9 Ιαν 2012

Οι μάχες στο Βίτσι και σε άλλες περιοχές



Οι μάχες στο Βίτσι και σε άλλες περιοχές
Ο συσχετισμός των δυνάμεων στο Βίτσι
Οι πολεμικές συγκρούσεις του Δημοκρατικού Στρατού με τον κυβερνητικό στρατό δε γνώρισαν ανάπαυλα μετά τη μεγάλη μάχη του Γράμμου και τον ελιγμό των αντάρτικων δυνάμεων στο Βίτσι. Απεναντίας, ο κυβερνητικός στρατός συνέχισε τις επιχειρήσεις του, με σκοπό τη συντριβή των ανταρτών - γεγονός που οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ουσιαστικά οι πολεμικές επιχειρήσεις στο Βίτσι αποτελούν την τελική φάση των μεγάλων συγκρούσεων στο Γράμμο.
Σε όλη τη διάρκεια της μάχης του Γράμμου, στην περιοχή του Βίτσι ο Δημοκρατικός Στρατός διατηρούσε μια ταξιαρχία 500 μαχητών, με διάταξη στην Μπελά Βόντα ως το Πισοδέρι, τη 18η Ταξιαρχία, αποτελούμενη από 900 περίπου μαχητές, που είχε διάταξη στα υψώματα Βίγλα - Πλατύ - Κούλα, ως την κύρια κορυφή του Βίτσι, και μια άλλη Ταξιαρχία από 700 περίπου μαχητές, που είχε διάταξη στο συγκρότημα Μάλι Μάδι. Στις δυνάμεις αυτές, μετά τον ελιγμό από το Γράμμο, προστέθηκαν γύρω στους 6.500 με 7.000 μαχητές. Συνολικά, δηλαδή, οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού, που έδωσαν τη μάχη στο Βίτσι, ήταν περίπου 9.000 μαχητές.
Ο κυβερνητικός στρατός από τη δική του πλευρά διέθετε τη 15η Μεραρχία, με τις 46η, 63η και 73η Ταξιαρχίες, την 53η Ταξιαρχία της 1ης Μεραρχίας, την 33η ανεξάρτητη Ταξιαρχία, που φρουρούσε τη Φλώρινα, και την 3η ορεινή Ταξιαρχία, που αποτελούσε και την εφεδρική δύναμη του Β΄ Σώματος Στρατού. Το σύνολο των δυνάμεων του κυβερνητικού στρατού, που ρίχτηκε σ' αυτή τη μάχη, ήταν γύρω στις 25.000 άνδρες, ενώ χρησιμοποιήθηκαν παράλληλα 7 πεδινές πυροβολαρχίες, 2 πυροβολαρχίες μέσων πυροβόλων, σχεδόν όλη η αεροπορία και πολλά τανκς.
Τακτική νίκη του Δημοκρατικού Στρατού στο Βίτσι

Ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε να δώσει το κύριο χτύπημα στις δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού στο συγκρότημα Μάλι Μάδι, χωρίς όμως, επιτυχία. Οι αντάρτες αμύνθηκαν ηρωικά και τη νύχτα της 9ης προς 10η Σεπτέμβρη πέρασαν στην αντεπίθεση και υποχρέωσαν τον αντίπαλο σε άτακτη υποχώρηση, προκαλώντας του σοβαρές απώλειες και αποκομίζοντας οι ίδιοι άφθονο πολεμικό υλικό. Η 22η Ταξιαρχία των κυβερνητικών διαλύθηκε και τα τμήματά της πλημμύρισαν πανικόβλητα την Καστοριά.
Η επιτυχία αυτή του Δημοκρατικού Στρατού θα μπορούσε να είναι ακόμη μεγαλύτερη - στρατηγικής σημασίας νίκη - αν υπήρχαν οι απαραίτητες εφεδρείες, που θα επέτρεπαν επιχειρήσεις για κατάληψη του χώρου της Καστοριάς και της Φλώρινας.
Η τακτική νίκη του Δημοκρατικού Στρατού στο Βίτσι προκάλεσε αναταραχή στο αντίπαλο στρατόπεδο, όπου και πάρθηκαν μεγάλης έκτασης εκκαθαριστικά μέτρα. Οπως γράφει σχετικά ο Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, «ολόκληρος η ιεραρχία της 22ας Ταξιαρχίας εγένετο υπαίτιος της διαλύσεως των τμημάτων της και του καταπλημμυρισμού της Καστοριάς διά πανικόβλητων φυγάδων. Και έπρεπε να εξέλθουν συνεργεία εκ των μετόπισθεν της Καστοριάς, διά να περισυλλέξουν ράκη από απόψεως ηθικού και να λειτουργήσουν στρατοδικεία, μόνον κατά των οπλιτών, δι' επιβολήν κυρώσεων προς παραδειγματισμόν. (Αιτία δε της ήττας υπήρξεν) η κατάπτωσις του ηθικού, οφειλομένη εις την σωματικήν κόπωσιν του στρατιώτου και εις την ψυχικήν κατάπληξιν, την οποίαν υπέστη εκ της διαπιστώσεως εις Βίτσι, ότι ο συμμοριτισμός υφίστατο εν πλήρει δράσει και ακμή, εν αντιθέσει προς ό,τι ελέχθη εις αυτόν μετά την πτώσιν του Γράμμου και εγένετο πιστευτόν, ότι (δηλαδή) ο συμμοριτισμός εξέλειψε πλέον. Επαυσε πλέον ο στρατιώτης να έχη εμπιστοσύνην εις τον εαυτόν του, προς τα όπλα του, προς τους συναδέλφους του, προς τον ηγήτορά του και εκυριαρχείτο από δυσπιστίαν προς τον εαυτόν του και προς όλους».
Στη διεξαγωγή ανακρίσεων και στη λειτουργία στρατοδικείων μετά την ήττα των κυβερνητικών δυνάμεων στο Βίτσι αναφέρεται και ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος, ο οποίος παράλληλα επισημαίνει:
«Ο συμμοριτισμός, πληγείς καιρίως εις τον Γράμμον, κατώρθωσε να αναδιοργανωθεί εις το Βίτσι και να γίνεται απειλητικός όχι μόνον εις την περιοχήν ταύτην, αλλά και εις όλην την χώραν, όπου διετήρη ακόμη μικράς εστίας εν δράσει, λόγω της αγκιστρώσεως των δυνάμεών μας εις το Βίτσι. Η πλάστιγξ ήρχισε να κλίνη εις βάρος των εθνικών δυνάμεων».
Τέλος, ο Ευάγγελος Αβέρωφ, ασχολούμενος με το ίδιο θέμα, σημειώνει:
«Οι άνδρες πέταξαν τα όπλα τους και καταληφθέντες από πανικό εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και έσπευσαν προς την Καστοριά. Στις παρυφές της πόλεως τμήματα με καλό ηθικό, που είχαν εν τω μεταξύ ειδοποιηθεί, έφραξαν τον δρόμο των φυγάδων. Συνελήφθησαν από τη Στρατιωτική Αστυνομία και παραπέμφθηκαν αμέσως σε έκτακτα στρατοδικεία, δηλαδή σε δικαστήρια, που αποτελούντο πρωτίστως από αξιωματικούς μη ανήκοντας στη στρατιωτική δικαιοσύνη, συνήθως από αξιωματικούς εν εκστρατεία. Εβδομήντα οκτώ φυγάδες εξετελέσθησαν εκείνες τις ημέρες. Ηταν όλοι μαχηταί του Γράμμου (...).
Ο Σοφούλης (τότε), παρά τα ογδόντα οκτώ του χρόνια, πήγε αεροπορικώς στην Καστοριά, επισκέφθηκε τα τμήματα και μίλησε στους στρατιώτες. Ο υπουργός των Στρατιωτικών, ένας από τους καλύτερους βουλευτάς του Λαϊκού Κόμματος, ο Γεώργιος Στράτος, και ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου έκαμαν το ίδιο. Ο αρχηγός της Αμερικανικής Αποστολής Βαν Φλιτ, που είχε παρακολουθήσει και όλες τις μάχες, τους εμιμήθη.
Ο τελευταίος όμως παρά λίγο να δημιουργήση ένα σοβαρό επεισόδιο. Στην Καστοριά, σε συγκέντρωση ανώτερων αξιωματικών, κατηγόρησε τον στρατό, ότι χρησιμοποίησε την αμερικανική βοήθεια, χωρίς να συντρίψη τον εχθρό - και διερωτήθη, αν δεν έμενε πλέον στους Αμερικανούς, παρά να αναχωρήσουν (...).
Ευτυχώς για τον στρατό, οι ανησυχίες έφθασαν πολύ πιο πέρα από τον στρατηγό Βαν Φλιτ. Περί τα μέσα Οκτωβρίου ο υπουργός των Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών, ο Τζώρτζ Μάρσαλ, που διέθετε τόσο κύρος, συνοδευόμενος από τον Αμερικανό υπουργό Εθνικής Αμύνης και αρκετούς βοηθούς του, έφτανε στην Αθήνα, για να εξετάση επί τόπου την κακή πορεία των επιχειρήσεων. Ο γράφων πιστεύει, ότι γνωρίζει, πως η ερώτηση "πρέπει να φύγουμε;", αν και τους ήταν ενοχλητική, είχε τεθεί από ωρισμένους υψηλά ισταμένους Αμερικανούς. Αλλά η απάντηση του Μάρσαλ υπήρξε κατηγορηματική: Δεν έπρεπε να φύγουν».
Μάχες σε άλλες περιοχές
Στο διάστημα της μεγάλης μάχης στη Βόρεια Πίνδο και στο χώρο του Βίτσι οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ανέπτυξαν αξιόλογη δραστηριότητα και στις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας. Ετσι, η Ταξιαρχία των ανταρτών σαμποτέρ, με επικεφαλής τον Α. Αγγελούλη ή Βρατσάνο, ανέπτυξαν σαμποταριστική δράση στο υψίπεδο της Κοζάνης, προκαλώντας καταστροφές στις συγκοινωνίες του αντιπάλου, παρακωλύοντας σοβαρά τη μεταφορά εφοδιασμού και έμψυχων δυνάμεών του στο μέτωπο και προκαλώντας πτώση του ηθικού των κυβερνητικών στρατιωτών.
Στη Θεσσαλία, εξάλλου, κάτω από τη γενική διεύθυνση του Κώστα Καραγιώργη, τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού πραγματοποίησαν επιτυχείς επιθέσεις σε χωριά και κωμοπόλεις της περιοχής, όπως στο Ζάρκο, στο Τσιότι και τη Φαρκαδόνα, ενώ έπληξαν με επιτυχία και αστικά κέντρα. Συγκεκριμένα, στις 23 με 24 του Αυγούστου 1948 μπήκαν στα Τρίκαλα, στις 5 με 6 του Σεπτέμβρη κατέλαβαν τον Τύρναβο και στις 14 με 15 του ίδιου μήνα εισέβαλαν στην Αγιά, την ίδια δε εποχή προχώρησαν σε επιτυχημένες επιδρομές κατά της Λάρισας και της Καλαμπάκας.
Κατά τη διάρκεια της μάχης στο Βίτσι, ο κυβερνητικός στρατός επιχείρησε την τρίτη εκστρατεία του για την κατάληψη του ορεινού όγκου της Μουργκάνας στη Βορειοδυτική Ηπειρο. Η επίθεση, σύμφωνα με τις κυβερνητικές πηγές, έγινε με τις 74η, 75η και 76η Ταξιαρχίες της 8ης Μεραρχίας, με την 35η Ταξιαρχία της 10ης Μεραρχίας, με 4 Τάγματα Εθνοφυλακής και με μια ίλη ιππικού, ενώ χρησιμοποιήθηκαν και 60 πυροβόλα. Οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού ήταν μόνο 4 Τάγματα.
Η εν λόγω εκστρατεία των κυβερνητικών άρχισε στις 28 του Αυγούστου και τελείωσε στις 16 του Σεπτέμβρη. Ο Δημοκρατικός Στρατός αμύνθηκε σκληρά και ηρωικά, αλλά στο τέλος αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την περιοχή. Οι δυνάμεις του στις 16 προς 17 του Σεπτέμβρη ελίχθηκαν προς τα Ζαγόρια και από εκεί προς το Γράμμο.
Η επιχείρηση της Καρδίτσας
Τη νύχτα της 11ης προς τη 12η του Δεκέμβρη 1948 δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού, αποτελούμενες από την 1η Μεραρχία, με διοικητή τον Χαρίλαο Φλωράκη ή Γιώτη, και τη 2η Μεραρχία, με διοικητή τον Γιάννη Αλεξάνδρου ή Διαμαντή, πραγματοποίησαν επιχείρηση για την κατάληψη της Καρδίτσας. Στην επιχείρηση πήρε, επίσης, μέρος και η Ταξιαρχία Ιππικού του Δημοκρατικού Στρατού, με διοικητή τον Στέφανο Μανάκα ή Στέφο, που ανήκε στην 1η Μεραρχία, ενώ διατέθηκαν και 3 ορειβατικά πυροβόλα. Τη γενική διεύθυνση της επιχείρησης είχε ο Κώστας Καραγιώργης, διοικητής του Κλιμακίου Γενικού Αρχηγείου Νότιας Ελλάδας.
Η επιχείρηση στέφθηκε με επιτυχία. Η φρουρά της πόλης, που την αποτελούσαν τρεις λόχοι πεζικού, ένας ουλαμός θωρακισμένων, 90 χωροφύλακες και πολλοί ΜΑΥδες, υπέστη πανωλεθρία. Είχε, σύμφωνα με ανακοίνωση του Γενικού Επιτελείου του κυβερνητικού Στρατού, 57 νεκρούς, ανάμεσά τους και 4 αξιωματικούς, 118 τραυματίες και 30 αγνοούμενους.
Ο Δημοκρατικός Στρατός έμεινε στην Καρδίτσα μια μέρα και αφού πήρε πολλά λάφυρα και πραγματοποίησε αρκετές στρατολογίες, στις 13 του μήνα αποσύρθηκε από την πόλη.
Ο Δημήτριος Ζαφειρόπουλος, ασχολούμενος με την κατάληψη της Καρδίτσας, που ήταν από τις πιο δύσκολες αλλά και πιο μεγάλες επιτυχίες των μαχητών του ΔΣΕ, έγραφε αργότερα τα εξής:
«Η επίθεσις της Καρδίτσης είναι η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια των (συμμοριακών) τμημάτων (της Νοτίου Ελλάδος) και ταυτοχρόνως η μεγαλυτέρα επιθετική ενέργεια (των συμμοριτών) κατά κατωκημένου τόπου εις ολόκληρον την Ελλάδα. Η προπαρασκευή της επιχειρήσεως υπήρξεν επιμελημένη και προηγήθη η εκτέλεσις πολλών ασκήσεων υπό των τμημάτων κατά κατωκημένων τόπων. Η διαταγή επιχειρήσεων υπήρξε πλήρης, μετά λεπτομερέστατων σχεδιαγραμμάτων της πόλεως και των εχθρικών αντιστάσεων. Αι πληροφορίαι περί των δυνάμεων και της οργανώσεως της φρουράς Καρδίτσης υπήρξαν ακριβείς και νωποί (...).
Η ορμητικότης των τμημάτων ήτο πολύ καλή και διεκρίθησαν αι μαχήτριαι γυναίκες, αίτινες έδρασαν με φανατισμόν μεγαλύτερον του ανδρικού. Τα στελέχη απέδειξαν μεγάλην βελτίωσιν εις την τεχνικήν του αγώνος. Η αποχώρησις των συμμοριακών τμημάτων εν ημέρα και επί εδάφους πεδινού, υπό την άμεσον επίδρασιν της αεροπορίας, έγινε με συνοχήν και τάξιν».
Στην επιχείρηση της Καρδίτσας αναφέρεται και ο Κώστας Καραγιώργης, με άρθρο του στο περιοδικό Δημοκρατικός Στρατός. (Βλ. Παράρτημα σελ. 679).
Οι μάχες στην Εδεσσα, στην Αριδαία και στη Νάουσα
Στα μέσα του Δεκέμβρη 1948, η 10η Μεραρχία του Δημοκρατικού Στρατού, με επικεφαλής τον Γιώργη Βοντίτσιο - Γούσια, πραγματοποίησε βαθιά διείσδυση από το Βίτσι προς την Εδεσσα, με στόχο την κατάληψη της πόλης, την πρόκληση απωλειών στον αντίπαλο και τη στρατολογία δυνάμεων. Η επιχείρηση, όμως, οδηγήθηκε σε αποτυχία.
Το ίδιο αποτέλεσμα είχε και η επιχείρηση, που οργανώθηκε στις 29 προς 30 του Δεκέμβρη, με στόχο την Αριδαία. Η 10η Μεραρχία υπέστη πολλές απώλειες και το επόμενο βήμα ήταν η ανασυγκρότησή της, έτσι ώστε να μπορεί στο μέλλον να αντεπεξέρχεται στα πολεμικά της καθήκοντα.
Μετά την ανασυγκρότηση της 10ης Μεραρχίας οργανώθηκε η επιχείρηση για την κατάληψη της Νάουσας, με επικεφαλής τον Δημήτρη Βλαντά. Η επίθεση άρχισε στις 11 του Γενάρη 1949 και η ολοκληρωτική κατάληψη της πόλης πραγματοποιήθηκε δυο μέρες αργότερα, ύστερα από σκληρές και αδιάκοπες μάχες. Οι δυνάμεις του Δημοκρατικού Στρατού αποχώρησαν από την πόλη στις 14 του Γενάρη, το απόγευμα, αφού προξένησαν μεγάλες απώλειες στον αντίπαλο, αποκόμισαν αρκετά λάφυρα και πραγματοποίησαν στρατολογία 500 περίπου νέων μαχητών.
Με τα αποτελέσματα των επιχειρήσεων στην Εδεσσα, στην Αριδαία και στη Νάουσα ασχολήθηκε το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, το οποίο σε σχετική ανακοίνωσή του, με ημερομηνία 10 Φλεβάρη 1949 μεταξύ άλλων αναφέρει:
«Τα σχέδια των επιχειρήσεων στην Εδεσσα και στην Αριδαία ήταν ανεπαρκή, η διοίκηση δεν είχε στα χέρια της εφεδρεία και δεν εξασφάλισε μια ζωντανή καθοδήγηση στη διάρκεια της κάθε μάχης. Οι επιτυχίες στη Νάουσα και στον ελιγμό κερδήθηκαν, ακριβώς γιατί αποφύγαμε τα λάθη, που παρουσιάσαμε στις δυο πρώτες επιχειρήσεις».
Ειδικότερα, όμως, η μάχη της Εδεσσας απασχόλησε και το Στρατοδικείο του ΔΣΕ, μπροστά στο οποίο οδηγήθηκε ο Γιώργος Γεωργιάδης, διοικητής της 14ης Ταξιαρχίας, που κατηγορήθηκε ότι δεν είχε εκτελέσει συγκεκριμένη διαταγή κατά τη διάρκεια αυτής της μάχης. Ο Γεωργιάδης καταδικάστηκε σε θάνατο από το Στρατοδικείο του ΔΣΕ και εκτελέστηκε - όπως είχε τότε εκτελεστεί και ο Γιώργος Γιαννούλης, επίσης, διοικητής Ταξιαρχίας για την εγκατάλειψη εκ μέρους του της ιδιαίτερης στρατηγικής σημασίας θέσης Μπάτρα στη μεγάλη μάχη του Γράμμου.
Η μη εκτέλεση διαταγής και η εγκατάλειψη θέσης τιμωρείται με θάνατο εν καιρώ πολέμου. Αυτό ισχύει για όλους τους στρατούς. Παρά τις σκληρές συνθήκες του εμφυλίου πολέμου οι ποινές που επιβλήθηκαν στους Γεωργιάδη και Γιαννούλη, και ιδιαίτερα με τον τρόπο που επιβλήθηκαν κι εκτελέστηκαν αυτές οι ποινές δε δικαιολογούνται πλήρως, θα μπορούσαν να είναι λιγότερο βεβιασμένες και λιγότερο αυστηρές, δεδομένου ότι και τα δύο αυτά ανώτερα στελέχη του ΔΣΕ ήταν γενναίοι και ικανοί αξιωματικοί.
Η επιχείρηση της Φλώρινας
Ιδιαίτερη είναι η σημασία της επιχείρησης του Δημοκρατικού Στρατού για την κατάληψη της Φλώρινας, που άρχισε τη νύχτα της 11ης προς τη 12η του Φλεβάρη 1949 και τελείωσε τη νύχτα της 12ης προς τη 13η με πλήρη αποτυχία και βαριές απώλειες των αντάρτικων δυνάμεων.
Τα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού, που μετείχαν στην επιχείρηση, αποτελούσαν η 14η και η 103η Ταξιαρχίες της 10ης Μεραρχίας, η 18η και η 107η Ταξιαρχίες της 11ης Μεραρχίας, η Σχολή Αξιωματικών του Γενικού Αρχηγείου, τρεις λόχοι σαμποτέρ, δυο λόχοι κυνηγών αρμάτων μάχης, ένα τάγμα μεταφορών, ένα τάγμα τραυματιοφορέων και ένα τμήμα διαβιβάσεων, ενώ από άποψη πυροβολικού διατέθηκαν 4 πυροβολαρχίες, με 10 έως 12 ορειβατικά πυροβόλα. Διοικητής των εν λόγω δυνάμεων είχε οριστεί ο Γιώργης Βοντίτσιος - Γούσιας και Πολιτικός Επίτροπος ο Δημήτρης Βλαντάς.
Ο αντίπαλος διέθετε τις 3η, 21η και 22η Ταξιαρχίες της 2ης Μεραρχίας, με δύναμη πυροβολικού 40 και πλέον πυροβόλων, καθώς και ισχυρές δυνάμεις χωροφυλακής και Μονάδων Εθνικής Ασφάλειας (ΜΕΑ). Είχε, εξάλλου το πλεονέκτημα της γρήγορης ενίσχυσής του από την αεροπορία και από άλλες χερσαίες δυνάμεις, που βρίσκονταν κοντά, μεταξύ τους και θωρακισμένες.
Σύμφωνα με το Γενικό Επιτελείο του κυβερνητικού στρατού, ο Δημοκρατικός Στρατός είχε 713 νεκρούς, που τάφηκαν σε ομαδικό τάφο ανατολικά της πόλης, και 350 συλληφθέντες και παραδοθέντες - και οι κυβερνητικοί 44 νεκρούς, 284 τραυματίες και 35 αγνοούμενους. Σύμφωνα με το Γενικό Αρχηγείο του Δημοκρατικού Στρατού από τα κυβερνητικά τμήματα 404 σκοτώθηκαν, 976 τραυματίστηκαν και 82 αιχμαλωτίστηκαν - ενώ, κατά τον Δημήτρη Βλαντά οι απώλειες του Δημοκρατικού Στρατού, που έχασε σ' αυτή τη μάχη 194 στελέχη, ανέβηκαν σε 334 νεκρούς, 867 τραυματίες, 14 λιποτάκτες και 199 αγνοούμενους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ