Επιμέλεια: ofisofi //
Πατώματα - Σαραντάπορος - Λυκόραχη
Πατώματα – Σαραντάπορος – Λυκόραχη
Ο Γράμμος είναι ένα συγκρότημα στον μεγάλο σχηματισμό του Βοΐου. Από την κεντρική του κορυφή, την ουρανομήκη Τσουκαρέτσκα, εκτείνεται προς τα δυτικά η κεντρική ραχοκοκαλιά που πάει κάτω προς τη Λυκόραχη και το ποτάμι της Ζούζουλης. Κάπου στη μέση ένας αυχένας χωρίζει την κορυφογραμμή στα δύο, στην Απάνω και Κάτω Αρένα` εκεί είναι το υποχρεωτικό πέρασμα (όταν κανείς πηγαίνει από τις χαμηλότερες διαβάσεις, αλλά πάντα μες στη γεωγραφία του βουνού) από τον ανατολικό στο δυτικό Γράμμο.
Όπως όλα τα ξάγναντα, είναι κι αυτό εδώ γυμνό από βλάστηση. Το χειμώνα, κάτω από τα χιόνια, δίνει την εντύπωση μιας φαρδιάς δημοσιάς που καβαλάει τη μια πλαγιά για να πέσει με ακόμα μεγαλύτερη κλίση στην άλλη. Άπειρες φορές έχω κουβαλήσει τα πόδια μου σ’ αυτές τις δύο πλαγιές, που όσο προσιτές φαίνονται από μακριά, τόσο αμείλικτες είναι, καθώς αργούν φοβερά να τελειώσουν, προχωρείς και προχωρείς με την ιδέα πως το τέλος είναι ένα βήμα πιο πέρα, μα κάποιος για να σου βγάλει την ψυχή το μεταθέτει διαρκώς πιο πάνω με αποτέλεσμα να σου βγει πράγματι η ψυχή όσο να το φτάσεις.
Αυτοί οι μουλωχτοί ανήφοροι είναι πολύ χειρότεροι από τους άλλους, ακόμα και τους πιο κοφτούς. Εγώ τον όρθιο ανήφορο, που συντόμευε και τον δρόμο, τον προτιμούσα για τον εξής κυρίως λόγο: το αριστερό μου πόδι, ύστερα από ένα τραύμα στο γόνατο, έμεινε κάπως πιο ευαίσθητο στις οδοιπορίες, ιδιαίτερα κάτω στο πέλμα, που το’ βλεπες να γυρίζει όλο προς τα μέσα και να διπλώνεται σαν να σου έβγαινε ξαφνικά το παπούτσι, πράγμα βέβαια που πολύ με δυσκόλευε στο βάδισμα. Συχνότερα όμως συνέβαινε αυτό, όταν πήγαινα σ’ ένα δρόμο έστω ομαλό, παρά όταν σκαρφάλωνα προσεχτικά έναν ανήφορο, έχοντας για στήριγμα και μια μαγκούρα, μεταλλικό κοντάρι ομπρέλας, ό,τι ακριβώς μου χρειαζόταν με τη στερεότητά του, την ελαφράδα του και κυρίως τη σφήνα του κάτω, που μπορούσες να τη μπήξεις ακόμα και στην πέτρα και να βασιστείς αλπινιστικά, με βεβαιότητα. Τη μαγκούρα αυτή – ήταν και κουδουνιστή, καθώς το στεφανάκι, όπου βιδώνονταν τα μπαλίνια, δεν μπόρεσα τελικά να το βγάλω και με κάθε χτύπημα κάτω τιναζόταν από τη θέση του και κουδούνιζε, ιδίως όταν χτυπούσε σε πέτρα – αυτή τη μαγκούρα μού την είχε κάνει δώρο ο Βλαντάς όταν ακόμα ήταν ομπρέλα, μόνος μου μ’ ένα σουγιαδάκι τη μεταποίησα σε μαγκούρα.
Αλλά το ανέβασμα και το κατέβασμα σ’ εκείνες τις πλαγιές είναι ακόμα πιο δύσκολο όταν τα χιόνια λιώσουν, οπότε τα δυο πλευρά μεταβάλλονται σε χειμάρρους, που σέρνουν κάτω τα νερά, ανοίγοντας στο χώμα, λασπωμένο από τις πατημασιές ανθρώπων και ζώων, αυλάκια και κάνουν ακόμα πιο δύσκολο το περπάτημα και σου επιτείνουν το αγκομαχητό… Αν σήμερα ο διαβάτης, σκαρφαλώνοντας εκεί πάνω, αισθανθεί κάπου να κρέμεται κανένα αγκομαχητό, κανένα χαμόγελο, σίγουρα είναι δικά μου – πάντα, περνώντας από κει, θυμόμουν τον πολυμήχανο Κολοκοτρώνη: «Στον ανήφορο να γελάς, σκέψου στην άλλη μεριά τον κατήφορο».
Αλλά τότε μ’ εμάς συνέβαιναν και μερικά άλλα πράγματα που οι παλιοί άνθρωποι δεν μπορούσαν να τα φανταστούν – ο Τούρκος δεν ερχόταν μόνο από πίσω με το γιαταγάνι, ορμούσε κι από ψηλά, από πάνω σου. Πουθενά αλλού δεν αισθανόσουν τόσο ανυπεράσπιστος, όσο σε κάτι τέτοιες διαβάσεις, όταν μάλιστα ήταν κι ολόλευκες μες στο χιόνι. Η διαδρομή, από εκεί που τα δέντρα τελειώνουν, είναι αρκετά μεγάλη και συνεχώς αυγαταίνει, όσο κι ο ρυθμός σου γίνεται όλο και πιο αργός. Αν, βγαίνοντας από τα δέντρα, αμέσως μόλις η κουκκίδα σου άρχιζε να προβάλλει στο χιόνι, αν εκείνη τη στιγμή σ’ έπιανε με τη διόπτρα του ο άλλος από το καραούλι απέναντι κι έδινε το σήμα στη βάση – η σαΐτα που θα σου τέντωναν από κει πέρα και το αρπακτικό που θ’ απογειωνόταν με χαραγμένο απάνω τ’ όνομά σου, θα σε προλάβαιναν κάπου στα μισά του δρόμου ή, ακόμα χειρότερα, κατάγναντα στην κορυφή.
Δεν είχες κατά πού να κάνεις, που να κατευθύνεις τις φούντες των τσαρουχιών σου – και καλά αν φορούσαμε κι εμείς τότε φουστανέλλα να μη μας ξεχωρίζουν πάνω στο χιόνι. Κάποτε ούτε χακί δεν είχαμε, ο καθένας έριχνε πάνω του ό,τι εύρισκε, συνήθως αυτά τα ίδια που φορούσε ανεβαίνοντας στο βουνό. Δεν ήταν καθόλου ευχάριστο ν’ ακούσεις σφύριγμα οβίδας ή αεροπλάνο να βουΐζει σαν είχες ήδη ξανοιχτεί στο επικίνδυνο πέρασμα, επικίνδυνο και τη νύχτα, γιατί το γωνιόμετρο εκεί πέρα ήταν σταθερά στημένο ώστε και τη νύχτα η οβίδα να γράφει την ίδια τροχιά, όπως και στο φως της ημέρας. Επισημασμένα τα έλεγαν οι αντάρτες αυτά τα πυρά και βρίσκουν τρόπους να τα παρακάμπτουν και, ακόμα, να τα προκαλούν.
– Βάρα στο γάμο του Καραγκιόζη! κορόιδευαν τους άλλους μες στη νύχτα.
Πρέπει σ’ αυτά να προσθέσω πως το 1949 οι ποσότητες σε βλήματα πυροβολικού και βόμβες αεροπλάνων, που είχε στη διάθεσή του ο κυβερνητικός στρατός, δεν εγνώριζαν πια περιορισμούς.
Καμπίτσιο - Κάτω Αρένα
Καμπίτσιο – Κάτω Αρένα
Ο στρατός εκείνη την εποχή τα πυρομαχικά δεν τα μέτραγε. Πέφταν οι βόμβες σαν βροχή. Δεν μπορώ να φανταστώ άλλη εποχή, άλλο πόλεμο, όπου η ελληνική σπιθαμή γης να κεραυνοβολήθηκε από τόσο σίδερο, όσο εκείνη τη χρονιά τα δικά μας βουνά – την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1949.
Το λιωμένο μέταλλο έπεφτε από πάνω κύματα κύματα μια ατελείωτη λάβα…
Εκείνη την ημέρα ερχόμουν από την ηπειρώτικη πλευρά. Ανέβηκα την πλαγιά, αφήνοντας πίσω την ποταμιά του Σαραντάπορου με το ψηλό ογκωδέστατο, σκεπασμένο από τα χιόνια οροπέδιο του Σμόλικα αριστερά και δεξιά την άλλη κορυφογραμμή του Γράμμου κατά μήκος των συνόρων με την Αλβανία, μια αλυσίδα κορυφές που η μια κόβει την ορμή της άλλης, πέφτοντας συνεχώς ως κάτω στην πεδιάδα της Κόνιτσας. Εκεί, πέρα από την Κόνιτσα, ο ορίζοντας ξανοίγει κι όλο το τοπίο παίρνει μια εκπληκτική ημεράδα, όταν κοιτάζεις από ψηλά. Οι μεγάλοι όγκοι, που η βαθιά ρεματιά υπογραμμίζει από κάτω συναρπαστικά τις ανορθωμένες τους μάζες με τα χωριά σκόρπια εδώ κι εκεί στις πλαγιές κι άλλα σαν αϊτοφωλιές ψηλά στους όχθους του ποταμού, παίρνουν, όταν εσύ είσαι ακόμα πιο ψηλά, έναν χαρακτήρα παραίσθησης, σαν, όλα που βλέπεις, να είναι και κάπως ονειρεμένα, φανταστικά, γραμμένα με τον νου. Σου δημιουργείται εκείνο το αίσθημα, εκείνη η ηδονική φρεναπάτη, που σε κάνει καμιά φορά από κει ψηλά που είσαι, από ένα ύψος θεόρατο, να δώσεις μια και με όλη σου την ύπαρξη να βουτήξεις κάτω, να τη χαρείς και μ’ αυτό τον τρόπο, μ’ όλο σου το κορμί και την ψυχή, αυτή την ονειροφαντασία…
Είχα αφήσει πια την κορυφή και κατηφόριζα στην άλλη μεριά, όταν εκεί πιο κάτω είδα τα σκοτωμένα μουλάρια.
Γράφτηκε  η εικόνα αυτή μέσα μου για να μην ξεγραφτεί ποτέ πια.
– Θα τα δεις, θα τα δεις, μόνο πέρνα γρήγορα, με είχαν προειδοποιήσει οι δύο σύνδεσμοι που πέρασαν δίπλα μου, ταχείς σαν άλογα, πριν καμιά ώρα.
Η μέρα ήταν καθαρή, ουρανός και χιόνια δυο αντικριστοί καθρέφτες. Ακόμα και ο σκίουρος από τον ένα καθρέφτη θα προβαλλόταν στον άλλο (μα πρέπει να σημειώσω πως ούτε  σκίουρο ούτε άλλο άγριο ζωντανό είδα στο Γράμμο και στη Μουργκάνα εκείνα τα χρόνια. Όλες οι άγριες ψυχές, μικρές και μεγάλες, είχαν λακίξει στην ήσυχη Αλβανία, αγρίμι μία μόνο φορά είδα στο Γράμμο κι αυτό το αφήνω γι’ άλλη φορά.)
Τα μουλάρια και τα τρία ήταν νεκρά, χωρίς ακόμα να έχουν παγώσει. Τους είχαν πάρει το φορτίο και τα σαμάρια και κείτονταν τώρα αλόγυμνα στο χιόνι νεκροί συλημένοι.
Όλη η βιαιότητα των όσων συνέβησαν εδώ πριν λίγη ώρα (εγώ ξεκίνησα από την άλλη πλευρά του γυμνού, σχεδόν αμέσως μόλις πέρασε κι έφυγε το σμήνος των αεροπλάνων) είχε αποτυπωθεί στο χιόνι.
Και τα τρία ζώα χτυπήθηκαν έξω από το πατημένο μονοπάτι, εκεί ίσως τα τράβηξαν οι ημιονηγοί, όπως τα φέρναν, ή τραβήχτηκαν μόνα τους, και τα τρία μαζί, σ’ εκείνη την κατεύθυνση όπου τα έσπρωχνε από πίσω το βουητό των αεροπλάνων και το κροτάλισμα των πολυβόλων τους. Όπως έπεσαν, σχημάτιζαν ένα τρίγωνο σχεδόν, των δυο τα κεφάλια βρέθηκαν πολύ κοντά, μύτη με μύτη, και τα μεγάλα ανοιχτά μάτια τους ακόμα αλληλοκοιτάζονταν.
Αλλά το πιο σπαραχτικό ήταν ο πανζουρλισμός του αίματος πάνω στο χιόνι.
Όλες οι κόκκινες γραμμές του κόσμου, όλα τα κεντήδια και οι δαντέλες, όλα τα σχήματα που μπορεί να χαράξει σ’ ένα χαρτί το πιο τρελό χέρι, όλα τα κόκκινα πάνω στο λευκό, τα άστρα, τα παραλληλόγραμμα, οι πυραμίδες, οι κύκλοι, οι ευθείες κι όλα τα παιχνίδια των σιντριβανιών ήταν εκεί γραμμένα σ’ αυτό τον απίστευτο πίνακα, που σαν να είχε κρατήσει κι αυτήν ακόμα τη ζεστή άχνα της ζωής, που μόλις είχε σηκωθεί από τα δύστυχα πλάσματα.
Υγρά, όπως ήταν ακόμα – απάγωτα -, απλώθηκαν μέσα μου σαν τα φρέσκα χρώματα μιας νωπογραφίας.
Ρίζωσαν, ενσωματώθηκαν στο δικό μου χώμα και μένει η εικόνα με τα κόκκινα συντριβάνια στο χιόνι σαν ένας κεντρικός κώδικας της μνήμης.
Οι ισχυρές εντυπώσεις, αυτές που μας πλημμύρισαν κάποτε με μια σπουδαία συγκίνηση, κάπου μας αφήνουν ένα δικό τους νεύρο και πάνε και το βρίσκουν έπειτα ερεθισμοί που περνάνε, χωρίς και να το ελέγχουμε, μεσ’ από τα μάτια μας, μέσ’ από τ’ αυτιά και το δέρμα μας – από τη συνείδησή μας. Και πάλι μας συγκλονίζουν, έστω κι αν ο ίδιος ο ερεθισμός είναι ασήμαντος. Μας συγκλονίζουν γιατί βρίσκουν και κεντρίζουν εκείνο το άλλο μας νεύρο. Υπάρχει το νεύρο μέσα μας σαν ένας ισχυρός μαγνήτης που τραβά πάνω του ό,τι τον δονεί, κάποτε από πολύ μακριά και με αφορμές ανεξέλεγκτες και πολλές φορές άσχετες.
Το  άσπρο και το κόκκινο, το αίμα και το χιόνι, ό,τι μπορεί να τα ξυπνήσει στο νου, στην καρδιά αυτά τα δύο, άνοιξε εκείνη την ημέρα δρόμο μέσα μου και μένει ανοιχτός, όσο εκεί εξακολουθεί να υπάρχει η εικόνα των τριών σκοτωμένων ζώων κι εκείνο το τρελό πανηγύρι του αίματος γύρω τους σαν μια μακάβρια σύνθεση από ακάνθινα στεφάνια.
Στεκόμουν εκεί από πάνω δεν ξέρω κι εγώ πόση ώρα. Στεκόμουν και κοίταζα, σαν μέσα μου μια μηχανή να κράταγε ανοιχτό το διάφραγμα και δεν μπορούσε να κλείσει.
Σε κάποια στιγμή άκουσα μια φωνή. Από πάνω κατέβαινε ένας αντάρτης, στάθηκε κι αυτός λίγο κοιτάζοντας τα ζώα κι εγύρισε να φύγει. Δεν θα είχε απομακρυνθεί παρά ελάχιστα μέτρα, όταν ακούσαμε τη βοή των αεροπλάνων, αρκετά μακρινή ακόμα.
Αρχίσαμε να τρέχουμε.
Καμπίτσιο
Καμπίτσιο
Εκεί πιο κάτω, μες στα δέντρα, στην τοποθεσία Καμπίτσιος, ήταν πάντα ένα δικό μας φυλάκιο. Κάποτε στάθμευε κανένας λόχος ή μια μεγαλύτερη μονάδα. Το μέρος είχε νερό. Ήταν κι ένα είδος σταυροδρόμι, αριστερά πήγαινε για την Αετομηλίτσα, πάντα θα έβρισκες εκεί επιμελητές και ημιονηγούς. Φτάνοντας στο σημείο αυτό, ήσουν από τ’ αεροπλάνα ασφαλισμένος, ο δρόμος συνέχιζε κάτω από δέντρα – από το καλυμμένο, έλεγαν οι αντάρτες.
Ήταν εκεί και κάτι καλύβια, όπου, κατά τις περιστάσεις, μπορούσες να διανυκτερεύσεις. Μπορούσες επίσης να καθήσεις να γράψεις το κομμάτι σου και με κανέναν σύνδεσμο να το στείλεις στην εφημερίδα, αν ήταν να πήγαινες κάπου αλλού. Τέτοιου είδους πανδοχεία και ταχυδρομικοί κόμβοι ήταν σκόρπια σε διάφορα σημεία του Γράμμου κι όλο κάποιος βρισκόταν εκεί υπεύθυνος, ο φρούραρχος, όπως τους λέγαμε, κανένας άρρωστος ή γέρος αντάρτης. Και καθόλου σπάνια, κάποιο από τα τιμωρημένα στελέχη, που είπαμε πιο πάνω.
Εκείνη την ημέρα πράγματι εκεί – φρούραρχος – ήταν ένας καπετάνιος, μόλις πριν ένα μήνα διοικητής μεγάλης μονάδας, παλιό στέλεχος του κόμματος. Ο Ζαχαριάδης, για λόγους που εμείς αγνοούσαμε, τον έπιασε από το αυτί και τον ξαπόστειλε σ’ αυτά τα καλύβια.
Καθώς πλησιάζαμε τρέχοντας, αντιληφθήκαμε κάτι να μας φωνάζουν από κει κάτω. Στο μεταξύ και τ’ αεροπλάνα είχαν φτάσει εκεί που ήθελαν, μπορεί και να είχαν αρχίσει ήδη να κροταλίζουν. Σε περιπτώσεις σαν αυτές, τις λεπτομέρειες δεν τις ξεχωρίζεις, σημασία έχει το ουσιώδες, να μην την πάθεις σαν τα μουλάρια – φωνές, αεροπλάνα και πολυβολισμοί μάς βρήκαν την ίδια στιγμή σε κάποια απόσταση ακόμα από την αγία σκέπη των ελάτων και ό,τι κατάλαβα εγώ τουλάχιστον ήταν πως οι άλλοι από κει κάτω μάς φώναζαν και μας κατηγορούσαν ότι δίναμε στ’ αεροπλάνα στόχο, πηγαίνοντάς τα κατ’ επάνω τους και ήταν, με το δίκιο τους οργισμένοι εναντίον μας. Κυρίως ένας απ’ αυτούς, που είχε βγάλει κι εκράδαινε το περίστροφό του.
Του αντάρτη – που έφτασε πρώτος – του τράβηξε ένα χαστούκι, και το περίστροφο εξακολουθούσε να το κραδαίνει. Ήταν έξω φρενών.
Εδώ και δύο περίπου μήνες μ’ αυτόν τον άνθρωπο, περαστικόν από το αμπρί μας, τότε που ήταν ακόμα στρατηλάτης, τρανός κατά την ορολογία τότε μεταξύ των ανταρτών, είχαμε αλυσιδωτά απαγγείλει Παλαμά, ακόμα και Καβάφη, και το ότι η συμπεριφορά του εκείνη την ημέρα στα καλύβια δεν ήταν η ενδεδειγμένη το συνειδητοποίησε αμέσως μόλις μ’ εγνώρισε – και υπάρχουν ακόμα μερικές λεπτομέρειες, όταν αποπάνω μας είχε ανάψει ο καταιγισμός κι εμείς όλοι είχαμε μπει στο χορό και χορεύαμε όλους χωρίς διάκριση τους χορούς πίσω από τους κορμούς των δέντρων. Υπάρχουν κι απ’ αυτή τη φάση μερικές λεπτομέρειες που σ’ έκαναν απολύτως βέβαιον ότι σ’ αυτόν τον άνθρωπο, συμπαθέστατο, όχι μονάδα ανταρτών, αλλά ούτε τα τρία σκοτωμένα μουλάρια εκεί στην πλαγιά έπρεπε να του εμπιστευθείς σ’ έναν τέτοιο πόλεμο.
Πέρασαν χρόνια. Η τύχη το έφερε να είμαι από τους τελευταίους που τον είδαν, νεκρό πια, να τον διαβάζει ο Ρουμάνος παπάς σ’ ένα νοσοκομείο, αφού όλ’ αυτά τα χρόνια είχε μείνει τελείως παραμερισμένος, λησμονημένος και εκεί στο ξένο νοσοκομείο όπου κι εγώ νοσηλευόμουν, τελείως άγνωστος – ο Ζαχαριάδης ήταν ακόμα στο τιμόνι κι εκράταγε ανοιχτό το βιβλίο με τους λογαριασμούς…
Σκληρός ηγέτης…Αλλά ακόμα πιο σκληρή η εποχή – και για κείνον τον ίδιον.
Σκληρή εποχή, σκληρές καρδιές, λέει κι ο Πούσκιν και πρέπει να το λάβουμε κι αυτό υπό σημείωση.
Καμπίτσιο - Επάνω Αρένα
Καμπίτσιο – Επάνω Αρένα
Ποτέ δεν μπόρεσα να δεχτώ μέσα μου, για όλους εκείνους τους ανθρώπους, ούτε και τότε πάνω στο βουνό, τις ευθύνες που τους αποδόθηκαν, τις τιμωρίες και τα μαρτύρια που τους έγιναν. Κι αν τώρα χρησιμοποίησα κάπου εκφράσεις, που μπορούν να φανούν επικριτικές, καθόλου δεν σημαίνει πως απευθύνονται στους ανθρώπους. Αν όχι όλοι τους, πάντως οι πιο πολλοί, μα και όλοι τους θα έλεγα, ήταν άνθρωποι αξιόλογοι, μερικοί πολύ άξιοι, πολύ προικισμένοι. Πολύ πιο άξιοι, σαν Έλληνες και σαν άνθρωποι της δικής μας εποχής, από άλλους που πέρασαν μέσα από εκείνες τις καταιγίδες, χωρίς πουθενά να βραχεί το πόδι τους, χωρίς το ελάχιστο να ζημιώσει η ζωή τους, η καριέρα τους, όμως γι’ αυτούς εδώ η ζωή ήταν μια αδιάκοπη αλυσίδα δοκιμασίες, ατελείωτη πορεία μες στις συμπληγάδες, απ’ όπου όλοι δεν μπόρεσαν τελικά να περάσουν.
Γράφω με συμπάθεια κι ένα δικό μου πόνο γι’ αυτούς τους ανθρώπους, γιατί αυτό είναι το αίσθημά μου. Αυτό ήταν από μιας αρχής.
Πολλοί ποτέ πια δεν μπόρεσαν να ξαναβρούν τον εαυτό τους, τις δυνάμεις τους και την αξία τους. Έμειναν σκλάβοι μιας στιγμής, που ήταν και η κατακόρυφη της ζωής τους – εκείνης απ’ όπου τους γκρέμισαν τότε.
Η ψυχή έγινε στυφή κι η θέληση μούδιασε. Κάτι έμεινε μέσα τους και τους έλεγε πως είχαν δίκιο, πως το δίκιο το είχε ο άλλος, πως όλοι είχαν το δίκιο κι όλοι το άδικο – με όλα αυτά η επιστροφή ήταν ουσιαστικά αδύνατη κι όταν ακόμα ο Ζαχαριάδης δεν υπήρχε. «Ούτε για καθοδηγητές κάνουμε τώρα εμείς ούτε για καθοδηγούμενοι», έλεγε κι ο πανέξυπνος Θανάσης Χατζής.
Κάπου έμεινε ένα κενό σαν τη φυσαλίδα στο γυαλί, απ’ όπου δεν τη βγάζεις παρά μ’ ένα σπάσιμο…

Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Αυτά που μένουν. Α. Η γραμμή της ζωής. Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα 2000