15 Αυγ 2012

Δυο φλιτζάνια καφέ


Δυο φλιτζάνια καφέ
Γρηγοριάδης Κώστας
Απ' τον ενδέκατο όροφο που έμενα, πριν χρόνια, αγνάντευα τη γη ν' απλώνεται επίπεδη ως πέρα στον ορίζοντα, μια αχνή γραμμή, με το πυρηνικό εργοστάσιο να εξέχει. Χωράφια ορθογώνια, σειρές καινούρια κτίσματα, καινούριοι δρόμοι, διασταυρώσεις, μεγάλες γέφυρες, ψηλά εργοστάσια, δασώματα στον ποταμό, τρένα πολλά που σέρνανε βαγόνια και βαγόνια και βαγόνια. Απ' τη ροή του ποταμού, σαράντα δύο μοίρες νότια - στο χάρτη το 'χα μετρημένο - πολλά χιλιόμετρα ευθεία κάτω, έδειχνα (σε μένα έδειχνα, σε ώρες νοσταλγίας): Εκεί είν' η πατρίδα μου. Σαν έπεφτε ομίχλη κι έσβηνε αργά, καινούριους δρόμους, νέα κτίρια, με το μυαλό μου έσβηνα κι εγώ: έξω αυτό, έξω εκείνο κι έμενε μόνο η πόλη η παλιά, το μυτερό καμπαναριό, οι κόχες των σπιτιών και του στρατοπέδου που το κατείχαν πια Αμερικάνοι. Μισόκλεινα τα μάτια... Στα χρόνια του πολέμου, κυμάτιζαν στις κόχες σβάστιγκες, μουγκρίζανε στρατιωτικά αμάξια φορτωμένα, ηχούσαν μπότες στα λιθόστρωτα, μανάδες, αδελφές αγκάλιαζαν στρατιώτες στα σταχτιά, βαριά οπλισμένους. Τους κατευόδωναν για ν' απλωθούν σαν μαύρη ομίχλη και να στηθεί αργότερα το άσπρο μάρμαρο, στις πέτρες του χωριού μου: «Εκτελεσθέντες». Εφερνε η μάνα μου το χέρι της στο μέτωπο, τα δάχτυλα μες στα μαλλιά, τα ίσιωνε με δύναμη. Μιλούσε με την πλάκα, με τον άντρα της.
-- Αυτά τα βράχια σ' αποχαιρετήσανε;
Δε μίλαγα. Ημουν μικρός. Κοιτούσα μοναχά τον πόνο, τον αγώνα της να μεγαλώσει τέσσερα παιδιά. Η στερημένη της ζωή πάντα με βάραινε.
Μεγάλος, της μιλούσα στο τηλέφωνο.
-- Μάνα, θα 'ρθεις στη Γερμανία, θα σε γυρίσω σ' όλη την Ευρώπη.
-- Εμένα άσε με. Εσείς δουλεύτε, να γυρίσετε.
-- Δουλεύουμε. Οκτώ με οκτώ. Κι υπερωρίες.
-- Την αδελφή σου πρόσεχε.
Μαζί μου είχα πάρει, τον τρίτο χρόνο τότε, την αδελφή μου, τη μικρή, για να δουλέψει. Παράτησα την αποθήκη πού 'μενα και νοίκιασα εκείνο το διαμέρισμα, ψηλά, να τα βρει ανθρωπινά. Τα βρήκε όλα ζυγισμένα, στοιχισμένα. Στις έξι εγερτήριο, ψωμάκια, βούτυρο, καφέ, εφτά η ώρα γύρναγα στην πόρτα τα κλειδιά και βγαίναμε στο διάδρομο. Θα βγει κι η φράου Λίνη τώρα, έλεγα από μέσα μου. Και πράγματι. Ανοιγε η πόρτα νούμερο οκτώ, χαμογελούσαμε με τη γριά. «Guten Tag».
Στεκόμασταν στο ασανσέρ εμείς, αυτή στην πόρτα της, κοιτούσε αριστερά - δεξιά στο διάδρομο, σειρά κλεισμένες πόρτες, στρεφόταν σφίγγοντας στο στήθος της τη ρόμπα.
-- Wie Schlechtes Wetter - Τι άσχημος καιρός!
-- Ya, ya, χαζά χαμόγελα και τ' ασανσέρ ερχότανε κι αυτό στην ώρα του.
Παραξενεύτηκε η αδελφή μου. Τι σύμπτωση! Κάθε πρωί ανοίγαμε μαζί με τη γριά.
-- Ακούει τα κλειδιά και βγαίνει, της εξήγησα. Να πει δυο λόγια. Ζει ολομόναχη.
-- Αχ, την καημένη. Θα την καλέσω για καφέ την Κυριακή.
Μου θύμισε τη μάνα μας, την κοίταξα, κρατήθηκα να μη γελάσω. Την καημενούλα, τι αφέλεια! Δεν είχε καταλάβει πού βρισκόταν. Θα έπινε καφέ με Γερμανούς! Οι Γερμανοί σε λίγο θα τη 'βαζαν να δουλέψει ακόρντ. Με το κομμάτι. Θα τη χρονομετρούσανε. Schnell, schnell, γρήγορα, γρήγορα. Schnell, schnell, κι ο νους μου πήγε στον Αντώνη. Δυο μέτρα άντρας, πέτρα. Τον άκουγα που ράιζε.
--...την τύχη μου... Σνελ, σνελ. Χτύπησα άνθρωπο. Τον πήρα με το κλαρκ. Εναν εργάτη με τέσσερα παιδιά.
Τον άκουγα αμίλητος. Καθόμασταν σ' ένα cafe για μετανάστες, εκεί τη βγάζαμε. Ολόγυρα χαρτόπαιζαν, μεθούσανε, χτυπιόντουσαν. Η φάρα μας. Οι άλλες φάρες είχαν άλλα στέκια. Βριζόμασταν. «Οι Τούρκοι ύπουλοι, οι Γιουγκοσλάβοι κλέφτες. Φασίστες Γερμανοί, μας έχουνε για ζώα, για τις δουλιές τις βρώμικες. Εναν καφέ δε μας κάλεσαν σπίτι τους να πιούμε».
Κουνούσε το κεφάλι του ο Αντώνης. «Ολοι οι ξυπόλυτοι κι άπλυτοι εδώ έχουν μαζευτεί».
Κατάθλιψη με έπιανε. Κοιτούσα μόνο τ' άσχημα. Και στην Ελλάδα τ' άσχημα κοιτάω. Δεν το μπορώ να υψωθώ, να δω τον κόσμο από ψηλά. Είναι στον άνθρωπο.
Ω, ρε, πουλιά μου διαβατάρικα, πόσο ψηλά πετάτε.
Το τραγουδούσε η μάνα μου αυτό. Και στις χαρές και στα στενάχωρα.
Εγώ λιγοψυχάω φαίνεται, εχθρεύομαι και βλέπω τ' άσχημα. Και σήμερα αναπολώ λιβάδια, δάση, κάστρα. Λυπάμαι που περπάτησα τους δρόμους σου με τόση θλίψη κι έχθρα, Γερμανία. Δουλιά - σπίτι - δουλιά, σκληρή οικονομία και κάτι Κυριακές, τι μοναξιά! Καλύτερα να δούλευε κανείς, μια βόλτα στο λιθόστρωτο, ο κόσμος αραιός, ξαπόσταινε στα σπίτια του...
Δεν έβρισκες, ιδίως στην αρχή, έναν άνθρωπο να πεις δυο λόγια, να πιεις έναν καφέ, έστω μουγκός. Εγώ έψαχνα στους Ελληνες, η αδελφή μου ξανοιγότανε και μ' Ιταλίδες, Ισπανίδες. Αυτό τη βοήθαγε και μάθαινε γερμανικά, μα πάθαινε χουνέρια. Θυμάμαι όταν την πρωτοκάλεσαν. Ντυθήκαμε και πήγαμε. Χτυπάγαμε, κοιτούσαμε. Μας είχανε ξεχάσει, λείπανε. Αλλά και πού είναι εύκολο να βρεις έναν φίλο γκαρδιακό να πιεις καφέ και να μιλήσεις;
-- Την κάλεσα τη φράου Λίνη για καφέ. Δύο φορές, αλλά δεν έρχεται, μου είπε κάποια μέρα.
Με κοίταξε, απ' έξω έβρεχε, μετά γυρόφερνε στο σπίτι κι αναστέναζε.
Με ξάφνιασε. Στο βάθος δε γουστάριζα τη Γερμανίδα σπίτι μου.
-- Οι Γερμανοί δεν πιάνουνε με μας φιλίες, είπα. Και μεταξύ τους δύσκολα. Για να σ' ανοίξουν το λουκέτο τους περνάς σαράντα κύματα. Κι αυτή η γριά... Τι να της πεις, τι να σου πει; Και πλάι στους Γερμανούς δεν πάει. Εκεί, μονάχη της. Ξεκουτιασμένη είναι.
Το πράμα χειροτέρευε, γιατί η μέρα μίκραινε και πλάκωσαν τα χιόνια.
Σήμερα, όταν χιονίζει, η αδελφή μου χαίρεται και σέρνει στο έλκηθρο το Γερμανοελληνάκι της. Τότε κοιτούσε απ' το παράθυρο τον μαύρο ουρανό, κοιτούσε την ομίχλη, τα εργοστάσια. «Η σιδερένια χώρα», έλεγε, θυμότανε τ' αγιόκλημα, το κουζινάκι μας, βαμμένο ώχρινο, στη μέση το τραπέζι που τρώγαμε φακές, και στις γιορτές, η μάνα μου μας έβαζε επίσημα στο κέντρο και τυρί. «Μανούλα μου - της έγραφε - τι θέλω εδώ; Εγώ δεν ένιωσα ποτέ φτωχή κοντά σου».
Και η γριά ...υψώθηκε σαν διαβατάρικο πουλί.
Η μάνα μας, αιφνίδια: «Μεθαύριο, στις 11 το βράδυ. Πτήση 213», μου είπε ο αδελφός μου στο τηλέφωνο.
-- Μονάχη της; Γριά κι αγράμματη;
-- Θα πω στην αεροσυνοδό να την προσέχει.
Θυμάμαι και γελάω. Η μάνα μου, κοντούλα, μια σταλιά, χωμένη σε χοντρό παλτό, χωριάτικο, στ' αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης. Κοιτούσε σαστισμένη τους διαδρόμους, απάνω σκάλες, κάτω αίθουσες, υπόγεια γκαράζ, να στρίψουμε από δω, όχι από κει.
-- Σιγά, να μη σας χάσω. Και τ' όνομά μου δε θυμάμαι να τους πω.
Την άλλη μέρα, στις εφτά, στην πόρτα το κλειδί και βγήκαμε κι οι ...τέσσερις.
-- Guten Tag.
Κοιτάχτηκαν οι δυο γριές και πήρε φόρα η μάνα μου.
-- Καλή σας μέρα και καλώς σας βρήκα. Ηρθα τη νύχτα χτες απ' την Ελλάδα. Ανέβηκα κι εγώ σ' αεροπλάνο. Τι να 'κανα; Η κόρη μου στενοχωριέται λίγο, αλλά της πέρασε, μου λέει, τώρα.
-- Μάνα, δεν ξέρει ελληνικά η φράου Λίνη, τη σκούντηξε η κόρη της.
Τις σύστησε κι οι δυο γριές χαζογελάγανε. Στην πόρτα του ασανσέρ, της ξαναθύμισα πως θα γυρίσουμε το βράδυ κι αν ήθελε ας έκανε μια βόλτα εδώ γύρω.
-- Τι λες παιδάκι μου, θες να χαθώ; Δεν το κουνάω ρούπι.
-- Καλά να κλείσεις, είπα. (Της είχα δείξει πώς κλειδώναμε και βάζαμε ένα συρτή μ' αλυσίδα.) Της έπιασα το μάγουλο. «Αντε, την Κυριακή να δεις πού θα σε πάω».
«Πού να την πάω τη γριούλα;». Σκεφτόμουν και λογάριαζα. Τεράστιες αποστάσεις κι άστατος καιρός. Το Βερολίνο μόνο απείχε έξι ώρες. Ούτε κι εγώ είχα πάει πουθενά, από την τσιγκουνιά μου. Την Κυριακή πρωί την έβαλα στ' αμάξι. Τη γύριζα εκεί κοντά. «Εδώ 'ναι το Βερολίνο, μάνα... Εκεί ήτανε η Καγκελαρία... Εδώ, παλιά, ο Κάιζερ, εκεί ο Λούθηρος. Τον έχεις, μάνα, ακουστά τον Λούθηρο;».
-- Για γράφ' τα μου σ' ένα χαρτί, παιδάκι μου, μην τα ξεχάσω, να λέω στην Ελλάδα τι είδα.
Την άλλη μέρα πάλι στη δουλιά κι η μάνα μου στο σπίτι. Τα βραδινά, της έδειχνα τα φώτα στην πεδιάδα. «Κει κάτω είναι η Ελβετία, μάνα».
Η αδελφή μου ηρέμησε, κοιμόντουσαν μαζί και σιγομίλαγαν τη νύχτα. Με νανουρίζανε. Γαλήνευα.
Και μια βραδιά... Ηταν σπερ Μουλ και κατεβάζαμε στο δρόμο τ' άχρηστα να τ' αποσύρει ο δήμος. Αν και πολλά τα παίρνανε οι νέοι μετανάστες. Η μάνα μου τους κοίταζε που τριγύριζαν όπως τα σκυλιά μες στους σωρούς, τραβούσανε παλιές κουρτίνες, έπιπλα. Κατέβαζε κι η φράου Λίνη. Παιδάκι μου, με παρακάλεσε, για βόηθα τη γριούλα. Της έκανα τη χάρη. Προχώρησα στο διάδρομο, της φράου Λίνη η πόρτα ήταν μισάνοιχτη, πλησίασα. Και τότε... Με υποδέχτηκε ένας άντρακλας με τη στολή της Βέρμαχτ! Τον είδα από το άνοιγμα. Καπέλο, μπότες κι ο σταυρός στο στήθος. Με κοίταγε στητός, λιγάκι πιο ψηλά από μένα, στον τοίχο απέναντι. Στο πλάι του, η φράου Λίνη, νέα, χαμογελούσε αγέρωχη. Ταράχτηκα. Δεν ήταν όπως σε βιβλία ή ταινίες. Τους ένιωσα ολοζώντανους, και τόσο δίπλα μου.... Τη νύχτα στο κρεβάτι στριφογύριζα. Ετσι στητούς τους έβλεπε ο πατέρας μου και τον σημάδευαν. Τους σκότωσαν και μόλις φύγανε ξεχύθηκε ο τραγικός χορός, γυναίκες, μάνες, αδελφές, στις πέτρες, στους νεκρούς. Στο νου μου έρχονταν ντοκιμαντέρ απ' τα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Μπουλντόζες σπρώχναν πτώματα, καπνοί ανέβαιναν και μαύρο χιόνι, στάχτη έπεφτε, αποκαΐδια ανθρώπινα. Βαθιά χαράματα σηκώθηκε η μάνα μου. Βημάτιζε, συμμάζευε μες στην κουζίνα, άκουγα. Η στερημένη της ζωή. Δε χάρηκε. Κι εδώ, στη Γερμανία, τίποτα δεν είδε, τίποτα, μονάχα κάτι ψέματα γελοία. Βημάτιζε κλεισμένη σπίτι μου και έβαζε το συρτή. Σε λίγες μέρες θα 'φευγε.
Ζήτησα άδεια απ' τα γραφεία. «A, nein, nein, der plan», μου είπανε, μα το περίμενα, γι' αυτό επέμενα και πώς, στη φούρια μου, τους είπα με αφέλεια πως ήρθε η μάνα μου. Κοιτάχτηκαν κατάπληκτοι, το βρήκανε αστείο και κάποιοι χαμογέλασαν. Με πόνεσε, οργίστηκα, χιλιάδες λόγια, χείμαρρος, μου ήρθανε, μα μπούκωσαν, και τα γερμανικά μου ήταν λίγα. Στεκόμουνα αμίλητος, αμίλητοι κι αυτοί κι από το τζάμι, πέρα, έβλεπα τους γερανούς που υψώνανε, τα κομπρεσέρ, μια μυρμηγκιά ξένους εργάτες. Ιδια Βαβέλ. Καθένας με τον πόνο και τη γλώσσα του, μια μοναξιά χωρίς ελπίδα. Κατέβηκα στο πόστο μου, είπα στον μάιστερ πως είμαι άρρωστος και έφυγα. Ας κάναν ό,τι θέλανε. Θα έπαιρνα τη μάνα μου στους δρόμους πλάι στον Ρήνο. Γεννήθηκε στα ξεροχώματα, μα θα την πήγαινα να δει, στα τελευταία της, νερά, νερά, παραμυθένια κάστρα μες στα δάση. Βαθιά ως τις πηγές θα έφτανα, στην Ελβετία μέσα. Θυμάμαι, κοίταξα στο βάθος το ποτάμι. Κοπήκανε τα πόδια μου. Ομίχλη έπεφτε αργά. Σερνότανε και έσβηνε. «Οχι, ρε μάνα, τόσο άτυχη είσαι;». Τι διάβολο; Κι η Φύση ακόμη ήταν εχθρική σ' αυτήν τη χώρα; Μα είχα μια μικρή ελπίδα ότι μπορεί να έφτιαχνε ο καιρός.
Ανέβηκα φουριόζος σπίτι. Στο διάδρομο, το μάτι μου καρφώθηκε στην είσοδο της φράου Λίνη. Η πόρτα ήταν θεόκλειστη. Το χάρηκα. Σαν μούμια τυλιγμένη σβάστιγκες στον σφραγισμένο τάφο της θα λιώνει. Να πληρωθούν η στάχτη πού 'πεφτε, οι τραγικοί χοροί. Προχώρησα... και στάθηκα. Η πόρτα μας ήτανε γερτή, ξεκλείδωτη. Παραξενεύτηκα, φοβήθηκα. Την άνοιξα σιγά και μπήκα. Μια αλλόκοτη σιωπή με έζωσε. Αφουγκραζόμουνα ακίνητος. Μια αλλόκοτη σιωπή κι ένα ψιθύρισμα. Ενα ψιθύρισμα που με υπέβαλε. Σαν εκκλησιά, σε ώρα ιερή, μου φάνηκε. Απ' την κουζίνα ερχότανε. Πλησίασα και άνοιξα αργά.
Είδα τη μάνα μου, σιμά τη φράου Λίνη, και δυο φλιτζάνια με καφέ.
Η Γερμανίδα έδειχνε φωτογραφίες κι έκλαιγε σιγά. Με είδε, τρόμαξε, μου χαμογέλασε δειλά κι έφυγε αθόρυβα, όμοιο φάντασμα, κυνηγημένο λες.
Τα σάστισα.
-- Μάνα, τι έγινε;
Σηκώθηκε και πήρε τα φλιτζάνια, τ' ακούμπησε στο νεροχύτη. Μ' απόφευγε γυρνώντας μου τις πλάτες. Μου θύμισε που κάποτε, μικρός, την έπιασα να κλαίει.
Πλησίασα.
-- Τι έγινε;
-- Τι θες να γίνει; Τίποτα, αναστέναξε. Ηπιαμε καφέ. Τα είπαμε.
-- Τι είπατε;
Είδα το χέρι της στο μέτωπο, τα δάχτυλα μες στα μαλλιά, τα ίσιωσε. Την άκουγα να λέει πως είπανε για τον πατέρα μου κι ότι «αυτή, η καημένη, έχασε τον άντρα της, την κόρη της στον πόλεμο, τ' αδέλφια της».
Την άκουγα βουβός. Δεν καταλάβαινα. Πώς τα 'πανε όλα αυτά; Πώς συνεννοήθηκαν;
Την κοίταγα. Σκυφτή στο νεροχύτη έπλενε, χυνόταν μαύρο απ' τα φλιτζάνια κι έμπαινε φως απ' το παράθυρο. Και πίσω της, βαθιά, μες στην ομίχλη, το μυτερό καμπαναριό, οι κόχες, το στρατόπεδο...
Μου φάνηκε όνειρο πως τάχα ήρθε η μάνα μου εδώ... Τους βρήκε. Ηπιαν καφέ. Κοιτούσανε φωτογραφίες, κλαίγανε. Τα είπανε.
Αγανακτώ με μένα σήμερα. Γιατί δε φύλαξα αυτά τα δυο φλιτζάνια;

Κώστας ΘΛΙΜΜΕΝΟΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ