6 Αυγ 2012

Ιλαρές «μορφές» της αλλοτινής Αθήνας


Ιλαρές «μορφές» της αλλοτινής Αθήνας
Ο 20ός αιώνας στο διάβα του δεν έσβησε μόνο τα ίχνη της όμορφης Αθήνας αλλά και τα ίχνη γραφικών ανθρώπινων τύπων, οι οποίοι με την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά και παρουσία τους αποτελούσαν μια ιδιαίτερη συνισταμένη της πόλης και του καθημερινού βίου
Ο περίφημος Δελαπατρίδης
Ο 20ός αιώνας στη «δύση» του αφήνει μιαν Αθήνα τερατωδώς διαφορετική από την Αθήνα της «αυγής» του. Στο διάβα του η ανθρώπινου μέτρου, με καταπράσινα βουνά, λόφους και χωράφια γύρω της, γραφική, γεμάτη αρχαία μνημεία και νεοκλασικά κτίρια Αθήνα των 200.000 κατοίκων, μεταβλήθηκε σε γιγάντια, τερατόμορφη, πυκνοδομημένη και στα βουνά, στριμωγμένη σε λιγοστά τετραγωνικά μέτρα τσιμεντούπολη 5.000.000 και πλέον κατοίκων. Ο 20ός αιώνας στο διάβα του δεν έσβησε μόνο τα ίχνη της όμορφης Αθήνας που ύμνησαν ποιητές και τραγουδοποιοί. Εσβησε και τα ίχνη γραφικών ανθρώπινων τύπων, οι οποίοι με την ιδιόρρυθμη συμπεριφορά και παρουσία τους αποτελούσαν μια ιδιαίτερη συνισταμένη της πόλης και του καθημερινού βίου των Αθηναίων. Μια ιλαροτραγική κοινωνιολογική και πολιτισμική «πινελιά» στην ανθρώπινη και περιβαλλοντική «τοιχογραφία» της Αθήνας.
Ο λόγος, λοιπόν, αφορά στους χαρακτηριστικότερους γραφικούς τύπους της παλιάς Αθήνας, αντλώντας τα στοιχεία από το καλαίσθητα εικονογραφημένο, κυριολεκτικά απολαυστικό, ψυχαγωγικό ως ανάγνωσμα, γνωσιολογικά χρησιμότατο βιβλίο του -χειρουργού κατ' επάγγελμα, αλλά παθιασμένου συλλέκτη, μελετητή και συγγραφέα πολιτιστικών πτυχών της παλιάς Αθήνας -Χαρίλαου Πατέρα «100 και... γραφικοί τύποι της παλιάς Αθήνας». Το βιβλίο αξίζει να διαβαστεί από τους παλιότερους για να θυμηθούν και τους νεότερους για να μάθουν κάτι από την αλλοτινή Αθήνα. Μύθους, αξίες, ήθος, ήθη, ιστορία και ζωή. Το βιβλίο κυκλοφόρησε από τις ομώνυμες εκδόσεις του αξιολογότατου, με πλούσια πάντα ύλη για την Αθήνα στον αιώνα μας, μηνιαίου περιοδικού «συλλογές» του Αργύρη Βουρνά (Σολωμού 29, Αθήνα, τηλ. 3840.187). Εδώ να σημειώσουμε ότι το 185ο τεύχος του περιοδικού (Ιανουάριος 2000), περιλαμβάνει πολλά θέματα γύρω από το βιβλίο του Χαρίλαου Πατέρα.
Η «ποιητική» των τύπων

Στο θέμα μας, λοιπόν. Οι ξεχωριστοί, γραφικοί τύποι «δεν ήταν μόνο οι τρελοί και κουρελήδες, αλλά και άνθρωποι του πνεύματος, της πολιτικής και της υψηλής τάξης, που το εξεζητημένο ντύσιμό τους, την παράξενη συμπεριφορά, το πάθος τους για την πολιτική - οι αιώνιοι σωτήρες - τους έκαναν να ξεχωρίζουν και να αποτελούν διακοσμητικά στοιχεία της πόλης», επισημαίνει προλογικά ο Χ. Πατέρας.
Οι χαριέστατοι» αυτοί τύποι περιφέρονταν στους δρόμους και σύχναζαν στα παλιά καφενεία, τα οποία είχαν μεταβληθεί σαν την «Αγορά των αρχαίων Αθηνών» και «προθάλαμοι των λαϊκών Κοινοβουλίων και στραταρχεία εν ανακωχή». Ο ιδιόρρυθμος βίος τους, «η πρωτοτυπία των σκέψεών των, αι ευφυολογίαι των, τα ανέκδοτά των, τους περιέβαλον με μεγάλην δημοτικότητα, τους κατέστησαν πασίγνωστους και αναπόσπαστα στοιχεία της κοινωνικής ζωής των Αθηνών. (...) Πολλών εκ των φυσιογνωμιών τούτων τα ονόματα εγένοντο προσωνυμίαι, και φράσεις των διατηρούνται εις τα στόματα των ανθρώπων ακόμη ως παροιμίαι, άλλων δε λαϊκωτέρων τύπων τα ονόματα αποδίδονται και σήμερον ακόμη ως ιδιαιτέρα διάκρισις ή χλευασμός», έγραφε το 1926 ο Θ. Βελλιανίτης στην Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια Δρανδάκη.
Επαίτες, επαγγελματίες, «επιστήμονες»
Μεταξύ των επαιτών ήταν και ο επονομαζόμενος «Σακκουλές», λόγω της σακούλας που κρέμαγε στον ώμο του. Ενας Αμοργιανός, ψωραλέος, τεμπέλης κι αναιδής που ζητούσε: «Ρε συ, δώσε μου μια δεκάρα!». Εγινε διάσημος και επέζησε χάρη στην αγανακτισμένη φράση του όταν δεν του έδιναν χρήματα: «Φτου! Διακόσιες χιλιάδες Αθηναίοι δεν μπορούν να θρέψουν ένα τεμπέλη;». Γέρος, στην παράγκα του στου Μακρυγιάννη, αγανακτούσε: «Είκοσι χρόνια με θρέφει η Αθήνα. Αλλά μ' άφησαν τώρα χωρίς γιατρό, χωρίς γιατρικά, χωρίς τίποτα, να πεθάνω». Αλλοι γνωστοί επαίτες ήταν ο «Μπουρδούσης», ο «Γιαγιάς», ο «Γαμβέτας», ο «Αναρχικός», ο «Αρθρούρος», ο «Γιάννης ο Ρε».
Μεταξύ των γραφικών «επαγγελματιών»- πλανόδιων πραματευτάδων ήταν: Ο Θόδωρος, λαθρέμπορος καφέ, ζάχαρης, πούρων, σπίρτων, τσιγάρων. Ο «Κρύος Μπούζι», από το Καράκιοϊ του Γαλατά στην Πόλη, με ανατολίτικη φορεσιά και φέσι, που με το σαμοβάρι του πουλούσε τα καλοκαίρια ένα παράξενο, ακαθόριστης γεύσης ζουμί, φωνάζοντας «Κρύο είναι, μπούζι! Γλυκό σαν το καρπούζι! Κρύο και παγωμένο απ' το βουνό φερμένο!». Η «κυρά Μαριγώ», με οργανέτο στο λαιμό της, που την αποκαλούσαν «Η όγδοη πληγή των αθηναϊκών δρόμων! Ο ίλιγγος των αυτιών και το φρενιάρισμα των νεύρων». Ο «Τσιν-τσων» που πουλούσε διάφορα μικροπράγματα. Ο Ανέστης «ο βιολιστής», του οποίου το βιολί είχε μόνο μια χορδή κι αυτή από σπάγκο!
Υπήρχαν και «επιστήμονες». Ο Δέρβος, ο «εφευρέτης» του «φάρμακου» κατά των κάλων, που δεν ήταν άλλο από το σάλιο! Ο πραγματικά μορφωμένος Σάββας, κουρέας κάποτε, που δήλωνε «μαθητής» του Αρχιμήδη και εφευρέτης του «αεικίνητου». Ο Λαζαρής, ο «μαθηματικός, αστρονόμος, λόγιος» και πολέμιος των δημοτικιστών, φωνακλάς, υβριστής, βωμολόχος και μανιώδης καπνιστής. Ο γιατρός στο επάγγελμα Ιωάννης Πύρλας, «σωτήρας» της ανθρωπότητας με τις παράδοξες ιατρικές και δοξασίες του. Ο ψάλτης Στυλιανός Κασιμάτης, που δήλωνε «δικαστής» και «εφευρέτης» του «Νοομέτρου»!
«Φιλόσοφοι», μεγαλομανείς, θρησκομανείς
Ιδιαίτερα γραφικοί ήταν οι «φιλόσοφοι» και οι μεγαλειομανείς. Ο Κλεάνθης ο «Αγαλματίδης», όπως μετέτρεψε το επώνυμό του, επειδή σπούδασε γλυπτική στο Παρίσι, κουρελής, αγαθός, καρτερικός κλωσάρ και ψευδός «ποιητής του σιδήρου», που απάγγελλε και ποιήματά του. Ο επιπλοποιός Μήλας, ο «περιπατητικός φιλόσοφος». Ο επιδιορθωτής καλλιτεχνικών αντικειμένων, μοναχικός, φιλόμουσος και θεατρόφιλοςΘανάσης, ο «αμίλητος φιλόσοφος», που σπάνια μιλούσε και τότε με μια μονοσύλλαβη λέξη, αλλά μετά το θάνατό του αιφνιδίασε τους πάντες με το ογκώδες ημερολόγιό του. Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης, υπαίθριος ρήτορας, «αρχηγός» του ανύπαρκτου «Α' Αναμορφωτικού Κόμματος των Κυανολεύκων», που στο «πρόγραμμά» του περιλάμβανε και ίδρυση Υπουργείου Ερωτος. Ο διορθωτής τυπογραφικών δοκιμίων, ρακένδυτος Ιορδάνης, ο επονομαζόμενος «Διογένης ο νεώτερος».
Υπήρχε και Βδελόπουλος, ο «ιεροκήρυκας», ένα οστεώδες και πολύ κοντό ανθρωπάκι, που κήρυττε το Ευαγγέλιο «όχι από άμβωνος - από καρέκλας και μόνον. Ενίοτε και από σκαμνίου». Ο Ιβος Σωκράτης, καθηγητής των γαλλικών, οπαδός και κήρυκας της φιλοσοφίας του Κομφούκιου. Ο ψευδός, ευγενικός Γιάννης, ο «θεός», που πουλούσε τσιγάρα ή μοίραζε φέιγ-βολάν και δήλωνε «πραγματικά είμαι αδελφός του Χριστού». Ο «Μασσώνος», ο αυτόκλητος ψάλτης σε κηδείες, που στη ρώσικη κάσκα του είχε βάλει δυο αστέρια, «τα αστέρια της Αποκαλύψεως», όπως έλεγε.
Την τρέλα του μεγαλείου είχαν ο κυρ- Γιάννης, ο «γενικός σπιτονοικοκύρης», ένας κατά φαντασίαν μεγαλοϊδιοκτήτης, που γύρναγε από μαγαζί σε μαγαζί για να εισπράξει τα «οφειλόμενα» ενοίκια του, απειλώντας «Θα σας κάμω όλους έξωση!». Ο Μάρκος Λουπέτης, ο «διεθνής σταθμάρχης», ο οποίος ήταν μόνο σταθμάρχης του σιδηροδρόμου στο Νέο Φάληρο, αλλά φορούσε πλάκα τα γαλόνια. Ο Μιχάλης, ο «αρχαίος», που περιφερόταν με χλαμύδα και σανδάλια και απάγγελλε «Από τον Παρθενώνα μας επήρα μια πνοή/ κι απ' όλα τα αγάλματα επήρα μια πτυχή». Ο Ανδρέας «Δε Κάστρο» ή «Δεκαστριάδης», που συστηνόταν «Κόμης» και αυτοαποκαλούνταν «δραματουργοϋποκριτοαοιδός» και «τραγικοκωμικοφανταστικός»συγγραφέας και του οποίου μερικά θεατρικά έργα ανέβηκαν στην Πόλη. Ο «Στρατηγός» Διπλαράκος, με πλάκα τα «παράσημα» και στραταρχική ράβδο εκφωνούσε πύρινους λόγους στην Ομόνοια και είχε και ανταγωνιστή. Τον αγνώστου ονόματος «Αρχιστράτηγο», που φορούσε γαλλική στολή και είχε στο χέρι γκλίτσα.
«Ποιητές» και ένας τράγος
Υπήρχαν και οι «ποιητές», που έσπερναν τη θυμηδία. «Κορυφαίος των ποιητών» ήταν ο Εξαρχόπουλος, διάσημος με τις καθαρευουσιανο-γαλλικές ασυναρτησίες του, όπως αυτή «Λελαλεύ ήτο άνδρας Μιλτιάδων, ήρως των Μυριάδων/ Ξιφίλ μαλέρ, ο πολύτιμος Αναπολέω δεν απέθανε σας λέω». Ο καλογεροδιδάσκαλος Θεόκριτος που δηλωνόταν «Γόνος ων Ανθούσης/ Θεόκριτος Μυριανθούσης». Ο«Σαμψάκος» ο «χάρτινος αναρχικός», ο «Λελέκος», ο Αχιλλεύς ο «Ατθίδας». Ο Νικολός ο «πανελλήνιος πρίγκιψ ποιητής» που έλεγε ποιητικά: «Από τότε που τρελάθηκα βρήκα χουζούρι/ και να γνωστικέψω δε με συμφέρει/ Η τρέλα πάει γούρι/ και η κοιλιά μου δεν υποφέρει./ Τζάμπα με ταξιδεύουνε/ και τζάμπα με ταΐζουνε/ κι ας με κοροϊδεύουνε/ και τρελό ας με νομίζουνε!».
Υπήρχαν και «γλωσσαμύντορες» - πολέμιοι των δημοτικιστών με «αρχηγό» τον Γ. Μιστριώτη, «εραστές», «αλβανολόγοι», «μάγκες», «παλικαράδες», «αθυρόστομοι», αλλά και γυναίκες που κάθε μια είχε τη λόξα και τη δόξα της... Ακόμα και ένας τράγος που περιφερόταν στο Σύνταγμα και τον ανακήρυξαν «επιλοχία»!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ