ΑΓΡΟΤΙΚΟΙ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΙ
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι εθελοντικές ενώσεις των αγροτών, που έχουν στόχο να περιορίσουν την εκμετάλλευση των μελών τους από το μεγάλο κεφάλαιο, να μειώσουν το κόστος παραγωγής και να βελτιώσουν την οικονομική κατάσταση των μελών τους.
Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σαν εθελοντικές ενώσεις, προϋποθέτουν την αυτοτελή ύπαρξη των αγροτών που έχουν δικά τους μέσα παραγωγής και την πλήρη τυπική τουλάχιστον δυνατότητα αυτοδιάθεσής τους. Δηλαδή την πλήρη τυπική ελευθερία να αποφασίζουν μόνοι τους για τη συμμετοχή τους σε διάφορες συλλογικές οικονομικές οργανώσεις και δραστηριότητες.
Αυτές τις δύο προϋποθέσεις εξασφάλισε στους κολίγους η αστική επανάσταση, η οποία μοίρασε ένα σημαντικό κομμάτι της γεωργικής γης στους κολίγους, τους έδωσε δηλαδή μέσα παραγωγής και τους καταχώρησε την τυπική ελευθερία καταργώντας τους φεουδάρχες, από τους οποίους οι κολίγοι ήταν εξαρτημένοι τουλάχιστον οικονομικά στο τελευταίο στάδιο της φεουδαρχίας.
Η εξασφάλιση αυτών των προϋποθέσεων δημιούργησε τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία η εμφάνιση των αγροτικών συνεταιρισμών στη φάση περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, επειδή ακριβώς οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εκφράζουν το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αποτελούν κρίκους προόδου, σε καμία όμως περίπτωση δεν εκφράζουν πέρασμα στον κολεχτιβισμό και το σοσιαλισμό.
Και αυτό γιατί οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σαν οικονομικές ενώσεις μικροϊδιοκτητών μέσων παραγωγής είναι μικροκαπιταλιστικές συλλογικές επιχειρήσεις, που από τη θέση τους συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος, αναπαράγοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ακόμα και στο εσωτερικό τους.
Σαν οικονομικές ενώσεις μικροϊδιοκτητών μέσων παραγωγής οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εκμεταλλεύονται άμεσα ή έμμεσα μισθωτή εργατική δύναμη, ταυτόχρονα όμως αποτελούν και αντικείμενο εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο, τα μονοπώλια και τις πολυεθνικές, με αποτέλεσμα πολλές φορές όχι μόνο να μην μπορούν να βελτιώσουν την κοινωνικο-οικονομική θέση των μελών τους, αλλά να είναι αδύνατη και η επιβίωσή τους.
Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εξ αντικειμένου αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα. Και αυτό γιατί παρόμοια κατάσταση και προοπτική στον καπιταλισμό υπάρχει για όλους τους καπιταλιστές μεμονωμένους ή συλλογικούς, είναι όμως πιο έντονη στους μικροκαπιταλιστές και είναι αποτέλεσμα του αδυσώπητου ανταγωνισμού που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού.
Η ιδιομορφία όμως των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών ως μικροϊδιοκτητών προσδίδει εξ αντικειμένου στους συνεταιρισμούς αντιμονοπωλιακά χαρακτηριστικά που μπορούν να αξιοποιηθούν πολιτικά, όχι για να γυρίσει πίσω η κοινωνία στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό. Αλλά για τη δημιουργία προοδευτικού αντιμονοπωλιακού μετώπου της εργατικής τάξης με τις οργανώσεις της μικρομεσαίας αγροτιάς, με στόχο τη λαϊκή οικονομία και το σοσιαλισμό.
Η τυπική ισότητα που υπήρχε για μεγάλη περίοδο ανάμεσα στα μέλη των αγροτικών συνεταιρισμών και εκφράζονταν με τη συνεργατική αρχή ένα μέλος - μία μερίδα - μια ψήφος σε καμιά περίπτωση δεν απέτρεπε, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, την αναπαραγωγή των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής και μέσα στο συνεταιρισμό. Και αυτό γιατί τα οφέλη των συνεταίρων από τη λειτουργία των συνεταιρισμών δεν εξαρτώνται από τη μερίδα (μετοχή), αλλά από το μέγεθος της ατομικής εκμετάλλευσης του κάθε μέλους, δηλαδή από τον όγκο της αγροτικής παραγωγής. Αν για παράδειγμα η λειτουργία του αγροτικού συνεταιρισμού μειώσει το κόστος της αγροτικής παραγωγής επειδή αγοράζει ή παράγει φθηνότερα αγροτικά εφόδια και μηχανήματα ή κάνει επενδύσεις και μειώσει το κόστος μεταποίησης και εμπορίας, θα ωφεληθεί περισσότερο ο μεγαλοαγρότης, επειδή καταναλώνει περισσότερα γεωργικά εφόδια ή επειδή έχει μεγαλύτερη αγροτική παραγωγή. Αν πάλι η λειτουργία του αγροτικού συνεταιρισμού πετύχει μεγαλύτερες τιμές πώλησης για τα προϊόντα των μελών του επειδή θα διαπραγματευθεί συλλογικά την πώλησή τους ή θα κάνει κάποιους βαθμούς μεταποίησης, οι μεγαλοαγρότες θα ωφεληθούν περισσότερο από τους μικροαγρότες, επειδή έχουν πολλαπλάσια παραγωγή.
Πέρα όμως από την τυπική ισότητα υπάρχει η ουσιαστική ανισότητα που εκφράζεται με το γεγονός ότι οι μεγαλοαγρότες με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους κυριαρχούν στις διοικήσεις των συνεταιρισμών και την κυριαρχία τους αυτή την εκμεταλλεύονται για να διαμορφώνουν αποφάσεις που ωφελούν τους ίδιους και όχι τους μικροαγρότες.
Από τότε που εμφανίστηκαν οι συνεταιρισμοί μέχρι και σήμερα αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες που έλεγαν ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν από μόνοι τους, χωρίς να είναι αναγκαία η σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας, να καταργήσουν και όχι μόνο να περιορίσουν την εκμετάλλευση των αγροτών. Οπως, επίσης ότι οι συνεταιρισμοί αποτελούν σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στον καπιταλισμό που μεγαλώνοντας μπορούν να κάνουν κυρίαρχες τις συνεταιριστικές (σοσιαλιστικές) σχέσεις παραγωγής, χωρίς να είναι αναγκαία η σοσιαλιστική επανάσταση, ο πρωτοπόρος ρόλος της εργατικής τάξης και η δικτατορία του προλεταριάτου.
Στη χώρα μας, τις θεωρίες αυτές με διάφορες παραλλαγές στην μεταπολιτευτική περίοδο τις υποστήριζε κυρίως το ΠΑΣΟΚ.
Δύο σχεδόν αιώνες όμως, από τότε που εμφανίστηκαν οι συνεταιρισμοί όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκαν αυτές οι θεωρίες, αλλά διαψεύστηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί δεν επέβαλαν τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής στην αγροτική οικονομία καμίας καπιταλιστικής χώρας. Δεν κατάργησαν την εκμετάλλευση των μικρομεσαίων αγροτών από το μεγάλο κεφάλαιο και δεν μπόρεσαν να στηρίξουν αποτελεσματικά τους μικρομεσαίους αγρότες-μέλη τους, με αποτέλεσμα να ξεκληριστούν και να συγκεντρωθεί η γη και η αγροτική παραγωγή σε λίγους μεγαλοαγρότες. Δηλαδή καπιταλιστικοποιήθηκε αντί να σοσιαλιστικοποιηθεί η αγροτική οικονομία.
Στη χώρα μας η πρακτική εφαρμογή της πολιτικής του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 είχε σαν αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν μαζικά οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, να συρρικνωθούν δραστικά, να περιθωριοποιηθούν και οι περισσότερες να οδηγηθούν στο κλείσιμο ή στο ξεπούλημα στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
Σύγχρονη παραλλαγή αυτών των θεωριών που εκπορεύεται από την ΕΕ και υιοθετείται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την ΕΕ, είναι η θεωρία που ισχυρίζεται ότι οι συνεταιρισμοί δεν είναι καπιταλιστικές οργανώσεις αλλά ανήκουν στο λεγόμενο κοινωνικό τομέα της οικονομίας, στον οποίο εκτός από τους συνεταιρισμούς ανήκουν οι Δημοτικές επιχειρήσεις, οι επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας κ.ά.
Στόχος αυτής της θεωρίας είναι η διαμόρφωση μιας κοινωνικής συνείδησης σε πλατειά λαϊκά στρώματα ότι ο καπιταλισμός δεν είναι βάρβαρος και ότι δε βάζει πάνω απ΄ όλα το καπιταλιστικό κέρδος. Αλλά ενδιαφέρεται και για τον άνθρωπο, γι’ αυτό ένα μεγάλο κομμάτι της οικονομίας δεν έχει στόχο του το κέρδος, αλλά την ικανοποίηση βασικών αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου.
Και η θεωρία όμως αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, επειδή οι οικονομικές επιχειρήσεις του λεγόμενου κοινωνικού τομέα αποτελούν οικονομικούς μοχλούς του κρατικομονοπωλιακού συστήματος. Λειτουργούν στα πλαίσιά του και με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους (προμήθειες, τιμολογιακή πολιτική κ.ά), εξυπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου. Ετσι στην περίοδο που η ανάπτυξη του καπιταλισμού χρειάζεται μεγαλύτερη οικονομική παρέμβαση του αστικού κράτους, ο ρόλος των επιχειρήσεων αυτών διευρύνεται και συρρικνώνεται αντίστοιχα στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, που η ανάπτυξη του καπιταλισμού χρειάζεται μικρότερη και άλλου είδους παρέμβαση του αστικού κράτους και των μηχανισμών του. Οι εκτεταμένες ιδιωτικοποιήσεις που γίνονται την τελευταία περίοδο στην ΕΕ και παγκόσμια με το ξεπούλημα στο ιδιωτικό κεφάλαιο αυτών των επιχειρήσεων, συμπεριλαμβανομένων και των αγροτικών συνεταιρισμών, επιβεβαιώνουν αυτό το ρόλο του τομέα της λεγόμενης κοινωνικής οικονομίας.
Φυσικά, το λαϊκό κίνημα διεκδικεί να είναι διευρυμένος ο ρόλος αυτών των επιχειρήσεων και τα κριτήρια λειτουργίας τους λιγότερο αντιλαϊκά. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι φιλολαϊκές ή ταξικά ουδέτερες επιχειρήσεις και εξυπηρετούν γενικά και αφηρημένα το κοινωνικό σύνολο.
Στη χώρα μας, οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα. Καθυστερημένα σε σχέση με τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες, επειδή καθυστερημένα έγινε η αστική επανάσταση και η ολοκλήρωσή της. Ειδικά στην ύπαιθρο και στην αγροτική οικονομία χρειάστηκε μεγάλη χρονική περίοδο. Φεουδαρχικά κατάλοιπα (τσιφλίκια) στην ελληνική ύπαιθρο υπήρχαν μέχρι τα μέσα του εικοστού αιώνα, ενώ οι μαζικές απαλλοτριώσεις των τσιφλικιών έγιναν στις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα.
Από τη δημιουργία τους οι αγροτικοί συνεταιρισμοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με το μεγάλο κεφάλαιο και την κηδεμονία του τραπεζικού κεφαλαίου, η οποία ήταν κατοχυρωμένη νομοθετικά, μιας και η ΑΤΕ με νόμο, ασκούσε την εποπτεία στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Δεν είχαν όμως την ουσιαστική και τυπική αυτοτέλεια απέναντι και στο κράτος, το οποίο με νομοθετικά, θεσμικά και διοικητικά μέτρα παρενέβαινε στην εσωτερική λειτουργία των συνεταιρισμών με στόχο να τους μετατρέψει σε μηχανισμούς υλοποίησης και εξωραϊσμού της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Σε όργανα συναίνεσης και υποταγής των μικρομεσαίων αγροτών στις αντιαγροτικές κυβερνητικές πολιτικές. Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούσαν στα εκλογικά συστήματα ανάδειξης των οργάνων διοίκησης των συνεταιρισμών, στους εκβιασμούς μέσα από τις χρηματοδοτήσεις της ΑΤΕ, στους όρους και στις προϋποθέσεις καταβολής διαφόρων αναπτυξιακών κινήτρων, στις καθαιρέσεις των εκλεγμένων διοικήσεων και στους διορισμούς εγκάθετων σε ανώμαλες πολιτικές περιόδους της χώρας κ.ο.κ.
Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών ήταν ο περιορισμένος ρόλος του συνεταιριστικού κινήματος στην αγροτική οικονομία της χώρας μας. Η αδυναμία του να στηρίξει αισθητά τους μικρομεσαίους αγρότες. Η γραφειοκρατική του λειτουργία και η υδροκέφαλη δομή του. Η χρεοκοπία και το κλείσιμο πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων.
Ετσι, το 1995 η αγροτική παραγωγή της χώρας μας που πουλήθηκε μέσα από τους συνεταιρισμούς ήταν 3% για το χοιρινό κρέας και τα λαχανικά, 2% για το βοδινό κρέας και τα αυγά, 15% για το κρέας των πουλερικών, 20% για το γάλα, 49% για τα σιτηρά και το βαμβάκι και 57% για τα φρούτα. Εχει σημασία όμως να τονιστεί ότι και στα προϊόντα των οποίων η παραγωγή σε μεγάλο ποσοστό πωλείται μέσα από τους συνεταιρισμούς, όπως σιτηρά κ.ά., ο βαθμός μεταποίησης είναι πολύ μικρός έως ανύπαρκτος, με αποτέλεσμα στην πράξη οι συνεταιρισμοί και στις περιπτώσεις αυτές να λειτουργούν σαν μεσάζοντες ανάμεσα στα μέλη της και στους εμποροβιομήχανους.
Αυτός ο τρόπος λειτουργίας είχε σαν αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν οι συνεταιρισμοί στις συνειδήσεις των μικρομεσαίων αγροτών να μειωθεί το ενδιαφέρον τους για το ρόλο και την τύχη των συνεταιρισμών και να μην προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στις πολιτικές περιθωριοποίησης, συρρίκνωσης και κλεισίματος πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων.
Από τη δημιουργία τους όμως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σαν κοινωνικές οργανώσεις των μικρομεσαίων αγροτών έπαιξαν στη χώρα μας σημαντικό συνδικαλιστικό ρόλο στο αγροτικό κίνημα, που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην καθυστέρηση συγκρότησης και λειτουργίας αγροτικών συλλόγων και ομοσπονδιών, που αποτελούν τις κλασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών.
Ο διπλός ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών, δηλαδή ο οικονομικός και συνδικαλιστικός είχε σαν αποτέλεσμα τη μαζικοποίησή τους που διατηρείται τυπικά, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι συνεταιρισμοί σήμερα παίζουν ελάχιστα συνδικαλιστικό ρόλο, αλλά και ο οικονομικός τους ρόλος είναι περιθωριοποιημένος. Βέβαια, σήμερα, η συμμετοχή πάρα πολλών αγροτών στους συνεταιρισμούς είναι περισσότερο τυπική και λιγότερο ουσιαστική, επειδή από τη μια πλευρά υπάρχει η κληρονομικότητα της μερίδας και από την άλλη η οικονομική και κοινωνική ανυποληψία των συνεταιρισμών.
Στη μεταπολιτευτική περίοδο έγιναν πολλές αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των αγροτικών συνεταιρισμών, που είχαν σαν κύριο στόχο να ελέγξουν ασφυκτικότερα οι κυβερνήσεις τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, για να τους χρησιμοποιήσουν σαν μηχανισμούς εφαρμογής της πολιτικής τους και σαν όργανα συναίνεσης και υποταγής των μικρομεσαίων αγροτών στις αντιαγροτικές πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ.
Στη δεκαετία του 1980 χρησιμοποιήθηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί με ευθύνη των διοικήσεών τους από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για να εξωραΐσουν την ΚΑΠ, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν. Οι ρυθμίσεις των χρεών που έγιναν στη δεκαετία του 1990 δεν απέτρεψαν τη συρρίκνωση, την περιθωριοποίηση και το κλείσιμο, επειδή στόχος αυτών των ρυθμίσεων δεν ήταν η εξυγίανση και η ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Στόχος των ρυθμίσεων αυτών ήταν η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της ΑΤΕ, στην οποία χρωστούσαν σχεδόν όλα τα χρέη τους οι συνεταιρισμοί, για να μπορέσει η ΑΤΕ να ιδιωτικοποιηθεί μέσα από το Χρηματιστήριο, όπως άλλωστε προέβλεπε και σχετική οδηγία της ΕΕ.
Ο στόχος αυτός επιβεβαιώνεται εκ των υστέρων από τα αποτελέσματα. Διαφαίνονταν, όμως και εκ των προτέρων, από τον τρόπο, τους όρους και τις προϋποθέσεις των ρυθμίσεων. Οι όροι αυτοί ήταν επαχθείς για τους συνεταιρισμούς και στην πράξη τους οδηγούσαν στην αυτοεκκαθάριση, επειδή η εκκαθάριση με εντολή της ΑΤΕ θα προκαλούσε πολιτικό κόστος στις κυβερνήσεις.
Βασικότερος από τους όρους αυτούς ήταν, η δραστική μείωση του λειτουργικού κόστους με μαζικές απολύσεις προσωπικού, μέχρι του σημείου που να μη μπορούν να λειτουργήσουν οι συνεταιρισμοί. Η επιβολή μεγάλων εισφορών στα αγροτικά προϊόντα σε βάρος των αγροτών, με αποτέλεσμα οι αγρότες να μην πωλούν την παραγωγή τους μέσα από τους συνεταιρισμούς. Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των συνεταιρισμών την οποία θα έκανε η ΑΤΕ με εν λευκώ πληρεξούσιο που ήταν υποχρεωμένοι από τους νόμους να δώσουν οι συνεταιρισμοί στην ΑΤΕ για όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία.
Ετσι, σχεδόν όλες οι συνεταιριστικές οργανώσεις που αποδέχθηκαν τη διαδικασία αυτών των ρυθμίσεων, αντιμετωπίζουν σήμερα με μεγαλύτερη οξύτητα το πρόβλημα των χρεών, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι έχουν δώσει σημαντικά ποσά στην ΑΤΕ και είναι αδύνατο να αποπληρώσουν αυτά τα χρέη, επειδή εκτός των άλλων, ο οικονομικός ρόλος αυτών των συνεταιρισμών είναι αποδεκατισμένος.
Την οικονομική χρεοκοπία που επέβαλλαν στους συνεταιρισμούς με τις πολιτικές τους, οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ την χρησιμοποίησαν σαν άλλοθι για να επιταχύνουν τους ρυθμούς αλλαγής του προσανατολισμούς τους και από φυσικές οργανώσεις των αγροτών να τους μετατρέψουν σε ανώνυμες εταιρείες των μεγαλοαγροτών και των εμποροβιομηχάνων.
Ο στόχος αυτός επιβεβαιώνεται από τη «συνεργασία» των συνεταιρισμών με τους εμποροβιομήχανους σε κοινές επιχειρήσεις. Από την κατάργηση και της τυπικής ισοτιμίας των μελών των συνεταιρισμών και από τη συμμετοχή στους συνεταιρισμούς όχι μόνο φυσικών, αλλά και νομικών προσώπων, δηλαδή επιχειρήσεων.
Με το Ν. 1541/1985, για πρώτη φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησε τη «συνεργασία» των συνεταιρισμών με το ιδιωτικό κεφάλαιο σε κοινές Ανώνυμες Εταιρείες (ΑΕ), με την προϋπόθεση ότι το μετοχικό κεφάλαιο των συνεταιρισμών θα ξεπερνάει το 65%, ενώ με τους νόμους 2169/1993 της ΝΔ και 2810/2000 του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν, κατάργησαν το όριο του 65%.
Ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής των συνεταιρισμών σε κοινές ΑΕ με το ιδιωτικό κεφάλαιο η ρύθμιση αυτή αποτελεί τη βασικότερη αρνητική αλλαγή για τους συνεταιρισμούς, επειδή προσπαθεί να επιβάλλει την άποψη ότι οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι οργανώσεις τους, έχουν κοινά συμφέροντα με τους εμποροβιομήχανους που μπορούν να εκφραστούν και μέσα από κοινές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
Πριν από τη ρύθμιση αυτή ήταν γενικά αποδεκτό ότι τα συμφέροντα των αγροτών και των συνεταιρισμών τους ήταν ανταγωνιστικά με τα συμφέροντα των εμποροβιομήχανων, γι’ αυτό οι συνεταιρισμοί ενώνονταν σε ενώσεις, σε ομοσπονδίες και κοινοπραξίες για να περιορίσουν την εκμετάλλευση των εμποροβιομήχανων.
Στα πλαίσια αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων και της αντίστοιχης πολιτικής αντίληψης η κυβέρνηση και η ΑΤΕ αξιοποιώντας τα χρέη των συνεταιρισμών τους πιέζουν να μετατρέψουν τις δραστηριότητές τους σε ΑΕ και να πουλήσουν μέρος των μετοχών τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με στόχο να εξασφαλίσουν τάχα τα απαιτούμενα κεφάλαια και το κυριότερο να λειτουργήσουν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, παραχωρώντας τη Διοίκηση-Διεύθυνση αυτών των ΑΕ στους ιδιώτες.
Ηδη, η ΕΑΣ Λάρισας με αφορμή και τους εκβιασμούς της ΑΤΕ πούλησε το 60% των μετοχών του εργοστασίου της ΟΛΥΜΠΟΣ στην ιδιωτική εταιρεία ΤΥΡΑΣ ΑΕ των Αφων ΣΑΡΑΝΤΗ.
Η ΚΕΟΣΟΕ έχει συνεργαστεί με τον ιδιώτη ΣΒΕΛΟ. Ενώ η ΑΤΕ προσπαθεί μέσα από το χρηματιστήριο να ξεπουλήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο τις μετοχές των εταιρειών μετοχικού ενδιαφέροντος (ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ, κ.ά.), που αποτελούν ιδιόμορφες συνεταιριστικές οργανώσεις.
Με το Ν. 2169/1993 η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα στους μεγαλοαγρότες να έχουν περισσότερες από μία συνεταιριστική μερίδα. Δηλαδή άρχισε την υπονόμευση της τυπικής ισοτιμίας των μελών των συνεταιρισμών. Το ξεκίνημα της ΝΔ το ολοκλήρωσε το ΠΑΣΟΚ με το Ν. 2810/2000, όπου οι μεγαλοαγρότες με περισσότερες από μία μερίδες μπορούν να έχουν μέχρι και τρεις ψήφους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πια η τυπική ισοτιμία και οι μεγαλοαγρότες να μπορούν άμεσα να κυριαρχούν στις διοικήσεις των συνεταιρισμών.
Με το Ν. 2810/2000 το ΠΑΣΟΚ έδωσε τη δυνατότητα να γίνονται μέλη των συνεταιρισμών και νομικά πρόσωπα. Δηλαδή οι εταιρείες ΔΕΛΤΑ, ΤΣΑΝΤΑΛΗ κ.ά. που έχουν και πρωτογενή αγροτική παραγωγή, να μπορούν να γίνουν μέλη των αντίστοιχων συνεταιρισμών.
Με αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ άνοιξαν διάπλατα το δρόμο για να αλλάξει συνολικότερα ο χαρακτήρας και ο προσανατολισμός του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος και από οργανώσεις των μικροαγροτών να γίνουν ανώνυμες εταιρείες των μεγαλοαγροτών και των εμποροβιομηχάνων. Φυσικά αυτές οι αντιλαϊκές ρυθμίσεις απαιτούν ένα γενικότερο αντιδημοκρατικό πλαίσιο, γι’ αυτό με το Ν. 2810/2000 το ΠΑΣΟΚ κατάργησε την κουτσουρεμένη απλή αναλογική και την αντικατέστησε με το κλασικό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Κατάργησε τα Εποπτικά Συμβούλια, δηλαδή τον οποιοδήποτε αυτοέλεγχο των συνεταιρισμών, και την εποπτεία τους ανέλαβε το κράτος με δικαίωμα ακόμα και διάλυσης των συνεταιρισμών που δε συμμορφώνονται με την αντισυνεταιριστική νομοθεσία.
Σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση των αγροτικών συνεταιρισμών έπαιζαν και θα παίζουν οι Ομάδες Παραγωγών (ΟΠ), οι οποίες επιβάλλονται στους αγρότες από την ΕΕ και τις ελληνικές κυβερνήσεις, επειδή η ύπαρξή τους και η λειτουργία τους θεωρείται βασική προϋπόθεση για την καταβολή των επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα. Οι ΟΠ που είναι όργανα εφαρμογής της ΚΑΠ, είναι κλαδικές οικονομικές οργανώσεις των αγροτών. Δηλαδή έχουν σαν αντικείμενό τους μόνο ένα προϊόν, με αποτέλεσμα να λειτουργούν διασπαστικά, επειδή οι Ελληνες αγρότες έχουν πολυκλαδική γεωργική απασχόληση και πολυκλαδικούς συνεταιρισμούς.
Και το κυριότερο, οι ΟΠ από τους σχετικούς κανονισμούς προϋποθέτουν τους εμποροβιομηχάνους τους οποίους θεωρούν συνεργάτες. Ο ρόλος των ΟΠ, είναι ρόλος μεσάζοντα ανάμεσα στους αγρότες και τους εμποροβιομήχανους και τα αντικείμενά τους είναι περιορισμένα και εξυπηρετούν αυτό το ρόλο (π.χ. δημιουργία σταθμών συγκέντρωσης της παραγωγής κ.ά.).
ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ
Βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, ο οποίος δημιουργεί πολλαπλές αρνητικές συνέπειες σε σημαντικούς, επί μέρους τομείς. Αυξάνει το κόστος παραγωγής και συντηρεί σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα. Συμβάλλει στην κακή εκμηχάνιση και εμποδίζει τη δημιουργία συλλογικών έργων υποδοχής κ.ά.
Οι αναδασμοί που εφαρμόστηκαν κατά καιρούς σε διάφορες περιοχές δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα. Και αυτό γιατί οι αναδασμοί εξ αντικειμένου δεν μπορούν να μεγαλώσουν το μέγεθος του γεωργικού κλήρου, αλλά αντικειμενό της είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος του πολυτεμαχισμένου. Στην πράξη όμως και το πρόβλημα του πολυτεμαχισμένου δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά σε μακροχρόνια βάση, επειδή το κληρονομικό δίκαιο, οι παραδόσεις και άλλοι παράγοντες σε μικρό χρονικό διάστημα ακυρώνουν τα όποια θετικά βήματα γίνονται στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του αναδασμού.
Για την αντιμετώπιση αυτού του βασικού προβλήματος υπάρχουν δύο λύσεις. Η μία είναι η λύση της καπιταλιστικοποίησης, δηλαδή της συγκέντρωσης της γης σε λίγους μεγαλοαγρότες και το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών. Και η άλλη είναι η λύση της συνεταιριστικοποίησης, όπου οι μικρομεσαίοι αγρότες ενώνονται σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
Για κοινωνικούς, ταξικούς και πολιτικούς λόγους το ΚΚΕ υιοθετεί τη δεύτερη λύση της συνεταιριστικοποίησης.
Το συνεταιριστικό κίνημα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά όλες τις αρνητικές συνέπειες των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας. Να μειώσει το κόστος παραγωγής και να βελτιώσει την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητά της. Να διασφαλίσει τη γεωργική απασχόληση και βιώσιμο αγροτικό εισόδημα στα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά. Να αξιοποιήσει τις νέες γεωργικές τεχνικές και τεχνολογίες και με ορισμένες προϋποθέσεις να προστατέψει το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
Η αποτελεσματικότητα όμως του συνεταιριστικού κινήματος εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες που σχετίζονται μεταξύ τους. Ο ένας αφορά στο εξωτερικό περιβάλλον των συνεταιρισμών, δηλαδή στις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία. Και ο άλλος στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται και λειτουργεί το συνεταιριστικό κίνημα.
Σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπου είναι κυρίαρχος ο ρόλος των μονοπωλίων και των πολυεθνικών, τα περιθώρια επιβίωσης και ανάπτυξης των συνεταιρισμών, σαν οργάνων προώθησης των συμφερόντων της μικρομεσαίας αγροτιάς, είναι ελάχιστα έως μηδαμινά. Και αυτό γιατί στόχος αυτής της κοινωνίας είναι η συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες, δηλαδή η καπιταλιστικοποίηση και όχι η συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας.
Αντίθετα, σε μια λαϊκή οικονομία το συνεταιριστικό κίνημα έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, επειδή στόχος αυτής της οικονομίας είναι η συνεταιριστικοποίηση της γεωργίας και η ανάδειξη του παραγωγικού αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος σε βασικό μοχλό ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της υπαίθρου γενικότερα.
Για να ανταποκριθεί όμως σε αυτούς τους στόχους το συνεταιριστικό κίνημα, θα πρέπει να ασχολείται με όλες τις φάσεις της παραγωγής και ειδικότερα με την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων. Να έχει δηλαδή παραγωγικό χαρακτήρα και ο πρωτοβάθμιος παραγωγικός συνεταιρισμός να αποτελεί το βασικό κύτταρο ολόκληρου του συνεταιριστικού εποικοδομήματος.
Ο παραγωγικός συνεταιρισμός με τη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των γεωργικών μηχανημάτων, με τη συλλογική καλλιέργεια και εκτροφή ζώων μπορεί να μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής, στη φάση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, που αποτελεί ένα από τα αδύνατα σημεία της ελληνικής γεωργίας. Μπορεί επίσης να συμβάλλει στην καθετοποίηση της αγροτικής παραγωγής και να στηρίξει μία αξιόλογη συνεταιριστική μεταποιητική βιομηχανία, εξασφαλίζοντας φθηνή και καλής ποιότητας πρώτη ύλη. Η συνεταιριστική μεταποιητική βιομηχανία μαζί με τη συνεταιριστική εμπορία και το καταναλωτικό συνεταιριστικό κίνημα διευρύνουν τη γεωργική απασχόληση, πολλαπλασιάζουν το αγροτικό εισόδημα, προστατεύουν τον καταναλωτή και τη δημόσια υγεία και αναζωογονούν συνολικότερα την ύπαιθρο.
Η ανάπτυξη των πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών και η ενεργητική συμμετοχή των μικρομεσαίων αγροτών λειτουργεί αποτρεπτικά στη γραφειοκρατία και τον υδροκεφαλισμό του συνεταιριστικού κινήματος. Και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαφάνεια, τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση και τον αυτοέλεγχο του συνεταιριστικού κινήματος.
Εκτός από τα οικονομικά οφέλη το παραγωγικό συνεταιριστικό κίνημα καλλιεργεί τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και την κοινωνική ευθύνη των συνεταίρων και διαπαιδαγωγεί συνολικότερα τη μικρομεσαία αγροτιά στη διοίκηση και διεύθυνση ενός σημαντικού τμήματος της οικονομίας.
Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά μιας προοδευτικής κοινωνίας ευαίσθητης στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας και είναι απαραίτητα στην άσκηση της λαϊκής εξουσίας.
Γι’ αυτό οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι οργανώσεις τους εξ αντικειμένου αποτελούν σημαντικό σύμμαχο της εργατικής τάξης στον κοινωνικοπολιτικό, αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό μέτωπο, που έχει σαν στόχο του τη λαϊκή οικονομία και το σοσιαλισμό.
Αγαπητέ μου όμως δεν τα λες όλα...
ΑπάντησηΔιαγραφήΠουθενά δεν μιλάς για τα απίστευτα χρέη των συνεταιρισμών που τελικά ή επιδοτούνταν ή ακόμα χειρότερα ΧΑΡΙΖΟΝΤΑΝ με αποτέλεσμα να δημιουργείται αθέμιτος ανταγωνισμός με τις αντίστοιχες ιδιωτικές επιχειρήσεις...
Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΘΕΛΕΙ ΚΟΥΡΑΓΙΟ...
Από προσωπική εμπειρία θα ήθελα να σας διηγηθώ κάτι...
Στην Λάρισα υπήρχαν 2 εκκοκκιστήρια ανταγωνιστικά... Το ένα συνεταιρισμού το άλλο ιδιώτη... Είχαμε οικογενειακή φίλη (ήμουνα μικρός τότε) που δούλευε σαν υπάλληλος στο συνεταιριστικό... Κάθε φορά που την βλέπαμε ήταν έξω για ψώνια στην αγορά σε... ώρα εργασίας παρακαλώ... και μας έπλεκε το εγκώμιο των προϊσταμένων της που την αφήνανε να είναι τόσο χαλαρή και δεν βαριέσαι...(ε φυσικά δικιά τους είναι η επιχείρηση...στα τέτοια τους αφού από πίσω υπάρχει το κράτος και θα καλύψει όλες τους τις μακακίες!)
Στο αντίστοιχο ιδιωτικό φυσικά δεν συνέβαινε το ίδιο. Εξ όσων γνωρίζαμε στο ιδιωτικό γινόταν πραγματική δουλειά και είχε αποκτήσει μια πάρα πολύ και φήμη στην Διεθνή αγορά για τα προϊόντα του και έτρωγε ψωμάκι μια ολόκληρη πόλη από αυτό.
Κάποια στιγμή το κράτος το ανεγκέφαλο αποφασίζει προφανώς από κόμπλεξ (ΠΑΣΟΚ βλέπετε) ότι τώρα θα δεις ρε κωλο-ιδιώτη τι θα σου κάνω και χάρισε (αν είναι δυνατόν) όλα τα χρέη στον συνεταιρισμό... με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αντέξει τον ανταγωνισμό ο ιδιώτης και να αρχίσει η κάθοδος...
ΤΑ ΣΧΟΛΙΑ ΔΙΚΑ ΣΑΣ
Αυτα ηταν αποτελεσματα της πελατιακης πολιτικης του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ
Διαγραφή