ΝΑ ΝΙΚΗΣΟΥΜΕ ΤΟΝ «ΣΚΙΑΝΘΡΩΠΟ»
των Α. Σεργκέγιεφ - Α. Σούλους
Δεν σκεφτήκατε ποτέ, αγαπητοί αναγνώστες, ποιός θα ήταν ο Οστάπ Μπέντερ, εάν ζούσε στην δική μας, ανήσυχη εποχή της περεστρόικα; Θα ήταν ιδιοκτήτης καταστήματος; Εκμισθωτής; Επενδυτής; Είναι δύσκολο να πει κανείς. Ενα είναι αναμφίβολο: με την κερδοφόρα χρήση των σπάνιων δυνατοτήτων του, θα έβρισκε να κάνει κάτι, οπωσδήποτε.
«Τη στιγμή που στη χώρα περιπλανώνται κάποιοι οικονομικοί πόροι, τότε θα πρέπει να υπάρχουν και άνθρωποι, που να κατέχουν πολλούς από τους πόρους αυτούς», έλεγε ο μεγάλος επιχειρηματίας. Είναι ένας λαμπρά διατυπωμένος οικονομικός νόμος, ιδιαίτερα διαδεδομένος σε συνθήκες μεγάλης άνθισης των «παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων», ο οποίος αμφισβητείται σήμερα, από πολλούς.
«Πετούν πάπιες» (σ.μ. διφορούμενη έκφραση που θα μπορούσε να αποδοθεί και με το «διαδίδονται φήμες»). Με το άρθρο που έφερε αυτόν τον πολυσήμαντο τίτλο, της 6ης Δεκεμβρίου 1989, αντέδρασε η «Λιτερατούρναγια Γκαζέττα» στη γνωστή ομιλία του Α΄ Γραμματέα της Περιοχής και της ΕΠ του Λένινγκραντ Μπ. Β. Γκιντάσποφ, ο οποίος ανακοίνωσε ότι, σύμφωνα με ορισμένα στοιχεία, το 80% του συνόλου των καταθέσεων στο ταμιευτήριο ανήκει στο 5% των καταθετών . «Αποτελεί μυστήριο από πού προέρχονται οι αριθμοί αυτοί», σημείωσε ο οικονομικός σχολιαστής της «Ιζβέστια» Γιούρι Ρίτοφ, μιλώντας σε συνδικαλιστική συγκέντρωση, στην περιοχή Λουζνίκι της Μόσχας, στις 3 Οκτωβρίου 1989, για τις εκτιμήσεις σχετικά με τις εκατοντάδες χιλιάδες παράνομους εκατομμυριούχους και τα περίπου 500 δισεκατομμύρια του δυναμικού της «σκιώδους» οικονομίας. Οι κατηγορίες για παραπληροφόρηση, για «φτηνό λαϊκισμό», για «επιδίωξη με κάθε μέσο για άνοδο στην εξουσία», για «οφέλη του πολιτικού κεφαλαίου από τον εκφοβισμό της κοινωνίας» κ.ά., γίνονται όλο και περισσότερες. Το περιοδικό «Κομμουνίστ», το οποίο μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν συμμετείχε άμεσα στη δημόσια πολεμική, είναι φανερό πως επιδιώκει να επανακτήσει το χαμένο έδαφος. Δημοσιεύει στις σελίδες του το άρθρο κάποιου Α. Ουλιουκάεφ, ο οποίος έφτασε στο σημείο να συγκρίνει έναν εκ των συγγραφέων των προβαλλόμενων εκτιμήσεων, με τον νέο που έπαιξε αυλό στο γνωστό παραμύθι, «ο οποίος υποσχέθηκε να λυτρώσει την πόλη Γκάμελν από την κρίση, και στην πραγματικότητα, με την υπέροχη μελωδία του κατόρθωσε να αποκοιμίσει τους ανθρώπους και να τους οδηγήσει όλους μακριά από τη γενέτειρα πόλη τους, άγνωστο για πού, άγνωστο για ποιό λόγο» .
Εάν ωστόσο, εφαρμοστεί αυτό το παράδειγμα, τότε μπορούμε να πούμε ότι οι αντίπαλοί μας παίζουν φλογέρα με ένα όργανο: «Η έκκληση για μάχη με τη «σκιώδη» οικονομία αποτελεί πρόκληση για κυνήγι μαγισσών, ψάχνοντας παράλληλα τον εχθρό!».
Σχετικά με αυτό, θα παραθέσουμε τη γνώμη ειδικών από άλλες χώρες: η ΕΣΣΔ βρίσκεται μεταξύ των είκοσι χωρών του κόσμου, με την πλέον αναπτυγμένη «σκιώδη» οικονομία. Αυτό σημαίνει ότι έχουμε μία τραγική πρωτοπορία. Το 2ο Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων της ΕΣΣΔ δεν συμπεριέλαβε τυχαία στην ημερήσια διάταξη το θέμα για «την ενίσχυση της πάλης ενάντια στην οργανωμένη εγκληματικότητα». Η αναγκαιότητα για την άμεση επεξεργασία εξειδικευμένου κυβερνητικού προγράμματος για την αντιμετώπιση της «σκιώδους» οικονομίας αναδείχθηκε κατά το Συνέδριο, στις ομιλίες του υπουργού Εσωτερικών και του Γενικού Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ, οι οποίοι υπογράμμισαν ότι τα οικονομικά μέτρα θα πρέπει να συμπληρώνονται και από οργανωτικά, ελεγκτικά, νομικά, ακόμη και με αποφασιστικά όρια των μη-εργασιακών εισοδημάτων, με κατάσχεση των περιουσιών που αποκτήθηκαν με εγκληματικά μέσα.
«ΣΚΙΩΔΗΣ» ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ: ΟΙ ΠΗΓΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΕΣ
Σε αντίθεση με όλες τις αισιόδοξες προβλέψεις των «πατέρων» της οικονομικής μεταρρύθμισης, η «σκιώδης» οικονομία κάθε άλλο παρά έχασε τη σημασία της, με αποτέλεσμα την ανάπτυξη του συνεταιριστικού κινήματος και της ατομικής εργασιακής δραστηριότητας, καθώς, επίσης και το αδυνάτισμα του διοικητικού εξαναγκασμού. Αντιθέτως, αυτή (η «σκιώδης» οικονομία) αναπτύχθηκε παραπέρα. Εάν ακόμη πριν από λίγο καιρό, η ύπαρξή της ήταν γνωστή μόνο στους ειδικούς, σήμερα το θέμα της «σκιώδους» οικονομίας έχει προωθηθεί μεταξύ των δημοφιλών θεμάτων που συζητούνται ευρέως. Και αυτό δεν είναι περίεργο: το μέγεθός της σήμερα ανέρχεται στο 20-25% του εθνικού εισοδήματος μιας χώρας με 20 εκατομμύρια πληθυσμό, οι οποίοι ασχολούνται, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, με παράνομες δραστηριότητες! Οι αριθμοί, που ανακοινώθηκαν από τον υφυπουργό Εσωτερικών της ΕΣΣΔ Ν. Ι. Ντεμίντοφ, στην τηλεοπτική εκπομπή «Περεστρόικα: Προβλήματα και Λύσεις», στις 28 Νοεμβρίου 1989, είναι ικανοί να προκαλέσουν σοκ στον καθένα, καθώς γίνεται λόγος για 150 δις ρούβλια! Είναι φανερό, ότι η τεράστια οικονομική ισχύς, μετατρεπόμενη σε αστρονομικά εισοδήματα, αναπόφευκτα θα θέσει σε κίνηση τεράστιες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες θα απαιτήσουν τη νόμιμη εξουσία. Οι «σκιώδεις» καπιταλιστές, σε συνεργασία με τον κόσμο του εγκλήματος, τη μαφία και τους εκπροσώπους του διεφθαρμένου και του εξαγορασμένου από αυτούς μηχανισμού, πιστεύουμε ότι θα επιτεθούν ανοικτά εναντίον των εργαζομένων, της σοσιαλιστικής επιλογής και των κοινωνικών κατακτήσεων.
Οι εκπρόσωποι του λεγόμενου ριζοσπαστικού δρόμου, οι οποίοι αποτελούν την ραχοκοκαλιά κάθε είδους «δημοκρατικών» κινημάτων, συνδέουν τις πηγές της «σκιώδους» οικονομίας με το διοικητικό σύστημα, με τη γραφειοκρατική διοίκηση. Το μεγαλύτερο κακό, κατά τη γνώμη αυτών των εκπροσώπων, περικλείεται, όχι στην ύπαρξη πραγματικής επιχειρηματικής δράσης (το αντίθετο, κατά την άποψή τους, αυτό φέρνει στον κόσμο πραγματικό όφελος με τη μορφή των προϊόντων και των υπηρεσιών), αλλά στον κομματικό και κρατικό μηχανισμό, ο οποίος μετατράπηκε σε όγκο πάνω στο σώμα της υγιούς ιδιωτικής πρωτοβουλίας. Οι γραφειοκράτες-παράσιτα έθεσαν φόρους στους ανθρώπους που εργάζονται (να λοιπόν η κρατική παρέμβαση) και από αυτό βγάζουν ανήκουστα κέρδη. Αυτή η ιδέα βρήκε την αποθέωσή της στην ανοικτή επιστολή του Α. Νουίκιν, στο περιοδικό «Αγκανιόκ» Νο 40 του 1989, όπου ο αποστολέας παραπέμπει στις εκτιμήσεις για την περιουσία των γραφειοκρατών των μηχανισμών, την οποία υπολογίζει σε εκατοντάδες δισεκατομμύρια ρούβλια. Η λύση του προβλήματος έρχεται από μόνη της: να διώξουμε την τάξη των ανθρώπων των μηχανισμών, μαζί με τα θεμέλιά της: την κοινωνική ιδιοκτησία και τον κεντρικό σχεδιασμό στη διεύθυνση. Και μετά, τα «σκιώδη» κεφάλαια, ισχυρίζεται ο Π. Μπούνιτς, είναι ανάγκη να νομιμοποιηθούν, συσσωρεύοντάς τα μέσω της ατομικής ιδιοκτησίας για την άνοδο της οικονομίας. Διαφορετικά οι άξεστοι θα γίνουν μοντέρνοι, αγοράζοντας χρυσό, συνάλλαγμα και πολύτιμους λίθους, γεμίζοντας τις τσέπες τους . Παρά τη φαινομενική καινοτομία της, η παρούσα πρόταση, δεν είναι πρωτότυπη. Εχει ήδη διατυπωθεί στο παρελθόν, από τον αμερικανό επιστήμονα Π. Ρόμπερτς, ο οποίος συμβούλευε με επιμονή, για να εξυγιανθεί η σοβιετική οικονομία να νομιμοποιηθεί η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. «...Είναι απαραίτητο να γίνει η αρχή από την νομιμοποίηση της «σκιώδους» οικονομίας... Το επόμενο βήμα θα πρέπει φυσιολογικά να είναι οι αποκρατικοποιήσεις» . Αυτή είναι, άλλωστε, και η ουσία του προγράμματος «500».
Στον μη προκατειλημμένο αναγνώστη ίσως θα είναι κατανοητό, ότι η θεωρία της «σκιώδους» οικονομίας, την οποία υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι-ριζοσπάστες, αρμόζει λιγότερο από κάθε άλλο, στο να εξοπλίσεις θεωρητικά τους εργαζόμενους και να τους ξεσηκώσεις στη μάχη με το κακό. Δεν ικανοποιεί ούτε ακόμη και αυτή η ίδια η κατανόηση των πηγών του συγκεκριμένου φαινομένου. Αλλωστε, εάν συνδεθούν οι ρίζες του μόνο με το συγκεντρωτικό-διοικητικό σύστημα, τότε πώς θα εξηγηθούν τα απειροελάχιστα μεγέθη της «σκιώδους» οικονομίας την περίοδο της προσωπολατρίας του Στάλιν ή, από την άλλη πλευρά, η πρωτοφανής άνθισή της, την εποχή της ΝΕΠ;
Και μια που το έφερε ο λόγος για τη ΝΕΠ: η ανάλυση της ανάπτυξης της «σκιώδους» επιχειρηματικής δράσης, από τις αρχές του 1921, η οποία έγινε από τον Γ. Λάριν, στο βιβλίο «Το ιδιωτικό κεφάλαιο στην ΕΣΣΔ», με βάση τα πρακτικά των δικαστικών διαδικασιών και άλλες πηγές, κατέγραφε: κατά το 1923 η αστική τάξη με το αδίκημα της μεταφοράς κρατικών μέσων σε ιδιωτικά χέρια, με διάφορους τρόπους, αύξησε τα χρηματικά της έσοδα περισσότερο από δύο φορές, φτάνοντας το ποσό των 350 εκατομμυρίων χρυσών ρουβλίων. (Για σύγκριση: τη διετία 1924-‘25 το κράτος είχε τη δυνατότητα να επενδύσει σε δημόσια έργα 393,3 εκατομμύρια ρούβλια ). Την ίδια περίοδο τα καταληστευμένα μέσα είχαν αρχίσει να επενδύονται νομίμως στο εμπόριο και στον τομέα των υπηρεσιών, ενώ μετά το 1927 ακόμη και στη βιομηχανία.
Η αναδρομική ματιά στη «σκιώδη» οικονομία της μεταπολεμικής περιόδου επιτρέπει να σημειώσουμε ότι άρχισε να αναπτύσσει τους ρυθμούς της από τις αρχές της δεκαετίας του ΄60 και τις επόμενες δύο δεκαετίες κυριολεκτικά άνθισε. Ηδη τη δεκαετία του ΄70, σύμφωνα με τα στοιχεία ερευνών, τα κεφάλαια της «σκιώδους» οικονομίας υπολογίζονται στα 70-80 δις ρούβλια . Το μικρό χρονικό διάστημα της μάχης ενάντια στη «σκιώδη» οικονομία, στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, συνδέεται με το όνομα του Γ. Β. Αντρόποφ. Και με την έναρξη των οικονομικών μεταρρυθμίσεων, όπως υπογράμμισε ο υπουργός εσωτερικών της ΕΣΣΔ, στο 2ο Συνέδριο των Λαϊκών Αντιπροσώπων της ΕΣΣΔ, εμφανίζονται νέες δυνατότητες και προοπτικές για επένδυση των «σκιωδών» κεφαλαίων, με τη διεύρυνση, τόσο της παράνομης όσο και της νόμιμης παραγωγής . Κάπως έτσι, η «σκιώδης» οικονομία, μιλώντας μεταφορικά, άρχισε να καλπάζει και σήμερα συνεχίζει να αναπτύσσει ταχύτητα.
Δεν θα μπορούσε να εξηγηθεί σωστά το αναπόφευκτο της «σκιώδους» οικονομίας και του «ολοκληρωτικού ελλείμματος». Με αυτή την τοποθέτηση του ζητήματος το αποτέλεσμα παρουσιάζεται σαν αιτία. Είναι γνωστό, άλλωστε, ότι η «σκιώδης» οικονομία από μόνη της οργανώνει με επιτυχία την έλλειψη αναγκαίων προϊόντων και εργάζεται παρασιτικά, πλουτίζοντας κατ΄ αυτόν τον τρόπο. Φαίνεται, πως σήμερα όλες οι προσπάθειες της κυβέρνησης, για αύξηση του όγκου παραγωγής προϊόντων λαϊκής κατανάλωσης, με την επείγουσα ανάγκη εισαγωγής τους από το εξωτερικό, παραλύουν από τους μεγαλοεπιχειρηματίες της «σκιώδους» οικονομίας, οι οποίοι δημιουργούν όλο και καινούργια είδη ελλείψεων για το λαό. Εξηγώντας τα αίτια της πρωτόγνωρης ανόδου της παράνομης επιχειρηματικής δραστηριότητας, θα πρέπει να εστιάσουμε την προσοχή στο ότι στην κοινωνία έχει δημιουργηθεί μία τέτοια ατμόσφαιρα, κατά την οποία τα όργανα της έννομης τάξης φοβούνται να ακουμπήσουν τις ψευτοκοοπερατίβες (σ.μ. ψεύτικες εταιρείες προσωπικής απασχόλησης) και τις παραφυάδες της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας, φοβούμενοι ότι θα κατηγορηθούν για προσκόλληση στο παρελθόν και σε παλαιές μεθόδους δράσης. Οι ειδικοί σημειώνουν με ανησυχία, ότι πρακτικά σταμάτησε η λειτουργία των άρθρων του Ποινικού Κώδικα για την καταλήστευση του κράτους, της κοινωνικής περιουσίας και για την αισχροκέρδεια. Η καμπάνια ενάντια στα μη δεδουλευμένα εισοδήματα ολοκληρώθηκε χωρίς επιτυχία. Ως αποτέλεσμα του αδυνατίσματος της εισαγγελικής εποπτείας, δημιουργήθηκε μία παράδοξη κατάσταση: παρά την εμφανή αύξηση των καταγγελιών για κλοπές, σε όλο και λιγότερες περιπτώσεις βρέθηκε ο υπαίτιος που κατηγορείται ότι τις διέπραξε. Συνολικά, στη σφαίρα της οικονομίας δεν εξιχνιάζεται μέχρι και το 70% των εγκλημάτων, εκ των οποίων μέχρι και το 95% αφορά δωροδοκίες και κλοπές .
Η βαθύτερη αιτία ωστόσο, η οποία γεννά τα διάφορα είδη του «παράνομου εμπορίου», βρίσκεται στις μη ορθές, τις αναντίστοιχες με την ουσία του σοσιαλισμού, μορφές και μεθόδους συνδυασμού των αρχών του, που βρίσκονται στη διαλεκτική αντίθεση: σχεδιασμός και εμπορευσιμότητα της κοινωνικής παραγωγής. Στη σύγχρονη εποχή, αυτό εμφανίστηκε ουσιαστικά με την νομιμοποίηση της κερδοσκοπίας, με τη μορφή της ανάπτυξης των εμπορικών συνεταιρισμών, με τη μη ρυθμιζόμενη διαδικασία της μετατροπής των χρημάτων από τραπεζογραμμάτια σε ρευστό, με τη μη επεξεργασμένη σχέση μεταξύ κρατικών οργανισμών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, κλπ. Δεν υπάρχει λόγος να δώσουμε ιδιαίτερη έκταση στις ψευδαισθήσεις των καθοδηγούμενων θεωρητικών, τύπου Α. Σομπτσάκ, ότι, προχωρώντας προς την πολύμορφη οικονομία, προς την ελεύθερη αγορά, στη χωρίς όρια διαφοροποίηση των εισοδημάτων, θα «ξεριζώσουμε» τη «σκιώδη» οικονομία . Αντιθέτως, θα πρέπει, κοιτώντας με νηφαλιότητα το μέλλον, να προβλέψουμε την περαιτέρω εκρηκτική ανάπτυξή της.
Θα πρέπει, παραπέρα, να απαντήσουμε με ακρίβεια στο καθοριστικό ερώτημα: ποιός είναι εντέλει ο επικεφαλής στη «σκιώδη» οικονομία; Σε σχέση με αυτό, είναι χαρακτηριστικό πως η, περισσότερο από συγκαταβατική, σχέση των «ριζοσπαστών» με το παράνομο εμπόριο, μετατράπηκε σε ανοικτό απολογητή του, μετά τη συνδικαλιστική συγκέντρωση στην περιοχή Λουζνίκι και μετά τις συγκεντρώσεις των κομμουνιστών του Λένινγκραντ. Η αιτία αυτής της «προόδου», πιστεύουμε ότι βρίσκεται στο ότι, στις συγκεντρώσεις αυτές τέθηκε ευθέως το ζήτημα για τους νέους «σοβιετικούς μπουρζουάδες», ως ένα ιδιαίτερο, ανεξάρτητο και αντισοσιαλιστικό, αντιλαϊκό στρώμα της κοινωνίας, το οποίο αποτελεί βασικό εμπόδιο για τη σοσιαλιστική κατεύθυνση της περεστρόικα. Ο κρατικός και κομματικός μηχανισμός (τα διεφθαρμένα στοιχεία του) δεν ελέγχει τους «σκιανθρώπους», αλλά, αντιθέτως, οι τελευταίοι χειρίζονται τις δωροδοκούμενες ομάδες των γραφειοκρατών, χρησιμοποιώντας τους ως προκάλυψη, ως «εξάρες» στο μεγάλο αγώνα για την οικονομική και πολιτική εξουσία.
Τους «σοβιετικούς μπουρζουάδες» δεν θα πρέπει να τους ταυτίσουμε και με τη «ληστοκρατία», την «έννομη κλοπή», τους «νονούς» της μαφίας κλπ. Οι άσσοι της «σκιώδους» οικονομίας είναι οι ίδιοι, που τη διοικούν κιόλας. «...Είναι φανερό», σημείωνε ο Β. Μπακάτιν, μιλώντας από το βήμα του 2ου Συνεδρίου των Λαϊκών Αντιπροσώπων, «στην κοινωνία μας ζουν ως παράσιτα, εγκληματικές δομές, θεμέλιο των οποίων αποτελεί το οικονομικό δυναμικό της «σκιώδους» οικονομίας και στην κορυφή οι διεφθαρμένοι συνεργάτες και πρώτοι απ΄ όλους, αυτοί του συστήματος τήρησης του νόμου και της τάξης, καθώς, επίσης, οι μεταλλαγμένοι από τον κομματικό, σοβιετικό και κρατικό μηχανισμό... Μέσο εκτροφής της οργανωμένης εγκληματικότητας είναι η «σκιώδης» οικονομία, η οποία αναπτύσσεται στη χώρα, με βάση την κακή οργάνωση, τις μεγάλες κλοπές και την αισχροκέρδεια».
Θα πρέπει να εξηγήσουμε ένα ακόμη βασικό σημείο: την αλληλοσύνδεση μεταξύ των συνεταιριστικών επιχειρήσεων και της «σκιώδους» οικονομίας. Το ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα, γίνεται φανερό από τα παρακάτω στοιχεία: ολόκληρες οι συνεταιριστικές επιχειρήσεις (σ.μ. κοοπερατίβες) παρείχαν για το 1989, εμπορεύματα και υπηρεσίες ύψους 40,3 δις ρουβλίων και τα έσοδα του «σκιώδους» εμπορίου, όπως ήδη σημειώσαμε, έφτασαν περίπου τα 150 δισεκατομμύρια. Η ουσία του προβλήματος βρίσκεται στο ότι η «σκιώδης» οικονομία και η μαφία πήραν στα χέρια τους ένα μέρος των επιχειρήσεων, μετατρέποντάς τες σε νόμιμη κορυφή του παγόβουνου, που ονομάζεται παράνομος καπιταλισμός, όπου «ξεπλένονται» χρήματα τα οποία αποκτήθηκαν δια της εγκληματικής οδού. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως, από τους 512 «έννομους ληστές» που υπολογίζονται σε ολόκληρη τη χώρα, κάθε πέμπτος είναι μέλος συνεταιρισμού . Είναι ολοφάνερο ότι το κακό δεν βρίσκεται στο ίδιο το συνεταιρικό κίνημα, αλλά στις ατελείς οικονομικές και νομικές μορφές οι οποίες δίνουν τη δυνατότητα να παρεισφρύσουν, οι κερδοσκόποι και οι τυχοδιώκτες.
«ΠΟΙΟΣ ΖΕΙ ΚΑΛΑ ΣΤΗ ΡΩΣΙΑ;»
Ο αριθμός του δυναμικού της «σκιώδους» οικονομίας αυξάνεται όπως η χιονοστιβάδα: οι ειδικοί, αρχίζοντας πρόσφατα με το σχετικά μικρό αριθμό των 5 δις ρουβλίων, σταδιακά ανέβηκαν στα αστρονομικά επίπεδα των 300-500 δισεκατομμυρίων . Θα συμφωνήσετε ότι η διαφορά των στοιχείων είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να τα αποδεχθούμε χωρίς να τα διασταυρώσουμε.
Ας προσπαθήσουμε να αναλύσουμε την ουσία του ερωτήματος. Αρχίζουμε με τη διατύπωση μιας υπόθεσης, η οποία σήμερα μετατράπηκε περισσότερο σε αξίωμα: ο πληθυσμός κατέχει γιγαντιαία χρηματικά ποσά, τα οποία θεωρούνται επαρκή για τη διαβίωσή του, σε ικανοποιητικά επίπεδα, για διάστημα ενός χρόνου ή και περισσότερο. Αυτά τα κολοσσιαία ποσά προωθούνται στην καταναλωτική αγορά και, για την αποφυγή του οικονομικού κραχ, αυτά τα χρήματα είναι απαραίτητο να «δεσμευτούν». Ωστόσο, οι απλές αριθμητικές πράξεις με βάση τα δελτία της Κρατικής Στατιστικής Υπηρεσίας δείχνουν ότι οι επίσημες οικονομικές αποδοχές ολοκλήρου του πληθυσμού (μισθός εργατών και υπαλλήλων, η πληρωμή της εργασίας των εργαζομένων στα κολχόζ, τα έσοδα των ιδιωτικών επιχειρήσεων και των ιδιωτών, οι συντάξεις, οι υποτροφίες, τα βοηθήματα, τα οικονομικά έσοδα από τις προσωπικές βοηθητικές εργασίες), μετά την πληρωμή των κρατικών φόρων, είναι σημαντικά μικρότερες από το ετήσιο ύψος της λιανικής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των επί πληρωμή υπηρεσιών. Αυτή η κατάσταση διατηρείται τουλάχιστον από το 1970. Τα στοιχεία των τελευταίων ετών έχουν ως εξής: το '86, το λιανικό εμπόριο ανήλθε στα 34 δις ρούβλια, το '87 στα 35,2 δις, το '88 στα 40,8 δις και για τους πρώτους 9 μήνες του 1989 έφτασε τα 30,9 δις ρούβλια.
Πώς, λοιπόν, οι υπολογισμοί των επιφανών οικονομολόγων μας δείχνουν το αντίθετο; Ας πάρουμε, για παράδειγμα, τους υπολογισμούς του Σ. Σατάλιν, οι οποίοι δημοσιεύθηκαν στο Νο 5/΄89 του περιοδικού «Αγκανιόκ». Πρώτα απ' όλα, επιχειρώντας τη γενική πρόσθεση των ετησίων εισοδημάτων, «ξεχνά» να αφαιρέσει τους φόρους, οι οποίοι μάλιστα κατά το '87 ανήλθαν στα 34,2 δις ρούβλια. Δεύτερον, στα εισοδήματα του πληθυσμού, παραδόξως, ο συγγραφέας, συνυπολογίζει τα χρήματα που έχουν επενδυθεί σε χρεόγραφα και σε προσωπικά ασφαλιστικά συμβόλαια (40,1 δις ρούβλια), αν και είναι φανερό ότι η συγκεκριμένη ποσότητα χρήματος, από μόνη της, δεν δείχνει τη δυναμική του βιοτικού επιπέδου του λαού (θα ήταν διαφορετικά, εάν οι πληρωμές για χρεόγραφα και ασφάλειες ξεπερνούσαν κατά πολύ τις εισπράξεις, αλλά στην πράξη αυτές περίπου αποζημιώνονται).
Και έτσι, παρά την υπάρχουσα διαφορά μεταξύ του ύψους της λιανικής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων και των επισήμων ετησίων εσόδων, τα προϊόντα δεν μένουν στα ράφια. Ακόμη περισσότερο, «κάποιος», αγοράζοντάς τα κατά ποσότητες, οξύνει το πρόβλημα της «έλλειψης».
Θα προσπαθήσουμε να εκτιμήσουμε τα μεγέθη της «σκιώδους» οικονομίας από διαφορετική οπτική γωνία: τη στιγμή που η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων ζει από το μισθό της και μόνο, οι καταθέσεις του πληθυσμού στα υποκαταστήματα του Ταμιευτηρίου της ΕΣΣΔ αυξάνουν ορμητικά: το '86 σε 22 δις ρούβλια, το '87 σε 24,2 δις το '88 σε 30,5 δις. Τους εννέα πρώτους μήνες του '89 σε 25,3 δις (μαζί με τις εισπράξεις από την πώληση πιστοποιητικών).
Κατ' αυτόν τον τρόπο, τα δύο στοιχεία: η υπέρβαση του συνόλου των ετήσιων αγορών επί των ετησίων εσόδων και η λεόντειος μερίδα (όχι λιγότερο από τα 2/3) της αύξησης των καταθέσεων στο Ταμιευτήριο, επιτρέπουν να ορίσουμε το μικρότερο όριο στο ύψος των εισοδημάτων της «σκιώδους» οικονομίας (το '88 περισσότερα από 60 δις ρούβλια). Γιατί το μικρότερο όριο; Διότι, ακόμη δεν έχουμε λάβει υπόψη μας, τουλάχιστον τρεις συνθήκες, οι οποίες μεγαλώνουν τα μεγέθη του «σκιώδους» πλούτου:
1) Την ύπαρξη, μαζί με την επίσημη, και της τεράστιας «μαύρης» αγοράς εμπορευμάτων και υπηρεσιών.
2) Τη μετατροπή των παράνομων χρημάτων σε χρυσό, συνάλλαγμα, ακίνητα και σε επενδυτικό «σκιώδες» κεφάλαιο (εξοπλισμός, οχήματα κλπ.).
3) Την ύπαρξη «ζεστών» χρημάτων για μισθούς, δηλαδή τη μη ικανοποίηση της ζήτησης εργατικού δυναμικού, κάτι που σημαίνει την ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του «σκιώδους» ποσοστού στην επίσημη αγορά.
Η κυκλοφορία της «μαύρης» αγοράς γίνεται κατά πρώτο λόγο από την εκποίηση προϊόντων λαθρεμπορίου και εισαγωγής, από την κερδοσκοπία προϊόντων των καταστημάτων τροφίμων, από την πώληση εμπορευμάτων της «σκιώδους» παραγωγής, καθώς επίσης οινοπνευματωδών ποτών, ναρκωτικών και των κλοπιμαίων της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας. Βασικό στοιχείο είναι και η «σκιώδης» αγορά των υπηρεσιών επί πληρωμή.
Τα κατασχεμένα από τις τελωνειακές αρχές κατά την εισαγωγή τους κομπιούτερ, αυτοκίνητα, βίντεο κλπ., καθώς και η αύξηση μέχρι τα 10 εκατομμύρια ετησίως αναχωρήσεων στο εξωτερικό, αλλά και των αφίξεων από άλλες χώρες, βοήθησαν στην απότομη αύξηση της έκτασης της αισχροκέρδειας επί των λαθραίων προϊόντων. Παραθέτουμε μερικά στοιχεία: Στις 18 Νοεμβρίου 1989, η κεντρική τηλεόραση ανακοίνωσε την κατάσχεση 39 κιλών μαργαριταριών από έναν «τουρίστα», μία ποσότητα η οποία σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, άξιζε 1,7 εκατομμύρια ρούβλια. Οι εισαγόμενοι προσωπικοί υπολογιστές δίνουν στους κατόχους τους 35-40 ρούβλια για κάθε δολάριο που έχουν επενδύσει. Ετησίως, μόνο στην περιοχή του Λβόφ από πολίτες της Λ. Δ. Πολωνίας μεταπωλούνται προϊόντα που πλησιάζουν το 1 δις ρούβλια. Σύμφωνα με εκτιμήσεις μας, η κυκλοφορία προϊόντων συνολικά στη χώρα ανέρχεται στα 15-20 δις ρούβλια.
Η αισχροκερδής κυκλοφορία των εισαγομένων και σοβιετικών προϊόντων που λείπουν από το κρατικό εμπόριο, υπολογίζεται στα 15-20 δις ρούβλια. Ακριβώς γι' αυτό, από τον ετήσιο όγκο της επίσημης λιανικής κυκλοφορίας των εμπορευμάτων θα πρέπει να αφαιρέσουμε τουλάχιστον 10 δισεκατομμύρια, καθώς αυτά τα προϊόντα, τα οποία αγοράζονται, ως συνήθως, χονδρικώς κατευθείαν από τις αποθήκες, πρακτικά μεταπωλούνται στη «μαύρη» αγορά με αυξημένες τιμές, κατά 1,5-2 φορές.
Κατά την άποψή μας, είναι λογικό να υποθέσουμε ότι ο όγκος κατανάλωσης των προϊόντων της «σκιώδους» παραγωγής, τα οποία ετοιμάζονται σε παράνομες βιοτεχνίες, εργοστάσια, καθώς επίσης η παραγωγή μη καταμετρημένων προϊόντων από τις κρατικές επιχειρήσεις και τα κολχόζ, δε συμμετέχουν λιγότερο, από τις προαναφερόμενες κατηγορίες, στη «μαύρη αγορά», δηλαδή και αυτή η κατηγορία ανέρχεται στα 15-20 δις ρούβλια.
Τα μεγέθη των «κλάδων», όπως η παράνομη παραγωγή οινοπνευματωδών ποτών, προσδιορίζονται περίπου στα 30 δις ρούβλια. Είναι γνωστό επίσης, ότι όπως και στο παρελθόν, προς τον τομέα αυτό διοχετεύεται ετησίως περίπου ένα εκατομμύριο τόνοι ζάχαρης. Εάν υποθέσουμε ότι στο εμπόριο πηγαίνει το 1/3 έως το 1/2 του παραγόμενου παράνομου ποτού, τότε έχουμε κίνηση ύψους 10-15 δις ρουβλίων.
Στη χώρα μας, σήμερα, έχουν καταγραφεί 130 χιλιάδες πρόσωπα που κάνουν χρήση ναρκωτικών ουσιών. Είναι φανερό, ότι τουλάχιστον αντίστοιχος αριθμός ναρκομανών δεν έχει καταγραφεί από τις επίσημες στατιστικές. Πριν λίγο καιρό, έγινε γνωστό ότι μόνο στο Ασχαμπάντ, καθημερινά πωλούνται περίπου 20 κιλά ναρκωτικών, κάτι που συγκροτεί έναν αριθμό 16 χιλιάδων καθημερινών χρηστών. Η τιμή ενός κιλού ενός εκ των διαφορετικών ειδών ναρκωτικών, ανέρχεται στις 160 χιλιάδες ρούβλια. Κατά άλλες πληροφορίες, ένα κιλό οπίου πωλείται προς 100 χιλιάδες ρούβλια. Υπολογίζοντας όλα αυτά τα δεδομένα, μπορούμε να εκτιμήσουμε την ετήσια χρήση ναρκωτικών ουσιών στη χώρα, γύρω στους 120-130 τόνους και το τζίρο του εμπορίου ναρκωτικών στα 15 δις ρούβλια.
Η απώλεια από τους λεγόμενους «αχθοφόρους» (βαποράκια) υπολογίζεται κατά τον ακόλουθο τρόπο. Το 1988, μόνο στις επιχειρήσεις του αγροτο-βιομηχανικού συμπλέγματος συνελήφθησαν περίπου 250 χιλιάδες μικροί κλέφτες, οι οποίοι αφαίρεσαν υλικά αξίας 100 εκατομμυρίων ρουβλίων. Υπολογίζοντας ότι στο αγροτο-βιομηχανικό σύμπλεγμα εργάζεται περίπου το 1/3 των εργαζομένων. Ακόμα και αν, στην καλύτερη περίπτωση, αποκαλύφθηκε το 5% των περιστατικών κλοπής, φτάνουμε στο συνολικό μέγεθος των απωλειών: πάνω από 5 δις ρούβλια. Είναι γνωστό ότι η σοσιαλιστική ιδιοκτησία, κατά κύριο λόγο, δεν κατακλέβεται από τους «αχθοφόρους», αλλά θα λέγαμε από μεγαλύτερα κεφάλια. Σύμφωνα με στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών της ΕΣΣΔ, στο 4% των κλεπτών αποδίδεται το 62% του συνόλου των κλεμμένων. Από το γενικό σύνολο των κλεμμένων, σύμφωνα με εκτιμήσεις μας, στη «μαύρη» αγορά πωλούνται υλικές αξίες που φτάνουν τουλάχιστον το ύψος των 10 δις ρουβλίων. Τα μεγέθη της «σκιώδους» αγοράς υπηρεσιών επί πληρωμή εκτιμώνται στα 10-12 δισεκατομμύρια . Στις υπηρεσίες συγκαταλέγονται και οι μη καταγεγραμμένες: μεταφορά προσώπων και υλικών, επιδιόρθωση αυτοκινήτων και κατοικιών, κτίσιμο, ιατρική βοήθεια, ενοικίαση οικιών, φροντιστήρια κλπ.
Κατ' αυτόν τον τρόπο, μετά την πρόσθεση όλων των στοιχείων, ο ετήσιος τζίρος της «μαύρης» αγοράς φτάνει τα 90-112 δις ρούβλια, ή περίπου το 1/4 του μεγέθους της επίσημης αγοράς.
Ο,τι αφορά τη μετατροπή των «σκιωδών» δισεκατομμυρίων σε «άφθαρτες» αξίες, οι υπολογισμοί είναι οι ακόλουθοι. Κατά την άποψη των ειδικών, στους «κουμπαράδες» έχουν συγκεντρωθεί περίπου 100 δις. Με τις σημερινές καταθέσεις στα ταμιευτήρια, οι οποίες ξεπερνούν τα 300 δις ρούβλια, η αναλογία μεταξύ των συγκεντρωμένων μη-επισήμων και επισήμων χρημάτων ανέρχεται στο 1:3. Αρα, όταν το μέγεθος της αύξησης των καταθέσεων ανέρχεται στα 30,5 δις, τα μη καταγεγραμμένα ποσά ανέρχονται σε 10 δις ρούβλια.
Επιστρέφοντας στο προηγούμενο πρόβλημα των «καυτών» χρημάτων, σημειώνουμε το αδιαμφισβήτητο γεγονός, πως δεν ικανοποιείται η ζήτηση του μεγαλύτερου μέρους του εργαζόμενου πληθυσμού, κυρίως ως προς τα τρόφιμα και τα είδη πρώτης ανάγκης. Γι' αυτό τα επονομαζόμενα «περισσευούμενα» χρήματα στο 90% του πληθυσμού, κατά τις δικές μας εκτιμήσεις δεν ξεπερνούν τα 10 δις ρούβλια, κάτι που υπολογίζεται ότι δίνει μέσο όρο περί τα 40 ρούβλια ανά άνθρωπο. Είναι αναγκαίο να σημειώσουμε την έλλειψη «καυτών» χρημάτων στους «σκιανθρώπους». Οι πολυμήχανοι επιχειρηματίες δεν γνωρίζουν την έννοια της έλλειψης, μπορούν να βρουν ό,τι καλύτερο, σε οποιαδήποτε ποσότητα και χωρίς κανένα είδος κουπονιών. Η «εκλεκτική» παρασιτική κατανάλωσή τους, καθώς επίσης η μεταπώληση προϊόντων από το κρατικό εμπόριο στη «μαύρη αγορά», είναι οι κύριες αιτίες της ύπαρξης των ελλείψεων για τους εργαζόμενους.
Για τον προσδιορισμό του μεγέθους των «σκιωδών» εισοδημάτων, είναι αναγκαίο αρχικώς να συνυπολογίσουμε όλες τις πηγές απ' όπου προέρχονται τα έσοδα της επίσημης και της «σκιώδους» οικονομίας (τα στοιχεία και οι αριθμοί, σύμφωνα με τα στοιχεία του 1988):
1) Ο ετήσιος όγκος της λιανικής εμπορικής δραστηριότητας και των επί πληρωμή υπηρεσιών, αφαιρουμένων των προϊόντων σε σύνολο περίπου 10 δις ρουβλίων, τα οποία «μεταπήδησαν» στη μαύρη αγορά, είναι 418,2 δισεκατομμύρια.
2) Αύξηση των καταθέσεων στο Ταμιευτήριο στα 30,5 δις.
3) Οι μη καταγεγραμμένες οικονομίες υπολογίζονται περίπου στα 10 δις.
4) Τα «καυτά» χρήματα για μισθούς, περίπου στα 10 δις.
5) Ο ετήσιος τζίρος της «μαύρης» αγοράς προϊόντων και υπηρεσιών ανέρχεται κατά μέσο όρο στα 100 δις ρούβλια. Σύνολο περίπου 560 δις. Και τώρα αφαιρούμε από αυτό το σύνολο, όλες τις επίσημες απολαβές του πληθυσμού, οι οποίες είναι 387 δις ρούβλια. Η διαφορά είναι τεράστια, περίπου 170 δις, και αποτελεί το άνω όριο (ακόμη!) στα ετήσια εισοδήματα της «σκιώδους» οικονομίας.
ΑΠΟ ΠΟΥ ΠΡΟΕΡΧΟΝΤΑΙ ΤΑ «ΣΚΙΩΔΗ» ΕΚΑΤΟΜΜΥΡΙΑ;
Εχουμε ήδη απαντήσει, τμηματικά, σε αυτήν την ερώτηση, αναλύοντας τον εμπορικό κύκλο της «μαύρης» αγοράς. Η αλήθεια είναι ότι, αυτή τη στιγμή, δεν θα πρέπει να μας απασχολεί ο εμπορικός κύκλος, αλλά τα ακαθάριστα έσοδα, τα οποία είναι λιγότερα από τον κύκλο, στο σύνολο των υλικών δαπανών. Υπολογίζοντας κατά προσέγγιση το μέγεθός τους, έχουμε: τα έσοδα από τις κλοπές ανέρχονται στα 10-15 δισεκατομμύρια, από την αισχροκέρδεια στα 10 δις , από την παρασκευή παράνομων αλκοολούχων ποτών στα 8-10 δις, από το εμπόριο ναρκωτικών στα 10-12 δις, από τη «σκιώδη» αγορά υπηρεσιών επί πληρωμή στα 7-8 δις ρούβλια. Οι κλοπές της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, την εκτίμηση του ύψους των οποίων θα αναφέρουμε στη συνέχεια, συνυπολογίζονται στα έσοδα της «σκιώδους» οικονομίας, στο σύνολό τους, και όχι μόνο το μέρος που αναφέρεται στη ρευστοποίηση των χρημάτων, καθώς στη «μαύρη» αγορά είναι ευρέως διαδεδομένη η πληρωμή για τα κλεμμένα πολύτιμα υλικά, με την παροχή υπηρεσιών, όπως και με την ανταλλαγή προϊόντων. Εκτός αυτού, ένα μεγάλο μέρος των κλεμμένων μετατρέπεται σε επενδυτικό «σκιώδες» κεφάλαιο.
Ειδικό μέρος των εσόδων αποτελούν οι επονομαζόμενες εργασίες «χωρίς εμπορεύματα», πρωτίστως μεταξύ των κρατικών επιχειρήσεων και των συνεταιρισμών. Η ουσία των συναλλαγών είναι απλή: η εργασία συχνά δεν ολοκληρώνεται από τους τελευταίους, η δε, επιχείρηση μεταφέρει σε αυτούς τα χρήματα, τα οποία μετατρέπονται σε ρευστό και μοιράζονται στους συμμέτοχους. Μόνο στη Μόσχα, με αυτό τον τρόπο εκλάπησαν το τελευταίο διάστημα περισσότερο από 1 εκατομμύριο ρούβλια. Σύμφωνα με αποκαλύψεις των ίδιων των συμμέτοχων, στην πρωτεύουσα λειτουργεί νέο «μαύρο» χρηματιστήριο, όπου τα χρήματα ανταλλάσσονται με αξίες, σε αναλογία 1:3 . Με δικούς μας υπολογισμούς, τα ετήσια έσοδα από τις εργασίες «χωρίς εμπόρευμα» στο σύνολό τους σε ολόκληρη τη Σοβιετική Ενωση ανέρχονται τουλάχιστον στα 5-10 δισεκατομμύρια. Από την 1η Οκτωβρίου 1989 έγινε μία προσπάθεια από το κράτος για να κλείσει αυτό το κανάλι. Αλλά η νέα μπουρζουαζία είναι πολυμήχανη! Οι επιχειρηματίες με γρηγοράδα επινόησαν νέα μέθοδο: από τις αξίες, σε τίτλους και κατόπιν στο ρευστό χρήμα. Πριν λίγο καιρό, από όργανα της Υπηρεσίας Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος κατεστάλη η προσπάθεια των επιχειρήσεων «Θησέας» και «Βόλγας» να αποκτήσουν, μέσω τραπεζικού λογαριασμού, σε υποκαταστήματα του Ταμιευτηρίου μιας σειράς περιοχών, τίτλους συνολικού ύψους 23 εκατομμυρίων ρουβλίων, με σκοπό να τα μετατρέψουν σε «ζεστό χρήμα» . Μία ακόμη φορά έκλεισε η «τρύπα». Για πόσο, όμως;
Οι προαναφερόμενες πηγές εσόδων είναι σημαντικές, αλλά όχι οι κυριότερες. Τη γιγαντιαία χοάνη, η οποία κατατρώει τη λαϊκή περιουσία και τη μετατρέπει σε «σκιώδη» πλούτο, αποτελεί η τριάδα: πλαστογραφίες - κλοπές της σοσιαλιστικής περιουσίας - «σκιώδης» παραγωγή. Οι συμμέτοχοι αυτού του μπλοκ είναι τόσο γερά συνδεδεμένοι μεταξύ τους που ορισμένες φορές είναι δύσκολο να τους ξεχωρίσεις.
Με τις πλαστογραφίες πρέπει να υπονοούμε όχι μόνο την αύξηση των μεγεθών παραγωγής, αλλά και οποιαδήποτε διαστρέβλωση στοιχείων για τα παραγωγικά αποτελέσματα. Ακριβώς πίσω από τις πλαστογραφίες κρύβεται ένα μεγάλο μέρος των κλοπών, που σημειώνονται στη λαϊκή οικονομία. Για παράδειγμα, στην οικοδομική δραστηριότητα, περίπου τα 3/4. Οι πλαστογραφίες λαμβάνουν χώρα με σκοπό:
1) την απευθείας κλοπή χρηματικών ποσών,
2) την αποκομιδή μη δεδουλευμένων ημερομισθίων και πριμ,
3) την παράνομη ιδιοποίηση πρώτων υλών και υλικών.
Σύμφωνα με στοιχεία των οργάνων ελέγχου, οι πλαστογραφίες ανέρχονται στο 1,5-3% του συνόλου της παραγωγής. Εχουμε τη γνώμη, ότι αυτές είναι πολύ μεγαλύτερες και μάλιστα κατανέμονται ανισομερώς στις περιοχές και τους βιομηχανικούς τομείς. Για παράδειγμα, στους τομείς των πρώτων υλών φτάνει έως το 25%. Είναι αναγκαίο επίσης να λάβουμε υπόψη μας, ότι, κατά μέσο όρο, είναι δυνατόν να αποκαλυφθεί μόνο το 5% περίπου, από το συνολικό αριθμό των πεπραγμένων κλοπών. Αρα, η πραγματική ζημιά είναι 20 φορές μεγαλύτερη. Αλλά και αυτοί οι αριθμοί είναι σχετικοί, καθώς η αποτελεσματικότητα στην αποκάλυψη των κλοπών έχει μειωθεί σήμερα κατά τρεις φορές . Ετσι, λοιπόν, σύμφωνα με τους πιο συγκρατημένους υπολογισμούς, οι πλαστογραφίες ανέρχονται ούτε λίγο, ούτε πολύ, τουλάχιστον στο 4-5 του συνολικού κοινωνικού προϊόντος, το οποίο ανήλθε στα 1.464,5 δισεκατομμύρια ρούβλια, το 1987 , δηλαδή περίπου 60 δισεκατομμύρια.
Τα μεγέθη των πλαστογραφιών, που έχουν στόχο την απευθείας κλοπή χρηματικών ποσών, μπορούμε να τα καθορίσουμε ακόμη και με τη βοήθεια των στοιχείων για τις κρατικές επιχορηγήσεις, για αγορές αγροτικών προϊόντων. Γι' αυτούς τους σκοπούς, το κράτος ετησίως προβλέπει 50-60 δισεκατομμύρια ρούβλια, από αυτά μόνο για κρέας τα 20 δισεκατομμύρια. Επιλεκτικές έρευνες του Ινστιτούτου Ερευνών της Γενικής Εισαγγελίας της ΕΣΣΔ δείχνουν ότι το κυριότερο μέρος αυτών των χρημάτων χάνεται λόγω της διαφοράς στις πολύ υψηλές αγοραστικές τιμές και στις χαμηλές λιανικές τιμές. Μερικές φορές, το προϊόν ετοιμάζεται και πωλείται μόνο στα χαρτιά. Εάν λάβουμε υπ' όψιν μας, επίσης, ότι περισσότερο από το 1/3 της αγροτικής παραγωγής δεν φτάνει μέχρι τον καταναλωτή, λογικά μπορούμε να συμπεράνουμε: καταληστεύεται περίπου η ίδια ποσότητα της κρατικής επιχορήγησης, δηλαδή περίπου 20 δις ρούβλια.
Στους τομείς των πρώτων υλών, το σύνολο των πληρωμών για μη παραγωγικές εργασίες ανέρχεται στα 600 εκατομμύρια ρούβλια το χρόνο, στις οικοδομικές εργασίες μάλιστα, κατά τις δικές μας εκτιμήσεις, περίπου στο 1 εκατομμύριο. Υπολογίζοντας το ειδικό βάρος και τη σημασία αυτών των τομέων της λαϊκής οικονομίας, το μέγεθος των πλαστογραφημένων μισθών ισούται, στο σύνολο της χώρας, περίπου με 15 δισεκατομμύρια ρούβλια.
Είναι γνωστό πως, στην οικοδομή, σε κάθε ρούβλι μισθού αντιστοιχούν 4 ρούβλια υλικών και πρώτων υλών. Κατ' αυτόν τον τρόπο, οι πλαστογραφίες για την πληρωμή της εργασίας αναπόφευκτα γεννούν την παράνομη διαγραφή υλικών και την καταλήστευσή τους.
Η λεηλασία της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας, τόσο οι εκ των προτέρων κεκαλυμμένες πλαστογραφίες, όπως και οι απευθείας, δημιουργούν ένα σύνολο, το οποίο κατά τους δικούς μας υπολογισμούς, δεν είναι λιγότερο από 65 δις ρούβλια τον χρόνο. Κατά τη συνεδρίαση του συμβουλίου της Εισαγγελίας της ΕΣΣΔ, στις 25 Οκτωβρίου 1989, τονίστηκε ότι, πλέον του 1/3 της παραγόμενης αγροτικής παραγωγής δε φτάνει μέχρι τον καταναλωτή. Και αυτό ανέρχεται περίπου στα 70 δις ρούβλια. Θα ήταν αφελές να υποθέσουμε ότι τα 2,4 εκατομμύρια τόνοι κρέατος και παραγώγων του, τα 4 εκατομμύρια τόνοι οπωροκηπευτικών και λαχανικών, πάνω από 8 εκατομμύρια τόνοι πατάτας, περίπου 20 εκατομμύρια τόνοι σιτηρών απλώς παραπέφτουν και χάνονται. Είναι φανερό πως, η μερίδα του λέοντος, όχι λιγότερο από τα 2/3 αυτών των αγαθών, καταληστεύεται. Σε αυτά τα 50 δις ρούβλια θα πρέπει να προσθέσουμε και μερικές «λεπτομέρειες», όπως οι κλοπές βενζίνης - 2,5 δις, οικοδομικών υλικών - 3 δις, ζωοτροφών στην αγροτική παραγωγή - 3 δις, απάτη στο εμπόριο - 3 δις ρούβλια .
Ο Γενικός Εισαγγελέας της ΕΣΣΔ, στο 2ο Συνέδριο, σημείωσε την ώριμη ανάγκη να διεξαχθεί σε συγκεντροποιημένη, μη-υπηρεσιακή βάση, η κριτική αναθεώρηση των ελαχίστων ορίων, με βάση τα οποία χαρακτηρίζονται οι κλέφτες. Οι εργατικές κολεκτίβες και τα όργανά τους, μέχρι αυτή τη στιγμή, έχουν παραμεριστεί από τις αποφάσεις επί αυτών των προβλημάτων και έτσι δημιουργήθηκε ένα ακόμη κανάλι για τα αρνητικά φαινόμενα. Οι επιχειρήσεις και οι ενώσεις, οι οποίες μεταφέρθηκαν στο σύστημα της πλήρους «αυτοσυντήρησης» και της αυτοχρηματοδότησης μπορούν τώρα να παρουσιάζουν έλλειμμα πόρων μεγαλύτερο από τα προκαθορισμένα όρια, να διαγράφουν τη φθορά χωρίς την αποκάλυψη των υπευθύνων. Καλύτερες συνθήκες για τη «σκιώδη» οικονομία δεν μπορείς να φανταστείς!
Υποθέτοντας ότι η μίνιμουμ αναλογία μεταξύ του πλαστογραφημένου μισθού και των διαγραφόμενων υλών ισούται με 1:2, παίρνουμε το σύνολο των κλεμμένων υλικών, τα οποία καλύπτονται από πλαστογραφίες ύψους 30 δις ρουβλίων. Τα υπόλοιπα 35 δις προκύπτουν από την απευθείας κλοπή της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας.
Αναλύοντας τον κύκλο εργασιών της «μαύρης» αγοράς, υποθέσαμε ότι το μέγεθος της «σκιώδους» παραγωγής δεν είναι μικρότερο απ΄ ότι η λαθρεμπορία με προϊόντα κλοπών, δηλαδή ισούται με 15-20 δις ρούβλια, με ακαθάριστα εισοδήματα ύψους 10-15 δις. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν ότι, με την εμφάνιση των συνεταιρικών επιχειρήσεων η παράνομη συντεχνιακή δραστηριότητα θα πέθαινε, καθώς όσοι ασχολούντο με αυτή δεν θα είχε νόημα να ρισκάρουν: καλύτερα να πλήρωναν φόρους. Αυτό δεν είναι αληθές. Η «σκιώδης» παραγωγή δεν μπορεί να γίνει νόμιμη, λόγω της παράνομης ιδιοποίησης πρώτων υλών, υλικών, μηχανημάτων, τα οποία αποκτήθηκαν είτε μέσω των πλαστογραφιών, των παραχαραγμένων διαγραφών από τις κρατικές επιχειρήσεις, είτε κατ’ ευθείαν, μέσω κλοπών. Επίσης, αυτός ο τύπος παραγωγής έχει δημιουργηθεί για την εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας και με ανταγωνιστικές αρχές έναντι της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Ετσι, το ακαθάριστο εισόδημα της «σκιώδους» οικονομίας ανέρχεται στα 160-180 δις ρούβλια το χρόνο, ενώ ο ετήσιος κύκλος εργασιών της (δηλαδή το σύνολο εσόδων - εξόδων) ισούται με περίπου 210 δις. Το «σκιώδες» κεφάλαιο αποζημίωσης των τρεχόντων υλικών εξόδων, ανερχόμενο στα 30-50 δις ρούβλια, περιλαμβάνει (μαζί με τα έξοδα για πρώτες ύλες, αγορά προϊόντων για την επαναπώλησή τους κλπ.) και ένα τμήμα για την εξαγορά των ανθρώπων του μηχανισμού.
Στα ακαθάριστα έσοδα της «σκιώδους» οικονομίας, σύμφωνα με δικούς μας υπολογισμούς, στο μερίδιο των «σκιανθρώπων» μικρού μεγέθους (οι οποίοι δραστηριοποιούνται κυρίως στις σφαίρες της παροχής υπηρεσιών επί πληρωμή, του μικρού λαθρεμπορίου, της παραγωγής οινοπνευματωδών ποτών), μαζί με τις πλαστογραφίες για μισθούς, φτάνουν περίπου τα 45-50 δις ρούβλια. Τα υπόλοιπα 120-125 δις ρούβλια αποτελούν το μερίδιο των μεγάλων και μεσαίων «σκιωδών» επιχειρηματιών, των καπιταλιστών, των σοβιετικών μπουρζουάδων.
Από αυτά τα κολοσσιαία έσοδα πληρώνεται η έμμισθη εργασία, εξασφαλίζεται το επίπεδο διαβίωσης κατά τα υψηλά δυτικά πρότυπα, γίνονται οι απαραίτητες αποταμιεύσεις του «σκιώδους» κεφαλαίου, το οποίο μεγαλώνει συνεχώς και τα όρια του οποίου η Τ. Ι. Κοριάγκινα τα υπολόγιζε σε 200-240 δισεκατομμύρια ρούβλια . Εμείς θεωρούμε ότι, στη χειρότερη περίπτωση, είναι κάτι περισσότερο από δύο φορές μεγαλύτερα, φτάνοντας ήδη τα 500 δις ρούβλια. «Γιατί 500 και όχι 600, 800, 1000;», ρωτούν με κακεντρέχεια οι αντίπαλοί μας.
Απαντούμε: δεν αποκλείεται να είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα! Η «σκιώδης» οικονομία σε αντιδιαστολή με την επίσημη αναπτύσσεται ορμητικά και οι εκτιμήσεις μας επιτρέπουν να υπολογίσουμε τα μικρότερα όρια του υπάρχοντος δυναμικού. Προσπαθούμε να τα αποδείξουμε, πόσο μάλλον που η Τ. Ι. Κοριάγκινα δεν έδωσε εκτεταμένη τεκμηρίωση στα στοιχεία της (για παρόμοιους υπολογισμούς βλ. Εκονομίτσεσκιε Ναούκι, Νο 5/1990).
Εμείς ξεκινάμε από το ότι το συσσωρευμένο κεφάλαιο της «σκιώδους» οικονομίας αποτελείται από τέσσερα κύρια συστατικά:
1) αποταμιεύσεις στο Ταμιευτήριο για την τρέχουσα κυκλοφορία χρήματος και για τα μεγάλα άμεσα έξοδα εργασίας,
2) «κουμπαράδες», συνάλλαγμα, πολύτιμα μέταλλα,
3) ακίνητα,
4) λειτουργικό κεφάλαιο (παράνομα εργαστήρια, φάμπρικες, τεχνολογικός εξοπλισμός, οχήματα κλπ.). Φτάνοντας στο επίπεδο του συνολικού εισοδήματος των 160-180 δις, η «σκιώδης» οικονομία συσσωρεύει κάθε χρόνο τουλάχιστον 60-70, κατά ένα μεγάλο ποσοστό με την κλοπή της σοσιαλιστικής περιουσίας, η οποία μετατρέπεται σε λειτουργικό κεφάλαιο. Η αντίρρηση, σύμφωνα με την οποία δεν είχαμε κάθε χρόνο το ίδιο επίπεδο, έχει βάση. Αλλά τότε, θα πρέπει να λάβουμε υπ' όψη και το όχι ευκαταφρόνητο γεγονός, πως η «σκιώδης» οικονομία ανέπτυξε μεγάλη δράση στη χώρα, το λιγότερο τα 30 τελευταία χρόνια (δηλαδή, από την εποχή την εισαγωγής των νέων οικονομικών νόμων). Ηδη, τη δεκαετία του '70, όπως σημειώσαμε παραπάνω, το συνολικό δυναμικό της ισοδυναμούσε με 70-80 δις ρούβλια. Δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπ' όψη μας, ότι σε πολλούς «σκιανθρώπους» μεταφέρθηκαν τα κεφάλαια κληρονομικά, προερχόμενα ακόμη και από την προεπαναστατική περίοδο, από την εποχή της ΝΕΠ, από την περίοδο του πολέμου. Οι «κουμπαράδες», οι αντίκες, τα οικογενειακά κειμήλια κλπ. αύξησαν αμέσως την τιμή τους, στις συνθήκες του σημερινού πληθωρισμού και των «ολοκληρωτικών ελλείψεων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου