Η δικτατορία του Κονδύλη και η μοναρχική παλινόρθωση του '35
Για το ΚΚΕ, λοιπόν, ο κίνδυνος της μοναρχικής παλινόρθωσης και της φασιστικής δικτατορίας ήταν προ των πυλών. Το οικονομικοπολιτικό κατεστημένο είχε λάβει τις αποφάσεις του κι ο άνθρωπος που κινούσε τα νήματα όλης αυτής της πολιτικής συνωμοσίας δεν ήταν ο πρωθυπουργός της χώρας και αρχηγός του ισχυρότατου κυβερνητικού «Λαϊκού Κόμματος» Παναγής Τσαλδάρης, ούτε κάποιος άλλος δεδηλωμένος μοναρχικός, αλλά ο Γεώργιος Κονδύλης. Αλλά ποιος ήταν ο Γ. Κονδύλης;
Ο Κονδύλης ήταν ένας στρατιωτικός καριέρας που είχε λάβει μέρος στο Κίνημα στο Γουδί και στην Εθνική Αμυνα της Θεσσαλονίκης στο πλευρό του Ελευθερίου Βενιζέλου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή συνεργάστηκε με τον Αλ. Παπαναστασίου, τον Θ. Πάγκαλο και τον Α. Χατζηκυριάκο, υπερασπιζόμενος την εγκαθίδρυση του πολιτεύματος της αβασίλευτης Δημοκρατίας και στη συνέχεια πρωταγωνίστησε στην ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου, για να σχηματίσει κατόπιν κυβέρνηση και να διενεργήσει εκλογές χωρίς ο ίδιος να συμμετάσχει. Από το 1932 και μετά κάνει ανοικτή συντηρητική στροφή συνεργαζόμενος με το «Λαϊκό Κόμμα», ενώ το 1935 διαδραμάτισε ενεργό ρόλο στην καταστολή του βενιζελικού στρατιωτικού κινήματος του Μαρτίου2. Το αντιμοναρχικό του παρελθόν αλλά και ο ρόλος του στην ανατροπή της δικτατορίας του Πάγκαλου έκαναν τον Κονδύλη, ίσως, τον καταλληλότερο άνθρωπο για να ηγηθεί μιας ολοκληρωμένης συντηρητικής στροφής στο πολιτικό σύστημα της χώρας, που στην πρώτη της φάση συντελείται το 1935 με τη μοναρχική παλινόρθωση και ολοκληρώνεται το 1936 με τη μεταξική δικτατορία. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Το κονδυλικό πραξικόπημα
Ηταν 10 Οκτωβρίου του 1935. Αυτή τη μέρα θα επαναλάμβανε τις εργασίες της η Ε' Εθνοσυνέλευση που τις είχε διακόψει στις 10 Ιουνίου, αφού προηγουμένως είχε αποφασίσει τη διενέργεια δημοψηφίσματος μέχρι τις 15 Νοέμβρη 1935, ώστε να αποφανθεί ο ελληνικός λαός για τη διατήρηση του ισχύοντος πολιτεύματος της αβασίλευτης Δημοκρατίας ή για την παλινόρθωση της μοναρχίας.
Τούτο το πρώτο δεκαήμερο του Οκτώβρη είχε κυλήσει μέσα σε μια τεταμένη και παράλληλα συγκεχυμένη πολιτική ατμόσφαιρα, λόγω του πολιτειακού ζητήματος που δέσποζε στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Ομως τίποτα δε μαρτυρούσε κίνδυνο πολιτικής αστάθειας ή έστω κάποιες ραγδαίες πολιτικές εξελίξεις. Η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη στηριζόταν στη συντριπτική πλειοψηφία της Βουλής δεδομένου ότι τα βενιζελικά κόμματα, μετά το αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου, απείχαν από τις εκλογές που είχαν γίνει, εκείνη τη χρονιά, στις 9 Ιουνίου. Επρόκειτο για μια πλειοψηφία βασιλοφρόνων που φανέρωνε πως μετά το κίνημα της 1ης Μαρτίου 1935 η πολιτική εικόνα της χώρας είχε αλλάξει άρδην. Είχαν όμως αλλάξει κι άλλα πράγματα. Οπως γράφει ο Κ. Καλλιγάς3, «είχε αλλάξει ριζικά η σύνθεση της στελεχώσεως του κρατικού μηχανισμού και ιδίως των ''δυναμικών ερεισμάτων'' της εξουσίας (Ενόπλων Δυνάμεων και Σωμάτων Ασφαλείας) με την αποβολή των βενιζελικών στοιχείων, ακόμη και εκείνων που απλώς δε διεχώρισαν απόλυτη προσήλωση στον αντιβενιζελισμό, οποίος είχε αναδειχθεί νικητής στη ''δυναμική αναμέτρηση'' του Μαρτίου».
Το πρωί εκείνης της ημέρας, γύρω στις 11, ο πρωθυπουργός της χώρας Παναγής Τσαλδάρης κατέβαινε τη λεωφόρο Κηφισίας με κατεύθυνση από το σπίτι του προς το πολιτικό του γραφείο, όταν ξαφνικά ένα δεύτερο αυτοκίνητο διασταυρώθηκε με το δικό του και του έκοψε το δρόμο κορνάροντας. Τα δύο αυτοκίνητα σταμάτησαν κι από το δεύτερο κατέβηκαν τρεις ανώτατοι αξιωματικοί με στολή και κατευθύνθηκαν προς τον πρωθυπουργό. Ηταν ο διοικητής του Α' Σώματος Στρατού υποστράτηγος Αλ. Παπάγος, ο αρχηγός του Ναυτικού υποναύαρχος Δ. Οικονόμου και ο διοικητής της Αεροπορίας υποστράτηγος Γ. Ρέππας. Οι τρεις αξιωματικοί ζήτησαν από τον Π. Τσαλδάρη να γυρίσει στην κατοικία του γιατί είχαν κάτι σπουδαίο και απόρρητο να του ανακοινώσουν. Αυτός υπάκουσε και σε λίγα λεπτά, μέσα στο ίδιο του το σπίτι, άκουγε και τους τρεις να του ανακοινώνουν ότι οι Ενοπλες Δυνάμεις της χώρας απαιτούσαν την άμεση πολιτειακή μεταβολή. Του ζήτησαν μάλιστα να ανακοινώσει ο ίδιος, το βράδυ, στη Βουλή την κατάργηση της Δημοκρατίας και την επαναφορά της μοναρχίας.
Ο πρωθυπουργός απάντησε πως η κυβέρνησή του δεν μπορούσε να προχωρήσει σε ένα τέτοιο βήμα διότι ήταν υποχρεωμένη να τηρήσει την υπόσχεσή της για διενέργεια δημοψηφίσματος. «Εν τοιαύτη περιπτώσει -ανταπάντησαν οι αξιωματικοί- η κυβέρνησίς σας, κύριε πρωθυπουργέ, καταργείται υπό των Ενόπλων Δυνάμεων, αι οποίαι και αναλαμβάνουν την διακυβέρνησιν της χώρας»4.
Μπροστά σ' αυτή την εξέλιξη ο Τσαλδάρης επιχείρησε να ελιχθεί και να κερδίσει χρόνο. Υποσχέθηκε στους κινηματίες στρατιωτικούς ότι την τελική του απάντηση θα την έδινε ύστερα από συνεννόηση με το Υπουργικό Συμβούλιο. Κατόπιν, όταν έμεινε μόνος, επικοινώνησε με τον υπουργό του επί των στρατιωτικών και αντιπρόεδρο της κυβερνήσεως Γ. Κονδύλη και τον ενημέρωσε για όσα είχαν συμβεί.
«Συμφωνώ με τας απόψεις των αρχηγών. Νομίζω ότι επιβάλλεται η άμεσος σύγκλησης του Υπουργικού Συμβουλίου», απάντησε ο Κονδύλης που ως εγκέφαλος του πραξικοπήματος δε χρειαζόταν να σκεφτεί τι θέση θα έπαιρνε στα καθέκαστα.
Ο Κονδύλης πρωθυπουργός
Το Υπουργικό Συμβούλιο δεν άργησε να συγκληθεί. Οχι, βέβαια, για να αντισταθεί στους πραξικοπηματίες, αλλά για να υπογράψει τη ληξιαρχική πράξη θανάτου της κυβέρνησης. Η μόνη πράξη «αντίστασης» των υπουργών ήταν να βγάλουν μια ανακοίνωση, η οποία ανέφερε πως η κυβέρνηση καταλύθηκε με τη βία. Αλλά κι αυτό μάταιος κόπος ήταν. Οι πραξικοπηματίες διόρθωσαν το κείμενο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να φαίνεται πως η κυβέρνηση παραιτήθηκε5.
Το βράδυ την ίδιας ημέρας, η Ε' Εθνοσυνέλευση συνεδρίασε υπό καθεστώς στρατοκρατίας, για να δώσει -όπως και έγινε άλλωστε- την τυπική της έγκριση σε μια νέα κυβέρνηση της οποίας επικεφαλής ήταν ο Κονδύλης. Ο Τσαλδάρης, αν και διέθετε όλη την κοινοβουλευτική δύναμη που χρειαζόταν ώστε η κυβέρνηση του Κονδύλη να καταψηφιστεί, έπραξε ό,τι χρειαζόταν για να συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Αντί να κάτσει μέσα στη Βουλή και να καταψηφίσει την κυβέρνηση του Κονδύλη πήρε τους 165 πιστούς βουλευτές του και αποχώρησε, αφήνοντας πίσω του ένα κοινοβουλευτικό Σώμα -την εγκυρότητα του οποίου δεν αμφισβήτησε- από 82 μοναρχικούς βουλευτές που στήριξαν το πραξικόπημα και τους πραξικοπηματίες6.
Η Βουλή των πραξικοπηματιών, αφού έδωσε νομιμότητα στην κυβέρνηση του Κονδύλη, ενέκρινε ψήφισμα στο οποίο αναφερόταν:
«Η Ε' Εθνική Συνέλευσις των Ελλήνων (συνεδρίασις Θ' της 10ης Οκτωβρίου 1935) έχουσα υπ' όψιν τας προγραμματικάς δηλώσεις της Κυβερνήσεως και εγκρίνουσα αυτάς ψηφίζει:
1. Την κατάργηση του πολιτεύματος της αβασιλεύτου Δημοκρατίας.
2. Τη διενέργειαν του δημοψηφίσματος (σ.σ. για το πολιτειακό ζήτημα) κατά την ορισθείσαν ημέραν 3 Νοεμβρίου του 1935.
3. Εξουσιοδοτεί τον Πρόεδρον του Υπουργικού Συμβουλίου (σ.σ. τον Κονδύλη δηλαδή) όπως ασκή τη βασιλικήν εξουσίαν μέχρι του δημοψηφίσματος.
4. Επαναφέρει προσωρινώς εν ισχύι το Σύνταγμα του 1911 μέχρι της επιψηφίσεως του νέου Συντάγματος».
Το πραξικόπημα είχε ολοκληρωθεί. Στη συνέχεια και μέχρι του δημοψηφίσματος ακολούθησαν μέτρα όπως η κήρυξη στρατιωτικού νόμου για ολόκληρη τη χώρα, η επιβολή ασφυκτικής λογοκρισίας στον Τύπο, οι συλλήψεις και ο εκτοπισμός κομμουνιστών και άλλων δημοκρατικών πολιτών και πολιτικών, η λειτουργία εκτάκτων στρατοδικείων κ.ο.κ7.
«Η νέα κυβέρνησις -γράφει για τη δικτατορική κυβέρνηση του Κονδύλη, ο στρατηγός Αλ. Μαζαράκης8- δεν έχει βέβαια καμία νομιμότητα. Ούτε από τον Πρόεδρον της Δημοκρατίας διωρίσθη, ούτε καν απολαμβάνει της εμπιστοσύνης της πλειοψηφίας της συνελεύσεως. Είναι προϊόν αυθαιρεσίας και βίας. Το περιεργότερον δε είναι ότι ούτε καν αντιπροσωπεύει τα φρονήματα της πλειονοψηφίας των αξιωματικών». Αλλά τότε γιατί έγινε το πραξικόπημα τη στιγμή που οι φιλομοναρχικές δυνάμεις της χώρας είχαν την εξουσία στα χέρια τους και πώς κατάφεραν οι πραξικοπηματίες να μείνουν στην εξουσία για όσο καιρό χρειαζόταν;
Γιατί έγινε το πραξικόπημα
Χωρίς αμφιβολία ένα σημαντικό τμήμα της ντόπιας οικονομικής ολιγαρχίας ήθελε να επιβάλει την παλινόρθωση της μοναρχίας και το ίδιο ακριβώς επιθυμούσε και ο ξένος παράγοντας, δηλαδή η Μεγάλη Βρετανία. Η ελληνική αστική τάξη είχε ανάγκη από το σιδερένιο χέρι μιας εξουσίας που δε θα έδινε λογαριασμό -τυπικό ή ουσιαστικό δεν έχει σημασία- σε κανέναν, δεδομένου ότι και η ίδια δεν ήταν ενωμένη, δύσκολα τιθάσευε τις συγκρούσεις και αντιθέσεις των διαφόρων τμημάτων που την αποτελούσαν, ενώ ταυτόχρονα όλο και πιο απειλητικός εμφανιζόταν στο προσκήνιο ο λαϊκός παράγοντας. Οι απεργίες του 1935 -σημειώνεται στο Δοκίμιο Ιστορία του ΚΚΕ9- «αποτέλεσαν ένα πολύ σημαντικό πολιτικοκοινωνικό φαινόμενο που προσδιόριζε τις τότε δυνατότητες του συνειδητοποιημένου προλεταριάτου να προχωρήσει οργανωμένο σε επαναστατικές διεκδικήσεις. Παράλληλα, όμως, σηματοδοτούσε και την απόφαση του φθαρμένου ελληνικού αστικού κράτους να προβάλλει την αντίστασή του και στη συνέχεια να αναπτύξει την αντεπίθεσή του που κατέληξε στην επιβολή της φασιστικής δικτατορίας».
Παρ' όλα αυτά το ερώτημα παραμένει: Γιατί χρειαζόταν η δικτατορία του Κονδύλη για την παλινόρθωση της μοναρχίας, αφού την επιστροφή της επιθυμούσε και η κυβέρνηση Τσαλδάρη; Την απάντηση τη δίνει ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα Γουότερλο, ο οποίος σε μια έκθεσή του προς τους ανωτέρους του, που συνέταξε και απέστειλε στις 11/10/1935, παραδέχεται ότι «ένα τίμια διενεργημένο δημοψήφισμα, δε θα έδινε στους μοναρχικούς, παρά το ότι ο Τσαλδάρης είχε κηρυχτεί υπέρ της μοναρχίας, πάνω από το 40% των ψήφων». Πρόσθετε μάλιστα ότι «οι λαϊκές αντιδράσεις θα μπορούσαν να εξουδετερώσουν ακόμη και την πιο δραστική νοθεία»10.
Για να επιστρέψει λοιπόν ο θεσμός της μοναρχίας χρειαζόταν ένα ειδικό αντιλαϊκό καθεστώς, έστω και πρόσκαιρο, που θα ήταν σε θέση να εξουδετερώσει το λαϊκό παράγοντα και να απελευθερώσει τα χέρια της άρχουσας τάξης για να διευθετήσει όπως αυτή ήθελε τα συμφέροντά της. Είχε, επομένως, απόλυτα δίκιο η ΚΕ του ΚΚΕ που στην απόφασή της, δύο μέρες μετά το πραξικόπημα, σημείωνε11 πως «Το δικτατορικό πραξικόπημα του Κονδύλη, που συνοδεύεται απ' την άμεση μοναρχική παλινόρθωση, εκφράζει την απόφαση των πιο αντιδραστικών, τρομοκρατικών κύκλων των κυρίαρχων τάξεων ν' αντιμετωπίσουν με τη φωτιά και το σίδερο την αναπτυσσόμενη λαϊκή δυσφορία και μαζική πάλη, να λύσουν αντιλαϊκά, φασιστικά τις εσωτερικές και εξωτερικές αντιθέσεις της αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας».
Η μοναρχική παλινόρθωση
Λίγες μέρες αργότερα το ΚΚΕ θα επιβεβαιωνόταν, για άλλη μια φορά, από τις ίδιες τις εξελίξεις. Στις 3 Νοεμβρίου του 1935 πραγματοποιήθηκε το δημοψήφισμα για το οποίο δε βρέθηκε κανείς, ούτε τότε ούτε αργότερα, να υποστηρίξει πως ήταν γνήσιο. Τα αποτελέσματά του ήταν εντελώς εξωφρενικά, που ούτε αυτοί που τα μαγείρεψαν δεν μπορούσαν να τα αποδεχτούν. «Οχι! Οχι! Δεν εννοούσα να φτάσουμε ως εκεί!» ήταν η αντίδραση του Ελληνα υπουργού Εσωτερικών, όταν του ανακοίνωναν τα αποτελέσματα, σύμφωνα με μια έκθεση της βρετανικής Πρεσβείας στην Αθήνα12. Μέχρι κι αυτός είχε τρομάξει. Αλλά πώς να μην τρομάξει;
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, στο δημοψήφισμα εμφανίστηκαν ότι είχαν ψηφίσει 1.527.714 ψηφοφόροι, δηλαδή κάπου 438.000 περισσότεροι απ' αυτούς που ψήφισαν στις εκλογές του Ιουνίου του 1935!!! Η αποχή είχε μηδενιστεί -παρά το γεγονός ότι τα κόμματα του κέντρου απείχαν- κι όπως ανακοινώθηκε υπέρ της Μοναρχίας ψήφισαν 1.491.992 ή το 97.80%, ενώ υπέρ της Δημοκρατίας μόνο 32.545 ή το 2.12%13. Η βασιλεία -όπως σημειώνει ο Σπ. Λιναρδάτος14- εμφανιζόταν να ψηφίζεται από το 105% περίπου, των πραγματικά εγγεγραμμένων, πράγμα καθόλου περίεργο, αφού, όπως αναφέρει ο Αλ Μαζαράκης15«τόσον χονδροειδείς καλπονοθεύσεις ποτέ δεν έγιναν. Στρατιώται και πολίται εψήφιζον όσας φοράς ήθελον».
Ο Κονδύλης είχε ολοκληρώσει το έργο του.
1. Η 4η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ/27-28 Σεπτέμβρη 1935, «Το ΚΚΕ - επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Δ', σελ. 244
2. Σπ. Β. Μαρκεζίνη: «Πολιτική Ιστορία της Συγχρόνου Ελλάδος», εκδόσεις, «Πάπυρος», τόμος 4ος, σελ. 149
3. Κώστα Καλλιγά: «Παλινόρθωση και 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Φυτράκη», σελ. 19
4. Κώστα Καλλιγά, στο ίδιο σελ. 25, Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο», 1965, σελ. 110 και αλλού
5. Γρ. Δαφνή: «Η Ελλάς μεταξύ δύο πολέμων», εκδόσεις «Ικαρος» 1955, τόμος β', σελ. 383.
6. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος Δ', σελ. 57
7. Γ. Κατσούλη: «Ιστορία του ΚΚΕ», εκδόσεις «Νέα Σύνορα», τόμος Δ', σελ. 128- 129, Σπ. Λιναρδάτου: «Πώς εφτάσαμε στην 4η Αυγούστου», εκδόσεις «Θεμέλιο», 1965, σελ. 116 κ.α.
8. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος: «Απομνημονεύματα», εκδόσεις «Ικαρος» 1948, σελ. 428
9. «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ», εκδόσεις ΣΕ, σελ. 289
10. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «Διογένης», σελ. 63
11. «Το ΚΚΕ - επίσημα κείμενα», εκδόσεις ΣΕ, τόμος Δ', σελ. 263
12. Γ. Ανδρικόπουλου: «Οι ρίζες του ελληνικού φασισμού», εκδόσεις «Διογένης», σελ. 70
13. Φ. Γρηγοριάδη: «Ιστορία της Σύγχρονης Ελλάδας 1909- 1940», εκδόσεις «Καπόπουλος», τόμος Δ', σελ. 62- 63
14. Σπ. Λιναρδάτου, στο ίδιο, σελ. 117
15. Αλέξανδρου Μαζαράκη - Αινιάνος, στο ίδιο, σελ. 431
Γιώργος ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΣ
ΠΑΡΟΜΟΙΑ ΘΕΜΑΤΑ
1/1/2005
-- Το 6ο Συνέδριο του ΚΚΕ
8/9/2002
-- Η παλινόρθωση της μοναρχίας
14/10/2001
-- Η Δικτατορία του Κονδύλη
8/10/2000
-- Η δικτατορία του Κονδύλη και η μοναρχική παλινόρθωση
9/8/1996
-- Τα γεγονότα τρέχουν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου