10 Ιαν 2012

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
του Ούλριχ Χούαρ  

ΤΑ «ΤΡΙΑ ΑΣΤΕΡΙΑ ΤΗΣ ΖΥΡΙΧΗΣ»


            Εννοούνται οι Καρλ Χέχμπεργκ (Karl Hοchberg), Εντουαρντ Μπέρνσταϊν (Eduard Bernstein) και Καρλ Αουγκουστ Σραμ (Karl August Schramm), οι οποίοι είχαν δημοσιεύσει ένα άρθρο με τρία αστεράκια στα «Χρονικά για κοινωνικές επιστήμες και κοινωνική πολιτική», 1ο έτος, 1ο μισό, Ζυρίχη - Ομπερστρας 1879. Σε αυτό το άρθρο έκαναν έκκληση να εγκαταλειφθεί ο προλεταριακός χαρακτήρας του Κόμματος και η προλεταριακή ταξική πάλη.
            Με την ανακοίνωση του «Νόμου για τους σοσιαλιστές» ήδη, τρία χρόνια μετά από το «συμβιβασμό» της Γκότα, φάνηκαν οι συνέπειες: Αύξηση του οπορτουνισμού στο κομματικό προεδρείο και στην ομάδα του στο Ράιχσταγκ. Η απάντηση του κομματικού προεδρείου και της ομάδας του Ράιχσταγκ στον «Εκτακτο Νόμο» του Μπίσμαρκ του Οκτώβρη 1878 ήταν η απόφαση να αυτοδιαλυθεί το Κόμμα. Εκαναν έκκληση σε όλες τις τοπικές κομματικές οργανώσεις να πάρουν τις αντίστοιχες αποφάσεις. Ο Μπέμπελ και οι επαναστάτες εργάτες πρόβαλαν επιτροπές υποστήριξης και ξεκίνησαν τον παράνομο αγώνα ενάντια στην βοναπαρτιστική δικτατορία του Μπίσμαρκ. Η συμπεριφορά αυτή των επαναστατών εργατών απέναντι στην κομματική ηγεσία δείχνει ότι ακόμα και η κομματική πειθαρχία έχει τα όριά της. Αν μια κομματική ηγεσία παραιτηθεί από το προλεταριακό περιεχόμενο, τον ταξικό χαρακτήρα του κόμματος και ξεπέφτει σε οπορτουνιστικές επιδιώξεις γλοιώδους προσέγγισης με τη μπουρζουαζία, τότε είναι χρέος των συντρόφων με ταξική συνείδηση να αντισταθούν μέσα στο κόμμα. Η σοσιαλδημοκρατία είχε πετύχει, μετά από το 1875, σημαντικές επιτυχίες στις εκλογικές μάχες. Με τεράστιες προσπάθειες και πολλές θυσίες, απόκτησαν ψηλό βαθμό ελευθερίας Τύπου, συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι.
            Ο Ενγκελς έγραφε το Μάρτη του 1879: «Ωστόσο, αυτή η νόμιμη κινητοποίηση οδήγησε μερικούς στο να πιστέψουν ότι δε χρειαζόταν να γίνει τίποτα περισσότερο για την κατάκτηση της τελικής νίκης του προλεταριάτου. Σε μια χώρα τόσο φτωχή σε επαναστατικές παραδόσεις, όσο η Γερμανία, αυτό θα μπορούσε να γίνει επικίνδυνο. Ευτυχώς, η βάναυση δράση του Μπίσμαρκ και η δειλία της γερμανικής αστικής τάξης που τον υποστηρίζει, άλλαξαν τα πράγματα. Οι Γερμανοί εργάτες είχαν δοκιμάσει το πόσο αξίζουν οι συνταγματικές ελευθερίες, όταν το προλεταριάτο αποφασίζει να τις πάρει στα σοβαρά και να τις χρησιμοποιήσει για να καταπολεμήσει την καπιταλιστική κυριαρχία. Αν υπήρχαν ακόμα κάποιες ψευδαισθήσεις σχετικά μ’ αυτό το θέμα, ο φίλος Μπίσμαρκ τις διέλυσε βίαια....»[1].
            Ο οπορτουνισμός πήρε τη «θεωρητικά» επεξεργασμένη μορφή του από τους τρεις της Ζυρίχης στο ως άνω αναφερόμενο άρθρο. Αυτό αποτέλεσε αφορμή για τους Μαρξ-Ενγκελς να πάρουν θέση ως προς τον οπορτουνισμό αυτό σε μια «εγκύκλιο επιστολή» στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους την 17/18 Σεπτέμβρη 1879.
            Οι «τρεις αστέρες» είχαν απευθύνει μια έκκληση στο Κόμμα να παραιτηθεί από το μονόπλευρο χαρακτήρα σαν εργατικό κόμμα και να ανοιχτεί προς όλους τους ειλικρινείς δημοκράτες. Στην κορυφή του Κόμματος, έπρεπε «να παρελαύνουν οι ανεξάρτητοι αντιπρόσωποι της επιστήμης και όλοι οι άντρες που διέπονται από αληθινή αγάπη για τον άνθρωπο». Επρεπε να παραιτηθεί το Κόμμα από τη «μονόπλευρη πάλη των συμφερόντων των βιομηχανικών εργατών», γιατί αυτό απότρεπε τους πολίτες. Αν το κόμμα εγκατέλειπε το μονόπλευρο προλεταριακό χαρακτήρα του και θα «ανοιγόταν» αντίστοιχα, τότε θα έρχονταν και «πολυάριθμοι οπαδοί από τους κύκλους των μορφωμένων και ιδιοκτητριών τάξεων. Αυτούς, όμως, έπρεπε πρώτα να τους κερδίσουν ...». Ο γερμανικός σοσιαλισμός, έγραφαν, «έδωσε πάρα πολλή σημασία στο να κερδίσει τις μάζες και παρέλειψε να κάνει ενεργή προπαγάνδα στα ... ανώτερα στρώματα της κοινωνίας». Οι «τρεις αστέρες» βεβαίωσαν ότι δεν ήθελαν να εγκαταλειφθούν το Κόμμα και το Πρόγραμμα, αλλά είχαν τη γνώμη,.... «για πολλά χρόνια ακόμα έχουμε να κάνουμε αρκετή δουλιά, αν θέλουμε να στρέψουμε όλες τις δυνάμεις μας, όλη την ενέργειά μας στην επίτευξη ορισμένων, κοντινών στόχων οι οποίοι πρέπει να επιτευχθούν κάτω από όλες τις συνθήκες, προτού σκεφτούμε την πραγματοποίηση περαιτέρω επιδιώξεων».
            Το γεγονός ότι οι Αϊζενάχερ ήταν το 1871 κατά τρόπο διεθνιστικό και αλληλέγγυο με το μέρος των Παρισινών Κομμουνάρων, είχε ως μειονέκτημα «ότι απομάκρυνε από μας πολλούς συμπαθούντες και γενικά μεγάλωσε το μίσος της αστικής τάξης ενάντιά μας και ακόμα, το Κόμμα δεν είναι εντελώς ανεύθυνο για τη θέσπιση του Νόμου του Οκτώβρη γιατί μεγάλωσε άσκοπα το μίσος της αστικής τάξης»[2].
            Αν διαβάσεις σήμερα αυτά τα αποφθέγματα των τριών της Ζυρίχης, θα μπορούσες να νομίζεις ότι πάρθηκαν από τις αντιλήψεις σημερινών ηγετών του PDS (Κόμματος του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού). Βάλτε μονάχα στη θέση της «Παρισινής Κομμούνας» τη ΓΛΔ ή, ακόμα χειρότερα, το Μίλκε (Mielke) ή το Στάλιν και τότε για πολλά πρωτοπαλίκαρα άλλων, αυτοαποκαλούμενων κομμουνιστικών κομμάτων, που αισθάνονται υποχρεωμένοι στη «νέα σκέψη», αυτές οι εκφράσεις θα ήταν παρμένες από την καρδιά τους.
            Σημαντικότερα από την κριτική αυτή στα οπορτουνιστικά αυτά αποφθέγματα είναι τα κριτήρια που παρουσίασαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στην Εγκύκλιο Επιστολή τους, σχετικά με την είσοδο αστών διανοουμένων στο Κόμμα.
            Ανάμεσα σε άλλα είναι και τα εξής:
«Πρώτο, τα άτομα αυτά για να ωφελήσουν το προλεταριακό κίνημα, πρέπει να φέρουν μαζί τους πραγματικά στοιχεία μόρφωσης...
Δεύτερο. ... να μην κουβαλάνε μαζί τους υπολείμματα από αστικές, μικροαστικές κλπ. προλήψεις, αλλά να αφομοιώσουν χωρίς περιστροφές τον προλεταριακό τρόπο αντίληψης. Οι κύριοι όμως αυτοί ... είναι πέρα για πέρα φορτωμένοι με αστικές και μικροαστικές αντιλήψεις. Σε μια χώρα τόσο μικροαστική σαν τη Γερμανία, οι αντιλήψεις αυτές έχουν βέβαια τη δικαίωσή τους. Αλλά μονάχα έξω από το σοσιαλδημοκρατικό εργατικό κόμμα. Αν οι κύριοι αυτοί συγκροτηθούν σαν σοσιαλδημοκρατικό μικροαστικό κόμμα, τότε είναι απόλυτα μες στο δίκιο τους. Θα μπορούσε κανείς τότε να διαπραγματεύεται και, ανάλογα με τις περιστάσεις, να συνασπίζεται μαζί τους κλπ. Μέσα, όμως, σε ένα εργατικό κόμμα, είναι νόθο στοιχείο. Αν υπάρχουν λόγοι να τους ανεχόμαστε, για την ώρα, εκεί μέσα, έχουμε την υποχρέωση μόνο να τους ανεχόμαστε, να μην τους επιτρέπουμε, όμως, καμιά επιρροή στη καθοδήγηση του κόμματος, να έχουμε πάντα συνείδηση ότι η ρήξη μαζί τους είναι μόνο ζήτημα χρόνου» [3]. Με την έννοια αυτή το ΚΟΔΗΣΟ (PDS) μπορεί να θεωρείται κάλλιστα σοσιαλιστικό μικροαστικό κόμμα. Αν όμως περιέρχεται η ηγεσία ενός κομμουνιστικού κόμματος στα χέρια τέτιων ανθρώπων με τις αστικές ή μικροαστικές προκαταλήψεις και συμπεριφορές, «τότε το κόμμα απλώς θα ευνουχιστεί και η προλεταριακή κόψη θα πάψει πια να υπάρχει»[4].
            Ο Μαρξ και ο Ενγκελς έκλεισαν την Εγκύκλιο Επιστολή τους με την υπόδειξη ότι «μας είναι αδύνατο να πηγαίνουμε μαζί με ανθρώπους που θέλουν να ξεγράψουν αυτόν τον ταξικό αγώνα από το κίνημα... Αν το νέο κομματικό όργανο πάρει μια στάση που ν’ ανταποκρίνεται στα φρονήματα αυτών των κυρίων, αν είναι αστικό και όχι προλεταριακό, τότε σε μας δεν μένει τίποτα άλλο, όσο και αν θα μας πονούσε αυτό, παρά να ταχθούμε δημόσια ενάντιά του και να διακόψουμε την αλληλεγγύη που είχαμε ως τώρα, αντιπροσωπεύοντας το γερμανικό κόμμα στο εξωτερικό»[5].
            Η εγκύκλιος επιστολή είχε συνταχθεί σαν εσωτερικό κομματικό έντυπο και δε δημοσιεύτηκε από τους Μαρξ -Ενγκελς. Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1931 στο περιοδικό «Η Κομμουνιστική Διεθνής».
            Ηταν φανερό ότι η επιστολή αυτή είχε επηρεάσει εκείνη την εποχή τον Εντουαρντ Μπέρνσταϊν (1850-1932). Σαν συντάκτης της εφημερίδας «Ο σοσιαλδημοκράτης» από το 1881 ως το 1890, έδωσε στην εφημερίδα προλεταριακό-επαναστατικό χαρακτήρα, αλλά και σαν συντάκτης του Προγράμματος της Ερφούρτης έκανε καλή δουλιά. Μόνο μετά το θάνατο του Ενγκελς, μετατράπηκε οριστικά σε ανοιχτό αναθεωρητή του μαρξισμού.
            Η πάλη ενάντια στον οπορτουνισμό δεν είχε τελειώσει, πάντως, με την εγκύκλιο επιστολή. Μετά την πτώση του «Νόμου περί Σοσιαλιστών», οι οπορτουνιστές εμφανίζονταν πάλι ανοιχτά. Ενας, από τα φερέφωνα του οπορτουνισμού, ήταν ο Γκέοργκ Χάινριχ φον Φόλμαρ (Georg Heinrich von Vollmar, 1850-1855), πρώην αξιωματικός της Βαυαρίας, έπειτα σοσιαλδημοκράτης, δημοσιολόγος και συντάκτης, μέλος του Ράιχσταγκ (1881-1887 και 1890-1918). Ο Φόλμαρ έκανε ανενεργούς τους προγραμματικούς στόχους της σοσιαλδημοκρατίας, κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη σαν μέσο για την άρση της καπιταλιστικής ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και αποχωρίστηκε επίσημα από την προλεταριακή ταξική πάλη, στην ομιλία του σε μια κομματική συνέλευση στο καφενείο «Ελντοράντο» στο Μόναχο την 1η Ιούνη 1881, που έγινε γνωστή ως «Ομιλία του Ελντοράντο». Ηθελε «να κάνει την προσπάθεια... αν μπορεί να σταθεί μια επαρκής υπεράσπιση των συμφερόντων και των επιδιώξεων του εργαζόμενου λαού πάνω στο έδαφος του επανακτημένου κοινού δικαίου. Αν αυτή η δοκιμή και αυτή η προσπάθεια πετύχουν, τότε κανένας δε θα χαρεί γι’ αυτό περισσότερο απ’ ό,τι εμείς οι σοσιαλδημοκράτες... Οπου συναντούμε καλή βούληση, όπου βλέπουμε φιλεργατικές επιδιώξεις θα είμαστε οι πρώτοι να τις αναγνωρίσουμε, να τις υποστηρίξουμε και να τις αναπτύξουμε...». «Ανοιχτό το χέρι προς την καλή βούληση, γροθιά στην κακή!».
            Σε ό,τι αφορά την εξωτερική πολιτική της γερμανικής αυτοκρατορίας, είχε τη γνώμη ότι «η συμμαχία ανάμεσα στη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία έτεινε αναμφισβήτητα προς τη διατήρηση της ειρήνης και γι’ αυτό ήταν κάτι το σχετικά καλό». Γι’ αυτό το λόγο, έπρεπε κανείς να «υπερασπιστεί τη συμμαχία αυτή των τριών». Είναι φανερό ότι, με αυτό το απόφθεγμα, άρχισε η εξέλιξή του σε σοβινιστική κατεύθυνση η οποία βρήκε λογικά, στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την πλήρη έκφρασή της στο σοσιαλσοβινισμό.
            Ο Φόλμαρ πρόβαλε πέντε κοινωνικοπολιτικά αιτήματα τα οποία, όμως, είχαν αποσυνδεθεί πλήρως από τον προγραμματικό στόχο της σοσιαλδημοκρατίας, δηλαδή να βάλουν τον καπιταλισμό στην άκρη. Αυτό το στόχο είχε «τοποθετήσει στο ασημένιο σκρίνιο, σαν ένα είδος οικογενειακού κειμηλίου» όπως είπε ο Πάουλ Ζίνγκερ (Paul Singer).
            Ο Φόλμαρ, λοιπόν, είχε διατυπώσει τα αιτήματά του:
            1. Συνέχιση της εργασιακής προστασίας. 2. Απόκτηση ενός πραγματικού δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι. 3. Αποχή από κάθε κρατική ανάμιξη προς όφελος της μιας πλευράς. 4. Νομοθεσία για τη βιομηχανική «πάλη» (εννοούσε τα τραστ, τα συνδικάτα τα οποία δημιουργήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90). 5. Αρση των τελών επί των τροφίμων.
            Πέρα από τις απατηλές αντιλήψεις για το μιλιταριστικό αστυνομικό κράτος, που έχει γαρνιριστεί με κοινοβουλευτικά γνωρίσματα, όλες αυτές οι διεκδικήσεις επρόκειτο να πραγματοποιηθούν μέσω της καλόβολης συνεννόησης με τους καπιταλιστές, χωρίς ταξική πάλη[6].
            Στο Συνέδριο της Ερφούρτης (14-20 Οκτώβρη 1891), ο Φόλμαρ, αποκρούστηκε από τους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Ζινγκερ και άλλους συντρόφους, οι οποίοι υπερασπίστηκαν τη βασική ουσία της σοσιαλδημοκρατικής πολιτικής: Κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας σαν προϋπόθεση για την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ωστόσο, παρέλειψαν να αποκλείσουν το Φόλμαρ και τους οπαδούς του από το Κόμμα. Και αυτή η παράλειψη πήρε αργότερα πικρή εκδίκηση[7].

ΓΙΑ ΤΟ «ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΡΦΟΥΡΤΗΣ»


            Το Συνέδριο της Ερφούρτης είναι ένα από τα πιο σημαντικά συνέδρια της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας, που είχε επιπτώσεις για το διεθνές εργατικό κίνημα. Το ίδιο ισχύει για το «Πρόγραμμα της Ερφούρτης», που αποφασίστηκε στο Συνέδριο και πήρε το όνομα του τόπου του Συνεδρίου.
            Το πρόγραμμα αυτό έπαιξε κάποιο ρόλο στην επεξεργασία από το Λένιν του Προγράμματος του Σοσιαλδημοκρατικού Εργατικού Κόμματος Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ) και το 1946, αποτέλεσε ένα από τα θεωρητικά θεμέλια για την ίδρυση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Γερμανίας (ΕΣΚΓ).
            Ο Κάουτσκι επεξεργάστηκε το πρώτο μέρος του Προγράμματος το οποίο εμπεριείχε τις σοσιαλιστικές βάσεις και στόχους. Ο Μπέρνσταϊν επεξεργάστηκε το δεύτερο μέρος, το οποίο εμπεριείχε τα άμεσα πολιτικά αιτήματα του Κόμματος. Ο Ενγκελς πήρε ενεργό μέρος στην επεξεργασία του Προγράμματος. Ιδιαίτερα το σχέδιο για το δεύτερο μέρος του προγράμματος εμπεριείχε σημαντικές αδυναμίες τις οποίες επισήμανε ο Ενγκελς στην κριτική του σχεδίου[8].
            Οπως έγραφε ο Ενγκελς στον Κάουτσκι, είχε σκοπό να γράψει το Σχέδιο Προγράμματος, ήδη, για το λόγο ότι «...βρήκε την ευκαιρία να ριχτεί ανελέητα στον ειρηνόφιλο οπορτουνισμό του «Φόρβετς» (Vorwarts, Εμπρός) και στο χαζοχαρούμενο, σεμνότυφο, «σιγανό πέρασμα» στη σοσιαλιστική «κοινωνία» της παλαιάς βρωμοδουλιάς»[9].
            Ο Ενγκελς, σε ένα γράμμα του στον Μπέμπελ, έκανε, με αφορμή τη Φολμαριάδα, «μερικές υποδείξεις», αντλώντας από τις εμπειρίες του τις οποίες συγκέντρωσε στην πάλη του με τέτιους ανθρώπους, δηλαδή πώς να συναναστραφεί κανείς με έναν πονηρό ραδιούργο, όπως ήταν ο Φόλμαρ. Θα σκιαγραφήσουμε σύντομα τις υποδείξεις αυτές, επειδή και σήμερα μπορούν να είναι χρήσιμες:
            Πρώτον, «αυτοί οι άνθρωποι πάνω απ’ όλα στρέφουν τις προσπάθειές τους στο να μας εμφανίσουν ότι έχουμε τυπικά άδικο, και αυτό είναι κάτι που πρέπει ν’ αποφευχθεί. Αλλιώς θα αρπαχτούν απ’ αυτό το δευτερεύον θέμα για να συσκοτίσουν το κύριο θέμα, όπου αισθάνονται την αδυναμία τους. Γι’ αυτό προσοχή στις εκφράσεις, δημόσιες καθώς και ιδιωτικές...».
            «Δεύτερον, μιας και κύριος στόχος τους είναι να συσκοτίσουν το βασικό ζήτημα, θα πρέπει ν’ αποφύγει κανείς κάθε αφορμή για κάτι τέτιο - όλα τα δευτερεύοντα θέματα που αυτοί ανακινούν πρέπει ν’ αντιμετωπίζονται όσο γίνεται πιο σύντομα και ολοκληρωμένα, έτσι ώστε να τους βγαίνουν από τη μέση μια για πάντα.  Εμείς, όμως, πρέπει κατά το δυνατό ν’ αποφεύγουμε κάθε παράκαμψη και δευτερεύον ζήτημα, που τυχόν θα παρουσιαστεί, όσο ελκυστικά κι αν φαίνονται...».
            «Το τρίτο σημείο συνάγεται από το πρώτο και το δεύτερο: η καλύτερη τακτική ενάντια σ’ αυτούς τους ανθρώπους είναι η καθαρή άμυνα μέχρι να μπουν ολοκληρωτικά στη μάχη, και τότε σύντομα καταιγιστικά πυρά πυροβολικού και αποφασιστική έφοδος με τις ξιφολόγχες» ... «Οποτεδήποτε ξεφύγαμε απ’ αυτούς τους κανόνες στον αγώνα ενάντια στους μπακουνιστές, στους προυντονιστές, τους Γερμανούς καθηγητές και παρόμοιους φωστήρες, έπρεπε να πληρώσουμε γι’ αυτό...»[10]. Να που ξύπνησε μέσα στο γέρο πια Ενγκελς ο πρώην βασιλικός - Πρώσος επιλοχίας.
            Το Πρόγραμμα της Ερφούρτης περιλάμβανε ένα μέγιστο (μάξιμουμ) και ένα ελάχιστο (μίνιμουμ) πρόγραμμα.
            Το πρώτο προσανατολιζόταν στους τελικούς στόχους, το δεύτερο στα τρέχοντα καθήκοντα. Το μάξιμουμ πρόγραμμα στηριζόταν στην πολιτική οικονομία της εργατικής τάξης, όπως τη θεμελίωσε ο Μαρξ στο κύριο έργο του. Από αυτήν, συμπεραίνονται οι οικονομικοί και πολιτικοί στόχοι του Κόμματος: «Μόνον εφόσον η καπιταλιστική ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής - γη και έδαφος, ορυχεία και ανθρακωρυχεία, πρώτες ύλες, εργαλεία, μηχανές, μέσα μεταφοράς - μετατραπεί σε κοινωνική ιδιοκτησία και η εμπορευματική παραγωγή μετατραπεί σε σοσιαλιστική, δηλαδή μια παραγωγή που γίνεται από την κοινωνία και για την κοινωνία, μόνο τότε η μεγάλη επιχείρηση και η όλο και αυξανόμενη ικανότητα απόδοσης της κοινωνικής εργασίας μπορεί, από πηγή εξαθλίωσης και καταπίεσης για τις μέχρι τώρα εκμεταλλευόμενες τάξεις, να γίνει πηγή της ανώτατης ευημερίας και ολόπλευρης αρμονικής ολοκλήρωσης»[11].
            Σε αυτό το στόχο, εμπεριέχεται ήδη, σε εμβρυακή μορφή, ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού. Πρέπει να τονίσουμε ξανά και ξανά, ότι πρόκειται για τελικούς στόχους, που δεν πραγματοποιούνται σε δύο εβδομάδες μετά από την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας και ότι η έννοια «τελικός στόχος» δεν πρέπει να κατανοηθεί σαν φιλοσοφική -γιατί δεν υπάρχει «τελικός στόχος»- αλλά σαν πολιτικό αγωνιστικό καθήκον. Σίγουρα, οι συντάκτες του προγράμματος, συμπεριλαμβανομένου του Ενγκελς, δεν είχαν συνειδητοποιήσει ακόμα, πριν από 110 χρόνια, ότι η πραγματοποίηση αυτού του οικονομικού τελικού στόχου θα απαιτούσε μια ολόκληρη ιστορική εποχή.
             Το Πρόγραμμα τονίζει ότι η κοινωνική αυτή ανατροπή μπορεί να είναι μόνο το έργο της εργατικής τάξης, «διότι όλες οι άλλες τάξεις, παρ’ όλες τις διενέξεις μεταξύ τους για τα συμφέροντα, βασίζονται στην ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και έχουν για κοινό τους στόχο τη διατήρηση των βάσεων της σημερινής κοινωνίας»[12].
            Ο αγώνας της εργατικής τάξης είναι αναγκαίως, πολιτικός αγώνας. Χωρίς πολιτικά δικαιώματα, δεν μπορεί να διεξαγάγει οικονομικούς αγώνες. «Δεν μπορεί να επιφέρει το πέρασμα των μέσων παραγωγής στην ιδιοκτησία της κοινωνίας στο σύνολό της, χωρίς να έχει πρώτα αποκτήσει την πολιτική εξουσία»[13].
Στους συλλογισμούς αυτούς, έγινε σαφής η διαλεκτική του πρωταρχικού της πολιτικής σε σχέση με την οικονομία, καθώς και της οικονομικής καθοριστικότητας του ιστορικού προτσές, σε αυτή την περίπτωση, δηλαδή του επαναστατικού αγώνα της εργατικής τάξης». «Το καθήκον του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος είναι να καταστήσει τον αγώνα αυτό της εργατικής τάξης συνειδητό και ενιαίο και να του δείξει το φυσικά αναγκαίο στόχο του»[14]. Με αυτόν τον τρόπο, εκφράστηκε με σαφήνεια και η αναγκαιότητα, η ταξική πάλη να καθοδηγηθεί από το Κόμμα.
Τελικά, το μάξιμουμ πρόγραμμα δίνει τον προσανατολισμό στον προλεταριακό διεθνισμό, τον οποίο αιτιολογεί στη βάση των όμοιων συμφερόντων της εργατικής τάξης σε όλες τις χώρες με καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, με επέκταση της παγκόσμιας κυκλοφορίας και παραγωγή για την παγκόσμια αγορά. «Η απελευθέρωση της εργατικής τάξης είναι, επομένως, ένα έργο στο οποίο συμμετέχουν στον ίδιο βαθμό οι εργάτες όλων των πολιτισμένων χωρών»[15].
Τελικά έρχεται η υπόδειξη ότι το Κόμμα δεν παλεύει μονάχα ενάντια στην εκμετάλλευση και την καταπίεση των μισθωτών εργατών, αλλά «ενάντια σε κάθε είδος εκμετάλλευσης και καταπίεσης που στρέφεται κατά μιας τάξης, ενός κόμματος, ενός φύλου ή μιας φυλής»[16].
Το μίνιμουμ πρόγραμμα εμπεριείχε σε δέκα σημεία δημοκρατικά αιτήματα τα οποία από άποψη περιεχομένου ξεπερνούσαν το στενό αστικό ορίζοντα, καθώς και αιτήματα για την προστασία της εργατικής τάξης σε πέντε σημεία, τα οποία από σημερινή σκοπιά έχουν μόνο ιστορική σημασία για εκείνη την εποχή. Ομως, στο μέρος αυτό του προγράμματος η κριτική του Ενγκελς στο Σχέδιο Προγράμματος λήφθηκε μονάχα εν μέρει υπόψη. Πρέπει να το επισημάνουμε αυτό, γιατί η κριτική του Ενγκελς έχει βασική σημασία.
Τα πολιτικά αιτήματα του προγράμματος εμπεριείχαν ένα μεγάλο λάθος: «Αυτό, που έπρεπε να είχε ειπωθεί, δεν εμπεριέχεται»... Ο Ενγκελς εννοούσε κάποια υπόδειξη στην πάλη για τη Δημοκρατία: «...Αυτή η λήθη για τα μεγάλα, κύρια, βασικά σημεία υπέρ των στιγμιαίων καθημερινών ενδιαφερόντων, αυτή η πάλη και η επιδίωξη για την επιτυχία της στιγμής, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις μετέπειτα συνέπειες, αυτή η εγκατάλειψη του μέλλοντος για το παρόν του μπορεί να έχει «έντιμες» προθέσεις, αλλά είναι και παραμένει οπορτουνισμός και ο «έντιμος» οπορτουνισμός είναι ίσως ο πιο επικίνδυνος απ’ όλους»... «Εάν κάτι είναι βέβαιο, είναι ότι το Κόμμα μας και η εργατική τάξη μπορεί να έλθουν στην εξουσία μόνο με τη μορφή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος. Αυτή είναι ακριβώς η ιδιαίτερη μορφή της δικτατορίας του προλεταριάτου...»[17]. Αν , λόγω των νόμων περί συνεταιρίζεσθαι, δεν μπορούσε να περιληφθεί στο Πρόγραμμα το αίτημα της Δημοκρατίας, θα έπρεπε να παραφραστεί. Θα μπορούσε κανείς το πολύ-πολύ να παρακάμψει τη Δημοκρατία. Κατά την άποψή μου, ωστόσο, εκείνο που έπρεπε και μπορεί να μπει είναι το αίτημα της συγκέντρωσης όλης της πολιτικής εξουσίας στα χέρια της λαϊκής αντιπροσωπείας»[18].

ΓΙΑ ΤΗΝ ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ 2ης ΔΙΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΤΟ ΓΥΡΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΩΝΑ

Από τις 14 έως τις 20 Ιούλη 1889, πραγματοποιήθηκε το ιδρυτικό Συνέδριο της Β΄ Διεθνούς στο Παρίσι, 100 χρόνια μετά από την Εφοδο στη Βαστίλη με την οποία ξεκίνησε η Μεγάλη Γαλλική Επανάσταση.
Στο συνέδριο αυτό έλαβαν μέρος περίπου 400 αντιπρόσωποι από την Αργεντινή, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γερμανία, την Αγγλία, τη Φινλανδία, τη Γαλλία, την Ολλανδία, την Ιταλία, τη Νορβηγία, την Αυστρία, την Πολωνία, τη Ρουμανία, τη Ρωσία, τη Σουηδία, την Ελβετία, την Ισπανία, την Ουγγαρία και τις ΗΠΑ. Και μόνο από αυτό μπορεί κανείς να καταλάβει τη διεθνή διεύρυνση του εργατικού κινήματος. Μέχρι το τέλος του αιώνα προστέθηκαν ακόμα κόμματα από την Αυστραλία και την Ιρλανδία, έφτασε ο μαρξισμός μέσω της Ιαπωνίας και στην Κίνα, μέσω της Γαλλίας στην Ινδοκίνα. Ο Φρίντριχ Ενγκελς συνέβαλε σημαντικά στην πραγματοποίηση, τη διοργάνωση και τις αποφάσεις του Συνεδρίου. Ασκούσε μεγάλη επίδραση με τα άρθρα του σε εφημερίδες του εργατικού κινήματος, με συζητήσεις και αλληλογραφίες με αρχηγούς σοσιαλιστές διαφόρων χωρών. Τα γράμματά του αυτής της περιόδου, αλλά και μετά από το Συνέδριο μέχρι το θάνατό του (δυστυχώς δεν έχουν δημοσιευτεί μέχρι τώρα πλήρως στα MEGA και στα MEW) αποτελούν ανεξάντλητη πηγή για τη διερεύνηση της διεθνούς του επιρροής. Οφειλόταν κυρίως στη δική του δραστηριότητα ότι μετά το θάνατό του δεν μπορούσαν να επιβληθούν στη Β΄ Διεθνή ούτε αριστερά-αναρχικά ρεύματα ούτε ο δεξιός οπορτουνισμός.
Ετσι, το 1889, το παράλληλο Συνέδριο που οργανώθηκε από τα αγγλικά τρεϊντγιούνιον και τους Γάλλους ποσιμπιλιστές και που αποσκοπούσε τη διάσπαση, κατέληξε σε φιάσκο. Στο ιδρυτικό Συνέδριο δεν αντιπροσωπεύονταν μονάχα μαρξιστές, αλλά και αναρχικοί και δεξιοί οπορτουνιστές. Και οι ποσιμπιλιστές, μετά από την αποτυχία του παράλληλου Συνεδρίου τους έλαβαν επίσης μέρος στο ιδρυτικό Συνέδριο. Οι μαρξιστές, όμως, ήταν η καθοριστική δύναμη στο Συνέδριο κάτι το οποίο βρήκε την αντανάκλασή του στις αποφάσεις και δεν υπήρχε Ενωση μαρξιστών με αναρχικούς ή δεξιούς οπορτουνιστές. Ο μαρξισμός είχε επιβληθεί σαν θεωρία και ιδεολογία στο διεθνές εργατικό κίνημα...
Οχι μόνο το γερμανικό κόμμα, που έπρεπε να διεξαγάγει μια αδιάκοπη πάλη ενάντια στον πρωσικό-γερμανικό μιλιταρισμό, αλλά και τα άλλα κόμματα μπορούσαν να είχαν μαζέψει εμπειρίες στον αγώνα κατά των στρατιωτικών, παρ’ όλο που στην Αγγλία και τις ΗΠΑ -σε αντίθεση με την Πρωσία-Γερμανία- δεν υπήρχε ακόμα μιλιταρισμός. Αυτός άρχισε να αναπτύσσεται μόλις μετά από το γύρισμα του αιώνα.
Το Συνέδριο πήρε τη σημαντική απόφαση να καταργηθούν οι μόνιμοι στρατοί (όπου υπήρχαν) και να εισαχθεί ο γενικός λαϊκός εξοπλισμός, που σαν επαναστατικό αίτημα του εργατικού κινήματος στην πάλη κατά του μιλιταρισμού δεν πρέπει να μπερδευτεί με τη γενική υποχρεωτική θητεία.
Το αίτημα αυτό που το πρόβαλαν ο Μαρξ και ο Ενγκελς στα επαναστατικά χρόνια 1848/’49, είχε νόημα μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Πραγματοποιήθηκε από το Λένιν με την ίδρυση του Κόκκινου Στρατού, σαν στρατού εργατών-αγροτών κάτω από ιμπεριαλιστικές συνθήκες.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα με την ανάπτυξη σύγχρονων οπλικών συστημάτων μαζικής καταστροφής άρχισε να διαγράφεται στον ορίζοντα ο κίνδυνος μιας νέας ποιότητας μελλοντικών πολέμων, που οι επιπτώσεις τους θα ξεπερνούσαν πολλαπλάσια όλους τους μέχρι τότε πολέμους. Γι’ αυτό, το ζήτημα Ειρήνης απόκτησε ένα ποιοτικά νέο περιεχόμενο[19]. Οι αντιπρόσωποι του Συνεδρίου διακήρυξαν με ένα ψήφισμα την ειρήνη απαραίτητη προϋπόθεση κάθε εργατικής χειραφέτησης.
Νέα ήταν τα αιτήματα σχετικά με μια διεθνή νομοθεσία εργατικής προστασίας, ιδιαίτερα σχετικά με το οχτάωρο, την απαγόρευση της παιδικής εργασίας, μέτρα για τον περιορισμό της εκμετάλλευσης γυναικών και νέων ανθρώπων. Αιτήματα, δηλαδή, που μέχρι σήμερα δεν έχουν επιβληθεί ακόμα σε διεθνές επίπεδο. Σκεφτείτε όχι μόνο την πολυαναφερόμενη παιδική εργασία στην Ινδία, αλλά και τη λιγότερο ηχηρά αναφερόμενη αύξηση της παιδικής φτώχειας στα ψηλά αναπτυγμένα ιμπεριαλιστικά κράτη.
Η απόφαση του Συνεδρίου να πάνε την 1η Μάη του 1890 σε όλες τις πόλεις με ανακοινώσεις για το οχτάωρο, έγινε η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της «Πρωτομαγιάς», σαν μέρα αγώνα του διεθνούς εργατικού κινήματος. Σαν στόχο του αγώνα το Συνέδριο καθόρισε, σύμφωνα με το»Μανιφέστο» και τον εναρκτήριο λόγο του Διεθνούς Συνδέσμου Εργατών, την εγκαθίδρυση της σοσιαλιστικής κοινωνίας και την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας από την εργατική τάξη σαν προϋπόθεση για την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα τα σοσιαλιστικά κόμματα της Ευρώπης και Β. Αμερικής μετρούσαν 300.000 μέλη, περίπου. Τέσσερα (4) εκατομμύρια εργάτες περίπου ήταν συνδικαλισμένοι και 4 1/2 εκατομμύρια περίπου ήταν οι ψηφοφόροι σοσιαλιστικών κομμάτων. Μέχρι το 1895 σχεδόν όλη η δραστηριότητα της Β΄ Διεθνούς περνούσε από τα χέρια του Ενγκελς, ο οποίος με γράμματα και συζητήσεις συνεργαζόταν ακούραστος με αρχηγούς κομμάτων και εν μέρει συντόνιζε τη δραστηριότητά τους. Το 1900 και με απόφαση του παρισινού Συνεδρίου της Β΄ Διεθνούς, ιδρύθηκε ένα «Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο» με έδρα στις Βρυξέλλες καθώς και μια «Διακοινοβουλευτική Επιτροπή» υφιστάμενη του Γραφείου.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 οι μαρξιστές έπρεπε να συγκεντρωθούν για την πάλη ενάντια στους αντιπροσώπους του αναρχισμού, ιδίως της ατομικής τρομοκρατίας, οι οποίοι αποσπούσαν με την «άμεση δράση» τους από την οργανωμένη ταξική πάλη. Στη Γερμανία ο Ενγκελς έπρεπε να διεξαγάγει αυτή την πάλη ενάντια στους λεγόμενους «Νέους», ένα ημι-αναρχικό ρεύμα μέσα στη σοσιαλδημοκρατία. Οπως και ο Μπακούνιν, θεωρούσαν τις πολιτικές σχέσεις ρίζα όλων των κακών. Εξαπόλυαν σφοδρές επιθέσεις κατά της κομματικής ηγεσίας, ιδίως κατά της δόκιμης κοινοβουλευτικής τακτικής του Κόμματος, που την αντιπροσώπευε ο Μπέμπελ. Σαν να μην έφτανε αυτό θεώρησαν ότι μπορούσαν σε όλα αυτά να επικαλούνται τον Ενγκελς σαν κύριο μάρτυρα.
Ο Ενγκελς έγραφε: «Αν θα μπορούσα ακόμα να έτρεφα τις παραμικρές αμφιβολίες σχετικά με το χαρακτήρα της νεότερης εξέγερσης λογοτεχνών και φοιτητών στο δικό μας γερμανικό κόμμα, αυτές δεν μπορούσαν παρά να εξαφανιστούν μπροστά στην κορυφαία ξεδιαντροπιά της προσπάθειά τους να με καταστήσουν αλληλέγγυο για τα σκιρτήματα εκείνων των κυρίων»[20].
Ο Μπρούνο Βίλε (Bruno Wille) ένα από τα φερέφωνα των «Νέων» διακήρυξε «ο κοινοβουλευτισμός διαφθείρει... τις μάζες, αλλά και βουλευτές...», και πρόσθεσε: «...δεν μπορούμε να περιμένουμε από τον κοινοβουλευτισμό μια λύση ή έστω κάποια βελτίωση των συνθηκών μας»[21].
Ο Ενγκελς έβρισκε στα θεωρητικά «προϊόντα» των «Νέων», ...έναν σπασμωδικά στρεβλωμένο «μαρξισμό», που χαρακτηριζόταν αφενός μεν από μια ισχυρή παρανόηση της θεώρησης την οποία ισχυρίζονταν ότι την αντιπροσώπευαν, αφετέρου από μια χοντρή άγνοια σε ό,τι αφορά τα εκάστοτε αποφασιστικά ιστορικά γεγονότα, τρίτον από τη συνείδηση της δικής τους αμέτρητης ανωτερότητας, τόσο χαρακτηριστικής προς όφελος των Γερμανών λογοτεχνών. Ο Μαρξ πρόβλεπε ακόμα και αυτούς τους νεαρούς, όταν έλεγε για το «μαρξισμό», όπως μαινόταν κατά το τέλος της δεκαετίας του ’70 ανάμεσα σε ορισμένους Γάλλους: «Tout ce que je sais, c’ est que moi, je ne suis pas marxiste» - «αυτό που ξέρω είναι ότι εγώ δεν είμαι «μαρξιστής»[22].
Οι «Νέοι» ολοφάνερα δεν ήταν σε θέση να ξεχωρίζουν ανάμεσα στην επαναστατική κοινοβουλευτική τακτική και τα φαινόμενα πραγματικού οπορτουνιστικού εκφυλισμού μέσα στη σοσιαλδημοκρατική κοινοβουλευτική ομάδα. Τους εμπόδιζε η υποκειμενική ιδεαλιστική τους βασική θέση, καθώς και η βασική τους αναρχική θέση.
Η κοινοβουλευτική ομάδα και ο οπορτουνισμός είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα, που δεν πρέπει να ταυτιστούν. Ο οπορτουνισμός μπορεί να διαλύσει μια κοινοβουλευτική ομάδα, αλλά και την κομματική ηγεσία. Δεν μπορούμε, όμως, από αυτό να εξαγάγουμε το συμπέρασμα ότι πρέπει να παραιτηθούμε από την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση ή την κομματική καθοδήγηση. Πρέπει να πολεμηθεί ο οπορτουνισμός σαν αστική ιδεολογία στο εργατικό κίνημα, αλλά ο αναγκαίος αυτός αγώνας δεν μπορεί να οδηγήσει στο να παραιτηθούμε από την καθοδήγηση ή την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση του Κόμματος -ή και από τα δύο- αυτό θα ήταν σαν να διαλύαμε το Κόμμα. Ο Λένιν στις αρχές της δεκαετίας του ’20, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει άλλη μια φορά παρόμοια φαινόμενα.
Προς το τέλος του 19ου αιώνα ολοκληρώνεται η προοδευτική φάση στην ανάπτυξη του διεθνούς εργατικού κινήματος, με την επικράτηση του μαρξισμού μέσα σε αυτό. Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό γύρω στα 1900 άρχισε μια νέα εποχή.
Η Β΄ Διεθνής δεν το κατάφερε πια να ανταποκριθεί στους νέους όρους και στα νέα καθήκοντα που βρίσκονταν μπροστά στο εργατικό κίνημα. Στη διάρκεια της πάλης των μαρξιστών ενάντια στον αναρχισμό, η πάλη ενάντια στο δεξιό οπορτουνισμό μπήκε στο παρασκήνιο, κάτι το οποίο διευκόλυνε την ολέθρια δραστηριότητα των οπορτουνιστών για την καταστροφή της Β΄ Διεθνούς.



  Τρίτο μέρος μελέτης με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη σημερινή εποχή», που δημοσιεύεται σε συνέχειες, από το τεύχος 2/2000, στο γερμανικό περιοδικό «Βάισενζεερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter).
[1] Φρ. Ενγκελς: «Ο έκτακτος Νόμος ενάντια στους σοσιαλιστές στη Γερμανία - Η κατάσταση στη Ρωσία». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1992, σελ. 159-160. («Οι Πληβείοι», τεύχος 12, την 30ή Μάρτη 1879). (Στο MEW 19/148).
[2] Οι παραθέσεις πάρθηκαν από τους Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 566. (Γερμανικά, MEW 19/159-163).
[3] Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 568. (Γερμανικά, MEW 19/164).
[4] Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 568. (Γερμανικά, MEW 19/164).
[5]Μαρξ-Ενγκελς: «Εγκύκλιο Γράμμα στους Μπέμπελ, Λίμπκνεχτ, Μπράκε και άλλους. Το Μανιφέστο των τριών της Ζυρίχης». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 569. (Γερμανικά, MEW 19/166).
[6] Βλ. την ομιλία του Γκέοργκι φον Φόλμαρ στη δημόσια κομματική συνέλευση στο Ελντοράντο του Μονάχου - την 1η Ιούνη 1891. Στο GDA/1,  σελ. 646-648.
[7] Αποσπάσματα από τις ομιλίες των Μπέμπελ, Ζίνγκερ και Λίμπκνεχτ, σελ. 648-653.
[8] Φρ. Ενγκελς: «Κριτική στο σχέδιο του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το Ρεφορμισμό», έκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 195. (Στο MEW 22/225-240) «Το πρόγραμμα που αποφασίστηκε στο Συνέδριο», στο «Επαναστατικά γερμανικά κομματικά προγράμματα». Βερολίνο 1964, σελ. 82-86.
[9] «Ο Ενγκελς στον Κάουτσκι στη Στουτγάρδη (Ryde, 29 Ιούνη 1891)». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ.333-334. (Στο MEW 38/407-408 κ.ο.κ.).
[10] «Ο Ενγκελς στον Μπέμπελ στο Βερολίνο. Λονδίνο 23 Ιούλη 1892». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 333-334. (Στο MEW 38/407 κ.ο.κ.).
[11] «Επαναστατικά γερμανικά προγράμματα», σελ. 83.
[12] Στο ίδιο.
[13] Στο ίδιο.
[14] Στο ίδιο, σελ. 84.
[15] Στο ίδιο.
[16] Στο ίδιο.
[17] Φρ. Ενγκελς: «Κριτική στο σχέδιο του Σοσιαλδημοκρατικού Προγράμματος του 1891», σελ. 233, 234, 235. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό». Εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 197-198.
[18] Στο ίδιο, σελ. 235. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).
[19] Βλ. Φρ. Ενγκελς γι΄ αυτό το ζήτημα: «Η Ευρώπη μπορεί να αφοπλιστεί;». Στο MEW 22/369-399.
[20] Φρ. Ενγκελς: «Απάντηση στη σύνταξη της «Εφημερίδας των Εργατών της Σαξονίας». Στο MEW 22/68.
[21] Παράθεση από τον Ντίτερ Χάγιερ/Βέρνερ Τσάνερλ (Dieter Heyer/Werner Tschannerl): «Για τη διαλεκτική της πολιτικής, της οικονομίας και της ιδεολογίας στο ιστορικό προτσές. Η επίκαιρη σημασία της κριτικής του Φρ. Ενγκελς στις κοσμοθεωρητικές βάσεις του «αριστερού» οπορτουνισμού των «Νέων». Στο: «Συμβουλές στη μελέτη των μαρξιστικών-λενινιστικών βάσεων». Τεύχος 3, Λειψία 1983, σελ. 83.
[22] Φρ. Ενγκελς: «Απάντηση στη σύνταξη, α.α.Ο.S, 69. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ