11 Ιουλ 2016

Στο επίκεντρο τα Εργασιακά και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις

Στο επίκεντρο τα Εργασιακά και οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις
Μπροστά στις δυσκολίες δυναμικής ανάκαμψης ετοιμάζουν κι άλλα αντεργατικά - αντιλαϊκά μέτρα για την ενίσχυση του κεφαλαίου
Είναι χαρακτηριστική η έκθεση που δημοσιοποίησε χτες το ΔΝΤ για την Ευρωζώνη, στην οποία εμπεριέχονται αναφορές για την Ελλάδα, με αιχμή τα Εργασιακά και τις αναδιαρθρώσεις που κρίνονται απαραίτητες στην προοπτική της ανάκαμψης του κεφαλαίου.
Ειδικότερα, η έκθεση του ιμπεριαλιστικού οργανισμού, ανάμεσα σε άλλα, εστιάζει στα παρακάτω:
Προειδοποιεί να μη θιγούν οι μεταρρυθμίσεις που έχουν ήδη γίνει στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα και ειδικότερα εκείνες που αφορούν τον κατώτατο μισθό. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, ο κατώτατος μισθός στην Ελλάδα είναι ο υψηλότερος μεταξύ των κρατών της ΕΕ σε σχέση με το κατά κεφαλή ΑΕΠ.
Τάσσεται υπέρ νομοθετικών αλλαγών, προκειμένου να εναρμονιστεί το πλαίσιο για τις ομαδικές απολύσεις με τις «βέλτιστες πρακτικές» της ΕΕ.
Αξιώνει να προχωρήσει το άνοιγμα των λεγόμενων «κλειστών επαγγελμάτων» με προτεραιότητα σε επαγγέλματα όπως οι μηχανικοί, οι δικηγόροι και οι φορτοεκφορτωτές.
Για την τόνωση της ανταγωνιστικότητας του εγχώριου κεφαλαίου, ζητά να εφαρμοστούν οι συστάσεις του ΟΟΣΑ για τη μείωση των εμποδίων για τον ανταγωνισμό, στους τομείς του χονδρικού εμπορίου, των κατασκευών και του ηλεκτρονικού εμπορίου. Ταυτόχρονα, με βάση τις «εργαλειοθήκες» του ΟΟΣΑ, αξιώνει την αναμόρφωση του συστήματος αδειοδότησης στους κλάδους τροφίμων και ποτών, καθώς και στον τουρισμό. Παράλληλα, διαπιστώνει ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις σε μεγάλο βαθμό έχουν ολοκληρώσει τις συστάσεις του ΟΟΣΑ, με στόχο την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας σε βασικούς τομείς.
«Ο χρηματοπιστωτικός τομέας στην Ευρώπη αγωνίζεται να προσαρμοστεί στην παρατεταμένη περίοδο χαμηλής ανάπτυξης», τονίζεται χαρακτηριστικά. Σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα» δάνεια, τα μεγαλύτερα προβλήματα εντοπίζονται σε Ελλάδα, Κύπρο, Ιρλανδία, Ιταλία και Πορτογαλία. Επιπλέον, αναφέρει πως μεγάλες τράπεζες στη Γαλλία και τη Γερμανία αντιμετωπίζουν «προκλήσεις».
Οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Ευρωζώνη μειώθηκαν από την περίοδο της εκδήλωσης της καπιταλιστικής κρίσης κατά 15% και συνεχίζουν να παραμένουν σε χαμηλά επίπεδα.
Κίνδυνοι και «αβεβαιότητες» στο προσκήνιο
«Για την Ελλάδα, οι επιπτώσεις του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος για αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ θα μπορούσαν να αποδειχθούν σημαντικές», αναφέρεται σε μελέτη που δημοσιοποίησε η Eurobank.
Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνονται τα παρακάτω:
-- Η Βρετανία αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους χρηματοδότες του ευρωενωσιακού προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, η αποχώρηση από την ΕΕ δεν αποκλείεται να έχει άμεση επίπτωση στο μέγεθος του προϋπολογισμού της ΕΕ, με αρνητικές συνέπειες για τα συνολικά κεφάλαια που είναι σήμερα διαθέσιμα για την Ελλάδα (περί τα 35 δισ. ευρώ, μέχρι το 2020).
-- Η παρατεταμένη αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων και τη νέα εμπορική σχέση μεταξύ Βρετανίας και ΕΕ, ενδέχεται να έχει αρνητικό αντίκτυπο στις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας τόσο άμεσα, μέσω του εμπορίου και του τουρισμού, όσο και έμμεσα, μέσω της επιβράδυνσης της οικονομίας της Ευρωζώνης. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, «μία τέτοιου είδους εξέλιξη ενδέχεται να οδηγήσει σε επιδείνωση του επενδυτικού κλίματος, δυσχεραίνοντας την προσπάθεια σταθεροποίησης της εγχώριας οικονομίας».
-- Σύμφωνα με τη μελέτη, «αν και δεν μπορεί να αποκλειστεί το ενδεχόμενο μετεγκατάστασης μέρους των συγκεκριμένων εταιρειών» από το Λονδίνο στην Ελλάδα (Αθήνα - Πειραιάς), «οι σχετικές προσδοκίες είναι συγκρατημένες». Και αυτό γιατί, όπως σημειώνεται χαρακτηριστικά, η εγχώρια αγορά υστερεί σημαντικά ως προς τις δυνατότητες προσέλκυσης τέτοιου είδους επιχειρήσεων (φορολογικά κίνητρα, πρόσβαση σε διεθνείς τράπεζες, περιβάλλον φιλικό προς τις επενδύσεις, εγκαταστάσεις κ.τ.λ.)... Είναι προφανές, δηλαδή, ότι προετοιμάζεται το έδαφος και η επιχειρηματολογία και για νέα προκλητικά προνόμια για το κεφάλαιο.
Διαχειριστικά ζόρια και επισφάλειες στην Ευρωζώνη
Στην ετήσια αξιολόγηση πολιτικής για την Ευρωζώνη, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η περαιτέρω επιβράδυνση της παγκόσμιας ανάπτυξης θα μπορούσε να εκτροχιάσει την ανάκαμψη της Ευρωζώνης, ενώ οι δευτερογενείς επιπτώσεις του Brexit, η αύξηση των προσφύγων, οι κλιμακούμενες ανησυχίες για την ασφάλεια και η αδυναμία των τραπεζών, επίσης θα μπορούσαν να επηρεάσουν καθοδικά τους ρυθμούς ανάκαμψης.
Χαρακτηριστικές είναι οι δηλώσεις του αναπληρωτή διευθυντή του ευρωπαϊκού τμήματος του ΔΝΤ, Μ. Πραντάν, σύμφωνα με τον οποίο το «καλό σενάριο» για ρυθμό ανάπτυξης 1,4% το 2017 προϋποθέτει μια σχετικά γρήγορη διαπραγμάτευση με τη Βρετανία, καθώς επίσης και ότι η τελική συμφωνία θα διατηρεί πλήρη αδασμολόγητη πρόσβαση για τη Βρετανία στην κοινή αγορά.
Σύμφωνα με το ΔΝΤ, αν δεν επιλυθούν τα «συλλογικά προβλήματα», η Ευρωζώνη θα βρεθεί αντιμέτωπη με πολλαπλά προβλήματα «οικονομικής και πολιτικής αστάθειας», τα οποία με τη σειρά τους θα οδηγήσουν σε «πισωγυρίσματα».
Σε αυτό το φόντο και προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος της στασιμότητας, το ΔΝΤ προτείνει την κλιμάκωση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, επισημαίνοντας πως οι «ατελείς μεταρρυθμίσεις» εμποδίζουν τις επενδύσεις και τις προοπτικές ανάκαμψης.
Φορολογικοί ανταγωνισμοί για την προσέλκυση επενδύσεων
«Λέω στις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες: Καλώς ήρθατε στο Παρίσι! Ελάτε να επενδύσετε στη Γαλλία», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γάλλος πρωθυπουργός, Μ. Βαλς, στον απόηχο του Βrexit.
Μιλώντας στην εφημερίδα «Le Parisien», υπογράμμισε: «Γνωρίζουμε ότι οι όμιλοι που έχουν την έδρα τους στο City, σχεδιάζουν την εγκατάστασή τους στο Δουβλίνο, στο Αμστερνταμ, στη Φραγκφούρτη και στο Παρίσι. Επεξεργαζόμαστε μέτρα τα οποία μπορούν να μας κάνουν περισσότερο ελκυστικούς. Κυρίως στη φορολογία, αλλά και στο καθεστώς των ξένων πολιτών».
Την ίδια ώρα, ο Βρετανός υπουργός Οικονομικών της Βρετανίας, Τζ. Οσμπορν, έθεσε ως στόχο τη μείωση του συντελεστή φορολογίας εταιρικών κερδών στο 15% (από 20% σήμερα), σε μία προσπάθεια να συνεχίσουν οι επιχειρηματικοί όμιλοι να επενδύουν στη Βρετανία.
«Απαντώντας», από την πλευρά του, ο Γάλλος υπουργός Οικονομίας, Ε. Μακρόν, τόνισε χαρακτηριστικά: «Αυτό που πραγματικά αναμένεται από τη βρετανική κυβέρνηση, είναι ανακοινώσεις για τα συμπεράσματα που αντλούν από την ψήφο του βρετανικού λαού. Προσωπικά δεν έχω την εντύπωση πως το πρώτο συμπέρασμα είναι η μείωση των φόρων».
«Plan B» από μερίδες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου
Χαρακτηριστική είναι και η παρέμβαση που έκανε την περασμένη βδομάδα ο πρόεδρος του Οικονομικού Επιμελητηρίου της Αυστρίας, Κρ. Λάιτλ, βάζοντας στο τραπέζι το ενδεχόμενο δημιουργίας μίας μεγάλης Ευρωπαϊκής Οικονομικής Ζώνης με συμμετοχή της Βρετανίας και της Νορβηγίας, στην οποία θα έχουν θέση εκείνοι που αντιτίθενται σε μία στενή πολιτική συνεργασία εντός της ΕΕ και προσανατολίζονται καθαρά μόνο σε οικονομικά συμφέροντα.
Σε συνέντευξη Τύπου στη Βιέννη με θέμα τις επιπτώσεις της εξόδου της Βρετανίας από την ΕΕ στην αυστριακή οικονομία, ανέφερε πως στην οικονομία πρέπει να υπάρχουν πάντα εναλλακτικές επιλογές - και ένα τέτοιο «Σχέδιο Β» θα μπορούσε να ήταν μία οικονομική ένωση γύρω από τη Βρετανία και τη Νορβηγία.
Στο μέλλον, αυτό το εγχείρημα θα μπορούσε, κατά την άποψή του, να δώσει δυνατότητες ένταξης και σε άλλες χώρες από την Ανατολική Ευρώπη, όπως την Ουκρανία και την Τουρκία, όπως επίσης από τη Βόρεια Αφρική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ