του Αποστόλη Χαρίση
Ενας από τους πιο ενδιαφέροντες και κατά τη γνώμη μου και πιο σοφούς κομμουνιστές του 20ού αιώνα, ο Μπέρτολντ Μπρεχτ, έλεγε ότι στις εποχές της αδυναμίας δε λείπουν οι σωστές απόψεις, λείπει «η» άποψη. Δηλαδή, ενώ δε λείπουν οι ενδιαφέρουσες, ορθές, χρήσιμες ιδέες, λείπει το καθοδηγητικό νήμα, η κεντρική, οδηγητική ιδέα, στο πλαίσιο της οποίας όλες οι άλλες χρήσιμες και ενδιαφέρουσες ιδέες εντάσσονται και λειτουργούν, εκδηλώνουν πρακτικά τη χρησιμότητά τους. Βεβαίως, σε τελευταία ανάλυση, το θεμελιώδες πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην κατάσταση υποχώρησης της πρακτικής (ή «αδυναμίας», σύμφωνα με τις λέξεις του Μπρεχτ) του ίδιου του κινήματος για την αλλαγή της κοινωνίας και στην ανάγκη ξεπεράσματός της. Η διαδικασία ξεπεράσματος της κρίσης του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος σήμερα συντελείται στο πλαίσιο έντονης ιδεολογικής διαπάλης (και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς) όσον αφορά τις προϋποθέσεις και κατευθύνσεις της ανάπτυξής του, τον καθορισμό της ουσίας του σύγχρονου κόσμου, τον ίδιο τον αυτοπροσδιορισμό του ως επαναστατικού κινήματος που επιδιώκει την ανατροπή της καπιταλιστικής κοινωνίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού. Σε ορισμένες από τις πτυχές της ιδεολογικής διαπάλης μέσα στο κίνημα σήμερα αναφέρεται και η παρούσα τοποθέτηση.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΡΕΧΟΥΣΑ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ
ΧΡΗΣΗ ΤΟΥ ΟΡΟΥ «ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗ»
Ο τίτλος του θέματος της παρούσας συνδιάσκεψης, όπως και πολλών άλλων αντίστοιχων εκδηλώσεων σε όλο τον κόσμο, περιλαμβάνει τον όρο «παγκοσμιοποίηση». Πρόκειται για μια έννοια που θα έλεγε κανείς ότι είναι κυρίαρχη, τα τελευταία χρόνια, στις θεωρητικές συζητήσεις και στην τρέχουσα ιδεολογική και πολιτική διαπάλη. Στο πλαίσιο του πολύμορφου αντιιμπεριαλιστικού κινήματος ενάντια στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, και ιδιαίτερα στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αποτελεί την έννοια-κλειδί, μέσω της οποίας μέρος του κινήματος αυτού αυτοπροσδιορίζεται ως «κίνημα ενάντια στην παγκοσμιοποίηση». Η χρήση νέων όρων δε συνιστά βέβαια κάτι κακό από μόνη της. Ωστόσο, όταν όλοι, αριστεροί και δεξιοί, εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος και διευθυντές μονοπωλιακών επιχειρήσεων και ομίλων, όπως και αστοί πολιτικοί παράγοντες, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αλλά και διακεκριμένοι αστοί θεωρητικοί και ιδεολόγοι χρησιμοποιούν αυτό τον όρο, τότε, κατά τη γνώμη μου, είναι αναγκαίο να αναρωτηθούμε στα σοβαρά τόσο για το τι εννοεί ο καθένας απ’ αυτούς, όσο και για το ίδιο το περιεχόμενο της έννοιας και το πόσο αντιστοιχεί με την πραγματικότητα που περιγράφει και ερμηνεύει. Πολύ περισσότερο, που πρόκειται για έναν όρο που έχει επινοηθεί έξω και ανεξάρτητα από τις μαρξιστικές αναλύσεις του σύγχρονου καπιταλισμού. Πρόκειται για μια έννοια, η οποία, σε ό,τι αφορά τη διάδοση και την ιδεολογική της χρήση και επίδραση, είναι συγγενική με αυτή του «νεοφιλελευθερισμού». Για το κομμουνιστικό κίνημα και τους μαρξιστές, το ζήτημα τίθεται ως εξής: η υφιστάμενη θεώρηση, αντίληψη και ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης είναι συμβατή με την ανάλυση της σύγχρονης κατάστασης σύμφωνα με τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, ή, έστω, την αίρει (υπερβαίνει) διαλεκτικά, την αναπτύσσει περαιτέρω; Ζούμε όντως σε μια εποχή όπου ο καπιταλισμός έχει υποστεί ουσιώδη ποιοτική αλλαγή, έχοντας περάσει σε μια νέα φάση ή βαθμίδα ανάπτυξης - αναιρώντας, σε αυτή την περίπτωση, τη λενινιστική θεωρία του ιμπεριαλισμού, που ορίζει το μονοπωλιακό καπιταλισμό σαν το ανώτερο και τελευταίο στάδιο του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού;
Κατά τη γνώμη μας κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Νέα φαινόμενα υπάρχουν βέβαια, αλλά νέα φαινόμενα εμφανίζονται συνεχώς στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, δίχως να αλλάζουν την ουσία του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος ούτε τις θεμελιακές αντιφάσεις στις οποίες αυτό το σύστημα βασίζεται. Η διαδικασία της αυξανόμενης διεθνοποίησης και «παγκοσμιοποίησης» ως συστατικό στοιχείο της ιστορικής ανάπτυξης του καπιταλισμού τίθεται ήδη στο «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος» των Μαρξ και Ενγκελς. Η ύπαρξη και δράση των καπιταλιστικών διεθνικών μονοπωλίων δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο, έστω κι αν την τελευταία εικοσαετία έχει όντως επεκταθεί σημαντικά, σε συνδυασμό με πολύ γνωστούς μας παράγοντες, όπως η ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη, η υποχώρηση του διεθνούς κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος, η εξασθένιση της μερικά ανεξάρτητης θέσης και κυριαρχίας πρακτικά όλων των νεοαπελευθερωμένων από την αποικιοκρατία αναπτυσσόμενων χωρών και ιδιαίτερα αυτών που είχαν «σοσιαλιστικό» ή «λαϊκο-δημοκρατικό» προσανατολισμό (εναλλακτική λύση και εξωτερική βοήθεια πλέον δεν υπήρχε, οπότε το μονοπωλιακό κεφάλαιο των ανεπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών έσπευσε να καταλάβει το νεοδημιουργημένο κενό χώρο)[1]. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς ότι ισχύει και σε ό,τι αφορά τη διόγκωση του πλασματικού χρηματικού κεφαλαίου και την κίνησή του, καθώς και τη διεθνή κερδοσκοπία που συνοδεύει αυτή την κίνηση. Πρόκειται για ποσοτική αύξηση, για ενίσχυση μιας ήδη σημαντικής από τα πριν τάσης, στο πλαίσιο της αυξανόμενης συσσώρευσης του κεφαλαίου και της ενίσχυσης των παρασιτικών στοιχείων του και όχι για καθοριστική ποιοτική αλλαγή στο ίδιο το οικονομικό σύστημα του καπιταλισμού, που αλλάζει το χαρακτήρα του τελευταίου. Το ίδιο ισχύει και για τις αλλαγές στην κατεύθυνση του διεθνούς εμπορίου και στη σύγχρονη οργάνωση του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας. Επίσης δε στοιχειοθετείται επαρκώς, από τους θεωρητικούς της «παγκοσμιοποίησης», η αντίληψη περί της υποκατάστασης του ρόλου του σύγχρονου καπιταλιστικού κράτους από τα ίδια τα ιδιωτικά μονοπώλια.
Ποιοι χρησιμοποιούν κατ’ εξοχήν και κατά κόρον την έννοια της παγκοσμιοποίησης;
Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί οργανισμοί, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου κ.ά. (οι οποίοι παρεμπιπτόντως αντανακλούν και αναπαράγουν τον υφιστάμενο συσχετισμό δύναμης και τη δυναμική ισορροπία μεταξύ των σημαντικότερων καπιταλιστικών κρατών και των συνασπισμών τους), οι εκπρόσωποι των καπιταλιστικών κυβερνήσεων («νεοφιλελεύθεροι» και σοσιαλδημοκράτες) και των μονοπωλίων, φορείς όπως οικολογικές οργανώσεις (με βάση την παλιά -των δεκαετιών του 1960 και 1970- «οικουμενική» κατανόηση του πλανήτη ως ενός τεράστιου βιότοπου-ενιαίου οικολογικού συστήματος, όπως απεικονίζεται σχηματικά στην αντίληψη «διαστημόπλοιο Γη»), κάθε είδους Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (ΜΚΟ) και οριζόντιες «άτυπες ενώσεις πολιτών» (που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ανατροπή της σοσιαλιστικής εξουσίας στην ΕΣΣΔ και στην υπονόμευση των συνδικάτων και των άλλων εργατικών οργανώσεων στις καπιταλιστικές χώρες) που στηρίζονται σε μια α-ταξική και υπερ-ταξική κατανόηση της σύγχρονης κοινωνίας ως μιας φανταστικής «κοινωνίας των πολιτών» (βλ. λ.χ. οργανώσεις και «κινήματα» καταναλωτών κλπ.), οι τεχνοκράτες και θεωρητικοί των διάφορων ιδιωτικών και κρατικών καπιταλιστικών «δεξαμενών σκέψης».
Πώς εμφανίστηκε αυτή η έννοια;
Μπορούμε να θυμηθούμε από πολύ παλιά τη θεωρία της «βιομηχανικής κοινωνίας», δίχως κοινωνικο-ταξικά χαρακτηριστικά (στο πλαίσιο της οποίας είχε αναπτυχθεί και η θεωρία της «σύγκλισης των δύο συστημάτων», του καπιταλιστικού και του σοσιαλιστικού), που αντικαταστάθηκε από τη θεωρία της «μεταβιομηχανικής κοινωνίας» (Ντ. Μπελ, κατά κύριο λόγο) ή της «τεχνοτρονικής κοινωνίας» (Ζ. Μπρζεζίνσκι), ας θυμηθούμε τις τεχνοκρατικές αντιλήψεις περί «παγκόσμιου χωριού» του Τόφλερ κλπ. Ας θυμηθούμε το πώς και πόσο γρήγορα και άκριτα αυτές οι μεταφυσικές τεχνοκρατικές αντιλήψεις έγιναν δεκτές από τη σοσιαλδημοκρατία και τις αναθεωρητικές αποκλίσεις στο κομμουνιστικό κίνημα και τους μαρξιστές της Ευρώπης (ευρωκομμουνισμός, θεωρία του δημοκρατικού σοσιαλισμού και του σοσιαλισμού «με ανθρώπινο πρόσωπο»). Ας θυμηθούμε τον «οικουμενισμό» του Γκορμπατσόφ και της πολιτικής πλατφόρμας της «Περεστρόικα» στην ΕΣΣΔ, στην οποία θεωρούμε ότι οφείλει πάρα πολλά ο σύγχρονος αφηρημένος οικουμενισμός («globalism») και η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης (όπως και οι συγγενικές της αντιλήψεις της «αντι-παγκοσμιοποίησης» και της «εναλλακτικής παγκοσμιοποίησης»).
Η παγκοσμιοποίηση ως έννοια και ως ιδεολογική αντίληψη, κατά τη γνώμη μας, περισσότερο συσκοτίζει παρά διαφωτίζει, ενώ στο επίπεδο του κινήματος υποκαθιστά τον εργατικό, τον προλεταριακό διεθνισμό με το σύγχρονο κοσμοπολιτισμό της καπιταλιστικής χρηματιστικής ολιγαρχίας (κάτι που εύκολα μπορεί να διακρίνει κανείς σαν χαρακτηριστικό της σκέψης πολλών εκ των οπαδών αυτής της ιδεολογίας-ερμηνευτικού σχήματος, τόσο δεξιών, όσο και «αριστερών», στα ήθη και πρότυπα πολιτισμού και τρόπου ζωής που προκρίνουν και διαδίδουν). Επομένως, η άκριτη και επιπόλαιη αποδοχή και χρήση αυτού του όρου από τους μαρξιστές συνιστά ήδη μια πραγματική και σημαντική πολιτική και ιδεολογική υποχώρηση γιατί, άμεσα ή έμμεσα, καταλήγουμε με αυτό τον τρόπο να ετεροπροσδιοριζόμαστε θεωρητικά και πολιτικά (και αυτή η ιστορία ετεροπροσδιορισμού έχει διαδραματιστεί πολλές φορές ήδη στο παρελθόν και πάντα με καταστροφικά αποτελέσματα για το κίνημα)[2]. Πίσω από την έννοια της «παγκοσμιοποίησης» βρίσκεται μια αντίληψη που δεν ξεκινά από την πάλη των τάξεων, μια αντίληψη μεταφυσική-αντιδιαλεκτική, που δεν κατανοεί την εσωτερική αντιφατική λογική της ανάπτυξης του καπιταλισμού, μια αντίληψη που αφοπλίζει το εργατικό, το αντιιμπεριαλιστικό και -αν γίνεται αποδεκτή και από τους μαρξιστές- το κομμουνιστικό κίνημα.
Το ίδιο συμβαίνει και με τον όρο «νεοφιλελευθερισμός», ενάντια στον οποίο μας καλούν να συμπαραταχθούμε πολλοί εκ των «αριστερών» κηρύκων της «αντι-παγκοσμιοποίησης». Το θέμα είναι ότι αν ορίσουμε τη σύγχρονη κοινωνικοοικονομική και πολιτική πραγματικότητα ως ιμπεριαλισμό, η εναλλακτική λύση που προβάλλει είναι ο σοσιαλισμός. Αν, αντίθετα, την ορίσουμε ως «νεοφιλελευθερισμό» ή «κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης πολιτικής», τότε η εναλλακτική λύση είναι οι κρατικομονοπωλιακές, κεϋνσιανού ή άλλου τύπου, ρυθμίσεις, σαν συνέπεια της χρεοκοπίας και του ξεπεράσματος των οποίων έχουμε φτάσει εδώ που φτάσαμε.
Ενα ακόμη παράγωγο των προσπαθειών αντικατάστασης, στο πλαίσιο του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος, της έννοιας του ιμπεριαλισμού (μονοπωλιακού καπιταλισμού) από τις έννοιες της παγκοσμιοποίησης και του νεοφιλελευθερισμού είναι ότι συχνά επιχειρείται να αναχθούν όλα τα δεινά στην ηγεμονική θέση των ΗΠΑ στο σύγχρονο κόσμο[3]. Είναι βέβαια αλήθεια ότι η πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σύστημα του ιμπεριαλισμού συνιστά ένα γεγονός εξαιρετικής σημασίας. Ωστόσο θα ήταν εγκληματική παράλειψη για μαρξιστές το να «αθωώνουμε» - δια του υπερτονισμού του ρόλου των ΗΠΑ αποκλειστικά - τις χρηματιστικές ολιγαρχίες των άλλων καπιταλιστικών χωρών και των ξεχωριστών εθνικών κρατών, να μην αναγνωρίζουμε ή να υποβαθμίζουμε την ευθύνη και το ρόλο τους στα σύγχρονα προβλήματα των λαών, να μη βλέπουμε ότι αυτό που συχνά ορίζεται ως «εξαμερικανισμός» (στην οργάνωση της εργασίας και της εκμετάλλευσης και στις πρακτικές των μονοπωλίων, στην κρατική πολιτική, στον πολιτισμό και τον τρόπο ζωής) αποτελεί συνειδητή επιλογή και αναγκαία επιδίωξη (ουσιαστικά όρο επιβίωσης!) κάθε μονοπωλιακής αστικής τάξης, κάθε καπιταλιστικού κράτους, σε κάθε χώρα του κόσμου. Στην περίπτωση που χάνουμε από τα μάτια μας αυτό το τελευταίο, μετατρεπόμαστε σε μέρος του παιχνιδιού της σοσιαλδημοκρατίας, του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, της μονοπωλιακής αστικής τάξης της κάθε ξεχωριστής καπιταλιστικής χώρας. Επίσης, κάτι που είναι εξαιρετικά σημαντικό σήμερα, σε αυτή την περίπτωση, εξουδετερωνόμαστε -και εξουδετερώνουμε και όλο το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα - απέναντι στις φανερές πλέον επιδιώξεις και των άλλων, πλην ΗΠΑ, ιμπεριαλιστικών κέντρων και κρατών για οικονομική, πολιτική και στρατιωτική αυτονόμηση και ενίσχυση, γεγονός που μας φέρνει όλο και πιο κοντά σε έναν τρίτο μεγάλο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αυτός είναι και ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την ανθρωπότητα και δυστυχώς λίγοι είναι αυτοί που τον παίρνουν στα σοβαρά, ακόμη και μεταξύ των αριστερών, αφού, όπως υποστηρίζεται συχνά, «δεν υπάρχει πλέον ιμπεριαλισμός» και τον κόσμο τον διοικούν όχι πια τα καπιταλιστικά κράτη, αλλά απευθείας τα «πολυεθνικά» μονοπώλια. Πρόκειται για ένα δίλημμα ανάλογο με εκείνο που είχε προκαλέσει η θεωρία περί «υπεριμπεριαλισμού» του Κ. Κάουτσκι (τίθονταν από τον κυριότερο ηγέτη του εργατικού κινήματος της εποχής το ζήτημα ότι ίσως ήταν δυνατό να υπάρξει παγκόσμια ιμπεριαλιστική κυβέρνηση και σταθερά ειρηνική ανάπτυξη του καπιταλισμού και αυτό στις παραμονές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου!) και που είχε τεράστιες ιστορικές επιπτώσεις στο εργατικό και σοσιαλιστικό κίνημα. Βεβαίως πολλά άλλαξαν από τότε. Ωστόσο ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να υπάρχει και μαζί με αυτόν και οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, με όλους τους κινδύνους τους για τους λαούς. Τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οφείλουμε βέβαια να τις μελετάμε και να τις αξιοποιούμε στη δράση μας και στο σχεδιασμό της ανάπτυξης του κινήματος και της τακτικής του, οφείλουμε όμως επίσης να μην υποτασσόμαστε σε αυτές. Κάτι τέτοιο θα είχε σαν αποτέλεσμα την υποταγή του κινήματός μας στην αστική ιδεολογία και στις ξεχωριστές αστικές τάξεις, τα κράτη τους και τους συνασπισμούς τους.
Συνεπώς, κατά τη γνώμη μας, η σύγχρονη συγκυρία και κατάσταση στον κόσμο επιβεβαιώνει και αναδεικνύει τα γενικά συμπεράσματα της λενινιστικής θεωρίας του ιμπεριαλισμού και μας «υποχρεώνει» - ακόμη πιο πολύ απ’ ό,τι πριν το 1989 - να ξεκινάμε από αυτή, ως θεμελιακή θεωρητική αφετηρία, για την έρευνα και την κατανόηση του σύγχρονου καπιταλισμού και των αντιφάσεών του, για τη διαμόρφωση της στρατηγικής και της τακτικής των κομμουνιστικών κομμάτων.
ΤΟ «ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΠΟΙΗΣΗΣ»
ΚΑΙ ΤΟ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ
Το «κίνημα της αντι-παγκοσμιοποίησης» εκδηλώθηκε για πρώτη φορά, με τη σημερινή του μορφή, στο Σιάτλ, το 1999, στις κινητοποιήσεις με αφορμή τη Σύνοδο Κορυφής του ΠΟΕ. Εχει σημασία να υπενθυμιστεί ότι το κίνημα αυτό δεν ήταν καρπός παρθενογένεσης, αλλά ότι κατά κύριο λόγο προέκυψε από διεργασίες που έλαβαν χώρα στο εσωτερικό του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ (συγκεκριμένα στην Ομοσπονδία Συνδικάτων των ΗΠΑ, AFL-CIO). Στη συνέχεια αναπτύχθηκε περαιτέρω με αφορμή τις κινητοποιήσεις στις συνόδους κορυφής των διεθνών ιμπεριαλιστικών οργανισμών και ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΔΝΤ, ΠΤ, ΠΟΕ, ΝΑΤΟ, ΕΕ).
Η μαζικότητα και ο ριζοσπαστισμός του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση στηρίζεται στο εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (και όχι μόνο - βλέπε το παράδειγμα του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ινδίας και του καθοριστικού ρόλου του στις κινητοποιήσεις κατά την τελευταία σύνοδο του Παγκόσμιου Κοινωνικού Φόρουμ στη Βομβάη) και στη μερική επανάκαμψη των αντιιμπεριαλιστικών, εθνικο-απελευθερωτικών και αντι-νεοαποικιοκρατικών κινημάτων των αναπτυσσόμενων χωρών. Αυτές είναι οι δυνάμεις που βρίσκονται πίσω από το δυναμισμό και τη μαχητικότητα του όλου κινήματος, δυνάμεις που υπήρχαν από πριν και που συνιστούν «κλασικά» κινήματα απελευθέρωσης και διεκδίκησης, σύμφωνα με τη μαρξιστική αντίληψη. Φυσικά δεν είναι αυτά τα κινήματα και δυνάμεις που υπερπροβάλλονται από τα καπιταλιστικά ΜΜΕ και από τους διάφορους «αριστερούς» και ρεφορμιστές κήρυκες της «αντι-παγκοσμιοποίησης».
Στο κίνημα αυτό μετέχουν βέβαια και άλλου τύπου δυνάμεις, που μονοπωλούν τη δημοσιότητα και την προβολή και παρουσιάζονται ως οι κατ’ εξοχήν εκφραστές του. Το θέμα είναι ότι η ένταση των συνεπειών των σύγχρονων καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων σε διεθνές επίπεδο επέδρασε σε ευρύτερα και πιο εύπορα κοινωνικά στρώματα με αποτέλεσμα τη ριζοσπαστικοποίησή τους. Σε συνθήκες όπου το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα δεν έχει ακόμη ανακάμψει από την ήττα της προηγούμενης δεκαετίας, η πρωτόγνωρη όξυνση των προβλημάτων των καπιταλιστικών κοινωνιών έθεσε σε κίνηση σημαντικά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, της διανόησης και της σπουδάζουσας νεολαίας. Η είσοδος αυτών των μεσαίων στρωμάτων στην κοινωνική πάλη εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την κοινωνικοταξική, πολιτική και ιδεολογική πολυχρωμία, πολυμορφία - συχνά και την αμορφία - μεγάλου μέρους του κινήματος ενάντια στην παγκοσμιοποίηση.
Οσο η κρίση του καπιταλισμού συνεχίζει να βαθαίνει, τόσο το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης διευρύνει τη βάση στήριξής του, αλλά ταυτόχρονα τόσο περισσότερο οξύνονται τα προβλήματα του περαιτέρω προσανατολισμού του, λόγω ακριβώς της κοινωνικοταξικής διαφοροποίησης στο εσωτερικό του, τόσο πιο έντονη γίνεται η διαπάλη μέσα του, ανάμεσα στις διάφορες συνιστώσες του. Τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει να διαμορφώνονται δύο κύριες τάσεις στο εσωτερικό του κινήματος. Η πρώτη είναι ρεφορμιστική και συμβιβαστική με το κεφάλαιο, ιδιαίτερα το ευρωπαϊκό (Παγκόσμιο και Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Φόρουμ, σοσιαλδημοκρατία-σοσιαλιστική διεθνής, φιλελεύθερα τμήματα εθνικών αστικών τάξεων και μεσαίων στρωμάτων διαφόρων χωρών, ρεφορμιστικοί κύκλοι που εκφράζονται λ.χ. μέσω της γαλλικής εφημερίδας «Monde Diplomatique», επιχειρηματικοί κύκλοι και προσωπικότητες κ.ά.) και επιδιώκει τον περιορισμό της στόχευσης του κινήματος εντός των ορίων του καπιταλισμού, με άξονα την πάλη ενάντια στο «νεοφιλελευθερισμό». Η τάση αυτή ερμηνεύει με αταξικά κριτήρια την κοινωνική πάλη, εμπνέεται περισσότερο από το ιδεώδες κάποιας «Διεθνούς των πολιτών» όλου του κόσμου (εδώ μετέχουν οι περισσότερες υπερπροβεβλημένες από τα μέσα ενημέρωσης ΜΚΟ, ενώ με βάση την ίδια λογική κινούνται και οι περισσότερες από τις οργανώσεις-ομάδες με αριστερίστικο, τροτσκιστικό ή αναρχικό προφίλ - πρόκειται για το γνωστό και αναγκαίο φωνακλάδικο-«υπερεπαναστατικό» μικροαστικό άλλοθι του κάθε λογής συμβιβασμού). Η δεύτερη τάση είναι επαναστατική ή δυνάμει επαναστατική, περιλαμβάνει δυνάμεις που προέρχονται από το εργατικό κίνημα των αναπτυγμένων και μέσων καπιταλιστικών χωρών και από το αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των αναπτυσσόμενων χωρών. Καθοριστικό ρόλο και θέση στο πλαίσιο αυτής της τάσης έχουν ούτως ή άλλως τα κομμουνιστικά κόμματα, που από το 2000 και μετά έχουν αρχίσει κάποιες προσπάθειες σύνδεσης και συντονισμού της δράσης τους.
Η έντονη διαπάλη μεταξύ αυτών των δύο τάσεων είναι ήδη γεγονός μέσα στο κίνημα. Στο προσεχές μέλλον, όταν η διαφορά μεταξύ τους εξελιχτεί νομοτελειακά ως την πλήρη αντίθεση, η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο αυτές τάσεις είναι αναπόφευκτη. Αν επικρατήσει η συντηρητική τάση, τότε συνολικά το κίνημα κατά της παγκοσμιοποίησης θα υποταχθεί στις αστικές δυνάμεις, θα εκφυλιστεί, θα γραφειοκρατικοποιηθεί και στην πρώτη πραγματικά σημαντική διεθνή κρίση και αντιπαράθεση με τον ιμπεριαλισμό θα χαθεί «σαν τα δάκρυα στη βροχή». Αν αντίθετα επικρατήσει η επαναστατική ή δυνάμει επαναστατική τάση μέσα στο κίνημα, τότε θα γίνει δυνατό να ενισχυθεί σημαντικά η αντιιμπεριαλιστική πάλη.
Από την εμπειρία της συμμετοχής του ΚΚΕ στις διάφορες κινητοποιήσεις και εκδηλώσεις στο πλαίσιο αυτού του κινήματος προκύπτει ότι τα κομμουνιστικά κόμματα είναι αναγκαίο να έχουν διαρκές και ενιαίο ιδεολογικό μέτωπο ενάντια στις ρεφορμιστικές και τις ανοιχτά αστικές δυνάμεις μέσα σε αυτό. Βασική προϋπόθεση γι’ αυτό, καθώς και για την ανάπτυξη του εργατικού και αντιιμπεριαλιστικού κινήματος γενικά, για την κοινή δράση των τριών συστατικών τμημάτων της παγκόσμιας επαναστατικής διαδικασίας σήμερα (χώρες που προσπαθούν να οικοδομήσουν το σοσιαλισμό, εργατικό κίνημα των καπιταλιστικών χωρών, αντιιμπεριαλιστικό κίνημα των χωρών που καταπιέζονται από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα), αποτελεί η αυτοτελής στάση και γραμμή των κομμουνιστικών κομμάτων. Αυτή θα υπάρξει στο βαθμό που υπάρξει συντονισμός δράσης των κομμουνιστικών κομμάτων και διαμορφώνονται οι προϋποθέσεις για τη σύγκλισή τους στη βάση μιας κοινής επαναστατικής στρατηγικής, η οποία θα διαμορφώνεται όχι τεχνητά και αυθαίρετα, στη μορφή αυθόρμητων και μηχανιστικών ενώσεων και προσαρμογών μεταξύ δυνάμεων που απλώς αυτοαποκαλούνται «αριστερές», «σοσιαλιστικές» ή «κομμουνιστικές», αλλά με φυσικό τρόπο και συνειδητά, σαν αποτέλεσμα της ανόδου του επιπέδου και των απαιτήσεων της ταξικής πάλης και της ανταποκρινόμενης σε αυτή σχεδιασμένης και δημιουργικής δουλιάς των κομμουνιστών. Η διεθνής ενότητα του κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί έναν πολύ σοβαρό και απαιτητικό στόχο που δεν μπορεί να κατακτηθεί δίχως την άνοδο του επιπέδου δουλιάς του κάθε κομμουνιστικού κόμματος σε κάθε χώρα του κόσμου.
ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ - ΔΙΕΘΝΙΚΟΥ
ΣΤΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Σήμερα γίνεται συνεχώς λόγος περί του παγκόσμιου και του διεθνικού στοιχείου. Από τη μια πλευρά, αυτό είναι εντελώς σωστό. Η διεθνοποίηση του σύγχρονου κόσμου είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός, η αλληλεξάρτηση μεταξύ των κοινωνικών διαδικασιών σε ξεχωριστές χώρες και περιοχές του κόσμου ενισχύεται όλο και πιο πολύ. Η διεθνής οπτική είναι απαραίτητη σε κάθε κίνημα αλλαγής της κοινωνίας, οπουδήποτε στον κόσμο. Από την άλλη πλευρά, ωστόσο, παρατηρείται το φαινόμενο να υποβαθμίζεται συστηματικά το εθνικό στοιχείο[4]. Οι οπαδοί της αντίληψης της παγκοσμιοποίησης ισχυρίζονται συχνά ότι το εθνικό στοιχείο (με την έννοια του εσωτερικού της κάθε κυρίαρχης χώρας), η εθνική οικονομία και το εθνικό κράτος έχουν σταματήσει στην εποχή μας να έχουν κάθε είδους αυτοτέλεια και έχουν αντικατασταθεί και κυριαρχηθεί ολοκληρωτικά από υπερεθνικούς οργανισμούς και ενώσεις κρατών. Οι πολυεθνικές εταιρείες είναι πλέον ισχυρότερες (ή πάντως, σε θέση ισχύος απέναντι στο μεμονωμένο κράτος) από τα κράτη, οπότε τα τελευταία δεν έχουν καμιά δυνατότητα άσκησης αυτόνομης οικονομικής (και επομένως και κάθε άλλης) πολιτικής. Σαν συνέπεια αυτού, σύμφωνα με την παραπάνω αντίληψη, έχει αναιρεθεί και η σημασία του εθνικού πεδίου ταξικής πάλης. Η όποια κοινωνική αλλαγή, επαναστατική ή άλλη, μπορεί πλέον να συντελεστεί είτε ταυτόχρονα σε όλο τον κόσμο είτε πουθενά.
Στην Ελλάδα, υπό το βάρος και της συμμετοχής της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, οι αντιλήψεις αυτές προβάλλονται κατά κόρον, κυρίως από τους σοσιαλδημοκράτες και τους «αριστερούς» συνοδοιπόρους τους (βλ. ΣΥΝ). Ετσι η συμμετοχή στις διεθνείς κινητοποιήσεις ενάντια στον πόλεμο ή στη «Νέα τάξη πραγμάτων» ανάγεται σε πανάκεια. Το εσωτερικό πεδίο της ταξικής πάλης υποβαθμίζεται και περιφρονείται από αυτές τις δυνάμεις. «Εξω» διαδηλώνουν και «μέσα» σιωπούν και συμβιβάζονται πρόθυμα με την αστική τάξη της χώρας στο πλαίσιο του «κοινωνικού διαλόγου» και του «κοινωνικού εταιρισμού». Συναινούν στις επιταγές του κεφαλαίου και βοηθούν να θεσμοθετηθούν οι νέες μορφές ευέλικτης απασχόλησης, η περιστολή των δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζομένων, στο όνομα της αναγκαιότητας ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας (δηλαδή των καπιταλιστών) της χώρας. Οπως εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς, ο τρόπος που δικαιολογούν θεωρητικά τη στάση τους αυτή αποτελεί πρόσχημα, στην ουσία επιχειρούν να αποκρύψουν την ταύτισή τους με την αστική τάξη της χώρας και τις βασικές πολιτικές της επιλογές. Ωστόσο λένε και ξαναλένε συνεχώς ότι το μόνο που μπορεί να γίνει για ν’ αλλάξει η κατάσταση και οι προοπτικές των εργαζομένων είναι να αλλάξει η κατεύθυνση ανάπτυξης της ΕΕ συνολικά, που αποτελεί το κυρίαρχο πεδίο άσκησης πολιτικής που αφορά κάθε χώρα που μετέχει σ’ αυτήν. Ακόμα όμως και σ’ αυτό το επίπεδο, της ΕΕ δηλαδή, προβάλλουν νέες ανάγκες «ανταγωνιστικότητας», αυτή τη φορά έναντι των άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων (ΗΠΑ, Ιαπωνία). Οπότε η ταξική πάλη αναβάλλεται επ’ αόριστον (αφού «πρέπει» πρώτα ως ΕΕ να φτάσουμε και να ξεπεράσουμε τους Αμερικάνους σε οικονομία και άμυνα[5], να επιβάλουμε το «ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο» σε όλο τον κόσμο και μετά …βλέπουμε τι θα γίνει με το σοσιαλισμό).
Η στρατηγική αυτή βασίζεται είτε σε αυταπάτες και οπορτουνισμό (στην καλύτερη περίπτωση) είτε σε συνειδητή προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης και του λαού της χώρας και κατά προέκταση και της εργατικής τάξης των άλλων ευρωπαϊκών -και όχι μόνο- χωρών. Σε αυτό το πλαίσιο και με αυτούς τους σκοπούς προωθείται, με πρωτοβουλία μάλιστα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η δημιουργία μιας θεσμικής «επίσημης ευρωπαϊκής αριστεράς», μέσω του «Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς», μιας αριστεράς-πολιτικού εξαρτήματος του κεφαλαίου, ουσιαστικά, που θα συνιστά τμήμα της εργατικής αριστοκρατίας και εργατικής γραφειοκρατίας των χωρών της ΕΕ, μαζί με την κατ’ εξοχήν εργατική γραφειοκρατία, δηλαδή τους σοσιαλδημοκράτες και τους Βρετανούς εργατικούς.
Αξίζει εδώ να μνημονεύσουμε μια γνωστή φράση του Ιταλού μαρξιστή και κομμουνιστή ηγέτη Α. Γκράμσι για το Λένιν. «Ο Ιλίτς, γράφει ο Γκράμσι, είναι διεθνικός, ακριβώς επειδή είναι βαθιά εθνικός». Η διεθνής πάλη της εργατικής τάξης προϋποθέτει ένα πολύ υψηλό επίπεδο ταξικής πάλης στο εθνικό, το εσωτερικό πεδίο. Η βάση της διεθνούς ταξικής πάλης είναι η πάλη στο εσωτερικό της κάθε χώρας, εκεί όπου ζουν και κινούνται οι εργάτες και οι εργαζόμενοι, εκεί όπου αντιμετωπίζουν τη στοιχειώδη και βασική μονάδα εξουσίας στο σύγχρονο κόσμο, το «εθνικό» καπιταλιστικό κράτος. Η διεθνής και παγκόσμια εργατική τάξη δεν απαρτίζεται από κοσμοπολίτες που περιδιαβαίνουν τα διεθνή σύνορα κάνοντας «μπίζνες». Αποτελείται από τμήματα συγκεκριμένων χωρών και λαών, με την ιδιαίτερη θέση τους στο διεθνές σύστημα του ιμπεριαλισμού, με την ιδιαίτερη κοινωνική και πολιτική τους ιστορία, γλώσσα, συνείδηση, ιδιαίτερη πολιτιστική έκφραση και παραδόσεις, με τη δική της παράδοση ταξικών σχέσεων και ταξικής πάλης. Επιπλέον, από τη θεωρία του ιμπεριαλισμού του Λένιν γνωρίζουμε ότι οι διάφορες χώρες αναπτύσσονται ανισόμετρα και ότι αυτή η ανισομετρία συνιστά οικονομικό νόμο, ο οποίος σήμερα είναι κάτι παραπάνω από αποδεδειγμένος. Η ανισομετρία της οικονομικής ανάπτυξης προκαλεί την ανισομετρία της ωρίμανσης της ταξικής πάλης σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Από αυτή τη γενική μεθοδολογική βάση προκύπτει ο γνωστός νόμος του επιστημονικού κομμουνισμού περί του μη ταυτόχρονου της διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης και της σοσιαλιστικής επανάστασης σε όλες τις χώρες. Η σύγχρονη εμπειρία, και στο πλαίσιο της ΕΕ, δείχνει ότι η ανισομετρία μεταξύ των χωρών μελών της κάθε άλλο παρά ξεπερνιέται, αλλά αντίθετα (ιδιαίτερα στο πλαίσιο της τελευταίας διεύρυνσης προς ανατολάς) βαθαίνει ακόμη περισσότερο.
Ολα τα παραπάνω αναδεικνύουν, κατά τη γνώμη μας, το γεγονός ότι η ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού και επαναστατικού κινήματος συνιστά μια μακρά, επίπονη και βασανιστική διαδικασία από τα κάτω. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, η ενότητα και ο συντονισμός δεν μπορεί να αποτελεί «δώρο» της αστικής τάξης προς το εργατικό κίνημα. Δεν υπάρχει περίπτωση να «ξεγελάσουμε» τις καπιταλιστικές ολιγαρχίες με τη δημιουργία κάποιας «επίσημης διεθνούς αριστεράς», πολύ περισσότερο όταν έχουμε να κάνουμε με τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις που έχουν τεράστια εμπειρία στην καταπολέμηση και τιθάσευση του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος.
Η διεθνής ενότητα της εργατικής τάξης έχει σαν προϋπόθεση την ανάπτυξη του εργατικού και του μαζικού λαϊκού κινήματος παντού, σε κάθε χώρα. Ενα διεθνές κίνημα προϋποθέτει ότι υπάρχει ήδη «κάτι» που μπορεί να διεθνοποιηθεί, «κάτι» ζωντανό, υπαρκτό, πραγματικές συσπειρώσεις των εργαζομένων, των απλών ανθρώπων, στη χώρα τους, που συνενώνονται καταρχήν εκεί γύρω από συγκεκριμένα προβλήματα και μέσα σε συγκεκριμένους συνδικαλιστικούς και πολιτικούς φορείς. Οι αντιλήψεις που παραβλέπουν αυτή την αναγκαιότητα προκρίνουν το αφηρημένο σε βάρος του συγκεκριμένου, την εικόνα του αφηρημένου ανθρώπου σε βάρος των συγκεκριμένων κοινωνικών σχέσεων, την εικόνα του αφηρημένου εργαζόμενου σε βάρος των υπαρκτών εργατών με τα συγκεκριμένα τους προβλήματα, τη συγκεκριμένη τους ιστορία, το συγκεκριμένο επίπεδο ταξικής πάλης και συνείδησης σε κάθε χώρα.
Για να επανασυσταθεί λοιπόν ένα πραγματικά ισχυρό διεθνές κομμουνιστικό και επαναστατικό κίνημα, πρέπει να αναπτύσσεται σε κάθε ξεχωριστή χώρα. Και για να αναπτύσσεται σε κάθε χώρα, απαιτείται η ύπαρξη και δράση, η ισχυρή αυτοτελής παρουσία του κομμουνιστικού κόμματος που δρα σχεδιασμένα και συστηματικά με βάση τα δεδομένα της χώρας του, που διαμορφώνει και βελτιώνει συνεχώς την πολιτική συμμαχιών του στη βάση των τακτικών δυνατοτήτων του και της στρατηγικής του στόχευσης και που θεωρεί τον εαυτό του υπεύθυνο κάθε στιγμή για το παρόν και το μέλλον του κινήματος, πράγμα που σημαίνει ότι αναπτύσσεται σε διαρκή αντιπαράθεση με τον οπορτουνισμό μέσα στο εργατικό κίνημα. Αυτός ήταν ο διεθνής και παγκόσμιος - ακριβώς επειδή ήταν και «βαθιά εθνικός» - δρόμος του Λένιν και των μπολσεβίκων, αυτός είναι ο δρόμος κάθε κομμουνιστικού κόμματος, στην πορεία όχι προς κάποια αστική «κοινωνία των πολιτών» του 18ου αιώνα (προς την οποία οδηγεί η σύγχρονη αντίληψη περί «παγκοσμιοποίησης», αποδεικνύοντας έτσι ότι και σε αυτή την περίπτωση το πολλά υποσχόμενο αύριο δεν είναι παρά ένα ξεχασμένο χθες ή μάλλον προχθές), αλλά προς την παγκόσμια «κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα».
Ομιλία του Αποστόλη Χαρίση εκ μέρους του Κέντρου Μαρξιστικών Ερευνών στην πρακτική-επιστημονική συνδιάσκεψη που έγινε στη Μόσχα στο διάστημα 27-29 Απρίλη 2004, με θέμα: «Το διεθνές κομμουνιστικό και αριστερό κίνημα στις συνθήκες της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης».
Ο Αποστόλης Χαρίσης είναι μέλος του ΔΣ του ΚΜΕ.
[1] Ενδεικτική είναι εδώ η πλήρης απαξίωση του «Κινήματος των αδεσμεύτων χωρών», που ακολούθησε σχεδόν αυτόματα την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Πολλές από τις πρώην «αδέσμευτες χώρες» έχουν περιέλθει σε κατάσταση πλήρους κηδεμόνευσης από τους ιμπεριαλιστικούς διεθνείς οργανισμούς και τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Σε αυτή την κατάσταση, φυσικό ήταν οι πολυεθνικές εταιρείες να απλώσουν σε πρωτοφανή βαθμό τις δραστηριότητές τους σε όλο τον κόσμο.
[2] Φυσικά αυτό κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι δε θα πρέπει να μελετώνται τα νέα φαινόμενα και διαστάσεις που εμφανίζονται στην ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού. Ακριβώς το αντίθετο είναι αναγκαίο. Χρειάζεται όμως προσοχή στην επιπόλαιη χρήση του όρου, ως δάνειο από μη μαρξιστικές ή αναθεωρητικές αντιλήψεις. Ειπώθηκε από κάποιους ομιλητές, στο πλαίσιο της συνδιάσκεψης, ότι η διαδικασία της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης είναι υπαρκτή και στηρίζεται στην γενίκευση της κοινωνικοποίησης της παραγωγικής διαδικασίας επί τη βάσει της σχέσης «κεφάλαιο». Οπωσδήποτε δύσκολα κάποιος μαρξιστής θα διαφωνήσει με την εκτίμηση ότι η κοινωνικοποίηση της παραγωγής επεκτείνεται και βαθαίνει στο σημερινό καπιταλισμό (ενισχύοντας με αυτό τον τρόπο, πλαταίνοντας την κοινωνική βάση για τη σοσιαλιστική επανάσταση και το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας), κάτι που εκφράζεται και στην εμπορευματοποίηση κάθε πλευράς της ζωής, στην αλλαγή των παραστάσεων περί του χώρου και του χρόνου κλπ. Ωστόσο, αφενός μπορούν να τεθούν μια σειρά βάσιμες αντιρρήσεις σε αυτού του τύπου την επιχειρηματολογία (λ.χ. το ερώτημα: οι σοσιαλιστικές ή μεταβατικές προς το σοσιαλισμό κοινωνίες που ανατράπηκαν δεν εξέφραζαν ίσως μια βαθύτερη κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας, από αυτή που διαπιστώνεται σήμερα, οπότε η όλη διαδικασία κοινωνικοποίησης είναι πιθανό να «οπισθοχώρησε» από πολλές απόψεις τα τελευταία χρόνια;) και αφετέρου πρέπει η όλη αυτή θεώρηση να θεμελιωθεί, να τεκμηριωθεί συστηματικά, με βάση τις μαρξιστικές και λενινιστικές κατηγορίες, δηλ. να αποδειχθεί επιστημονικά για να γίνει δεκτή, κάτι που δεν έχουμε δει μέχρι τώρα. Η προσοχή στην επιπόλαιη και άκριτη αποδοχή δεν αφορά μόνο τις καθαρά αστικές απόψεις, αλλά και τις αντιλήψεις θεωρητικών όπως ο Ε. Μαντέλ (θεωρία του «ύστερου καπιταλισμού»), ο Φ. Τζέιμσον στην ανάλυση των πολιτιστικών φαινομένων κ.ά. Χρειάζεται προσοχή, ώστε η διαμόρφωση νέων προσεγγίσεων για λογαριασμό του κομμουνιστικού κινήματος να μην αποτελεί απλό δάνειο από άλλους ούτε να υποτάσσεται στην αναζήτηση, με κάθε τρόπο, μιας «νέας» καθολικότητας, μιας «νέας» ερμηνευτικής-θεωρητικής βάσης κλπ, που θα παίζει το ρόλο μαγικής φόρμουλας για την αυτόματη λύση όλων των προβλημάτων προσανατολισμού του κινήματος. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, ούτε στην πολιτική, ούτε στην επιστήμη.
[3] Σύμφωνα με την τρέχουσα ιδεολογική αντίληψη περί παγκοσμιοποίησης και κυριαρχίας της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η «αυτοκρατορία» των πολυεθνικών επιχειρηματικών δικτύων φαίνεται λογικό να συνοδεύεται από μια κρατικο-πολιτική «αυτοκρατορία», που συχνά ταυτίζεται σχεδόν αποκλειστικά με τις ΗΠΑ.
[4] «Εθνικό», με την έννοια όχι μόνο ή τόσο του «έθνους» ή της «εθνότητας», όσο του εσωτερικού της δοσμένης κοινωνίας και κράτους. Η επισήμανση είναι αναγκαία γιατί, αφενός υπάρχουν χώρες, όπως λ.χ. η Ρωσική Ομοσπονδία, όπου στο «εθνικό» στοιχείο συμπεριλαμβάνεται μια τεράστια «εθνοτική» διαφοροποίηση, με πλήθος επιμέρους εθνότητες και λαότητες και αφετέρου, ακόμη και στα παραδοσιακά «εθνικά» αστικά κράτη, έχουν προστεθεί τα τελευταία χρόνια πολύ μεγάλοι αριθμοί μεταναστών, με αποτέλεσμα να έχουν μετατραπεί σε «πολυεθνικά» κράτη, όσον αφορά τη σύνθεση των κατοίκων τους και κυρίως -κάτι εξαιρετικά σημαντικό για το εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα- όσον αφορά τη σύνθεση της εργατικής τάξης αυτών των χωρών, την ποικιλία των προσδιορισμών και των αιτημάτων της, τις προϋποθέσεις κατάκτησης της ενότητάς της για την αλλαγή της κοινωνίας.
[5] Και μόνο από την αναφορά στην «ευρωπαϊκή άμυνα» έναντι της αμερικανικής, προκύπτει ο αστικός, αντισοσιαλιστικός και αντεργατικός χαρακτήρας αυτών των απόψεων, καθώς και η βαθιά επικίνδυνη για τα λαϊκά συμφέροντα φύση τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου