της Μαρίας Λαμπρινού
Η υγεία είναι κοινωνικό ζήτημα και γι’ αυτό αντιμετωπίζεται διαφορετικά από τα κοινωνικο-οικονομικά συστήματα στη βάση των δύο εκ διαμέτρου αντίθετων κοσμοθεωρητικών αντιλήψεων. Στον καπιταλισμό αντιμετωπίζεται από την πλευρά των συμφερόντων των καπιταλιστών, σαν απλή αναπαραγωγή της ικανότητας για εργασία, ενώ στο σοσιαλισμό από την πλευρά των συμφερόντων της εργατική τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, σαν πλήρης άνθιση σωματικής, πνευματικής, ψυχικής και κοινωνικής ισορροπίας του ανθρώπου. Ετσι ώστε να βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους αρμονίας με το πάσης φύσεως περιβάλλον του (εργασιακό, φυσικό, οικογενειακό, κοινωνικό κλπ.).
Η αστική αντίληψη θεωρεί υγεία σαν προσωπική-ατομική υπόθεση, σαν κάτι που έχει σχέση με «τον εσωτερικό κόσμο» του κάθε ανθρώπου, δηλαδή τις βιολογικές και ψυχολογικές του ισορροπίες, ανεξάρτητα από τις κοινωνικές σχέσεις. Η αντίληψη αυτή αποδέχεται γενικά την επίδραση του κοινωνικού περιβάλλοντος στη διάδοση των ασθενειών, αλλά θεωρεί ότι αυτή η επίδραση είναι ένας επιπλέον και όχι ο κύριος εξωτερικός βλαπτικός παράγοντας.
Η μαρξιστική αντίληψη θεωρεί την υγεία σαν πλήρη ικανότητα του ανθρώπου για κοινωνική και εργασιακή δραστηριότητα και υιοθετεί το κοινωνικό - εργασιακό κριτήριο για τον καθορισμό της υγείας σαν όριο διαχωρισμού υγείας - ασθενείας. Γιατί φύση και κοινωνία, βιολογικό και κοινωνικό είναι ενωμένα στον άνθρωπο και πρωταρχικής σημασίας για την κατάσταση της υγείας του. Οι σχέσεις παραγωγής, ως βάση πάνω στην οποία οικοδομούνται όλες οι κοινωνικές σχέσεις και επίσης ως μορφή μέσω της οποίας διεξάγεται η ανταλλαγή των ανθρώπων με τη φύση, είναι θεμελιακός παράγοντας για την κατάσταση της υγείας των εργαζομένων μαζών. Οι άμεσοι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου στον καπιταλισμό είναι αντικείμενα εκμετάλλευσης. Αυτό το γεγονός αντανακλάται και στην κατάσταση της υγείας τους πολύπλευρα, αφού οι συνθήκες δουλιάς, κατοικίας, διατροφής, περιβάλλοντος, διαφώτισης των εργαζομένων, οι οικογενειακές και εν γένει ανθρώπινες σχέσεις άμεσα ή έμμεσα καθορίζονται από την εκμεταλλευτική σχέση.
Υγεία λοιπόν δεν είναι μια ουδέτερη θεωρητικά έννοια αλλά ένα πεδίο ταξικής αντιπαράθεσης και σύγκρουσης της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων για το δικαίωμά τους στη Λαϊκή Υγεία. Στα πλαίσια της βασικής αντίθεσης του καπιταλισμού, κεφάλαιο - εργασία, η περισσότερη υγεία δυναμώνει τον πόλο εργασίας και η πάλη για περισσότερη υγεία είναι πάλη για το δυνάμωμα αυτού του πόλου.
Εχει σημασία να επισημανθούν αυτοί οι παράμετροι, γιατί προσδιορίζουν την ιατρική σαν επιστήμη καθώς και το ρόλο της στην κοινωνία. Χρειάζεται οι υγιεινομικοί, γιατροί, φαρμακοποιοί να κατανοήσουν και να μελετήσουν τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην υγεία, να τους αποκαλύψουν, να προτείνουν επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις, να βοηθήσουν τους εργαζόμενους στην πάλη τους για μια καλύτερη ζωή. Η πιο μαζική ένταξη αυτού του επιστημονικού δυναμικού στην κοινωνική πάλη, στο πλευρό της εργατικής τάξης και των λαϊκών φτωχών στρωμάτων θα βοηθήσει γενικότερα το λαϊκό κίνημα, αλλά και την άνοδο του επιστημονικού επιπέδου, στο βαθμό που αφομοιώνεται η μαρξιστική αντίληψη για την υγεία και γίνεται προσπάθεια αξιοποίησης της υλιστικής διαλεκτικής μεθοδολογίας στο συγκεκριμένο επιστημονικό πεδίο.
Οι φορείς της αστικής αντίληψης περί υγείας, ενδιαφέρονται για την κατάσταση της υγείας των εργαζομένων, στο βαθμό που ενδιαφέρονται για «την ικανότητα για εργασία», δηλαδή για να είναι σε θέση η εργατική δύναμη να παράγει υπεραξία. Τώρα, στην προσπάθεια που κάνουν οι καπιταλιστές για την άνοδο της παραγωγικότητας και της εντατικοποίησης, ο όρος «ικανότητα για εργασία» μετατρέπεται σε «ικανότητα για αποδοτικότερη παραγωγή».
Ομως για ποια «ικανότητα για εργασία» ενδιαφέρεται το κεφάλαιο; Οχι για την πλήρη, την ολοκληρωτική και συνεχή «ικανότητα για εργασία». Δεν ενδιαφέρεται γι’ αυτό δε στηρίζει, όπως αντίθετα κάνει ο σοσιαλισμός, την Ιατρική της εργασίας, ο σκοπός της οποίας είναι η προστασία της υγείας από τους κινδύνους που έρχονται από την παρουσία βλαβερών παραγόντων, η προαγωγή στο υψηλότερο δυνατό βαθμό της υγείας των εργαζομένων σε όλα τα επαγγέλματα. Η πρόληψη κάθε βλάβης στην υγεία, λόγω των συνθηκών εργασίας, η τακτοποίηση και διατήρηση των εργαζομένων σε απασχολήσεις και δραστηριότητες σύμφωνες με τις φυσιολογικές και ψυχολογικές τους ικανότητες, προσαρμόζοντας την εργασία στον άνθρωπο και όχι το αντίθετο. Το κεφάλαιο ενδιαφέρεται, με κριτήριο τις δικές του και όχι τις λαϊκές ανάγκες, μόνο να συντηρεί και να χρησιμοποιεί τόση από τη διαθέσιμη «ικανότητα για εργασία» όση του χρειάζεται για να την «καταναλώσει» με τέτιο τρόπο και σε τέτιο βαθμό, ώστε να μεγιστοποιήσει το κέρδος από την «κατανάλωσή» της. Ενδιαφέρεται να μην καταστραφεί αλλά να αναπαράγεται η εργατική δύναμη ως ένα επίπεδο τέτιο που να μπορεί να είναι εκμεταλλεύσιμη για να εξασφαλίσει στο κεφάλαιο υψηλότερο βαθμό εκμετάλλευσης, να του αποδίδει δηλαδή περισσότερο κέρδος. Είναι προφανές ότι όσες περισσότερες εργατικές δυνάμεις «περισσεύουν» τόσο λιγοστεύει το «ενδιαφέρον» του κεφαλαίου για την κατάσταση της υγείας των εκμεταλλευομένων, αφού υπάρχει αφθονία αντικαταστατών. Σε μεγαλύτερο βαθμό αυτή η αρχή των κεφαλαιοκρατών ισχύει για τα μέλη της οικογένειας «του πωλητή της εργατικής δύναμης», δηλαδή του εργάτη ή της εργάτριας.
Είναι γνωστό ότι για την παραγωγή και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης στον καπιταλισμό απαιτείται ένα αναγκαίο σύνολο υλικών και πνευματικών μέσων που προσδιορίζει την αξία της εργατική δύναμης (διατροφή, ένδυση, κατοικία, αλλά και διατήρηση της υγείας, ανάπαυση, μόρφωση, ψυχαγωγία, ελεύθερος χρόνος, αθλητισμός κλπ.). Φυσικά, σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες των εργαζομένων, προσδιοριζόμενες από το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, υπερβαίνουν την αξία της εργατικής δύναμης, παρ’ όλο που αντανακλώνται σε αυτήν. Εδώ έχουμε σύγκρουση ανταγωνιστικών συμφερόντων, που προσδιορίζεται ως εξής: Από τη μια έχουμε τη λαϊκή απαίτηση για αύξηση μισθών, μεροκάματων αλλά και των κοινωνικών δαπανών που προέρχονται από την ανακατανομή της υπεραξίας (φόροι, εισφορές κλπ.), για την κάλυψη των αυξανόμενων αναγκών για την υγεία και περίθαλψη των εργαζομένων και των οικογενειών τους. Από την άλλη έχουμε την προσπάθεια των κεφαλαιοκρατών για όσο το δυνατόν μικρότερους μισθούς και την ελαχιστοποίηση αυτών των δαπανών, με στόχο τη μεγιστοποίηση του κέρδους και της συσσώρευσης του κεφαλαίου. Αυτή η απαίτηση των κεφαλαιοκρατών εκφράζεται από τις αστικές κυβερνήσεις με τη σχεδόν ανύπαρκτη πρόληψη, πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και την υποβαθμισμένη νοσοκομειακή περίθαλψη. Επίσης, τομείς που είναι σχετικά αδιάφοροι στη διαδικασία εξέλιξης της παραγωγής, π.χ. της περιβαλλοντολογίας, της ψυχιατρικής, της γεροντολογίας, ατόμων με χρόνιες παθήσεις ή με ειδικές ανάγκες, βρίσκονται σε ακόμη πιο άθλια κατάσταση. Οι δύο πόλοι αυτής της αντίθεσης μετακινούνται προς το ένα ή το άλλο μέρος μέχρι την τελική ρήξη και ανατροπή του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, που θα φέρει και την οριστική λύση της αντίθεσης. Η μετακίνηση αυτή στις διάφορες φάσεις της καπιταλιστικής ανάπτυξης εξαρτάται από το συσχετισμό δυνάμεων και την όξυνση της ταξικής πάλης.
ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Ολο και περισσότερο ακούγεται το ιδεολόγημα του αστικού κράτους περί «ατομικής ευθύνης» για την υγεία, με στόχο να «χρυσωθεί το χάπι» της όλο και μεγαλύτερης περικοπής των κοινωνικών δαπανών και να μεταφερθεί η ευθύνη άμεσα στις πλάτες των εργαζομένων. Η αστική προπαγάνδα επιχειρεί να μπολιάσει τους εργαζόμενους με την αντίληψη ότι δε δικαιούνται να διεκδικούν «καλύτερη και περισσότερη» υγεία από το κράτος και τους εργοδότες, γιατί η διατήρηση της υγείας αλλά και η ασθένεια είναι δική τους υπόθεση. Εκφράζεται σ’ αυτή η αστική άποψη που δε θέλει να εξετάζει τον άνθρωπο ως κοινωνικό ον, άρα και την καθοριστική επίδραση του περιβάλλοντος (φυσικού και κυρίως κοινωνικού) πάνω σ’ αυτόν και για την οποία επίδραση, αντικειμενικά δεν μπορεί να έχει ευθύνη «το άτομο» ή μονάδα. Μια έκφραση αυτής της αντίληψης είναι και αυτή που αναφέρεται στο περιοδικό «Υγιεινή και Ασφάλεια της Εργασίας»[1] για το ρόλο των εργαζομένων στην πρόληψη των επαγγελματικών κινδύνων, μέσα στις επιτροπές Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (Ε.Υ.Α.Ε.) στους χώρους δουλειάς: «...οι εργαζόμενοι είναι εκείνοι που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθένα τους κινδύνους αυτούς. ... Ο ρόλος των εργαζομένων στη διαδικασία πρόληψης είναι αναντικατάστατος. ... Οι εμπειρίες ... αποτελούν εργαλείο για βελτίωση των συνθηκών εργασίας και την πρόληψη των εργατικών ατυχημάτων και των επαγγελματικών ασθενειών». Με αυτή την άποψη δεν έχουμε μόνο μεταφορά της ευθύνης της εργοδοσίας και του κράτους προς τους εργαζόμενους, αλλά και ανάδειξη του εμπειρισμού πάνω από την επιστήμη. Δεν παραγνωρίζουμε τη συμβολή που μπορεί να έχει η εργασιακή εμπειρία, όμως οι εργαζόμενοι δεν μπορούν «να γνωρίζουν καλύτερα τους επαγγελματικούς κινδύνους» από τους ειδικούς επιστήμονες (γιατρούς εργασίας και τεχνικούς ασφάλειας) γι’ αυτά τα ζητήματα. Αν δεχτούμε μια τέτια άποψη, τότε θα οδηγηθούμε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ανάγκη στους χώρους δουλιάς για την επιστημονικοτεχνική συνεισφορά αυτών των ειδικών επιστημόνων για τον προσδιορισμό και την εξάλειψη-πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου και της ασθένειας. Τότε θα αφήσουμε την εργοδοσία ανεμπόδιστα να συνεχίζει την ασύδοτη δράση της σε βάρος της υγείας, ακόμα και της ζωής των εργαζομένων.
Ενα άλλο ιδεολόγημα σ’ αυτά τα πλαίσια είναι οι «ίσες ευκαιρίες» για περίθαλψη που δήθεν προσφέρει το αστικό κράτος σε όλους. Η άποψη αυτή δέχεται την ευθύνη κράτους και εργοδοτών, αλλά μέχρι ένα περιορισμένο όριο, τόσο που να δίνει όχι ισότιμες δυνατότητες αλλά «ίσες ευκαιρίες» για όλους. Αφ’ ενός μεν όλοι οι άνθρωποι δεν μπορεί να έχουν ίσες υπηρεσίες υγείας, γιατί δεν έχουν τις ίδιες ανάγκες για πρόληψη και υγειονομική περίθαλψη. Αλλες ανάγκες έχουν τα παιδιά, οι γυναίκες, οι ηλικιωμένοι, τα ΑμΕΑ, οι εργάτες στα βαριά και ανθυγιεινά επαγγέλματα κλπ. Αφ’ ετέρου δεν αρκεί να δοθούν οι «ευκαιρίες», αλλά η δυνατότητα για να μπορούν να έχουν πρόσβαση όλοι σε όλες τις υπηρεσίες υγείας, που πρέπει να τους παρέχονται δωρεάν. Το ιδεολόγημα «των ίσων ευκαιριών» χρησιμοποιείται από τους αστούς για να συγκαλύψουν την ανισότητα στην πολιτική υγείας, την ταξικότητα της πολιτικής τους.
Στην προπαγάνδα του το αστικό κράτος χρησιμοποιεί τη δήθεν δυνατότητα της «ελεύθερης επιλογής» γιατρού και θεραπευτηρίου που έχουν οι ασθενείς στο σύστημα υγείας, που έχει φτιάξει. Αυτό είναι άλλο ένα ψέμα, γιατί όλοι, αστοί και εργάτες, δεν μπορούν να επιλέξουν τον ίδιο γιατρό ή το ίδιο νοσοκομείο. Για τους εργαζόμενους είναι οι ουρές στις λίστες αναμονής και τα ράντζα, ενώ για τους αστούς οι σουίτες των ιδιωτικών κλινικών και νοσοκομείων ή και των ανακαινισμένων δημόσιων νοσοκομείων, τα ιδιωτικά ιατρεία των πανεπιστημιακών γιατρών στην Ελλάδα, στην Ευρώπη ή στην Αμερική. Στόχος αυτής της προπαγάνδας είναι να αποκρύψει από τους εργαζόμενους την παραπέρα ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση του εναπομείναντος δημόσιου συστήματος. Γιατί με αυτό το επιχείρημα προσπαθούν οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να προσελκύσουν περισσότερους αγοραστές υπηρεσιών υγείας.
Το ίδιο επιχείρημα χρησιμοποιεί η κυβέρνηση για να εφαρμόσει τον «προσωπικό γιατρό» «ελεύθερης επιλογής», που θα είναι συμβεβλημένος με το νέο ταμείο του Οργανισμού Διαχείρισης Πόρων Υγείας (ΟΔΙΠΥ) και όχι τον οικογενειακό (για όλη την οικογένεια), που θα πρέπει να ’ναι ενταγμένος στις υπηρεσίες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας (ΠΦΥ), ενός δημόσιου συστήματος υγείας. Εξάλλου η κυβέρνηση τη λειτουργία των ιδιωτικών απογευματινών ιατρείων, μέσα στα λεγόμενα δημόσια νοσοκομεία, την αποφάσισε στο όνομα «της ελεύθερης επιλογής» και των «ίσων ευκαιριών»
Στα πλαίσια της περικοπής των κοινωνικών δαπανών οι αστοί υποστηρίζουν ιδιαίτερα ότι πρέπει να παρέχονται «δωρεάν υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας μόνο σε όσους τις έχουν πραγματικά ανάγκη» και όχι σε όλους τους εργαζόμενους, ότι όσοι πηγαίνουν στους γιατρούς και στα νοσοκομεία δεν έχουν όλοι ανάγκη αλλά πολλοί είναι κατά φαντασία ασθενείς και έτσι γίνεται δήθεν κατασπατάληση τέτιων υπηρεσιών. Στόχος αυτής της προπαγάνδας είναι, συκοφαντώντας τους εργαζόμενους ότι τάχα υπερκαταναλώνουν τέτιες υπηρεσίες, να περικόπτονται οι δημόσιες δαπάνες σε τέτιο σημείο, που να καλύπτουν μόνο ένα μικρό τμήμα των λαϊκών στρωμάτων, που θα βρίσκεται τα όρια της εξαθλίωσης. Για τους υπόλοιπους, τη μεγάλη μάζα των εργαζομένων θα «προσφέρονται» υπηρεσίες υγείας και πρόνοιας είτε από το λεγόμενο δημόσιο είτε από τον ιδιωτικό τομέα, πάντα όμως με την αδρά πληρωμή των εργαζομένων, είτε απ’ ευθείας είτε μέσω ιδιωτικών ή κοινωνικών ταμείων ασφάλισης (στα πλαίσια ανατροπής του κοινωνικο-ασφαλιστικού συστήματος).
Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι με τις αναδιαρθρώσεις «θα βάλει τάξη, θα νοικοκυρέψει το σύστημα υγείας, ώστε το δημόσιο να λειτουργεί καλλίτερα και το ιδιωτικό να περιορίσει την ανεξέλεγκτη δράση του» αποσκοπεί να εκμεταλλευτεί τα οξυμένα και χρόνια προβλήματα που η ίδια δημιούργησε με την πολιτική της για να ανατρέψει τον όποιο δημόσιο χαρακτήρα έχει απομείνει στο σύστημα υγείας. Η ζωή έχει αποδείξει ότι συνύπαρξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα προς όφελος των λαϊκών μαζών δεν μπορεί να υπάρξει. Μια τέτια «εντός ορίων» συνύπαρξη πάντα λειτουργεί υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό που χρειάζεται είναι η πλήρης κατάργηση της δράσης του κεφαλαίου στον τομέα της υγείας. Αυτή τη μεγάλη αλήθεια θέλει να κρύψει η κυβέρνηση με αυτό το επιχείρημα. Στην προσπάθειά της αυτή συκοφαντεί τους υγειονομικούς, τους εργαζόμενους και το κίνημά τους για συντεχνιασμό, οπισθοδρομική αντίληψη κλπ.
ΟΙ ΑΝΑΔΙΑΡΘΡΩΣΕΙΣ ΣΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΥΓΕΑΣ
Στην περίοδο που διανύουμε τώρα, όξυνσης της κρίσης, έντασης του μονοπωλιακού ανταγωνισμού και αρνητικού συσχετισμού δυνάμεων σε πολιτικό επίπεδο και στο κίνημα, καταργούνται κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις προγενέστερων περιόδων, που «ρύθμιζαν» την καπιταλιστική οικονομία αυξάνοντας τη ζήτηση, έτσι που να φαίνεται ότι κινείται προς μια πιο φιλολαϊκή κατεύθυνση. Κάτω από την πίεση του κεφαλαίου για τη λήψη μέτρων που διευκολύνουν τη συγκέντρωση και συγκεντροποίησή του, το άνοιγμα νέων αγορών για επενδύσεις και τη μείωση της τιμής της εργατικής δύναμης, οι αστικές κυβερνήσεις ασκούν πολιτική γενικευμένης ιδιωτικοποίησης και εμπορευματοποίησης και τομέων που μέχρι πρότινος ανήκαν στη δράση του δημόσιου.
Η πολιτική των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ασκείται και στον τομέα της υγείας. Οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία θεωρείται ότι αντιπαραγωγικές, ότι αυξάνουν το λεγόμενο «κόστος εργασίας» και μειώνουν έτσι την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων. Γι’ αυτό στόχος της κυβέρνησης είναι η ιδιωτικοποίηση και εμπορευματοποίηση των υπηρεσιών του δημόσιου συστήματος υγείας, ώστε να μειωθούν οι δημόσιες δαπάνες, να ελαχιστοποιηθούν οι εισφορές των εργοδοτών για την προστασία της υγείας των εργαζομένων και να ανοίξουν διάπλατα οι πόρτες για πάρα πέρα επενδύσεις του ιδιωτικού κεφαλαίου στον τομέα της υγείας. Αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής είναι να αυξηθεί παραπέρα η ιδιωτική δαπάνη, δηλαδή τα λεφτά που πληρώνουν οι εργαζόμενοι άμεσα από την τσέπη τους. Ενα κοινωνικό αγαθό, όπως είναι η υγεία, που θα έπρεπε να παρέχεται δωρεάν σε όλο το λαό ως λαϊκό δικαίωμα και κρατική υποχρέωση, μετατρέπεται σε εμπόρευμα που θα πουλιέται -και μάλιστα ακριβά- από το κράτος ή από τους ιδιώτες επιχειρηματίες και θα αγοράζεται από τους εργαζόμενους ανάλογα με την οικονομική τους δυνατότητα.
Η πολιτική αυτή προωθείται εδώ και μια δεκαετία, βήμα-βήμα, με διάφορα μέτρα στην ίδια πολιτική κατεύθυνση. Οπως: Καθήλωση των παροχών, ενώ οι ανάγκες συνεχώς αυξάνονται. Καθιέρωση «οροφών» στον όγκο των δωρεάν παρεχόμενων, π.χ. λίστα φαρμάκων και περιορισμός της ποσότητας υπηρεσιών των συνταγογραφούμενων. Καθιέρωση «πλαφόν» για την πληρωμή από τα ασφαλιστικά ταμεία και ταυτόχρονα αύξηση της συμμετοχής των εργαζομένων για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, εργαστηριακές εξετάσεις, οδοντιατρικές εργασίες, νοσοκομειακή περίθαλψη προστατευόμενων μελών και πρόσθετη περίθαλψη (φυσιοθεραπείες, λουτροθεραπείες). Συμμετοχή των ασφαλισμένων στις δημόσιες υπηρεσίες υγείας, π.χ. πληρωμή εισιτηρίου στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων, 25% συμμετοχή στα φάρμακα κλπ. Πληρωμή απ’ ευθείας από τους ασφαλισμένους του ΙΚΑ για παρακλινικές εξετάσεις στα τμήματα επειγόντων περιστατικών και επιστροφή εκ των υστέρων από το ΙΚΑ μέρος μόνο του ποσού των χρημάτων, μετά από πολλές γραφειοκρατικές διαδικασίες. Κατάργηση της δωρεάν νοσοκομειακής περίθαλψης των ξένων ανασφάλιστων εργατών και εργατριών και των μελών των οικογενειών τους.
Σήμερα η κυβερνητική πολιτική επιταχύνεται, αντιδραστικοποιείται και γενικεύεται σε όλους τους τομείς που αφορούν τις συνθήκες δουλειάς και ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Η επίθεση, παρόλο που εμφανίζεται τεμαχισμένη (εργασιακές σχέσεις, συνταξιοδοτικό, υγεία, πρόνοια) είναι συνολική ενάντια στα λαϊκά δικαιώματα και το εργατικό και λαϊκό κίνημα συνολικά χρειάζεται να την αντιμετωπίσει.
Τα αντιδραστικά μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση στον τομέα της υγείας δεν είναι υπόθεση μόνο των υγειονομικών. Αφορούν πρώτα και κύρια την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, γιατί χτυπάνε δικαιώματα και κατακτήσεις που ήταν καρπός πολύχρονων αγώνων. Πολύ περισσότερο σήμερα που οι λαϊκές ανάγκες αυξάνονται σαν αποτέλεσμα της ανόδου της παραγωγικότητας και της εξέλιξης της επιστήμης και της τεχνολογίας, το εργατικό και λαϊκό κίνημα επιθετικά μπορεί και πρέπει να διεκδικήσει δικαιώματα που να καλύπτουν πλήρως τις ανάγκες του λαού.
Η διαδικασία εμπορευματοποίησης-ιδιωτικοποίησης του δημόσιου τομέα υγείας έκανε ένα μεγάλο βήμα με τη συγκρότηση των Περιφερειακών Συστημάτων Υγείας (ΠΕΣΥ). Τώρα πια δεν θα υπάρχει ενιαίο σύστημα Υγείας. Το κράτος θα έχει επιτελικό ρόλο, θα ελέγχει κατά πόσο υλοποιείται από τα ΠΕΣΥ η πολιτική υγείας που χαράσσει η κυβέρνηση. Η δε κρατική χρηματοδότηση, παρ’ όλο που προβλέπεται στους πόρους των ΠΕΣΥ, θα είναι συν τω χρόνω συνεχώς μειούμενη. Αυτό φαίνεται και από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2002 στον οποίο η κρατική χρηματοδότηση για τη λειτουργία των νοσοκομείων και για τα ασφαλιστικά ταμεία μειώνεται. Η τάση είναι να μειωθεί στο ελάχιστο έως να καταργηθεί η κρατική χρηματοδότηση και οι εισφορές των εργοδοτών στον τομέα της υγείας. Κάθε ΠΕΣΥ, ανάλογα με τα χρήματα που θα συγκεντρώνει από την πώληση των υπηρεσιών υγείας που θα κάνει, θα έχει λιγότερες ή περισσότερες, καλύτερες ή χειρότερες υπηρεσίες υγείας για τα λαϊκά στρώματα της περιοχής που καλύπτει. Η μετακίνηση ασθενών από τη μια περιφέρεια στην άλλη για ανεύρεση υπηρεσιών υγείας, τέτιων που να καλύπτουν τις ανάγκες των ασθενών απαγορεύεται, πλην εξαιρετικά επειγόντων περιστατικών.
Στα πλαίσια της λειτουργίας των ΠΕΣΥ ως επιχειρήσεις υγείας, προωθούνται συγχωνεύσεις έως και καταργήσεις νοσοκομείων, κλινικών ή τμημάτων τους, για να εξοικονομηθούν πόροι. Αυτό σημαίνει μείωση παραπέρα των δημόσιων υπηρεσιών υγείας. Και αν σήμερα οι λίστες αναμονής ήταν κάποιοι μήνες, από δω και πέρα ίσως φτάσουν να είναι και κάποια χρόνια. Αυτό δεν είναι υπερβολή. Για παράδειγμα στην Αγγλία για εγχείριση καταρράκτη η λίστα αναμονής είναι 3 χρόνια.
Με τον τρόπο αυτό θέλουν να οδηγήσουν τους εργαζόμενους πιο μαζικά, απ’ ό,τι γίνεται σήμερα, στον ιδιωτικό τομέα, είτε άμεσα με την επίσκεψη σε ιδιωτικά ιατρεία, διαγνωστικά κέντρα, νοσοκομεία και κλινικές είτε έμμεσα μέσω της σύναψης συμβολαίων με ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες. Εξάλλου δεν είναι τυχαίο που η κυβέρνηση όταν μιλάει σήμερα για το σύστημα υγείας, δεν εννοεί το δημόσιο, αλλά το δημόσιο και το ιδιωτικό. Οταν μετράει τις πρωτοβάθμιες υπηρεσίες υγείας ή τα νοσοκομεία, κρεβάτια, συνυπολογίζει στο νούμερο που δίνει δημόσια και ιδιωτικά.
Με το νόμο για τα ΠΕΣΥ άνοιξε και τυπικά ο δρόμος για τη λειτουργία Ανώνυμων Εταιρειών μέσα στα δημόσια νοσοκομεία. Τα ΠΕΣΥ έχουν δικαίωμα να δημιουργούν ΑΕ για τη διαχείριση των προμηθειών, για τεχνικές υπηρεσίες ανάπτυξης και συντήρησης των κτιριακών υποδομών, για την τροφοδοσία, την καθαριότητα, τη φύλαξη κλπ., πράγμα που σημαίνει ιδιωτικοποίηση τμημάτων της λειτουργίας τους.
Το επόμενο βήμα έγινε με την Υπουργική απόφαση, για λειτουργία απογευματινών ιατρείων σε ιδιωτική βάση μέσα στα λεγόμενα δημόσια νοσοκομεία. Η κυβερνητική προπαγάνδα ισχυρίζεται ότι όχι μόνο δεν άλλαξε σε τίποτα το προηγούμενο καθεστώς λειτουργίας των νοσοκομείων, αλλά προστέθηκε επιπλέον μια υπηρεσία. Αυτό είναι ένα μεγάλο ψέμα.
Πρώτον, γιατί με τις ελλείψεις σε υπηρεσίες, προσωπικό και τεχνολογικό εξοπλισμό λόγω της κρατικής υποχρηματοδότησης που υπάρχει σήμερα, τα τακτικά και έκτακτα περιστατικά ήδη δεν μπορούν να καλυφθούν. Γι’ αυτό υπάρχουν οι μεγάλες λίστες αναμονής, τα φαινόμενα διαφθοράς, η μεταφορά ασθενών στα μεγάλα αστικά κέντρα και η αύξηση της ζήτησης υπηρεσιών υγείας από τον ιδιωτικό τομέα. Η κυβερνητική πολιτική, χειροτερεύει αυτή την κατάσταση (θα ’χουμε μείωση δημόσιων υπηρεσιών υγείας), άρα δε θα είναι ούτε καν ίδια όπως πριν. Και ακριβώς επειδή το γνωρίζει αυτό, για να προλάβει και να εκτονώσει τις λαϊκές αντιδράσεις εξαπατώντας τους εργαζόμενους με το πρόσχημα ότι τους δίνει διέξοδο, ανοίγει το δρόμο των ιδιωτικών απογευματινών ιατρείων.
Δεύτερον γιατί η επιπλέον υπηρεσία που προστέθηκε απαιτεί επί πλέον πληρωμή από τους εργαζόμενους. Αν ήθελαν και είχαν την οικονομική δυνατότητα να επισκεφτούν οι εργαζόμενοι τα ιδιωτικά ιατρεία, δε θα περίμεναν στις λίστες αναμονής ούτε θα περίμεναν την κυβέρνηση να τους ανοίξει την πόρτα των απογευματινών ιατρείων και μάλιστα μέσα στο υποτιθέμενο δημόσιο νοσοκομείο.
Ταυτόχρονα δε λέει η κυβέρνηση ότι με την απόφασή της αυτή αναγκάζει τα ήδη υπερχρεωμένα ταμεία να αυξήσουν τις πληρωμές τους, στο βαθμό που θα αναλάβουν την επιπρόσθετη αυτή ασφαλιστική κάλυψη με τιμολόγιο που δεν το ορίζει σαφώς για τις εργαστηριακές εξετάσεις και θεραπευτικές πράξεις που θα γίνονται τις απογευματινές ώρες στα νοσοκομεία σε εξωτερικούς αλλά και σε νοσηλευόμενους ασθενείς. Είναι μαθηματικά βέβαιο ότι τα ασφαλιστικά ταμεία για να ανταπεξέλθουν είτε θα αυξήσουν τις εισφορές (δηλαδή πάλι οι δαπάνες πέφτουν στις πλάτες των εργαζομένων) είτε θα βάλουν περιορισμούς για τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας που θα καλύπτουν, με αποτέλεσμα να πληρώνουν οι εργαζόμενοι ό,τι δεν καλύπτει το ταμείο τους ή να αναζητήσουν την κάλυψη αυτών των υπηρεσιών από τις ιδιωτικές ασφαλίσεις. Οπως και να ’χει το πράγμα, αυτοί που θα πληρώνουν και θα ξαναπληρώνουν θα είναι τα λαϊκά στρώματα.
Το επιχείρημα της κυβέρνησης ότι έτσι εξασφαλίζεται η ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείο είναι σαθρό.
Πρώτον, γιατί και σήμερα υπάρχει 24ωρη λειτουργία των νοσοκομείων για τους νοσηλευόμενους ασθενείς. Επίσης τα τμήματα επειγόντων περιστατικών λειτουργούν και αυτά σε 24ωρη βάση, σε κάθε εφημερία των νοσοκομείων.
Δεύτερον, γιατί τα τακτικά ιατρεία των νοσοκομείων έχουν αυξημένη ζήτηση όχι για προβλήματα υγείας που απαιτούν αντιμετώπιση σε ένα δευτεροβάθμιο νοσοκομειακό επίπεδο, αλλά λόγω ανεπάρκειας κρατικών υπηρεσιών υγείας και μεγάλης έλλειψης παρόμοιων υπηρεσιών από τα ασφαλιστικά ταμεία σε πρωτοβάθμιο επίπεδο και παντελούς έλλειψης υπηρεσιών πρόληψης και υγιεινής.
Αρα η ανάγκη δεν είναι για ολοήμερη λειτουργία τακτικών εξωτερικών ιατρείων των νοσοκομείων και μάλιστα επί πληρωμή αλλά η ανάπτυξη ενός πλήρους δικτύου δημοσίων και δωρεάν υπηρεσιών πρόληψης, υγιεινής και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς και κατοικίας σε πρωτοβάθμιο επίπεδο. Ανάπτυξη Κέντρων Υγείας αστικού και αγροτικού τύπου που θα βρίσκονται κοντά στον άνθρωπο εκεί που ζει, εργάζεται, μορφώνεται, που θα παρέχει όλες τις απαραίτητες υπηρεσίες για τη διατήρηση της υγείας, την προστασία από τις ασθένειες και τη θεραπεία του σε πρωτοβάθμιο επίπεδο απ’ αυτές. Με όλες τις βασικές ιατρικές ειδικότητες και την τεχνολογική υποδομή για τις εξετάσεις που απαιτούνται. Ομως ο στόχος της κυβέρνησης δεν είναι να λύσει το πρόβλημα της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που καρκινοβατεί, αλλά τα μελλοντικά σχέδιά της που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, είναι να διαχειριστεί το πρόβλημα της πρωτοβάθμιας και να βάλει και πάλι τους εργαζόμενους να πληρώνουν.
Ενα άλλο επιχείρημα της κυβέρνησης για τα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία στα νοσοκομεία είναι ότι δίνει τη δυνατότητα σ’ αυτούς τους εργαζόμενους, που μέχρι σήμερα δεν μπορούσαν, να επισκεφθούν για ιατρική εξέταση τους γιατρούς, καθηγητές Πανεπιστημίου. Το επιχείρημα αυτό θέλει να κρύψει το πιο βασικό ότι για την επίσκεψη σε γιατρό Καθηγητή δεν υπάρχει μονόδρομος της αδρής πληρωμής τους από τους εργαζόμενους σε ιδιωτικά ιατρεία μέσα ή έξω από τα δημόσια νοσοκομεία. Μπορεί και πρέπει και αυτοί οι γιατροί να αποτελούν μέρος του ιατρικού προσωπικού των δημοσίων νοσοκομείων, να είναι μόνιμης και αποκλειστικής απασχόλησης, καλά αμειβόμενοι, υπολογίζοντας και το ιδιαίτερο έργο τους στην εκπαίδευση και στην έρευνα. Θα πρέπει η εμπειρία και η γνώση τους να μπουν στην υπηρεσία του λαού μέσα σ’ ένα δημόσιο δωρεάν σύστημα υγείας.
Η κυβέρνηση με την επιπλέον αμοιβή όλων των υγειονομικών που συμμετέχουν στη λειτουργία των απογευματινών ιατρείων από τις ιδιωτικές πληρωμές, επιδιώκει την εξαγορά τους ώστε να συναινέσουν και να στηρίξουν αυτή την πολιτική που έρχεται σε σύγκρουση με τα συμφέροντα των πλατιών λαϊκών μαζών. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να διασπάσει την επιβεβλημένη συμμαχία μεταξύ του κινήματος των υγειονομικών και του εργατικού λαϊκού κινήματος. Σήμερα η κυβέρνηση θέλει τους υγειονομικούς συνοδοιπόρους της στην εφαρμογή αυτού του αντιλαϊκού μέτρου, αύριο όμως σε διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων τους δε θα διστάσει να τους συκοφαντήσει, κατά την προσφιλή τακτική της. Οι υγειονομικοί όμως έχουν συμφέρον και υποχρέωση να αντιταχθούν στα αντιλαϊκά σχέδια, να συμπαραταχθούν με το εργατικό και λαϊκό κίνημα για να τα αποτρέψουν. Να διεκδικήσουν ουσιαστικές αυξήσεις στους βασικούς τους μισθούς και να μη δεχτούν τα ψευτοεπιδόματα που με το ένα χέρι τους δίνει η κυβέρνηση και με το άλλο τους τα παίρνει. Να πουν όχι στην εξαγορά και τη χειραγώγηση από την κυβέρνηση.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ
Τα κυβερνητικά αυτά μέτρα είναι μόνο η αρχή. Αναμένονται τα επόμενα βήματα είτε μέσα από το συνταξιοδοτικό είτε από την υγεία-πρόνοια, που θα είναι στην ίδια κατεύθυνση και θα χειροτερεύουν ακόμα περισσότερο την ήδη άσχημη κατάσταση που βρίσκεται η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Είναι ανάγκη να συσπειρωθούν ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις σ’ ένα μέτωπο αντεπίθεσης και διεκδίκησης των ώριμων λαϊκών αναγκών.
Η υγεία είναι κοινωνικό ζήτημα και εφ’ όσον στην κοινωνία υπάρχει ταξική εκμετάλλευση, εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, αυτή θα εκφραστεί και στα ζητήματα της Υγείας, όπως εκφράζεται σε κάθε πλευρά της κοινωνικής ζωής. Για να καταργηθεί αυτή η ανισότητα στην υγεία χρειάζεται η ανατροπή της ταξικής κοινωνίας. Η υγεία δεν μπορεί να γίνει «σοσιαλιστική νησίδα», ακόμα δε περισσότερο να γίνει ο «μοχλός» για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Γι’ αυτό δεν μπορούν να δώσουν λύση προτάσεις για εκσυγχρονισμούς, βελτιώσεις αντικειμενικά ή αξιοκρατικά κριτήρια λειτουργίας του συστήματος υγείας στον καπιταλισμό. Θελημένα ή άθελα παρόμοιες προτάσεις βοηθάνε στη διαχείριση του υπάρχοντος συστήματος υγείας, μετατρέπονται σε «αμορτισέρ» του συστήματος για μετριασμό ή και αποφυγή των κοινωνικών «κραδασμών».
Η πρόταση για τη λαϊκή υγεία, που τη θεωρεί δικαίωμα του κάθε ανθρώπου και κρατική υποχρέωση να παρέχεται σε όλους δωρεάν, ανεξάρτητα από άλλους παράγοντες, δε χωρά στα ασφυκτικά σημερινά πλαίσια όσο κι αν αυτά φτιασιδωθούν.
Απαιτείται ένα άλλο δημόσιο σύστημα υγείας, χωρίς παράλληλη δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου, που θα ανιχνεύει τις υγειονομικές ανάγκες του λαού και άμεσα θα επεμβαίνει στον τόπο δουλειάς και κατοικίας. Αυτό σημαίνει μια ολόκληρη στροφή στην Υγειονομική πολιτική, ώστε το κύριο καθήκον να είναι η πρόληψη της αρρώστιας, έγκαιρος καθορισμός των νοσογόνων παραγόντων, υγιεινές συνθήκες δουλειάς, κατοικίας, διατροφής κλπ.
Είναι γνωστό ότι το εργασιακό περιβάλλον υπήρξε και εξακολουθεί να είναι αιτία αρρώστιας, αναπηρίας και θανάτου για έναν ανυπολόγιστο αριθμό εργαζομένων στη διάρκεια όλης της ανθρώπινης ιστορίας. Ακόμα και σήμερα, η βαθιά μεταβολή των μεθόδων παραγωγής σε όλους τους τομείς της οικονομίας και η διάδοση επικίνδυνων τεχνικών μεθόδων και υλών δημιουργούν νέα προβλήματα σε σχέση με την ασφάλεια, την υγιεινή και την προστασία της υγείας των εργαζομένων στο χώρο δουλειάς τους. Οι προσπάθειες που γίνονται σήμερα στην καλύτερη περίπτωση είναι τεχνοκρατικές, «καλύτερης» προσαρμογής του ανθρώπου στη μηχανή και όχι η αξιοποίηση της επιστήμης και της τεχνικής, ώστε η σύγχρονη παραγωγική διαδικασία να προσαρμοστεί και να εξυπηρετεί τις λαϊκές ανάγκες. Ο προσανατολισμός στην πρόληψη είναι αναγκαίος όσο ποτέ άλλοτε. Γιατί αν δεν είναι δυνατό να θεραπευτούν όλες οι επαγγελματικές ασθένειες, μπορούν όμως όλες να προληφθούν. Ο ρόλος των υγειονομικών ιδιαίτερα των γιατρών εργασίας αλλά και των τεχνικών ασφάλειας στο ζήτημα της πρόληψης είναι καθοριστικός.
Στα σημερινά πλαίσια οι επιστήμονες αυτοί μπορούν να συμβάλλουν ουσιαστικά ώστε η εργατική τάξη να συνειδητοποιήσει το πώς οι σχέσεις παραγωγής επηρεάζουν την υγεία της -δηλαδή σαν κύριος βλαπτικός παράγοντας- και ποιο ρόλο παίζουν οι μηχανισμοί του αστικού κράτους σε αυτό.
[1] Εκδοση Ελληνικό Ινστιτούτο Υγιεινής και Ασφάλειας της Εργασίας (ΕΛ.ΙΝ.Υ.Α.Ε) - Τεύχος 8, Οκτώβρης - Νοέμβρης - Δεκέμβρης 2001.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου