9 Αυγ 2012

ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ Ο ποιητής κάθε Πρωτομαγιάς του 20ού αιώνα


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ
Ο ποιητής κάθε Πρωτομαγιάς του 20ού αιώνα
«Να με θυμόσαστε - είπε. Χιλιάδες χιλιόμετρα περπάτησα/ χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, πάνω σε πέτρες κι αγκάθια,/ για να σας φέρω ψωμί και νερό και τριαντάφυλλα. Την ομορφιά/ ποτές μου δεν την πρόδωσα. Όλο το βιος μου το μοίρασα δίκαια./ Μερτικό εγώ δεν κράτησα. Πάμπτωχος. Μ' ένα κρινάκι του αγρού/ τις πιο άγριες νύχτες μας φώτισα. Να με θυμάστε» (ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ)
Με τον Χαρίλαο Φλωράκη στο Φεστιβάλ ΚΝΕ - ΟΔΗΓΗΤΗ (1989)
Να τον θυμόμαστε, γιατί πολύ αγάπησε τον Κόσμο και την Ποίηση. Γιατί δίδαξε ήθος, αξίες, θέση ζωής. Γιατί ευλόγησε τον έρωτα, την ομορφιά, την αρμονία, την επανάσταση. Στους δύσκολους αυτούς καιρούς, νοσταλγούμε συχνά τον Γιάννη Ρίτσο, καθώς εκείνος, περισσότερο από όλους, ήξερε να παρηγορεί με την πίστη του στη δύναμη της ποίησης. Και μια στιγμή ακόμη αν αισθανθείς ότι τα επιτεύγματα του ανθρώπου είναι σημαντικότερα από τις καταστροφές που αυτός προκαλεί, ότι μπορούν να είναι αιώνια,έχεις διατηρήσει τη δύναμη να αντιστέκεσαι, ίσως για πάντα.
Ο πιο πολυδιαβασμένος ποιητής
Ο Γιάννης Ρίτσος είναι σήμερα ο ποιητής που έχει διαβαστεί από τους περισσότερους Ελληνες.Περίπου ένα εκατομμύριο αντίτυπα των έργων του έχουν πουληθεί από τη δεκαετία του '30 έως τώρα, με έμφαση στις τελευταίες δεκαετίες. Αριθμός που σε κάνει να συλλογίζεσαι ότι, αν όχι αρκετά, τουλάχιστον μερικά βιβλία του πρέπει να βρίσκονται σε κάθε σπίτι - γεγονός που δεν έχει συμβεί με κανέναν άλλον ποιητή. Ηταν, όμως, ποτέ ο ποιητής που έχει απασχολήσει όσο κανένας την Κριτική; Είναι σήμερα;
Εννιάμισι χρόνια μετά το θάνατό του, το έργο του πορεύεται, όπως όλα τα έργα των δημιουργών που ταξιδεύουν ασυνόδευτα από τη φυσική παρουσία τους. Ο χρόνος που χρειάζεται για να διαγνωσθεί, εκ του ασφαλούς, κατά πόσο το έργο του Ρίτσου θα αντέξει στο χρόνο, είναι ακόμα μακρύς. Ισως θα πρέπει να «ξεχαστεί» κι άλλο μέχρι να «ανακαλυφθεί» ξανά. Ισως άλλοι, απρόβλεπτοι παράγοντες, να συμβάλουν προς τη μια ή προς την άλλη εξέλιξη. Ισως, τέλος, η αδιαμφισβήτητη αξία του να το κάνει, ώστε να ξεπεράσει τη συνωμοσία σιωπής που εξυφαίνεται γύρω του.
Ο Γ. Ρίτσος μπροστά στο πατρικό του σπίτι στη Μονεμβάσια (1984)
Η αναφορά στη λέξη συνωμοσία γίνεται συνειδητά, και όχι για να κάνουμε κυνήγι μαγισσών. Μα, δεν μπορούμε και να παραβλέψουμε τις αιτίες. Πως οι φίλοι και οι εχθροί τον θεωρούν κομμουνιστή, πράγμα που τους κάνει να τον αντιμετωπίζουν εξαρχής με μια ετικέτα, η οποία λειτουργεί αλλιώς στην κάθε πλευρά. Και πως το έργο του έχει μεγάλη έκταση. Που δεν αποτρέπει τον αφοσιωμένο λάτρη της ποίησής του. Ολους τους υπόλοιπους, όμως;
Ο Γιάννης Ρίτσος δεν προσήλθε στην Αριστερά με τις αποσκευές της συμβατικότητας. Συντάχθηκε με το κομμουνιστικό κίνημα στην εξαιρετικά δύσκολη δεκαετία του '30, αφού πριν, στα σανατόρια απ' τα οποία πέρασε (ως άπορος, αυτός, το πρώην αρχοντόπουλο), σπούδασε τις μαρξιστικές ιδέες και συγχρωτίστηκε με τους επαναστατημένους της εποχής.
Ο Γ. Ρίτσος εξεγειρόταν σε όλη του τη ζωή κατά της αδικίας, με το γόνιμο τρόπο του ανυπότακτου. Ηταν εναντίον της εξουσίας, όσο κι αν του στοίχισε αυτό. Πιστός στην κομμουνιστική ιδεολογία του και ασυμβίβαστος, αρνούνταν ό,τι καταστρέφει και υποβαθμίζει τη ζωή και υπηρετούσε ό,τι την έκανε να αξίζει.
Η ανιδιοτέλεια της ποίησής του
Σε καιρούς που το πρόσωπο της Επανάστασης προβάλλει μερικές φορές χαρακωμένο, ίσως οι επαναστατικές του δημιουργίες να μη συνεγείρουν όπως παλιά. Κι όμως. Πάντοτε, υπάρχει το δεύτερο επίπεδο ανάγνωσης. Αυτό που παρουσιάζει την ανθρώπινη αγωνία του ποιητή. Την ωραιότητα της πίστης του. Την ανιδιοτέλειά του. Την ποιητική του. Πιστεύει κανείς ή όχι στα οράματα του Γιάννη Ρίτσου, αρκεί η συναίσθηση ότι ο κόσμος του ήταν ένας κόσμος, για τον οποίο «γίνεσαι ικανός να πεθάνεις», όπως σημείωνε οΤάσος Λειβαδίτης, για να συγκινηθείς. Κι εν πάση περιπτώσει, η δημιουργία του είναι πολυσήμαντη, δεν περιστρέφεται όλη γύρω από έναν άξονα.
Σε έκθεση εικαστικών έργων του (29/1/1989)
Οι αστοί - με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις, όπως του Παντελή Πρεβελάκη - δεν του συγχώρησαν ποτέ την ιδεολογική και πολιτική ένταξή του. Αυτή είναι η πρώτη εμμονή τους. Δεν του συγχωρούν και σήμερα ότι δεν είχε αμφιβολίες και, ταυτοχρόνως, ότι «στράτευσε» μέρος της ποιητικής του δραστηριότητας στις αξίες της Επανάστασης. Δεν αντιμετωπίζουν το έργο του στην ολότητά του.
Δέχονται έναν Ρίτσο διαφορετικό από αυτόν που είναι στην πραγματικότητα. Παραλείπουν να ασχοληθούν με το Ολον του έργου του (οι φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν, αλλά δεν είναι, αριθμητικά, αντάξιες ενός τέτοιου έργου). Ανακρίβεια;
Θυμήθηκε κανείς, πως πέρσι, την Πρωτομαγιά, συμπληρώθηκαν τα ενενήντα χρόνια από τη γέννηση του ποιητή; Θα θυμηθεί κάποιος ότι φέτος, την Πρωτομαγιά ακριβώς, συμπληρώνονται 91, κι ας μην είναι στρογγυλή η επέτειος; Ας το σκεφτεί τουλάχιστον ο καθένας από μας και ας του αποδώσει τις τιμές που του αξίζουν, με το να βυθιστεί, έστω και για λίγο, στο «σώμα» της ποίησής του.
Η «οφειλή» των συντρόφων του
Δε θα έλεγε κανείς πως και οι σύντροφοι ξέρουν καλά το έργο του. Πως είναι σε θέση να το υπερασπίσουν, να το προασπίσουν, να το διαδώσουν, όπως του αξίζει. Οσο ο ποιητής βρισκόταν ανάμεσά μας, συγκινούνταν πολύ να τον γνωρίζουν με τις δυο του ιδιότητες και μόνο (του συντρόφου και του ποιητή), κι ας μην το ξέρουνε καλά καλά - γιατί τον αποδέχονται - αν και η αποδοχή αυτή ήταν πλήρης. Τώρα, όμως; Φτάνει αυτό; Δεν ήρθε ο καιρός να σκύψουμε και πάλι στο έργο του, να το μελετήσουμε, να το κατανοήσουμε, να μας συνεγείρει;
Ο ποιητής σε εκδήλωση που οργάνωσε το ΚΚΕ, προς τιμή των 80 χρόνων του, στις 8/5/1989
Η δεύτερη εμμονή των αστών είναι και η πλέον διαδεδομένη. «Εγραφε πολλά», ακούς. Και υπονοούν ότι η ποσότητα δε συμβαδίζει με την ποιότητα. Κι ακόμα: «δεν έσκιζε», επιμένουν, κι ας ξέρουν - και οφείλουν όσοι μιλούν γι' αυτό να ξέρουν - ότιέσκισε, κι έκαψε δεκάδες έργων και εκατοντάδες σελίδων.
Ο Ρίτσος σμίλεψε την ασπίδα της ποίησης («ωραία ασπίδα, πιο ωραία ακόμα κι απ' του Αχιλλέα») πιο πολύ από τη μέθη της δημιουργίας. Η ποίηση για κείνον ήταν πράξη έρωτα, απαραίτητη τροφός, συνοδός, σύντροφος. Εγραφε «από ανάγκη», μένοντας πολύ συχνά ξάγρυπνος, πεινασμένος, διψασμένος, δουλεύοντας δέκα, δώδεκα και μερικές φορές δεκαοκτώ και είκοσι ώρες το εικοσιτετράωρο. Περηφανευόταν αυτός «ο πολυγράφος, ο ακόρεστος» για την παραγωγή του, φέρνοντας πάντοτε παράδειγμα τον Σοφοκλή, τον Αισχύλο και τον Ευριπίδη. Αγαπούσε πολύ ωστόσο και τον Καβάφη, με τα 154 μόλις ποιήματα.
Ποιητής ήταν και όταν δεν έγραφε. Παρατηρούσε, σε θέση μάχης πάντα και ποτέ σε θέση ανάπαυσης, μήπως και χάσει το απειροελάχιστο χρώμα από τα πράγματα. Εκανε ατέρμονες αγώνες δρόμου για να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, λαχταρούσε μη και δεν την αθανατίσει. Μέσω της ποίησης, προσελάμβανε τα πάντα, μέσω αυτής ήθελε και να τα μοιράζεται («το πιο βαρύ φορτίο είναι το φως που δεν μπορούμε να το δώσουμε»).
Ηταν, λοιπόν, όλα τα ποιήματα του Γιάννη Ρίτσου ισάξια; Κανείς δεν το ισχυρίζεται αυτό. Ομως, όλα είναι απαραίτητα για να συγκροτήσουμε σωστά το σώμα της Ποιητικής του. Να δούμε τις κάμψεις και τις ανόδους της. Να παρατηρήσουμε τις αλλαγές και τις στροφές που κάνει. Κι αν τέλος πάντων για τον αμύητο αναγνώστη χρειάζεται ίσως μια ανθολογία (καλό θα έκανε στο έργο του ποιητή μια σοβαρή ανθολόγηση ή και περισσότερες, από ανθρώπους όμως που ασχολούνται χρόνια με αυτό), για τον μελετητή δεν είναι απαραίτητη. Αν δεν ξέρεις το όλον, δεν μπορείς να ασχοληθείς με το μέρος.
Παρηγορητής του κόσμου
Ο Γιάννης Ρίτσος, αυτός ο «απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου», πρόσφερε παραμυθία σε πολλούς από μας αμέτρητες φορές. Κι όσο κι αν είναι δυστύχημα που στα τελευταία χρόνια όλο και σπανιότερα διαβάζουμε κάτι για τον ποιητή (με την έννοια ότι όσα γράφονται συνήθως βοηθούν στην εκ νέου ανακάλυψη ή και στην καλύτερη γνωριμία), έρχονται πολλές νέες γενιές, που πιστεύουν στον Ερωτα και στην Επανάσταση και που «δε βολεύονται με λιγότερο ουρανό».
Οταν φτάνεις να αισθάνεσαι την ανάγκη πως πρέπει «να λες: ουρανός. Κι ας μην είναι», τότε ο Γιάννης Ρίτσος είναι έτοιμος να μπει στην ψυχή σου. Και, δεν μπορεί, κάπου θα συναντηθείτε.
Θα συναντηθείτε στις δύσκολες κορφές και στα μονοπάτια του αγώνα, εκεί όπου έδωσε τις ωραιότερες μάχες για να επικρατήσει το Δίκιο. Θα συναντηθείτε στην καθημερινότητα, που πάντα την αντιμετώπιζε σαν κάτι το ξεχωριστό. Θα διασταυρωθούν οι σκέψεις σας για τον Κόσμο, για τα Πράγματα, για την Ελευθερία. Θα συγκινηθείτε με τις επιλογές του, με τα μεγαλοφυή του πετάγματα, με τις σταθερές του και με τις αμφιβολίες του. Θα συμφωνήσετε μαζί του, πως εκείνο «που επιζεί του θανάτου σου είναι αυτό που στερήθηκες στη ζωή σου» («Γραφή Τυφλού»). Θα επαναλάβετε με πείσμα: «Ζωή - ένα τραύμα στην ανυπαρξία» («Πέτρες - Επαναλήψεις - Κιγκλίδωμα»). Και θα θαυμάσετε τον τρόπο, με τον οποίο τα έλεγε όλα. Ενδεικτικό μονάχα, το ποίημα «Πραγματικά χέρια» από τη «Γραφή Τυφλού», γραμμένο μέσα στη χούντα:
«Αυτός που χάθηκε ανεξήγητα ένα απόγευμα (ίσως/ και να τον πήραν) είχε αφήσει στο τραπέζι της κουζίνας/ τα μάλλινα γάντια του σα δυο κομμένα χέρια/ αναίμακτα, αδιαμαρτύρητα, γαλήνια, ή μάλλον/ σαν τα ίδια του τα χέρια, λίγο πρησμένα, γεμισμένα/ με το χλιαρόν αέρα μιας πανάρχαιης υπομονής. Εκεί,/ ανάμεσα στα χαλαρά, μάλλινα δάχτυλα,/ βάζουμε πότε - πότε μια φέτα ψωμί, ένα λουλούδι/ ή το ποτήρι του κρασιού μας, ξέροντας καθησυχαστικά/ ότι στα γάντια τουλάχιστον δεν μπαίνουν χειροπέδες».
Στα δικά του χέρια πάντως, όσες φορές κι αν τις φόρεσαν, ήταν σαν να μην υπήρχαν. Συνέχισε να γράφει όπως αισθανόταν, με την ωραία βεβαιότητα: «αυτό το χαμόγελο κι αυτόν τον ουρανό, δεν μπορούν να μας τα πάρουν». Και ποτέ δεν μπόρεσαν.

Αντιγόνη ΚΑΡΑΤΑΣΟΥ

Οσα δεν πρόλαβα να πω...
Στη Βουλή οι βουλευτές δε μιλούν, όταν έχουν να πουν κάτι. Μιλούν τότε μόνο, όταν ο κοινοβουλευτικός χρόνος τους το επιτρέπει. Ετσι κι εγώ, αν και είχα έτοιμη την ομιλία μου και είχα βάλει και τα «καλά» μου για να πάρω μέρος στη «συζήτηση» για τις προγραμματικές δηλώσεις το «ρολόι» της Βουλής, μου είπε όχι. Ετσι και εγώ, για να μην πάνε στο καλάθι με τα άχρηστα όσα είχα να πω εκείνη την επίσημη ώρα, τα δημοσιεύω εδώ, μήπως και πιάσουνε περισσότερο τόπο.
Κύριε πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι!
Μ' αυτή την πρώτη μου συμμετοχή στην κοινοβουλευτική περιπέτεια πιεσμένος κάτω από τη χρονομετρική απειλή του προεδρείου δε θα μπορούσα, ασφαλώς, να αναφερθώ στο σύνολο των προγραμματικών δηλώσεων που διάβασε σ' αυτή την αίθουσα ο κ. Πρωθυπουργός. Εξάλλου αυτό θα το κάνουν άλλοι συνάδελφοί μου. Θα μπορούσα, ωστόσο, να ομολογήσω, χωρίς κανένα δισταγμό, πως αυτές μου έδωσαν την εντύπωση που μου δίνουν και οι καλές εκθέσεις ιδεών, όπου ο συντάκτης τους δε σκέφτεται πώς θα αντικατοπτρίσει στο κείμενό του την πραγματικότητα, αλλά το πώς το κείμενο αυτό θα ανταποκρίνεται στην αφηρημένη μορφολογία του γραπτού λόγου. Μια μορφολογία, φυσικά, που θεμελιώνεται στην αισθητική και όχι στην ουσία.
Και ως εδώ απλώς προσπάθησα να διατυπώσω ένα γενικό σχόλιο για τις προγραμματικές δηλώσεις, θα ήθελα όμως να κάνω και μια συγκεκριμένη αναφορά που ξεκινάει από δυο πολύ συγκεκριμένα σημεία τους. Το ένα αφορά το περιληπτικό κείμενο που αναφέρεται στις «δεσμεύσεις», όπου ο κ. Πρωθυπουργός δε θεωρεί ούτε με έμμεσο τρόπο ότι ο Πολιτισμός θα μπορούσε να αποτελεί κι αυτός μια, από τις ελάσσονες έστω, δεσμεύσεις της αναπαλαιωμένης κυβέρνησης. Το άλλο σημείο αφορά τα όσα είπε για τον πολιτισμό ο κ. Πρωθυπουργός διαβάζοντας τις δηλώσεις του που κάλυψαν σε χρόνο ένα θλιβερό διάστημα, τόσο θλιβερό, ώστε με αναγκάζει να φανταστώ πως η κυβέρνηση ούτε προτίθεται ούτε απλώς σκέφτεται να ασχοληθεί με τον πολιτισμό. Και φυσικά όταν αναφέρονται οι κομμουνιστές στον πολιτισμό έχουν βαθιά στο μυαλό τους μια πανανθρώπινη ύλη που ταυτίζεται με την Ιστορία, γιατί βρίσκεται παρούσα σε κάθε στιγμή της αγωνιστικής ανθρώπινης ζωής. Αυτήν την ύλη, επίσης, που αναδεικνύει την ποιότητα της καθημερινής ζωής του ανθρώπου, και που η αναφορά σ' αυτήν αποτέλεσε βασικό επιχειρηματολογικό στοιχείο κατά την προεκλογική περίοδο... Και τέλος, όταν μιλούμε για τον πολιτισμό, έχουμε βαθιά στο μυαλό μας την ύλη εκείνη που ως εθνική εκδοχή διαμόρφωσης σκέψεων και συμπεριφορών συνιστά την κουλτούρα, αυτόν τον ιστορικά νόμιμο μηχανισμό που μπορεί να αποτελέσει τη μοναδική δύναμη αντίστασης των λαών ενάντια στην επερχόμενη λαίλαπα του Ιμπεριαλισμού ή της παγκοσμιοποίησης, όπως με ένα λεκτικό τρικ χαρακτηρίζεται στις μέρες μας.
Αν, λοιπόν, δεχτεί κανείς, έστω και σε γενικές γραμμές πως το περιεχόμενο του πολιτισμού δεν είναι το σύνολο των καλλιτεχνικών προϊόντων που παράγονται σε μια χώρα ούτε τα λογής ηχοχρώματα που όλο και πιο πολύ υποβαθμίζουν τη ζωή των εργαζομένων. Και την υποβαθμίζουν γιατί χάνουν την εθνική τους αυθεντικότητα και προσπαθούν να διεισδύσουν με τρόπο προκρούστειο στην ταλαιπωρημένη συνείδηση του λαού μας, αν δεχτεί αυτήν τη βασική άποψη, τότε θα δεχτεί πως οι προγραμματικές δηλώσεις που διάβασε ο κ. Πρωθυπουργός το Σάββατο το πρωί πιστοποιούν έμμεσα τα ακόλουθα:
α) Η κυβέρνηση δεν έχει σκοπό να εντάξει μέσα στις κοινωνικές της στρατηγικές τη φροντίδα για την ενεργοποίηση του ελληνικού λαού μέσα σε κείνες τις ιστορικές διαδικασίες, που προσδιορίζονται από τον πολιτισμό. Θα περιοριστεί απλώς σε μια επιφανειακή χρηματοδοτική αντίληψη, που η αναφορά τον τελευταίο καιρό στις «μαύρες τρύπες» του υπουργείου Πολιτισμού την καθιστά κι αυτή άκρως ανώφελη. Και με την παρατήρησή μου αυτή θέλω να πω ότι είναι βέβαιο πως δε θα δοθεί στον Ελληνα εργαζόμενο η δυνατότητα να διαμορφώσει τον ιστορικό χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας με την εργασία του και τους αγώνες που απαιτεί η εξασφάλισή της.
(Συνεχίζεται)

Του Γιώργου Χ.. ΧΟΥΡΜΟΥΖΙΑΔΗ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ