10 Ιαν 2012

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ


ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ
του Ούλριχ Χούαρ  

ΟΙ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ ΣΤΗΝ ΑΜΕΡΙΚΗ

            Οι ουτοπικές κομμουνιστικές ιδέες έφτασαν στη Β. Αμερική ήδη από τις αρχές του 19ου αιώνα. Ο Ρόμπερτ Οουεν (Robert Owen) ήρθε το 1824 στις ΗΠΑ και ίδρυσε στη Νιου Χάρμονι (Ινδιάνα) και σε κάποια άλλα μέρη συνεταιρισμούς.
            Μετά από κάποιες αρχικές επιτυχίες οι κοινότητες αυτές καταστράφηκαν μέχρι το 1828. Οπαδοί του, αλλά και ο Φουριέ (Fourier), ίδρυσαν επίσης συνεταιρισμούς, που ούτε αυτοί μπόρεσαν να σταθούν. Οπαδοί του Καμπέ (Cabet) και του Βίλχελμ Βάϊτλινγκ (Wilhelm Weitling) πήραν παρόμοιες πρωτοβουλίες. Ο τελευταίος πειραματιζόταν με την ίδρυση μιας «τράπεζας ανταλλαγής επαγγελμάτων». Οι εργάτες έπρεπε να λαμβάνουν πιστοποιητικά της πλήρους αξίας του εργασιακού τους προϊόντος και με αυτό τον τρόπο πίστευε ότι θα μπορούσε να αναιρέσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Τέτιες ουτοπικές αντιλήψεις διατηρήθηκαν στις ΗΠΑ μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα, δεν απόκτησαν όμως ιστορική επίδραση[1].
            Ηδη από τη δεκαετία ’20 του 19ου αιώνα, σημειώθηκαν στις ΗΠΑ ιδρύσεις συνδικάτων και κομμάτων. Από το 1818 μέχρι και το 1834, υπήρχαν 61 τοπικά εργατικά κόμματα περίπου, με 50 εργατικές εφημερίδες οι οποίες, όμως, είχαν σύντομη ζωή[2].
            Αυτό θα άλλαζε μετά από την περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων. Η δίωξη κομμουνιστών, σοσιαλιστών και επαναστατών δημοκρατών από την αντίδραση, μετά από τη βίαιη καταστολή της επανάστασης, οδήγησε στη μετανάστευση πρώην μελών της Ενωσης των Κομμουνιστών προς την Αμερική. Εκεί διέδοσαν τις ιδέες τους και ίδρυσαν οργανώσεις.
            Ο πιο σπουδαίος ανάμεσά τους ήταν ο Ιόζεφ Βάϊντεμαγιερ (Joseph Weydemeyer, 1818-1866). Ηταν προσωπικός φίλος των Μαρξ-Ενγκελς, αρχηγός του Κύκλου Φρανκφούρτης (Μάιν) της Ενωσης των Κομμουνιστών, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1848/’49 στη Γερμανία και μετανάστευσε το 1851 στις ΗΠΑ. Ο Βάϊντεμαγιερ έβαλε το θεμέλιο για τη διάδοση του μαρξισμού στις ΗΠΑ. Το 1852, ίδρυσε το πρώτο μαρξιστικό περιοδικό των ΗΠΑ. Αλλοι διαπρεπείς κομμουνιστές ήταν: ο Φρίντριχ Αντολφ Ζόργκε (Friedrich Adolf Sorge, 1828-1906), στενός φίλος των Μαρξ-Ενγκελς, συμμετείχε στην εξέγερση της Βάδη-Παλατινάτο (Baden-Pfalz)  του 1849, μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1852, συνιδρυτής της «Κομμουνιστικής Λέσχης» (Communist Club), που ιδρύθηκε στις 25 Οκτωβρίου 1858, και της οποίας ήταν ο πραγματικός αρχηγός και οργανωτής.
            Ο Αμπραάμ Ιακόμπι (Abraham Jacobi, 1830-1919) άσκησε, ως μέλος της Ενωσης των Κομμουνιστών, κάποια ηγετική δραστηριότητα στην Κολονία, Ντίσελντορφ και Βερολίνο, ήταν κατηγορούμενος στη Δίκη των Κομμουνιστών της Κολονίας του 1852, αθωώθηκε, αλλά παρέμεινε κρατούμενος λόγω «προσβολής της Αυτού Μεγαλειότητος» - ένα ιδιαίτερα απεχθές έγκλημα! - μετανάστευσε το 1853 πρώτα στην Αγγλία, από εκεί στις ΗΠΑ και διέδοσε μαρξιστικές ιδέες στον Τύπο.
            Στην ίδρυση της «Κομμουνιστικής Λέσχης», όπως και στην ίδρυση των συνδικάτων συμμετείχαν κυρίως Γερμανοί εργάτες. Γερμανοί κομμουνιστές έκαναν μια έκκληση το Μάρτη του 1852 για τη δημιουργία ενός ενιαίου συνδικάτου και ίδρυσαν την Αμερικανική Ενωση Εργασίας (American Labor Union). Επαιξαν εξέχοντα ρόλο στον αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο του 1861-1865. Δεκάδες χιλιάδες ευρωπαίοι προλετάριοι πήγαν στα υπερατλαντικά μέρη και έφεραν μαζί τους «μια στρατιωτική πείρα» από την περίοδο των ευρωπαϊκών επαναστάσεων, η οποία επηρέαζε την οργάνωση του Στρατού της Ενωσης[3]. Και ανάμεσα σε αυτούς τους Ευρωπαίους προλετάριους οι Γερμανοί κομμουνιστές καταλάμβαναν λαμπρή θέση. Ο Βάϊντεμαγιερ, ως πρώην αξιωματικός του πυροβολικού, έλαβε μέρος στον εμφύλιο πόλεμο σαν συνταγματάρχης στο στρατό της Ενωσης.
            Ο κομμουνιστής Ρόμπερτ Ρόζα (Robert Rosa), ταγματάρχης, ο Φριτς Ιακόμπι (Fritj Jacobi), κομμουνιστής και αντισυνταγματάρχης, έπεσαν στο Φρέντερικςμπουργκ (FredericksBurg). Ο Αμπραάμ Ιακόμπι (βλ. παραπάνω) υπηρέτησε σαν νεοσύλλεκτος στο στρατό της Ενωσης και ο Αουγκουστ Βίλλιχ (August Willich, 1810-1878, αντισυνταγματάρχης του πρωσικού στρατού, παραιτήθηκε από την υπηρεσία λόγω της πολιτικής του πεποίθησης) μέλος της Ενωσης των Κομμουνιστών, αρχηγός ενός ελεύθερου σώματος στην εξέγερση της Baden Pfalts (Βάδη-Πλατινάτο) του 1849 - ο επιλοχίας του πυροβολικού Φρίντριχ Ενγκελς υπηρετούσε στο ίδιο ελεύθερο σώμα σαν υπασπιστής του Βίλλιχ. Βέβαια, μαζί με το Σάπερ (Schaper) δημιούργησε, στη διάσπαση της Ενωσης, μια «υπερεπαναστατική» ομάδα, μετανάστευσε όμως το 1853 στις ΗΠΑ και έλαβε μέρος στον Εμφύλιο πόλεμο σαν ταξίαρχος του στρατού της Ενωσης. Γερμανοί κομμουνιστές συνέβαλαν σημαντικά στη νίκη της Ενωσης, δηλαδή της τότε «ανώτερης μορφής αυτοκυβέρνησης του λαού», πάνω στην κοινωνία των δουλοκτητών των Αποσχιστών, δηλαδή «την κατώτερη και πιο επαίσχυντη μορφή υποδούλωσης «ανθρώπων»[4]. Από την άποψη της παγκόσμιας ιστορίας, οι αυτοκρατορικοί νικητές της περιόδου των ευρωπαϊκών επαναστάσεων ηττήθηκαν μαζί με τους δουλοκτήτες στη μάχη του Γκέτισμπουργκ (Gettysburg, 1-3 Ιουλίου 1863). Στην ήττα αυτή συνέβαλαν σημαντικά οι Γερμανοί δημοκράτες επαναστάστες. Το Γκέτισμπουργκ για το Ράσταττ!

Η ΔΙΕΘΝΗΣ ΕΝΩΣΗ ΕΡΓΑΤΩΝ (ΔΕΕ)
28 Σεπτεμβρίου 1864 - 15 Ιουλίου 1876

            Η Ενωση των Κομμουνιστών ήταν η εμβρυακή μορφή μιας διεθνούς οργάνωσης της εργατικής τάξης, αλλά με τη ΔΕΕ έγινε και ιστορική πραγματικότητα. Ο Μαρξ ίδρυσε τη ΔΕΕ και ήταν και αρχηγός της. Ο Φρίντριχ Ενγκελς στον επιτάφιο λόγο του το Μάρτη του 1883, αναφέρθηκε σαφέστατα σε αυτό: «Οσο ακριβή του ήταν η επιστήμη, δεν την εκπλήρωσε ωστόσο τελείως... Διότι ήταν ένας πραγματικός επαναστάτης, όπως χαρακτήρισε και τον εαυτό του. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της τάξης των μισθωτών εργατών από τα δεσμά του σύγχρονου καπιταλιστικού συστήματος παραγωγής ήταν η αληθινή του αποστολή. Και ποτέ δεν υπήρξε πιο δραστήριος αγωνιστής από αυτόν. Το επιστέγασμα αυτού του μέρους της δημιουργίας του είναι η ίδρυση της Διεθνούς Ενωσης Εργατών, της οποίας τέλεσε αναγνωρισμένος ηγέτης της από το 1864 μέχρι και το 1872...»[5].
            Οι ημερομηνίες - αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος 1861-1865, ίδρυση της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών) το 1864, δημοσίευση του πρώτου τόμου του έργου «Το Κεφάλαιο» το 1867 - ίσως τυχαία βρίσκονται τόσο κοντά η μία στην άλλη, αλλά από άποψη περιεχομένου αποτελούν μια ενότητα θεωρητικής ανάπτυξης, ταξικού αγώνα του διεθνούς προλεταριάτου και αγώνα ενάντια στο ρατσισμό σαν μορφή εμφάνισης αποικιακών απελευθερωτικών επαναστάσεων. Η αγγλική εργατική τάξη αναγνώρισε τη σχέση ανάμεσα στην πάλη για τη χειραφέτησή της και την πάλη της Ενωσης ενάντια στους δουλοκτήτες στο Νότο των ΗΠΑ, όταν με τις θυσίες της εμπόδισε την άρχουσα τάξη στην Αγγλία να επέμβει στο πλευρό των αποσχιστών στον Εμφύλιο πόλεμο. «Η εργασία με λευκό δέρμα δεν μπορεί να χειραφετηθεί εκεί, που η εργασία με μαύρο δέρμα είναι σταμπαρισμένη»[6].
            Το επαναστατικό εργατικό κίνημα με την επέμβαση του ευρωπαϊκού προλεταριάτου στον αμερικανικό Εμφύλιο πόλεμο, έγινε πράγματι διεθνές εργατικό κίνημα. Η ίδρυση της ΔΕΕ ήταν η πολιτική του συγκεκριμενοποίηση. Με την ανακάλυψη της θεωρίας της υπεραξίας, την επαλήθευση της υλιστικής αντίληψης της ιστορίας και την εφαρμογή της, ως επιστημονική μέθοδο, η πρακτική ταξική πάλη της εργατικής τάξης ανέβηκε σε μια ιστορικά ανώτερη βαθμίδα. Η ΔΕΕ ήταν η οργανωτική μορφή της σύνδεσης του επιστημονικού σοσιαλισμού με το διεθνές εργατικό κίνημα. Οι εργάτες της Ευρώπης, έγραφε ο Μαρξ σε ένα χαιρετισμό - που τον σύνταξε ο ίδιος - του Κεντρικού Συμβούλιου της ΔΕΕ προς τον Πρόεδρο Αβραάμ Λίνκολν, το Νοέμβρη του 1864, ένοιωθαν «ενστικτωδώς ότι οι τύχες της τάξης τους κρέμονταν στην αστερόεσσα». Οι εργάτες της Ευρώπης «ακόμα και πριν προειδοποιηθούν, λόγω του ότι ανώτερες τάξεις πήραν φανατικά το μέρος της ομοσπονδοποιημένης αριστοκρατίας, κατάλαβαν αμέσως ότι η εξέγερση των δουλοκτητών θα έκρουε τον κώδωνα για μια γενική σταυροφορία των ιδιοκτητών ενάντια στους εργάτες και ότι για τους άντρες της εργασίας, πέρα από τις ελπίδες τους για το μέλλον, διακυβεύονταν και οι περασμένες τους κατακτήσεις σε αυτόν τον γιγάντιο αγώνα από την άλλη μεριά του ωκεανού...
            Οι εργάτες της Ευρώπης είναι βαθύτατα πεπεισμένοι ότι, όπως και ο αμερικανικός πόλεμος για την ανεξαρτησία εγκαινίασε μια νέα εποχή ανάπτυξης της εξουσίας για τη μεσαία τάξη, έτσι ο αμερικανικός πόλεμος ενάντια στη δουλεία θα εγκαινίαζε μια νέα εποχή ανάπτυξης της εξουσίας για την εργατική τάξη. Εβλεπαν σαν σύμβολο της ερχόμενης εποχής το γεγονός ότι στον Αβραάμ Λίνκολν, το σιδερένιο γυιο της εργατικής τάξης με το δυνατό νου, έπεσε ο λαχνός να οδηγήσει την πατρίδα του στον απαράμιλλο αγώνα για την απελευθέρωση μιας υποδουλωμένης φυλής, καθώς και για το μετασχηματισμό του κοινωνικού κόσμου»[7].
            Ο αμερικανικός Εμφύλιος πόλεμος και η ίδρυση της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών), ήταν αναμφισβήτητα τομές στην παγκόσμια ιστορία που συγκρίνονται, από άποψη επιπτώσεών τους στο 19ο αιώνα, με τις επιπτώσεις της Οκτωβριανής και της Κινεζικής Επανάστασης στον 20ό αιώνα (και 21ο;) αιώνα.
            Με τον αμερικανικό Εμφύλιο και την ίδρυση της ΔΕΕ, αναπτύχθηκε μια αντικειμενική, αμοιβαία συνάρτηση ανάμεσα στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα, αποικιακά καταπιεσμένων λαών και τον αγώνα για χειραφέτηση της εργατικής τάξης, μια αλληλεξάρτηση ανάμεσα στο εργατικό επαναστατικό κίνημα και τα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα. Η στάση απέναντι στα εθνικά απελευθερωτικά κινήματα είχε μπει από εκείνη την εποχή στα προγράμματα του διεθνούς εργατικού κινήματος και έγινε κριτήριο για την επαναστατική πολιτική των εργατικών κομμάτων.
            Ο Μαρξ, στην Ιδρυτική Διακήρυξη της ΔΕΕ, υπόδειξε στην εργατική τάξη να υιοθετήσει μια συνεπή διεθνιστική στάση απέναντι στον απελευθερωτικό αγώνα των καταπιεσμένων λαών. «Αν η χειραφέτηση της εργατικής τάξης απαιτεί την αδελφική συνεργασία των εργατών διαφόρων εθνών, πως θα μπορέσουν να εκπληρώσουν αυτή τη μεγάλη αποστολή με μια εξωτερική πολιτική που επιδιώκει εγκληματικά σχέδια, που παίζει με τις εθνικές προκαταλήψεις και που κατασπαταλά σε ληστρικούς πολέμους το αίμα και τον πλούτο του λαού;».
            Η εργατική τάξη έχει, έλεγε, το καθήκον «να διεισδύει στα μυστικά της διεθνούς πολιτικής, να επιτηρεί τις διπλωματικές πράξεις των αντίστοιχων κυβερνήσεών της, αν παρουσιαστεί ανάγκη να αντιδρά σ’ αυτές, με κάθε δυνατό μέσο και όταν είναι ανίκανη να τις αποτρέπει, να ενώνεται για ταυτόχρονες καταγγελίες και για να επιβάλλει τους απλούς νόμους της ηθικής και της δικαιοσύνης, που θα έπρεπε να διέπουν τις αμοιβαίες σχέσεις των χωριστών ατόμων, σαν υπέρτατους νόμους των σχέσεων ανάμεσα στα έθνη.
Ο αγώνας για μια τέτια εξωτερική πολιτική αποτελεί ένα μέρος του γενικού  αγώνα για τη χειραφέτηση της εργατικής τάξης»[8].
            Στην «Ιδρυτική Διακήρυξη», καθώς και στο «Καταστατικό και Κανονισμό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών» - και στα δύο ντοκουμένα των οποίων η επεξεργασία έγινε κάτω από την ευθύνη του Μαρξ - επαναλαμβάνονται τα βασικά γνωρίσματα από το «Μανιφέστο» και το «Καταστατικό της Ενωσης των Κομμουνιστών»: Ο μεγάλος τελικός σκοπός είναι η οικονομική χειραφέτηση της εργατικής τάξης στον οποίο πρέπει να υποταχθεί σαν μέσο κάθε πολιτικό κίνημα. «Το μεγάλο χρέος τώρα της εργατικής τάξης» είναι να κατακτήσει την  πολιτική εξουσία. Η εργατική τάξη διαθέτει ένα στοιχείο της επιτυχίας: τον αριθμό. «Οι αριθμοί, όμως, μετράνε μονάχα, όταν ο συνδυασμός τους ενώνει και η γνώση τους καθοδηγεί». Ξανά υπογραμμίζεται η αναγκαιότητα το επαναστατικό κόμμα να καθοδηγεί την τάξη. Ο διεθνισμός, στο διεθνές επίπεδο, τονίζεται ακόμα περισσότερο μετά από τις εμπειρίες των ταξικών αγώνων, σύμφωνα με τον οποίο «η χειραφέτηση των εργατών δεν είναι ούτε τοπικό, ούτε εθνικό αλλά ένα κοινωνικό καθήκον που αγκαλιάζει όλες τις χώρες στις οποίες υπάρχει η σύγχρονη κοινωνία και που η λύση του εξαρτάται από την πραχτική και θεωρητική συνεργασία των πιο προχωρημένων χωρών...». Η αλήθεια, η δικαιοσύνη και η ηθικότητα σαν κανόνες συμπεριφοράς των κοινωνιών και των ατομικών μελών της Ενωσης απέναντι σε «όλους τους ανθρώπους, άσχετα από το χρώμα της επιδερμίδας τους, από την πίστη ή την εθνικότητα»[9]. «Η οργανωτική διάρθρωση δομείται στη βάση των αρχών του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού».
            Η ΔΕΕ δεν ήταν καθόλου μια ιδεολογικά ενιαία οργάνωση. Στη σύνθεσή της από ατομικά μέλη, τμήματα και συνδεδεμένες οργανώσεις, όπως τα συνδικάτα, οι κοινότητες, τα κόμματα και άλλα, υπήρχαν διαφορετικά ρεύματα. Ηταν οι Προυντονιστές, που ονειρεύονταν μια κοινωνία δικαίως διανεμημένης μικροϊδιοκτησίας, που απόρριπταν την επαναστατική ταξική πάλη και που δρούσαν ακόμα και ενάντια στον απεργιακό αγώνα της εργατικής τάξης. Οι αντιπρόσωποι του ADAV έβλεπαν στο γενικό εκλογικό δικαίωμα την πανάκεια για τον παραμερισμό όλων των κοινωνικών δεινών. Ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ΔΕΕ προερχόταν από τους Μπακουνιστές.
            Ο Μιχαήλ Αλεξάντροβιτς Μπακούνιν (1814-1876), Ρώσος ιδεολόγος και δημοσιολόγος του αναρχισμού και του πανσλαβισμού, συμμετείχε στην Επανάσταση του 1848/’49 στη Γερμανία, μπήκε το 1868 στη ΔΕΕ σαν άσπονδος εχθρός του Μαρξ και του επιστημονικού σοσιαλισμού, δημιούργησε για λογαριασμό του ένα ειδικό εργαλείο διάλυσης, τη «Διεθνή Συμμαχία της σοσιαλιστικής Δημοκρατίας» με στόχο να γίνει αυτή μια «Διεθνής» μέσα στην ίδια τη ΔΕΕ για να τον τινάξει στον αέρα από μέσα[10]. Στο τέλος της δεκαετίας του ’60, ξεκίνησε μια αποσυνθετική δραστηριότητα με τη διάδοση της αναρχικής του αντίληψης περί «αποχής της εργατικής τάξης από την πολιτική».
            Ιδιαίτερα στις ρωμανικές χώρες, στις οποίες ο καπιταλισμός δεν ήταν πολύ αναπτυγμένος και το εργατικό κίνημα βρισκόταν ακόμα στις αρχές της πολιτικής του διαμόρφωσης, η αντίληψη αυτή είχε καταστρεπτικές επιπτώσεις. Ξεκινώντας από μια υποκειμενική ιδεαλιστική βασική αντίληψη, ιδίως από μια αφηρημένη, ανιστορική και βουλησιαρχική αντίληψη για την ιστορία, ο Μπακούνιν έβλεπε στο κράτος και όχι στο κεφάλαιο τον κύριο εχθρό της εργατικής τάξης. «Το κράτος», έλεγε, «έχει δημιουργήσει το κεφάλαιο, ο κεφαλαιοκράτης είναι κάτοχος του κεφαλαίου του μόνον ελέω κράτους. Επειδή λοιπόν το κράτος είναι το κυριότερο κακό, θα πρέπει πριν απ’ όλα να καταργήσουμε το κράτος και τότε το κεφάλαιο μονάχο του θα πάει στο διάβολο». Ενώ εμείς αντίθετα λέμε: «Καταργήστε το κεφάλαιο, την ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής από λίγους και τότε το κράτος πέφτει μονάχο του». Η διαφορά είναι ουσιαστική: «Η κατάργηση του κράτους χωρίς προηγούμενη κοινωνική ανατροπή, είναι ανοησία - η κατάργηση του κεφαλαίου ε ί ν α ι ακριβώς η κοινωνική ανατροπή και κλείνει μέσα της μια μεταβολή ολόκληρου του τρόπου παραγωγής. Τώρα όμως, μια που για το Μπακούνιν το κράτος είναι το βασικό κακό, δεν επιτρέπεται να κάνουμε τίποτα που μπορεί να συγκρατήσει στη ζωή στο κράτος, δηλαδή οποιοδήποτε κράτος, δημοκρατία μοναρχία ή ό,τι άλλο. Γι’ αυτό λοιπόν
π λ έ ρ ι α  α π ο χ ή  α π ό  κ ά θ ε  π ο λ ι τ ι κ ή. Το να κάνεις μια πολιτική πράξη, ιδιαίτερα όμως το να παίρνεις μέρος σε εκλογές, θα ήταν προδοσία των αρχών σου. Πρέπει να κάνουμε προπαγάνδα, να βρίζουμε το κράτος, να οργανωνόμαστε, κι όταν θα έχουμε με το μέρος μας ό λ ο υ ς τους εργάτες, δηλαδή την πλειοψηφία, τότε καθαιρούμε όλες τις αρχές, καταργούμε το κράτος και βάζουμε στη θέση του την οργάνωση της Διεθνούς, χωρίς αρχηγούς και χωρίς αρχές, αλλά με πλήρη αυτονομία. Αυτή τη διαδικασία ο Μπακούνιν την αποκάλεσε «κοινωνική εκκαθάριση»[11]. Οι μέθοδοι της «κοινωνικής εκκαθάρισης» είναι το στιλέτο, το πιστόλι, το σχοινί, η γενική καταστροφή, ατομικοί φόνοι, μαζικοί φόνοι. Καταρτίζονται κατάλογοι επικήρυξης με μια ακριβή απαρίθμηση των «κατηγοριών» των μελών της κοινωνίας που προορίζονταν για άμεση ή κατοπινή εξόντωση, καθώς και αυτών που έπρεπε να τους κερδίσουν αμέσως ή αυτών που έπρεπε πιο μετά να αναδιαπαιδαγωγηθούν. Αυτές τις συνταγές μπορούμε να τις αντλήσουμε από την «Κατήχηση της Επανάστασης» που είχε συντάξει το 1869. Ο ληστής ήταν για τον Μπακούνιν το αρχέτυπο του επαναστάτη.
            Η «θεωρία της αποχής» του Μπακούνιν δεν ήταν καθόλου καινούργια. Στα παιδικά χρόνια του εργατικού κινήματος, βρίσκουμε την ιστορική προέλευση της πολιτικής αδιαφορίας μέσα στα αιρετικά κινήματα. Το αιρετικό κίνημα αποκλείει αναγκαστικά τη συμμετοχή στην πολιτική δραστηριότητα. Ομως, η «πολιτική αποχή» είναι αδύνατη για την εργατική τάξη. Με το να οργανώνεται πολιτικά -με οποιαδήποτε μορφή- κάνει ήδη πολιτική. Για τον επαναστατικό αγώνα της εργατικής τάξης για την κοινωνική της απελευθέρωση, οι πολιτικές ελευθερίες είναι ουσιώδεις, ιδιαίτερα η ελευθερία του συνεταιρίζεσθαι, του συνέρχεσθαι και του Τύπου και δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη προς αυτές. Η θέση κατά την οποία η πολιτική δραστηριότητα θα σήμαινε αναγνώριση του υπαρκτού κράτους ήταν τελείως ανόητη. Αναλόγως, μια απεργία για το μισθό θα σήμαινε αναγνώριση του καπιταλιστικού συστήματος μισθών.
            Η πολιτική καταπίεση εκ μέρους των εκμεταλλευτριών τάξεων για να εξασφαλίσουν την κοινωνική τους κυριαρχία, αναγκάζει τους εργάτες να ανακατευτούν στην πολιτική. Η πολιτική εξουσία στα χέρια του προλεταριάτου είναι
το μόνο μέσο για την κατάργηση των τάξεων. «Ωστόσο, η επανάσταση είναι η ανώτατη πολιτική πράξη και όσοι τη θέλουν πρέπει επίσης να θέλουν τα μέσα για την επίτευξή της, δηλαδή την πολιτική δράση, που προετοιμάζει το έδαφος για την επανάσταση...»[12].
            Οι Μπακουνιστές απόδειξαν και στην πράξη ότι η θεωρία τους δε στεκόταν με τίποτα. Στην ισπανική Επανάσταση από το 1868 μέχρι το 1874 (η πέμπτη επανάσταση στην Ισπανία), στην οποία οι εργάτες ακολούθησαν τις συστάσεις των Μπακουνιστών, υπέστησαν μια φοβερή ήττα. Ο Ενγκελς στο σύγγραμμά του: «Οι Μπακουνιστές στη Δουλειά», περιέγραψε τη συμπεριφορά των Μακουνιστών σε αυτή την Επανάσταση: Πρώτα, οι Μπακουνιστές έδρασαν ενάντια στη δική τους θέση, σύμφωνα με την οποία δεν επιτρέπεται η συμμετοχή σε κυβέρνηση, ούτε σε μια επαναστατική κυβέρνηση. Στο Αλκόϊ, σχημάτισαν μια «επιτροπή ευημερίας», δηλαδή μια «επαναστατική» κυβέρνηση, αλλά δεν ήξεραν τι να κάνουν την κυριαρχία τους. Δεν πρόβαλαν αντίσταση ενάντια σε μερικούς λόχους στρατιωτών της αντεπανάστασης όταν αυτοί ξεναπήραν την πόλη, παρ’ όλο το γεγονός ότι μπορούν να στηριχτούν σε 5.000 ένοπλους εργάτες, σύμφωνα με τις δικές τους δηλώσεις. Επίσης, οι Μπακουνιστές μετείχαν σε όλες τις επαναστατικές κυβερνήσεις των πόλεων της Ανδαλουσίας, παρ’ όλο που μερικούς μήνες πριν, στην Κόρντομπα, είχαν διακηρύξει την εγκαθίδρυση επαναστατικών κυβερνήσεων ως προδοσία και απάτη των εργατών. Οι Μπακουνιστές αποδείχθηκαν εντελώς ανίκανοι να οργανώσουν τον αγώνα των Ισπανών εργατών και τους οδήγησαν σε μια ήττα που θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.
            Ενα λαμπρό δείγμα «επαναστατικής» δραστηριότητας έδοσαν οι Μπακουνιστές στην Καρταχένα, υποκινώντας την εκεί επαναστατική κυβέρνηση να αφήσει ελεύθερους 1.800 κατάδικους των κάτεργων, «τους χειρότερους ληστές και δολοφόνους της Ισπανίας», για να ενισχύσουν τις γραμμές των μαχητών για την ελευθερία. Αυτό οδήγησε στην πλήρη απώλεια του ηθικού και στην παράλυση των υπερασπιστών και επέτρεψε την υποταγή της πόλης στα αντεπαναστατικά στρατεύματα[13]. Οι Μπακουνιστές είχαν οδηγήσει την από πριν καλά οργανωμένη και πολυάριθμη ισπανική Διεθνή στην έμπρακτη διάλυσή της.
            Χρόνια αργότερα, ο Ενγκελς εξέφρασε σημαντικές περαιτέρω σκέψεις στην αντιπαράθεση με τον αναρχισμό, σε μια επιστολή του στο Φίλιπ φον Πάτεν (Philip von Patten) της 18ης Απρίλη 1883. Σύμφωνα με τις απόψεις των αναρχικών «η προλεταριακή επανάσταση θα έπρεπε να ξεκινήσει με την κατάργηση της πολιτικής οργάνωσης του κράτους. Ομως, η μοναδική οργάνωση που βρίσκει έτοιμη μπροστά του το νικηφόρο προλεταριάτο, είναι ακριβώς το κράτος»[14]. Το κράτος μπορεί να χρειαστεί αλλαγές πριν μπορέσει να εκπληρώσει τις νέες του λειτουργίες, αλλά το να καταστρέψεις το κράτος θα σήμαινε να καταστρέψεις «το μοναδικό οργανισμό, μέσω του οποίου το νικηφόρο προλεταριάτο μπορεί να επιβάλει τη μόλις κατακτημένη εξουσία του, να κουμαντάρει τον καπιταλιστικό του αντίπαλο» και να κάνει τις αναγκαίες οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Χωρίς την κρατική δύναμη η νίκη της εργατικής τάξης δεν μπορούσε παρά να τελειώσει με ήττα και μαζική σφαγή, παρόμοια με την ήττα της Παρισινής Κομμούνας[15].
            Με την πρώτη ματιά, θα μπορούσε να μοιάζει σαν να διορθώνει ο Ενγκελς τη θέση του Μαρξ σχετικά με το «τσάκισμα» του παλαιού κρατικού μηχανισμού. Πρώτα, πρέπει να ξεχωρίσουμε ανάμεσα στην αναρχική θέση της «κατάργησης» ή της «καταστροφής» του κράτους και το «τσάκισμα» του παλαιού κρατικού μηχανισμού». Το τελευταίο έχει σχέση με τα όργανα καταστολής του παλαιού αστικού κρατικού οργανισμού και όχι με το κράτος σαν ολικό οργανισμό, προπαντός όχι με τα διοικητικά του όργανα και τις αναγκαίες λειτουργίες που πρέπει να αποσπαστούν από την παλαιά κυρίαρχη τάξη. Ο Ενγκελς μετά από την Παρισινή Κομμούνα, την «πολιτική μορφή που επιτέλους αποκαλύφθηκε και στην οποία μπορεί να συντελεστεί η οικονομική χειραφέτηση του προλεταριάτου», διευκρίνισε τη σκέψη ότι το νικηφόρο προλεταριάτο πρέπει να αναλάβει τον παλαιό καθοδηγητικό μηχανισμό, να τον μετατρέψει, να τον αλλάξει προς το συμφέρον του, για να οδηγήσει τη νέα σοσιαλιστική κοινωνία. Χωρίς την ανάληψη - και μετατροπή - του παλαιού καθοδηγητικού μηχανισμού δεν μπορεί να εξασφαλιστεί η πολιτική εξουσία του προλεταριάτου. Αυτή τη σκέψη τη συνέχισε ο Λένιν μετά από την Οκτωβριανή Επανάσταση με την οικοδόμηση της σοβιετικής εξουσίας* .
            Η πολιτική δράση της εργατικής τάξης δε νοείται χωρίς οργάνωση. Αλλά η οργάνωση απαιτεί καθοδήγηση και μαζί με αυτή κάποια αρχή. Αυτό σημαίνει ταυτόχρονα υποταγή, από την άλλη πλευρά. Δεν υπάρχει κοινή δράση, δεν υπάρχει συνεργασία χωρίς μια βούληση καθοδηγητική, χωρίς αρχή[16]. Οι Μπακουνιστές αμφισβήτησαν αυτές τις βασικές αρχές, οι οποίοι αντιπαράθεσαν την αυτονομία των ομάδων και των ατόμων στην αρχή των καθοδηγητικών κομματικών επιτροπών και κομματικών αρχηγών του προλεταριάτου. Οπως έβλεπαν αφηρημένα το κράτος οι Μπακουνιστές, έτσι έβλεπαν και τις αρχές σαν κάτι που είναι βασικά «κακό». Ο αγώνας κατά των Μπακουνιστών απαίτησε πολύ χρόνο και πολλές δυνάμεις από το Μαρξ και τον Ενγκελς, που αφαιρέθηκαν από το χρόνο για την επιστημονική δουλιά.
            Εξαιτίας των αυξανόμενων διώξεων της ΔΕΕ (Διεθνούς Ενωσης Εργατών) εκ μέρους της διεθνούς αντίδρασης, μετά από την Παρισινή Κομμούνα, καθώς και της διασπαστικής δραστηριότητας των Μπακουνιστών, το Συνέδριο της Χάγης αποφάσισε το 1872 να μεταφέρει την έδρα του Γενικού Συμβουλίου στη Νέα Υόρκη.
            Οι μέχρι τότε μορφές οργάνωσης δεν ανταποκρίνονταν πια στη νέα φάση ανάπτυξης του εργατικού κινήματος, στην οποία η ίδρυση εργατικών κομμάτων στη βάση του επιστημονικού σοσιαλισμού - σήμερα θα λέγαμε στη βάση του μαρξισμού -  έγινε αποφασιστικό καθήκον σε κάθε χώρα. Η συνδιάσκεψη της ΔΕΕ στη Φιλαδέλφεια διακήρυξε, στις 15 Ιουλίου 1876, επίσημα τη διάλυσή της. Είχε συμπληρώσει το ιστορικό της καθήκον, τη διάδοση δηλαδή του επιστημονικού σοσιαλισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα σαν θεωρητικής και ιδεολογικής προϋπόθεσης για τη δημιουργία εθνικών επαναστατικών κομμάτων της εργατικής τάξης.

ΟΙ «ΑΪΖΕΝΑΧΕΡ»

            Το «Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα» (SDAP) που ονομάστηκε και «Αϊζεναχερ» από τον τόπο ίδρυσής του, ιδρύθηκε στις 7 Αυγούστου από τους Αουγκουστ Μπέμπελ (August Bebel) και Βίλχελμ Λίμπκνεχτ (Wilhelm Liebknecht) μετά από μακρόχρονες συζητήσεις μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα και ήταν παιδί της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (ΔΕΕ). Ηταν το πρώτο σοσιαλιστικό εργατικό κόμμα που οργανώθηκε στα πλαίσια μιας χώρας, με πρόγραμμα στην ουσία του βασισμένο στον επιστημονικό σοσιαλισμό. Διακήρυξε τον εαυτό του ως γερμανικό κλάδο της ΔΕΕ.
            Το SDAP ήταν επίσης μια πρακτική πολιτική συγκεκριμενοποίηση της πολιτικής οικονομίας της εργατικής τάξης, που την επεξεργάστηκε ο Μαρξ στο έργο του «Το Κεφάλαιο». Οι πιο προχωρημένοι Γερμανοί εργάτες ήταν οι πρώτοι που γνωρίστηκαν με την οικονομική θεωρία του Μαρξ. Το Συνέδριο της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (11 Σεπτεμβρίου 1868 στις Βρυξέλλες) υιοθέτησε ένα ψήφισμα σχετικά με τη σημασία του «Κεφαλαίου» του Μαρξ, στο οποίο, οι Γερμανοί απεσταλμένοι σύστησαν «στους εργάτες όλων των χωρών το έργο του Καρλ Μαρξ «Το Κεφάλαιο», το οποίο δημοσιεύτηκε τον περασμένο χρόνο» και τους συνέστησαν θερμά «να καταβάλουν προσπάθειες να παροτρυνθεί η μετάφραση αυτού του σημαντικού έργου στις γλώσσες στις οποίες δεν έχει ακόμα μεταφραστεί»[17].
            Ο Μαρξ στον επίλογό του, στη δεύτερη έκδοση του «Κεφαλαίου» της 24 Ιανουαρίου 1873, παρατήρησε: «Η καλύτερη αμοιβή για την εργασία μου είναι η κατανόηση που βρήκε γρήγορα «Το Κεφάλαιο» σε πλατιούς κύκλους της γερμανικής εργατικής τάξης. Ενας άνθρωπος, που στα οικονομικά ζητήματα αντιπροσωπεύει την αστική άποψη, ο εργοστασιάρχης της Βιέννης κ. Μάγερ, σε μια μπροσούρα του που τη δημοσίευσε στο διάστημα του γαλλογερμανικού πολέμου, έδειξε πολύ πετυχημένα, ότι το μεγάλο θεωρητικό αίσθημα που θεωρούνταν γερμανικό κληρονομικό αγαθό, το έχουν χάσει τελείως οι λεγόμενες μορφωμένες τάξεις της Γερμανίας, ενώ, αντίθετα, ξαναγενιέται στην εργατική της τάξη»[18].
            Ενώ στη Διεθνή Ενωση Εργατών η αντιπαράθεση με τους Μπακουνιστές αποτελούσε το κύριο περιεχόμενο στην πάλη για την εφαρμογή του επιστημονικού σοσιαλισμού στο διεθνές εργατικό κίνημα, στη διαδικασία ίδρυσης των «Αϊζεναχερ» και μετά ήταν η αντιπαράθεση με τους Λασαλικούς στο γερμανικό εργατικό κίνημα, η οποία φυσικά είχε και επιπτώσεις για το διεθνές εργατικό κίνημα, όπου το γερμανικό κόμμα καταλάμβανε εξέχουσα θέση. Μετά από το θάνατο του Λασάλ (1864), ο Γιόχαν Μπάπτιστ φον Σβάϊτσερ (Johann Baptist von Schweitzer, 1834-1875) κατόρθωσε, κατόπιν κάποιων εσωκομματικών διενέξεων στον ADAV, να καταλάβει την προεδρία και να εγκαθιδρύσει τη δικτατορία του. Εβαλε τροχοπέδη στην προσχώρηση του ADAV στη Διεθνή Ενωση Εργατών, διεξήγαγε μια κακιά, ύπουλη πάλη ενάντια στους Αϊζεναχερ και προπαγάνδιζε ανάμεσα στους εργάτες τη λασαλική «θεωρία» ακόμα και μετά από τη δημοσίευση του «Κεφαλαίου».
Οι σχέσεις του με το Μπίσμαρκ αποδείχτηκαν και αυτές οδήγησαν το 1872 στον αποκλεισμό του από τον ADAV. Σημαντικά τμήματα των Γερμανών εργατών βρίσκονταν ακόμα και την εποχή της ίδρυσης των Αϊζενάχερ κάτω από την επίδραση του λασαλισμού. Ο ADAV είχε το καλοκαίρι του 1868, 7.500 μέλη περίπου.
Ο Αουγκουστ Μπέμπελ, στο βιβλίο του «Από τη ζωή μου», στο Δεύτερο Μέρος, αφιέρωσε ολόκληρο κεφάλαιο 137 σελίδων στις ενέργειες του Σβάϊτσερ. Από αυτό, παραθέτουμε εδώ ένα απόσπασμα για να χαρακτηριστεί η προσωπικότητά του μετά από το θάνατό του: «Με το θάνατο του Σβάϊτσερ, έφυγε από την πολιτική ζωή μια προσωπικότητα, που, αν διέθετε, μαζί με τις άλλες ιδιότητές της, και την εντελώς απαραίτητη για τον αρχηγό ενός εργατικού κόμματος ιδιότητα, της ανιδιοτέλειας, ειλικρίνειας και πλήρους αφοσίωσης στην υπόθεση, θα παρέμενε αναμφισβήτητα μέχρι και το τέλος της ζωής του ο πρώτος ηγέτης του Κόμματος ... Μπορεί κανείς να λυπηθεί για αυτά τα μεγάλα ελαττώματα στην προσωπικότητά του, αλλά δεν πρέπει να τα παραβλέπει. Κάτω από τις τοτινές συνθήκες, θα ήταν ο πλέον κατάλληλος άνθρωπος. Θα ήταν αδύνατο να υπήρχαν τόσο πολλά χρόνια σκληρών αγώνων, στα οποία σπαταλήθηκαν και σκορπίστηκαν άσκοπα χρόνος, δυνάμεις, υγεία και χρήματα προς χαρά των κοινών αντιπάλων και αυτό πάλι εμπόδισε αναρίθμητες δυνάμεις να προσχωρήσουν στο κίνημα. Ο σπόρος που έσπειρε ο Σβάϊτσερ απέφερε έπειτα και άλλους καρπούς. Βεβαίως, ήξερε να μεταδίδει στις μάζες τις ιδέες του σοσιαλισμού με σπάνια σαφήνεια και ζωντάνια. Αυτή ήταν η προσφορά του και η δραστηριότητα αυτή δεν ερχόταν σε αντίθεση με το διφορούμενο πολιτικό ρόλο που έπαιξε. Πολιτικά, όμως, έσπειρε όλεθρο, μεγάλωσε το φανατισμό και προσπάθησε να διατηρήσει μέσω του «μήλου της έριδος» μια διάσπαση διαρκείας και μαζί της την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος»[19].
Το απόφθεγμα του Μπέμπελ σύμφωνα με το οποίο ο Σβάϊτσερ ήξερε να μεταδίδει στις μάζες τις «ιδέες του σοσιαλισμού με σπάνια σαφήνεια....», δείχνει ότι ο ίδιος ο Μπέμπελ δεν ήταν ακόμα εντελώς απαλλαγμένος από τη λασαλική φρασεολογία, όπως θα το δείξουμε ακόμα στο πρόγραμμα των Αϊζενάχερ.
«Ο πραγματικός σκοπός της δραστηριότητας του Σβάϊτσερ - ο κύριος στόχος κατά το Μπίσμαρκ - ήταν να δημιουργήσει ένα πολιτικά βολικό για την κυβέρνηση εργατικό κίνημα .... Δεν χωράει την παραμικρή αμφιβολία ότι ο Σβάϊτσερ υπηρετούσε τον Μπίσμαρκ. Το ότι δε γνωρίζουμε τα ποσά που έπαιρνε για το ρόλο του δεν αποδείχνει τίποτα. Τέτια πράγματα δεν τα συμφωνούν ανοικτά και είναι σίγουρο ότι στην περίπτωση ενός ανθρώπου σαν το Σβάϊτσερ, δεν είχαν σχέση ούτε οι υφιστάμενοι υπάλληλοι. Είμαι πεπεισμένος ότι ούτε ο αρχηγός της αστυνομίας του Βερολίνου ήξερε περισσότερα»[20].
Ομως, «για το ρόλο του Σβάϊτσερ ήταν και απόλυτη ανάγκη να μπορούσε να δένει και λύνει ελεύθερα και ανεξάρτητα, κατά το δοκούν, στην οργάνωση της οποίας ήταν επικεφαλής. Σε αυτό το ρόλο ανήκε και η δικτατορία. Η δικτατορία, που τον έθετε έξω από κάθε έλεγχο, που του επέτρεπε να δρα εντελώς κατά τη δική του βούληση, χωρίς να χρειαζόταν να μυήσει άλλους στις μηχανορραφίες του ή να πρέπει να αποσπάσει τη συγκατάθεσή τους. Αυτό θα ήταν ο θάνατος της δικτατορίας και θα καθιστούσε αδύνατο το ρόλο του... Και αφού ο Λασάλ, σαν συνέπεια της δικτατορολαγνείας του, είχε δημιουργήσει μια οργάνωση, η οποία παραχωρούσε δικτατορική εξουσία στον αρχηγό, έπρεπε να κάνουν αυτή την οργάνωση μυγιάγγιχτη και να χαρακτηρίσουν τις επιθέσεις που γίνονταν σε αυτήν ένα είδος κρατικό έγκλημα. Η απόλυτη εξουσία του Προέδρου έπρεπε να μείνει ανέγγιχτη. Γι’ αυτό το σκοπό, έπρεπε να χρησιμεύουν επίσης η σταθερή λασαλική λατρεία, καθώς και η λατρεία της οργάνωσής του, μια λατρεία για την οποία κρυφογελάει ο κυνικός, μεγαλώνοντας ακόμα την περιφρόνησή του απέναντι σε αυτούς που παρασύρονταν από αυτήν»[21].
Το Κόμμα των Αϊζεναχερ συνέχισε τις παραδόσεις της Ενωσης των Κομμουνιστών. Ο Ενγκελς έγραφε το 1891, ότι από την ημέρα που δημοσιεύτηκε «Το Κεφάλαιο» του Μαρξ, «χρονολογείται η παρακμή του χαρακτηριστικού λασαλισμού. Οι απόψεις του «Κεφαλαίου» όλο και περισσότερο γίνονταν κοινό κτήμα όλων των Γερμανών σοσιαλιστών και των λασαλικών όχι λιγότερο από τους άλλους. Πολλές φορές ολόκληρες ομάδες λασαλικών πέρασαν, με παντιέρες να κυματίζουν και μουσικές, στο νέο Κόμμα των «Αϊζεναχερ». Αυτή η τάση δυνάμωνε συνεχώς, μέχρι που σύντομα προέκυψαν ανοιχτές εχθροπραξίες ανάμεσα σ΄ αυτό και τους λασαλικούς και πολεμούσε ο ένας τον άλλο με ιδιαίτερη βιαιότητα, ακόμα και με ρόπαλα, ακριβώς τη στιγμή που δεν υπήρχε πια κανένα πραγματικό σημείο διαμάχης ανάμεσα στους αντιμαχόμενους, όταν οι αρχές, τα επιχειρήματα και ακόμα και τα μέσα της πάλης του ενός συνέπιπταν μ’ εκείνα του άλλου σ΄ όλα τα ουσιαστικά σημεία»[22].
Είναι φανερό, ότι οι κομματικές συνελεύσεις ήταν πολύ ζωηρές και χωρίς ίχνος ανίας. Αφού μια επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να επιβληθεί από μόνη της και χρειάστηκαν σκληροί αγώνες για να γίνει κοινό πνευματικό κτήμα μέσα στο κομμουνιστικό κόμμα, πόσο μάλλον στην εργατική τάξη για να γίνει πραγματικά «υλική δύναμη».
Η βασική ιδέα του «Μανιφέστου», οι οργανωτικές αρχές του Καταστατικού της Ενωσης των Κομμουνιστών - ο δημοκρατικός συγκεντρωτισμός - καθώς και το Καταστατικό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών (ΔΕΕ) κατοχυρώθηκαν στο πρόγραμμα των Αϊζεναχερ. Μέσα σε αυτό, αναδείχνεται η συνέχεια της πολιτικής μεταφοράς του επαναστατικού επιστημονικού σοσιαλισμού από την πρώτη δημοσίευση το 1847/’48, μέσω της δημοσίευσης του πρώτου τόμου του «Κεφαλαίου» το Σεπτέμβρη του 1867, μέχρι το ιδρυτικό Συνέδριο του SDAP (Σοσιαλδημοκρατικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα) τον Αύγουστο του 1869. Ωστόσο, κάτι το λασαλικό υπήρχε ακόμα στο πρόγραμμα. Σωστά έδοσε προσανατολισμό προς την ίδρυση της λαϊκής Δημοκρατίας, στο «λαϊκό κράτος». Δεν το αντιλήφθηκε, όμως, σαν μεταβατική φάση στο δρόμο προς το σοσιαλισμό, αλλά έβλεπε στο «λαϊκό κράτος» την κρατική οργάνωση με την οποία μπορούσε να ξεκινήσει η οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Φυσικά, οι Αϊζενάχερ δεν μπόρεσαν να περιλάβουν στο πρόγραμμά τους τη δικτατορία του προλεταριάτου κάτω από τους υπαρκτούς νόμους του συνεταιρίζεσθαι στην Πρωσία, που ήταν, από το 1871, μέρος της γερμανικής αυτοκρατορίας. Ομως, η «ιδέα του λαϊκού κράτους» ήταν εσφαλμένη και άκρως ατυχής λύση-υποκατάστατο, που απασχόλησε το Κόμμα αρκετά συχνά μετά, ώσπου να ξετρυπώσει ξανά -100 χρόνια αργότερα- στο «πρόγραμμα» του Χρουστσιόφ σαν «κράτος όλου του λαού», συμβάλλοντας σημαντικά στο θεωρητικό αφοπλισμό του παγκόσμιου Κομμουνιστικού κινήματος.

ΓΙΑ ΤΟ ΕΝΟΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΣΤΗ ΓΚΟΤΑ
ΣΤΙΣ 22-27 ΜΑΪΟΥ 1875

            Μετά από μακρόχρονες συζητήσεις - αντιπαραθέσεις ανάμεσα σε Αϊζενάχερ και Λασαλικούς, τα δύο κόμματα ενώθηκαν, τελικά, το Μάη του 1875 στο «Σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Γερμανίας». Απ’ ό,τι ξέρω, ήταν η πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία που ενώθηκε ένα ρεφορμιστικό με ένα επαναστατικό εργατικό κόμμα. Η ενοποίηση αυτή αποτέλεσε μεν μια πρόοδο, η οποία έθεσε τέρμα στην αδελφική διαμάχη μέσα στο γερμανικό εργατικό κίνημα, αλλά, όμως, στο πρόγραμμα που υιοθέτησε το Συνέδριο φάνηκαν έντονα κατάλοιπα της οπορτουνιστικής αντίληψης των Λασαλικών.
            Οι κριτικές του Μαρξ στο γράμμα του στο Βίλχελμ Μπράκε (Wilhelm Bracke) την 5η Μαΐου 1875 αναφέρονταν στο σχέδιο του Προγράμματος για το οποίο έλαβαν γνώση μόλις μέσω των δημοσιευμάτων στο «Φόλκσταατ» (Volksstaat, Λαϊκό κράτος) και στο «Νόϊεν Ζοσιαλντεμοκράτ» (Neuen Social-Demokrat», Νέος Σοσιαλδημοκράτης), αφού ο Βίλχελμ Λίμπκνεχτ δεν τους είχε αποστείλει το σχέδιο. Ο Λίμπκνεχτ ήξερε τα γράμματα του Μαρξ και του Ενγκελς, καθώς και τις «Σημειώσεις». Δεν τα διέδοσε, όμως, στο Συνέδριο για να συζητηθούν. Ο Λίμπκνεχτ νόμιζε ότι το Πρόγραμμα ήταν ένα «πρόγραμμα συμβιβασμού», το οποίο θάπρεπε να λάβει υπόψη τα ρεύματα στο Κόμμα. Η μετέπειτα ιστορική εξέλιξη έδειξε ότι οι ιδεολογικοί συμβιβασμοί καταλήγουν σε βάρος των επαναστατικών δυνάμεων, ανοίγουν τις πόρτες για τον οπορτουνισμό στο Κόμμα και, στο τέλος, το καταστρέφουν. Παρ’ όλες τις κάποιες απαλύνσεις στο εγκεκριμένο πρόγραμμα σε σχέση με το σχέδιο που επέκριναν οι Μαρξ-Ενγκελς, περιλήφθηκαν, όπως και πριν, οι λασαλικές θέσεις για το «σιδερένιο νόμο του μισθού», καθώς και άλλες θέσεις με μικροαστικές οικονομικές αντιλήψεις, όπως η θέση ότι, απέναντι στην εργατική τάξη, όλες οι άλλες τάξεις δεν είναι παρά μια αντιδραστική μάζα. Οπως και το αίτημα ενός «ελεύθερου κράτους» που πρέπει να αποκτηθεί με όλα τα «νόμιμα μέσα» και άλλες φράσεις.
Το πρόγραμμα αποτέλεσε ένα βήμα πίσω σε σχέση με το πρόγραμμα του Αϊζεναχ. Πριν από την Γκότα, το προλεταριακό-επαναστατικό και το μικροαστικό-ρεφορμιστικό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα ήταν οργανωτικά χωρισμένα σε δύο Κόμματα. Τώρα είχαν «ενωθεί» μέσα σε μια κομματική οργάνωση. Κατά το τέλος του 19ου αιώνα, θα φαινόταν ότι κάτι τέτιο με το χρόνο, δεν μπορεί να κρατηθεί. Οι επαναστατικές και οι οπορτουνιστικές θεωρίες και ιδεολογίες δεν είναι συμβατές. Ο Μαρξ και ο Ενγκελς το είχαν συνειδητοποιήσει αυτό. Οπως έγραφε ο Ενγκελς στο Μπέμπελ, «οι άνθρωποί μας, που θεωρητικά είναι εκατό φορές ανώτεροι από τους λασαλικούς ηγέτες - υστερούν απ’ αυτούς άλλο τόσο σε πολιτική πονηριά. Για μια ακόμα φορά, οι μη έντιμοι εξαπάτησαν φρικτά τους «έντιμους»[23]. Ο Μπέμπελ, δημοσίευσε αυτό το γράμμα μόλις το 1911 στα απομνημονεύματά του[24].
            Ο Μαρξ έγραφε στον Μπράκε ότι: «Κάθε βήμα του πραγματικού κινήματος είναι πιο σπουδαίο από μια δωδεκάδα προγράμματα. Αν, λοιπόν, δεν μπορούσαν να πάνε πιο πέρα από το πρόγραμμα του Αϊζεναχ - και οι περιστάσεις δεν το επέτρεπαν αυτό - τότε θάπρεπε απλώς να κλείσουν μια συμφωνία δράσης ενάντια στον κοινό εχθρό. Οταν όμως, κάνουν προγράμματα αρχών (αντί να αναβάλουν το ζήτημα αυτό ωσότου μια μακρόχρονη κοινή δράση θα το προετοίμαζε) τότε βάζουν μπροστά σ’ όλον τον κόσμο ορόσημα που μ’ αυτά μετριέται το ύψος του κομματικού κινήματος»[25]. «Ξέρουν πόσο ικανοποιεί τους εργάτες και μόνο το γεγονός της ενότητας, όμως γελιούνται αν νομίζουν πως τούτη η στιγμιαία επιτυχία δεν εξαγοράστηκε πάρα πολύ ακριβά»[26].
            Μόνο τον Ιανουάριο του 1891 ο Ενγκελς δημοσίευσε τις «Σημειώσεις» του Μαρξ ενάντια στις αντιστάσεις οπορτουνιστικών μελών του κομματικού προεδρείου, για να επηρεάσει τη σύνταξη ενός νέου κομματικού προγράμματος στο επικείμενο Συνέδριο της Ερφούρτης. Το ότι ο Μαρξ και ο Ενγκελς δεν είχαν δημοσιεύσει νωρίτερα τα κριτήριά τους σχετικά με το σχέδιο προγράμματος, οφειλόταν σε πρώτη ανάλυση στο γεγονός ότι η πλειοψηφία των εργατών - Ω! θαύμα! - ερμήνευε το πρόγραμμα επαναστατικά και δεν επηρεαζόταν από αυτό αρνητικά στον αγώνα τους, ιδιαίτερα από το 1876 κάτω από τις συνθήκες του «έκτακτου νόμου ενάντια στις γενικά επικίνδυνες επιδιώξεις της σοσιαλδημοκρατίας» του Μπίσμαρκ.



  Τρίτο μέρος μελέτης με τίτλο: «Για την πολιτική οργάνωση των κομμουνιστών στην Ιστορία και στη σημερινή εποχή», που δημοσιεύεται σε συνέχειες, από το τεύχος 2/2000, στο γερμανικό περιοδικό «Βάϊσενζεερ Μπλέτερ» (Weissenseer Blatter).
[1] Βλ. Ουΐλλιαμ Φόστερ (William Ζ. Foster): «Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος των ΗΠΑ», Βερολίνο 1956, σελ. 19.
[2] Στο ίδιο, σελ. 15.
[3] Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος». Στο MEW 15/488.
[4] Καρλ Μαρξ: «Οι «Τάϊμς» του Λονδίνου για τους πρίγκιπες της Ορλεάνης στην Αμερική». Στο MEW 15/327.
[5] Φρίντριχ Ενγκελς: «Σχέδιο επιταφίου προσφώνησης για τον Καρλ Μαρξ». Στο MEW 19/333 κ.ο.κ.
[6] MEW, Τ. 23, σελ. 318.
[7] Καρλ Μαρξ: «Στον Αβραάμ Λίνκολν, Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής». Στο MEW, 16/18 κ.ο.κ.
[8] Καρλ Μαρξ: «Ιδρυτική Διακήρυξη της Διεθνούς Ενωσης Εργατών». «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τομ. Ι, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ, 1951, σελ. 450-151.(Γερμανικά, MEW 16/13).
[9] Καρλ Μαρξ: «Γενικό Καταστατικό της Διεθνούς Ενωσης Εργατών», (όπως έγινε δεκτό στη συνεδρίαση του Συνεδρίου της Γενεύης την 5ην Σεπτεμβρίου 1866). «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ Ι, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 452-453. (Γερμανικά, MEW 16/520-523).
[10] Βλ. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Οι δήθεν διασπάσεις στη Διεθνή». Στο MEW, 18/11.
[11] Βλ. Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Μια συνωμοσία κατά της Διεθνούς Ενωσης Εργατών». Στο MEW 18/327-471. Καρλ Μαρξ: «Σύνοψη του βιβλίου του Μπακούνιν «Κρατισμός και Αναρχία». Στο ίδιο, σελ. 599-642. «Ο Ενγκελς στο Θεόδωρο Κούνο, 24 Ιανουαρίου 1872». Διαλεχτά Εργα, τ.ομ. ΙΙ, σελ. 548-549. (Στο MEW 33/388 κ.ο.κ.).

[12] Φρίντριχ Ενγκελς: «Σχετικά με την πολιτική δράση της εργατικής τάξης». Κ. Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», έκδοση «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1992, σελ. 66-67. (Γερμανικά MEW 17/415).
[13] Βλ. Φρίντριχ Ενγκελς: «Οι Μπακουνιστές στη Δουλειά. Υπόμνημα για την εξέγερση στην Ισπανία το καλοκαίρι του 1873». Στο MEW 18/476-493.
[14] MEW 36/11.
[15] Στο ίδιο, σελ. 11 κ.ο.κ.
* Σημ. ΚΟΜΕΠ: Ο Λένιν στο πιο σημαντικό έργο του για το ζήτημα του κράτους, το «Κράτος και Επανάσταση» (έκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 37 και 50) αναφέρει: «Η σκέψη του Μαρξ συνίσταται στο ό,τι η εργατική τάξη πρέπει να συντρίψει, να τσακίσει την «έτοιμη κρατική μηχανή» και να μην περιοριστεί στην απλή κατάληψή της». Και «Ενας έξυπνος γερμανός σοσιαλδημοκράτης της όγδοης δεκαετίας του περασμένου αιώνα ονόμασε το ταχυδρομείο πρότυπο σοσιαλιστικού νοικοκυριού. Αυτό είναι πολύ σωστό. Σήμερα το ταχυδρομείο είναι νοικοκυριό, οργανωμένο σύμφωνα με τον τύπο του κρατικο-καπιταλιστικού μονοπωλίου. Ο ιμπεριαλισμός μετατρέπει βαθμιαία όλα τα τράστ σε οργανώσεις αυτού του τύπου. Πάνω από τους «απλούς» εργαζόμενους, που ξεθεώνονται στη δουλιά και πεινάνε, στέκει εδώ η ίδια αστική γραφειοκρατία. Εδώ όμως είναι ήδη έτοιμος ο μηχανισμός της κοινωνικής διαχείρισης. Ας ανατρέψουμε τους καπιταλιστές, ας συντρίψουμε με το σιδερένιο χέρι των ένοπλων εργατών, την αντίσταση αυτών των εκμεταλλευτών, ας τσακίσουμε τη γραφειοκρατική μηχανή του σύγχρονου κράτους - και μπροστά μας θα προβάλει ένας απαλλαγμένος από «παράσιτα» μηχανισμός με υψηλό τεχνικό εξοπλισμό, ένας μηχανισμός, που θα μπορούν θαυμάσια να τον βάλουν σε κίνηση οι ίδιοι οι ενωμένοι εργάτες, μισθώνοντας τεχνικούς, επιστάτες, λογιστές και αμείβοντας τη δουλιά όλων αυτών, όπως και όλων γενικά των «δημοσίων» υπαλλήλων με μισθό εργάτη. Αυτό είναι ένα συγκεκριμένο, πρακτικό, άμεσα πραγματοποιήσιμο καθήκον σχετικά με όλα τα τραστ, καθήκον που λυτρώνει τους εργαζόμενους από την εκμετάλλευση και παίρνει υπόψη την πείρα που εγκαινίασε ήδη πρακτικά (ιδίως στον τομέα της οικοδόμησης του κράτους) η Κομμούνα. 
[16] Βλ. τον «Ενγκελς στον Λαφάργκ στις 30.12.1871». MEW 33/365 κ.ο.κ.
[17] GDA/1, σελ. 570 κ.ο.κ.
[18] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμ. Ι, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή» 1978, σελ. 19. (Γερμανικά, MEW 23/19).
[19] August Bebel: «Από τη ζωή μου». Δεύτερο Μέρος. Στουτγάρδη 1911, σελ. 131.
[20] Στο ίδιο, σελ. 132. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).
[21] Στο ίδιο, σελ. 132, κ.ο.κ. (Η υπογράμμιση υπάρχει στο πρωτότυπο).
[22] Φρ. Ενγκελς: «Ο σοσιαλισμός στη Γερμανία». Καρλ Μαρξ-Φρ. Ενγκελς: «Για το ρεφορμισμό», εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 1992, σελ. 203-204. (Στο MEW 22/249).
[23] Φρ. Ενγκελς: (Γράμμα στον Μπέμπελ). Λονδίνο 18/28 Μάρτη 1875. «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 31. (Γερμανικά, MEW 19/4).
[24] Αουγκουστ Μπέμπελ: «Από τη ζωή μου», σελ. 318-324.
[25] Καρλ Μαρξ: (Γράμμα στον Μπράκε). Λονδίνο, 5 Μάη 1875. «Διαλεχτά Εργα», Μαρξ-Ενγκελς, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 5. (Γερμανικά, MEW 19/13 κ.ο.κ).
[26] Καρλ Μαρξ: (Γράμμα στον Μπράκε). Λονδίνο, 5 Μάη 1875. «Διαλεχτά Εργα» Μαρξ-Ενγκες, τόμ. ΙΙ, έκδοση ΚΕ του ΚΚΕ 1951, σελ. 5. (Γερμανικά, MEW 19/14).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ