλ. Πασκόφ Α. Ι: «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού», Μόσχα, «Ναούκα», 1970, σελ. 211.
[7] Βοζνεσένσκι Ν. «Η πολεμική οικονομία της ΕΣΣΔ στην περίοδο του Πατριωτικού πολέμου», ΓκΙΠΛ, σελ. 145-146, 175.
[8] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 139.
[9] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 39, σελ. 355.
[10] Βλέπε γι’ αυτό αναλυτικότερα στο βιβλίο: «Θεωρητικά προβλήματα της σχεδιασμένης οργάνωσης της κοινωνικής παραγωγής», υπό την εποπτεία του Α. Μ. Εριόμιν, Μόσχα, Ινστιτούτο Οικονομίας της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1973.
[11] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 46, τμήμα ΙΙ, σελ. 460-461.
[12] Βλέπε για παράδειγμα: Εριόμιν Α. Μ.: «Μεθοδολογία ορισμού της αφετηριακής και βασικής σχέσης στην οικονομία» - Καζάν, 1980. Εριόμιν Α. Μ.: «Η ιδιοκτησία - βάση της οικονομίας» στο βιβλίο: Εκλογή-επιλογή δρόμου - «Μισλ», 1990. Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού» - ΙΖΜ, Νο 2, 1997.
[13] Κ. Μαρξ - Φρ. Ενγκελς: «Εργα», 2η ρωσική έκδοση, τ. 48, σελ. 457-458.
[14] Βλ. άρθρο μας στη συλλογή «Πολιτικοοικονομικές πλευρές του ενιαίου λαϊκοοικονομικού συμπλέγματος» -Ινστιτούτο Οικονομίας Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ, 1982, το άρθρο του Β. Περβούσιν στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 2, 1982, το άρθρο μας στο περιοδικό «Οικονομικές Επιστήμες», Νο 3, 1985 και άλλα.
[15] Β. Ι. Λένιν: Απαντα, ρωσική έκδοση, τ. 44, σελ. 227.
[16] Βλ. γι’ αυτό: Εριόμιν Α.: «Στο λαβύρινθο της παλινόρθωσης του καπιταλισμού», 1997, κεφ. ΙΙ.2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου