28 Μαρ 2012

«Πλάστρα φωτιά» του αύριο, όχι κεριού φλογίτσα


«Πλάστρα φωτιά» του αύριο, όχι κεριού φλογίτσα
Kuzma Petrov -Vodkin, «Το μπάνιο του κόκκινου αλόγου», 1912, λάδι σε καμβά
«Βρήκα σπίθες, όχι πυρκαγιές, άκουσα μπαλάντες, όχι σαλπίσματα, είδα καθρέφτες, όχι προβολείς, ένιωσα ανάσες, όχι τα τραντάγματα μιας θύελλας» ήταν η πρώτη απάντηση που έδωσα στο φίλο που με ρώτησε «τι λέω» για τη «σύγχρονη ποίηση».
Αυτή η πρώτη απάντηση ενός «αναγνώστη» εμπεριέχει μια διαπίστωση και ένα «αίτημα» στους ποιητές του καιρού μας, περιβεβλημένα, κατ' αρχήν, με την πεποίθηση ότι τα πράγματα δεν είναι «άσπρο - μαύρο», αλλά και με την οφειλόμενη απόδοση τιμής στους ανθρώπους που έχουν το θάρρος να «αποτυπώνουν στο χαρτί» τις πιο μύχιες σκέψεις τους.
Ενα πρόσωπο «αποτυπώνεται στο χαρτί» και ιδού το πρώτο μεγάλο θέμα που ανακύπτει: Πώς το κάνει αυτό;
Πρώτο μείζον ζήτημα, λοιπόν, είναι εκείνο της αισθητικής. Το ποίημα, ως ανώτερη μορφή γραφής, πρέπει να δονεί τον αναγνώστη, να του δημιουργεί ένα αίσθημα μέθεξης, μέσω δηλαδή της ανάπτυξης ανώτερων σκέψεων και βαθιών συναισθημάτων, διαλεκτικά δεμένων, να τον οδηγεί σε μια «ενόραση» όλης του της ζωής και της ύπαρξης με «όχημα» έστω και μια λέξη του.
Με εκκίνηση το προσωπικό βίωμά του, ένας ποιητής μπορεί να μας «μιλήσει» για ένα θέμα που άγγιξε τον ίδιο: Ο έρωτας, ο θάνατος, ο αγώνας. Μπορεί μέσα από τις γραμμές του ποιήματος να δονήσει τον αναγνώστη του έτσι ώστε αυτός μέσα στο ποίημα να αναγνωρίζει τον εαυτό του;
Μπορεί η εσωτερική αυτή δόνηση, εκτός από αισθητική απόλαυση να αποτελέσει και εφαλτήριο περαιτέρω ανάβασης του αναγνώστη στα δύσκολα, αλλά ωραία μονοπάτια της πνευματικής δημιουργίας.
Η συγκίνηση ενός ωραίου κειμένου, που δωρίζει ο ποιητής στον αναγνώστη, «επιστρέφει» στον ίδιο, μέσα από τη «ματιά» και τη σκέψη ενός οξύνου αναγνώστη με πιο ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες και μεγαλύτερες απαιτήσεις ακόμα πιο αναβαθμισμένης πνευματικής δημιουργίας.
Τα «υλικά» που χρησιμοποιεί ένας ποιητής δεν είναι τίποτε άλλο παρά λέξεις και εδώ ερχόμαστε στο δεύτερο ζήτημα αισθητικής το οποίο συνίσταται στο πώςχρησιμοποιεί τις λέξεις ο δημιουργός, αλλά και ποιες λέξεις χρησιμοποιεί.
Το ζήτημα είναι τεράστιο διότι πραγματεύεται το θέμα της γλώσσας η οποία εξελίσσεται συνεχώς, ενώ ειδικά για την ελληνική γλώσσα υπάρχουν και άλλες παράμετροι που πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψη.
Η πορεία της ελληνικής γλώσσας, διαμέσου των αιώνων, σημαδεύτηκε από το χάσμα μεταξύ δημοτικής και καθαρεύουσας. Το χάσμα ήταν ακόμα βαθύτερο διότι στην περίπτωση της καθαρεύουσας μιλάμε εν πολλοίς για έναν κατασκευασμένο τύπο γλώσσας.
Η ιστορική ανασκόπηση του ζητήματος θα μας οδηγούσε πολύ μακριά, εκείνο, όμως, που πρέπει να σημειώσουμε είναι ότι η εξέλιξη της γλώσσας επιτρέπει την ανανέωση αυτού του θεμελιώδους κώδικα επικοινωνίας και καθρέφτη της σκέψης, έτσι ώστε αυτός κάθε φορά να είναι προϊόν, αλλά και εκφραστής των αναγκών της συνεχώς εξελισσόμενης πραγματικότητας.
Η εξέλιξη της γλώσσας, όμως, δε συνίσταται απλώς στην «τεχνική» εξέλιξη ενός κώδικα επικοινωνίας και της συντακτικής δομής του. Η εξέλιξη της γλώσσας αποτελεί ζήτημα βαθύτατα κοινωνικό και ταξικό, διότι αυτή λειτουργεί και ως καθρέφτης της σκέψης, αλλά και ως σηματοδότης εννοιών. Στις συνθήκες της ολοένα και εντεινόμενης καπιταλιστικής βαρβαρότητας και αχαλίνωτης ιμπεριαλιστικής επίθεσης εναντίον της ανθρωπότητας, πλέον, η γλώσσα αποτελεί ένα από τα πρώτα θύματα των δολοφονικών επιθέσεων. Αλλοιώνοντας τις λέξεις και το περιεχόμενό τους, οι απολογητές των ιμπεριαλιστικών εγκλημάτων αποσκοπούν στη μαζική χειραγώγηση των συνειδήσεων. Και τούτο με διττό σκοπό: Αφ' ενός μεν οι λαοί να «συνηθίσουν» στη φρίκη, αφ' ετέρου δε να «ξεχάσουν» όλες τις παραδόσεις και το πνεύμα αντίστασης. Ετσι οι δολοφονίες γυναικόπαιδων ονομάζονται «παράπλευρες απώλειες», αλλά και η νικηφόρα αντίσταση τον Οκτώβρη του '40 «άπωση» του εχθρού.
Με όλα αυτά θέλουμε να δείξουμε πως δεν υπάρχουν «σύνορα» μεταξύ διαφόρων «εποχών» στη γλωσσική και συντακτική έκφραση. Αντίθετα, οι φιλολογικοί, αλλά και πολιτικοί εκπρόσωποι των κοινωνικών τάξεων έχουν στην εποπτεία τους όλο το γλωσσικό υλικό έτσι όπως έχει διαμορφωθεί ανά τους αιώνες και το χρησιμοποιούν ανάλογα με το τι θέλουν να εκφράσουν.
Και ο ποιητής; Κατ' αρχήν και εδώ δεν υπάρχουν ή δεν πρέπει να υπάρχουν «σύνορα», υπό την αίρεση, πάντοτε, ότι δε μιλάμε για «κατασκευασμένες λέξεις» ή περίεργες, ψεύτικες, δήθεν «ποιητικές» εκφράσεις. Ο ποιητής πρέπει να διαλέγει τα εκφραστικά του μέσα, έτσι ώστε να διατυπώνει με ενάργεια τα νοήματά του. Ως δημιουργός, αν είναι αληθινός, δεν επιτρέπει στον εαυτό του παραχωρήσεις στην «κοινή γνώμη» και αυτό δε συνιστά αριστοκρατική αντίληψη, αλλά απόλυτη εμπιστοσύνη στο λαϊκό κριτήριο. Τίποτα το αληθινό δε χάνεται, τίποτα το αληθινό δεν είναι «ακαταλαβίστικο». Κι αν ρωτήσει κανείς ποιο είναι το «αληθινό» κατ' αρχήν από αισθητική άποψη, η απάντηση είναι «εκείνο που δεν μπορείς να του αφαιρέσεις ή να του αντικαταστήσεις καμία λέξη».
«Οσοι το χάλκαιον χέρι βαρύ του φόβου αισθάνονται/ζυγόν δουλείας ας έχωσι»: Ποίηση αληθινή, ποίηση «χθεσινή», «τωρινή» και «αυριανή», νοήματα που αγγίζουν τις ψυχές των ανθρώπων διαχρονικά, ποίηση που μετατρέπει τους διαχωρισμούς των ποιητικών «γενιών» σε πολύ χρήσιμα, ίσως, πλην διεκπεραιωτικά εργαλεία.
Στη χρήση, όμως, των ποιητικών μέσων ο ποιητής, εκτός από την αισθητική πλευρά, έρχεται αντιμέτωπος και με τα αιτήματα της εποχής του. Το προικισμένο με δημιουργική ικανότητα ξεχωριστό πρόσωπο «επιστρέφει» στην κοινωνία και είναι αντιμέτωπος με τις «εντολές» της εποχής του. Δεχόμενοι ότι ο άνθρωπος δεν αποτελεί μια ξεχωριστή νησίδα, αλλά είναι το σύνολο των κοινωνικών του σχέσεων, οφείλουμε να πούμε πως ο ποιητής πρέπει να τοποθετηθεί απέναντι στα αιτήματα της εποχής του διαλέγοντας έναν από τους δύο δρόμους: Σήμερα ή θα ταχθεί, τελικά, με το μέρος της ιστορικής αναγκαιότητας που λέγεται σοσιαλιστική επανάσταση εγγράφοντας το όνομά του στις δέλτους της Ιστορίας ή θα αποτελέσει ένα ακόμα όνομα στις καρτέλες μιας δημόσιας βιβλιοθήκης.
Κατά τη γνώμη μας, η απάντηση στο βασικό αυτό ζήτημα είναι και ένα από τα ουσιωδέστερα κριτήρια κατάταξης της ποίησης, γιατί η δουλεμένη με μεράκι και αισθητική αποτύπωση της τοποθέτησης του ποιητή με τη μεριά της Επανάστασης - όπως, βεβαίως, το περιεχόμενό της διατυπωνόταν ανάλογα με την ιστορική συγκυρία - οδήγησε στη διαχρονική γραφή της ποίησης «μεγάλης πνοής». Η ποιητική γραφή με φουσκωμένα τα πανιά της από τον δημιουργικό άνεμο της ανατροπής της καθεστηκυΐας τάξης εμβάπτιζε όλα τα ανθρώπινα αισθήματα στην αύρα του ανθρώπου που, μέρος ενός συνειδητού συνόλου, κινούσε την Ιστορία μπροστά.
Η μελέτη της ιστορίας αποδεικνύει ότι όλοι οι μεγάλοι δημιουργοί υποχρεώθηκαν να «απαντήσουν» στα αντίστοιχα αιτήματα της εποχής τους και πάντα στα χείλη κάθε τίμιου ανθρώπου μένει η γεύση της στάχτης όταν βλέπει πως λαμπρά ταλέντα και χαρισματικοί δημιουργοί έκαψαν τα φτερά τους τασσόμενοι σε ορισμένες περιπτώσεις με τη βαρβαρότητα.
Η τοποθέτηση του ποιητή στα ιστορικά αιτήματα της εποχής του αποτελεί επιπλέον και πρόκριμα για τα εκφραστικά μέσα που θα χρησιμοποιήσει. Ιδού λοιπόν πώς η αισθητική και η πολιτική - με την ουσιωδέστερη έννοια του όρου - «συναντώνται». Η ιστορία θα «υποδείξει» στον ποιητή τα εκφραστικά του μέσα, η ανάγκη να «μιλήσει» ο αγώνας θα του «υποδείξει» τις λέξεις.
«Βρήκα σπίθες, όχι πυρκαγιές, άκουσα μπαλάντες, όχι σαλπίσματα, είδα καθρέφτες, όχι προβολείς, ένιωσα ανάσες, όχι τα τραντάγματα μιας θύελλας» ήταν η πρώτη απάντηση που έδωσα στο φίλο που με ρώτησε «τι λέω» για την ποίηση του καιρού μας. Με είχε ρωτήσει για τη σύγχρονη. Του έδειξα το μπράτσο ενός «αναγνώστη» που πάνω του είναι χαραγμένη η ποίηση «μεγάλης πνοής» με τα πανιά φουσκωμένα από τις θύελλες της εποχής της. Οσο για του «καιρού μας», του έδειξα τα γυμνά χέρια χιλιάδων ανθρώπων που διψάνε να κρατήσουν ένα «ποίημα-σπαθί», γιατί «ο καιρός μας» είναι η στιγμή για «να πάρουν τα όνειρα εκδίκηση».

Γιώργος Μηλιώνης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ