του Αποστόλη Παππά
«Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα».
Αυτή η πασίγνωστη διατύπωση του Κλάουζεβιτς, ενός από τους μεγαλύτερους συγγραφείς για τα προβλήματα του πολέμου, συνιστά τον πιο ολοκληρωμένο και διαλεκτικό μάλιστα ορισμό του χαρακτήρα του πολέμου και της βίας που περιέχεται σε αυτόν.
«Ο πόλεμος είναι μια πράξη βίας προορισμένη στο να καταναγκάσει τον αντίπαλο να εκτελέσει τη θέλησή μας ... Είναι μια σύγκρουση μεγάλων συμφερόντων ρυθμισμένη με το αίμα, και είναι μόνο σ’ αυτό που διαφέρει από τις άλλες συγκρούσεις» γράφει στο σύγγραμμα του «Περί του πολέμου» ο Κλάουζεβιτς, στο οποίο ρητά δηλώνει σε κάποιο άλλο σημείο πως η πολιτική είναι το αίτιο που γεννά τον πόλεμο: «Αν λοιπόν έχει κανείς στο νου του πως ο πόλεμος προκύπτει από ένα πολιτικό σχέδιο, είναι φυσικό αυτό το αρχικό αίτιο από το οποίο κατάγεται, να παραμένει η πρώτη και ανώτερη θεώρηση που θα υπαγορεύσει τη διεξαγωγή του ... η πολιτική πρόθεση είναι ο σκοπός, ενώ ο πόλεμος είναι το μέσο, και το μέσο δεν μπορεί να θεωρηθεί ανεξάρτητο από το σκοπό»[1].
Το φαινόμενο του πολέμου και της βίας πάντα απασχολούσε τους κλασσικούς του κομμουνισμού και σήμερα αποκτά μια ιδιαίτερη επικαιρότητα, αφού η ιμπεριαλιστική νέα τάξη πραγμάτων με κύρια πολιτικά της όργανα την κρατική βία και τον πόλεμο στρέφεται σε ολομέτωπη και «εφ’ όλης της ύλης» επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη, τους λαούς, βαφτίζοντας σαν «τρομοκράτη», «αναρχικό» και «φανατικό» κάθε άνθρωπο που αγωνίζεται για τα δημοκρατικά, κοινωνικά και πολιτικά του δικαιώματα, που η δράση του έρχεται σε αντίθεση με την πολιτική κυριαρχία του ιμπεριαλισμού.
Τα λόγια του αμερικανού Προέδρου Τζωρτζ Μπους «ή είστε με εμάς ή με τους τρομοκράτες», οι πολεμικές ιαχές αστών πολιτικών και φιλοσόφων «τύπου» Χάντιγκτον πως ζούμε σε μια «σύγκρουση πολιτισμών» και ότι πρέπει να υπερασπίσουμε -εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι- όλοι από κοινού τις αξίες και την «ανωτερότητα» του δυτικού πολιτισμού, δεν είναι τίποτε άλλο παρά το προπέτασμα του καπνού για να κρύψουν την ταξική φύση του καπιταλισμού που γεννά τον πόλεμο και να εξασφαλίσουν «εθνική ενότητα», δηλαδή υποταγή στα πολεμοκάπηλα σχέδιά τους.
Ιδιαίτερα αποκαλυπτικός για τα σχέδια του ιμπεριαλισμού και το ρόλο των ΗΠΑ είναι ο Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι: «Για την Αμερική το κύριο γεωπολιτικό λάφυρο είναι η Ευρασία… Μακροπρόθεσμα η παγκόσμια πολιτική θα ευνοεί υποχρεωτικά όλο και λιγότερο τη συγκέντρωση της ηγεμονικής δύναμης στα χέρια ενός μόνο κράτους. Επομένως η Αμερική δεν είναι μόνο η πρώτη καθώς και η μοναδική πραγματικά παγκόσμια υπερδύναμη, αλλά πιθανόν είναι και η τελευταία»[2].
Στην αστική κοινωνιολογία και φιλοσοφία είναι ιδιαίτερα διαδεδομένες αντιδραστικές και απάνθρωπες αντιλήψεις που εξηγούν και τελικά δικαιολογούν τον πόλεμο και τη βία σε βάρος των λαών, αποδίδοντάς τον στην ανθρώπινη φύση, σύμφωνα με την οποία, ισχυρίζονται, «ο άνθρωπος είναι λύκος για τον άνθρωπο».
Καλλιεργούν τον εθνικισμό και το μίσος, υποδαυλίζουν τεχνητές φυλετικές και θρησκευτικές διαφορές, και επιδιώκουν να πείσουν τους λαούς ότι ο πόλεμος είναι κάτι φυσικό και αναπόφευκτο. Σε αυτή τη γραμμή κινείται για να μας πείσει ο πολυδιαφημισμένος Σάμιουελ Χάντινγκτον: «Οι πολιτισμοί αποτελούν τις ύστατες ανθρώπινες φυλές, και η διαπάλη των πολιτισμών είναι μία φυλετική σύγκρουση σε παγκόσμια κλίμακα. Στον κόσμο που αναδύεται τα κράτη και οι ομάδες, δύο διαφορετικών πολιτισμών, είναι πιθανό να δημιουργήσουν περιορισμένες, ειδικές, τακτικές σχέσεις και συνασπισμούς, για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους έναντι των οντοτήτων ενός τρίτου πολιτισμού ή και για άλλους λόγους. Παρ’ όλα αυτά οι σχέσεις μεταξύ ομάδων από διαφορετικούς πολιτισμούς, δεν θα γίνουν σχεδόν ποτέ στενές, θα είναι συνήθως ψυχρές αν όχι εχθρικές»[3].
Οι ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και η Ευρωπαϊκή Ενωση αναγορεύουν τον εαυτό τους σε παγκόσμιους εισαγγελείς και στέλνουν βομβαρδιστικά και δυνάμεις ταχείας επέμβασης, όπως έκαναν στο Ιράκ, στη Γιουγκοσλαβία και σήμερα στο Αφγανιστάν, για να επιβάλλουν το «διεθνές δίκαιο», δηλαδή το δικό τους δίκαιο. Αυτό που δεκάδες φορές επιχείρησαν τον αιώνα που πέρασε να επιβάλουν σε λαούς και κινήματα που αγωνίζονταν για την ανεξαρτησία τους, για το σοσιαλισμό. Οπως το 1918 όταν οι δυνάμεις της Αντάντ, και με τη συμμετοχή της Ελλάδας, επεδίωξαν να «στραγγαλίσουν» στη γέννησή του το πρώτο σοσιαλιστικό κράτος του κόσμου, τη Σοβιετική Ενωση. Οπως το Δεκέμβρη του ’44 στη δική μας χώρα έπραξαν οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές εισβάλλοντας στην Αθήνα για να χτυπήσουν το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Οπως και το 1961 στη Κούβα όταν χιλιάδες αμερικάνοι μισθοφόροι και Κουβανοί αντεπαναστάτες εισέβαλαν στον Κόλπο των Χοίρων για να ανατρέψουν τη λαϊκή εξουσία. Οπως και στην Κορέα, στην Ινδονησία, στο Βιετνάμ, στη Χιλή, στην Κύπρο και σε δεκάδες άλλες χώρες του πλανήτη, επρόκειτο για την κατάπνιξη των λαϊκών κινημάτων, για την εξασφάλιση αγορών και σφαιρών επιρροής, για την υπονόμευση του σοσιαλιστικού συστήματος και τη διαιώνιση της καπιταλιστικής κυριαρχίας.
Το ΚΚΕ με ανακοίνωσή του στις 15.9.2001 για το τρομοκρατικό πλήγμα που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ αποσαφηνίζοντας την επιθετικότητα του ιμπεριαλισμού τονίζει: «Το κύριο ζήτημα που πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή του ελληνικού λαού είναι η απόφαση των ΗΠΑ να κηρύξουν κατάσταση πολέμου, με στόχο ένα σημαντικό αριθμό χωρών και λαϊκών κινημάτων. Ο κίνδυνος είναι ακόμα μεγαλύτερος, καθώς πρέπει να παρθούν υπόψη μια σειρά παράγοντες που συνυπάρχουν, όπως: Η κρίση αγκαλιάζει συγχρονισμένα και τα τρία κέντρα του ιμπεριαλισμού, τις ΗΠΑ, την Ευρώπη, την Ιαπωνία. Οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί έχουν οξυνθεί και οι ΗΠΑ ενδιαφέρονται να ενισχύσουν τη θέση τους ως παγκόσμιου χωροφύλακα, ενώ η ΕΕ διεκδικεί ένα ανάλογο ευρύτερο ρόλο σε διεθνές επίπεδο, πέρα από το ρόλο του χωροφύλακα που κατέχει στη γηραιά ήπειρο»[4].
ΤΑΞΙΚΗ ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΒΙΑ
Το κράτος και η βία του στη μακρόχρονη ιστορία των ταξικών κοινωνιών, πάντοτε ορθώνανε την απειλή της φυσικής εξόντωσης στις καταπιεζόμενες τάξεις που αγωνίζονταν για την ελευθερία τους. Ο μυθικός Προμηθέας, αλυσόδετος στα χέρια των τεράτων υπηρετών του Δία, του κράτους και της βίας, οδηγείται στο βράχο του μαρτυρίου του, γιατί τόλμησε να κλέψει από τον Ολυμπο τη φωτιά και να τη χαρίσει στους ανθρώπους. Σχετικά με τα λόγια του Προμηθέα στο Δία: «Να σου πω την αλήθεια, εγώ όλους τους θεούς τους μισώ» και την απάντηση που δίνει στον Ερμή: «... Εγώ δεν αλλάζω το μαρτύριο μου με μια ζωή σκλάβου. Κάλλιο στο βράχο αλυσόδετος, παρά δούλος πιστός του τύραννου Δία». Ο Μαρξ είπε: «Ο Προμηθέας είναι ο πιο ευγενικός και άγιος μάρτυρας του φιλοσοφικού ημερολογίου»[5].
Το κράτος δεν υπήρχε πάντα στην ιστορία του ανθρώπου, αλλά εμφανίστηκε όταν ο καταμερισμός της εργασίας και η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής διέσπασαν την πρωτόγονη κοινωνία των γενών σε τάξεις. Για το μαρξισμό η δημιουργία των τάξεων γέννησε το κράτος σαν μηχανισμό κυριαρχίας και επιβολής των εκμεταλλευτών στους εκμεταλλευόμενους, η αδικία και η εκμετάλλευση της εργασίας γέννησαν τη βία σαν μέθοδο επιβολής της θέλησης της άρχουσας τάξης.
Η βία σαν υλική δύναμη της κρατικής εξουσίας των καπιταλιστών ορθώνεται απειλητικά στον αγώνα της εργατικής τάξης για να αποτινάξει τα δεσμά της καταπίεσης. Το κράτος και η αστική δημοκρατία μαζί με τις μορφές της, δεν είναι τίποτε άλλο παρά η δικτατορία της αστικής τάξης που με τη βία, πότε καλυμμένη και πότε ανοικτή επιβάλλει την κυριαρχία του συστήματος. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού, το κεφάλαιο και το κράτος του περνάνε την αντίδραση σε όλες τις πλευρές της κοινωνίας, η αστική τάξη υπερφαλαγγίζει τις τυπικές δημοκρατικές μεθόδους και επιβάλλει συχνά βίαιες στρατιωτικές - φασιστικές δικτατορίες.
Στον τομέα της ιδεολογίας, η αστική τάξη μαζί με την κοινωνική δημαγωγία, καλλιεργεί την απροκάλυπτη εξύμνηση της βίας σαν νόμιμο δικαίωμα αποκλειστικά της κρατικής πολιτικής για να εξασφαλίσει την «ασφάλεια» των πολιτών και τα «συμφέροντα των εθνών».
Οι κομμουνιστές δεν είναι θιασώτες της βίας και του πολέμου. Ο μαρξισμός - λενινισμός απορρίπτει τις θεωρίες που αποδίδουν στη βία καθοριστικό ρόλο στην ιστορία[6]. Ταυτόχρονα, όμως, δεν αρνιέται καθόλου το ρόλο της βίας στον ένα ή στον άλλο μηχανισμό πραγματοποίησης της ιστορικής αναγκαιότητας, γιατί όπως έγραφε ο Μαρξ, αναφερόμενος στο προτσές της μετατροπής του φεουδαρχικού τρόπου παραγωγής σε κεφαλαιοκρατικό που επιταχύνθηκε με την κρατική βία: «Η βία είναι η μαμή κάθε παλιάς κοινωνίας όταν αυτή εγκυμονεί τη νέα. Η ίδια η βία είναι οικονομική δύναμη»[7]. Οι κομμουνιστές είναι αντίθετοι και πολέμιοι κάθε μορφής ατομικής «τρομοκρατίας» και τυχοδιωκτισμού, υπερασπίζονται όμως το δικαίωμα της εργατικής τάξης και του λαού να χρησιμοποιήσουν κάθε μορφή πάλης για να καμφθεί η εκδήλωση κρατικής βίας που στρέφεται ενάντια στο λαϊκό κίνημα.
Ο Λένιν στην αντιπαράθεσή του με τους οπαδούς της ατομικής τρομοκρατίας
δήλωνε ότι: «Η σοσιαλδημοκρατία θα συνιστά πάντα την αποφυγή του τυχοδιωκτισμού και θα ξεσκεπάζει αλύπητα τις αυταπάτες που καταλήγουν αναπόφευκτα στην πλήρη απογοήτευση. Πρέπει να θυμούμαστε ότι το επαναστατικό κόμμα τότε μονάχα είναι άξιο του ονόματός του, όταν καθοδηγεί στην πράξη το κίνημα της επαναστατικής τάξης. Πρέπει να θυμούμαστε πως κάθε λαϊκό κίνημα παρουσιάζει ατελείωτη ποικιλία μορφών, επεξεργαζόμενο συνεχώς νέες, απορρίπτοντας τις παλιές, τροποποιώντας είτε συνδυάζοντας παλιές και νέες μορφές. Και χρέος μας είναι να παίρνουμε ενεργό μέρος σ’ αυτό το προτσές της επεξεργασίας των μεθόδων και των μέσων πάλης»[8].
Η ιστορία των κοινωνιών, είναι η ιστορία της πάλης των τάξεων, που πραγματοποιείται με άλματα τη στιγμή της κορύφωσης της πάλης όταν εκδηλώνεται η κοινωνική επανάσταση. Τότε ακριβώς το κράτος των εκμεταλλευτών, σαν υλική δύναμη που ενσαρκώνει τη θέλησή τους, με τη βία στρέφει όλη τη δύναμή του για να τσακίσει τις επαναστατικές δυνάμεις. Το επαναστατικό κίνημα σ’ αυτή την τεράστια δύναμη καταστολής και κατάπνιξης είναι υποχρεωμένο να απαντήσει με τη δική του δύναμη αντίστασης και απελευθέρωσης.
Η ιστορία έχει δείξει ότι καμιά κοινωνική επανάσταση δεν πραγματοποιείται δίχως μαζική πολιτική δράση, δίχως άσκηση επαναστατικής βίας, ακόμη και ένοπλης λαϊκής πάλης όταν το κράτος των εκμεταλλευτών στρέφει όλους τους μηχανισμούς του, ιδεολογικούς, πολιτικούς και στρατιωτικούς για την καταστολή της θέλησης του λαού. Ο βαθμός και οι μορφές της βίας όμως πάντα καθορίζονται κυρίως από το βαθμό και τις μορφές επίθεσης των κυρίαρχων τάξεων.
Η πάλη της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στην πολιτική κυριαρχία των μονοπωλίων, για να στεφθεί με επιτυχία πρέπει να θέσει το ζήτημα της εξουσίας που είναι και η καρδιά της πολιτικής πάλης. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν πολύ καλά ότι πολιτική που δε θίγει την κρατική τους εξουσία, κινείται στα όρια του συστήματος, δεν μπορεί να τους ανατρέψει. Δεν αρκεί η αποδοχή της πάλη των τάξεων, αλλά χρειάζεται αγώνας για την τελική της κατάληξη που είναι η δικτατορία του προλεταριάτου. Η ανατροπή της πολιτικής εξουσίας των μονοπωλίων απαιτεί μια νέα εξουσία που σαν κρατική εξουσία εμπεριέχει τη βία, όμως εδώ πρόκειται για βία της πλειοψηφίας του λαού σε βάρος της μειοψηφίας των εκμεταλλευτών που δεν αποδέχονται, όπως έχει δείξει η ιστορία, την ήττα τους και επιχειρούν να παλινορθώσουν το εκμεταλλευτικό καθεστώς. Η κύρια λειτουργία της λαϊκής εξουσίας είναι η δημιουργική, η κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής, η ανάπτυξη της κοινωνίας με κεντρικό σχεδιασμό, χωρίς εκμετάλλευση αλλά με γνώμονα τις ανάγκες της εργατικής τάξης, του λαού και με την ολόπλευρη συμμετοχή τους.
Χωρίς επαναστατική βία, έλεγε ο Λένιν για την Οκτωβριανή Επανάσταση, το προλεταριάτο δεν μπορούσε να νικήσει. Αποτελούσε όμως απαραίτητη και δικαιολογημένη μέθοδο σε ορισμένες μόνο στιγμές της, μόνο όταν υπήρχαν ορισμένες και ειδικές συνθήκες, «...ενώ η οργάνωση των προλεταριακών μαζών, η οργάνωση των εργαζομένων ήταν και παραμένει η πολύ πιο βαθιά, μόνιμη ιδιότητα αυτής της επανάστασης και όρος της νίκης της ... η πιο βαθιά πηγή των νικών της»[9].
Το Πρόγραμμα του ΚΚΕ αναδεικνύει σαν ένα ποιοτικό γνώρισμα για το ρόλο και την προοπτική του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού δημοκρατικού μετώπου πάλης σε μια ανοδική πορεία ανάπτυξης - που φυσικά προϋποθέτει και ανάλογες αντικειμενικές εξελίξεις - τη συμμετοχή των μαζών: «Στην πορεία της πάλης και στο βαθμό που βαθαίνει ο αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας, αποκτά τα χαρακτηριστικά ενός επαναστατικού λαϊκού μετώπου, οργανωμένου από τα κάτω και από τα πάνω, ικανού να συσπειρώνει στη δράση όλο και ευρύτερες λαϊκές μάζες.
Αποκτά ποιοτικά γνωρίσματα ανώτερα από τα μαζικά κινήματα και τις οργανώσεις τους. Τα όργανα αυτού του Μετώπου είναι τα επιτελεία του αγώνα σε κάθε επίπεδο, οργανωτές, καθοδηγητές σκληρών ταξικών συγκρούσεων. Δεν περιορίζονται στην άσκηση πίεσης και ελέγχου πάνω στο αστικό κράτος και στους άλλους αστικούς θεσμούς.
Κινητοποιούν το λαό, ώστε να ματαιώνει αντιλαϊκές επιλογές, να μην πειθαρχεί στους επάνω. Διαμορφώνουν μέσα στην πάλη νέους λαϊκούς θεσμούς, σε σύγκρουση με τους αστικούς θεσμούς που νομιμοποιούν τη δικτατορία των μονοπωλίων. Διαπαιδαγωγούν και προετοιμάζουν το λαό να αξιοποιεί όλες τις μορφές της πάλης και να είναι σε θέση να τις εναλλάσσει γρήγορα και ανάλογα με τις εξελίξεις. Τα καθοδηγητικά όργανα του αντιιμπεριαλιστικού, αντιμονοπωλιακού λαϊκού μετώπου, οι λαογέννητοι θεσμοί που εμφανίζονται στη διάρκεια της αναμέτρησης και των ταξικών αγώνων αποτελούν τα έμβρυα της νέας πολιτικής εξουσίας της εργατικής τάξης και των συμμάχων της»[10].
Ο ΜΑΡΞΙΣΜΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟ
Οι πόλεμοι είναι από τα πιο περίπλοκα και αντιφατικά φαινόμενα της κοινωνικής ζωής. Διαδραματίζονται σε όλη την ιστορία της ταξικής κοινωνίας και ασκούν τεράστια επίδραση στη ζωή των λαών και των κρατών, επιβραδύνοντας ή επιταχύνοντας την πορεία της κοινωνικής εξέλιξης. Σε αντίθεση με τις αστικές θεωρίες περί πολέμου και βίας ο Μαρξ, ο Ενγκελς και ο Λένιν έδειξαν ότι αποτελούν κοινωνικο-ιστορικό φαινόμενο που παίρνει συστηματική μορφή σε μια ορισμένη βαθμίδα ανάπτυξης της ανθρώπινης κοινωνίας, ότι η βία και ο πόλεμος είναι συνυφασμένοι με την ιστορική εξέλιξη του τρόπου παραγωγής και την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας. Ακριβώς η γέννηση της ατομικής ιδιοκτησίας, των τάξεων και του κράτους οδήγησε στην εμφάνιση και «ιδιαίτερων αποσπασμάτων από ένοπλους ανθρώπους», δηλαδή στρατού, αστυνομίας κλπ. Ο πόλεμος γίνεται πλέον τακτική λειτουργία των κρατών που αντιπροσωπεύουν τα συμφέροντα των καταπιεστών, μέσο για την πολιτική στερέωση και την επέκταση της κυριαρχίας τους, πηγή καταλήστευσης άλλων λαών.
Οι κυρίαρχες τάξεις και οι κυβερνήσεις τους πραγματοποιούν τους ταξικούς τους σκοπούς, την πολιτική τους, με τα πιο διαφορετικά μέσα - οικονομικά, ιδεολογικά, διπλωματικά κλπ. Αν αυτά τα μέσα δεν οδηγήσουν στους σκοπούς που έχουν βάλει, τότε οι κυρίαρχες τάξεις και κράτη καταφεύγουν στην ανοικτή, βίαιη ένοπλη μορφή αγώνα, στον πόλεμο μεταξύ των κρατών αλλά και στον εμφύλιο.
Σε αυτό το σημείο δεν πρέπει να μας διαφεύγει το γεγονός ότι ο πόλεμος σαν υπέρτατη μορφή βίας δεν πηγάζει από τις εξωτερικές αντιθέσεις ενός κοινωνικο-οικονομικού σχηματισμού αλλά από τις εσωτερικές του και κυρίως από την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων, σχέσεων παραγωγής που στο πλαίσιο κάθε ταξικής κοινωνίας εκδηλώνεται σαν πάλη των τάξεων και είναι η κινητήρια δύναμη της.
Αν δεν εξετάσει κανείς την ουσία του πολέμου και περιοριστεί στα εξωτερικά ιδεολογικά του καλύμματα, δε θα μπορέσει να αναδείξει την ουσία της πολιτικής που οδηγεί στον πόλεμο και επομένως στο χαρακτήρα του, αν είναι στην κατεύθυνση της κοινωνικής προόδου ή της αντίδρασης.
Πολύ ορθά ο Λένιν την περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου διαχώρισε τη στάση των μπολσεβίκων από την αντίστοιχη των αστών πασιφιστών και των αναρχικών. Στη μπροσούρα «Σοσιαλισμός και πόλεμος» υπογραμμίζει ότι: «Από τους πρώτους διαφέρουμε γιατί καταλαβαίνουμε την αναπόφευκτη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στους πολέμους και την πάλη των τάξεων στο εσωτερικό μιας χώρας, γιατί καταλαβαίνουμε ότι είναι αδύνατο να εξαλειφθούν οι πόλεμοι χωρίς την εξάλειψη των τάξεων και τη δημιουργία του σοσιαλισμού, καθώς και γιατί αναγνωρίζουμε στο ακέραιο ότι είναι δικαιολογημένοι, προοδευτικοί και αναγκαίοι οι εμφύλιοι πόλεμοι, δηλαδή οι πόλεμοι της καταπιεζόμενης τάξης ενάντια στην καταπιέζουσα τάξη, οι πόλεμοι των δούλων ενάντια στους δουλοχτήτες, των δουλοπάροικων αγροτών ενάντια στους τσιφλικάδες, των μισθωτών εργατών ενάντια στην αστική τάξη»[11].
Οι αστοί έντεχνα αποκρύπτουν τον ταξικό χαρακτήρα των κοινωνιών και των πολεμικών αναμετρήσεων, όπως κάνει και ο καθηγητής Στρατιωτικής Ιστορίας Τζον Κήγκαν στο βιβλίο του η «Η ιστορία του Πολέμου»: «Η γραπτή ιστορία του κόσμου είναι εν πολλοίς η ιστορία του πολέμου γιατί τα κράτη στα οποία ζούμε, σε μεγάλο βαθμό είναι αποτέλεσμα κατακτήσεων πολιτικής διαμάχης ή αγώνα για την ανεξαρτησία. Οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες της γραπτής ιστορίας ήταν γενικώς βίαιοι άνδρες, γιατί, εάν δεν ήταν οι ίδιοι πολεμιστές -αν κι οι περισσότεροι ήταν- κατανοούσαν τη χρήση της βίας και δεν απέφευγαν να τη χρησιμοποιήσουν για να επιτύχουν τους στόχους τους»[12].
Παρουσιάζουν την ιστορία της ανθρωπότητας και των πολέμων της σαν δημιούργημα των «μεγάλων ανδρών», που συνέλαβαν και εφάρμοσαν «μεγαλόπνοα σχέδια», διοργάνωσαν «πολιτιστικές και θρησκευτικές εκστρατείες». Σαν αυτές των σταυροφοριών για να «απελευθερώσουν» τους Αγιους Τόπους από τους άπιστους, στο αίμα των οποίων κολύμπαγαν οι πανοπλίες και τα άλογα των ιπποτών, όπως καυχιόταν σε γράμμα του προς τον Πάπα ο απεσταλμένος του. Οπως με την ανακάλυψη της Αμερικής, όταν οι Ισπανοί κονκισταδόρες (κατακτητές) εξόντωσαν με τα όπλα και τις αρρώστιες δεκάδες εκατομμύρια ιθαγενών, γιατί οι «απολίτιστοι ειδωλολάτρες» ιθαγενείς του βασιλιά Μοντεζούμα, μη γνωρίζοντας τι είναι ατομική ιδιοκτησία της γης, αδυνατούσαν να πουλήσουν τις εύφορες και χρυσοφόρες περιοχές τους στους «πολιτισμένους» ιππότες της φεουδαρχικής Ευρώπης. Για τους αστούς ιστορικούς ο Σπάρτακος είναι ένας ακόμη «μέγας» ηγέτης δίπλα στον «Μέγα Αλέξανδρο», τον «Μέγα Ναπολέοντα». Μόνο που ο δικός του πόλεμος ήταν ο «δίκαιος» πόλεμος των δούλων της Αρχαίας Ρώμης ενάντια στην ηγετική δύναμη της εποχής, για να κερδίσουν την ελευθερία τους ενάντια στην τάξη των δουλοκτητών. Η Ιωάννα της Λωραίνης εκτός από «αγία» που την ανακήρυξε ο Πάπας τον 20ό αιώνα, ήταν μια χωριατοπούλα που στη διάρκεια του εκατονταετή πολέμου (1337-1453) μεταξύ Αγγλίας και Γαλλίας για την κυριαρχία στη Φλάνδρα και την Γουνιέννη, ηγήθηκε των αγροτών και του στρατού ενάντια στους Αγγλους κατακτητές αλλά και στους Γάλλους συνεργάτες τους, τους φεουδάρχες της Βουργουνδίας, που τελικά τη συνέλαβαν, τη δίκασαν και την παρέδωσαν στους άγγλους. Είναι η εποχή του ξεσηκωμού των αγροτών στην Ευρώπη, που στην ιστορία έμεινε γνωστός με την ονομασία «πόλεμος των χωρικών» και στη Γαλλία σαν «ζακερί» από το παρατσούκλι «Ζακ ο αφελής» που έδωσαν οι Γάλλοι αριστοκράτες στους αγρότες που ξεσηκώθηκαν ενάντια στους φεουδάρχες δυνάστες και στους Αγγλους κατακτητές. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη σύγχρονη εποχή «δίκαιου» πολέμου είναι ο Μεγάλος Πατριωτικός αντιφασιστικός αγώνας της Σοβιετικής Ενωσης στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, ενάντια στην ιμπεριαλιστική-φασιστική Γερμανία. Ο δεκαετής αντιφασιστικός εθνικο-απελευθερωτικός και αντιιμπεριαλιστικός πόλεμος του ελληνικού λαού κατά τη δεκαετία 1940-1950.
Στην εποχή του ιμπεριαλισμού και ειδικά σήμερα βλέπουμε τα μονοπώλια και τις κυβερνήσεις τους να μη διστάζουν μπροστά σε κανένα έγκλημα για να επιβάλλουν την κυριαρχία τους. Το ζήτημα όμως που πρέπει να απασχολήσει τους λαούς είναι ότι το κεφάλαιο ψάχνει για συνεργούς, συνενόχους στα εγκλήματά του. Με χιλιάδες τρόπους προσπαθεί να τους εξαπατήσει και σε αυτή την προσπάθεια τα επιτελεία του «σκαρφίζονται» ακόμη και τις πιο απίθανες θεωρίες.
Τον «κοινωνικό δαρβινισμό» και τις θεωρίες του Μάλθους για την αναγκαιότητα του πολέμου σαν μέσο μείωσης του πληθυσμού, τον αντικομμουνισμό, την ταύτιση «κομμουνισμού» με την «αναρχία» και την «τρομοκρατία», την προβολή του κινδύνου από τον «ισλαμικό φονταμενταλισμό», τις επιστημονικοφανείς αλλά βαθιά μυστικιστικές και αντιδραστικές θεωρίες για το ρόλο των γονιδίων στη βίαιη και εγκληματική συμπεριφορά του ανθρώπου, το διαχωρισμό των ανθρώπων σε «ράτσες», σε «ανώτερους» και «κατώτερους πολιτισμούς».
Αντιπροσωπευτικό σύγχρονο δείγμα αυτών των αντιλήψεων είναι οι θέσεις του Σάμιουελ Χάντινγκτον: «Η υπόθεσή μου είναι ότι η θεμελιώδης πηγή αντιπαραθέσεων σε αυτό τον καινούργιο κόσμο δε θα είναι πρωταρχικά ούτε ιδεολογική, ούτε οικονομική. Οι μεγάλες διαιρέσεις ανάμεσα στην ανθρωπότητα και η κυρίαρχη πηγή αντιπαραθέσεων θα είναι πολιτισμική. Τα έθνη-κράτη θα παραμείνουν οι πιο ισχυροί παράγοντες στις παγκόσμιες υποθέσεις, αλλά οι κύριες διαμάχες στην παγκόσμια πολιτική θα λάβουν χώρα ανάμεσα σε έθνη και ομάδες διαφορετικών πολιτισμών. Η σύγκρουση πολιτισμών θα κυριαρχήσει στην παγκόσμια πολιτική σκηνή. Οι ασαφείς συνοριακές γραμμές μεταξύ πολιτισμών θα είναι τα πολεμικά μέτωπα του μέλλοντος.
Η διαμάχη μεταξύ πολιτισμών θα αποτελέσει την τελευταία φάση στην εξέλιξη των αντιπαραθέσεων στο σύγχρονο κόσμο»[13].
Τίποτα το καινούργιο δεν υπάρχει σε αυτές τις θεωρίες. Είναι οι γνωστές συνταγές που ανά τους αιώνες χρησιμοποιούν οι σφαγείς των λαών. Η πάλη ενάντια στο σύγχρονο πόλεμο δεν μπορεί παρά να συνδέεται με την πάλη ενάντια στην αιτία που τον δημιουργεί και επομένως ο αγώνας αυτός να βαθαίνει τα αντιιμπεριαλιστικά αντιμονοπωλιακά του χαρακτηριστικά.
Το εργατικό κίνημα, λοιπόν, για να τοποθετηθεί απέναντι σε έναν πόλεμο πρέπει να εξετάσει το χαρακτήρα του από τη σκοπιά των καταπιεζόμενων μαζών, των συμφερόντων τους για κοινωνική απελευθέρωση.
Φανταστείτε όμως ότι ένας δουλοκτήτης που έχει 100 δούλους πολεμάει με ένα δουλοκτήτη που έχει 200 δούλους για ένα πιο «δίκαιο» ξαναμοίρασμα των δούλων. Είναι φανερό ότι η χρησιμοποίηση σε μια τέτια περίπτωση της έννοιας «αμυντικός» πόλεμος ή «υπεράσπιση της πατρίδας» θα ήταν πλαστογραφία της ιστορίας, στην πράξη θα σήμαινε καθαρή εξαπάτηση του απλού λαού, του μικροαστού, του αμόρφωτου ανθρώπου από τους επιτήδειους δουλοκτήτες. Ετσι ακριβώς εξαπατά τους λαούς η σημερινή, η ιμπεριαλιστική αστική τάξη με την «εθνική» ιδεολογία και με την έννοια της υπεράσπισης της πατρίδας στο σημερινό πόλεμο, που γίνεται ανάμεσα σε δουλοκτήτες για την εδραίωση και το δυνάμωμα της δουλείας»[14]. Σε αυτό το απόσπασμα από τη μπροσούρα του Λένιν «Σοσιαλισμός και πόλεμος» χαράζεται και η τακτική του κομμουνιστικού κινήματος στην περίοδο του Α΄ παγκοσμίου πολέμου.
Αλλά και σήμερα πόσο επίκαιρες παραμένουν αυτές οι θέσεις. Αραγε ποιά «εθνικά συμφέροντα» υπερασπίζονται οι ελληνικές ένοπλες δυνάμεις που βρίσκονται στις χώρες της Βαλκανικής, στο Αφγανιστάν, εκείνες που θα συμμετάσχουν στο σώμα 60.000 ανδρών που θα αποτελέσει τη δύναμη «ταχείας αντίδρασης» της Ευρωπαϊκής Ενωσης; Μα είναι τα ίδια με εκείνα που επιβάλλουν την πολιτική της καταστολής των εργατικών αγώνων, την πολιτική των «μαθητοδικείων» και των «αγροτοδικείων», την πολιτική του «τρομονόμου» και της περιστολής των δημοκρατικών και πολιτικών ελευθεριών, την πολιτική που «εκπυρσοκροτεί» στα κεφάλια των τσιγγάνων και των Αλβανών μεταναστών, την πολιτική που νηολογεί «γαλέρες» γεμάτες χιλιάδες μετανάστες από την Ασία με δρομολόγιο τα σύγχρονα σκλαβοπάζαρα της «πολιτισμένης» Ευρώπης. Πρόκειται για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, των μονοπωλίων μεταμφιεσμένα σε «εθνικό συμφέρον».
Ετσι η πάλη ενάντια στον πόλεμο, στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις, στην περιστολή των δημοκρατικών ελευθεριών αποτελούν πλευρές του αγώνα κατά των μονοπωλίων, του ιμπεριαλισμού στην προοπτική του σοσιαλισμού, σε εθνικό και διεθνικό επίπεδο.
[1] Καρλ Βον Κλάουζεβιτς: «Περί του πολέμου», εκδ. «Βάνιας», σελ. 31, 52-53.
[2] Ζμπίγκνιου Μπρζεζίνσκι: «Η μεγάλη σκακιέρα», εκδ. «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη», σελ. 62, 360.
[3] Σάμιουελ Π. Χάντινγκτον: «Η σύγκρουση των πολιτισμών και ο ανασχηματισμός της παγκόσμιας τάξης», TERZO BOOKS.
[4] Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ: «Για τη νέα κατάσταση που διαμορφώνεται ύστερα από το τρομοκρατικό πλήγμα που εκδηλώθηκε στις ΗΠΑ», Κομμουνιστική Επιθεώρηση, Νο 5, 2001, σελ. 10.
[5] Ν. Κουν: «Μύθοι και θρύλοι της Αρχαίας Ελλάδας», σελ. 130-131.
[6] Φ. Ενγκελς: «ΑντιΝτύρινγκ», μέρος δεύτερο, «Θεωρία της βίας», κεφ. II, III, IV, «Ο ρόλος της βίας στην Ιστορία», κεφ. V, σελ. 202-306, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα 2001.
[7] Κ. Μάρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 776.
[8] Β. Ι. Λένιν: «Επαναστατικός τυχοδιωκτισμός». Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 6, σελ. 386.
[9] Β. Ι. Λένιν: «Λόγος στη μνήμη του Γ. Μ. Σβερντλόφ» στην έκτακτη συνεδρίαση της ΠΚΕΕ, 18 του Μάρτη 1919. Απαντα, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 38, σελ. 74.
[10] «Πρόγραμμα του ΚΚΕ», εκδόσεις ΚΕ του ΚΚΕ, 1996, σελ. 30-31.
[11] Β. Ι. Λένιν: «Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 31.
[12] Τζον Κήγκαν: «Η Ιστορία του Πολέμου», εκδ. «Νέα Σύνορα - Α. Α. Λιβάνη», σελ. 637.
[13] «Η σύγκρουση Ανατολής - Δύσης και η πρόκληση Χάντιγκτον», «Εναλλακτικές Εκδόσεις», σελ. 30.
[14] Β. Ι. Λένιν: «Για τους δίκαιους και άδικους πολέμους», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», σελ. 33.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου