10 Ιαν 2012

ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ


ΤΟ ΠΑΡΟΝ ΚΑΙ Η ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ  ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ
του Γιάννη Σφυρή  

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΘΕΩΡΗΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ

            Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί είναι εθελοντικές ενώσεις των αγροτών που έχουν στόχο να περιορίσουν την εκμετάλλευση των μελών τους από το μεγάλο κεφάλαιο, να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση και να μειώσουν το κόστος παραγωγής.
            Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σαν εθελοντικές ενώσεις προϋποθέτουν την αυτοτελή ύπαρξη των αγροτών που έχουν δικά τους μέσα παραγωγής και την πλήρη τυπική τουλάχιστον δυνατότητα αυτοδιάθεσής τους. Δηλαδή την πλήρη τυπική ελευθερία να αποφασίζουν μόνοι τους για τη συμμετοχή τους σε διάφορες συλλογικές οικονομικές οργανώσεις και δραστηριότητες.
            Αυτές οι δύο προϋποθέσεις εξασφαλίστηκαν με τη διάλυση των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής. Οι δουλοπάροικοι απέκτησαν πλήρη δικαιώματα κυριότητας και νομής της γης τους και το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης με την κατάργηση των φεουδαρχών, από τους οποίους ήταν εξαρτημένοι -τουλάχιστον οικονομικά- στο τελευταίο στάδιο της φεουδαρχίας.
            Στην πορεία η εξασφάλιση αυτών των προϋποθέσεων δημιούργησε τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, γι’ αυτό δεν είναι καθόλου τυχαία η εμφάνισή τους, στη φάση περάσματος από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Επειδή ακριβώς οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εκφράζουν το πέρασμα από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό, αποτελούν κρίκους προόδου, σε καμία όμως περίπτωση δεν εκφράζουν πέρασμα στον κολεχτιβισμό και το σοσιαλισμό. Και αυτό γιατί οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, σαν οικονομικές ενώσεις μικροϊδιοκτητών μέσων παραγωγής, είναι μικροκαπιταλιστικές συλλογικές επιχειρήσεις που από τη θέση τους συμβάλλουν στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού συστήματος αναπαράγοντας τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής, ακόμα και στο εσωτερικό τους.
            Σαν οικονομικές ενώσεις μικροϊδιοκτητών μέσων παραγωγής οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εκμεταλλεύονται μισθωτή εργατική δύναμη, ταυτόχρονα όμως αποτελούν και αντικείμενο εκμετάλλευσης από το μεγάλο κεφάλαιο και τα μονοπώλια με αποτέλεσμα πολλές φορές όχι μόνο να μην μπορούν να βελτιώσουν την κοινωνικο-οικονομική θέση των μελών τους αλλά να είναι αδύνατη και η επιβίωσή τους.
            Αυτή η πραγματικότητα δεν μπορεί να οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εξ αντικειμένου αμφισβητούν το καπιταλιστικό σύστημα. Και αυτό γιατί παρόμοια κατάσταση και προοπτική στον καπιταλισμό υπάρχει για όλους τους καπιταλιστές, μεμονωμένους ή συλλογικούς, είναι όμως πιο έντονη στους μικροκαπιταλιστές και είναι αποτέλεσμα του αδυσώπητου ανταγωνισμού που αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του καπιταλισμού.
            Η ιδιομορφία όμως των μελών των αγροτικών συνεταιρισμών ως μικροϊδιοκτητών προσδίδει εξ αντικειμένου στους συνεταιρισμούς αντιμονοπωλιακά χαρακτηριστικά  που μπορούν να αξιοποιηθούν πολιτικά, όχι για να γυρίσει πίσω η κοινωνία στον προμονοπωλιακό καπιταλισμό, αλλά για τη δημιουργία προοδευτικού αντιμονοπωλιακού μετώπου της εργατικής τάξης με τις οργανώσεις της μικρομεσαίας αγροτιάς, με στόχο τη λαϊκή οικονομία, το σοσιαλισμό.
            Η τυπική ισότητα που υπήρχε για μεγάλη περίοδο ανάμεσα στα μέλη των αγροτικών συνεταιρισμών και εκφραζόταν με τη συνεργατική αρχή ένα μέλος - μία μερίδα - μια ψήφος σε καμιά περίπτωση δεν απέτρεπε, όπως ισχυρίζονται ορισμένοι, την αναπαραγωγή των πραγματικών ανισοτήτων και μέσα στο συνεταιρισμό και κατά συνέπεια δεν εξουδετέρωνε την τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης στην αγροτική οικονομία. Και αυτό γιατί τα οφέλη των συνεταίρων από τη λειτουργία των συνεταιρισμών δεν εξαρτώνται από τη μερίδα (μετοχή), αλλά από το μέγεθος της ατομικής εκμετάλλευσης του κάθε μέλους, δηλαδή από τον όγκο της αγροτικής παραγωγής. Αν για παράδειγμα η λειτουργία του αγροτικού συνεταιρισμού μειώσει το κόστος της αγροτικής παραγωγής επειδή αγοράζει ή παράγει φθηνότερα αγροτικά εφόδια και μηχανήματα ή κάνει επενδύσεις που μειώνουν το κόστος μεταποίησης και εμπορίας, θα ωφεληθεί περισσότερο ο μεγαλοαγρότης, επειδή καταναλώνει περισσότερα γεωργικά εφόδια ή επειδή έχει μεγαλύτερη αγροτική παραγωγή. Αν πάλι η λειτουργία του αγροτικού συνεταιρισμού πετύχει μεγαλύτερες τιμές πώλησης για τα προϊόντα των μελών του επειδή θα διαπραγματευθεί συλλογικά την πώλησή τους ή θα κάνει κάποιους βαθμούς μεταποίησης, οι μεγαλοαγρότες θα ωφεληθούν περισσότερο από τους μικροαγρότες επειδή έχουν πολλαπλάσια παραγωγή.
            Πέρα όμως από την τυπική ισότητα υπάρχει η ουσιαστική ανισότητα που εκφράζεται με το γεγονός ότι οι μεγαλοαγρότες με διάφορους τρόπους και για διάφορους λόγους κυριαρχούν στις διοικήσεις των συνεταιρισμών και την κυριαρχία τους αυτή την εκμεταλλεύονται για να διαμορφώνουν αποφάσεις που ωφελούν τους ίδιους και όχι τους μικροαγρότες.
            Από τότε που εμφανίστηκαν οι συνεταιρισμοί μέχρι και σήμερα αναπτύχθηκαν διάφορες θεωρίες που έλεγαν ότι οι συνεταιρισμοί μπορούν από μόνοι τους, χωρίς να είναι αναγκαία η σοσιαλιστική αλλαγή της κοινωνίας, να καταργήσουν και όχι μόνο να περιορίσουν την εκμετάλλευση των αγροτών. Οπως επίσης ότι οι συνεταιρισμοί αποτελούν σοσιαλιστικές νησίδες μέσα στον καπιταλισμό, που μεγαλώνοντας μπορούν να κάνουν κυρίαρχες τις συνεταιριστικές (σοσιαλιστικές) σχέσεις παραγωγής, χωρίς να είναι αναγκαία η σοσιαλιστική επανάσταση, ο πρωτοπόρος ρόλος της εργατικής τάξης και η δικτατορία του προλεταριάτου.
            Στη χώρα μας τις θεωρίες αυτές με διάφορες παραλλαγές στη μεταπολιτευτική περίοδο τις υποστήριζε κυρίως το ΠΑΣΟΚ.
            Δύο σχεδόν αιώνες όμως, από τότε που εμφανίστηκαν οι συνεταιρισμοί, όχι μόνο δεν επιβεβαιώθηκαν αυτές οι θεωρίες αλλά διαψεύστηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί δεν επέβαλαν τις σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής στην αγροτική οικονομία καμιάς καπιταλιστικής χώρας. Δεν κατάργησαν την εκμετάλλευση των μικρομεσαίων αγροτών από το μεγάλο κεφάλαιο, και δεν μπόρεσαν να στηρίξουν αποτελεσματικά τους μικρομεσαίους αγρότες-μέλη τους, με αποτέλεσμα να ξεκληριστούν και να συγκεντρωθεί η γη και η αγροτική παραγωγή σε λίγους μεγαλοαγρότες. Δηλαδή καπιταλιστικοποιήθηκε αντί να σοσιαλιστικοποιηθεί η αγροτική οικονομία. Η πραγματικότητα αυτή επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι σε όλες τις βιομηχανικές χώρες από το 1950 μέχρι σήμερα ο αριθμός των αγροτών έχει μειωθεί μέχρι και 80%. Ετσι στις ΗΠΑ οι αγρότες με πλήρη απασχόληση είναι λιγότεροι από το 1% του πληθυσμού και οι μεγάλες φάρμες είναι κλασικές καπιταλιστικές επιχειρήσεις.
            Στη χώρα μας η πρακτική εφαρμογή της θεωρίας του ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία του 1980 είχε σαν αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν μαζικά οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, να συρρικνωθούν δραστικά, να περιθωριοποιηθούν και οι περισσότεροι να οδηγηθούν στο κλείσιμο ή στο ξεπούλημα στο ιδιωτικό κεφάλαιο.
            Σύγχρονη παραλλαγή αυτών των θεωριών που εκπορεύεται από την ΕΕ και υιοθετείται από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που θεωρούν μονόδρομο την ΕΕ, είναι η θεωρία που ισχυρίζεται ότι οι συνεταιρισμοί δεν είναι καπιταλιστικές οργανώσεις αλλά ανήκουν στο λεγόμενο κοινωνικό τομέα της οικονομίας. Μάλιστα η ΕΕ στα τέλη της δεκαετίας δημιούργησε ειδική Διεύθυνση «Κοινωνικής Οικονομίας» η οποία περιλαμβάνει τους συνεταιρισμούς, τα ταμεία αλληλασφάλισης, τις Ενώσεις και τα ιδρύματα. Η διεύθυνση αυτή υπάγεται στην ίδια Γενική Διεύθυνση που υπάγεται η πολιτική για τις επιχειρήσεις, το εμπόριο και τον τουρισμό.
            Στόχος αυτής της θεωρίας είναι η διαμόρφωση μιας κοινωνικής συνείδησης σε πλατειά λαϊκά στρώματα ότι ο καπιταλισμός δεν είναι βάρβαρος και ότι δε βάζει πάνω απ’ όλα το καπιταλιστικό κέρδος. Αλλά ενδιαφέρεται και για τον άνθρωπο, γι’ αυτό ένα τμήμα της οικονομίας δεν έχει στόχο του το κέρδος αλλά την ικανοποίηση βασικών αναγκών του σύγχρονου ανθρώπου.
            Και η θεωρία όμως αυτή διαψεύδεται από την πραγματικότητα, επειδή οι οικονομικές επιχειρήσεις του λεγόμενου κοινωνικού τομέα αποτελούν οικονομικούς μοχλούς του κρατικομονοπωλιακού συστήματος. Λειτουργούν στα πλαίσιά του, εκμεταλλεύονται εργατική δύναμη και με διάφορους άμεσους και έμμεσους τρόπους (προμήθειες, τιμολογιακή πολιτική κ.ά.) εξυπηρετούν τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου.
            Η άμεση συνεργασία των επιχειρήσεων του λεγόμενου κοινωνικού τομέα της οικονομίας με το μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο, μέσα από τη δημιουργία κοινών επιχειρήσεων που παρατηρείται έντονα την τελευταία περίοδο στα πλαίσια των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων, επιβεβαιώνει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο τον καπιταλιστικό χαρακτήρα αυτών των επιχειρήσεων.
            Φυσικά το λαϊκό κίνημα διεκδικεί να είναι διευρυμένος ο ρόλος αυτών των επιχειρήσεων και τα κριτήρια λειτουργίας τους λιγότερο αντιλαϊκά. Αυτό όμως σε καμιά περίπτωση δε σημαίνει ότι οι επιχειρήσεις αυτές στα πλαίσια του καπιταλισμού είναι φιλολαϊκές ή ταξικά ουδέτερες επιχειρήσεις και εξυπηρετούν γενικά και αφηρημένα το κοινωνικό σύνολο.

ΤΟ ΑΓΡΟΤΙΚΟ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΤΗ ΧΩΡΑ ΜΑΣ

            Στη χώρα μας οι αγροτικοί συνεταιρισμοί εμφανίστηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα, ενώ ο πρώτος συνεταιριστικός νόμος ψηφίστηκε το 1914 (Ν. 602/1914). Καθυστερημένα σε σχέση με ορισμένες δυτικοευρωπαϊκές χώρες και η καθυστέρηση σχετίζεται με την ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στη χώρα μας.
            Από τη δημιουργία τους οι αγροτικοί συνεταιρισμοί βρέθηκαν αντιμέτωποι με το μεγάλο κεφάλαιο και την κηδεμονία του τραπεζικού κεφαλαίου, η οποία ήταν κατοχυρωμένη νομοθετικά, μιας και η ΑΤΕ με νόμο ασκούσε την εποπτεία στους αγροτικούς συνεταιρισμούς. Δεν είχαν όμως την ουσιαστική και τυπική αυτοτέλεια απέναντι και στο κράτος, το οποίο με νομοθετικά θεσμικά και διοικητικά μέτρα παρενέβαινε στην εσωτερική λειτουργία των συνεταιρισμών με στόχο να τους μετατρέψει σε μηχανισμούς υλοποίησης και εξωραϊσμού της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής. Σε όργανα συναίνεσης και υποταγής των μικρομεσαίων αγροτών στις αντιαγροτικές κυβερνητικές πολιτικές. Οι παρεμβάσεις αυτές αφορούσαν στα εκλογικά συστήματα ανάδειξης των οργάνων διοίκησης των συνεταιρισμών, στους εκβιασμούς μέσα από τις χρηματοδοτήσεις της ΑΤΕ, στους όρους και στις προϋποθέσεις καταβολής διαφόρων αναπτυξιακών κινήτρων, στις καθαιρέσεις των εκλεγμένων διοικήσεων και στους διορισμούς εγκάθετων σε ανώμαλες πολιτικές περιόδους της χώρας κ.ο.κ..
            Αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών ήταν ο περιορισμένος ρόλος του συνεταιριστικού κινήματος στην αγροτική οικονομία της χώρας μας. Η αδυναμία του να στηρίξει αισθητά τους μικρομεσαίους αγρότες. Η γραφειοκρατική του λειτουργία και η υδροκέφαλη δομή του. Η χρεοκοπία και το κλείσιμο πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων.
            Σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν 7.000 πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί με 860.000 μέλη, 126 δευτεροβάθμιες Ενώσεις Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΑΣ) και ελάχιστες τριτοβάθμιες κλαδικές οργανώσεις.
            Οι περισσότεροι από τους πρωτοβάθμιους συνεταιρισμούς δεν έχουν καμιά οικονομική δραστηριότητα με αποτέλεσμα να λειτουργούν σαν μηχανισμοί εκλογής αντιπροσώπων. Το φαινόμενο αυτό θα ενταθεί με την κατάργηση της αλληλέγγυας ευθύνης που επέβαλε η ΑΤΕ στα πλαίσια της ιδιωτικοποίησής της, επειδή το 59% των πρωτοβάθμιων συνεταιρισμών ήταν πιστωτικοί. Δηλαδή ασκούσαν την αγροτική πίστη για λογαριασμό της ΑΤΕ. Με την πραγματική έννοια του όρου δεν υπάρχει κανένας παραγωγικός συνεταιρισμός και όσοι πρωτοβάθμιοι συνεταιρισμοί έχουν οικονομική δραστηριότητα αφορά στη μεταποίηση και εμπορία αγροτικών προϊόντων ή στη διακίνηση κάποιων γεωργικών εφοδίων.
            Οι δευτεροβάθμιες ΕΑΣ ασχολούνται κύρια με τη μεταποίηση και εμπορία των αγροτικών προϊόντων, διαχειρίζονται τις κοινοτικές επιδοτήσεις και διακινούν ορισμένα γεωργικά εφόδια και μηχανήματα, αλλά και καταναλωτικά προϊόντα μέσα από τα συνεταιριστικά Σούπερ-Μάρκετ. Οι περισσότερες ΕΑΣ είναι καταχρεωμένες, βρίσκονται σε πορεία συρρίκνωσης και πολλές απειλούνται με κλείσιμο.
            Οι περισσότερες τριτοβάθμιες συνεταιριστικές οργανώσεις και εταιρίες που είχαν σαν αντικείμενό τους τη μεταποίηση και εμπορία των αγροτικών προϊόντων ή τη διακίνηση αγροτικών μηχανημάτων και εφοδίων έκλεισαν στη δεκαετία του 1990 (ΚΥΔΕΠ, Κτηνοτροφική, Μελισσοκομική, ΣΥΝΕΡΓΑΛ, ΣΥΝΕΛ, ΣΠΕ, ΣΠΕΚΑ, κ.ά.). Οσες απόμειναν (Ελαιουργική, ΚΕΣΠΥ, Καπνική) παίζουν ελάχιστο έως μηδαμινό ρόλο στην εμπορία των αντίστοιχων αγροτικών προϊόντων ή εφοδίων.
            Η οικονομική δραστηριότητα, όμως, όλων των συνεταιριστικών οργανώσεων είναι δυσανάλογα μικρή σε σχέση με τον αριθμό τους, αλλά και τον αριθμό των συνεταιρισμένων αγροτών.
            Ετσι το 1995 η αγροτική παραγωγή της χώρας μας που πουλήθηκε μέσα από τους συνεταιρισμούς ήταν 3% για το χοιρινό κρέας και τα λαχανικά, 2% για το βοδινό κρέας και τα αυγά, 15% για το κρέας των πουλερικών, 20% για το γάλα, 49% για τα σιτηρά και το βαμβάκι και 57% για τα φρούτα. Εχει σημασία όμως να τονιστεί ότι και στα προϊόντα των οποίων η παραγωγή σε μεγάλο ποσοστό πωλείται μέσα από τους συνεταιρισμούς, όπως σιτηρά κ.ά., ο βαθμός μεταποίησης είναι πολύ μικρός έως ανύπαρκτος, με αποτέλεσμα στην πράξη οι συνεταιρισμοί και στις περιπτώσεις αυτές να λειτουργούν σαν μεσάζοντες ανάμεσα στα μέλη της και στους εμποροβιομήχανους.
            Αυτός ο τρόπος λειτουργίας είχε σαν αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν οι συνεταιρισμοί στις συνειδήσεις των μικρομεσαίων αγροτών,  να μειωθεί το ενδιαφέρον τους για το ρόλο και την τύχη των συνεταιρισμών και να μην προβάλλουν σθεναρή αντίσταση στις πολιτικές περιθωριοποίησης, συρρίκνωσης και κλεισίματος πολλών συνεταιριστικών οργανώσεων.
            Από τη δημιουργία τους όμως οι αγροτικοί συνεταιρισμοί σαν κοινωνικές οργανώσεις των μικρομεσαίων αγροτών έπαιξαν στη χώρα μας σημαντικό συνδικαλιστικό ρόλο στο αγροτικό κίνημα, που σε σημαντικό βαθμό οφείλεται στην καθυστέρηση συγκρότησης και λειτουργίας αγροτικών συλλόγων και ομοσπονδιών, που αποτελούν τις κλασικές συνδικαλιστικές οργανώσεις των αγροτών.
            Ο διπλός ρόλος των αγροτικών συνεταιρισμών, δηλαδή ο οικονομικός και συνδικαλιστικός, είχε σαν αποτέλεσμα τη μαζικοποίησή τους που διατηρείται τυπικά, τουλάχιστον μέχρι και σήμερα, παρά το γεγονός ότι οι συνεταιρισμοί σήμερα παίζουν ελάχιστο συνδικαλιστικό ρόλο αλλά και ο οικονομικός τους ρόλος είναι περιθωριοποιημένος. Βέβαια σήμερα η συμμετοχή πάρα πολλών αγροτών στους συνεταιρισμούς είναι περισσότερο τυπική και λιγότερο ουσιαστική, επειδή από τη μια πλευρά υπάρχει η κληρονομικότητα της μερίδας και από την άλλη η οικονομική και κοινωνική ανυποληψία των συνεταιρισμών.
            Στη μεταπολιτευτική περίοδο έγιναν πολλές αλλαγές στο νομικό πλαίσιο των αγροτικών συνεταιρισμών, που είχαν σαν κύριο στόχο να ελέγξουν ασφυκτικότερα οι κυβερνήσεις τους αγροτικούς συνεταιρισμούς, για να τους χρησιμοποιήσουν σαν μηχανισμούς εφαρμογής της πολιτικής τους και σαν όργανα συναίνεσης και υποταγής των μικρομεσαίων αγροτών στις αντιαγροτικές πολιτικές των ελληνικών κυβερνήσεων και της ΕΕ.
            Στη δεκαετία του 1980 χρησιμοποιήθηκαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί, με ευθύνη των διοικήσεών τους, από τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ για να εξωραΐσουν την ΚΑΠ, με αποτέλεσμα να χρεοκοπήσουν. Οι ρυθμίσεις των χρεών που έγιναν στη δεκαετία του 1990 δεν απέτρεψαν τη συρρίκνωση, την περιθωριοποίηση και το κλείσιμο, επειδή στόχος αυτών των ρυθμίσεων δεν ήταν η εξυγίανση και η ανάπτυξη των συνεταιρισμών. Στόχος των ρυθμίσεων αυτών ήταν η εξυγίανση του χαρτοφυλακίου της ΑΤΕ, στην οποία χρωστούσαν σχεδόν όλα τα χρέη τους οι συνεταιρισμοί, για να μπορέσει η ΑΤΕ να ιδιωτικοποιηθεί μέσα από το Χρηματιστήριο, όπως άλλωστε προέβλεπε και σχετική οδηγία της ΕΕ και προωθήθηκε με την εισαγωγή στο Χρηματιστήριο του 15% του μετοχικού της κεφαλαίου σε πρώτη φάση.
            Ο στόχος αυτός επιβεβαιώνεται εκ των υστέρων από τα αποτελέσματα. Διαφαινόταν όμως και εκ των προτέρων από τον τρόπο, τους όρους και τις προϋποθέσεις των ρυθμίσεων. Οι όροι αυτοί ήταν επαχθείς για τους συνεταιρισμούς και στην πράξη τους οδηγούσαν στην αυτοεκκαθάριση, επειδή η εκκαθάριση με εντολή της ΑΤΕ θα προκαλούσε πολιτικό κόστος στις κυβερνήσεις.
            Βασικότεροι από τους όρους αυτούς ήταν: Η δραστική μείωση του λειτουργικού κόστους με μαζικές απολύσεις προσωπικού, μέχρι του σημείου που να μην μπορούν να λειτουργήσουν οι συνεταιρισμοί. Η επιβολή μεγάλων εισφορών στα αγροτικά προϊόντα σε βάρος των αγροτών, με αποτέλεσμα οι αγρότες να μην πωλούν την παραγωγή τους μέσα από τους συνεταιρισμούς. Η εκποίηση των περιουσιακών στοιχείων των συνεταιρισμών την οποία θα έκανε η ΑΤΕ με εν λευκώ πληρεξούσιο, που ήταν υποχρεωμένοι από τους νόμους να δώσουν οι συνεταιρισμοί στην ΑΤΕ για όλα τα περιουσιακά τους στοιχεία.
            Ετσι σχεδόν όλες οι συνεταιριστικές οργανώσεις που αποδέχθηκαν τη διαδικασία αυτών των ρυθμίσεων, αντιμετωπίζουν σήμερα με μεγαλύτερη οξύτητα το πρόβλημα των χρεών, παρά το γεγονός ότι ορισμένοι έχουν δώσει σημαντικά ποσά στην ΑΤΕ και είναι αδύνατο να αποπληρώσουν αυτά τα χρέη, επειδή εκτός των άλλων ο οικονομικός ρόλος αυτών των συνεταιρισμών είναι αποδυναμωσμένος.

ΠΡΟΣΔΕΣΗ ΤΩΝ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΩΝ ΣΤΟ ΙΔΙΩΤΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ

            Οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ χρησιμοποίησαν την οικονομική χρεοκοπία που επέβαλλαν στους συνεταιρισμούς με τις πολιτικές τους σαν άλλοθι για να επιταχύνουν τους ρυθμούς αλλαγής του προσανατολισμού τους και να τους μετατρέψουν από φυσικές οργανώσεις των αγροτών σε ανώνυμες εταιρείες των μεγαλοαγροτών και των εμποροβιομηχάνων.
            Ο στόχος αυτός επιβεβαιώνεται από τη «συνεργασία» των συνεταιρισμών με τους εμποροβιομήχανους σε κοινές επιχειρήσεις, από την κατάργηση και της τυπικής ισοτιμίας των μελών των συνεταιρισμών και από τη συμμετοχή στους συνεταιρισμούς όχι μόνο φυσικών αλλά και νομικών προσώπων, δηλαδή επιχειρήσεων.
            Με το Ν. 1541/1985,  για πρώτη φορά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ θεσμοθέτησε τη «συνεργασία» των συνεταιρισμών με το ιδιωτικό κεφάλαιο σε κοινές Ανώνυμες Εταιρείες (ΑΕ), με την προϋπόθεση ότι το μετοχικό κεφάλαιο των συνεταιρισμών θα ξεπερνάει το 65%, ενώ με τους νόμους 2169/1993 της ΝΔ και 2810/2000 του ΠΑΣΟΚ που ακολούθησαν, κατάργησαν το όριο του 65%.
            Ανεξάρτητα από το ποσοστό συμμετοχής των συνεταιρισμών σε κοινές ΑΕ με το ιδιωτικό κεφάλαιο, η ρύθμιση αυτή αποτελεί τη βασικότερη αρνητική αλλαγή για τους συνεταιρισμούς, επειδή προσπαθεί να επιβάλλει την άποψη ότι οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι οργανώσεις τους έχουν κοινά συμφέροντα με τους εμποροβιομήχανους που μπορούν να εκφραστούν και μέσα από κοινές επιχειρηματικές δραστηριότητες.
            Πριν από τη ρύθμιση αυτή, ήταν γενικά αποδεκτό ότι τα συμφέροντα των αγροτών και των συνεταιρισμών τους ήταν ανταγωνιστικά με τα συμφέροντα των εμποροβιομήχανων, γι’ αυτό οι συνεταιρισμοί ενώνονταν σε ενώσεις, σε ομοσπονδίες και κοινοπραξίες για να περιορίσουν την εκμετάλλευση των αγροτών από τους εμποροβιομήχανους.
            Στα πλαίσια αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων και της αντίστοιχης πολιτικής αντίληψης, η κυβέρνηση και η ΑΤΕ, αξιοποιώντας τα χρέη των συνεταιρισμών, τους πιέζουν να μετατρέψουν τις δραστηριότητές τους σε ΑΕ και να πουλήσουν μέρος των μετοχών τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο, με στόχο να εξασφαλίσουν τάχα τα απαιτούμενα κεφάλαια και το κυριότερο να λειτουργήσουν με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, παραχωρώντας τη Διοίκηση - Διεύθυνση αυτών των ΑΕ στους ιδιώτες.
            Ηδη η ΕΑΣ Λάρισας, με αφορμή και τους εκβιασμούς της ΑΤΕ, πούλησε το 60% των μετοχών του εργοστασίου της ΟΛΥΜΠΟΣ στην ιδιωτική εταιρεία ΤΥΡΑΣ ΑΕ των ΑΦΩΝ  ΣΑΡΑΝΤΗ.
            Η Κεντρική Ενωση Οινοποιητικών Συνεταιρισμών Ελλάδας (ΚΕΟΣΟΕ) έχει συνεργαστεί με τον ιδιώτη ΣΒΩΛΟ. Ενώ η ΑΤΕ προσπαθεί μέσα από το χρηματιστήριο να ξεπουλήσει στο ιδιωτικό κεφάλαιο τις μετοχές των εταιρειών μετοχικού ενδιαφέροντος (ΔΩΔΩΝΗ, ΣΕΚΑΠ κ.ά.), που αποτελούν ιδιόμορφες συνεταιριστικές οργανώσεις.
            Με το Ν. 2169/1993 η κυβέρνηση της ΝΔ έδωσε τη δυνατότητα στους μεγαλοαγρότες να έχουν περισσότερες από μία συνεταιριστική μερίδα. Δηλαδή άρχισε την υπονόμευση της τυπικής ισοτιμίας των μελών των συνεταιρισμών. Το ξεκίνημα της ΝΔ το ολοκλήρωσε το ΠΑΣΟΚ με το Ν. 2810/2000, όπου οι μεγαλοαγρότες με περισσότερες από μία μερίδες μπορούν να έχουν μέχρι και τρεις ψήφους, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει πια η τυπική ισοτιμία και οι μεγαλοαγρότες να μπορούν άμεσα να κυριαρχούν στις διοικήσεις των συνεταιρισμών.
            Με το Ν. 2810/2000 το ΠΑΣΟΚ έδωσε τη δυνατότητα να γίνονται μέλη των συνεταιρισμών και νομικά πρόσωπα. Δηλαδή οι εταιρίες ΔΕΛΤΑ, ΤΣΑΝΤΑΛΗ κ.ά., που έχουν και πρωτογενή αγροτική παραγωγή, να μπορούν να γίνουν μέλη των αντίστοιχων συνεταιρισμών.
Με αυτές τις νομοθετικές ρυθμίσεις ΠΑΣΟΚ και ΝΔ άνοιξαν διάπλατα το δρόμο για να αλλάξει συνολικότερα ο χαρακτήρας και ο προσανατολισμός του αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος και από οργανώσεις των μικροαγροτών να γίνουν ανώνυμες εταιρίες των μεγαλοαγροτών και των εμποροβιομηχάνων. Φυσικά αυτές οι αντιλαϊκές ρυθμίσεις απαιτούν ένα γενικότερο αντιδημοκρατικό πλαίσιο, γι’ αυτό με το Ν. 2810/2000 το ΠΑΣΟΚ κατάργησε την κουτσουρεμένη απλή αναλογική και την αντικατέστησε με το κλασικό πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα. Κατάργησε τα Εποπτικά Συμβούλια, δηλαδή τον οποιονδήποτε αυτοέλεγχο των συνεταιρισμών και την εποπτεία τους ανέλαβε το κράτος με δικαίωμα ακόμα και διάλυσης των συνεταιρισμών που δε συμμορφώνονται στην αντισυνεταιριστική νομοθεσία.
            Σημαντικό ρόλο στην υπονόμευση των αγροτικών συνεταιρισμών έπαιξαν και θα παίξουν οι Ομάδες Παραγωγών (ΟΠ), οι οποίες επιβάλλονται στους αγρότες από την ΕΕ και τις ελληνικές κυβερνήσεις, επειδή η ύπαρξή τους και η λειτουργία τους θεωρείται βασική προϋπόθεση για την καταβολή των επιδοτήσεων στα αγροτικά προϊόντα. Οι ΟΠ, που είναι όργανα εφαρμογής της ΚΑΠ, είναι κλαδικές οικονομικές οργανώσεις των αγροτών. Δηλαδή έχουν σαν αντικείμενό τους μόνο ένα προϊόν, με αποτέλεσμα να λειτουργούν διασπαστικά, επειδή οι Ελληνες αγρότες έχουν πολυκλαδική γεωργική απασχόληση και πολυκλαδικούς συνεταιρισμούς.
            Και το κυριότερο, από τους σχετικούς κανονισμούς οι ΟΠ προϋποθέτουν τους εμποροβιομηχάνους, τους οποίους θεωρούν συνεργάτες. Δηλαδή ο ρόλος των ΟΠ, είναι ρόλος μεσάζοντα ανάμεσα στους αγρότες και τους εμποροβιομήχανους και τα αντικείμενά τους είναι περιορισμένα και εξυπηρετούν αυτό το ρόλο (π.χ. δημιουργία σταθμών συγκέντρωσης της παραγωγής, χώρων συγκέντρωσης των υλικών συσκευασίας των φυτοφαρμάκων και των λιπασμάτων κ.ά.).

ΟΙ  ΘΕΣΕΙΣ  ΤΟΥ  ΚΚΕ

            Βασικό διαρθρωτικό πρόβλημα της ελληνικής γεωργίας είναι ο μικρός και πολυτεμαχισμένος κλήρος, ο οποίος δημιουργεί πολλαπλές αρνητικές συνέπειες σε σημαντικούς επί μέρους τομείς. Αυξάνει το κόστος παραγωγής και συντηρεί σε χαμηλά επίπεδα την παραγωγικότητα. Συμβάλλει στη μη ορθολογική εκμηχάνιση και εμποδίζει τη δημιουργία συλλογικών έργων υποδομής κ.ά..
            Οι αναδασμοί που εφαρμόστηκαν κατά καιρούς σε διάφορες περιοχές δεν μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αυτό το σοβαρό διαρθρωτικό πρόβλημα. Και αυτό γιατί οι αναδασμοί εξ αντικειμένου δεν μπορούν να μεγαλώσουν το μέγεθος του γεωργικού κλήρου, αλλά αντικείμενό τους είναι η αντιμετώπιση του προβλήματος του πολυτεμαχισμού. Στην πράξη όμως ούτε το πρόβλημα του πολυτεμαχισμού μπόρεσαν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά σε μακροχρόνια βάση, επειδή το κληρονομικό δίκαιο, οι παραδόσεις και άλλοι παράγοντες σε μικρό χρονικό διάστημα ακυρώνουν τα όποια θετικά βήματα γίνονται στα πρώτα χρόνια εφαρμογής του αναδασμού.
            Για την αντιμετώπιση αυτού του βασικού προβλήματος υπάρχουν δύο λύσεις. Η μία είναι η λύση της καπιταλιστικοποίησης, δηλαδή της συγκέντρωσης της γης σε λίγους μεγαλοαγρότες και το μαζικό ξεκλήρισμα των μικρομεσαίων αγροτών. Και η άλλη είναι η λύση της συνεταιριστικοποίσης, όπου οι μικρομεσαίοι αγρότες ενώνονται σε παραγωγικούς συνεταιρισμούς.
            Για κοινωνικούς, ταξικούς και πολιτικούς λόγους το ΚΚΕ υιοθετεί τη δεύτερη λύση της συνεταιριστικοποίησης.
            Το συνεταιριστικό κίνημα μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά όλες τις αρνητικές συνέπειες των διαρθρωτικών προβλημάτων της ελληνικής γεωργίας. Να μειώσει το κόστος παραγωγής και να βελτιώσει την παραγωγικότητά της. Να διασφαλίσει τη γεωργική απασχόληση και βιώσιμο αγροτικό εισόδημα στα μικρομεσαία αγροτικά νοικοκυριά. Να αξιοποιήσει τις νέες γεωργικές τεχνικές και τεχνολογίες και με ορισμένες προϋποθέσεις να προστατέψει το περιβάλλον και τη δημόσια υγεία.
            Η αποτελεσματικότητα όμως του συνεταιριστικού κινήματος εξαρτάται από δύο βασικούς παράγοντες που σχετίζονται μεταξύ τους. Ο ένας αφορά στο εξωτερικό περιβάλλον των συνεταιρισμών, δηλαδή στις πολιτικοοικονομικές συνθήκες που κυριαρχούν σε μια κοινωνία. Ο άλλος στο εσωτερικό περιβάλλον, δηλαδή στον τρόπο με τον οποίο αναπτύσσεται και λειτουργεί το συνεταιριστικό κίνημα.
            Σε μια καπιταλιστική κοινωνία όπου είναι κυρίαρχος ο ρόλος των μονοπωλίων, τα περιθώρια επιβίωσης και ανάπτυξης των συνεταιρισμών σαν οργάνων προώθησης των συμφερόντων της μικρομεσαίας αγροτιάς είναι ελάχιστα έως μηδαμινά. Και αυτό γιατί κινητήρια δύναμη και στόχος της καπιταλιστικής οικονομίας είναι η αύξηση των κερδών του μεγάλου κεφαλαίου και προωθείται και με τη συγκέντρωση της γης και της παραγωγής σε λίγους μεγαλοαγρότες, δηλαδή με την καπιταλιστικοποίηση και όχι τη συνεταιριστικοποίηση της αγροτικής οικονομίας.
            Αντίθετα σε μία λαϊκή οικονομία το συνεταιριστικό κίνημα έχει μεγάλα περιθώρια ανάπτυξης, επειδή στόχος αυτής της οικονομίας είναι η ευημερία των λαϊκών μαζών και των μικρομεσαίων αγροτών, που προωθείται με τη συνεταιριστικοποίηση της γεωργίας και την ανάδειξη του παραγωγικού αγροτικού συνεταιριστικού κινήματος σε βασικό μοχλό ανάπτυξης της αγροτικής οικονομίας και της υπαίθρου γενικότερα.
            Για να ανταποκριθεί όμως σ’ αυτούς τους στόχους το συνεταιριστικό κίνημα, θα πρέπει να ασχολείται με όλες τις φάσεις της παραγωγής και ειδικότερα με την παραγωγή των αγροτικών προϊόντων. Να έχει δηλαδή παραγωγικό χαρακτήρα και ο πρωτοβάθμιος παραγωγικός συνεταιρισμός να αποτελεί το βασικό κύτταρο ολόκληρου του συνεταιριστικού εποικοδομήματος.
            Ο παραγωγικός συνεταιρισμός με τη συλλογική ιδιοκτησία και χρήση των γεωργικών μηχανημάτων, με τη συλλογική καλλιέργεια και εκτροφή ζώων μπορεί να αυξήσει την παραγωγικότητα και να μειώσει σημαντικά το κόστος παραγωγής στη φάση της παραγωγής των αγροτικών προϊόντων, που αποτελεί ένα από τα αδύνατα σημεία της ελληνικής γεωργίας. Μπορεί επίσης να συμβάλλει στην καθετοποίηση της αγροτικής παραγωγής και να στηρίξει μία αξιόλογη συνεταιριστική μεταποιητική βιομηχανία, που θα ασχολείται με ορισμένα στάδια μεταποίησης, τα οποία θα εξαρτώνται από την ιδιομορφία του προϊόντος, ειδικά στους κλάδους που δεν υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση της παραγωγής.
            Η ανάπτυξη των πρωτοβάθμιων παραγωγικών συνεταιρισμών και η ενεργητική συμμετοχή των μικρομεσαίων αγροτών λειτουργεί αποτρεπτικά στη γραφειοκρατία και τον υδροκεφαλισμό του συνεταιριστικού κινήματος. Και δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη διαφάνεια, τη δημοκρατική αυτοδιοίκηση και τον αυτοέλεγχο του συνεταιριστικού κινήματος.
            Εκτός από τα οικονομικά οφέλη, το παραγωγικό συνεταιριστικό κίνημα καλλιεργεί τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη και την κοινωνική ευθύνη των συνεταίρων και διαπαιδαγωγεί συνολικότερα τη μικρομεσαία αγροτιά στη συμμετοχή στη διοίκηση και διεύθυνση ενός σημαντικού τμήματος της οικονομίας.
            Τα στοιχεία αυτά αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά μιας προοδευτικής κοινωνίας ευαίσθητης στην προστασία του περιβάλλοντος και της δημόσιας υγείας και είναι απαραίτητα στην άσκηση της λαϊκής εξουσίας.
            Γι’ αυτό οι μικρομεσαίοι αγρότες και οι οργανώσεις τους εξ αντικειμένου αποτελούν σημαντικό σύμμαχο της εργατικής τάξης στο κοινωνικοπολιτικό, αντιμονοπωλιακό, αντιιμπεριαλιστικό δημοκρατικό μέτωπο, που έχει στην προοπτική του τη λαϊκή οικονομία, το σοσιαλισμό.




  Ο Γιάννης Σφυρής είναι υπεύθυνος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ