11 Ιουλ 2016

Τι γυρεύει η (ΣΥΡΙΖΑίικη) αλεπού στο (εκλογικό) παζάρι;

Τι γυρεύει η (ΣΥΡΙΖΑίικη) αλεπού στο (εκλογικό) παζάρι;




Motion Team
«Η κυβέρνηση εκπληρώνει σήμερα ένα ιστορικό χρέος και υλοποιεί μία πάγια θέση της Αριστεράς και του προοδευτικού χώρου». Με αυτή τη βαρύγδουπη δήλωση σχολίασε η κυβερνητική εκπρόσωπος την κατάθεση του σχεδίου για τον εκλογικό νόμο. Τις ίδιες μέρες, ο Γ. Κατρούγκαλος ζητούσε τη διαμόρφωση «εθνικής στάσης» στις ανατροπές στα Εργασιακά, ενώ η κυβερνητική εφημερίδα «Αυγή» μας ...ενημέρωνε ότι «η ελεύθερη οικονομία είναι η σταθερά πάνω στην οποία (κινείται) κάθε κυβέρνηση», αποδεικνύοντάς το στην πράξη με τον πανηγυρικό τίτλο: «Επιχειρηματικοί κολοσσοί έτοιμοι να ακολουθήσουν την COSCO». Πώς συνδέονται, όμως, όλες αυτές οι ψηφίδες της κυβερνητικής πολιτικής;
Ας ξεκινήσουμε από τα γεγονότα. Την 1η Ιούλη, η κυβέρνηση κατέθεσε προς διαβούλευση το σχέδιο του νέου εκλογικού νόμου, το οποίο ενώ καταργεί το μπόνους εδρών στο πρώτο κόμμα, διατηρεί το πλαφόν του 3% - το οποίο υπενθυμίζουμε ότι δεν ίσχυε πάντα, αφού θεσπίστηκε μόλις το 1990 από τον Κ. Μητσοτάκη - ακυρώνοντας σε επίπεδο κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης την ψήφο χιλιάδων εργαζομένων (π.χ. του 20% περίπου στις εκλογές του 2012). Οσον αφορά τη σχέση απλής αναλογικής και διατήρησης του πλαφόν, μπορούμε να θυμηθούμε το εξής σημείο της πρότασης νόμου που είχε καταθέσει ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντιπολίτευση: «Κατάργηση της αποκλειστικής ρήτρας του 3% που δεν συμβιβάζεται με το σύστημα της απλής αναλογικής». Ολο αυτό το διάστημα, το ΚΚΕ ξεκαθάριζε ότι θα ψήφιζε ως σύνολο μόνο την απλή ανόθευτη αναλογική και ότι δεν θα έμπαινε σε παζάρια με την κυβέρνηση, παρόλο που θα ψήφιζε όσα επιμέρους άρθρα εκτιμούσε ότι κινούνται στη σωστή κατεύθυνση.
Οι επιλεκτικές «δημοκρατικές» ευαισθησίες...
Ωστόσο, εδώ τίθεται ένα ερώτημα. Γιατί επέλεξε ο ΣΥΡΙΖΑ να «ανοίξει» αυτό το ζήτημα τώρα; Το ερώτημα αυτό γίνεται ακόμα πιο λογικό αν συνυπολογίσουμε τα εξής δύο γεγονότα: Πρώτον, το ΠΑΣΟΚ είχε καταθέσει σχεδόν την ίδια πρόταση, συμπεριλαμβανομένης της κατάργησης του μπόνους των 50 εδρών, πριν ένα χρόνο (δύο μήνες σχεδόν πριν την προκήρυξη εκλογών από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Αύγουστο) χωρίς η κυβέρνηση να δείξει τότε το παραμικρό ενδιαφέρον. Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ όχι απλώς αξιοποίησε αυτό το μπόνους στις εκλογές του Γενάρη και του Σεπτέμβρη του 2015, αλλά άλλαξε και την ίδια του την οργανωτική δομή (μετατρεπόμενος από συμμαχία κομμάτων σε ενιαίο κόμμα), με βασικό στόχο αυτή την αξιοποίηση το 2012, όταν είχαν διαφανεί πιθανότητες να αναδειχθεί σε πρώτο εκλογικό σχηματισμό. Τι συνέβη και το ΠΑΣΟΚ, το οποίο υπενθυμίζουμε ότι θέσπισε το μπόνους, ζήτησε την κατάργησή του; Τι συνέβη και ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος έχει αξιοποιήσει επανειλημμένα το μπόνους και αντιτάχθηκε στην κατάργησή του πριν ένα χρόνο, θέτει το ζήτημα τόσο επιτακτικά τώρα; Γιατί είναι τόσο επιλεκτικές οι «δημοκρατικές» ευαισθησίες των αστικών κομμάτων;
Οι σχετικοί χειρισμοί του ΣΥΡΙΖΑ στοχεύουν στη διατήρηση και μετά τις επόμενες εκλογές του κομβικού του ρόλου στο αστικό πολιτικό σύστημα. Η αύξηση της αναλογικότητας διευκολύνει την επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ για σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας με κορμό τον ίδιο, ανεξάρτητα από το αν θα βγει πρώτο ή δεύτερο κόμμα. Εδώ πρέπει να συνυπολογιστεί ότι ακόμα και στη δεύτερη περίπτωση, οι «δεξαμενές» στήριξης από άλλα κόμματα ή μεμονωμένους βουλευτές είναι μεγάλες για μία κυβέρνηση με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ. Η αντίθεση της ΝΔ σε αυτή την προοπτική, σε συνδυασμό με τα μικρότερα περιθώρια συνεργασιών της, ερμηνεύουν εν μέρει την αντίδρασή της μέσω της αξιοποίησης του φόβητρου της ακυβερνησίας και της «ιταλοποίησης της ελληνικής βουλής». Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του αξιοποιεί αποπροσανατολιστικά και προπαγανδιστικά την αντίθεση των άλλων αστικών κομμάτων, για να προβληθεί ως «αριστερή» δύναμη ενάντια στο «κατεστημένο» και για να «αλλάξει ατζέντα» ενόψει του «κυρίως πιάτου» των αντεργατικών ανατροπών του φθινοπώρου, που συνίστανται στην άμεση νομοθετική παρέμβαση στη σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας.
...και το βαθύτερο επίδικο
Παράλληλα, στο εσωτερικό της αστικής τάξης υπάρχει ανησυχία, η οποία αποτυπώνεται και στη συζήτηση για το Σύνταγμα, για την εξεύρεση του καλύτερου τρόπου εξασφάλισης της πολυπόθητης για τους καπιταλιστές πολιτικής σταθερότητας, ιδιαίτερα σε περιόδους όπως η σημερινή. Υπάρχουν «φωνές» που τονίζουν την ανάγκη κοινοβουλευτικής ενίσχυσης του πρώτου κόμματος, προς χάριν της μείωσης των δυσκολιών σχηματισμού σταθερής κυβέρνησης και «φωνές» που τονίζουν την ανάγκη μεγαλύτερου «βάθους» της κυβερνητικής σταθερότητας μέσω της πίεσης για προγραμματική και κυβερνητική σύγκλιση των αστικών κομμάτων και μείωση των «μικροκομματικών σκοπιμοτήτων». Η κοινή στόχευση και των δύο απόψεων εκφράστηκε στη συζήτηση του νόμου στη Βουλή, με τον εισηγητή του ΣΥΡΙΖΑ, Γ. Γκιόλα, να αναφέρει ότι «η απλή αναλογική κατατείνει σε κυβερνήσεις συνεργασίας που ενισχύουν την κυβερνητική σταθερότητα και την κοινωνική συνοχή και ειρήνη» και τον εισηγητή της ΝΔ, Μ. Βορίδη, να κατηγορεί την κυβέρνηση ότι «ψηφίζετε την ακυβερνησία και επιδιώκετε να μην υπάρχει δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης».
Ενδιαφέρον για τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο εκφράζεται το παραπάνω αστικό δίλημμα στην Ελλάδα της καπιταλιστικής κρίσης, έχει άλλη μία πλευρά που αναφέρεται σε άρθρο στην εφημερίδα «Το Ποντίκι»: «Οι δυνάμεις που από το 2010 μέχρι και σήμερα κυβερνούν τη χώρα (...) εξαντλούν το πολιτικό τους κεφάλαιο με ρυθμούς τόσο έντονους, που μόνο η δημιουργία ενός πλαισίου που επιβάλλει τη "συνεργασία" τους μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση του πολιτικού συστήματος. Και το όπλο για την εξασφάλιση αυτού του πολιτικού πλαισίου δεν είναι άλλο από τον εκλογικό νόμο».
Με λίγα λόγια, η αύξηση του βαθμού αναλογικότητας του εκλογικού νόμου επιχειρείται να λειτουργήσει ως επιταχυντής προσαρμογής του αστικού πολιτικού συστήματος στις σημερινές ανάγκες της καπιταλιστικής κερδοφορίας, ως επιταχυντής σχηματισμού κυβερνήσεων μεγάλων (ή μικρότερων) συνασπισμών σαν αυτές που παραδοσιακά σχηματίζονται σε Γερμανία, Βέλγιο, Ιταλία κ.λπ. Σε κάθε περίπτωση, ο ΣΕΒ και οι άλλοι εργοδοτικοί φορείς, παρά το σκεπτικισμό τους για τους σχετικούς «πειραματισμούς», επανειλημμένα τονίζουν την ανάγκη πολιτικής σύμπλευσης των «σοβαρών πολιτικών δυνάμεων», «ξεπεράσματος της παλαιοκομματικής λογικής» κ.λπ.
Παρά την ξεκάθαρα φιλοκαπιταλιστική σκοπιά από την οποία επιχειρηματολογούν οι υποστηρικτές της νοθευμένης «απλής αναλογικής», την προβάλλουν προπαγανδιστικά ως κάτι που «αποσταθεροποιεί το εγχώριο ισχυρό οικονομικό κατεστημένο» (π.χ. άρθρο στο «Ποντίκι» με τίτλο «Γιατί τρέμουν την απλή;»). Παλιά τους τέχνη κόσκινο... Δεν μας εκπλήσσει καθόλου η προπαγανδιστική μαεστρία της όψιμης σοσιαλδημοκρατίας ή (με τα λόγια του «συντρόφου» τους Φρ. Ολάντ) της σοβαρής «Αριστεράς της διακυβέρνησης». Η ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ για τον ένα χρόνο μετά το «μεγαλειώδες ΟΧΙ της 5ης Ιούλη» - το οποίο υπό άλλες συνθήκες μόνο ως «τρολάρισμα» θα μπορούσε να προσληφθεί - δείχνει ότι το βαρέλι της ΣΥΡΙΖΑίικης φιλοκαπιταλιστικής προπαγάνδας δεν έχει πάτο... Εδώ αρκεί να σημειώσουμε ότι ο ενθουσιασμός του «εγχώριου» αλλά και του «εξωχώριου» οικονομικού και πολιτικού «κατεστημένου», δηλαδή της αστικής τάξης, για τον ΣΥΡΙΖΑ παίρνει χαρακτηριστικά φρενίτιδας, με τον Γ. Ντάισελμπλουμ να δηλώνει: «Τρέφω μεγάλο θαυμασμό για τον Τσίπρα, που καταφέρνει και μένει στην εξουσία παρά τα τόσα μέτρα».
Η θέση του ΚΚΕ
Είναι προφανές ότι η σταθερή και αταλάντευτη στάση του ΚΚΕ υπέρ της απλής και ανόθευτης αναλογικής δεν έχει καμία σχέση με καμία από τις παραπάνω πλευρές της αστικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο αγώνας υπέρ της αντιστοίχησης της λαϊκής ψήφου με την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, όπως και ο αγώνας για την εκλογή περισσότερων κομμουνιστών βουλευτών, δεν έχει καμία σχέση ούτε με την υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας και του αστικού κοινοβουλευτισμού ούτε με την αυταπάτη της φιλολαϊκής αξιοποίησής τους. Το αντίθετο, υπηρετούν την πάλη για τη σύγκρουση με την καπιταλιστική εργοδοσία και το κράτος της.
Ο αγώνας των κομμουνιστών για την απλή και ανόθευτη αναλογική δεν υποτιμά το γεγονός ότι ανεξαρτήτως εκλογικού συστήματος, η (μονοκομματική ή πολυκομματική) κυβέρνηση που θα προκύψει, θα έχει, από την ίδια της τη θέση στον καπιταλιστικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, ως καθήκον την εξασφάλιση των γενικών (οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών) προϋποθέσεων της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Η αστική δημοκρατία - πέραν του ότι γίνεται «λάστιχο» ανάλογα με την οικονομική και πολιτική συγκυρία - λειτουργεί πάντα εκβιαστικά πάνω στη λαϊκή συνείδηση, αλλάζοντας μόνο τη μορφή του εκβιασμού. Τα λιγότερο αναλογικά συστήματα ευνοούν τον εκβιασμό μέσω της λογικής της «χαμένης ψήφου», ενώ τα περισσότερο αναλογικά μέσω της προσπάθειας λαφυραγώγησης ψήφων στη βάση του ερωτήματος «ποιος θα συνεργαστεί με ποιον μετεκλογικά». Τα τελευταία θα αξιοποιηθούν και για την προώθηση ψευδών διαχωριστικών γραμμών, όπως «φιλελευθερισμός έναντι αριστερού τυχοδιωκτισμού» ή «αριστερά έναντι δεξιάς».
Ανεξαρτήτως εκλογικού συστήματος, το ΚΚΕ δίνει σε όλες τις εκλογικές διαδικασίες μία δύσκολη μάχη για τη βελτίωση του πολιτικού συσχετισμού προς όφελος της αυτοτελούς λαϊκής παρέμβασης, αντιπαρατιθέμενο «στα ίσια» με τις προσπάθειες τραβήγματος των λαϊκών στρωμάτων στα γρανάζια των επιδιώξεων και των αντιθέσεων των εκμεταλλευτών τους. Παράλληλα, προβάλλει ως προϋποθέσεις της ουσιαστικής και ενεργητικής συμμετοχής των εργαζομένων στα ζητήματα που αφορούν τη ζωή και την κοινωνία τους, την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και την εργατική εξουσία με θεμέλιο το χώρο εργασίας. Αυτή μπορεί να είναι η μόνη απάντηση απέναντι στη δημοκρατική καρικατούρα του καπιταλισμού, που δεν είναι τίποτα άλλο παρά θεσμικός φερετζές της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας και κερδοφορίας.

Του
Χρήστου ΜΠΑΛΩΜΕΝΟΥ*
*Ο Χρήστος Μπαλωμένος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ