6 Αυγ 2012

Μπάρντια, η κόλαση



Μπάρντια, η κόλαση
Του Σωτήρη ΙΟΡΔΑΝΟΥ
Προσμέναμε την Αθηνά, τη νοσοκόμα, στη σκηνή μας. Πριν από λίγο είχε ο Γρηγόρης ο Γραφάκης, πάει να τη φωνάξει. Η σκηνή της είχε κι ένα κόκκινο πελώριο σταυρό. Σαν έμπαινες μέσα μύριζαν τα φάρμακα. Ηταν αβάρετος ο Γραφάκης. Πολλές κουβέντες δεν είχε. Μόνο κάπου - κάπου του άρεσε να μιλάει για την Κρήτη. Κι άρχιζε πάντα έτσι: «Εμείς, οι Κρητικοί...» Σήμερα, όμως, φεύγοντας, είπε μόνο μια λεξούλα: «Τρέχω...» Και χάθηκε, σαν να τον κατάπιε η έρημος. Οπως πάντα ο ήλιος της έκαιε. Η Μπαρντία είχε λες ολότελα δικό της ήλιο. Φλογισμένο κι άγριο σαν αγρίμι...
Ο Χάρης ο Σαλένης έκαιγε από τον πυρετό. Αναμμένο σίδερο, που μόλις το βγάλανε από το καμίνι. Πέταγε σπίθες ακόμα. Τώρα πλαγιασμένος κι ασάλευτος, έμοιαζε ανύπαρχτος. Είχε χλομιάσει.
Κι αρχίσαμε, σαν κουρδισμένα γραμμόφωνα, να λέμε για τη χτεσινή του κουτουράδα. Ο καθένας εκείνο που πρόφταινε. Ο Ζήσης ο Ντέρης είπε «πως δεν έκανε καλά». Ο Στράτος ο Αγραφιώτης: «Τι την ήθελε την πλύση ντάλα μεσημέρι;». Κι ο Πασχάλης ο Κερέμης: «Δεν το 'βλεπε πως μας δίνουν το νεράκι με το σταγονόμετρο;»
Και σαν όλοι σωπάσαμε, πετάχτηκε ο Στάθης ο Μπεράκης και μας θύμισε ότι «σβήνει σαν κεράκι ο Σαλένης...»
Και πάλι η ώρα κυλάει κι όλοι με την ίδια αγωνία κι αμίλητοι καρτερούσαμε το θάμα ή το αναπόφευκτο τέλος...
Σαν την άνοιξη έφτασε η Αθηνά, σοβαρή και με την άσπρη - χιονάτη της μπλούζα ντυμένη.
- Γεια σας, είπε και προχώρησε μέσα πεταχτή κι αλαφροπατώντας.
Στην ερημιά, είταν η παρηγοριά μας. Εσκυψε η αδερφή και του έπιασε το καφτό χέρι. Τα δευτερόλεπτα κι η αγωνία μας συναγωνίζονταν. Σε λίγο τη βλέπουμε σαν να κάηκε απ' τη φωτιά, να παρατάει το χέρι και να πέφτει ξερό.
- Ηλίαση έπαθε, ψιθυρίζει κι αρχίζει να του τρίβει τα χέρια και το μέτωπο. Του ξεκουμπώνει τα κουμπιά του πουκάμισου. Ανασαίνει βαθιά.
Εμείς, απόμακρα, στο βάθος της σκηνής, την κοιτάζαμε αμίλητοι. Ο Γραφάκης έστεκε σα να 'χε πετρώσει.
Η νοσοκόμα βγάζει απ' την τσέπη της μπλούζας ένα μπουκαλάκι, ρίχνει μερικές σταγόνες στη χούφτα της και συνεχίζει να του τρίβει το μαλλιαρό του στήθος.
Απρόσμενα, σιγά - σιγά, ο Σαλένης ανοίγει τα μάτια. Κοιτάζει σα να μας βλέπει πρώτη φορά. Μουρμουρίζει με σβησμένη φωνή:
- Διψώ...
Ο Στρατής ο Αγραφιώτης του πασάρει το παγούρι του.
- Πιές, όσο θέλεις, του λέει.
Κόμπο - κόμπο πίνει το νερό. Σταματάει. Ξαναπίνει. Παρατάει το παγούρι.
- Πώς είσαι; ρωτάει η αδερφή.
- Καλύτερα, λέει.
Ξαναβρίσκει το ρυθμό της η καρδιά μας. Μένει ακόμα ένα λεφτό η νοσοκόμα στη σκηνή μας. Συμβουλεύει να προσέχουμε τον ήλιο, λες και φταίει. Φεύγει μετά. Τι να σου κάνει; Πώς να προλάβει; Δέκα χιλιάδες άντρες που είμασταν, περιμένουμε από μια νοσοκόμα, που σαν άγγελος πετάει με τα φτερά της χαράς...
Η αμμουδερή ερημιά την Μπαρντίας είναι κολασμένη. Καμιά φτέρνα δεν την αγάπησε ποτέ. Καταραμένη γωνιά της γης. Ο ήλιος φλογερός. Η άμμος έβραζε αυγό. Το μόνο που σου θυμίζει είναι τη μεγάλη κι απέραντη Σαχάρα. Σκιά τη μέρα βρίσκεις μόνο στις σκηνές. Θυμάσαι την ανθρωπιά σου απ' τη δύση και μετά...
Εκείνη την ώρα θα σεργιανίσεις. Τότες θα μιλήσεις. Θα θυμηθείς το Μπουρκ-ελ-Αράμπ. Την αντίσταση. Τις ηρωικές μέρες. Το ντουφέκι, που αναγκάστηκες να παρατήσεις. Τι γύρεψες; Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Τίποτ' άλλο. Να μην παίξεις ρόλο χωροφύλακα. Να επιστρέψεις λυτρωτής στην πατρίδα. Οχι δήμιος...
Τη νύχτα δεν μπορείς να κοιμηθείς. Στριφογυρίζεις σα δαιμονισμένος. Παρακαλάς τον ύπνο, που δεν έρχεται. Το χάραμα, μια στάλα, τον αρπάζεις και ξυπνάς κι έχεις την εντύπωση πως σε μαστιγώνανε...
Κάθε πρωί, στις εφτά, περιμένουμε τα φορτηγά του ανεφοδιασμού. Θα έρθουνε με νερό και τρόφιμα. Πρώτα - πρώτα γιομίζαμε τα μπετόνια. Προσοχή μη στάξει σταγόνα νερό. Επειτα θα κουβαλήσουμε στην πρόχειρη αποθήκη μας, τσουβάλια και κάσες. Απ' την αποθήκη, αργότερα, οι μάγειροι μας, θα περιλάβουνε τη ζωή μας...
Τι, όμως, να προλάβει ο άγγελος; Τη ζωή που κρεμιέται σε κλωστή, σε δίψα, στη διάρροια, στον πυρετό; Κι όμως η νοσοκόμα τρέχει και πάντα ελπίζει. Από σκηνή σε σκηνή πάει. Τη φωνάζουνε. «Ελα Αθηνά, πεθαίνει κάποιος σύντροφος...». Σώνει ζωές, δίνει ελπίδες κι ανακούφιση.
Την παραμονή της Πρωτομαγιάς, η θύμηση ανασταίνει τους αγώνες της οργανωμένης εργατιάς. Προπαντός τα κέρδη. Τ' οχτάωρο. Το αίμα που χύθηκε στους δρόμους του Σικάγου. Νιώθεις τη δύναμή σου. Ξυπνάς πριν τη χαραυγή. Σηκώνεσαι μεμιάς και ντύνεσαι. Σε προσμένει το τσάι. Αργότερα το μπουλούκι που μπαίνει στη σειρά. Κι αρχίζει το βήμα. Πάει ρυθμικά με το σκοπό του τραγουδιού:
«Σκλάβοι της δουλειάς σηκώστε
τα κεφάλια σας ψηλά
και τη δύναμή σας νιώστε
ζήτω - ζήτω η εργατιά...»
Είμαστε στη γραμμή και προχωράμε. Στήθια φουσκωμένα, μπράτσα γερά κι ατσάλινα. Αψηφάμε τον ήλιο. Το τραγούδι μας χαρίζει φτερά. Μια καρδιά, μια φωνή.
«Σκλάβοι της δουλειάς ξυπνήστε
και περνάει η λεφτεριά...».
Μας ξυπνάει το τραγούδι. Η ορμή μας. Η μέρα της Πρωτομαγιάς. Το σύμβολο. Το αίμα που μάταια δε χύθηκε...
Τα πρόσωπα γελάνε. Ανεμίζουν τα μαλλιά. Αστράφτουν τα μάτια. Πάμε με το ρυθμό του τραγουδιού. Σα σπαθιά νιώθουμε τις ψυχές μας.
Ο αντίλαλος σκορπάει. Ακόμα κι ο ήλιος τώρα - τώρα μερεύει. Εχει γλυκάνει σα να μας λυπάται...
Μερικές μέρες περνάνε. Κάποιο πρωινό μας συγκεντρώνουνε. «Θα έρθει ένας στρατηγός να μας μιλήσει», λένε. Περιμένουμε. Ο ήλιος και σήμερα στις κακίες του. Ζεματάει. Αρχίζουν οι ψίθυροι. «Ποιος να είναι αυτός ο στρατηγός;», φλυαρούμε. Μακριά, βλέπουμε κάτι να σαλεύει. Ενα σύννεφο σκόνης το τυλίγει. Κι όμως και κάποιος άλλος το βλέπει. «Ενα τζιπ», λέει πως είναι. Πάντα περιμένουμε ανυπόμονοι. Το σύννεφο της σκόνης πλησιάζει. Κάτι θα κρύβει η σκόνη. Τώρα το βλέπουμε πιο κοντά. Κυλάνε οι ρόδες. Βγαίνει απ' το σύννεφο. Φρενάρει. Κατεβαίνει ο σοφέρ. Ανοίγει την πόρτα του τζιπ. Πηδάει ένας. Με μπότες και με καμτσίκι στο χέρι. Το χτυπάει στη χούφτα του νευρικά. Εχει το ύφος και τη στάση του... Ναπολέοντα. Σκαρφαλώνει ψηλά. Σωστό είναι να μας περνάει ένα κεφάλι. Τα χρυσά του παράσημα στον ήλιο, στραφτοκοπάνε. Αρχίζει να μιλάει σα να γαυγίζει. «Η πατρίδα δεν ξεχνά τα παιδιά της...» (Αλλο αν τα πέταξε στην κόλαση της Μπαρντίας). Μας θυμίζει την επανάσταση του Εικοσιένα. Τον Κολοκοτρώνη και τον Καραϊσκάκη. Μπερδεύει τους πολέμους. Το δώδεκα και δεκατρία με το Αλβανικό έπος. Λέει και κάτι για τη φασιστική μπότα. Γαρνίρει και τη λεφτεριά. Ξύνεται με το μαστίγιο, σαν ψωριάρικο σκυλί. Βρίσκει τα μονοπάτια της πρόσφατης ιστορίας. Λέει - λέει. Ξεφυλλίζει χρυσές σελίδες. Χειρονομάει, σα μαέστρος, που διευθύνει κάποια αόρατη ορχήστρα. Μιλώντας, βγάζει το αριστερό του άσπρο γάντι. (Δίχως να θέλει ο... Ναπολέοντας μας θυμίζει τα μεγάλα σαλόνια). Κρατάει το γάντι, σαν ψόφιο περιστέρι. Βουλιάζει σε μια παράξενη έκσταση. Θυμάται και τα πεινασμένα παιδιά της πατρίδας. Το Μεσολόγγι. Μιλάει για την ηρωική έξοδο. Χασμουριέται άξαφνα ο... Ναπολέοντας. Καθώς τον αντικρίζουμε φοράει τη μάσκα του Μεταξά. Μα είναι η δική του η μάσκα, για κάποιους άλλου; Το καρναβάλι συνεχίζει ακράτητο, ατέρμονο και μονότονο. Σωπαίνει. Ανασαίνει βαθιά. Ξαναρχίζει. Πάλι κάτι θυμάται και λέει, λέει...
Ο δεκάρικος λόγος συνεχίζεται...
Σκοτώνει την υπονομή μας. Αρπάζουμε ντενεκέδες κι αρχίζουμε να βαράμε. Κατεβαίνει απ' το ύψος του και ξαναχώνεται στο τζιπ. Μουγκρίζει το μοτέρ και σα φάντασμα χάνεται ο... Ναπολέοντας.
Περνάνε κι οι ρέστες μέρες του Μάη. Κι όλο αγριεύει ο ήλιος. Ολοι στο ίδιο βράζουμε καζανάκι. Η μια μέρα περνάει και φτάνει κάποια χειρότερη. Κι ο άμμος ακόμα διαμαρτύρεται...
Ανασαίνουμε σκόνη. Νομίζουμε πως πίνουμε τσάι και μασάμε την άμμο. Τη συνηθίζουμε κι αυτή. Είναι ύπουλη και μας γλυκαίνει. Κάθε φορά που τη φτύνουμε, μας θυμίζει την... ντροπή.
Και κάποιο χάραμα πιάνει η ανεμοθύελλα. «Τα ρούχα κι ομπρός». Ενας - ένας περνάμε από κόσκινο. Αρχίζει η έρευνα. Ξαφρίζουν τα περιττά. Κατάσχουνε βελόνες, κλεφτοφάναρα, σφεντόνες, αγκίστρια και σουγιαδάκια. Μας χωρίζουνε σε λύκους και πρόβατα...
Ωρες στεκόμαστε στον ήλιο σαν τους αιχμαλώτους. Τουλάχιστο εκείνοι έχουνε νεράκι. Εμείς κρατάμε ανάποδα τ' άδεια παγούρια μας. Σαν τσουβάλια μας φορτώνουν. Τα καμιόνια φεύγουν στις δέκα. Καταλαβαίνουμε πως ο ήλιος δε μας χωνεύει. Τα φλογισμένα κεφάλια μας αδειάζουνε. Ονειρεύονται πηγές δροσερές. Τρεχάμενο νερό. Πράσινη χλόη... Οάσεις - φαντάσματα!
Ατέλειωτο κομβόι προχωράει στην έρημο. Η καρδιά μας σφουγγάρι κατάξερο. Καθρεφτίζει κατάρες το καραβάνι μας. Κάποιος δαγκάει το μπράτσο του, να ξεδιψάει με το αίμα του...
Μας περιμένει το άγνωστο...
Στη σειρά τα κλουβιά. Η ίδια κίτρινη άμμος. Η ίδια κόλαση. Αυτή όμως περιορισμένη. Ανελεύθερη. Αφιλόξενη. Τμίμι το λένε το μέρος. Είναι κι αυτή περιοχή της Μπαρμπαριάς. Μόνο που υποψιάζεσαι πως πέρα, μακριά, υπάρχει και θάλασσα... Υποψιάζεσαι και την αύρα...
Τ' όνειρο χαλάει. Αναδεύεται στις ψυχές μας. Στροβιλίζεται σα σε χορό. Πλάθει. Μαγεύει. Ταξιδεύει. Ομως η φαντασία μας αδύνατο να πετάξει. Γαντζώνεται στο συρματόπλεγμα...
Πέφτει νεκρή. Ανίκανη. Μένει ασάλευτη. Σαν την πέτρα, δε νιώθει. Καλύτερα όμως. Τουλάχιστο αποφεύγει τη δίψα...
Ζήσαμε κιόλας την πρώτη μας μέρα στα κλουβιά μας. Περιμένουμε και τη νύχτα με την ίδια ελπίδα. Να ζήσουμε. Είναι τρία κλουβιά στη γραμμή. Εχει και κάποιο διάδρομο το καθένα. Το ένα απέχει απ' το άλλο περίπου εννιά-δέκα μέτρα. Μόνο η φωνή είναι λεύτερη, σαν την ψυχή κι αυτή...
Στη νέα μου σκηνή, εκτός του Γρηγόρη Γραφάκη, δε γνωρίζω κανένα. Μιλάω μόνο μαζί του. Τα μάτια μας καθρεφτίζανε την απελπισία μας. Τι να πεις; Αμμος, ουρανός και συρματοπλέγματα...
Κάπου - κάπου κάτι μας ξεφεύγει. Η φωνή είναι και παρηγοριά. Λέξεις σαν ψίχουλα. Σα σωσίβια συλλαβές: «Νε-ρό έ-χεις;» «Ο-χι». Και μετά η πίκρα της σιωπής... Και τ' άστρα, τη νύχτα, να τρέχουν απείθαρχα.
Είμαστε δώδεκα στη σκηνή. Εξι δεξιά - έξι ζερβά. Ο καθένας στα στρωσίδια του. Εκεί μόνο, βρίσκουμε σκιά. Εκεί την αράζουμε. Περνάμε τις ατέρμονες ώρες μας. Βαρεθήκαμε τα παραμύθια. Χορτάσαμε ελπίδες. Το άγνωστο μας κυνηγάει και πάλι. Τι περιμένουμε;
Στο Κούγκι ο καλόγερος Σαμουήλ, είχε τουλάχιστο την πυριτιδαποθήκη. Είχε και την πιστόλα του... Ηταν ευτυχισμένος... Γνώριζε το τέλος...
Του ενός τα στρωσίδια απ' του άλλου, τα χωρίζει ένας πόντος. Οχι, φωνάζουνε μερικοί. Μισός πόντος φτάνει. Χρειαζόμαστε χώρο; Οχι, παρακαλούμε, περιθώρια. Οχι χαρά. Κάτι που να θυμίζει θάνατο... μόνο.
Τα όνειρα πρωί - μεσημέρι - βραδάκι καρφώνονται στο σύρμα. Μένουν καρφωμένα εκεί, σαν ξεφτίδια σημαίας...
Οι μαύροι μας φρουροί - εβένινη σάρκα - σφίγγουν τα ντουφέκια στα χέρια. Μας σημαδεύουν. Καπνίζουνε χασίσι και μας βλέπουνε σα στόχο...
Στιγμές απορούνε ότι δεν ακούνε να μιλάμε γερμανικά. Ετσι νομίζουν. Τέτοια τους λένε. Είναι χιτλερικοί. Κάποιος όμως σουντανέζος καταλαβαίνει ρωμαίικα κι απορεί πως τα μάθανε οι... Γερμανοί. Είναι έξυπνος λαός ο άτιμος... Είδες, είδες...
(Από το βιβλίο «το χρυσό καλοκαίρι», χαρισμένο στους συντρόφους που σαν τα πουλιά σκορπίσανε και χαθήκαν στους ορίζοντες).

Του
Σωτήρη ΙΟΡΔΑΝΟΥ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ