8 Ιαν 2012

ΕΠΙΣΤΗΜΗ - ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ


ΕΠΙΣΤΗΜΗ -  ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΚΑΙ ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ 
του Ηλία Μιχαλαρέα

Σήμερα που ο τρόμος της «βαρβαρότητας» φωλιάζει μέσα στις καρδιές όλων των λαών της γης, η πάλη ενάντια στη μεταφυσική και τον ανορθολογισμό γίνεται μονόδρομος. Σε συνθήκες πλατιάς επέκτασης της εμπορευματοποίησης στη μετάδοση της γνώσης και την παραγωγή έρευνας και επιστήμης, μεγάλο τμήμα επιστημόνων - διανοουμένων προσεγγίζει ή και εντάσσεται στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα, για ένα τμήμα εργαζόμενων επιστημόνων, που ανήκει στα μεσαία στρώματα, αντικειμενικά διαμορφώνονται γενικά συμφέροντα στην κατεύθυνση των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Ετσι μεγάλο τμήμα των εργαζόμενων επιστημόνων - διανοουμένων, σε συνθήκες όξυνσης της ιδεολογικής πάλης μεταξύ των δυνάμεων της προόδου και του σκοταδισμού, καλείται να προσφέρει δημιουργικά σαν τμήμα ή σαν σύμμαχος της εργατικής τάξης στην πάλη της για μια δικαιότερη και πιο ανθρώπινη κοινωνία. 
Τη σημασία αυτού του ρόλου, η αστική τάξη την γνωρίζει καλά. Γι΄ αυτό στο βαθμό που η ταξική πάλη οξύνεται, οξύνονται και οι προσπάθειες των αστών να χρησιμοποιήσουν την εργαζόμενη διανόηση έτσι ώστε να παρεμποδίζεται η σχέση του κόμματος της εργατικής τάξης με τις λαϊκές μάζες. Να αδυνατίζει η επιστημονικά τεκμηριωμένη στήριξη των θέσεων του ΚΚΕ, επομένως και ο βαθμός πειστικότητάς τους. Να μπουν εμπόδια στην ανάπτυξη του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού μετώπου πάλης, στη πάλη για το σοσιαλισμό.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια σκοπός μας είναι να θίξουμε μερικές ιδεολογικές πλευρές αυτού του ζητήματος, που έχουν κυρίως γνωσιολογικό, αλλά και ταξικό χαρακτήρα.


Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΠΑΛΗ ΤΩΝ ΤΑΞΕΩΝ 
ΣΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΤΗΣ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑΣ ΤΗΣ ΕΠΙΣΤΗΜΗΣ


Οταν οι κλασικοί διεύρυναν την αρχή της διαλεκτικής εξέλιξης στον τομέα της γνώσης του κόσμου διαμέσου της επιστήμης, ουσιαστικά έθεταν το ζήτημα της αναφοράς της αρχής της εξέλιξης και για τις «πιο γενικές έννοιες και κατηγορίες της σκέψης», με το κεφάλι επάνω. Αυτό βοήθησε στη διαλεκτική υλιστική κατανόηση της κίνησης του κόσμου, αλλά και της κοινωνικής πραγματικότητας, της ιστορίας της κοινωνικής εξέλιξης. Ετσι, διαμορφώθηκε η διαλεκτική υλιστική φιλοσοφία, ξεπερνώντας τις μονομέρειες και αδυναμίες τόσο του μηχανιστικού υλισμού όσο και του διαλεκτικού ιδεαλισμού. Επειδή η νόηση είναι η «ιδεατή πλευρά» της ενιαίας και αδιαίρετης φύσης δεν αντιτίθεται σε αυτήν. Βέβαια, απαραίτητος όρος ώστε η νόηση να αντανακλά τη διαρκή εξέλιξη του κόσμου είναι η ανάπτυξη των επιστημών, των φυσικών αλλά και των κοινωνικών. Και στις τελευταίες περιλαμβάνονται και διάφοροι κλάδοι της γνωσιοθεωρίας.
Πριν την Οκτωβριανή Επανάσταση ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εξέλιξης, ιδιαίτερα των επιστημών της φύσης, ήταν η καθολική αντίθεση ανάμεσα στο περιεχόμενο αυτών των επιστημών και στη μέθοδο σκέψης των επιστημόνων της εποχής. (Εννοούμε στα πλαίσια ενός κρατικού προγράμματος ανάπτυξης της έρευνας, της επιστήμης).
Με την Οκτωβριανή Επανάσταση δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να υπάρξει η ενότητα του περιεχομένου και της μεθόδου της επιστήμης. Αυτή η ενότητα κοσμοθεωρίας και μεθόδου γίνεται η βάση μιας νέας ποιοτικά φάσης στην εξέλιξη της επιστήμης και χαρακτηρίζει τη σοβιετική επιστήμη.
Ας δούμε όμως τα πράγματα αναλυτικότερα. Για τους Μαρξ, Ενγκελς, Λένιν, η επιστήμη έχει σαν στόχο τη μελέτη των αντικειμενικών νόμων της πραγματικότητας. Ετσι, εγκαθίσταται μια πλήρης αρμονία μεταξύ της θεωρίας της αντανάκλασης και της υλιστικής θεώρησης της διαδικασίας της γνώσης.
Η θεωρία της αντανάκλασης έχει μια οντολογική και μια γνωσιολογική πλευρά, η ερμηνεία των οποίων καθορίζει τη διαλεκτική διαδικασία που διαμέσου της αίσθησης οδηγεί τον άνθρωπο στη γνώση του αντικειμένου.
Από οντολογική πλευρά υπάρχει ενότητα ύλης και νόησης, ενώ γνωσιολογικά διαπιστώνεται αντίθεση, αφού η νόηση αντανακλά μερικώς την πραγματικότητα. Με την θεωρητική επεξεργασία των δεδομένων της εμπειρίας, φτάνουμε σε εξαιρετικά αφηρημένες μορφές αντανάκλασης, οι οποίες συνδέονται έμμεσα μόνο με τις αισθήσεις. Ετσι, προκύπτουν οι νόμοι που ουσιαστικά είναι αφαιρέσεις. Η σχέση του ατόμου με την κοινωνία καθορίζει και τον κοινωνικό χαρακτήρα της αντανάκλασης. Στις ταξικές κοινωνίες λοιπόν, η αντανάκλαση έχει ταξικό χαρακτήρα.
Επειδή υπάρχει διαρκής αλληλεπίδραση με τα πράγματα που μας περιβάλλουν η αντανάκλαση είναι το αποτέλεσμα μιας διαρκούς ενεργητικής διαδικασίας. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της αλήθειας είναι το γεγονός ότι η επιστημονική αντανάκλαση πραγματοποιείται χάρη στην ενότητα της θεωρίας και πράξης και όχι με μια παθητική θεώρηση της φύσης. Πρέπει να τονίσουμε ιδιαίτερα το γεγονός πως η επιστημονική μορφή αντανάκλασης είναι αδύνατη έξω από μια ανθρώπινη κοινωνία με ένα ανώτερο επίπεδο ανάπτυξης.
Ο Ενγκελς έλεγε για τον ενεργητικό χαρακτήρα της αντανάκλασης: «Ακριβώς η μεταμόρφωση της φύσης από τον άνθρωπο και όχι η φύση μόνη, καθεαυτή, είναι το πιο ουσιαστικό και το πιο άμεσο θεμέλιο της ανθρώπινης νόησης, και η διάνοια του ανθρώπου αναπτύχθηκε στο βαθμό που έμαθε να μεταμορφώνει τη φύση». (Διαλεκτική της φύσης).
Στην ίδια κατεύθυνση ο Μαρξ τόνιζε για την αδυναμία του μη διαλεκτικού υλισμού: «Το κύριο ελάττωμα όλου του προηγούμενου υλισμού, μαζί και του υλισμού  του Φόϋερμπαχ - είναι ότι το αντικείμενο, η πραγματικότητα, ο αισθητός κόσμος, νοούνται με τη μορφή του αντικειμένου ή της άμεσης γνώσης και όχι σα συγκεκριμένη ανθρώπινη δραστηριότητα, σαν πρακτική υποκειμενική. Αυτό εξηγεί γιατί η ενεργητική πλευρά αναπτύχθηκε από τον ιδεαλισμό, αλλά μόνο αφηρημένα, γιατί ο ιδεαλισμός δεν ξέρει την πραγματική, τη συγκεκριμένη δραστηριότητα, σαν τέτοια» (Πρώτη θέση για τον Φοϋερμπαχ).
Η ουσιαστική αντίθεση μεταξύ υλισμού και ιδεαλισμού βρίσκεται στις διαφορετικές απαντήσεις που μπορούν να δοθούν στην εξής διπλή ερώτηση: 
α). Πρέπει να διακρίνουμε το φυσικό κόσμο από τη νοητική του αναπαράσταση;
β). Εάν ναι, ο φυσικός κόσμος μπορεί να είναι γνωστός;
Πράγματι, όταν δηλώνω ότι συναισθάνομαι ή αισθάνομαι κάποιο πράγμα, αυτή η νοητική αναπαράσταση παραπέμπει σε μια διακριτή υλική πραγματικότητα, ή, αντίθετα, κάθε πραγματικότητα δεν είναι παρά υποκειμενική; Με άλλα λόγια, υπάρχει ένας «αντικειμενικός» κόσμος και ένας «υποκειμενικός» κόσμος των οποίων η σχέση μπορεί να είναι καθορισμένη (σχέση σημασιολογική, σχέση αιτιακή, παραλληλισμού) ή δεν υπάρχει παρά ένας «κόσμος για το υποκείμενο;» 
Στη δεύτερη περίπτωση, δεν θα υπήρχε καμμιά τύχη για να μιλήσουμε για μια αντικειμενική γνώση. Στην πρώτη περίπτωση, μένει να ξέρουμε εάν ο αντικειμενικός κόσμος μου είναι οριστικώς γνώσιμος ή, αντίθετα, εάν είναι μια για πάντα απρόσιτος αφού η μόνη αλήθεια που μπορεί να γνωρίσω είναι της τάξης της υποκειμενικότητας.
Μέσα σε αυτές τις ερωτήσεις βρίσκεται, σε σπερματική κατάσταση, το σύνολο σχεδόν των συζητήσεων που αντιπαραθέτουν συχνά τα διάφορα συστήματα και θεωρίες της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας. Τί είναι πρώτο λοιπόν, η ύλη ή η ιδέα. Πώς γίνεται αντιληπτή η σχέση της αίσθησης του αντικειμένου από το υποκείμενο μέσα από τα κύρια φιλοσοφικά ρεύματα; Αυτό θα προσπαθήσουμε να δούμε στη συνέχεια, ώστε να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα της στάσης των επιστημόνων - διανοουμένων μέσα στα κοινωνικά πράγματα. Να έχουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα αυτής της στάσης σε ό,τι αφορά τις γνωσιολογικές τους αφετηρίες.


ΙΔΕΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΗ 


Η πιο κάθετη μορφή του ιδεαλισμού μπορεί να βρεθεί στα γραπτά του Αγγλου επίσκοπου Berkeley (Πραγματεία πάνω στις αρχές της ανθρώπινης γνώσης, 1710, 3 διάλογοι μεταξύ Hylus και Philonous, 1713). Για τον «ιδεαλισμό» του Berkeley, το μόνο αντικείμενο των γνώσεων αποτελείται από τις «ιδέες» μας. Αυτές οι ιδέες μπορεί να είναι αυτοσυνείδησης, μνημονικές ή αντιληπτικές. Αλλά το αντικείμενο δεν υπάρχει, το αντιλαμβανόμενο αντικείμενο δεν είναι παρά «μια συλλογή ιδεών». Αρα το αντικείμενο δεν υπάρχει χωρίς ένα υποκείμενο που το αντιλαμβάνεται.
«Υπάρχω σημαίνει γίνομαι αντιληπτός» για τον Berkeley.
Με άλλα λόγια το αντικείμενο και η νοητική του αναπαράσταση δεν είναι παρά η μια και η αυτή πραγματικότητα.
Βέβαια ο Berkeley δεν ήταν αφελής. Η επιστημολογική σημασία τέτοιων προτάσεων είναι σαφής. Ο Berkeley δεν αρνείται την «πρακτική» ύπαρξη του αντικειμένου, του φυσικού κόσμου. Αυτό που θέτει υπό αμφισβήτηση, είναι η δυνατότητα να βασιστεί η θεωρία της γνώσης πάνω στην ύλη. Η πηγή της γνώσης μας δεν είναι το αντικείμενο, αλλά οι κοινωνικές μας αναπαραστάσεις. (Βλ. επίσης Πλάτωνα). Ετσι, ο Berkeley αφαιρεί κάθε αιτιακή σχέση μεταξύ αντικειμένου και αναπαράστασής του. Του προσδίδει μόνο μια σημασιολογική σχέση. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το αντικείμενο είναι για την αναπαράστασή του αυτό που το σημαινόμενο είναι στο σήμα.
Αυτός ο φυσικός συμβολισμός είναι βέβαια μαγικής καταγωγής. Μια τέτοια «συμπτωματικότητα» αποδίδει λοιπόν την αναλογία μεταξύ του αντικειμενικού κόσμου και των αντιλήψεων του υποκειμένου σε μια μόνη μαγική προέλευση: Οι φυσικές αιτίες του φαινομένου δεν είναι παρά οι περιστάσεις των αποτελεσμάτων τους. Από εδώ προκύπτει και η μεταφυσική πίστη στην τεχνική και οργάνωση, στην τεχνοκρατία. Ο σύγχρονος «μάγος», «ιερέας» είναι ο τεχνοκράτης. Ο σύγχρονος «θεός» είναι η επιστήμη.

ΔΙΑΛΕΚΤΙΚΟΣ ΥΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΙΣΘΗΣΗ 


Για τον διαλεκτικό υλισμό τα πράγματα είναι βέβαια διαφορετικά. Το αντικείμενο υπάρχει ανεξάρτητα από την αντίληψή του, και πολύ περισσότερο, μπορεί να είναι γνωστό. Οι αισθήσεις μας, οι αντιλήψεις μας, οι αναπαραστάσεις μας δεν είναι παρά η «αντανάκλαση», της υλικής πραγματικότητας. Βεβαίως αυτή η «αντανάκλαση» είναι πραγματική συνείδηση, όταν απαλλάσσεται από τις παραμορφώσεις της, ακόμα και από τη μερικότητά της. Για τον ιδεαλισμό, μόνο οι ιδέες μου, μου είναι γνωστές. Για τον διαλεκτικό υλισμό, το αντικείμενο μου είναι γνωστό. Ετσι, ο διαλεκτικός υλισμός υποστηρίζει μια αιτιακή σχέση μεταξύ αντικειμένου και αντίληψής του. Είναι η δράση, η συμπληρωματικότητα των σημείων αναφοράς, που θα επιτρέψει την προοδευτική ανάδειξη της γνώσης του αντικειμένου. Το κριτήριο της γνώσης είναι λοιπόν η πράξη.


ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΣ


Ο αγνωστικισμός είναι μια γενική έννοια που χρησιμοποιείται για να περιγράψει πολλές επιστημολογικές αντιλήψεις που επιχείρησαν να απορρίψουν τόσο τον διαλεκτικό υλισμό όσο και τον ιδεαλισμό.
Ο αγνωστικισμός μπορεί να δεχθεί πως το αντικείμενο υπάρχει ανεξάρτητα από την αντίληψή του. Ταυτόχρονα όμως υποστηρίζει πως αυτές οι δύο διατάξεις της πραγματικότητας είναι θεωρητικά και πρακτικά αδιάρρηκτες, πως είναι αδύνατο να γνωρίσουμε το αντικείμενο καθεαυτό και πως δεν μπορούμε να έχουμε πρόσβαση παρά μόνο φαινομενικά, δηλαδή, σαν ένα «πράγμα για μας μόνο». Αυτός ο  χυδαίος υλισμός δεν διαχωρίζεται από την εξέλιξη της θετικιστικής φιλοσοφίας.
Παρουσιάζοντας εν συντομία την ιστορική εξέλιξη του θετικιστικού αγνωστικισμού (βλέπε πίνακα στη σελίδα 6) έτσι όπως μας δίνεται από τον Guy Tiberghien μπορούμε να πούμε τα εξής:
Ο θετικισμός: (A. Comte, 1798-1857) απορρίπτει κάθε ερώτημα που πηγαίνει πέρα από τη διαδικασία δράσης και αρνείται να διαλέξει μεταξύ ιδεαλισμού και υλισμού. Για τον θετικισμό η γνώση περιορίζεται σε μια ακριβή ταξινόμηση των πειραματικών γεγονότων. Αυτός ο «ρομαντικός» θετικισμός, που προτίθετο να αναδιοργανώσει την κοινωνία σε μια επιστημονική βάση, οδήγησε στη γέννηση του εμπειριοκριτικισμού (Avenarius, Mach) και στον  Κονβανσιοναλισμό (Poincare). Για τους εμπειριοκριτικιστές, η γνώση αποτελείται από «συμπλέγματα ποιοτήτων» (εδώ μπορούμε να συσχετίσουμε με τις «συλλογές ιδεών» του Berkeley) και έτσι θα ήταν παράλογο να αναρωτηθούμε πάνω στην υλική και ψυχολογική τους φύση. Αυτά «τα συμπλέγματα» είναι ουδέτερα και η φύση τους εξαρτάται από την γνωσιακή οργάνωση μέσα στην οποία εμπεριέχονται: Είναι «πράγματα» εάν τα εξετάσουμε από τη σκοπιά της διάρκειάς τους και των σχέσεων συμφωνίας τους. Και είναι «αισθήσεις» εάν εξετάζουμε τη σχέση τους με το σώμα.
Ο εμπειριοκριτικισμός έπαιξε σπουδαίο ρόλο στην μετέπειτα δημιουργία του λογικού εμπειρισμού και του νέο-θετικισμού (Carnap, Popper, Wittgenstein, Tarski, Moore). Αυτό το ρεύμα σκέψης άσκησε μια βαθειά επίδραση στη δημιουργία της Βορειοαμερικανικής ψυχολογίας και στη συνέχεια διαδόθηκε πλατιά στη Γαλλία. Για το λογικό εμπειρισμό, η δοσμένη στις αισθήσεις μας πραγματικότητα, συντίθεται από μοναδικά γεγονότα που δεν μπορούν να εξηγηθούν παρά μόνο μέσα σε κατά συνθήκη όρια ενός καθορισμένου langage: Ο Wittganstein ανέφερε χαρακτηριστικά: «Οι δίσκοι του φωνόγραφου, η μουσική σκέψη, οι νότες, τα ηχητικά κύματα, όλα βρίσκονται, τα μεν σε σχέση με τα δε, μέσα σε αυτή την εσωτερική σχέση αναπαράστασης που υπάρχει μεταξύ του langage και του κόσμου. Η λογική δομή είναι κοινή σε όλα». 
Ο κονβανσιοναλισμός χαρακτηρίζεται επίσης από την διαδικασία άρνησης της επαγωγής και την υποστήριξη του αυθαίρετου χαρακτήρα των γνώσεών μας αφού αυτές νομιμοποιούνται από κριτήρια  εσωτερικής συνάφειας, οικονομίας, και αισθητικής. Αυτή η θεωρία εξελίχθηκε στον πραγματισμό (Peirce, James, Dewey).  Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, οι γνώσεις μας είναι επεξεργασμένες σε σχέση με την ατομική και κοινωνική χρησιμότητά τους. Τέλος ο οπερασιοναλισμός (Bridgman) επηρεάστηκε από το λογικό εμπειρισμό και τον πραγματισμό ταυτόχρονα. Πράγματι για αυτό το φιλοσοφικό ρεύμα, η σημασία ή η πραγματικότητα ενός γεγονότος ή μιας θεωρίας απλώνεται απόλυτα μέσα στις διεργασίες που τον οικοδομούν.
Πώς όμως εκφράζεται η ιδεολογική πάλη στο επίπεδο της μεθοδολογικής αιτιολόγησης της επιστημονικής γνώσης;
Η εξέταση ενός τέτοιου ερωτήματος περνάει μέσα από την εξέταση της αλληλοσχέσης κοσμοθεωρίας και γενικής μεθοδολογίας.
Η αστική αντίληψη πάνω σε αυτό το ζήτημα υιοθετεί την άποψη ότι η ιδεολογία και η επιστήμη και, κατ΄ επέκταση, η κοσμοθεωρία και η μεθοδολογία είναι τελείως ξεχωριστά πράγματα. Πολλοί υποστηρίζουν, και έχουν δίκιο, πως στη βάση της παραπάνω άποψης βρίσκεται ο «δυϊσμός πραγμάτων και αξιών», που δίνει στην επιστήμη ρόλο συγκέντρωσης «γεγονότων» και ρόλο λογικών ελέγχων των υποκειμενικών αποτελεσμάτων της αξιολόγησης. Αυτός ο δυϊσμός οδηγεί στο διαχωρισμό επιστήμης και ηθικής. 
Σύμφωνα με ομάδα επιστημόνων του τμήματος Μαρξιστικής - Λενινιστικής Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Χούμπολντ του Βερολίνου , η αστική αντίληψη για την επιστήμη υποβάθμισε την τελευταία στο επίπεδο  - ορισμένες φορές - της ειδικής επιστημονικής γλώσσας. Η λογική βάση μιας τέτοιας άποψης είναι το γεγονός πως τόσο το αντικείμενο έρευνας όσο και η επιστημονική γλώσσα μπορούν να θεωρηθούν σαν συστήματα που οικοδομούνται πάνω σε ακριβείς κανόνες. Ανοίγεται έτσι ο δρόμος του διαχωρισμού των λεγόμενων «αναλυτικών» και «συνθετικών» προτάσεων όλων των επιστημονικών διαπιστώσεων. Ετσι, όταν υπάρχει συμφωνία με τους κανόνες της τυπικής λογικής, οι προτάσεις είναι αληθινές και θεωρούνται «αναλυτικές», και όταν συμφωνούν με την παρατήρηση θεωρούνται συνθετικές και είναι επίσης αποδεκτές σαν αληθινές.
Συνέπεια αυτού του διαχωρισμού είναι το γεγονός ότι η επιστημονική εργασία πραγματοποιείται με δύο διαφορετικούς τρόπους. Πραγματοποιείται δηλαδή σαν παρατήρηση, αλλά πραγματοποιείται επίσης και σαν λογική ταξινόμηση. Σε αυτά τα πλαίσια η όραση σαν αισθητηριακή ικανότητα πραγματοποιείται χωρίς καμμιά λογική παρέμβαση. Ταυτόχρονα η λογική ταξινόμηση πραγματοποιείται χωρίς να υπάρχει η δυνατότητα να γίνει αντιληπτή από την αισθητηριακή αντίληψη. Αμεσο αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι το γεγονός του διαχωρισμού της παρατήρησης και της λογικής της επιστημονικής δράσης. Με άλλα λόγια συντελείται ο διαχωρισμός της εμπειρίας και της λογικής.
Αναγκαία προϋπόθεση της επιστημονικής αντίληψης είναι, συνεπώς, η παρατηρητικότητα και η ικανότητα της λογικής ταξινόμησης. Το περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης προέρχεται από την πρώτη, ενώ η αναγκαία μορφή από τη δεύτερη. Αυτή δε (η λογική ταξινόμηση) είναι που κάνει τη γνώση επιστημονική. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη (βλ. Φ. Μπέϊκον, Ρ. Ντεκάρτ), ο επιστήμονας παρατηρεί και παρατηρώντας προσλαμβάνει παθητικά, ενώ όταν ταξινομεί δρα εποικοδομητικά και ενεργά. Και, για να γίνουμε πιο σαφείς, αναφέρουμε το εξής: Αυτή η κατάσταση δεν είναι απλά μια κατάσταση δυνάμει. Είναι μια συνειδητή ιδεολογική επιλογή που επιβάλλεται στις επιμέρους επιστήμες με την μορφή μεθόδου. Στην ψυχιατρική για παράδειγμα, η ψυχική νόσος εκλαμβάνεται σαν συμπτωματολογία και περιγράφεται με ταξινομητικούς πίνακες (D.S.M III, IV, κλπ.). Δεν είναι λοιπόν το άτομο που πάσχει και πρέπει να θεραπευτεί, είναι το σύμπτωμα που πρέπει να αντιμετωπισθεί. Η σχέση ατόμου και κοινωνίας δέχεται ένα αποφασιστικό πλήγμα. 
Εδώ δεν χρειάζεται ούτε θεωρία ούτε ανάλυση, χρειάζεται απλώς παρατήρηση και ταξινόμηση. Δεν χρειάζεται πολυ-παραγοντική και πολυ-αιτιακή προσέγγιση. Χρειάζεται μονοαιτιακή προσέγγιση και αιτιακή συνέχεια αντί για αιτιακή ασυνέχεια της κίνησης. Η μέθοδος δεν προσαρμόζεται στο υπό μελέτη αντικείμενο, το αντικείμενο είναι αυτό που προσαρμόζεται στην απόλυτη μέθοδο. Το δόγμα της απόλυτης μεθόδου εδώ είναι περισσότερο από προφανές και ο μονόδρομος του λάθους της αφηρημένης ανάλυσης είναι γεγονός. Στο λάθος της αφηρημένης ανάλυσης αντιστοιχεί το λάθος της αφηρημένης σύνθεσης και το μέτρο της πραγματικότητας προσδιορίζει κάθε φορά την κρίση της επιστήμης.
Αυτός ο διαχωρισμός κάνει το υποκείμενο της γνώσης να είναι υλικά ανίσχυρο απέναντι στο αντικείμενο της γνώσης αφού η δράση του πρώτου δεν είναι δράση παραγωγού και κατόχου των οργάνων γνώσης που το φέρνουν σε επαφή με το δεύτερο. 
Συνεχίζοντας στη σκέψη της ομάδας των επιστημόνων που προαναφέραμε, αυτό γίνεται γιατί, στον καπιταλισμό, οι κάτοχοι των μέσων παραγωγής δεν εργάζονται άμεσα με αυτά. Σε ό,τι αφορά τους εργάτες, αυτοί δεν είναι ιδιοκτήτες των μέσων παραγωγής και συνεπώς δεν καλούνται άμεσα να κρίνουν την επιτυχία ή την αποτυχία της εργασίας τους. Από εδώ προκύπτει και η δυσκολία να κατανοήσουν την αλληλεξάρτηση των παραγωγικών διαδικασιών και των γενικών κοινωνικών διαδικασιών που προκύπτουν από αυτές. 
Στην αστική ιδεολογία η επιστημονική συνείδηση δεν αντιλαμβάνεται την παραγωγή και τη  χρήση των οργάνων της γνώσης και έτσι η πραγματικότητα της νόησης μετατρέπεται σε «θαύμα του πνεύματος».
Η αστική ιδεολογία μη αποδεχόμενη τη θεωρία της αντανάκλασης δεν αποδέχεται πως ο δρόμος της γνώσης της αλήθειας περνάει από την ζωντανή θεώρηση προς την αφηρημένη νόηση, και από την αφηρημένη νόηση προς την πράξη. Ετσι, οι έννοιες και οι κατηγορίες φαίνονται ξεκομμένες από τη ζωή με τέτοιο τρόπο που το πραγματικό περιεχόμενο των επιστημών να είναι σε αντίθεση με την αστική ιδεολογία, η οποία, σε τελευταία ανάλυση, παρουσιάζεται ξεκομμένη και σε αντίθεση με την ίδια τη ζωή. Πολλοί επιστήμονες δεν ξεφεύγουν δυστυχώς από αυτήν την πραγματικότητα.

ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΟΥ ΘΕΤΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΑΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟΥ
«ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ» ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
A. Comte
(1798 - 1857)
C. Bernard
(1813 - 1878) S. Mill
(1806 - 1873) H. Spencer
(1820 - 1903)
Ιστορικός σχετικισμός - Εμπειρισμός
Ντετερμινισμός - Ωφελιμισμός
Αγνωστικισμός - Μηχανισμός
                                                              
                                                     
ΕΜΠΕΙΡΙΟΚΡΙΤΙΚΙΣΜΟΣ ΚΟΝΒΑΝΣΙΟΝΑΛΙΣΜΟΣ
Ε. Mach
(1838 - 1916) R. Avenarious
(1843 - 1896) H. Poincare
(1854-1912) P. Duhem
(1861-1916) E. Le Roy
(1870-1954)
Δραστηριότητα - Αξίωμα της οικονομίας
Συμβολικός ρεαλισμός Αρνηση του γεγονότος και της επαγωγής
Αξίωμα της οικονομίας
    
                                                                                                    
ΠΡΑΓΜΑΤΙΣΜΟΣ
  
   
    S. Dewey
(1859-1952) W. James
(1842-1910) C. Peirce
(1839-1914)
  
    χρησιμότητα ατομική και 
χρησιμότητα συλλογική
          
ΛΟΓΙΚΟΣ ΕΜΠΕΙΡΙΣΜΟΣ
Ή ΛΟΓΙΚΟΣ ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ
Ή ΝΕΟ-ΘΕΤΙΚΙΣΜΟΣ                                                     

                                                     
       
L. Wittgenstein
(1889-1951) K. Poper
(1902-) R. Carnap
(1891-1970) A. Tarski
(1901-)        
        
Τα όρια του Langage μου
είναι τα όρια του κόσμου μου
Φυσικό πρόγραμμα της επιστήμης

       
        
        
        
        
       
ΟΠΕΡΑΣΙΟΝΑΛΙΣΜΟΣ
P. Bridgman
(1882-1961)
οι επιστημονικές θεωρίες ανάγονται
στις πειραματικές διεργασίες




ΠΟΙΟΙ ΕΙΝΑΙ ΟΙ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ - ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΟΙ;


Γενικά μπορούμε να πούμε πως η διανόηση είναι μια κοινωνική ομάδα που μπορεί ν΄ αποτελείται από ανθρώπους διάφορων τάξεων, που συνδέονται με το μορφωτικό τους επίπεδο και για το λόγο αυτό έχουν μια  ιδιαίτερη ψυχολογία. Αυτή η κοινωνική ομάδα απασχολείται επαγγελματικά σε σχέση με την πνευματική εργασία που είναι το αποτέλεσμα μιας ανώτερης μόρφωσης. Οι διανοούμενοι είναι γενικότερη έννοια που εμπεριέχει και τους επιστήμονες. Αυτό σημαίνει πως στους διανοούμενους συντάσσονται και μη επιστήμονες, όπως οι λογοτέχνες κλπ. Οφείλουμε να διευκρινίσουμε λοιπόν πως το παρόν άρθρο ασχολείται με τους επιστήμονες διανοούμενους.
Με τη λέξη διανόηση εννοούμε λοιπόν τους χιλιάδες εκπαιδευτικούς, γιατρούς, δικηγόρους κλπ. Η διανόηση στον καπιταλισμό δεν ταυτίζεται με την κυρίαρχη τάξη, αλλά η φύση της (ψυχολογία, ιδεολογία, τρόπος ζωής) καθορίζεται από το ποιάς τάξης τα παιδιά έχουν περισσότερες ευκαιρίες να μορφωθούν. Ενα μεγάλο μέρος της εργαζόμενης διανόησης στον καπιταλισμό μισθώνει την εργατική του δύναμη και, όπως και η εργατική τάξη, υφίσταται εκμετάλλευση αφού το πνευματικό της δυναμικό μπαίνει στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Με το κεφάλαιο συνυφαίνονται τα συμφέροντα μιας μικρής μερίδας διανοουμένων, ενώ τα άμεσα συμφέροντα της μεγάλης τους πλειοψηφίας εκδηλώνονται με μικροαστική αντίληψη, των μεσαίων στρωμάτων, με μια τάση όμως να προσεγγίζουν προς αυτά των εργαζομένων μαζών. Σαν αποτέλεσμα, έχουμε την ύπαρξη μεγάλου αριθμού ιδεολογικών ρευμάτων στο χώρο της διανόησης, συχνούς πολιτικούς ακροβατισμούς, ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη και άρα την έλλειψη αυτοτελούς πολιτικού ρόλου στην κοινωνική ζωή.
Με την ανάπτυξη του καπιταλισμού αυξάνει και ο αριθμός των διανοουμένων και, ταυτόχρονα με αυτήν την αύξηση, αλλάζει τόσο η θέση όσο και η ψυχολογία τους. 
Πράγματι, η «παλιά» διανόηση, του ελεύθερου επαγγελματία επιστήμονα, τείνει να εκλείψει. Αυτή η διανόηση διατηρούσε, τη δυνατότητα μιας κάποια ανεξαρτησίας που βασιζόταν στην αυτάρκη οικονομική κατάσταση ενός ελεύθερου πωλητή των υπηρεσιών του. Ο μικρός αριθμός των μορφωμένων δημιούργησε την αυταπάτη μιας «ψυχολογίας» των εκλεκτών οι οποίοι ξεχωρίζουν από την αμόρφωτη μάζα. Η κοινωνία τότε χρειαζόταν ανθρώπους με υψηλή γενική μόρφωση, δεν χρειαζόταν τεχνικούς ειδικευμένους, ειδικούς γενικότερα.
Αλλά οι καιροί αλλάζουν, οι άνθρωποι των ελεύθερων επαγγελμάτων μετατρέπονται σε απλούς μισθωτούς. «Η αστική τάξη αφαίρεσε το φωτοστέφανο από όλα τα ως τότε αξιοσέβαστα επαγγέλματα, που τα αντικρύζαν με θρησκευτική ευλάβεια: Το γιατρό, το νομικό, τον παπά, τον ποιητή, τον άνθρωπο της επιστήμης, τους μετέτρεψε σε μισθωτούς εργάτες της» . 
Τη θέση της παλιάς διανόησης την παίρνουν οι διαρκώς αυξανόμενοι μηχανικοί, τεχνικοί, ειδικοί γενικά και οι οποίοι αποκαλούνται «νέα» διανόηση. Ο ρόλος αυτής της «νέας» διανόησης στην παραγωγή μεγάλωσε, αφού όλο και πιο διευρυμένα εντάσσεται στην παραγωγική διαδικασία. Ταυτόχρονα, όμως, μέσα από αυτή τη διαδικασία, η «νέα» τεχνική διανόηση γίνεται τμήμα της εργατικής τάξης, που υφίσταται την εκμετάλλευση του κεφαλαίου.
Ο Γάλλος συγγραφέας και επιστήμονας Ρομπέρ Εσκαρπί έγραφε: «Ο διπλωματούχος σκλάβος, τελειοποιούμενος με τη συσσώρευση γνώσεων στην ειδικότητά του διαθέτει για την αξιοποίηση των προτερημάτων του ελάχιστο πεδίο δράσης, που περιορίζεται από την επιφάνεια του παλιοτόμαρού του».
Και βέβαια ο Ν. Μολτσάνοφ έχει δίκιο όταν λέει, πως οι περισσότεροι εκπρόσωποι της νέας «ελίτ», κατά κανόνα, δεν το υποπτεύονται αυτό. Το επίπεδο της κοινωνικής τους σκέψης είναι πολύ χαμηλό. Είναι καρπός της εξειδικευμένης εκείνης αμορφωσιάς που αποτελεί ακόμα και η πιο λαμπρή τεχνική μόρφωση, γιατί από αυτήν έχουν σχεδόν εξοστρακιστεί τελείως οι ανθρωπιστικές γνώσεις. Αλλά το ζήτημα δεν έγκειται καν στη μόρφωση. Γιατί, όπως παρατήρησε ένας σατιρικός, η μόρφωση είναι κάτι που στους έξυπνους αποκαλύπτει την αμάθειά τους, ενώ στους ανόητους την κρύβει.
Ενώ ο διανοούμενος σήμερα πλησιάζει την κοινωνική θέση του εργάτη συνεχίζει να έχει άλλες συνθήκες δουλειάς, άλλους τρόπους ζωής. Η δουλειά του έχει προσωπικό και ατομικό χαρακτήρα και βασίζεται στην ανώτερη μόρφωση. Αυτή η τελευταία δημιουργεί αυταπάτες στο διανοούμενο σχετικά με την κοινωνική του αποστολή. Η τεχνοκρατική ιδεολογία εγκλωβίζει τη σκέψη της «νέας» διανόησης στις κατηγορίες του ορθολογισμού και της αποδοτικότητας. Τη θέση του κοινού συμφέροντος, του κοινού καλού, την παίρνουν οι αριθμοί.
Ο «νέος» διανοούμενος είναι η υποχώρηση του «καθολικού» ανθρώπου στο «μονοδιάστατο» άνθρωπο. Αυτή η άλυτη αντίφαση οδηγεί σε ένα ιδιότυπο διχασμό της προσωπικότητας, που τον χαρακτηρίζει η κυριαρχία της εξωτερικής μορφής, της επίδειξης πάνω στο περιεχόμενο. Στο βαθμό που λιγότερο «είναι», περισσότερο «έχουν», περισσότερο «φαίνονται». Ετσι, μπορείς να βρεις διανοούμενους που κατασκευάζουν όπλα μαζικής καταστροφής, που δημιουργούν και διαδίδουν τη λεγόμενη «μαζική» κουλτούρα και ταυτόχρονα τα σπίτια τους είναι γεμάτα από τους κλασικούς του ανθρώπινου πολιτισμού. Αυτός ο διχασμός της προσωπικότητας συμπληρώνεται όλο και περισσότερο από έναν τεχνητό διαχωρισμό μεταξύ ικανότητας και προσωπικότητας που οδηγεί στον ατομισμό, στις διαθέσεις παρακμής, στην απαισιοδοξία. Το καταφύγιο αυτών των κατακερματισμένων ανθρώπων είναι η μεταφυσική και ο ανορθολογισμός. Το καταφύγιο αυτών των ανθρώπων είναι το σπίτι τους. Στο βαθμό που η ανάπτυξη των καπιταλιστικών παραγωγικών δυνάμεων απελευθερώνει τον άνθρωπο από την άμεση εξάρτησή του από τη φύση, στον ίδιο βαθμό μεγαλώνει η ανθρώπινη υποδούλωση στους μηχανισμούς αυτού του κοινωνικού συστήματος που εκφράζεται με την αλλοτρίωση και πραγμοποίηση των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής. Μπροστά στον τρόμο της βίαιης καπιταλιστικής παραγωγικής δραστηριότητας, το άτομο βρίσκει καταφύγιο στον ιδιωτικό του κόσμο. Το σπίτι του ατόμου γίνεται ο χώρος έκφρασης της αυταπάτης της κυριαρχίας του, της αυταπάτης της πλήρους ελευθερίας του. Αυτή η αυταπάτη όμως, είναι βαριά υποθηκευμένη. Το τίμημα είναι η αποξένωση από την ανθρώπινη ουσία. Αυτή η αυταπάτη είναι που κλονίστηκε με την αλβανοφοβία. Και όταν οι αυταπάτες κλονίζονται τη θέση τους την παίρνει ή η επανάσταση ή ο πανικός.
Η προνομιούχα μειοψηφία των «νέων» διανοουμένων, σε συνθήκες όξυνσης των αντιθέσεων του ιμπεριαλισμού και αύξησης της σημασίας της πνευματικής εργασίας, κυριαρχείται από ηθική και πνευματική κατάπτωση. Στις γραμμές της διανόησης γενικά γίνεται προσπάθεια να περάσει ο ατομικισμός, αφηρημένος «ορθολογισμός» ή ο ανορθολογισμός του συστήματος, η παρακμή, η απαισιοδοξία. Οι προνομιούχοι της διανόησης βασίζουν όλη τους την κοσμοαντίληψη, όλες τις πνευματικές τους δυνατότητες και δραστηριότητες στον ωφελιμισμό. Ταυτόχρονα, όλο και περισσότερο απομακρύνονται από τις γενικές ιδέες του επαναστατικού ανθρωπισμού.
Η επιστημονική τους δράση εγκλωβίζεται μόνο στην παρατήρηση και τη σύνθεση. Η θεωρία και η ανάλυση σαν δραστηριότητες επιστημονικές ναυαγούν διαρκώς. Στο βωμό της τεχνολογίας θυσιάζουν τόσο τα κοινωνικά ιδανικά όσο και τον ορθολογισμό του πνεύματος. 
Εκφραση αυτής της γενικευμένης κατάστασης κρίσης είναι οι διάφορες φιλοσοφικές διδασκαλίες που προαναφέρθηκαν. Ορισμένες από αυτές αντιπαρέθεσαν απέναντι στην εργατική τάξη τη διανόηση, σαν τρίτη τάξη, και ισχυρίστηκαν πως η τελευταία - στο βαθμό που η εργατική τάξη εξαφανίζεται μέσα από τη συγχώνευση πνευματικής και χειρονακτικής εργασίας - θα παίζει πλέον τον αποφασιστικό στρατηγικό ρόλο. Η προσπάθεια ήταν σαφής. Να αντικατασταθεί η κριτική της πολιτικής οικονομίας από την κριτική της τεχνικής, της οργάνωσης και της επιστήμης.
Η εργατική τάξη, ως δύναμη της κοινωνικής παραγωγής,  είναι η αποφασιστική επαναστατική δύναμη για την ανατροπή αυτής της κοινωνίας, που εμποδίζει την κοινωνική κατανομή του προϊόντος της εξ αιτίας της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Σήμερα το πιο προοδευτικό κομμάτι της διανόησης - στο βαθμό που όλο και περισσότεροι διανοούμενοι γίνονται ουσιαστικά μισθωτοί εργάτες - καταλαβαίνει ότι η προλεταριακή ιδεολογία, ο επαναστατικός μαρξισμός-λενινισμός εκφράζουν και τα δικά του συμφέροντα. Σήμερα μεγάλα τμήματα της διανόησης αντιλαμβάνονται πως η αποστολή τους σαν φορείς του πολιτισμού και των ανθρωπιστικών ιδανικών, δεν μπορεί να εκπληρωθεί χωρίς την υποστήριξη της εργατικής τάξης. Ολες οι πανανθρώπινες ιδέες είναι αναπόσπαστες από την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης.
Ο Μαρξ τόνιζε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο: «Στην περίοδο που ο ταξικός αγώνας πλησιάζει στη λύση του, η πορεία διάλυσης μέσα στην κυρίαρχη τάξη, μέσα σε όλη την παλιά κοινωνία παίρνει χαρακτήρα τόσο βίαιο, τόσο χτυπητό, που μια μερίδα της κυρίαρχης τάξης αποσπάται από αυτήν και ενώνεται με την επαναστατική τάξη, με την τάξη που κρατά στα χέρια της το μέλλον, όπως παλιά ένα μέρος των ευγενών πέρασε στην αστική τάξη έτσι και τώρα ένα τμήμα της αστικής τάξης περνάει στο προλεταριάτο και ειδικά ένα τμήμα από τους αστούς ιδεολόγους που κατάφεραν να υψωθούν ως τη θεωρητική κατανόηση όλης της ιστορικής κίνησης» . 
Η εργαζόμενη διανόηση, ως τμήμα των μεσαίων στρωμάτων, αντικειμενικά γίνεται σύμμαχος της εργατικής τάξης. Η σχέση είναι αμφίδρομη. Οι πρωτοπόροι διανοούμενοι πρέπει να βοηθήσουν το Κόμμα στην προσπάθεια να εδραιώσει αυτή τη συμμαχία ώστε όλο και περισσότεροι διανοούμενοι να πείθονται πως ο μόνος δρόμος για να αποφύγουν τις ιδεολογικές συνέπειες της αστικής κατάπτωσης, είναι η αποδοχή της κοσμοθεωρίας του προλεταριάτου. 
Μόνο με την πολιτική νίκη της εργατικής τάξης ανοίγει ο δρόμος για την χρησιμοποίηση των ταλέντων και των διανοιών, καλλιεργείται στη διανόηση το αίσθημα της κοινωνικής της ωφελιμότητας, εξασφαλίζεται η βεβαιότητα για το αύριο, η πραγματικά ελεύθερη δημιουργία στην κατεύθυνση της λύσης των προβλημάτων, της επαναστατικής αλλαγής του κόσμου.
Για την εκπλήρωση αυτής της ιστορικής αποστολής, οι διανοούμενοι έχουν χρέος να βρίσκονται μέσα στις οργανώσεις του μαζικού λαϊκού κινήματος μέσα στο κόμμα της εργατικής τάξης. Ξεκομμένοι από τις επαναστατικές δυνάμεις οι διανοούμενοι γίνονται ευάλωτοι και κινδυνεύουν να μπουν στην υπηρεσία των λίγων προνομιούχων της κοινωνίας που έχουν χρέος να καταπολεμήσουν. Κινδυνεύουν έτσι να προδώσουν τα δίκαια του λαού.
Η παρουσία ενός διανοούμενου στο μέτωπο πάλης της εργατικής τάξης ανεβάζει το ηθικό των επαναστατών, δυναμώνει την αυτοπεποίθησή τους. Αυτή η παρουσία είναι παρουσία αγωνιστή που διδάσκει και διδάσκεται από το εργατικό κίνημα, σε καμμιά, όμως περίπτωση δεν πρέπει να είναι παρουσία δασκάλου. Ετσι, ο διανοούμενος γίνεται ουσιαστικός και ισότιμος επαναστάτης, γίνεται στέλεχος του θριάμβου της εργατικής τάξης.
Από όσα έχουν λεχθεί μέχρι τώρα βγαίνει το συμπέρασμα πως οι αιτίες που καθορίζουν τη στάση των διανοούμενων είναι γνωσιολογικές, είναι όμως και ταξικές. Το βασικό δεν είναι οι λαθεμένες γνωσιολογικές αφετηρίες από τις οποίες ξεκινούν. Το βασικό είναι η ταξική τους θέση. 


Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΩΝ - ΔΙΑΝΟΟΥΜΕΝΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ


Υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια από την αστική τάξη να ελέγξει τους επιστήμονες, έτσι ώστε οι τελευταίοι να διαδίδουν και να υπερασπίζονται την ιδεολογία και την ηθική της πρώτης. Οι τρόποι με τους οποίους το επιχειρεί είναι πολλοί. Χαρακτηριστικά μπορούμε να αναφέρουμε όλο το μηχανισμό του κράτους, το πανεπιστήμιο, τα ερευνητικά προγράμματα, την παραγωγή και διακίνηση του βιβλίου, το θεσμό των ερευνητικών και επιμορφωτικών Ινστιτούτων, τα ΜΜΕ, τα συστήματα διανομής βραβείων, τους μηχανισμούς παραγωγής κοινωνικής εικόνας και κυρίως τα άφθονα χρήματα.
Ταυτόχρονα, κάνει ότι είναι δυνατόν για να εξοντώσει όσους δεν συμβιβάζονται. Η αποσιώπηση του έργου τους είναι, σε πολλές περιπτώσεις, η πιο ανώδυνη λύση. Αρκετές φορές υπάρχουν διώξεις στο χώρο δουλειάς, πιέσεις, συκοφαντίες. Σε όλη αυτήν την προσπάθεια, ο αμερικάνικος και ευρωπαϊκός ιμπεριαλισμός παίζει καθοδηγητικό ρόλο.
Ετσι, επιτυγχάνεται ώστε ένα κομμάτι της διανόησης να χαρακτηρίζεται από καριερισμό, αριβισμό και ψυχολογία υποτακτικού. Αυτό το κομμάτι παίζει έναν ιδεολογικό πολιτικό ρόλο καθοδήγησης στην παραχάραξη της ιστορίας, στη διάδοση της υποτέλειας, του κοσμοπολιτισμού, της αντίδρασης τόσο στο χώρο των επιστημονικών ρευμάτων αλλά και γενικότερα, στη συκοφάντηση και παραχάραξη της ιστορίας του ΚΚΕ, των πρώην σοσιαλιστικών χωρών, του σοσιαλισμού γενικά. Αυτό το τμήμα των επιστημόνων-διανοουμένων συνειδητά και αδίστακτα εξυπηρετεί τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα της ολιγαρχίας του κεφαλαίου.
Μια άλλη μερίδα των επιστημόνων - διανοουμένων παρουσιάζεται να εκφράζει τον ιδεολογικό προσανατολισμό των μεσαίων στρωμάτων και διαχωρίζεται από τους προηγούμενους. Σε πολλές περιπτώσεις εμφανίζεται να κάνουν κριτική στα σημερινά αδιέξοδα. Αυτοί οι επιστήμονες-διανοούμενοι μπορεί να μην εκφράζουν τα συμφέροντα της μονοπωλιακής αστικής τάξης και έτσι να αντιτίθενται στην εδραίωση της κυριαρχίας των ξένων μονοπωλίων, στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων που διαμορφώνονται στα πλαίσια αυτού που ονομάζεται «νέα τάξη» πραγμάτων, στην υπάρχουσα πολιτική στα Βαλκάνια, στο Αιγαίο κλπ.
Αυτό το τμήμα των επιστημόνων - διανοουμένων χαρακτηρίζεται από απαισιοδοξία και απομόνωση. Διέξοδο βρίσκουν όταν κατά καιρούς πλησιάζουν τον αγώνα της εργατικής τάξης, του λαού.
Τέλος, υπάρχουν οι κομμουνιστές διανοούμενοι και όλοι όσοι χωρίς να είναι κομμουνιστές, στρατεύονται με τις δυνάμεις της εργατικής τάξης. Σήμερα σε συνθήκες μιας νέας μορφής της δικτατορίας της αστικής τάξης, της «δικτατορίας των εκσυγχρονιστών», επιχειρείται η ενσωμάτωση των επιστημόνων - διανοουμένων διαμέσου της εξατομίκευσης και της απομόνωσης.
Αυτή η κατάσταση είναι εξουθενωτική για τη διανόηση και έχει σαν στόχο την καθυπόταξη της δημιουργικής σκέψης. Αυτή η μορφή δικτατορίας είναι αποτέλεσμα του ζωώδους φόβου των δυνάμεων της αστικής τάξης απέναντι στην επιστήμη και τη σκέψη. Μια πολιτική έκφραση αυτού του φόβου είναι τα μηδαμινά ποσά του προϋπολογισμού για την παιδεία, τις τέχνες, την έρευνα, τις επιστήμες. Το μήνυμα της άρχουσας τάξης διαμορφώνεται παράδοξα λοιπόν: με τους ανθρώπους της σκέψης ενάντια στην σκέψη και τον άνθρωπο. 
Το ίδιο το περιεχόμενο της επιστήμης, της ζωής δεν συμβιβάζεται με τον καπιταλισμό, με το σύγχρονο σκοταδισμό. Αυτό, ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές στις σοσιαλιστικές χώρες και την αντανάκλαση που αυτές είχαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, φέρνει στην επιφάνεια την καθυστέρηση, αλλά και τις δυσκολίες που παρουσιάζονται στη δραστηριοποίηση των διανοουμένων για την υπεράσπιση των σοσιαλιστικών ιδανικών, για την ιδεολογική ανασύνταξη, για την αντεπίθεση των δυνάμεων της εργατικής τάξης, του λαού γενικότερα.
Η μεγάλη μάζα των επιστημόνων - διανοουμένων βρίσκεται εξ αντικειμένου με τους ανθρώπους της ζωής και της προόδου που αντιστέκεται στα σχέδια του ιμπεριαλισμού για την επιβολή της λεγόμενης «νέα τάξης» πραγμάτων και που στην ουσία - όπως είναι γνωστό - δεν είναι και τόσο νέα.
Η καθυστέρηση αυτή έχει μεγάλη σημασία, ιδιαίτερα μετά τις γενικότερες ανακατατάξεις στο χώρο των Βαλκανίων, του Αιγαίου, της Ασίας. Η προσοχή πρέπει να δοθεί στις προσπάθειες της αστικής τάξης να επηρεάσει τους διανοούμενους με τις «ιμπεριαλιστικές» της επιδιώξεις, με οράματα και ιδανικά ξένα προς τη θέληση του λαού για ειρήνη και δημοκρατία, για διεθνιστική αλληλεγγύη. Πρέπει να επεξεργαστούμε νέες πρακτικές μορφές οργάνωσης και δράσης που να ανταποκρίνονται στις σημερινές ανάγκες, στους σημερινούς συσχετισμούς δύναμης. Η ιδεολογική αντεπίθεση πρέπει να γίνει σε όλα τα επίπεδα και με την αυτοπεποίθηση αυτών που «το δίκιο το έχουν με το μέρος τους και το ξέρουν».
Πρέπει με κάθε δυνατό τρόπο να συμβάλουμε στη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ λόγων και έργων. Το να ξέρουμε τα πράγματα και να μιλάμε για αυτά δεν φτάνει, οφείλουμε και να τα αλλάξουμε μέσα από την επαναστατική δράση των μαζών και της συμμετοχής μας σε αυτό.
Σήμερα το Κόμμα θεωρεί ότι επείγοντα καθήκοντα, μεταξύ άλλων, είναι η αντίσταση, η παρεμπόδιση της εκτεταμένης και θεσμοθετημένης νέας απαξίωσης της εργατικής δύναμης, η αντίσταση στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στα Βαλκάνια, η αντίσταση στην προσπάθεια της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Να αναλάβουμε λοιπόν, κάθε δυνατή πρωτοβουλία ώστε σε όλους τους χώρους δουλειάς να αναπτυχθούν συγκεκριμένες πρακτικές μορφές πάλης. Ο καθένας μας να γίνει προμαχώνας, μέρος ενός ατσάλινου τείχους στα πεδία των ταξικών μαχών. Αυτό είναι το ύψιστο καθήκον σήμερα.
Τα πολύ σοβαρά οικονομικά και επαγγελματικά προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα το μεγαλύτερο τμήμα των επιστημόνων - διανοουμένων τους αναγκάζουν να επιβιώνουν απλώς. Αυτή η κατάσταση τους κάνει ευάλωτους σε πιέσεις που ασκούνται με στόχο την εξαγορά των ικανοτήτων τους και τελικά την ενσωμάτωσή τους. Ενα τμήμα των εκπαιδευτικών, γιατρών, δικηγόρων κλπ. ζουν με το βάρος της ημιαπασχόλησης ή της ετεροαπασχόλησης και της ανεργίας. Ενα άλλο τμήμα απασχολείται με μισθούς πείνας ή σπρώχνεται σε πολλαπλή απασχόληση. Ταυτόχρονα η ύπαρξη ενός τμήματος καλοπληρωμένων επιστημόνων χρησιμοποιείται για τη διάσπαση του κινήματος σε ολόκληρους κλάδους ή χώρους εργασίας.
Τα προβλήματα που η μεγάλη μάζα των επιστημόνων - διανοουμένων αντιμετωπίζει, δημιουργούν και τις προϋποθέσεις ανάπτυξης της δουλειάς του Κόμματος σε αυτό το χώρο. Οι προϋποθέσεις αυτές ενισχύονται τόσο από την κοινωνική προέλευση της μεγάλης μάζας των επιστημόνων - διανοουμένων όσο και από το γεγονός ότι οι επιστήμονες - διανοούμενοι δεν μένουν απαθείς στα μεγάλα προβλήματα του τόπου. Σε αυτά τα πλαίσια και την κατεύθυνση του ΑΑΔ Μετώπου πρέπει να ανοίξουμε τη δουλειά μας σε κάθε προοδευτικό στοιχείο της διανόησης σήμερα. Πρέπει να ανοίξουμε τη δουλειά μας σε όλους αυτούς που δεν σχετίζονται με κάποιο τρόπο με τις δυνάμεις του σκοταδισμού και της υποτέλειας.
Μέσα από την ξεκάθαρη κριτική των αντιδραστικών αντιλήψεων, πρέπει να επιδιώκουμε την ανάδειξη των κοινών συμφερόντων και να ενισχύουμε ακόμα και την ελάχιστη πράξη αντίστασης, απέναντι στον ιμπεριαλισμό και τα μονοπώλια. Η ενότητα πάλης μεγάλου τμήματος των εργαζομένων επιστημόνων - διανοουμένων και της εργατικής τάξης έχει αντικειμενική θέση, αντικειμενικούς σκοπούς, κοινό ταξικό εχθρό.
Η ανάγκη της ιδεολογικής αντεπίθεσης των δυνάμεων της προόδου απαιτεί από τη μεριά του Κόμματος μια βαθιά και ουσιαστική μελέτη τόσο των προβλημάτων των επιστημόνων - διανοουμένων όσο και του τρόπου οργάνωσής τους. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως στο βαθμό που ένα επιστημονικό προοδευτικό έργο είναι αναγκαίο, στον ίδιο βαθμό είναι αναγκαία και η συμμετοχή στο κίνημα, στην οργανωμένη πάλη. 
Οι κομμουνιστές επιστήμονες οφείλουν να παλεύουν ώστε οι γνώσεις τους να γίνουν και γνώσεις του Κόμματος για την ενίσχυση της πάλης ενάντια στην αστική ιδεολογία και πολιτική.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ