11 Ιαν 2012

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ*


Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΟΙ ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ
ΣΤΟΝ ΚΛΑΔΟ ΤΗΣ ΑΛΙΕΙΑΣ*
του Παναγιώτη Τριανταφύλλου

Το πλαίσιο που καθορίζει την κυβερνητική πολιτική στην αλιεία και στις υδατοκαλλιέργειες και τα μέσα με τα οποία επιβάλλεται αυτή η πολιτική στη χώρα μας, σε μεγάλο βαθμό αποτυπώνεται σε ορισμένους κοινοτικούς Κανονισμούς, όπως ο Κανονισμός 3760/19921, καθώς και στην Πράσινη Βίβλο που προετοίμασε για το επόμενο διάστημα η Επιτροπή της ΕΕ.
Στο σκεπτικό του Κανονισμού 3760/1992 ήδη γίνονταν ορισμένες βασικές διαπιστώσεις που αποτέλεσαν τη βάση για τα μέτρα που πάρθηκαν στη συνέχεια. Οι διαπιστώσεις αυτές ανέφεραν κατ’ αρχήν ότι με βάση ορισμένες μελέτες τα αλιευτικά αποθέματα, τόσο στην Κοινότητα όσο και ευρύτερα, εξακολούθησαν να φθίνουν και συνεπώς κρίνονταν απαραίτητο να βελτιωθούν και να επεκταθούν τα υφιστάμενα μέτρα διατήρησης. Για το λόγο αυτό καθόριζε σαν στόχο την ορθολογική όπως χαρακτήριζε και υπεύθυνη εκμετάλλευση των ζώντων υδάτινων πόρων και της υδατοκαλλιέργειας. Οτι δηλαδή η διαχείριση της αλιείας θα πρέπει να αποβλέπει στην ισορροπία μεταξύ διαθέσιμων και προσιτών πόρων και των σχετικών παραμέτρων που είναι πιθανόν να επηρεάσουν τη θνησιμότητα που οφείλεται στην αλιεία. Ετσι προκειμένου να οργανωθεί ορθολογικά και υπεύθυνα η εκμετάλλευση των πόρων, θα έπρεπε να βελτιωθεί η επιλεκτικότητα των διχτυών και των αλιευτικών συνέργων με σκοπό τη βέλτιστη χρησιμοποίηση των βιολογικών δυνατοτήτων και τον περιορισμό των απορρίψεων.
Ακόμη ο Κανονισμός προέβλεπε να θεσπιστούν ειδικές διατάξεις για την παράκτια αλιεία και για το σκοπό αυτό επέτρεψε στα κράτη μέλη να διατηρήσουν, μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002, τους περιορισμούς για την πρόσβαση στα ύδατα της κυριαρχίας ή δικαιοδοσίας τους μέχρι ένα ανώτατο όριο 12 ναυτικών μιλίων. Επίσης προέβλεπε ότι οι υφιστάμενοι διακανονισμοί που αφορούν τους κανόνες πρόσβασης των αλιευτικών σκαφών άλλων κρατών μελών, τα οποία παραδοσιακά ασκούσαν τις αλιευτικές τους δραστηριότητες μέσα στο όριο των 12 μιλίων, θα πρέπει επίσης να παραταθούν μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου 2002 και ότι, πριν από την ημερομηνία αυτή, το Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει σχετικά με τις διατάξεις που θα ακολουθήσουν αυτούς τους περιορισμούς και διακανονισμούς.
 Τέλος, ο Κανονισμός αυτός έκανε λόγο ότι θα πρέπει να θεσπιστούν αλιευτικές δυνατότητες υπό τη μορφή αλιευτικών διαθεσιμοτήτων για τα κράτη μέλη, χορηγούμενες υπό μορφή ποσοστώσεων.
Μετά τις διαπιστώσεις αυτές στο «δια ταύτα» ο Κανονισμός καθόρισε σαν γενικούς στόχους της κοινής αλιευτικής πολιτικής την προστασία και διατήρηση των διαθεσίμων και προσιτών ζώντων θαλάσσιων υδρόβιων πόρων και την καθιέρωση της ορθολογικής και υπεύθυνης εκμετάλλευσής τους. Για το σκοπό αυτό θέσπισε ένα κοινοτικό σύστημα διαχείρισης των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης για την ισορροπία μεταξύ των πόρων και της εκμετάλλευσης στις διάφορες περιοχές αλιείας.
Ακόμα όριζε ότι το Συμβούλιο μπορούσε να πάρει μέτρα για την πρόσβαση στα νερά και τους πόρους και για την άσκηση των δραστηριοτήτων εκμετάλλευσης. Τέτια μέτρα είναι: Ο καθορισμός ζωνών στις οποίες οι αλιευτικές δραστηριότητες απαγορεύονται ή περιορίζονται. Ο περιορισμός των ποσοστών εκμετάλλευσης και των ποσοτικών ορίων αλιευμάτων. Ο περιορισμός του χρόνου παραμονής στη θάλασσα. Ο καθορισμός του αριθμού και του τύπου των αλιευτικών σκαφών τα οποία επιτρέπεται να αλιεύουν και τεχνικών μέτρων όσον αφορά τα αλιευτικά σύνεργα και τον τρόπο χρησιμοποίησής τους. Το ελάχιστο μέγεθος ή βάρος των ψαριών που μπορούν να αλιεύονται. Τα κίνητρα για την προώθηση επιλεκτικότερης αλιείας.
Επίσης από την ημερομηνία έναρξης της εφαρμογής του κοινοτικού συστήματος, ο Κανονισμός απαιτούσε τα κράτη μέλη να εφαρμόζουν εθνικά συστήματα αδειών αλιείας και όλα τα κοινοτικά αλιευτικά σκάφη να έχουν άδεια αλιείας. Τέλος έδινε την άδεια από την 1η Ιανουαρίου 1993 έως τις 31 Δεκεμβρίου 2002, τα κράτη μέλη, αν θέλουν, να επεκτείνουν στα δώδεκα ναυτικά μίλια, για όλα τα ύδατα τα οποία υπάγονται στην κυριαρχία ή δικαιοδοσία τους, το όριο των έξι μιλίων που ήταν καθορισμένο μέχρι τότε στην πράξη προσχώρησης.
Από όλα αυτά φαίνεται και η κατεύθυνση που η ΕΕ και η ελληνική κυβέρνηση επιδίωκαν και επιδιώκουν. Είναι η καθιέρωση περιοριστικής πολιτικής στα θέματα της αλιείας, στο όνομα της διατήρησης των ιχθυοαποθεμάτων. Η ψήφιση διαρκώς και περισσότερων φραγμών στην άσκηση της αλιείας, ο έλεγχος και περιορισμός των δικαιωμάτων των ψαράδων. Η βαθμιαία ολοκλήρωση της αλιευτικής παραγωγικής διαδικασίας μέσα από τη θεώρηση του αλιευτικού στόλου και των υδάτων σαν ενιαίο σύνολο και η εκχώρηση σταδιακά των δικαιωμάτων εκμετάλλευσης σε μεγάλες αλιευτικές επιχειρήσεις που θα επέκτειναν τη δράση τους και εκτός των χωρικών υδάτων της κάθε χώρας μέλους της ΕΕ.

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ
ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΑ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΑΛΙΕΙΑΣ (ΕΠΑΛ)
1990-1994 ΚΑΙ 1994-1999

Εφαρμόζοντας αυτές τις κατευθύνσεις, η πολιτική της κυβέρνησης στα θέματα της αλιείας και των υδατοκαλλιεργειών δεν μπορούσε παρά να παρουσιάζει αναλογίες με την πολιτική της στους άλλους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής, εκφράζοντας και υλοποιώντας την Κοινή Αλιευτική Πολιτική της ΕΕ και τις επιμέρους κατευθύνσεις της. Η πολιτική αυτή κατά το 1990-1999 υλοποιήθηκε μέσα από τα Επιχειρησιακά Προγράμματα Αλιείας και το πρόγραμμα PESCA και ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη το αντίστοιχο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Αλιείας 2000-2006.

Από τα πέντε πρώτα χρόνια εφαρμογής των δύο ΕΠΑΛ μέσα από τα στοιχεία της παραγωγής δίνεται καθαρή εικόνα για τις κατευθύνσεις που επιδιώκονται και για τις επιπτώσεις και το μέλλον των 35.000 περίπου εργαζομένων στον κλάδο. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία σημειώνεται μείωση στην παραγωγή των αλιευτικών σκαφών που, μεταξύ ‘93-’99, έπεσε από 207 χιλιάδες τόνους σε 159 χιλιάδες τόνους ή ποσοστό περίπου 24%. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης αναλογεί στην παράκτια και μικρή παράκτια αλιεία, ενώ πιο σταθερή εμφανίζεται η εικόνα στη μέση αλιεία.
Καθαρά αντίστροφη παρουσιάζεται η κατάσταση στον τομέα των υδατοκαλλιεργειών. Εδώ, στο αντίστοιχο χρονικό διάστημα, διαπιστώνεται γιγάντωση του τομέα και ιδιαίτερα των ιχθυοκαλλιεργειών, ο οποίος από 11,5 χιλιάδες τόννους το ‘93 εκτινάσσεται στους 40.000 τόνους το ‘99, σημειώνοντας μια αύξηση 350%. Σημαντική επίσης είναι η αύξηση του τομέα των οστρακοκαλλιεργειών όπου από 16,7 χιλιάδες τόννους το ‘93, εμφανίζεται το ‘99 με 28.000 τόννους. Αντίθετα η παραγωγή πέστροφας και γενικότερα των ειδών γλυκού νερού καθώς και η παραγωγή των λιμνοθαλασσών παρουσιάζεται σταθερή ή με μικρή αύξηση που επιδρά ελάχιστα στο σύνολο των υδατοκαλλιεργειών.
Από τα στοιχεία της κατανάλωσης προκύπτει ότι η συνολική πρωτογενής παραγωγή παρέμενε σαν σύνολο σχετικά σταθερή μεταξύ ‘93-‘99 στο επίπεδο των 240 χιλιάδων τόννων. Ταυτόχρονα από το ισοζύγιο εισαγωγών-εξαγωγών προκύπτει ότι η Ελλάδα είναι χώρα ελλειμματική, με τις εισαγωγές το ίδιο διάστημα να έχουν σημειώσει αύξηση από 58 χιλιάδες τόννους σε 93 χιλιάδες τόννους, δηλαδή σε ποσοστό 60%.
Σαν ένα πρώτο συμπέρασμα προκύπτει καθαρά ότι η κυβερνητική πολιτική στον τομέα όλα αυτά τα χρόνια οδήγησε σε μείωση της παραγωγής των αλιευτικών σκαφών και σε αύξηση των προϊόντων ιχθυοκαλλιέργειας. Ακόμα, προκαλεί εντύπωση ότι παρά τα πολυδιαφημισμένα σχέδια για εξασφάλιση της αυτάρκειας σε ψάρια μέσα από την ανάπτυξη των υδατοκαλλιεργειών, βλέπουμε ότι η αυτάρκεια της χώρας διαρκώς μειώνεται και οι εισαγωγές έχουν αυξηθεί για να καλύψουν τις ανάγκες. Παράλληλα είναι άγνωστο αν υπήρξαν μελέτες που να αποδείχνουν ότι πράγματι υπήρξαν οι επίσης πολυδιαφημισμένες ευεργετικές επιπτώσεις στα ιχθυοαποθέματα σαν αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής ή αν τελικά δεν υπήρξαν τέτιες επιπτώσεις και τα μέτρα διαφημίστηκαν έτσι, για να περάσουν ευκολότερα.
Τα ειδικότερα μέτρα που η κυβέρνηση πήρε υλοποιώντας τις κατευθύνσεις της ΕΕ  ήταν τα παρακάτω:

ΘΑΛΑΣΣΙΑ ΑΛΙΕΙΑ
Η βασική κοινοτική και κυβερνητική επιδίωξη ήταν ο περιορισμός της αλιευτικής προσπάθειας, με πρόσχημα τη διατήρηση των αλιευτικών ιχθυοαποθεμάτων και στόχο τη μείωση της παραγωγής των αλιευτικών σκαφών, στόχος ο οποίος, όπως φάνηκε από τα στοιχεία του όγκου της παραγωγής αυτής, έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό, αν όχι πλήρως. Τα μέτρα για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν τέσσερα συνολικά Πολυετή Προγράμματα Προσανατολισμού με τα οποία επιτεύχθηκε η μείωση του αριθμού των σκαφών, ιδιαίτερα της παράκτιας αλιείας (διαλύσεις, αποσύρσεις, αλλαγή χρήσης κλπ.). Σημειώνεται ότι το 90% περίπου του αριθμού των σκαφών έχει ολικό μήκος μικρότερο των 12 μ., δηλαδή πρόκειται για σκάφη που ανήκουν στη μικρή παράκτια αλιεία και από οικονομική άποψη συνιστούν μικρές οικογενειακού χαρακτήρα εκμεταλλεύσεις. Αυτές ακριβώς οι εκμεταλλεύσεις είναι εκείνες που δέχτηκαν το ισχυρότερο χτύπημα της κυβερνητικής πολιτικής μείωσης των αλιευτικών σκαφών. Ετσι, τα στοιχεία δείχνουν ότι ο συνολικός αριθμός των σκαφών μεταξύ 1992-1999 μειώθηκε από 21.751 σε 20.394, δηλαδή κατά 1.357 σκάφη ή ποσοστό 6,2%, της χωρητικότητάς τους από 162,4 χιλ. GRT σε 108 χιλ. GRT ή ποσοστό 33% και της ισχύος τους από 711 χιλ. KW σε 645 χιλ.KW ή ποσοστό 9,3%. Ομως η συνεισφορά της μειωμένης αλιευτικής προσπάθειας κατά κατηγορία σκαφών στο σύνολο του στόλου δείχνει ότι τα παράκτια σκάφη συμμετείχαν κατά 43% στη χωρητικότητα και κατά 61% στην ισχύ, συνεισφέροντας δηλαδή σε ποσοστό κοντά στο 50%.
Τα μέτρα αυτά κόστισαν το 22% του ΕΠΑΛ ‘94-‘99, που προέβλεπε δημόσια δαπάνη 239.038 χιλιάδων ευρώ και μαζί με την ιδιωτική συμμετοχή 363.448 χιλιάδες ευρώ.
Αλλα μέτρα και παρεμβάσεις ήταν το πρόγραμμα PESCA, ο επαγγελματικός επαναπροσανατολισμός των αλιέων που διακόπτουν την αλιευτική τους δραστηριότητα και η ανανέωση και ο εκσυγχρονισμός του αλιευτικού στόλου. Για τον αλιευτικό στόλο σημειώνεται ότι παρά το ότι απορρόφησε το 12% των πιστώσεων του ΕΠΑΛ ‘94-‘99, παραμένει γενικά παλαιός, αφού ποσοστό 70% περίπου του συνολικού αριθμού των σκαφών έχει ηλικία μεγαλύτερη των 15 χρονών και οι συνθήκες ασφάλειας και υγιεινής των εργαζομένων σε αυτά είναι ανεπαρκείς.
Οπως ήταν φυσικό τα μέτρα αυτά είχαν τεράστιες επιπτώσεις και συνέπειες, ιδίως στις μικρές οικογενειακού χαρακτήρα εκμεταλλεύσεις που αισθάνονται διαρκώς και μεγαλύτερη πίεση πάνω τους και παρατηρείται αυξημένη τάση εγκατάλειψης της δουλιάς και εξόδου από το επάγγελμα των ψαράδων. Ετσι εξηγείται η μαζική υποβολή αιτήσεων απόσυρσης αλιευτικών σκαφών, αντίδραση βέβαια που διευκολύνει τους απώτερους στόχους για συρρίκνωση του αλιευτικού στόλου. Ομως στον υπολογισμό των συνεπειών για τους ψαράδες, πέρα από τους παραπάνω περιορισμούς πρέπει να προστεθούν η άδικη φορολόγηση των σκαφών, οι υψηλές τιμές προμήθειας καυσίμων, καθώς και η καταχρέωση των ψαράδων, σαν αποτέλεσμα των μέτρων εκσυγχρονισμού του στόλου που συνόδευσαν τα μέτρα απόσυρσης και διάλυσης. Παράλληλα, ο εκσυγχρονισμός των αλιευτικών μέσων που έχει επιτευχθεί, έστω και με μειωμένο τον αριθμό των σκαφών, τείνει να οδηγήσει σε υπεραλίευση ορισμένων περιοχών και σε κινδύνους για τα ιχθυοαποθέματα, διαπίστωση που βρίσκεται στον αντίποδα του δήθεν επιδιωκόμενου στόχου για προστασία τους.

ΥΔΑΤΟΚΑΛΛΙΕΡΓΕΙΕΣ
Ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας στην ΕΕ παρουσίασε μία σταθερή και, για ορισμένα είδη, μία εντυπωσιακή αύξηση παραγωγής κατά τα τελευταία χρόνια. Για όλα τα είδη συνολικά, η ετήσια παραγωγή της υπερβαίνει τους 1,2 εκατ. τόνους. Η οικονομική αξία ανέρχεται σε περισσότερα από 2,2 δισ. ευρώ. Εξασφαλίζει περίπου 60.000 θέσεις πλήρους απασχόλησης, συμπεριλαμβανομένων και των δραστηριοτήτων που βρίσκονται πριν και μετά από τη δραστηριότητα αυτής καθεαυτής της αλίευσης και παρουσιάζει αύξηση κατά 3% το έτος κατά τη διάρκεια της τρέχουσας δεκαετίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Κοινότητα αντιπροσωπεύει μόνο το 3% της παγκόσμιας παραγωγής υδατοκαλλιέργειας, αλλά για τα περισσότερα από τα είδη που εκτρέφονται στην επικράτειά της, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα είναι πρώτη στον κόσμο.
Οσο αφορά τις επιχειρήσεις υδατοκαλλιέργειας, η ΕΕ κάνει λόγο για πολλές μικρομεσαίες, με τα δικά της μέτρα και σταθμά, εταιρείες καθώς επίσης και για μεγαλύτερες εταιρείες, οι οποίες μπόρεσαν να επιτύχουν ένα επίπεδο διαφοροποίησης ή μια καθετοποίηση, που τους επιτρέπει να μετριάσουν τις επιπτώσεις των διακυμάνσεων των τιμών και των καταναλωτικών συνηθειών. Πολλές επιχειρήσεις υφίστανται ανταγωνισμό (ο οποίος προέρχεται συχνά από μη κοινοτικές χώρες) και από την πίεση των επιχειρήσεων διανομής, γεγονός που τείνει να μειώσει τα περιθώρια κέρδους τους. Η ΕΕ παραδέχεται ότι οι εταιρείες αυτές χωρίς τα αναγκαία κεφάλαια, είναι μάλλον δύσκολο να χρηματοδοτήσουν τις απαιτούμενες επενδύσεις για την ανανέωση των μέσων παραγωγής τους και, με τον τρόπο αυτό, να διατηρήσουν την κερδοφορία τους. Ενώ καθορίζει σαν προβλήματά τους τις πιέσεις σε σχέση με την ασφάλεια των τροφίμων, τους αυξανόμενους περιορισμούς λόγω περιβαλλοντικών ανησυχιών, τη ρύπανση των υδάτων και τις ραγδαία μεταβαλλόμενες συνθήκες της αγοράς. Γι’ αυτό, όπως λέει, ο κλάδος της υδατοκαλλιέργειας χρειάστηκε να κάνει σημαντικές επενδύσεις οι οποίες συνεχίζονται ακόμη και σήμερα. Ετσι από τις αρχές του 1994, οι κοινοτικές παρεμβάσεις στον κλάδο της υδατοκαλλιέργειας πραγματοποιήθηκαν από το Χρηματοδοτικό Μέσο Προσανατολισμού της Αλιείας (ΧΜΠΑ), το οποίο ενσωματώθηκε στο μηχανισμό των διαρθρωτικών ταμείων και μέχρι το 1999 αφιέρωσε 280 εκατ. ευρώ -το 11% του προϋπολογισμού του- στην υδατοκαλλιέργεια.
Στην Ελλάδα η κυβερνητική πολιτική στις υδατοκαλλιέργειες εκφράστηκε με ανάλογο τρόπο, όπως ακριβώς υπαγόρευε η κοινοτική πολιτική, εντελώς διαφορετικό βέβαια από αυτόν της θαλάσσιας αλιείας. Διαθέτοντας απλόχερα στον τομέα ένα ποσοστό της τάξης 36% των πιστώσεων του ΕΠΑΛ ‘94-‘99 έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξή του, που είχε σαν αποτέλεσμα την τεράστια αύξηση της δυναμικότητας, ιδιαίτερα των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργητικών εκμεταλλεύσεων, ο αριθμός των οποίων σήμερα ανέρχεται σε 247 εκμεταλλεύσεις και η παραγωγή τους πλησιάζει με τα επίσημα στοιχεία τους 40.000 τόνους και ανεπίσημα 50 ή ίσως και 60.000 τόνους, έχοντας έντονο εξαγωγικό προσανατολισμό.
Αξιοσημείωτη αύξηση παρουσίασαν και ορισμένοι άλλοι κλάδοι των υδατοκαλλιεργειών (οστρακοειδή περίπου 400 εκμεταλλεύσεις και παραγωγή 28.000 τόννους), ενώ μικρότερη αύξηση σημειώθηκε στις πεστροφοκαλλιέργειες.
Η αλματώδης ανάπτυξη των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών έχει ταυτόχρονα και τις δικές της παράπλευρες συνέπειες, όπως τις οικολογικές επιπτώσεις, τη δέσμευση και κατάληψη εκατοντάδων όρμων και θαλάσσιων περιοχών στις παράκτιες ζώνες, την απαγόρευση άσκησης αλιείας σε αυτές και την άμεση ή έμμεση εκδίωξη των ψαράδων. Οχι αμελητέες είναι και οι κινήσεις στο εσωτερικό του τομέα, με γιγάντωση ενός περιορισμένου αριθμού επιχειρήσεων και ταυτόχρονη μετατροπή των υπολοίπων σε επιχειρήσεις-δορυφόρους οι οποίες στενάζουν κάτω από τον αδυσώπητο ανταγωνισμό των μεγάλων μονάδων που τις οδηγούν στη χρεοκοπία και στο κλείσιμο ή στο ξεπούλημά τους, δηλαδή είναι έντονη και εκεί η ταξική διαφοροποίηση. Για να δοθεί μια εικόνα αρκεί να αναφερθεί ότι τα τελευταία χρόνια ξεκίνησαν και συνεχίζονται με μεγαλύτερη ένταση οι συγχωνεύσεις και εξαγορές, με αποτέλεσμα οι δύο κυρίαρχοι επιχειρηματικοί όμιλοι του κλάδου ΝΗΡΕΑΣ και ΣΕΛΟΝΤΑ το 1998 να έχουν το 45% της συνολικής εγχώριας παραγωγής γόνου και το 20% της συνολικής ποσότητας ψαριών ιχθυοκαλλιέργειας. Την τελευταία δε περίοδο οι δραστηριότητες αυτών των ομίλων δεν περιορίζονται σε τομείς με άμεση ή έμμεση σχέση με τις ιχθυοκαλλιέργειες στο εσωτερικό της χώρας ή στο εξωτερικό (Βαλκανικές χώρες), αλλά επεκτείνονται και σε δραστηριότητες με εξαγορά βιομηχανιών που αφορούν γενικότερα στον κλάδο των τροφίμων (ΣΑΡΑΝΤΗΣ-γλυκά κουταλιού κλπ.).
Αλλα στοιχεία που αφορούν τον τομέα αναφέρουν την απασχόληση 3.000 περίπου ατόμων σε μόνιμη και εποχιακή απασχόληση στις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες και έμμεσα 7.500 ακόμη άτομα (βιοτεχνίες, βιομηχανίες, υποστήριξη κλπ.).
Οπως αναφέρθηκε αρχικά, παρά τη ραγδαία ανάπτυξη της θαλάσσιας ιχθυοκαλλιέργειας η αυτάρκεια της χώρας δεν επιτεύχθηκε, αλλά αντίθετα είχαμε και αύξηση των εισαγωγών σε ψάρια για να καλυφθούν οι εγχώριες ανάγκες κατανάλωσης. Ετσι, από 58.000 τόννους περίπου εισαγωγές ψαριών το ’93, αξίας 35 δισ. δραχμές, το ‘99 φτάσαμε στους 96.000 τόννους αξίας, 78 δισ. δραχμές. Το ίδιο διάστημα οι εξαγωγές ανέρχονταν σε 26.500 τόννους το ’93, αξίας 30 περίπου δισ. δραχμές και το ‘99 ήταν 60.000 τόννοι, αξίας 66 δισ. δραχμές. Ετσι βλέπουμε ένα εμπορικό ισοζύγιο που ήταν ελλειμματικό το ‘93 κατά 5 περίπου δισ. δραχμές να φτάνει το ‘99 στα 12 δισεκατομμύρια.
Το αποτέλεσμα αυτής της παραπέρα επιδείνωσης του εμπορικού ισοζυγίου δείχνει ότι ήταν απλή προπαγάνδα ότι λεγόταν στη δεκαετία του ‘80 ότι τάχα με τις ιχθυοκαλλιέργειες το αλιευτικό εμπορικό ισοζύγιο θα βελτιωνόταν, αφού οι ανάγκες θα καλύπτονταν όχι από εισαγωγές αλλά από τα ψάρια που αυτές θα παρήγαγαν.
Παράλληλα με αυτή τη διαπίστωση, αν συγκρίνουμε το μέσο όρο των μηνιαίων αγορών για ψάρια στην οικογενειακή διατροφή των Ελλήνων καταναλωτών στο διάστημα μεταξύ ‘87-‘88 και ‘93-‘94 θα δούμε ότι αυτός παραμένει περίπου ο ίδιος. Συνεπώς, αφού οι καταναλωτές αγοράζουν τις ίδιες πάνω κάτω ποσότητες ψαριών τότε και τώρα, αυτό σημαίνει ότι η αύξηση των εισαγωγών αλιευμάτων δεν οφείλεται στην αύξηση της κατανάλωσης αλιευμάτων γενικά, αλλά στο ότι μειώθηκε η παραγωγή της θαλάσσιας αλιείας. Δηλαδή η κυβερνητική πολιτική που υλοποιεί τις κατευθύνσεις της ΕΕ ουσιαστικά προκαλεί την εγκατάλειψη της εγχώριας αλιευτικής δραστηριότητας και την αντικατάσταση των ντόπιων αλιευμάτων με εισαγόμενα και βέβαια με ψάρια ιχθυοκαλλιέργειας.

ΜΕΤΑΠΟΙΗΣΗ- ΕΜΠΟΡΙΑ
Η διαρθρωτική χρηματοδοτική ενίσχυση που χορηγήθηκε σε κοινοτικό επίπεδο στην μεταποίηση και στην εμπορία προϊόντων αλιείας κατά την περίοδο 1994-99 ανήλθε σε 529,39 εκατ. ευρώ, ποσό που αντιπροσωπεύει το 21,9% του προϋπολογισμού του ΧΜΠΑ. Ο προϋπολογισμός αυτός διατέθηκε για την κατασκευή νέων μονάδων παραγωγής και εμπορίας ή για τον εκσυγχρονισμό των υφισταμένων μονάδων. Κύρια κατεύθυνση είχε τον εκσυγχρονισμό του παλαιού εξοπλισμού και τη συμμόρφωση του κλάδου με την κοινοτική υγειονομική νομοθεσία. Προβλέπεται μελέτη αξιολόγησης για την καλύτερη εκτίμηση της πραγματικής επίπτωσης των μέτρων του ΧΜΠΑ για τη στήριξη του κλάδου της μεταποίησης.
Η διάρθρωση του κλάδου εξελίσσεται προκειμένου να αντιμετωπίσει προβλήματα που έχουν σχέση με τον εφοδιασμό πρώτων υλών και την παγκόσμια αγορά. Ομως, όπως παραδέχεται και η ίδια η ΕΕ, πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις εξαφανίστηκαν ή απορροφήθηκαν από μεγάλες εταιρείες. Παρά τη συγκεντρωτική αυτή διαδικασία, η οποία οδηγεί τον κλάδο προς άλλες περιοχές, ακόμη και σε τρίτες χώρες, η βιομηχανία μεταποίησης αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της τοπικής οικονομικής δραστηριότητας σε ορισμένες περιοχές της ΕΕ.
Και για την Ελλάδα ο τομέας μεταποίησης-εμπορίας είναι ο δεύτερος ευνοημένος τομέας από πλευράς χρηματοδότησης του ΕΠΑΛ ‘94-‘99, στον οποίο η κυβέρνηση διέθεσε το 36% των προβλεπομένων πιστώσεων.  Ετσι, ενώ το σύνολο παραγωγής των μεταποιητικών μονάδων το ‘93 ήταν 25 χιλιάδες τόννους περίπου, μετά την υλοποίηση των μονάδων που έχουν εγκριθεί αναμένεται να φτάσει τους 45 χιλιάδες τόννους, δηλαδή σχεδόν να διπλασιαστεί μέσα σε αυτά τα χρόνια.
Από τη χρηματοδότηση αυτού του τομέα και του τομέα των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών που έχει απορροφήσει επίσης πολύ μεγάλο μέρος του Β΄ ΚΠΣ προκύπτει ότι ο βασικός ωφελημένος της κυβερνητικής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια είναι το μεγάλο κεφάλαιο, οι ίδιες πάνω-κάτω ολιγάριθμες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στις θαλάσσιες ιχθυοκαλλιέργειες και οι προεκτάσεις τους που είναι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις του τομέα.

ΠΡΟΟΠΤΙΚΕΣ

ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΙΑΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ ΑΛΙΕΙΑΣ (ΕΠΑΛ) 2000-2006


Η ίδια φιλοσοφία των κυβερνητικών και κοινοτικών μέτρων για το διάστημα ‘94-‘99 διατηρείται και στο ΕΠΑΛ 2000-2006. Στόχος δηλαδή παραμένει ο περιορισμός και η μείωση του αριθμού των μικρομεσαίων αλιευτικών επιχειρήσεων και η προσπάθεια να απορροφήσουν τις αντιδράσεις των ιδιοκτητών τους κατευθύνοντάς τους προς επαγγελματικό επαναπροσανατολισμό. Αυτό θα γίνει με κύρια κατεύθυνση να επωφεληθούν οι μεγάλες αλιευτικές επιχειρήσεις, δηλαδή να γίνει πέρασμα της αλιευτικής δραστηριότητας στα χέρια λιγότερων, αλλά μεγαλύτερων αλιευτικών επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα στόχος είναι και η ανάπτυξη του τομέα ιδίως των ιχθυοκαλλιεργειών στα πλαίσια ταυτόχρονης αύξησης της παραγωγής όλων των προϊόντων υδατοκαλλιέργειας. Ενώ για υποστήριξη και των δύο τομέων προβλέπεται παραπάνω βοήθεια στις μεταποιητικές βιομηχανίες προκειμένου να είναι σε θέση να ανταποκριθούν καλύτερα στο διεθνή ανταγωνισμό.
Τα μέτρα για την παραπέρα μείωση της αλιευτικής παραγωγής στη χώρα μας έχουν στόχο την ακόμα μεγαλύτερη μείωση της χωρητικότητας των αλιευτικών σκαφών κατά 14%, της ισχύος κατά 19%, των εκφορτώσεων κατά 12%, αλλά και της απασχόλησης-θέσεων εργασίας κατά 6.000 άτομα σε σχέση με το 1999 και η κυβέρνηση θα επιδιώξει να τα πετύχει μέσα από την ένταση της απομάκρυνσης των αλιευτικών σκαφών που είναι μικρότερα από 12μ.  Η είσοδος νέων σκαφών σε αυτές τις διαστάσεις θα μπορεί να γίνεται χωρίς χρηματοδότηση και κάτω από πολλές απαιτήσεις και προϋποθέσεις υγιεινής και ασφάλειας, δηλαδή πρακτικά θα είναι πολύ δύσκολο έως αδύνατο να υπάρξει αντικατάσταση αυτών των σκαφών, αφού θα απαιτήσει μικρές και μεσαίες αλιευτικές επιχειρήσεις που φυτοζωούν να πραγματοποιήσουν πάρα πολλές επενδύσεις για να εξοπλίσουν τα σκάφη τους.
Τα υπόλοιπα μέτρα για τη θαλάσσια αλιεία αφορούν μόνο στον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων σκαφών άνω των 12μ., πάντοτε όμως μέσα στο πλαίσιο της διατήρησης του ίδιου μειωμένου όγκου της παραγωγής και είναι επίσης αμφισβητούμενο κατά πόσο θα συντελέσουν στη διατήρηση και αυτής της κατηγορίας των σκαφών που δέχονται ανάλογες πιέσεις. Ανεξάρτητα πάντως από το αποτέλεσμα, η συνολική επίπτωση των σκαφών αυτών και της παραγωγής τους στο σύνολο θα είναι πολύ μικρή, αφού και ο αριθμός τους είναι γύρω στο 10% του αλιευτικού στόλου της χώρας.
Συνολικά οι πιστώσεις που προβλέπεται να διατεθούν είναι περίπου 500 εκατ. ευρώ, 320 Δημόσια Δαπάνη (ΔΔ) (236 Κοινοτική και 83 Εθνική δαπάνη) και 179 Ιδιωτική συμμετοχή. Εδώ, όμως, πρέπει να σημειωθεί ότι οι εγγεγραμμένες πιστώσεις της ιδιωτικής συμμετοχής δεν είναι καθόλου εξασφαλισμένο ότι θα διατεθούν. Κι αυτό επειδή αν ορισμένα μέτρα όπως αυτά της καταστροφής σκαφών δεν απαιτούν ιδιωτική συμμετοχή, ορισμένα άλλα όπως αυτά της βελτίωσης και εκσυγχρονισμού των σκαφών προϋποθέτουν την ιδιωτική συμμετοχή με αποτέλεσμα να μην υλοποιούνται στο ποσοστό που προβλέπονται επειδή αυτή είναι μειωμένη.
Αυτά όλα βέβαια αναμένεται να πραγματοποιηθούν στο βαθμό που θα συνεχίσει να υπάρχει στο σύνολό της η πολιτική αυτή, που δεν είναι καθόλου βέβαιο όπως φαίνεται από την πρόταση για την αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής που κατατέθηκε το καλοκαίρι του 2002. Στο σκεπτικό αυτής της πρότασης αναφέρεται, ανάμεσα στα άλλα, ότι υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για τα αλιευτικά αποθέματα που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπεραλίευσης και συνεπώς χρειάζεται να παρθούν μέτρα που θα μειώνουν την αλιευτική δυνατότητα. Εξειδικεύοντας αυτό το στόχο, η Επιτροπή της ΕΕ προτείνει να παρθούν μέτρα για να επιταχυνθεί ο ρυθμός καταστροφής των αλιευτικών σκαφών και να καταργηθεί ολοκληρωτικά η οποιαδήποτε κρατική ενίσχυση για την κατασκευή νέων σκαφών ή τον εκσυγχρονισμό των υπαρχόντων σκαφών. Τα κράτη μέλη πρέπει να φροντίσουν ώστε να μην αντικαθίστανται τα σκάφη που θα αποσύρονται με κρατική ενίσχυση και να μην επιτρέπουν κανένα καινούργιο σκάφος να μπει στο στόλο, αν κάποιο άλλο ισοδύναμο δεν έχει αποσυρθεί οριστικά χωρίς κρατική ενίσχυση. Παράλληλα, η Επιτροπή ζητάει να προχωρήσει η διεύρυνση των ποσοστώσεων στην αλιευτική παραγωγή, η εξειδίκευση του είδους των αλιευμάτων και να ενταθεί η πρόωρη συνταξιοδότηση, τα μέτρα επανεκπαίδευσης των ψαράδων για απασχόληση άλλη εκτός από την αλιεία. Και μάλιστα επειδή όπως λέει δεν έχει και τόση εμπιστοσύνη ότι τα κράτη μέλη θα ελέγξουν με την αυστηρότητα που πρέπει την εφαρμογή όλων των παραπάνω μέτρων, προτείνει να δημιουργηθεί μια κοινή δομή επιθεώρησης, κάτι σαν κοινοτική αλιευτική αστυνομία.
Ολα αυτά σημαίνουν ότι η αλιευτική ικανότητα του ελληνικού στόλου θα μειωθεί παραπέρα και τελικά το ελληνικό ψάρι θα σπανίζει όλο και περισσότερο στην αγορά. Το πρόβλημα αυτό πολλαπλασιάζεται παραπέρα λόγω των αλιευτικών συμφωνιών με τρίτες χώρες, επειδή τα αλιεύματα που προέρχονται από τις συμφωνίες αυτές πολλές φορές λειτουργούν ανταγωνιστικά προς την εγχώρια αλιεία, με αποτέλεσμα να μένουν απούλητα τα εγχώρια ψάρια ή να πωλούνται σε ασύμφορες για τους ψαράδες τιμές επειδή έρχονται φτηνότερα τα ψάρια των συμφωνιών. Το γεγονός αυτό αναδεικνύει την ανάγκη σύναψης ισότιμων συμφωνιών και τις αντίστοιχες πολιτικοοικονομικές προϋποθέσεις για κάτι τέτιο.
Ανάλογα ισχύει και για την σπογγαλιεία με διακρατικές συμφωνίες οι οποίες θα διαμορφώνουν και το πλαίσιο των προσωπικών μικτών συμφωνιών, χώρια που σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να μη χρειάζονται καν τέτιες συμφωνίες μεταξύ Ελλήνων σπογγαλιέων με σπογγαλιείς άλλων χωρών.
Απ’ όλα τα προηγούμενα φαίνεται ότι, όπως και στο ΕΠΑΛ ‘94-’99, ο πραγματικός και μεγάλος κερδισμένος είτε με το πρόγραμμα ΕΠΑΛ 2000-2006 είτε με την Αναθεώρηση της Κοινής Αλιευτικής Πολιτικής, θα είναι πάλι το μεγάλο κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στη θαλάσσια αλιεία, στη θαλάσσια ιχθυοκαλλιέργεια και στη μεταποιητική βιομηχανία που τις υποστηρίζει. Γι’ αυτό και η ίδια η ΕΕ σε κοινοτικό επίπεδο κάνει λόγο για ενίσχυση της ιχθυοκαλλιέργειας και οι κυβερνητικοί στόχοι στην Ελλάδα προβλέπουν εκτίναξη της παραγωγής των ιχθυοκαλλιεργειών στους 65.000 τόνους το 2006, που θεωρείται μάλλον συντηρητική εκτίμηση, δηλαδή αύξηση σε ποσοστό 62,5% σε σχέση με σήμερα και αύξηση της δυναμικότητας της αλιευτικής μεταποιητικής βιομηχανίας κατά 15% δηλαδή από 45.000 τόννους που είναι σήμερα σε 52.000 τόννους.

ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ

Οι επιπτώσεις στους Ελληνες ψαράδες ήταν πολλές στα τελευταία αυτά χρόνια και από τα στοιχεία που υπάρχουν φαίνεται καθαρά ότι είναι αυτοί που δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Εχοντας να αντιμετωπίσουν την πραγματικά εχθρική κυβερνητική πολιτική των εντεινόμενων περιορισμών, της απόσυρσης και καταστροφής των σκαφών τους κλπ., είδαν τα προβλήματά τους να μεγαλώνουν ακόμα παραπέρα με επιπρόσθετα μέτρα. Τέτια ήταν το σύστημα φορολόγησής τους, οι τιμές προμήθειας πετρελαίου που είναι ακριβότερες από τις τιμές προμήθειας πετρελαίου για τους εφοπλιστές, η απαράδεκτη σημερινή κατάσταση άσκησης αλιευτικής δραστηριότητας καθαρά επαγγελματικού χαρακτήρα από σκάφη που δήθεν την ασκούν ερασιτεχνικά, ενώ ο εξοπλισμός και τα αλιευτικά μέσα που διαθέτουν κάθε άλλο παρά ερασιτεχνικό χαρακτήρα έχουν. Γι’ αυτό στα χρόνια αυτά αναπτύχτηκαν και δυνάμωσαν τους αγώνες τους, τα βασικά αιτήματα των οποίων αντικειμενικά βρίσκονται στον αντίποδα αυτών των πολιτικών.
Αναπόφευκτες όμως ήταν και οι κοινωνικές συνέπειες σε βάρος των ψαράδων, αλλά και ολόκληρων περιοχών της χώρας που η αλιευτική δραστηριότητα έχει ιδιαίτερη οικονομική σημασία.
Η συνολική προοπτική αυτής της εικόνας είναι ουσιαστικά η συρρίκνωση της παραγωγικής βάσης εκατοντάδων παράκτιων και νησιωτικών περιοχών, η απώλεια σημαντικού μέρους του σημερινού εισοδήματος και ο μαρασμός της οικονομικής ζωής τους, η καθυπόταξη στο μεγάλο ιδιωτικό κεφάλαιο των μικρομεσαίων αλιευτικών επιχειρήσεων που θα επιζήσουν. Φυσική συνέπεια είναι η εγκατάλειψη των περιοχών αυτών, οι μικροί και μεσαίοι ψαράδες και οι άλλοι εργαζόμενοι στην αλιεία να εγκαταλείψουν μαζικά τη δουλειά τους, να μπουν στη λίστα αναμονής για την έγκριση της καταστροφής των σκαφών τους και την πρόωρη συνταξιοδότησή τους. Δηλαδή η προοπτική είναι η συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της αλιευτικής παραγωγής σε λίγα χέρια, με όλες τις επιπτώσεις που αυτό επιφέρει στη ζωή των πολλών.
Στις υδατοκαλλιέργειες η κατάσταση που θα διαμορφωθεί εξαρτάται από την κατηγορία τους. Ετσι για τις υδατοκαλλιέργειες στα γλυκά νερά δεν αναμένονται ουσιαστικές μεταβολές, αφού ο ρόλος τους στο συνολικό προϊόν είναι πολύ μικρός. Από αυτές κάποιο ιδιαίτερο ρόλο αναμένεται να έχει ο τομέας των οστρακοκαλλιεργειών που φαίνεται να βρίσκεται σε ανοδική κατεύθυνση από πλευράς όγκου παραγωγής. Ωστόσο έχει σημασία να δει κανείς πώς διαμορφώνεται το εισόδημά τους και τι ποσοστό από αυτό το καρπώνονται οι έμποροι, αντί να το επωφελούνται οι ίδιες οι επιχειρήσεις.
Στις θαλάσσιες υδατοκαλλιέργειες αντίθετα η προοπτική είναι η ραγδαία αύξηση του μεριδίου των προϊόντων τους στην κατανάλωση με αποτέλεσμα τη μετατόπιση εισοδήματος από τους πολλούς μικρούς και μεσαίους ψαράδες που θα το χάσουν, στους λίγους μεγαλοεπιχειρηματίες των θαλάσσιων ιχθυοκαλλιεργειών που θα το κερδίσουν πολλαπλάσια. Αξιοποιώντας τα πλουσιοπάροχα επενδυτικά κίνητρα τόσο στον τομέα της εγκατάστασης ή και επέκτασης των καλλιεργειών τους, μέσα από τη σταδιακή κατάργηση του δημόσιου χαρακτήρα των θαλάσσιων περιοχών που βαθμιαία δεσμεύονται προς όφελός τους όσο και στον τομέα της μεταποιητικής βιομηχανίας, ο ρόλος τους θα μεγαλώνει διαρκώς συσσωρεύοντας νέα μεγαλύτερα κέρδη για τους ιδιοκτήτες τους και το μεγάλο κεφάλαιο γενικότερα.
Από τα στοιχεία αυτά αποδείχνεται ότι η κυβερνητική πολιτική στον τομέα αλιεία-υδατοκαλλιέργειες είναι ίδια και απαράλλαχτη με αυτήν που ασκείται και στους άλλους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής, στα βασικά χαρακτηριστικά της οποίας διακρίνει κανείς το χτύπημα της μικρομεσαίας αγροτικής εκμετάλλευσης, τη δημιουργία και δυνάμωμα των μεγάλων αγροτικών επιχειρήσεων καπιταλιστικού τύπου και την εκδίωξη του αγροτικού πληθυσμού από την ύπαιθρο.

 

ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ


Το ΚΚΕ είναι αντίθετο με την παραπάνω κυβερνητική πολιτική. Η ανάπτυξη του τομέα της αλιείας πρέπει να υπακούει στις βασικές οικονομικές και κοινωνικές ανάγκες του ελληνικού λαού και των επιμέρους περιοχών της χώρας με αλιευτικό ενδιαφέρον. Είναι σε αντίθεση με τα ντόπια και ξένα συμφέροντα που κυριαρχούν σήμερα στον κλάδο και στην πολιτική της ΕΕ, πολιτική εξυπηρέτησης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου. Η αλιεία αναπτύσσεται στα πλαίσια ενός συνολικού σχεδίου που θα δίνει τη δυνατότητα εξασφάλισης της συνέχειας και της προοπτικής του θαλάσσιου οικοσυστήματος, μακριά από τις πρακτικές υπεραλίευσης, υπερεκμετάλλευσης και εξάντληση των ιχθυοαποθεμάτων. Θα είναι σε θέση να εξασφαλίσει όλες τις απαραίτητες προϋποθέσεις (επιστημονική στήριξη, οικονομικά και άλλα κίνητρα, αλιευτικά λιμάνια, ιχθυόσκαλες) προκειμένου να φτάνει στην κατανάλωση φτηνό, υγιεινό και ποιοτικό ψάρι.
Η ανάπτυξη αυτή πρέπει να βασίζεται στην ύπαρξη και λειτουργία παραγωγικών αλιευτικών συνεταιρισμών που θα είναι σε θέση να εξασφαλίζουν και την κοινή χρήση μηχανημάτων και αλιευτικών εργαλείων και θα μπορούν να επεκτείνουν τη δράση τους και στα ζητήματα της μεταποίησης και εμπορίας των αλιευτικών προϊόντων.  Οι παραγωγικοί αλιευτικοί συνεταιρισμοί εξασφαλίζουν τη συλλογικότητα στην εκμετάλλευση, την αλληλεγγύη ανάμεσα στους ψαράδες, δίνουν τη δυνατότητα αξιοποίησης των νέων τεχνολογιών, μπορούν να αντιμετωπίσουν την επίθεση του μεγάλου κεφαλαίου που στρέφει διαρκώς το ενδιαφέρον του στον τομέα.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται να μελετηθεί ακόμα περισσότερο και να ενταχθεί στη συνολικότερη πολιτική και ο τομέας των ιχθυοκαλλιεργειών, όπου έπειτα από τις αναγκαίες έρευνες για την καταλληλότητα των περιοχών με κριτήριο και τις ανάγκες των εκτρεφόμενων ψαριών αλλά και τη διαφύλαξη των ψαρότοπων της χώρας, χρειάζεται να επεκταθεί η δράση του παραγωγικού συνεταιρισμού. Η ανάπτυξη του τομέα των υδατοκαλλιεργειών προϋποθέτει ανάμεσα σε άλλα και το σεβασμό στο περιβάλλον. Η σημερινή κατάσταση που ο τομέας βρίσκεται στα χέρια των ιδιωτών έχει προκαλέσει σωρεία αντιδράσεων τόσο για περιβαλλοντικούς λόγους όσο και για την απώλεια ψαρότοπων από τους ψαράδες. Χωρίς ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο και καθορισμένα κριτήρια εγκατάστασης των υδατοκαλλιεργειών οργιάζει η αυθαιρεσία, η πολιτική εκμετάλλευση σε βάρος του περιβάλλοντος και όσων δεν έχουν πρόσβαση στην τοπική και κεντρική εξουσία. Για τον έλεγχο των περιβαλλοντικών επιπτώσεων και τον περιορισμό τους χρειάζεται να μπει τέλος στη βιομηχανία παραχωρήσεων που υπάρχει και να θεσμοθετηθεί ένας ορθολογικός τρόπος χωροταξικής τοποθέτησης της λειτουργίας των υφιστάμενων, αλλά και των όποιων μελλοντικών υδατοκαλλιεργειών που θα σέβεται το περιβάλλον, δε θα προκαλεί προβλήματα στην τουριστική κλπ. ανάπτυξη διαφόρων περιοχών και δε θα έρχεται σε αντίθεση με τα συμφέροντα των ψαράδων.
Ανάλογα πρέπει να διαμορφωθεί και η κατάσταση στην πεστροφοκαλλιέργεια, που σε μεγάλο βαθμό είναι στα χέρια οικογενειακών επιχειρήσεων που πλήττονται από την κυβερνητική πολιτική εγκατάλειψης (π.χ. απαρχαιωμένες χωμάτινες δεξαμενές, πολλά υγειονομικά προβλήματα των εκτρεφόμενων ψαριών, καταχρέωση κλπ.). Το ίδιο ή λίγο καλύτερη είναι η εικόνα και στις οστρακοκαλλιέργειες που επίσης αντιμετωπίζουν οξύτατα προβλήματα διάθεσης της παραγωγής από την έλλειψη μέσων υποστήριξης, όπως κρατικά εργαστήρια ελέγχου των οστρακοειδών, κέντρων αποστολής τους στις διεθνείς αγορές κλπ. Η προώθηση της συνεργασίας των μικρών μονάδων μέσα από παραγωγικούς συνεταιρισμούς με γενναία οικονομικά κίνητρα μπορεί να εξασφαλίσει την επιβίωση και ανάπτυξη αυτών των μονάδων και την εξασφάλιση φθηνού προϊόντος στον καταναλωτή.
Ακόμη η μεταποιητική βιομηχανία πρέπει να είναι σε θέση από πλευράς δυναμικότητας αλλά και χωροθέτησής της να εξυπηρετεί τις ανάγκες του πρωτογενή τομέα είτε αλιευτικού είτε υδατοκαλλιεργητικού. Η σημερινή κατάσταση επιτρέπει ο εφοδιασμός των επιχειρήσεων που υπάρχουν να γίνεται χωρίς στενή σύνδεση με την παράκτια π.χ. αλιεία και να βασίζεται σε κάποιο βαθμό σε προϊόντα άλλων χωρών, δηλαδή είναι δυνατό να λειτουργεί σε βάρος της εγχώριας παραγωγής. Ο λόγος αυτής της λειτουργίας είναι ότι οι μεταποιητικές επιχειρήσεις σαν ιδιωτικές επιχειρήσεις που είναι υποτάσσουν τα πάντα στο κυνηγητό του κέρδους, αδιαφορώντας για τις συνέπειες της δράσης τους. Το ζήτημα αυτό μπορεί να λυθεί μόνο στα πλαίσια μιας διαφορετικής πολιτικής που πάλι πρέπει να βασίζεται στους παραγωγικούς αλιευτικούς κλπ. συνεταιρισμούς που θα επεκτείνουν τη δράση τους και στη μεταποιητική βιομηχανία και θα λειτουργούν με γνώμονα την εξυπηρέτηση των αναγκών της πρωτογενούς παραγωγής και τις διατροφικές ανάγκες των καταναλωτών.
Για το ΚΚΕ, όλα αυτά είναι ενταγμένα μέσα σε μια συνολική πολιτική που θα έχει στο κέντρο του ενδιαφέροντός της όχι το μεγάλο κεφάλαιο αλλά το μικρομεσαίο αγρότη και ψαρά, δίπλα στους άλλους εργαζόμενους της χώρας. Δηλαδή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων δε φτάνει να πάρει κανείς τούτο ή το άλλο μεμονωμένο μέτρο, χωρίς να υποτιμάται βέβαια και η αξία αυτών των μέτρων, αλλά χρειάζεται αλλαγή του γενικότερου προσανατολισμού και των κατευθύνσεων που δεν είναι στη φύση της ΕΕ. Μόνο στα νέα πλαίσια που θα διαμορφωθούν μπορεί και πρέπει να επιδιωχθεί η εξασφάλιση των απαραίτητων υποδομών (λιμάνια, ιχθυόσκαλες κλπ.) και η οικονομική (δανειοδότηση, πετρέλαιο), επιστημονική κλπ. στήριξη των παραγωγικών αλιευτικών συνεταιρισμών που θα αναπτύξουν ολόπλευρα τις αλιευτικές αλλά και τις υδατοκαλλιεργητικές δυνατότητες της χώρας μας, με γνώμονα την εξασφάλιση φθηνού, υγιεινού και ποιοτικού ψαριού για τον καταναλωτή και ταυτόχρονα θα διασφαλίζουν τη διατήρηση των ιχθυοαποθεμάτων και την προστασία του περιβάλλοντος και της αειφορίας.
Γι’ αυτό το λόγο η δράση του ΚΚΕ είναι σε αντίθετη κατεύθυνση από τις πολιτικές των κομμάτων του ευρωενωσιακού προσανατολισμού. Το ΚΚΕ αγωνίζεται για τη δημιουργία ενός μεγάλου αντιμονοπωλιακού αντιιμπεριαλιστικού μετώπου με προοπτική εξουσίας, που θα θέλει και θα μπορεί να αντισταθεί στα αντιαγροτικά και αντιλαϊκά κυβερνητικά και κοινοτικά μέτρα.


  Ο Παναγιώτης Τριανταφύλλου είναι μέλος του Αγροτικού Τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ.
* Το παρόν άρθρο βασίστηκε σε κείμενο εισήγησης για ημερίδα της ΝΕ Μαγνησίας του ΚΚΕ, με θέμα: «Οι εξελίξεις στην Αλιεία και οι προτάσεις του ΚΚΕ», 15.12.2002.
[1] Κανονισμός 3760/’92 του Συμβουλίου της 20/12/1992: «Για τη θέσπιση Κοινοτικού Συστήματος για την Αλιεία και την Υδατοκαλλιέργεια». Τα στοιχεία που αναφέρονται στο άρθρο, προέρχονται από την «Εκθεση» του υπουργείου Γεωργίας, «Για την εφαρμογή του ΕΠΑΛ 1994-’99 και 2000-2006».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

TOP READ