Τα κρίσιμα χρόνια η κε του μπλοκ δεν είχε την κριτική ικανότητα να σημειώνει ενδιαφέροντα πράγματα για να έχει συγκροτημένες αναμνήσεις. Ενώ τώρα που σημειώνει τα πάντα, κι ό,τι θυμάται από τα παλιά, δεν έχει εκ των πραγμάτων τόσες καινούριες προσωπικές εμπειρίες για να τις καταγράψει ως αναμνήσεις και να αποκτήσει –βάση αυτών- πραγματική κριτική ικανότητα. Φαύλος κύκλος. Οπότε ας πάρει το λόγο κάποιος που ‘χε κι απ’ τα δύο: κρίση κι αναμνήσεις, στη σωστή αναλογία. Γράψ’ τα όπως στα λέει.
Το 02’ που μας την έπεσαν οι βατραχάνθρωποι των ΟΥΚ, είχαν βγει κάτι φωτογραφίες με τους οϋκάδες, όπου φαίνονταν καθαρά τα διακριτικά τους. Αλλά μας απάντησαν με κάτι γελοίους ισχυρισμούς, ότι ήταν τάχα λιμενικοί, που είχαν υπηρετήσει παλιά στις ειδικές δυνάμεις, κι είχαν κρατήσει τα μπλουζάκια από τότε και τα φορούσαν.
Είχε βγει και μια φωτογραφία με τον αγούδημο να «καθοδηγεί» τους ματάδες και να τους δείχνει ποιους να βαρέσουν από τους δικούς μας. Ο πολύς κόσμος βέβαια δεν γνώριζε φυσιογνωμικά τον αγούδημο, κι έβλεπε απλώς ένα θρεφτάρι μεσήλικο, που κάτι έδειχνε στην αστυνομία. Αλλά μόλις τους λέγαμε μερικά ονόματα: δημητρούλα, νταλιάνα, ρομίλντα, κοκ, καταλάβαινε αμέσως τι εστί αγούδημος, γιατί είχε στην κατοχή του όλα τα σαπάκια και τις σκυλοπνίχτρες, που ταλαιπωρούσαν τον κόσμο που ταξίδευε.
Την ίδια μέρα ήταν και μία από τις πρώτες απεργίες που είχε σηκώσει από μόνο του το παμε. Με το που τελειώσαμε την πορεία, μας ειδοποίησαν κατευθείαν σχεδόν, να πάμε μαζικά στο λιμάνι, γιατί κηρύχτηκε πολιτική επιστράτευση. Εκεί έπεσε πολύ άγριο ξύλο, σκέτη κλοτσοπατινάδα. Ματ και οϋκάδες βαρούσαν στο ψαχνό, τραβούσαν τις γυναίκες από τα μαλλιά, το ίδιο και τους μακρυμάλληδες. Σε ένα δικό μας του έσπασαν το χέρι κανονικά και τον έστειλαν νοσοκομείο. Μες στο ασθενοφόρο μπήκαν και δυο ασφαλίτες που έπαιζαν τον καλό και τον κακό μπάτσο.-Είσαι καλά; Πού πονάς; ρωτούσε ο ένας. Του έδειχνε ο σύντροφος και ο άλλος τον κλοτσούσε σε εκείνο ακριβώς το σημείο.
Σήμερα που τα πράγματα έχουν αγριέψει κι η καταστολή οργιάζει, όλα αυτά μοιάζουν «καθημερινά» και «συνηθισμένα». Τότε όμως ήταν σοκαριστικά και πρωτόγνωρα. Σαν εικόνα από το μέλλον που έρχεται.
Φταίμε κι εμείς όμως, κατά μία έννοια. Αλλού με μικρότερη αφορμή, γίνεται χαμός, βγάζουν βιντεάκια, καταγγελίες κτλ. Ενώ εμείς δεν το κάνουμε θέμα. Κι έχουμε από πάνω τους άλλους να μας γανιάζουν για το παμε που δε συγκρούεται κι ιστορίες για αγρίους.
Θυμάμαι σε μία από εκείνες τις απεργίες και την ηρωική «τρέλα» του τούσσα που όταν είδε το καράβι με τους απεργοσπάστες να ξεκινάει, πήδηξε στον καταπέλτη, τον πήρε αγκαλιά, «κρεμάστηκε» πάνω του και τελικά τους ανάγκασε να γυρίσουν πίσω και να ξαναδέσουν. Απ’ τη μια το βλέπεις και βγαίνει ο «γάβρος» μέσα σου. Τούσσα αλάνι, για πάντα στο λιμάνι. Ή το θυμάσαι μετά από χρόνια και χαμογελάς. Από την άλλη όμως σκέφτεσαι: τι μπορεί να είναι αυτό που ώθησε το σύντροφο σε μια τέτοια «απέλπιδα» πράξη; Κι η εξήγηση είναι απλή. Έχουμε πόλεμο ταξικό, και στη μάχη όλα επιτρέπονται.
Στην απεργία του 2006 ξύπνησαν επιτέλους και οι υπόλοιποι (συνασπισμός κι αριστεριστές) και ήρθαν με καθυστέρηση στο λιμάνι, όπου έγινε μια άτυπη συνεννόηση κι ένας στοιχειώδης καταμερισμός: εμείς στο μέρος μας, εσείς στο μέρος σας. Που εμείς δηλ είχαμε όλο σχεδόν το λιμάνι και αυτοί μόνο ένα σημείο. Ε από αυτό ακριβώς το σημείο έφυγε τελικά το καράβι. Που άδειο έφυγε δηλαδή, γιατί μες στο χειμώνα ψυχή δεν ταξίδευε. Αλλά είναι το γαμώτο της υπόθεσης, ο συμβολισμός του πράγματος.
Και ξέρεις πώς έφυγε; Βρήκε ευκαιρία, ενώ οι άλλοι... συγκρούονταν με τους μπάτσους, πριν καν τους επιτεθούν. Που δε σου λέω, λογικά τα ματ θα επιχειρούσαν επίθεση σε κάποια φάση να σπάσουνε τον κλοιό. Αλλά αυτοί είδαν μπλε κι αφηνίασαν. Χάσανε τον έλεγχο κι έβαλαν αυτογκόλ. Την άλλη μέρα στις σχολές τους ρίξαμε τρελό δούλεμα για το κάζο κι αυτοί μας τη βγήκαν από τα αριστερά, ότι «αυτοί ήταν εκεί που δόθηκε η μάχη», ενώ εμείς κρατήσαμε τα ανώδυνα σημεία, και καλά για τις κάμερες και το θεαθήναι. Εμένα ειλικρινά μου θύμισε λίγο ισπανικό εμφύλιο, με την ανευθυνότητα των αναρχικών της cnt.
Μετά ήταν οι πρόσφατες απεργίες το 09-10’ κι οι καταγγελίες του αλαφουζέικου για τους «φοιτητές του παμε με τα κοντά παντελονάκια». Που εν τω μεταξύ είχε σχεδόν σαράντα βαθμούς καύσωνα εκείνες τις μέρες. Τι πιο φυσιολογικό από το να φορέσεις σορτσάκι; Λες κι οι ναυτεργάτες έχουν κάποιον κώδικα ενδυματολογικό –dress code- κι εμείς τον παραβήκαμε.
Σε εκείνη τη φάση είχαμε στην αλυσίδα και έναν σύντροφο, που είχε ρίζες από την κούβα και ξεχώριζε, γιατί ήταν πιο μελαμψός από τους άλλους. Οπότε τον σταμπάρει μια αγανακτισμένη πολίτης και αρχίζει να σκούζει:«ορίστε, ορίστε! Έφεραν και τους μαύρους να φυλάνε τα πλοία». Και λίγο αργότερα: «Γιατί; Εδώ δουλεύει αυτός; Εδώ δουλεύει;» Οπότε της απαντάν οι σύντροφοι: «ναι κυρά μου, εδώ δουλεύει! Είναι ο γουίλι ο μαύρος θερμαστής. Τι πρόβλημα έχεις;» κι εκεί τελείωσε η ιστορία.
Γενικά ο περισσότερος κόσμος είναι μαζί μας και καταλαβαίνει την κατάσταση, χωρίς να δυσανασχετεί. Θυμάμαι κι ένα κείμενο που είχε γράψει σχετικά ένας δικός μαςεκπαιδευτικός από τη λέσβο, που ήτανε περιφρούρηση, συναντούσε γνωστούς του που ήθελαν να πάνε στο νησί και λέγανε τα νέα τους σε φιλικό κλίμα. Οι «αγανακτισμένοι πολίτες» ήταν πολύ λίγοι, κάποιοι εξ αυτών φανερά βαλτοί. Υπήρχε ένα πολύ χαρακτηριστικό ζευγάρι γέρων γύρω στα εξήντα-κάτι, που περιφέρονταν από πύλη σε πύλη, για να τους αφήσουν να μπουν. Το πρωί ήθελαν να πάνε στις κυκλάδες για εξετάσεις και το βράδυ στο γιο τους στην κρήτη, ή δεν ξέρω εγώ πού. Τους αναγνώριζαν όμως κάτι σύντροφοι που είχαν αλλάξει βάρδια και τους έλεγαν: μα καλά, το πρωί δεν τα ‘παμε; Πάλι τα ίδια; -Μα όχι, μα όχι, λέγανε αυτοί...
Η πλάκα ήταν με το ισπανικό κρουαζιερόπλοιο, όπου προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε στους επιβάτες την κατάσταση, με μια ανακοίνωση γραμμένη πρόχειρα σε αμφίβολα ισπανικά και τον τσιμπόγλου –που είναι μορφή, σαν τον σιφωνιό κι αυτός- να τους μιλάει σε κάτι μεταξύ αγγλικών κι εσπεράντο.
Μόνο με τους «κρητίκαρους» αγρότες είχαμε πρόβλημα, που αντιδρούσαν ήδη από την πρώτη μέρα της απεργίας, γιατί «καταστρέφονταν οικονομικά, σάπιζε η παραγωγή τους» και άλλα τέτοια που δεν έστεκαν με τίποτα. Πήγαιναν στο λιμάνι και πετούσαν ντομάτες στα πλοία, που ήτανε στη θάλασσα, είκοσι μέτρα από την στεριά, ενώ οι ναυτεργάτες έπαιρναν τις ντομάτες και τους τις πετούσανε πίσω. Σε κάποια φάση πήγαν κάτι δικοί μας για ενισχύσεις και βρέθηκαν σε διασταυρούμενα πυρά, γιατί δεν είχανε σημαίες και διακριτικά. Οι αγρότες άρχισαν να τους πετάνε ντομάτες, το ίδιο όμως και οι ναυτεργάτες, γιατί δεν τους κατάλαβαν και τους πέρασαν για αγρότες. Κι έτσι έτρωγαν ντομάτες εκατέρωθεν. Της ντομάτας το κάγκελο..
Σε μια άλλη απεργία το 10’, τα ματ είχανε στήσει για να μας αποκλείσουν κλοιό αντιπεριφρούρησης, που τον σπάσαμε με πονηριά και τακτικό ελιγμό. Κάποιες συντρόφισσες παρίσταναν πως ήταν ταξιδιώτισσες, μπήκανε στα πλοία με τις βαλίτσες τους –που ήτανε άδειες από μέσα- τις πέταξαν και πήγανε κατευθείαν στους καταπέλτες. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι σύντροφοι, που πρέπει να έφαγαν αρκετό ξύλο, έκαναν αντιπερισπασμό για να κρατήσουν τα ματ, όσο ο κύριος όγκος μας έμπαινε τρέχοντας από μια μικρή «κερκόπορτα» παραδίπλα.
Μετά υπήρχαν άλλου είδους ευτράπελα, σε άλλο επίπεδο. Τότε ήταν η μόδα με τα μίνι πράις φόουν, που τα είχε πάρει όλος ο τομέας κι είχαν όλοι παραπλήσια νούμερα, όπου άλλαζε μόνο το τελευταίο διψήφιο. Ο ένας είχε το 60, ο άλλος το 61, κοκ. Οπότε άκουγες πχ σε μια συνέλευση:ρε συ ο τάδε ποιος είναι; Το 58; Το άκουγαν από δίπλα κι οι αριστεριστές κι έλεγαν: καλά, σας έχουνε βάλει νούμερα να συνεννοείστε; Είμαι το νούμερο οκτώ, με ξέρουν όλοι με αυτό, που λέει και το τραγούδι. Σε αυτούς που είναι και λίγοι πλάκα–πλάκα, θα κολλούσε να το κάνουν έτσι με διψήφια, για συνωμοτικούς λόγους. Και ο εκατοστός να κερδίζει κάτι ξέρω ‘γω.
Τέλος πάντων. Ήταν μια επιρροή μας που λες, που πάει προς το λιμάνι και παίρνει τηλ μια συντρόφισσα να συνεννοηθεί, ας την πούμε σούλα. Αλλά μπερδεύει τα νούμερα κι αντί για 70 πχ, παίρνει το 71. Οπότε αντί για σούλα, της βγαίνει... σούλης. -Έλα σούλα. –Δεν είμαι η σούλα. Εσύ που είσαι; Πειραιά; Ωραία, δικός μας είσαι. Έλα γρήγορα στην τάδε πύλη... Κι έτσι η συνεννόηση βγήκε μια χαρά.
Σε κάποια άλλη φάση είχαν μείνει πέντε σύντροφοι από τη νεολαία περιφρούρηση σε ένα πλοίο, που δεν παιζόταν κάτι ιδιαίτερο εκείνη την στιγμή. Ξαφνικά βλέπουνε να σκάει μύτη ένας μυώδης, δίμετρος, με ξυρισμένο κεφάλι και τατουάζ, και να τους πλησιάζει. Ώπα, σου λέει, σε χρυσαυγίτη πέσαμε, να ειδοποιήσουμε κάπως τους δικούς μας. Και πάνω στον πανικό, που σκέφτονται τι να κάνουν, έρχεται αυτός και τους ρωτάει:πώς πάει σύντροφοι; Όλα καλά;
Ε κάπου εκεί καταρρέουν τα στερεότυπα που έχεις για την εμφάνιση των συντρόφων και αρχίζεις να το βλέπεις αλλιώς το πράγμα.
-Αυτήν την απεργία μες στη μεγάλη εβδομάδα πώς τη βλέπεις;
-Κάτσε να γίνει πρώτα, μην την ξεπουλήσει πάλι η πνο, πριν καν γίνει κι ύστερα το συζητάμε.
Υπάρχει κι ένα ειδικό υστερόγραφο με ρήτρα, που θα ενεργοποιηθεί μόνο υπό προϋποθέσεις. Αλλά το κίνημα θα πει την τελευταία λέξη.