Γράφει ο Χρήστος Α. Τούμπουρος //
«Να, κι αν μείνει, να, κι αν δεν μείνει». Αυτή ακριβώς θα ήταν η απάντηση πλείστων συμπολιτών, αν έμπαινε κάπως έτσι το ερώτημα. Θα γινόταν διαφημιστικό σύνθημα. Και μάλιστα το απόλυτο της διαφήμισης θα ταυτίζονταν και με την απολυτότητα της σκέψης. Κάπως έτσι, δηλαδή, που θα το έλεγαν στα Τζουμέρκα. «Μακριά από μας και όπου θέλει, ας μπει!» Αυτό το μακριά λειτούργησε μόνιμα, έθρεψε γενιές και θέριεψε «συνειδήσεις» με το φωτοστέφανο της ιδιώτευσης, του ατομισμού, της αδιαφορίας και του «ριξίματος». Η συναίσθηση της προσωπικής ένταξης σε ένα χώρο ή σε ένα σύνολο και της ευθύνης που προκύπτει από αυτή έχει χαθεί προ πολλού, αφού πλέον η επιτυχία, η αξία και η καταξίωση μεταμφιέστηκαν και αποτυπώνονται σε φωτογραφίες. Είσαι σπουδαίος, αληθινός, μεγάλος και αξεπέραστος; Εξαρτάται. Ανάλογα με τις φωτογραφίες με την αφεντομουτσουνάρα σου που θα «ανεβάσεις» στα μέσα δικτύωσης.
Αυτή η κατάσταση, η κρίση, η ασθένεια και η επιδημία έλλειψης σκέψης νομίζω πως, λίγο πολύ, πάντοτε υπήρχε. Θυμάμαι στο χωριό μου που μια χρονιά είχε λειψυδρία δεν έβλεπες γυναίκα να περπατάει ανθρώπινα. Παντού και πάντοτε γονατισμένη έψελνε, κι ούτε που μπορούσε κανείς να διαπιστώσει πόσα Απολυτίκια ψαλμωδούσε δεόμενη, «να ρίξει μια βροχούλα, να ποτιστούν τα σπαρτά, γιατί θα λιμάξουμε της πείνας». Και «την έριξε» τη βροχούλα. Και υπήρξε επάρκεια νερού, να ποτίσουν όλες τα χωράφια τους. Αμ, δε. Ίσια που δεν σκοτώθηκαν στην μοιρασιά του νερού. Αυτές τσακώνονταν και το νερό «έφευγε» στο ποτάμι. Και μαζί με το νερό, φυσικά και το μυαλό «πήγε κατά διαόλ’».
Και η προστιθέμενη αξία. Είσαι μοναδικός, όταν μέσα από μια διαδικασία καταναλωτικής επίδειξης αποδεικνύεις ότι έχεις και ξοδεύεις πολλά. Από τα τετραγωνικά του σπιτιού μέχρι τα άλογα του αυτοκινήτου. Τώρα, αν είσαι άλογο ον δεν πειράζει. Η δύναμη του χρήματος τα πάντα τακτοποιεί. Για πάρτι μας, όχι για τον άλλον, τον κοντινό ή μακρινό, τέλος πάντων, για τον συνάνθρωπο… Όχι για μας, για άλλους η σκέψη πως «πιο πέρα είναι ένα σπίτι που καίγεται. | Κι ύστερα ένα άλλο. | Κι ύστερα το δικό σου». [Γιάννης Ρίτσος]
Κι έφτασε και ο κορονοϊός και απέδειξε την «μηδαμινότητα» της ύπαρξής μας και την ηλιθιότητα της ασυνειδησίας μας. Προηγήθηκαν άλλα. «Ου, κατά πόσο μακριά πέφτει η Κίνα; Μέχρι να φτάσει εδώ, φέξε μου και γλίστρησα». Κι έφτασε. Κι αντί να υπακούουμε στις οδηγίες των ειδικών το θέμα είναι, «αν μεταδίδετε ο κορονοϊός με τη μεταλαβιά» ή αν είναι επικίνδυνος ο συγχρωτισμός σε δημόσιους λατρευτικούς ή μη χώρους. Και οι πλείστοι γνωματεύουν αλμπανοειδώς και στην ουσία «παίρνουν τον κοσμάκη στο λαιμό τους». Κι άλλοι σαν τα γίδια, όπου σερβίρουν καφέ, εκεί κι αυτοί, για να αλληλολοσαλιώνονται και να μεταδίδουν τον «όξω από δω». Όχι δεν είναι αδιαφορία. Είναι αληθινή ύβρις. «Είμαι σπουδαίος κι έχω γεμάτη την τσέπη. Αν με πιάσει, θα το αντιμετωπίσω».
Και ανεφύησαν σαν τα σαλιγκάρια μετά τη βροχή οι «προβληματισμένοι», σταυροκοπούμενοι και δεόμενοι υπέρ της ψυχής των κεκοιμηκότων συγγενών και φίλων των υγειονομικών που δίνουν τη μάχη στα δημόσια νοσοκομεία. Μάχη ζωής για τους ασθενείς, για τον συνάνθρωπο… Εκεί, όπου δεν μετριέται η ανθρώπινη ζωή σε χρήμα. Εκεί όπου το σφίξιμο του χεριού του ασθενούς από τον νοσηλευτή και το χαμόγελο του ιατρικού προσωπικού δεν εξισούται με όλα τα ευρώ του κόσμου. Από αυτή την επιδημία, αν μείνει και γίνει αξίωμα κάτι τέτοιο, τότε θα είμαστε, θα είναι διπλά κερδισμένοι όλοι μας, όλοι τους…