10 Ιαν 2012

ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ


ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
του Παναγιώτη Τριανταφύλλου  

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

Το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα στη χώρα μας ξεκίνησε από τη Θεσσαλία στις αρχές του 20ού αιώνα και συνδέθηκε από τη γέννησή του με την πάλη των Θεσσαλών κολίγων. Ηταν αποτέλεσμα των οξύτατων προβλημάτων που αντιμετώπιζαν οι κολίγοι από την εκμετάλλευση των τσιφλικάδων και την καταπίεση του αστικού κράτους. Βασικό αίτημα των κολίγων της Θεσσαλίας ήταν η διανομή των τσιφλικιών τα οποία πούλησαν οι Τούρκοι τσιφλικάδες σε Ελληνες εμπόρους της Κωνσταντινούπολης (Σκυλίτσης, Ζάππας, Ζωγράφος, κ.ά.), ενόψει της προσάρτησης της Θεσσαλίας στην Ελλάδα που έγινε το 1881. Το αίτημα των Θεσσαλών κολίγων ήταν ένα κλασικό αστικοδημοκρατικό αίτημα το οποίο κυριάρχησε στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα και ολοκληρώθηκε στη 10ετία του 1950.
            Στη δημιουργία του αγροτικού κινήματος της Θεσσαλίας βοήθησαν σοβαρά η εργατική τάξη του Βόλου με την εφημερίδα του Εργατικού Κέντρου Βόλου «Εργάτης-Αγρότης», η εφημερίδα του Βόλου «Πανθεσσαλική», όπως επίσης και προοδευτικοί αγωνιστές σαν το Μαρίνο Αντύπα (δολοφονήθηκε από όργανα των τσιφλικάδων στις 8.3.1907) που διέδιδαν στους κολίγους τις πρωτοπόρες ιδέες της οργάνωσης της ενότητας και της πάλης.
            Ετσι, το 1906 ιδρύθηκε στα Τρίκαλα ο Γεωργικός Σύνδεσμος Τρικάλων, που θεωρείται η πρώτη συνδικαλιστική οργάνωση των αγροτών στην Ελλάδα. Το Μάη του 1909 ιδρύθηκε στην Καρδίτσα ο Γεωργικός Πεδινός Σύνδεσμος Καρδίτσας και ακολούθησαν και άλλοι τέτιοι σύνδεσμοι στους άλλους Νομούς της Θεσσαλίας.
            Οι πρώτοι Γεωργικοί Σύνδεσμοι της Θεσσαλίας δημιουργήθηκαν στις πεδινές περιοχές. Και αυτό γιατί στις πεδινές περιοχές τα τσιφλίκια αποτελούσαν την κυρίαρχη και μοναδική ίσως μορφή οργάνωσης της παραγωγής, ενώ στις ορεινές και άγονες περιοχές κυρίαρχη ήταν η μικρή έγγεια ιδιοκτησία που στηριζόταν στην προσωπική εργασία του ιδιοκτήτη και της οικογένειάς του.
            Οι Γεωργικοί Σύνδεσμοι έπαιζαν σημαντικό ρόλο στην οργάνωση των συλλαλητηρίων των κολίγων στα τέλη του 1909 αρχές του 1910 για την απαλλοτρίωση των τσιφλικιών που εκφράστηκε με το σύνθημα «η γη σε αυτούς που την καλλιεργούν». Αποκορύφωμα των συλλαλητηρίων αυτών ήταν το συλλαλητήριο της Λάρισας στις 6 Μάρτη 1910, η γνωστή εξέγερση των κολίγων στο Κιλελέρ που χτυπήθηκε με ωμή επέμβαση του στρατού και της χωροφυλακής με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 4 κολίγοι και να τραυματισθούν πάρα πολλοί.
            Τα συλλαλητήρια των κολίγων της Θεσσαλίας ανάγκασαν την τότε κυβέρνηση να προχωρήσει το 1911 σε δεύτερη μαζική διανομή γης στους κολίγους, ενώ η πρώτη είχε γίνει το  1871. Παρά τις δύο αυτές διανομές γης η παρουσία των τσιφλικάδων και των γαιοκτημόνων ήταν κυρίαρχη στην ύπαιθρο, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία της αγροτιάς είχε πολύ μικρό κλήρο ή δεν είχε καθόλου κλήρο, με αποτέλεσμα να αναγκάζεται ένα σημαντικό μέρος της σοδειάς της να το δίνει στον τσιφλικά και να πληρώνει αβάσταχτους φόρους στο κράτος και τόκους στους τοκογλύφους και στις τράπεζες.
            Αυτή ήταν η κατάσταση το 1918 όταν ιδρύθηκε το ΚΚΕ (πρώην ΣΕΚΕ) το οποίο από την πρώτη ημέρα της ίδρυσής του έκανε λόγο για την εργατο-αγροτική συμμαχία και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη και τον προσανατολισμό του αγροτικού κινήματος. Στο εκλογικό του πρόγραμμα, το ΣΕΚΕ τον Οκτώβρη του 1920 μεταξύ άλλων για τους αγρότες προτείνει:
            «Να πάρουν οι αγρότες αμέσως και οριστικά τους αγρούς που καλλιεργούν. Η κατοχή αυτή να γίνει χωρίς καμία αποζημίωση. Να κατασχεθούν τα έκτακτα κέρδη που απέκτησαν κατά τη διάρκεια του πολέμου οι τσιφλικάδες και γαιοκτήμονες, τα κέρδη αυτά να χρησιμέψουν για να εφοδιαστούν οι γεωργοί και οι αγρότες με γεωργικές μηχανές, να κατασκευασθούν εργοστάσια και υδραυλικά έργα κλπ. για να παύσει η μετανάστευση. Να καταργηθούν όλα τα παλαιά χρέη που έχουν να δώσουν οι αγρότες στους τοκογλύφους, στα μοναστήρια και στο κράτος».
            Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, με πρωτοβουλία και καθοδήγηση του ΚΚΕ, δημιουργήθηκε το κίνημα παλαιών πολεμιστών που αποτελείτο από τους πολεμιστές των Βαλκανικών και του Μικρασιατικού πολέμου και είχε στόχο την αποκατάσταση των προσφύγων και των πολεμιστών της Μικρασιατικής Εκστρατείας, τη διανομή των τσιφλικιών στους κολίγους και στους πρόσφυγες και την απόκρουση των πολεμικών τυχοδιωκτισμών της άρχουσας τάξης. Ηταν δηλαδή, ένα γενικότερο κίνημα κοινωνικό, αντιπολεμικό, αγροτικό.
            Το κίνημα αυτό οργάνωσε σημαντικά συλλαλητήρια με κορυφαίο το συλλαλητήριο των Τρικάλων το Φλεβάρη του 1925, που οργανώθηκε μαζί με το Εργατικό Κέντρο Τρικάλων και αποτέλεσε συνέχεια της εξέγερσης του Κιλελέρ. Το συλλαλητήριο αυτό πνίγηκε στο αίμα με την ωμή επέμβαση του στρατού και της χωροφυλακής και είχε 6 νεκρούς (4 εργάτες και 2 αγρότες) και 20 τραυματίες.
            Πρέπει να σημειώσουμε ότι ο αστικός Τύπος της εποχής, όπως και στις μέρες μας, συκοφάντησε με όλα τα μέσα αυτό το συλλαλητήριο. Κατηγόρησε τους αγρότες και τους εργάτες ότι κινητοποιούνται από ελάχιστους κομμουνιστές. Κινδυνολόγησε ότι στόχος του συλλαλητηρίου ήταν η ανατροπή του καθεστώτος, μίλησε για ξένες προπαγάνδες, για Εβραίους κ.ά. Δηλαδή, τηρουμένων των αναλογιών, χρησιμοποίησε τα ίδια μέσα και μεθόδους που χρησιμοποίησε και η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ για να συκοφαντήσει και να υπονομεύσει τις πραγματικά μεγαλειώδεις αγροτικές κινητοποιήσεις των τελευταίων χρόνων στη χώρα μας και ειδικότερα στη Θεσσαλία.
            Αποτέλεσμα αυτών των αγώνων, αλλά και της κοινωνικής πίεσης που ασκούσαν οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας ήταν μέχρι το 1933 να διανεμηθούν περίπου 11 εκατομμύρια στρέμματα σε 79 χιλιάδες ντόπιες οικογένειες και 8,5 περίπου εκατομμύρια στρέμματα σε 145 χιλιάδες περίπου προσφυγικές οικογένειες.
            Το αποτέλεσμα αυτό κατέρριψε με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τη θεωρία της αναποτελεσματικότητας των αγώνων που προβάλλεται ιδιαίτερα έντονα στις μέρες μας. Γιατί και τότε οι δυνάμεις που ματοκύλισαν τα αγροτικά συλλαλητήρια και υπονόμευαν τις αγροτικές κινητοποιήσεις, μαζί με την καταστολή, προπαγάνδιζαν την αναποτελεσματικότητα των αγώνων.
            Στην ίδια περίοδο του μεσοπολέμου έγιναν σημαντικά συλλαλητήρια στην Πελοπόννησο με κυρίαρχο πρόβλημα το σταφιδικό που αποτελούσε το κατ’ εξοχήν συναλλαγματοφόρο προϊόν της χώρας. Στα συλλαλητήρια αυτά, στα οποία συμμετείχαν και οι εργάτες της περιοχής, πρωτοστάτησαν οι κομμουνιστές με χαρακτηριστικό παράδειγμα του κομμουνιστή Τάσου Κουλαμπά, που αναδείχτηκε σε ηγετική μορφή του αγροτικού κινήματος.
            Την περίοδο του μεσοπολέμου και μέχρι τη δικτατορία του Μεταξά με πρωτοβουλία και καθοδήγηση του ΚΚΕ δημιουργήθηκαν στη Θεσσαλία και Κεντρική Μακεδονία μερικές Αγροτικές Ενώσεις, σαν συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών που πάλευαν δίπλα στο αγροτικό συνεταιριστικό κίνημα για τη διανομή και των υπολοίπων τσιφλικιών, την κατάργηση της βαριάς φορολογίας, τη μείωση της τοκογλυφίας κ.ά.
            Στην περίοδο της Εθνικής Αντίστασης στις απελευθερωμένες περιοχές της χώρας ανασυγκροτήθηκαν οι παλιοί και δημιουργήθηκαν νέοι, κυρίως προμηθευτικοί συνεταιρισμοί, οι οποίοι μαζί με τη Λαϊκή Αυτοδιοίκηση έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη μάχη κατά της πείνας και στην ανασυγκρότηση της αγροτικής παραγωγής και της υπαίθρου γενικότερα.

ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΑ

            Οι πρώτοι αγροτικοί σύλλογοι με τη σημερινή τους μορφή σαν καθαρά συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών με καταστατικό κλπ., δημιουργήθηκαν μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην περίοδο 1955-1960 με πρωτοβουλία και καθοδήγηση των κομμουνιστών.
            Το 1958 ιδρύθηκε η ΓΕΣΑΣΕ σαν δευτεροβάθμια οργάνωση γιατί τότε οι αγροτικοί σύλλογοι δεν περιορίζονταν  σε ένα χωριό, αλλά σε μια επαρχία ή ένα νομό. Σήμερα, η ΓΕΣΑΣΕ είναι τριτοβάθμια οργάνωση, δευτεροβάθμιες οργανώσεις είναι στο επίπεδο των νομών οι Ομοσπονδίες Αγροτικών Συλλόγων και πρωτοβάθμιες οργανώσεις είναι στο επίπεδο του χωριού οι αγροτικοί σύλλογοι.
            Σε αντίθεση με τα εργατικά συνδικάτα και τη ΓΣΕΕ που δημιουργήθηκε το 1918 οι αγροτικοί σύλλογοι και η Συνομοσπονδία άργησαν να δημιουργηθούν. Η αργοπορία αυτή οφείλεται σε αντικειμενικούς και υποκειμενικούς λόγους. Βασικότεροι από τους λόγους αυτούς είναι οι ιδιαίτερα αντιδημοκρατικές πολιτικές συνθήκες στην ύπαιθρο, η παρανομία του ΚΚΕ για μεγάλα χρονικά διαστήματα, η λαθεμένη αντίληψη ότι δε χρειάζονται σύλλογοι επειδή το ρόλο τους τον παίζουν οι συνεταιρισμοί κ.ά. Για  να γίνουν κατανοητοί οι παραπάνω λόγοι πρέπει να επισημάνουμε ότι ακόμα και μετά την μεταπολίτευση η κυβέρνηση της ΝΔ, με υπουργό Γεωργίας το Μπούτο, απέρριψε πρόταση του ΚΚΕ για ψήφιση νόμου που να αφορά τις αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις, γιατί τη θεωρούσε μεγάλη υποχώρηση στο μαζικό κίνημα, τη στιγμή που η ΕΟΚ, στην οποία η ΝΔ είχε αποφασίσει να εντάξει τη χώρα μας, απαιτούσε για τους δικούς της γνωστούς λόγους την ύπαρξη θεσμοθετημένης συνδικαλιστικής οργάνωσης των αγροτών.
            Πρέπει, επίσης, να σημειώσουμε ότι πράγματι οι συνεταιρισμοί έπαιζαν κάποιο συνδικαλιστικό ρόλο, ήταν λαθεμένη όμως η αντίληψη που ξεκινούσε από αυτή την πραγματικότητα, ότι δε χρειάζεται αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα συνδικαλιστικής δράσης των συνεταιρισμών ήταν οι ΣΑΑΚ (Συνεταιρισμοί Αποκατάστασης Ακτημόνων Καλλιεργητών) που έπαιζαν καθαρά συνδικαλιστικό ρόλο στη 10ετία του 1950 με αποτέλεσμα να εκφυλιστούν και να διαλυθούν με τη διανομή της γης στους ακτήμονες μέλη τους και να μην παίζουν κανένα ρόλο στη συλλογική εκμετάλλευση των διανεμηθεισών  εκτάσεων.
            Η ΓΕΣΑΣΕ, από την ίδρυσή της μέχρι τη διάλυσή της από τη στρατιωτικοφασιστική δικτατορία του 1967, έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διοργάνωση αγροτικών κινητοποιήσεων, ειδικά την περίοδο 1965-1966, με επίκεντρο τη Θεσσαλία και την Κεντρική Μακεδονία. Σημαντικότερο ήταν το πανελλαδικό συλλαλητήριο των σιτοπαραγωγών στις 10.7.66 στη Θεσσαλονίκη που χτυπήθηκε από την αστυνομία και το στρατό και στο οποίο συνελήφθησαν, δικάστηκαν και καταδικάστηκαν πολλοί συνδικαλιστές και συνεταιριστές αγρότες.
            Στη 10ετία του 1950 ολοκληρώθηκε η διανομή της γης με αποτέλεσμα το πρόβλημα αυτό, με την κλασική του μορφή, να θεωρείται λυμένο. Συνέχισε όμως να απασχολεί το αγροτικό κίνημα με διαφορετικές μορφές, όπως για παράδειγμα, το ενοίκιο της γης αλλά με πολύ μικρότερη οξύτητα.  Ετσι, μετά το 1950, κυρίαρχο αίτημα των αγροτικών κινητοποιήσεων ήταν ο καθορισμός τιμών ασφαλείας σε βασικά αγροτικά προϊόντα, σε ορισμένα από τα οποία λειτουργούσε κρατική παρέμβαση (π.χ. σιτάρια, σταφίδα, κ.ά.). Σημαντικό επίσης αίτημα ήταν η ασφάλιση των αγροτών (αγροτική σύνταξη και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη) και της αγροτικής παραγωγής (καταβολή αποζημιώσεων για διάφορες φυσικές καταστροφές).  Αιτήματα στα οποία κάτω από την πίεση του αγροτικού κινήματος δίνονταν κάποιες λύσεις που δεν ικανοποιούσαν όμως τους αγρότες.
            Στην επτάχρονη δικτατορία παρά το γεγονός ότι διαλύθηκαν οι αγροτικοί σύλλογοι, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν οι πρωτοπόροι αγρότες, αναπτύχθηκαν κάποιες αγροτικές κινητοποιήσεις. Η μεγαλύτερη αγροτική κινητοποίηση στη διάρκεια της χούντας ήταν η διαδήλωση των αγροτών των Μεγάρων που ξεσηκώθηκαν το Νοέμβρη του 1973 ενάντια στη χούντα που τους άρπαξε τη γη για να τη δώσει στον Ωνάση και στον Ανδρεάδη για να φτιάξουν διυλιστήρια και συνδέθηκαν με την εξέγερση του Πολυτεχνείου. Σημαντική επίσης κινητοποίηση ήταν των αγροτών του χωριού Καλύβια Τρικάλων που αντιστάθηκαν στην απαλλοτρίωση των χωραφιών της Κοινότητάς τους που δόθηκαν σε ιδιώτη για να φτιάξει την ΕΛΒΙΚ. 
            Μετά τη μεταπολίτευση του 1974 και τη νομιμοποίηση του ΚΚΕ, με την πρωτοβουλία και καθοδήγηση των κομμουνιστών, αριστερών και άλλων δημοκρατών αγροτών ανασυγκροτήθηκε το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα. Δημιουργήθηκαν αγροτικοί σύλλογοι σε πολλά χωριά, έγιναν για πρώτη φορά οι Ομοσπονδίες στους Νομούς και το 1977 έγινε το πρώτο συνέδριο της ΓΕΣΑΣΕ σαν τριτοβάθμιας συνδικαλιστικής οργάνωσης, με αποτέλεσμα να αναδειχτούν πανελλαδικά οι αγροτικοί σύλλογοι, οι ομοσπονδίες και η ΓΕΣΑΣΕ σε κύρια συνδικαλιστικά όργανα της αγροτιάς.
            Το 1983 ψηφίστηκε ο νόμος 1361/83 για τις αγροτικές συνδικαλιστικές οργανώσεις ο οποίος θεσμοθέτησε τις τρεις βαθμίδες στο αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα. Δηλαδή, τους Συλλόγους στα χωριά και στους δήμους σαν πρωτοβάθμιες οργανώσεις, τις Ομοσπονδίες στους νομούς σαν δευτεροβάθμιες και τη Συνομοσπονδία πανελλαδικά σαν τριτοβάθμια και ρύθμιζε τους κανόνες λειτουργίας τους.
            Ο Νόμος αυτός, εκτός των άλλων, θεσμοθέτησε τη συμμετοχή του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος με καθοριστικό λόγο σε ορισμένες αρμοδιότητες, που μέχρι τότε τις ασκούσαν οι Δημόσιες υπηρεσίες, όπως η έκδοση αδειών λαϊκής αγοράς στους παραγωγούς αγρότες, η βεβαίωση για την αγορά ΙΧ αγροτικού αυτοκινήτου κ.ά.
            Οι αρμοδιότητες αυτές, που η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ παραχώρησε στο αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα με στόχο να το ενσωματώσει σε μια διαχειριστική λογική και ο μεροληπτικός τρόπος εφαρμογής τους από ελάχιστα συνδικαλιστικά όργανα σε βάρος ορισμένων αγροτών, αποτέλεσαν την αφορμή για τη ΝΔ με τη γνωστή εγκύκλιο του τότε αρχηγού της Ε. Αβέρωφ να διασπάσει κάθετα το αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα δημιουργώντας δεύτερους συλλόγους - σφραγίδες στα χωριά, δεύτερες ομοσπονδίες στους νομούς και δεύτερη πανελλαδική τριτοβάθμια συνδικαλιστική οργάνωση τη ΣΥΔΑΣΕ.  Διάσπαση που συντηρείται μέχρι σήμερα και αποτελεί σοβαρό εμπόδιο στην ενότητα και δράση των αγροτών.
            Μετά τη μεταπολίτευση και μέχρι την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, το αγροτικό κίνημα μέσα από τους Συλλόγους, τις Ομοσπονδίες και τη ΓΕΣΑΣΕ διεκδίκησε καλύτερες τιμές για τα αγροτικά προϊόντα, εκδημοκρατισμό της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της υπαίθρου και αντιστάθηκε αγωνιστικά στις διαδικασίες ένταξης της χώρας μας στην ΕΟΚ. Η αντίσταση αυτή, μετά την ένταξη της χώρας μας στην ΕΟΚ, από πολλούς συλλόγους και ομοσπονδίες μετεξελίχθηκε σε αίτημα για αποδέσμευση από την ΕΟΚ και πάλη ενάντια στις αρνητικές συνέπειες της ΚΑΠ, δηλαδή στις χαμηλές τιμές και ποσοστώσεις, στα υψηλά πρόστιμα συνυπευθυνότητας, στη δραστική μείωση των χρηματοδοτήσεων βασικών έργων υποδομής, στις χωματερές κ.ά.
            Με την ανάδειξη του ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, που συνοδεύτηκε με προσαρμογή της κυβερνητικής πια παράταξης του ΠΑΣΟΚ στα νέα δεδομένα της ΚΑΠ και με την κάθετη διάσπαση του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, άρχισε ο εκφυλισμός της ΓΕΣΑΣΕ ο οποίος παρέσυρε αρκετές ομοσπονδίες και αγροτικούς συλλόγους που πλέον τυπικά υπάρχουν και όχι ουσιαστικά, ενώ η ΣΥΔΑΣΕ από τη δημιουργία της λειτούργησε περισσότερο σαν κυβερνητική παράταξη και λιγότερο σαν μαζική οργάνωση των αγροτών.
            Βασική αιτία αυτού του εκφυλισμού ήταν η προσπάθεια της αγροτικής παράταξης του ΠΑΣΟΚ, που είχε την πλειοψηφία στη Διοίκηση της ΓΕΣΑΣΕ, να ενσωματώσει την οργάνωση στην κυβερνητική πολιτική και να τη μετατρέψει σε μηχανισμό περάσματος της αντιαγροτικής πολιτικής της κυβέρνησης και της ΕΕ στους αγρότες. Σημαντικό ρόλο στην προσπάθεια αυτή έπαιξαν αντίστοιχοι μηχανισμοί ενσωμάτωσης της ΕΟΚ πού ήθελαν τις συνδικαλιστικές αγροτικές οργανώσεις κοινωνικούς εταίρους των εθνικών κυβερνήσεων και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και για το στόχο αυτό διέθεταν σημαντικά δολώματα, όπως θεσμοθετημένες θέσεις με παχυλές αμοιβές κ.ά. (π.χ. ΟΚΕ). Την πολιτική της ενσωμάτωσης και εκφυλισμού του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος βοήθησε και η θεσμοθετημένη επιχορήγηση της ΓΕΣΑΣΕ και της ΣΥΔΑΣΕ από τα έσοδα του ΕΛΓΑ, που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με σημαντικά οικονομικά ποσά με αποτέλεσμα οι διοικήσεις τους να ξεκόψουν από τις ομοσπονδίες, τους συλλόγους και πιο πολύ από τους αγρότες και να μετατραπούν σε καλοπληρωμένους  συνομιλητές της εκάστοτε κυβέρνησης.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ 10ΕΤΙΑ

            Στον εκφυλισμό αυτό αντιστάθηκαν πολλοί αγρότες με πυρήνα τους κομμουνιστές και προσπάθησαν μέσα από τους συλλόγους και τις ομοσπονδίες φτιάχνοντας Συντονιστικές Επιτροπές Αγώνα να αντισταθούν στις αναθεωρήσεις της ΚΑΠ που η μια ήταν χειρότερη από την άλλη.
            Η γενική αναθεώρηση της ΚΑΠ το 1992 και οι συνέπειες που αυτή προκάλεσε στους μικρομεσαίους αγρότες αποτέλεσε την αντικειμενική βάση, στα μέσα της δεκαετίας του 1990, να αναπτυχθούν πρωτοφανείς σε μαζικότητα και διάρκεια αγροτικές κινητοποιήσεις.
            Στην περίοδο αυτή οι μικρομεσαίοι αγρότες, ξεπερνώντας τη διάσπαση και τον εκφυλισμό του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος, δημιούργησαν τις ΣΕΑ, με πιο γνωστή την ΠΣΕΑ (Πανθεσσαλική Συντονιστική Επιτροπή Αγώνα), οι οποίες συσπείρωσαν σε αγωνιστική κατεύθυνση όλους τους αγρότες, λειτούργησαν με πρωτοφανή δημοκρατικό τρόπο όπου συλλογικά όλοι οι αγρότες, μέσα από τις συνελεύσεις των «μπλόκων», αποφάσιζαν για τη συνέχιση και τις μορφές πάλης των κινητοποιήσεών τους και αναδείχθηκαν σε αδιαμφισβήτητους οργανωτές και καθοδηγητές των αγροτικών κινητοποιήσεων με μεγάλο κύρος όχι μόνο στους αγωνιζόμενους αγρότες αλλά στο σύνολο της αγροτιάς.
            Τις κινητοποιήσεις αυτές αλλά και τις ΣΕΑ δηλαδή τις άτυπες αλλά αγωνιστικές και δημοκρατικές μορφές οργάνωσης των αγροτών πολέμησαν με ιδιαίτερη μανία η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, η αξιωματική αντιπολίτευση της ΝΔ, αλλά και τα κόμματα που θεωρούσαν μονόδρομο την ΚΑΠ, όπως ο ΣΥΝ. Τις πολέμησαν όμως με την ίδια μανία και οι εγκάθετες ηγεσίες της ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ και ΠΑΣΕΓΕΣ με αποτελέσματα να κορυφωθεί ο εκφυλισμός τους και η ανυποληψία τους στην συντριπτική  πλειοψηφία των αγροτών.
            Η κυβέρνηση χρησιμοποίησε όλα τα μέσα για να καταστείλει αυτές τις κινητοποιήσεις, τη συκοφαντία, την καταστολή των ΜΑΤ, τις δολιοφθορές στα τρακτέρ, τα αγροτοδικεία όπου πάνω από 10.000 αγρότες δικάστηκαν και καταδικάστηκαν για τη συμμετοχή τους στις κινητοποιήσεις, την αντιδραστική νομοθεσία της χούντας και του Μεταξά, αλλά και τη σύγχρονη θεωρία του κοινωνικού αυτοματισμού σύμφωνα με την οποία προσπαθούσε στους αγωνιζόμενους αγρότες να αντιπαραθέσει άλλα λαϊκά στρώματα, ακόμα και αγρότες άλλων περιοχών που τάχα θίγονταν από τις αγροτικές κινητοποιήσεις.
            Ταυτόχρονα, έγινε έντονη αντιπαράθεση για τις μορφές πάλης των αγροτικών κινητοποιήσεων. Η κυβέρνηση, η αξιωματική αντιπολίτευση, οι πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ, ο αστικός τύπος και τα ΜΜΕ κρατικά και ιδιωτικά επιτέθηκαν με σφοδρότητα ιδιαίτερα στα μπλόκα των αγροτών στους επαρχιακούς και εθνικούς δρόμους. Επικαλέστηκαν τη «νομιμότητα» και τη Δημόσια τάξη για να νομιμοποιήσουν την κυβερνητική καταστολή και τον αυταρχισμό και έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ξεσηκώσουν τα άλλα λαϊκά κοινωνικά στρώματα κατά των αγωνιζόμενων αγροτών. Η διαπάλη που αναπτύχθηκε γύρω από τις αγροτικές κινητοποιήσεις και τις μορφές πάλης μπορεί και πρέπει να αποτελέσει τη βάση για να βγάλουν χρήσιμα πολιτικά συμπεράσματα οι μικρομεσαίοι αγρότες και τα άλλα λαϊκά κοινωνικά στρώματα που αντιμετωπίζονται με τον ίδιο τρόπο από την κυβέρνηση όταν διεκδικούν το δίκιο τους.
            Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι στην όξυνση της πάλης φαίνεται πιο καθαρά ποιος είναι με ποιον, περιορίζονται τα περιθώρια της δημαγωγίας και διευκολύνεται η εξαγωγή πολιτικών συμπερασμάτων και η διαφοροποίηση των συνειδήσεων.
            Το δεύτερο συμπέρασμα είναι η αναγκαιότητα ενότητας της αγροτιάς με τα άλλα λαϊκά κοινωνικά στρώματα και ιδιαίτερα με την εργατική τάξη. Η συμπαράσταση των εργατικών σωματείων και των επαγγελματοβιοτεχνών της υπαίθρου, στους αγωνιζόμενους αγρότες, απέτρεψε την απομόνωσή τους και έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αντοχή τους και στη διάρκεια των κινητοποιήσεών τους. Η ενότητα αυτή είναι πιο στέρεη και αποτελεσματική όταν βασίζεται σε κοινά προβλήματα, αιτήματα και στόχους που εξ αντικειμένου υπάρχουν ανάμεσα σε αυτά τα στρώματα και όχι πάνω σε μια γενική και αφηρημένη κοινωνική αλληλεγγύη.
            Το τρίτο συμπέρασμα είναι η χρησιμότητα όλων των μορφών πάλης και η σωστή χρησιμοποίησή τους επειδή όλες οι μορφές πάλης έχουν την ιδιαίτερη σημασία τους. Η ενημέρωση των αγροτών με περιοδείες και έντυπο υλικό, αλλά και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, οι συσκέψεις αγροτών και αγροτικών στελεχών, οι συσκέψεις με λαϊκές κοινωνικές οργανώσεις, η δημιουργία Συντονιστικών Επιτροπών Αγώνα, το υπόμνημα, οι συγκεντρώσεις, τα συλλαλητήρια και τα μπλόκα στους δρόμους αποτελούν κρίκους μιας ενιαίας αλυσίδας στην οποία πρέπει να υπάρχει συνέχεια. Κριτήρια σωστής επιλογής της μιας ή της άλλης μορφής πάλης πρέπει ν’ αποτελούν η οξύτητα του προβλήματος, η θέληση και η συσπείρωση των αγροτών, αλλά και των άλλων λαϊκών στρωμάτων, η κλιμάκωση και η προοπτική των κινητοποιήσεων, όπως επίσης και η εξαγωγή σωστών πολιτικών συμπερασμάτων.
            Οι λαϊκές συνελεύσεις των μπλόκων στις οποίες συλλογικά οι αγρότες με τη μορφή της άμεσης δημοκρατίας αποφάσιζαν για τους αγώνες τους, συνέβαλαν στη μαζικοποίησή τους και στην ενότητά τους και ανέδειξαν τα μπλόκα και τις ΣΕΑ σε δημοκρατικές μορφές αυτο-οργάνωσης των αγροτών. Γι' αυτό ίσως δέχτηκαν και τη μεγαλύτερη επίθεση από την κυβέρνηση και όλους τους μηχανισμούς του αστικού κράτους.
            Η Ηη Βασικό αίτημα αυτών των κινητοποιήσεων ήταν η αντίσταση στην νέα ΚΑΠ, που  επιτάχυνε το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών, παράλληλα όμως μέσα από τις κινητοποιήσεις αυτές αναδείχνονταν η αναγκαιότητα ενότητας των αγροτών σε αγωνιστική κατεύθυνση. Αυτή η αναγκαιότητα σε ορισμένους νομούς ή επαρχίες, όπως Καρδίτσα, Λάρισα κ.ά., πήρε σάρκα και οστά και όλοι οι αγρότες ενώθηκαν σε έναν σύλλογο, σε μια ομοσπονδία.
            Οσο οξύνονται τα προβλήματα των μικρομεσαίων αγροτών από την αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, τόσο εντείνεται η προσπάθεια της κυβέρνησης και των πολιτικών δυνάμεων που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ και την ΓΚΑΤ να διατηρήσουν τη διάσπαση των αγροτών, να συκοφαντήσουν τις ΣΕΑ, να υπονομεύσουν τις κινητοποιήσεις τους. Βασικό ρόλο στην κατεύθυνση αυτή παίζουν οι διοικήσεις της ΓΕΣΑΣΕ και της ΣΥΔΑΣΕ οι οποίες, με την αυξημένη οικονομική επιχορήγηση που πήραν με το νέο νόμο για τους συνεταιρισμούς, κάνουν μια προσπάθεια να αναβαθμιστούν στις συνειδήσεις των αγροτών, γιατί ο εκφυλισμός τους ήταν τόσο μεγάλος που δεν μπορούσαν να παίξουν τον αποπροσανατολιστικό και υπονομευτικό τους ρόλο.            Τους πραγματικούς στόχους αυτής της πολιτικής προσπαθούν να τους συγκαλύψουν με αναφορές στα προβλήματα των αγροτών και με διακηρύξεις για την ενότητα των αγροτών που τις διαψεύδουν όμως οι πράξεις τους.
            Οι μικρομεσαίοι αγρότες όμως από τα «κάτω»  θα πρέπει να επιβάλλουν τη δική τους αγωνιστική ενότητα. Να ενωθούν σε ένα σύλλογο που θα αγκαλιάζει τους αγρότες ευρύτερης του ενός χωριού περιοχής, όχι κατ' ανάγκην Καποδιστριακής, και να πιέσουν από τα κάτω για μια ομοσπονδία και μια συνομοσπονδία. Ταυτόχρονα να αναβαθμίσουν και να ενισχύσουν τις συντονιστικές επιτροπές αγώνα που είναι μορφές αυτοοργάνωσης των αγροτών δοκιμάστηκαν στο καμίνι των κινητοποιήσεων και απέκτησαν ιδιαίτερο κύρος στους μικρομεσαίους αγρότες.
            Μετά τη μεταπολίτευση και ιδιαίτερα μετά το 1980 δημιουργήθηκαν στην ύπαιθρο σύλλογοι συνταξιούχων αγροτών και σε ορισμένες περιοχές οι σύλλογοι αυτοί ενώθηκαν σε ομοσπονδία με στόχο να συντονιστούν με άλλες συνταξιουχικές οργανώσεις για να προωθήσουν το πρόβλημα της ασφάλισης που είναι ιδιαίτερα οξυμένο στους αγρότες.
            Οι σύλλογοι αυτοί δε μαζικοποιήθηκαν,  ίσως επειδή οι συνταξιούχοι αγρότες μπορούν να είναι μέλη των αγροτικών συλλόγων και οι αγροτικοί σύλλογοι έχουν σαν αίτημα την αναβάθμιση της αγροτικής ασφάλισης.
            Την τελευταία δεκαετία γίνεται μια προσπάθεια από ορισμένους νέους αγρότες, οι επιτροπές νέων αγροτών που λειτουργούσαν στην ΓΕΣΑΣΕ και τις ομοσπονδίες να γίνουν αυτοτελείς συνδικαλιστικές οργανώσεις  των νέων αγροτών. Σαν προσχήματα για αυτή την κίνηση, που εξ αντικειμένου έχει διασπαστικά χαρακτηριστικά, οι συγκεκριμένοι νέοι αγρότες επικαλούνται τον εκφυλισμό της ΓΕΣΑΣΕ αλλά πιο πολύ τη θέλησή τους να συμμετέχουν αυτοτελώς στα κοινοτικά όργανα για να παίρνουν τα αντίστοιχα κονδύλια και την άποψη ότι αυτοί μπορούν, αν διεκδικήσουν τα ειδικά τους αιτήματα, να ξεφύγουν από τη μιζέρια της μικρομεσαίας αγροτιάς και να γίνουν σύγχρονοι επιχειρηματίες.
            Πέρα από τις αυταπάτες που καλλιεργεί αυτή η κίνηση, αν υλοποιηθεί, θα προκαλέσει μια ακόμα οργανωτική διάσπαση στο αγροτικό συνδικαλιστικό κίνημα και με τα κονδύλια και τις «καρέκλες» της ΕΕ θα εκθρέψει μια νέα γενιά αγροτοπατέρων. Η κίνηση αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπισθεί με αφορισμούς και καταγγελίες αλλά με προσπάθειες να πειστούν όσοι νέοι αγρότες έχουν παρόμοιες απόψεις ότι τα προβλήματα τους είναι κοινά με αυτά των άλλων αγροτών, ότι η δύναμή τους πολλαπλασιάζεται όταν είναι ενωμένοι, ότι είναι αυταπάτη να πιστεύουν ότι όλοι τους θα γίνουν σύγχρονοι επιχειρηματίες και ότι πολύ γρήγορα οι οργανώσεις των νέων αγροτών θα εκφυλισθούν σαν τη ΓΕΣΑΣΕ και τη ΣΥΔΑΣΕ, αν στόχος τους είναι να αναδειχθούν σε κοινωνικούς εταίρους της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Γεωργίας.
            Ο εκφυλισμός των τριτοβάθμιων αλλά και πολλών δευτεροβάθμιων και πρωτοβάθμιων αγροτικών συνδικαλιστικών οργανώσεων και η συντεχνιακή λογική ορισμένων αγροτών τροφοδότησε, την τελευταία περίοδο, την αντίληψη του κλαδικού αγροτικού συνδικαλισμού. Δηλαδή τη δημιουργία κλαδικών αγροτικών συλλόγων κατά προϊόν.
            Στη λογική αυτή δημιουργήθηκε το συνδικάτο ροδακινοπαραγωγών και ορισμένες κτηνοτροφικές ομοσπονδίες. Ο κλαδικός συνδικαλισμός δεν ταιριάζει στην ελληνική γεωργία, επειδή οι περισσότεροι -αν όχι όλοι- οι μικρομεσαίοι αγρότες έχουν πολυκλαδική δραστηριότητα. Εχουν δηλαδή λίγο βαμβάκι, λίγα ροδάκινα, λίγη κτηνοτροφία κ.ά., με αποτέλεσμα να είναι αντικειμενικά αδύνατη η συμμετοχή των μικρομεσαίων αγροτών σε όλους τους αντίστοιχους κλαδικούς συλλόγους.
            Εκτός όμως από την πολυκλαδικότητα της ελληνικής γεωργίας υπάρχουν σοβαρά προβλήματα, όπως το αγροτικό πιστωτικό σύστημα (ΑΤΕ), ο ΟΓΑ, ο ΕΛΓΑ, τα βασικά αγροτικά έργα υποδομής κ.ά., που παίζουν καθοριστικό ρόλο στην οικονομική και κοινωνική ζωή των αγροτών και είναι γενικά και ενιαία για όλους τους αγρότες και η διεκδίκησή τους είναι αποτελεσματικότερη από ενιαίους συλλόγους.
            Οι αντικειμενικοί αυτοί λόγοι οδηγούν στο συμπέρασμα ότι κυρίαρχη μορφή οργάνωσης του αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος θα πρέπει να είναι οι ενιαίοι σύλλογοι μιας ευρύτερης περιοχής και οι κλαδικές οργανώσεις να αποτελούν την εξαίρεση. Βέβαια οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, δηλαδή οι μικρομεσαίοι αγρότες, αποφασίζουν για τη μορφή οργάνωσης του συνδικαλιστικού τους κινήματος, θα πρέπει όμως να παίρνουν υπόψη τους τους αντικειμενικούς παράγοντες για να μην σπαταλούν τις δυνάμεις τους και να είναι αποτελεσματικότεροι οι αγώνες τους.

ΠΑΝΑΓΡΟΤΙΚΗ ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΗ ΣΥΣΠΕΙΡΩΣΗ

Συνέχεια, καρπό και σταθμό ταυτόχρονα των αγροτικών κινητοποιήσεων της δεκαετίας του 1990 αποτελεί η δημιουργία της Παναγροτικής Αγωνιστικής Συσπείρωσης (ΠΑΣΥ).
            Η ΠΑΣΥ δεν αποτελεί μια παράταξη στο αγροτικό κίνημα και δε φιλοδοξεί να μετεξελιχτεί σε μία ακόμα τριτοβάθμια αγροτική οργάνωση. Είναι ένα αγωνιστικό μέτωπο της μικρομεσαίας αγροτιάς, στο οποίο συσπειρώνονται αγροτικοί σύλλογοι και ομοσπονδίες, αγροτικοί συνεταιρισμοί και Ενώσεις, οι Συντονιστικές Επιτροπές και πρωτοπόροι αγωνιστές αγρότες.
            Στόχος της ΠΑΣΥ είναι η οργάνωση και ο συντονισμός της πάλης της μικρομεσαίας αγροτιάς για να αγωνιστεί ενάντια στις αντιαγροτικές πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων που εφαρμόζονται στα πλαίσια της ΚΑΠ και του ΠΟΕ, συμβάλλοντας στη δημιουργία των πολιτικών προϋποθέσεων για την ανατροπή τους και για την εφαρμογή μιας συνολικότερης φιλοαγροτικής πολιτικής.
            Ο στόχος της ΠΑΣΥ έχει αντιμονοπωλιακό χαρακτήρα, γι’ αυτό εξ  αντικειμένου η ΠΑΣΥ μπορεί να αποτελέσει μέτωπο της μικρομεσαίας αγροτιάς και να συμβάλλει στη δημιουργία του Α.Α.Δ.Μ.
            Καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία της ΠΑΣΥ έπαιξαν:
            Η όξυνση των προβλημάτων των μικρομεσαίων αγροτών που προκάλεσε η εφαρμογή της ΚΑΠ και της ΓΚΑΤΤ, η ζοφερή προοπτική που διαγράφεται στα πλαίσια της «Ατζέντας 2000» και του ΠΟΕ και η συνειδητοποίηση αυτών των αντιαγροτικών πολιτικών καθημερινά από περισσότερους μικρομεσαίους αγρότες.
            Η ανυποληψία των κορυφαίων αγροτικών οργανώσεων ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ, ΣΥΔΑΣΕ στη συνείδηση πλατιών στρωμάτων της μικρομεσαίας αγροτιάς, που ήταν αποτέλεσμα της υποταγής και ενσωμάτωσης αυτών των οργανώσεων στις κυβερνητικές και κοινοτικές αντιαγροτικές πολιτικές και η λειτουργία τους σαν κυβερνητικών και κοινοτικών μηχανισμών εφαρμογής αυτών των πολιτικών.
            Η πολύπλευρη πείρα που αποκόμισαν από τη συμμετοχή τους στις αγροτικές κινητοποιήσεις της δεκαετίας του 1990 οι μικρομεσαίοι αγρότες, η συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας συντονισμού αυτών των αγώνων και αντιπαράθεσης στη συνολική αντιαγροτική πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ.
            Η ανάδειξη μέσα από αυτές τις κινητοποιήσεις νέων πρωτοπόρων αγωνιστών αγροτών, κύρια κομμουνιστών με κύρος και επιρροή στους μικρομεσαίους αγρότες και με πλατιά αποδοχή του ηγετικού τους ρόλου.

ΑΝΑΓΚΗ ΟΛΟΚΛΗΡΩΜΕΝΗΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ

Από τη δημιουργία του μέχρι σήμερα, το ΚΚΕ έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανάπτυξη των αγώνων της μικρομεσαίας αγροτιάς, στη συγκρότηση του οργανωμένου αγροτικού συνδικαλιστικού κινήματος και στον αγωνιστικό του προσανατολισμό.
            Σήμερα η συγκρότηση, η μαζικοποίηση και η δράση της ΠΑΣΥ αποτελεί βασικό στόχο της πολιτικής του ΚΚΕ στην αγροτιά. Και αυτό, γιατί η ΠΑΣΥ σαν μέτωπο της μικρομεσαίας αγροτιάς μπορεί να συσπειρώσει αγρότες που δε συμφωνούν με το σύνολο της πολιτικής του, θέλουν όμως να αντισταθούν στις πολιτικές που τους ξεκληρίζουν και ταυτόχρονα να συμβάλλουν στη δημιουργία των προϋποθέσεων για να εφαρμοσθεί μια εντελώς διαφορετική φιλοαγροτική πολιτική.
            Η υλοποίηση αυτού του στόχου θα προχωράει με γρηγορότερους ρυθμούς, αν οι ΚΟΒ και τα αγροτικά στελέχη του ΚΚΕ αποκαλύπτουν με πειστικότητα στους μικρομεσαίους αγρότες τους στόχους και τις συνέπειες των αντιαγροτικών πολιτικών που εφαρμόζονται στα πλαίσια της ΚΑΠ και του ΠΟΕ.
            Αν αναδείχνουν τις γενικότερες αιτίες αυτών των συνεπειών χωρίς να γενικολογούν αλλά με τέτιο τρόπο που να προωθούν την ενότητα των αγροτών των διαφόρων περιοχών, ανεξάρτητα από το προϊόν που παράγουν.
            Αν αποκαλύπτουν πειστικά, χωρίς αφορισμούς, τις προσπάθειες της κυβέρνησης και της ΕΕ με πολλούς και πολυδάπανους μηχανισμούς και προγράμματα να εκμαυλίσουν μαζικά τις συνειδήσεις των μικρομεσαίων αγροτών, να τους κάνουν συνένοχους και να τους υποτάξουν στις αντιαγροτικές τους πολιτικές.
            Αν η κριτική τους στις αντιαγροτικές, ευρωενωσιακές και κυβερνητικές πολιτικές συνδέεται με τις πολιτικές των κομμάτων ΝΔ και ΣΥΝ, που θεωρούν μονόδρομο την ΚΑΠ και τον ΠΟΕ, με συγκεκριμένα παραδείγματα, έτσι ώστε να μηδενίζονται τα περιθώρια δημαγωγίας αυτών των κομμάτων και να διευκολύνεται η εξαγωγή σωστών πολιτικών συμπερασμάτων.
            Αν παρουσιάζουν επιχειρηματολογημένα την πολιτική που στρέφεται ενάντια στους μικρομεσαίους αγρότες σαν πλευρά της συνολικότερης αντιλαϊκής φιλομονοπωλιακής πολιτικής που επιτίθεται στην εργατική τάξη και σε όλα τα φτωχά λαϊκά στρώματα, αναδεικνύοντας έτσι και τα κοινά συμφέροντα, τον κοινό αντίπαλο και τη διέξοδο.
            Σήμερα όλοι οι μικρομεσαίοι αγρότες, ανεξάρτητα από ιδεολογικά και πολιτικά πιστεύω, ξέρουν από πρώτο χέρι ότι η κατάστασή τους είναι πολύ άσχημη. Ξέρουν επίσης ότι αν συνεχιστούν αυτές οι πολιτικές θα γίνει ακόμα χειρότερη και δύσκολα θα αποφύγουν το ξεκλήρισμά τους. Γι’ αυτό η επιμονή μας μόνο σε πράγματα που γνωρίζουν δεν προσθέτει τίποτα καινούργιο, αντίθετα μπορεί να καλλιεργεί την απογοήτευση και την ιδιώτευση. Αυτό που δεν ξέρουν οι μικρομεσαίοι αγρότες είναι η άλλη πρόταση, πόσο ρεαλιστική είναι και ποιος ο ρόλος ο δικός τους σε αυτή την πρόταση.
            Γι’ αυτό μαζί με την κριτική στις αντιαγροτικές πολιτικές που εφαρμόζονται, θα πρέπει να προβάλλονται οι αντίστοιχες θέσεις του ΚΚΕ ολοκληρωμένα, τόσο για τα παραγωγικά και κοινωνικά προβλήματα των αγροτών, όσο και για τις πολιτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται για να εφαρμοσθούν αυτές οι θέσεις. Ταυτόχρονα με τις θέσεις, να προβάλλεται ο ρόλος της ΠΑΣΥ σαν ένα μέτωπο που, μέσα από την πάλη για τα προβλήματα του αγρότη ενάντια στις αντιαγροτικές πολιτικές, μπορεί και πρέπει να συμβάλλει μαζί με άλλα επί μέρους μέτωπα συσπείρωσης λαϊκών δυνάμεων στη διαμόρφωση των πολιτικών προϋποθέσεων, για την εφαρμογή μιας συνολικότερης φιλολαϊκής και φιλοαγροτικής πολιτικής. Να προβάλλεται η προοπτική της λαϊκής οικονομίας και της λαϊκής εξουσίας.
            Για να γίνουν όλα αυτά χρειάζεται η ΚΟΒ και τα αγροτικά στελέχη του ΚΚΕ να γνωρίζουν πολύ καλά τις πολιτικές που εφαρμόζονται, τα μέσα και τους μηχανισμούς που χρησιμοποιούνται για την εφαρμογή τους. Να γνωρίζουν επίσης πολύ καλά τις θέσεις του ΚΚΕ και στη γνώση αυτή μπορεί αποτελεσματικά να συμβάλλει η συστηματική μελέτη και αξιοποίηση όλων των κομματικών εντύπων.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

            Ολόκληρη η διαδρομή του αγροτικού κινήματος στον αιώνα που πέρασε δείχνει μια διαρκή και ανειρήνευτη πάλη των κολίγων στην αρχή του αιώνα να πάρουν τη γη που καλλιεργούσαν από τους τσιφλικάδες και των μικρομεσαίων αγροτών στη συνέχεια, να αποτρέψουν το ξεκλήρισμά τους. Να κρατήσουν δηλαδή τη γη που πήραν με αγώνες και θυσίες και αυτό γιατί, πρoτού ολοκληρωθεί η αστικοδημοκρατική μεταρρύθμιση, δηλαδή η διανομή της γης στους κολίγους και στους μικρομεσαίους άρχισε η συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες, στους σύγχρονους τσιφλικάδες και το ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών.
            Σε όλη αυτή τη διαδρομή το ΚΚΕ και τα αγροτικά του στελέχη έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη οργάνωση και καθοδήγηση της πάλης των αγροτών.
            Ενας αιώνας αγώνων, θυσιών και κατακτήσεων των κολίγων παλιότερα και στη συνέχεια των μικρομεσαίων αγροτών για την επιβίωσή τους, τους βοηθάει να αντιληφθούν ότι η συμμαχία τους με την εργατική τάξη και τα άλλα λαϊκά κοινωνικά στρώματα αποτελεί βασική προϋπόθεση για την επιτυχία των στόχων τους και ότι κανένας αγώνας δεν πήγε χαμένος. Τους βοηθάει επίσης να καταλάβουν ότι το ξεκλήρισμά τους στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος είναι αναπόφευκτο, γι’ αυτό μαζί με τους αγώνες τους για τα καθημερινά προβλήματα θα πρέπει να συμβάλλουν στη δημιουργία του αντιμονοπωλιακού, αντιιμπεριαλιστικού δημοκρατικού μετώπου σαν παράγοντα ωρίμανσης των υποκειμενικών  προϋποθέσεων για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μας.




  Ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου είναι μέλος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ