12 Ιαν 2012

ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ


ΔΙΑΧΩΡΙΣΤΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΥΜΜΑΧΙΕΣ
του Μάκη Μαΐλη  

Η πολιτική των συμμαχιών αποτελεί βασικό συστατικό της πολιτικής κάθε κόμματος, ένα από τα πιο ισχυρά όπλα στην ταξική πάλη. Στο παρόν άρθρο θα επιχειρήσουμε μια συνοπτική έκθεση των θέσεων και της πρακτικής των κομμάτων στο ζήτημα αυτό.
Η πολιτική των συμμαχιών κάθε κόμματος προκύπτει από τη στρατηγική του, η οποία καλείται να υπηρετήσει τα ταξικά συμφέροντα που εκφράζει το συγκεκριμένο κόμμα. Φυσικά εδώ, όπως και σε κάθε άλλον τομέα, το τι πραγματικά κάνει κάθε πολιτική δύναμη μετράει περισσότερο από το τι υποστηρίζει ότι θέλει να κάνει, παρά το ό,τι προγράμματα και θέσεις αποκαλύπτουν, αρκεί κανείς να τα διαβάζει υπό το φως της ταξικής ανάλυσης. Να μη μπερδεύεται π.χ. με τις γενικόλογες αναφορές σε «συντήρηση - πρόοδο», «δεξιά - αριστερά», «εκσυγχρονισμός - οπισθοδρόμηση», «κατάργηση διαχωριστικών γραμμών» κ.ο.κ., που χρησιμοποιούνται κατά κόρον και όχι μόνο δεν αποτελούν αξιόπιστα αναλυτικά εργαλεία αλλά, αντίθετα, αποτελεσματικά όργανα συσκότισης της αντικειμενικής πραγματικότητας.
Στα βασικά ντοκουμέντα του ΚΚΕ καταγράφεται με σαφήνεια το πώς αντιμετωπίζει την ανάγκη να υπηρετείται με την πολιτική των συσπειρώσεων και συνεργασιών, με την εφαρμογή της στην καθημερινή δουλιά, δηλαδή με τη δράση για την οικοδόμηση του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου, ο στρατηγικός στόχος του, ο σοσιαλισμός. Σκοπός και μέσα σε άμεση αλληλεξάρτηση, ώστε να βαδίζει στον ίδιο δρόμο η τακτική με τη στρατηγική.
            Τόσο το 15ο Συνέδριο του ΚΚΕ, που καθόρισε τη στρατηγική στόχευση του Κόμματος, τη σοσιαλιστική επανάσταση και την εγκαθίδρυση της εξουσίας της εργατικής τάξης σε συμμαχία με τα άλλα καταπιεζόμενα στρώματα, όσο και το 16ο Συνέδριο έθεσαν τα εξής θεμελιακά ζητήματα: «...δύο είναι οι δρόμοι που ανοίγονται μπροστά στη χώρα και στο λαό: Ο δρόμος της προσαρμογής, της ενσωμάτωσης στην ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων. Δηλαδή ο δρόμος, με τη μια ή την άλλη μορφή, της μεγαλύτερης και πιο ληστρικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τη μια μεριά, και από την άλλη ο δρόμος της αντίστασης και της ρήξης με αυτή την πολιτική. Ο δρόμος της συγκρότησης του αντιιμπεριαλιστικού αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού Μετώπου πάλης, που υπηρετεί τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, των πλατιών λαϊκών στρωμάτων της πόλης και του χωριού, της πλειοψηφίας του λαού»[1]. «Το αντιιμπεριαλιστικό αντιμονοπωλιακό δημοκρατικό Μέτωπο βασίζεται στην κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης και των μικροαστικών στρωμάτων, στο κοινό τους συμφέρον να εναντιωθούν, πέρα από τις διαφορές τους, και να παλέψουν κατά του κοινού αντιπάλου τους, των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού. Βασίζεται στη διαλεκτική σχέση και αλληλεπίδραση των κοινωνικών και πολιτικών συμμαχιών»[2]. «Για να ανέβει η ικανότητα σύνδεσης της τακτικής με τη στρατηγική μας στην καθημερινή δράση ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ το Κόμμα να θέτει στην εργατική τάξη την αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας με όλες τις εκφράσεις που παίρνει. Να αντιπαραθέτουμε στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα στόχων και διεκδικήσεων που να εκφράζουν τις σύγχρονες ανεβασμένες ανάγκες των εργαζομένων με βάση τις υλικές δυνατότητες που υπάρχουν σήμερα, τη συσσώρευση του πλούτου και τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνικής»[3].
            Πρόσφατα η ΚΕ, με την απόφασή της για «την πολιτική συσπείρωσης και συνεργασίας του ΚΚΕ», υπογράμμισε και τις εξής πλευρές: «Να καταδείξουμε, γιατί έξω από την αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή συσπείρωση δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά η ενσωμάτωση, η αδράνεια και η παθητικότητα, η όξυνση των προβλημάτων. Απαντάμε επίσης σε εκείνους που θέτουν ζήτημα κοινής δράσης με τη μορφή της «ενότητας της Αριστεράς». Την ίδια ώρα κρύβουν τις πραγματικές απόψεις τους ως προς την κυρίαρχη πολιτική και δεν έχουν πρόταση σε αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Δείχνουμε γιατί τα οξυμένα προβλήματα του λαού δεν μπορούν να βρουν ουσιαστική λύση, αν η συμμαχία δεν απαντά και στο θέμα ποια εξουσία, ποια οικονομία, ποιες κοινωνικοπολιτικές προϋποθέσεις απαιτούνται».
            Η έτσι επεξεργασμένη πολιτική του ΚΚΕ στηρίζεται γερά στην πραγματικότητα των διεθνών και εσωτερικών εξελίξεων του καπιταλισμού. Και απαιτεί τρομακτική απόσπαση από την πραγματικότητα ή συγκάλυψή της για να μη δει κανείς ότι:
            Επιταχύνεται η εφαρμογή των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, σημειώνεται νέο επίπεδο συγκεντροποίησης και μεγέθυνσης των μονοπωλίων, νέα αύξηση της σχετικής και απόλυτης φτώχειας των εργατικών λαϊκών στρωμάτων. Η Ελλάδα βρίσκεται σε τέτια γεωστρατηγική θέση στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, που δέχεται με πιο οξυμένο τρόπο τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις ηγετικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ και τις ΗΠΑ. Παράλληλα ενισχύονται οι διεθνείς και εσωτερικοί μηχανισμοί καταστολής, περιορίζονται ακόμη περισσότερο τα δικαιώματα και οι ελευθερίες, κυρίως με πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Τα επόμενα χρόνια, λόγω της όξυνσης της καπιταλιστικής κρίσης, η κατάσταση της εργατικής τάξης και των μεσαίων στρωμάτων θα χειροτερέψει. Ηδη αναμένονται και άμεσες τέτιες εξελίξεις, εξαιτίας της πολεμικής επίθεσης κατά του Ιράκ, που προετοιμάζεται.
            Η επίθεση των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού θέτει επιτακτικά το δίλημμα που προαναφέρθηκε: Ή θα έχει ένα κόμμα πολιτικής διαχείρισης (με ποια μορφή δεν έχει σημασία) ή θα έχει πολιτική σύγκρουσης και αντεπίθεσης. Πίσω από τη γραμμή της αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής συσπείρωσης υπάρχει μόνο η γραμμή της μοιρολατρικής ενσωμάτωσης.
Ας δει κανείς το πρόβλημα της ανεργίας, ως ένα παράδειγμα. Οι αποφάσεις της ΕΕ προωθούν τις «ελαστικές μορφές απασχόλησης», με ό,τι συνεπάγονται αυτές για τη ζωή της εργατικής οικογένειας (εισόδημα, συνταξιοδότηση, υγεία, ελεύθερος χρόνος κ.ά.). Ονοματίζουν, δηλαδή, ως εργασία, το μοίρασμα μιας θέσης σε δύο ή και σε τρεις ανέργους και το παρουσιάζουν στις στατιστικές ως μείωση της ανεργίας.
Πατώντας σε πραγματικές ανάγκες της εργατικής τάξης, όπως είναι η μείωση του εργάσιμου χρόνου, προωθούν μέτρα σε συνεργασία με τους «πράκτορές τους» στο εργατικό κίνημα όπως το ψευδεπίγραφο 35ωρο, το οποίο δοκιμάστηκε ήδη στη Γαλλία, προβάλλοντας το σαν πανάκεια για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Βέβαια, η διαμόρφωση αιτημάτων με βάση την ανάγκη και δυνατότητα για μείωση του εργάσιμου χρόνου, όπως το 35ωρο, 5ήμερο, 7ωρο με αύξηση των αποδοχών, ώστε να υπάρχει ελεύθερος χρόνος για ανάπαυση, μόρφωση, ψυχαγωγία, πολιτική δραστηριότητα, δίνει ώθηση στην ταξική πάλη, βοηθά να αναπτύσσεται η συνείδηση της εργατικής τάξης, να δυναμώνει η αντίστασή της και να ωριμάζει η αντεπίθεσή της. Αλλά αυτό είναι διαφορετικό από τον ισχυρισμό ότι η μείωση του εργάσιμου χρόνου θα καταπολεμήσει την ανεργία.
 Μέσω λοιπόν των ελαστικών εργασιακών σχέσεων ισχυρίζονται ότι θα πέσει η ανεργία στο μισό ποσοστό από ό,τι είναι σήμερα, στα επόμενα χρόνια. Ωστόσο, και αν ακόμη η ανεργία «μειωνόταν» -για εξάλειψη δε γίνεται λόγος- με αυτό τον τρόπο, πράγμα αμφίβολο, αφού η προοπτική της ύφεσης κάθε άλλο παρά ενθαρρυντική είναι, καταλαβαίνει εύκολα κανείς την έκταση εξάπλωσης της απόλυτης εξαθλίωσης που θα επέλθει μέσω της επέκτασης εφαρμογής των ελαστικών εργασιακών σχέσεων.
            Την ίδια ώρα οι προϋποθέσεις που έχει διαμορφώσει η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων είναι υπερώριμες για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και το σχεδιασμό της οικονομίας, που είναι ο μόνος δρόμος που υπάρχει για την εξάλειψη της ανεργίας, όπως και ιστορικά έχει αποδειχτεί.
            Είναι σαφές, ότι δεν υπάρχει καμιά ενδιάμεση απάντηση στο θέμα της ανεργίας, πέρα από τις δύο προηγούμενες. Και η μεν πρώτη είναι απάντηση από τη σκοπιά του κεφαλαίου, ενώ η δεύτερη από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης. Η μεν πρώτη αποτελεί το «ρεαλισμό» εκείνο που αυξάνει τα κέρδη και εξαπλώνει τη δυστυχία, ενώ η δεύτερη ξεκινάει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με βάση τις υπάρχουσες δυνατότητες που παρέχει το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων, άρα με βάση τον ρεαλισμό. Ο οποίος ρεαλισμός, αντιμετωπίζοντας με τον παραπάνω τρόπο το πρόβλημα, ανοίγει το επόμενο «παράθυρο»: Το ζήτημα είναι αμιγώς πολιτικό. Και έχει να κάνει με τη λαϊκή εξουσία που θα διαχειριστεί τη λαϊκή οικονομία, που θα κοινωνικοποιήσει, δηλαδή, τα βασικά μέσα παραγωγής και θα τα εντάξει, ως εργαλείο, στον κεντρικό πανεθνικό σχεδιασμό άσκησης φιλολαϊκής κοινωνικοοικονομικής πολιτικής.
            Το παράδειγμα, ωστόσο, της ανεργίας εντάσσεται σε ένα συνολικό πλέγμα, το οποίο καθορίζει ότι η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή συσπείρωσης είναι το έσχατο όριο, από το οποίο δεν μπορεί ούτε ρούπι να γίνει πίσω, από τις δυνάμεις που αρνούνται την ενσωμάτωση και την υποταγή. Πρόκειται για την επίθεση του ιμπεριαλισμού που αγκαλιάζει όλες τις πλευρές της ζωής των εργαζομένων: Πόλεμοι, χτύπημα στοιχειωδών δικαιωμάτων, επιβολή ακόμη πιο αντιδημοκρατικών μέτρων ενίσχυσης της δικτατορίας των μονοπωλίων, αλλαγές συνόρων, ένταση της εκμετάλλευσης, νέοι μηχανισμοί ιδεολογικής χειραγώγησης των μαζών κλπ. Και εδώ πρέπει να υπάρχει απάντηση: Πώς θα αντιμετωπιστούν όλα αυτά; Ο όρος αγώνας δεν απαντά από μόνος του. Γιατί ο αγώνας μπορεί να εγκλωβιστεί σε παραλλαγές της αστικής πολιτικής, π.χ. σε προτάσεις για ένα «νέο μίγμα οικονομικής πολιτικής», που σημαίνει μια πολιτική απορρόφησης των λαϊκών αντιδράσεων, παρεμπόδισης της ριζοσπαστικοποίησής τους στην κατεύθυνση σύγκρουσης με τις αιτίες που δημιουργούν τα προβλήματα. «Αγώνα» διεξάγουν και οι δυνάμεις του κεφαλαίου που κινούν τα νήματα του «Ευρωπαϊκού Κοινωνικού Φόρουμ» και ζητάνε την υλοποίηση του φόρου Τόμπιν, για να συνδράμουν, λέει, τους λαούς του πιο καθυστερημένου καπιταλισμού! Ο αγώνας, λοιπόν, για να είναι αποτελεσματικός και για να δίνει προοπτική, πρέπει να ξεκινάει από τη βάση που ξεδιπλώνει τις κοινωνικές αντιθέσεις και όχι από το μετριασμό κάποιων συνεπειών, που ούτε αυτός πρόκειται να υπάρξει έξω από τη γραμμή σύγκρουσης και ρήξης.
            Οι πρόσφατες δημοτικές-νομαρχιακές εκλογές μας προσφέρουν πλούσια εμπειρία, άρα και διδάγματα. Και πρώτα απ’ όλα δείχνουν, σε ό,τι αφορά στο ΚΚΕ, ότι αντιμετώπισε τη συγκεκριμένη εκλογική αναμέτρηση, δείχνοντας συνέπεια στην εφαρμογή της πολιτικής του.
            Η πολιτικοποίηση της εκλογικής μάχης που ανέδειξε το ΚΚΕ, στηρίχτηκε στις σημαντικές, ακόμη πιο αρνητικές, αλλαγές που έχουν επέλθει με νόμους στο θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΤΑ), πρώτου και δεύτερου βαθμού, με αποτέλεσμα η αυτοδιοίκηση να «δεθεί» πιο στενά με την κεντρική κρατική εξουσία, να «συσφιχτεί», ως γρανάζι του που είναι, περισσότερο με το αστικό κράτος. Μέσα από την ΤΑ υλοποιείται ένα βασικό μέρος της κυβερνητικής πολιτικής και της ΕΕ, όπως είναι οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις. Αυτές οι εξελίξεις στον εν λόγω θεσμό, συναρτημένες με τις γενικότερες, καθόρισαν και τους εξής παράγοντες: α) Οτι στο κέντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης πρέπει να τεθούν τα προβλήματα των ιδιωτικοποιήσεων, των εργασιακών σχέσεων, της φορολογίας, της δημοτικής αστυνομίας, της παιδείας, υγείας, πρόνοιας και άλλα αυτού του βεληνεκούς. β) Οτι ο λαός χρειάζεται δημάρχους και νομάρχες που θ’ αντιπαλεύουν την αντιλαϊκή πολιτική, θα συμβάλλουν στη συσπείρωσή του, χρειάζεται δημάρχους και νομάρχες που θ’ απειθαρχούν. γ) Στη βάση των δύο προηγούμενων πλευρών το ΚΚΕ επιχείρησε (και το πραγματοποίησε) να διαμορφωθούν ψηφοδέλτια μάχης μέσα από την ευρύτερη δυνατή πολιτική συσπείρωση δυνάμεων, με τις οποίες το ΚΚΕ είχε συναντηθεί σε κοινωνικά κινήματα (ΠΑΜΕ, αντιπολεμικό, δικαιωμάτων και ελευθεριών κ.ά.). Δυνάμεων, που συμφωνούσαν με το ΚΚΕ, έστω και μόνο στη βάση ενός αγωνιστικού προγράμματος στον χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Γίνεται, δηλαδή, λόγος, όπως εύστοχα ειπώθηκε, για ένα αντίστοιχο ΠΑΜΕ στο χώρο της αυτοδιοίκησης, που θα έχει στο στόχο του, όχι γενικά και μόνο την πολιτική των κομμάτων της διαχείρισης, αλλά και τους εκφραστές τους στον τομέα της αυτοδιοίκησης, δηλαδή τους νομάρχες και δημάρχους του ΠΑΣΟΚ, της ΝΔ και του ΣΥΝ, που υλοποιούν την πολιτική των αναδιαρθρώσεων, όπως έδειξαν τόσο η προηγούμενη θητεία τους, όσο και τα προγράμματά τους. Ηταν δηλαδή μια προσπάθεια συγκρότησης του ριζοσπαστικού αντιμονοπωλιακού πόλου στο χώρο της ΤΑ που εντάσσεται στη συνολική δράση για τη δημιουργία του Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Μετώπου.
            Ταυτόχρονα το ΚΚΕ προσπάθησε να δώσει σε πλατύτερες λαϊκές δυνάμεις το γενικότερο πολιτικό πλαίσιο της πολιτικής του. Την ανάγκη να διαμορφωθεί το Αντιιμπεριαλιστικό Λαϊκό Μέτωπο με στόχευση εξουσίας. Το ζήτημα αυτό συνδέεται άμεσα με το γεγονός ότι δεν μπορούν να διαμορφωθούν «σοσιαλιστικές νησίδες», μέσω της ανάδειξης σε πλειοψηφία στους Δήμους και στις Νομαρχίες, των κομμουνιστών και των φίλων και συνεργαζόμενων με το ΚΚΕ. Με το γεγονός, δηλαδή, ότι δεν μπορεί να εφαρμόζεται από την όποια κυβέρνηση μια βαθιά αντιλαϊκή πολιτική και σε επιμέρους τμήματα της χώρας να εφαρμόζεται πολιτική φιλολαϊκή.
            Με γνώμονα τα παραπάνω κριτήρια το ΚΚΕ εκτίμησε και τα εκλογικά αποτελέσματα. Αυτά τα κριτήρια συγκρούονται με σκέψεις ή και απόπειρες, που συναντήσαμε κατά την προεκλογική περίοδο, να «κρύβεται» το πρόσωπο του Κόμματος, ώστε να πάρουμε περισσότερες ψήφους. Ή με τη λογική, που αντιμετωπίζει τις πολιτικές συνεργασίες ως αυτοσκοπό και ως μέσο για την πάση θυσία κατάκτηση της πλειοψηφίας στους Δήμους ή στις Νομαρχίες ή, εν πάση περιπτώσει, για τη διεκδίκησή της.
            Το βασικό ζητούμενο είναι η σε βάθος ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης της εργατικής τάξης και των δυνάμει συμμάχων της. Εδώ υποτάσσεται ολόκληρη η δράση του ΚΚΕ, είτε αυτή είναι εκλογική είτε αφορά στα της καθημερινής πάλης, της ιδεολογικής δουλιάς, της προπαγάνδας του. Και από αυτή την άποψη πρέπει να προβληματιστούμε, γιατί σε μια σειρά εργατικά συνδικάτα οι συνδυασμοί που μετέχουν οι κομμουνιστές συγκεντρώνουν πολύ υψηλά ποσοστά, όμως η κομματική επιρροή εκφράζεται σε όλους τους άλλους δείκτες με πολύ χαμηλότερα ποσοστά.

ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΝΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΩΝ
ΓΙΑ ΤΗ ΝΟΜΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ

            Στον αντίποδα της πολιτικής των συμμαχιών του ΚΚΕ κινείται, με τις παραλλαγές της, η πολιτική συμμαχιών του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ. Επόμενο, αφού και η συνολική πολιτική τους κινείται στον αντίποδα της κατευθυντήριας γραμμής της πολιτικής του ΚΚΕ.
            Η συνολική πολιτική τους εκφράζει το ιμπεριαλιστικό - μονοπωλιακό πλαίσιο, εξυπηρετεί τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Δεν έχει σημασία, αν αυτή η γραμμή τους εκφράζεται με παραλλαγές (επόμενο). Το ουσιώδες είναι ότι στηρίζουν τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, την ΕΕ, τη διεύρυνσή της, τον ευρωστρατό και το «Σύμφωνο Σταθερότητας», το ρόλο του ΝΑΤΟ και τις νέες δυνάμεις επίθεσης που οικοδομούνται. Αρα και η πολιτική τους των συμμαχιών δεν μπορούσε παρά να περιέχει την προσπάθεια να κλείσουν όλες οι ασφαλιστικές δικλείδες, που θα αποκλείουν από τις λαϊκές μάζες οδούς διαφυγής.
            Ταυτόχρονα, όσο αφορά στο ΠΑΣΟΚ και στη ΝΔ, επιχειρείται από το καθένα η οργάνωση και διεύρυνση των δικών του συμμαχιών, στα πλαίσια και του μεταξύ τους ανταγωνισμού για την κυβερνητική εξουσία. Η συνεργασία της ΝΔ με το «Κόμμα των Φιλελευθέρων» ή τα ανοίγματα του ΠΑΣΟΚ στο ΣΥΝ, εκφράζουν αυτή την κατεύθυνση. Το ίδιο και η σύγκρουση για την κατάκτηση του λεγόμενου «κοινωνικού κέντρου», αλλά και δυνάμεων που δεν είναι ενταγμένες στο δικομματισμό. Από μεν τη ΝΔ αυτό επιχειρείται μέσω της προπαγανδιστικής τακτικής «της κατάργησης των διαχωριστικών γραμμών στην κοινωνία», από δε το ΠΑΣΟΚ με την ένταση των τόνων κατά της «Δεξιάς» και την προβολή του σχήματος «Δεξιά - προοδευτικές δυνάμεις». Τούτο το σχήμα εμφανίζεται ως η έκφραση των κοινωνικών αντιθέσεων στο πολιτικό επίπεδο, με βασικό της περιεχόμενο το «κοινωνικό κράτος», που δήθεν εκφράζουν οι «προοδευτικές δυνάμεις» υπό την ηγεμονία της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ), σε αντίθεση, όπως λένε, με τη ΝΔ, η οποία βάζει πάνω από όλα τη λειτουργία των νόμων της αγοράς, αδιαφορώντας για τον άνθρωπο.
            Στον πολιτικό λόγο της ΝΔ είναι φανερή, τόσο η δυσκολία ν’ αντιπολιτευθεί το ΠΑΣΟΚ, λόγω ενιαίας πολιτικής στρατηγικής, γεγονός που τη σπρώχνει σε δημαγωγικούς τόνους, όσο και η προσπάθειά της να προσεταιριστεί τμήματα του κεφαλαίου που θίγονται από τον ανταγωνισμό.
            Ασφαλιστική δικλείδα του συστήματος αποτελεί και ο πολιτικός συνασπισμός κομμάτων της λεγόμενης Κεντροδεξιάς, καθώς και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων κάτω από την ομπρέλα της Κεντροαριστεράς. Εμπειρία αυτών των σχηματισμών υπάρχει σε μια σειρά χώρες της ΕΕ, όχι και στην Ελλάδα για μια σειρά λόγους, ανάμεσα  στους οποίους, όσο αφορά στη δημιουργία κεντροαριστερής κυβέρνησης, συγκαταλέγεται και η πολιτική του ΚΚΕ, που δημιουργεί εμπόδιο.
            Οι διαφορές τακτικής ανάμεσα στη ΝΔ και στο ΠΑΣΟΚ εντοπίζονται σε μέσα και κυρίως στους ρυθμούς με τους οποίους το καθένα από αυτά προωθεί τους κοινούς στόχους που έχουν ως κόμματα της πλουτοκρατίας. Η ΝΔ επιτίθεται στην κυβέρνηση, επειδή δεν περιορίζει την σπατάλη στις δημόσιες δαπάνες, επειδή δεν προωθεί με ακόμη πιο γρήγορους ρυθμούς τις αναδιαρθρώσεις, προκειμένου να υπάρξει ανάπτυξη, να μειωθεί το δημόσιο χρέος και άλλα παρόμοια.
           
«ΕΝΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ»:
ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΥΠΟΚΡΙΣΙΑΣ

            Το βασικό χαρακτηριστικό της πολιτικής και της ιδεολογίας του ΣΥΝ είναι ότι αποτελεί ένα σοσιαλδημοκρατικό μόρφωμα, όρο που έχει αντικαταστήσει στην καθημερινή πράξη με τον όρο «αριστερά»*. Μάλιστα θέτει ως στόχο της, τη μορφοποίηση του ρεύματος της «νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς και την οριοθέτησή του, τόσο από τη σοσιαλδημοκρατία και το νέο κέντρο, όσο και από το ρεύμα του δογματικού κομμουνισμού». Αυτή η «νέα Ευρωπαϊκή Αριστερά», όντας κυρίως η πιο εκφυλισμένη μορφή του οπορτουνισμού μιας σειράς κομμουνιστικών κομμάτων και της επίσημης μετάλλαξής τους, αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την προοπτική του εργατικού κινήματος, αφού προσφέρθηκε να στηρίξει με «αριστερό - ανανεωτικό» λόγο τη βάρβαρη καπιταλιστική επίθεση και σε πολλές περιπτώσεις να την υλοποιήσει από θέσεις κυβερνητικές. Συγκροτεί την αιχμή του αντικομμουνιστικού δόρατος, αξιοποιώντας με αντεπαναστατικό τρόπο την ανατροπή του σοσιαλιστικού συστήματος στην Ευρώπη. Επιχειρεί να εμποδίσει την ανάπτυξη των ριζοσπαστικών τάσεων που θολά εμφανίζονται στα κινήματα ενάντια στην ιμπεριαλιστική διεθνοποίηση, κατ’ ευφημισμό παγκοσμιοποίηση, προβάλλοντας συνθήματα ενσωμάτωσης, προσπαθώντας να «καπελώσει» τις κινητοποιήσεις, υποβαθμίζοντας το εθνικό πεδίο πάλης. Ετσι, άσχετα με τις διακηρύξεις, εμποδίζει το εργατικό κίνημα να ανακάμψει και το κάνει ευάλωτο στις προσδοκίες των αρχουσών τάξεων  να το χρησιμοποιήσουν  στους μεταξύ τους ανταγωνισμούς.   
Είναι πολύ αποκαλυπτική η υποστήριξη της κυβέρνησης Ζοσπέν στη Γαλλία από την πλευρά του ΣΥΝ, ο οποίος την ανήγαγε σε πρότυπο των συμμαχιών για τον «προοδευτικό εκσυγχρονισμό». Και μόνο μετά την εκλογική ήττα του κεντροαριστερού συνασπισμού αναδιπλώθηκε φραστικά και έπαψε να επικαλείται τις επιδόσεις της, αφού η συγκεκριμένη  κυβέρνηση είχε πια περιπέσει σε ανυποληψία. Φραστικά μόνο... Γιατί από την άποψη της στρατηγικής κατεύθυνσης ο ΣΥΝ δεν έχει ουσιαστικές διαφορές από τα ευρωσοσιαλιστικά κόμματα και το ΠΑΣΟΚ.
Οπως αναφέρεται στην Απόφαση της ΚΕ: «Ο Συνασπισμός, με βάση τις προγραμματικές του θέσεις και κυρίως την πρακτική του, στηρίζει σοσιαλδημοκρατικές απόψεις, που συγκαλύπτουν τις αιτίες των προβλημάτων. Στηρίζει την πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων με τις θέσεις του για «προοδευτικό εκσυγχρονισμό». Προβάλλει τις ιδέες του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου και έτσι δίνει, αντικειμενικά, χέρι βοηθείας στην ιμπεριαλιστική διείσδυση, στην ιμπεριαλιστική πολιτική της ΕΕ. Σε κρίσιμες στιγμές που κορυφώνονται οι λαϊκοί αγώνες, δίνει χέρι βοήθειας στην πολιτική του λεγόμενου κοινωνικού διαλόγου και της συναίνεσης, σε κρίσιμες, επίσης, στιγμές, όπου ο ιμπεριαλισμός επιδιώκει να επιβάλει την ιμπεριαλιστική ειρήνη, συντάσσεται με τα σχέδια αυτά, όπως έγινε με την απόφαση του G8 για τη Γιουγκοσλαβία, το Κυπριακό και άλλα».
Ετσι ο δρόμος για μια κεντροαριστερή κυβερνητική σύμπραξη με το ΠΑΣΟΚ, κάθε άλλο παρά είναι κλειστός, όπως ο ΣΥΝ ισχυρίζεται. Πρώτο γιατί, όπως προαναφέρθηκε, στο «δια ταύτα» συμπλέει με το ΠΑΣΟΚ. Δεύτερο, γιατί αυτό αποδεικνύουν: α) Η λογική της θέσης του για την καθιέρωση της απλής αναλογικής, που την αντιμετωπίζει ως μοχλό πολιτικών εξελίξεων (κτύπημα αυτοδυναμίας που γεννάει την αλαζονεία του ΠΑΣΟΚ και οδηγεί σε παρακμή το πολιτικό σύστημα) και όχι απλώς ως το πιο δίκαιο εκλογικό σύστημα που μπορεί να υπάρξει στις καπιταλιστικές συνθήκες. β) Σε συνάρτηση με το προηγούμενο βρίσκεται και η επιδίωξη του ΣΥΝ να ενισχυθεί πολιτικά και εκλογικά (θεμιτό), με σκοπό όμως να αλλάξει το συσχετισμό των δυνάμεων για μια «μεταφιλελεύθερη πολιτική και διακυβέρνηση». γ) Η προθυμία του ΣΥΝ να συνεργάζεται αρμονικά με το ΠΑΣΟΚ στην ΤΑ και στις νομαρχιακές-δημοτικές εκλογές, καθώς και στη ΓΣΕΕ, στην ΑΔΕΔΥ, σε μια σειρά οργανισμούς και αλλού. Η συμπόρευση του ΣΥΝ με τις δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ στο «Ελληνικό Κοινωνικό Φόρουμ», μέσω του οποίου το ΠΑΣΟΚ (κόμμα) «αντιπολιτεύεται» το ΠΑΣΟΚ (κυβέρνηση), είναι επίσης χαρακτηριστική. Πέρα από τη συμμετοχή στον «κοινωνικό διάλογο», όπου ο ΣΥΝ στήριξε τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις μαζί με το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ, ενώ μονίμως στο στόχαστρό τους (αυτά πηγαίνουν μαζί) βρίσκονται το ΠΑΜΕ και το ΚΚΕ. Κι ακόμη: Βρίσκεται μέσα στην πολιτική του ΣΥΝ και αναδεικνύει το ρόλο του, και το γεγονός ότι στις πιο κρίσιμες στιγμές της πάλης και στα πιο κρίσιμα ζητήματα, ο ΣΥΝ στηρίζει με «αριστερή» φρασεολογία τις κυβερνητικές-ευρωενωσιακές επιλογές. Μετά το τρομοκρατικό πλήγμα της 11ης  Σεπτέμβρη 2001 στις ΗΠΑ, το κύριο οπλοστάσιο του ΣΥΝ και ομάδων που συμπράττουν ή προέρχονται από αυτόν, ήταν η επίθεση στο ΚΚΕ και, μέσω αυτής, η αθώωση της ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Αλλά και στη διάρκεια του ΝΑΤΟϊκού πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας, ο ΣΥΝ ακολουθούσε το γνωστό «διμέτωπο»: Και εναντίωση στους βομβαρδισμούς και επίθεση «κατά του καθεστώτος Μιλόσεβιτς», την ανατροπή του οποίου χαιρέτισε ως «βήμα για την ένταξη τη Γιουγκοσλαβίας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς», αν και αυτή έγινε σε συνθήκες άσκησης αφόρητων εκβιασμών κατά του Γιουγκοσλαβικού λαού, «υποσχέσεων» και τρομοκρατίας, που ο ΣΥΝ συγκάλυψε.
            Με μια σειρά επίσημες τοποθετήσεις του ο ΣΥΝ έχει ταχθεί κατά της συνεργασίας με το ΚΚΕ. Αυτή η στάση όντως ανταποκρίνεται στις στρατηγικές διαφορές που χωρίζουν τα δύο κόμματα.  Από την άλλη, ταυτόχρονα, περισσεύουν οι οπορτουνιστικού τύπου ελιγμοί. Μέσα από σχήματα («χώρος διαλόγου») και δημαγωγικές δημόσιες «προσκλήσεις συνεργασίας» εγκαλείται το ΚΚΕ, επειδή αρνείται την κοινή δράση των δυνάμεων της αριστεράς! Ενώ η διάσπασή της, όπως αποκαλούν το φυσιολογικό φαινόμενο της ιδεολογικοπολιτικής αντιπαράθεσης αντίπαλων κομμάτων, ανάγεται σε μήτρα όλων των αρνητικών που ταλανίζουν το λαϊκό κίνημα, αλλά και της κυριαρχίας του δικομματικού συστήματος. Ως επιχείρημα προβάλλεται η ανάγκη να ενωθούν (ή να δράσουν από κοινού) τα μικρά κόμματα, προκειμένου να ανακοπεί η δικομματική επέλαση που συρρικνώνει την Αριστερά.
            Παραγνωρίζεται συνειδητά η ύπαρξη των μεταξύ τους στρατηγικών διαφορών και εμφανίζεται ως κυρίαρχο στοιχείο η σύμπτωση σε ορισμένα επιμέρους ζητήματα, για τα οποία εξάλλου, όπου υπήρξε ανάγκη (π.χ. απλή αναλογική) υπήρξε και κοινή στάση στη Βουλή ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΣΥΝ και ΔΗΚΚΙ  παλιότερα ή ανάμεσα στο ΚΚΕ και στο ΣΥΝ αργότερα. Οι προτάσεις «περί ενότητας της Αριστεράς», περί συσπείρωσης, με μοναδικό στόχο την αποδυνάμωση του δικομματισμού, χωρίς να θεμελιώνονται στην αντίθεση με τα μονοπώλια, τον ιμπεριαλισμό, δεν αποτελούν πραγματική απειλή για την κυρίαρχη πολιτική. Ως αντίληψη και πρακτική καλλιεργούν το ουτοπικό, το ψεύτικο και απραγματοποίητο, το δήθεν εξανθρωπισμό του καπιταλιστικού συστήματος με μια άλλη παραλλαγή διαχείρισης.
            Η παραπάνω «πρόσκληση» κοινής δράσης συνοδεύεται και με την επίκληση της ανάγκης να συμπέσουμε όπου μπορούμε, αφήνοντας στην άκρη αυτά που μας χωρίζουν! Σε ποιο όμως μεγάλο ζήτημα μπορούμε να συμπέσουμε, εφόσον οι θέσεις για τα μεγάλα λαϊκά προβλήματα προκύπτουν από τη στρατηγική κάθε κόμματος;
            Μια πολιτική συνεργασία που δε στηρίζεται γερά στο κίνημα, μια πολιτική συνεργασία που δε χτίζεται στα σωθικά των κοινωνικών αντιθέσεων και με κορμό τα θέματα που διαμορφώνουν την πολιτική κατεύθυνση αντιπαράθεσης με την πλουτοκρατία, τον ιμπεριαλισμό, είναι καταδικασμένη να γίνει φύλλο και φτερό στο πρώτο φύσημα του ανέμου. Και, βεβαίως, είναι προορισμένη να προκαλέσει πρόσθετες απογοητεύσεις στο λαό, αφού θα ήταν συνεργασία σε βάρος του εξ αντικειμένου.
            Τίθεται, βεβαίως, και μια άλλη πλευρά από τα ίδια τα πράγματα. Αν υποθέσουμε ότι η λεγόμενη «ενότητα της αριστεράς» γινόταν πράξη, πάνω σε ποια στρατηγική θα χτιζόταν; Δηλαδή, ποια προοπτική θα έδινε στο λαό;
            Αυτό το ζήτημα δεν είναι καθόλου θεωρητικό, ούτε του μέλλοντος. Είναι του παρόντος. Οι πολιτικές συμμαχίες δεν οικοδομούνται με βάση το «βλέποντας και κάνοντας». Πρέπει να είναι σαφέστατα προσδιορισμένες όσο αφορά και στο σήμερα και στο πού στοχεύουν να πάνε. Και εδώ υπάρχει μια αιδήμων σιωπή, τόσο από την πλευρά του ΣΥΝ, όσο και από τις ομάδες που συνεργάζεται (ΑΚΟΑ, ΚΕΔΑ). Και από την πλευρά τους, δικαίως. Γιατί μια ανοιχτή ομολογία θα αποκάλυπτε ότι ο στόχος είναι μια κεντροαριστερή εκδοχή διαχείρισης, που αρνούνται στα λόγια, όπως εκείνη που γνωρίσαμε και σε άλλες χώρες (Γαλλία,  Γερμανία, Ιταλία και αλλού). Και που φυσικά, κάτι τέτιο δε θα αποτελούσε ένα βήμα μπροστά, που θα έδινε δυνατότητες στο λαό να πάει πιο μπροστά στη συνέχεια.  Θα ήταν ένα μεγάλο βήμα προς τα πίσω, που θα έφερνε το κίνημα ακόμη πιο πίσω. Το Γαλλικό παράδειγμα είναι εύγλωττο. Οχι από την άποψη κυρίως του εκλογικού ποσοστού του Γαλλικού ΚΚ, όσο από το επίπεδο και το χαρακτήρα του λαϊκού κινήματος στη Γαλλία. Και αλλού, όπου οι διάσπαρτες ταξικές δυνάμεις δέχονται μια γιγάντια επίθεση δυσφήμισης της ταξικής πάλης, των κομμουνιστικών ιδανικών, της προσφοράς του σοσιαλισμού που γνωρίσαμε, μια επίθεση ακύρωσης και κάθε σκέψης ακόμη, για την αναγκαιότητα και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού.
            Η «πρόταση» για ενότητα (ή κοινή δράση) της Αριστεράς αποτελεί μεθοδευμένη επίθεση κατά του ΚΚΕ και του ταξικού εργατικού κινήματος, και σαν τέτια πρέπει να αντιμετωπιστεί. Επιχειρείται, και με αυτή, η υπονόμευση της πολιτικής των συμμαχιών του ΚΚΕ και, μέσω αυτής, της συνολικής πολιτικής και φυσιογνωμίας του ΚΚΕ. Επιχειρείται το τράβηγμά του σε σχήματα που διαχειρίζονται το σύστημα. Αυτό, αποτελεί σχεδιασμό της άρχουσας τάξης. Ενα ΚΚΕ με τη σημερινή πολιτική του αποτελεί κίνδυνο σε μια πορεία. Αντιθέτως, ένα ΚΚΕ που θα «έπαιζε» μέσα στις αντιθέσεις της άρχουσας τάξης και θα υιοθετούσε θέσεις για ένα «διαφορετικό μίγμα οικονομικής πολιτικής» με κάποια μέτρα - ασπιρίνες εκτόνωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας, ενδεχομένως και κάποιες καπιταλιστικές επανακρατικοποιήσεις, αντί της πρότασης για λαϊκή οικονομία, ένα ΚΚΕ που θα επέλεγε ως σύμμαχο τη μια ιμπεριαλιστική ένωση (ΕΕ) και όχι την άλλη (ΗΠΑ), ένα τέτιο ΚΚΕ θα ήταν ευπρόσδεκτο και σύγχρονο. Και οι συμμαχίες του θα βρίσκονταν μέσα στις μάζες, σε αντίθεση με τις τωρινές που ονοματίζονται απομονωτισμός (!) και δογματισμός.

ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΚΑΙ ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ

            Το ζήτημα «για ποιον στόχο, με ποια προοπτική» τίθεται εκ των πραγμάτων μπροστά σε μια συμμαχία, που θα ήταν αιωρούμενη δίχως τον προσδιορισμό της κατεύθυνσης, το «πού πηγαίνει», από τη σκοπιά της εξουσίας.
            Στο ερώτημα για την πολιτική στόχευση του Λαϊκού Μετώπου -το οποίο θα περικλείει κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις, μαζικά κινήματα, αγωνιστές που συναντιόνται σε έναν κοινό τόπο, στον αγώνα κατά του μονοπωλιακού κεφαλαίου, κατά του ιμπεριαλισμού- τα δύο τελευταία Συνέδρια του ΚΚΕ, καθώς και η παραπέρα επεξεργασία της πολιτικής απόφασης του 16ου, την οποία έκανε πρόσφατα η ΚΕ του ΚΚΕ, απαντούν συγκεκριμένα: Η στόχευση και η βάση συγκρότησής του δεν μπορεί να είναι άλλη από τη Λαϊκή Εξουσία που θα οικοδομήσει τη λαϊκή οικονομία. Επισημαίνουν ότι επί του θεμελιακού αυτού ζητήματος ανάμεσα στις δυνάμεις του Μετώπου θα υπάρχουν όχι μόνο συμπτώσεις, αλλά και διαφορές.
            Οπως αναφέρεται στην Απόφαση της ΚΕ: «Το ΚΚΕ θεωρεί ότι δεν υπάρχουν πολλές ριζικές εναλλακτικές λύσεις και προοπτικές. Μπορεί να υπάρχουν πολλές μορφές αγώνα, διαφορετικά καθήκοντα στη μια ή την άλλη φάση της ενιαίας πορείας. Μπορεί να υπάρχουν διάφορες μορφές προσέγγισης στην εναλλακτική λύση, ακόμα και ιδιομορφίες στο ζήτημα των συμμαχιών. Ομως, η ίδια η εναλλακτική λύση πρέπει να είναι σαφώς αντικαπιταλιστική, δηλαδή σοσιαλιστική.
            Δε θέτει όρο για τη διαμόρφωση κοινού πλαισίου δράσης και εναλλακτικής λύσης τη συμφωνία για το σοσιαλισμό. Οι διαφορές αυτές θα λυθούν, όταν αυτός τεθεί στην ημερήσια διάταξη, όταν ο λαός αποφασίσει να κάνει ένα μεγάλο άλμα ποιοτικό προς τα εμπρός, σε ριζική εναντίωση με το καπιταλιστικό σύστημα.
            Οι διαφωνίες που θα υπάρχουν στην αφετηρία, στην πορεία δράσης ή θα ανακύψουν στη διαδρομή της συμμαχίας, αφορούν κυρίως στο χαρακτήρα της εξουσίας που πρέπει να προκύψει ως διεκδίκηση και ως στήριξη από το λαϊκό κίνημα.
            Αυτή η μορφή συμβιβασμού θα είναι δημόσια γνωστή στο λαό. Δε θα ακυρώνει ούτε την κοινή κατεύθυνση ούτε την αυτοτέλεια της κάθε δύναμης, το δικαίωμα να έχει τη δική της άποψη για το χαρακτήρα της εξουσίας, για το άλμα προς τα εμπρός. Πρέπει, ταυτόχρονα, το Μέτωπο να θωρακίζεται, για να αντιμετωπίζει τον αντίπαλο, που ενδιαφέρεται να ενσωματώνει, να διαιρεί και να διασπά, να αξιοποιεί τις δυσκολίες του αγώνα».
Επιπλέον, παίρνοντας η ΚΕ υπόψη της την πείρα από τη δράση του ΚΚΕ των δύο τελευταίων χρόνων, υπογραμμίζει το κύριο: Την ανάγκη να συνδέεται η καθημερινή πολιτική δράση των κομμουνιστών, της ΚΝΕ, με την προβολή και ανάλυση του στόχου της Λαϊκής Εξουσίας και της Λαϊκής Οικονομίας. Γιατί μόνο έτσι δίνεται και η απάντηση στο πώς θα επιλυθούν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν η εργατική τάξη και τα μικρομεσαία στρώματα της αγροτιάς και των ΕΒΕ, της νεολαίας, των λαϊκών στρωμάτων. Με την έννοια αυτή η πρόταση για τη λαϊκή οικονομία και τα βασικά χαρακτηριστικά της αποτελεί και την ενοποιητική βάση πάνω στην οποία μπορεί να συγκροτηθεί η συμμαχία της εργατικής τάξης με τα μικρομεσαία στρώματα, αφού μόνο αυτή μπορεί να εκφράσει τα κοινά τους συμφέροντα. Ταυτόχρονα, όμως, η πρόταση για τη Λαϊκή Οικονομία αποτελεί όπλο κατά του αποπροσανατολισμού που επιχειρείται μέσω, των δήθεν, φιλολαϊκών «αντινεοφιλελεύθερων» προτάσεων του νεοκεϋνσιανισμού.
            Η αντίκρουση της πρότασης του ΚΚΕ για τα ζητήματα της συσπείρωσης και της συνεργασίας γίνεται και με το «επιχείρημα», ότι συνιστούν μαξιμαλιστικούς στόχους, που δε συμβάλλουν στη μαζικοποίηση της πάλης, αλλά στην απομαζικοποίηση και στο σεχταρισμό. Τίποτα πιο ξένο στην πραγματικότητα. Και τίποτα πιο οικείο σε εκείνους που κάνουν ό,τι μπορούν για να μείνει ο λαός υποταγμένος, δέσμιος των χαμηλότατων σημερινών του απαιτήσεων και για να χτυπηθεί το ΚΚΕ, που η ολόπλευρη ισχυροποίησή του αποτελεί το θεμέλιο για να προχωρήσει η αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή πάλη και συνεργασία.



  Ο Μάκης Μαΐλης είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Γραφείου Τύπου της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Υλικά 16ου Συνεδρίου, σελ. 88.
[2] Υλικά 16ου Συνεδρίου, σελ. 89.
[3] Υλικά 16ου Συνεδρίου, σελ. 109.
* Για μια συνολική κριτική των θέσεων του ΣΥΝ, βλ. άρθρο Σ. Λουκά: «Συνασπισμός. Με το μανδύα του προοδευτισμού για τη σωτηρία του συστήματος», ΚΟΜΕΠ, τ. 2/2002, σελ. 93. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ