Γόνιμη συζήτηση έγινε χτες το μεσημέρι στη συνάντηση με φορείς που διοργάνωσε η ΚΕ του ΚΚΕ, με αφορμή το νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά, που θα πάει άμεσα στην Ολομέλεια της Βουλής. Στη συνάντηση συμμετείχαν όλοι οι φορείς και σύλλογοι εργαζομένων, επιστημόνων και οικογενειών από το χώρο της θεραπείας και της πρόληψης κατά των ναρκωτικών. Παραβρέθηκε και μίλησε στο κλείσιμο η ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Αλέκα Παπαρήγα, ενώ τις εισηγητικές ομιλίες από την πλευρά του ΚΚΕ έκαναν ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ και ο Γιάννης Γκιόκας, βουλευτής του Κόμματος.
Ανοίγοντας την εκδήλωση ο Νίκος Σοφιανός, μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, αναφέρθηκε στη σχέση που έχει αναπτύξει το ΚΚΕ με τους φορείς που ασχολούνται επιστημονικά με την καταπολέμηση των εξαρτήσεων, αξιοποιώντας τις θέσεις και την πείρα αυτών των φορέων. Και στη συνέχεια αναφέρθηκε στο χαρακτήρα της κυρίαρχης πολιτικής για τα ναρκωτικά, τονίζοντας:
«Από τη μελέτη των στοιχείων και από την πείρα της δράσης μας, πρέπει να παρατηρήσουμε το γεγονός ότι, ενώ στη χώρα μας η κατάσταση σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο είναι πολύ πιο κάτω, ακολουθείται η ίδια πολιτική που ακολουθείται στις χώρες με πολύ μεγαλύτερο μέσο όρο έκτασης του προβλήματος των ναρκωτικών. Ακολουθείται, δηλαδή, η γραμμή, η λογική, η πολιτική με μια σειρά προεκτάσεις, της συντήρησης, της διαχείρισης, ουσιαστικά της υποκατάστασης απέναντι στο πρόβλημα. Και είναι ένα ερώτημα πώς σε χώρες με πενταπλάσια ποσοστά από την Ελλάδα ακολουθείται η ίδια πολιτική με υποπολλαπλάσια ποσοστά που έχουμε στην Ελλάδα. Ποσοστά μικρά, παρά την ένταση του προβλήματος, που οφείλονται και στη δική σας δράση, που οφείλονται και στις δικές σας παρεμβάσεις, οφείλεται σε ένα βαθμό, θεωρούμε, και στη συνεπή, αδιάλλακτη θέση που έχει το Κόμμα μας ενάντια σε όλα τα ναρκωτικά, ενάντια σε κάθε μορφή που ουσιαστικά νομιμοποιεί τη χρήση των ουσιών και οδηγούν σε συμβιβασμό με τη διατήρηση του προβλήματος.
Υποκατάσταση και συντήρηση είναι η κυρίαρχη πολιτική
Δεν μπορεί να κρυφτεί η γραμμή της ΕΕ, που στηρίζεται στο συμβιβασμό με το πρόβλημα, στη συσκότιση των αιτιών που το προκαλούν, στις κατευθύνσεις που περιορίζουν τη βλάβη, δηλαδή στη χορήγηση των υποκατάστατων για συντήρηση και τη δημιουργία ενός πληθυσμού ανθρώπων, που ουσιαστικά παίρνουν επίσημα ναρκωτικά από το κράτος ή ιδιώτες, χωρίς καμιά ελπίδα να αλλάξουν τη ζωή τους ποτέ.
Αν αντιπαραθέσουμε βασικά στοιχεία της πολιτικής που διαχειρίζεται το πρόβλημα ανεξάρτητα κυβερνήσεων (γιατί κυβερνήσεις αλλάζουν αλλά το πρόβλημα παραμένει και η έκτασή του και η έντασή του μεγαλώνουν) μόνο αν δούμε τα στοιχεία, το πώς χρηματοδοτήθηκε ο ΟΚΑΝΑ και από την άλλη τα στεγνά προγράμματα, καταλαβαίνουμε το ποια είναι η κυρίαρχη λογική. Το γεγονός επίσης ότι συστηματικά προπαγανδιζόταν ότι η λύση στο πρόβλημα των ναρκωτικών είναι η υποκατάσταση, παρά το γεγονός ότι τα στοιχεία τούς διαψεύδουν. Και φυσικά εδώ πρέπει να σημειώσουμε την εξής πλευρά: Τα προγράμματα υποκατάστασης ξεκίνησαν ως υψηλών προδιαγραφών. Με ψυχολογική στήριξη, με έλεγχο, προκειμένου να οδηγήσουν στην απεξάρτηση. Αυτό όμως κράτησε πολύ λίγο και αμέσως - εδώ και αρκετά χρόνια - η φιλολογία που γίνεται πάλι πράξη είναι η συντήρηση. Είναι κυριολεκτικά μέσα και από την υποκατάσταση, ουσιαστικά, να διατηρείται ένας πληθυσμός στην εξάρτηση. Αυτή η πολιτική έχει αποτύχει και την αποτυχία της δεν μπορούν να την κρύψουν, δεν μπορούν να τη βάλουν κάτω απ' το χαλί. Θυμηθείτε τις παρεμβάσεις Λοβέρδου ότι βάζοντας την υποκατάσταση στα νοσοκομεία, θα λύσουμε το πρόβλημα της λίστας, θα λύσουμε την άθλια κατάσταση που επικρατεί στο κέντρο της Αθήνας με δεκάδες πιάτσες. Θυμηθείτε μια σειρά άλλες παρεμβάσεις που ουσιαστικά, όχι μόνο κλείναν το μάτι, ανοίγαν την πόρτα στη νομιμοποίηση των ουσιών με το προηγούμενο νομοσχέδιο, το οποίο, κάτω από την κατακραυγή, αναγκάστηκαν μια σειρά πλευρές να τις πάρουν πίσω».
Επίσης, ο Ν. Σοφιανός τόνισε: «Θεωρούμε λοιπόν ότι σήμερα ουσιαστικά - και το έχουν αναδείξει και οι εργαζόμενοι στον ΟΚΑΝΑ - αυτά τα προγράμματα που έτσι ξεκίνησαν, ουσιαστικά είναι προγράμματα συντήρησης, δεν υπάρχουν υλικά, οι εργαζόμενοι είναι απλήρωτοι. Ουσιαστικά, τα προγράμματα αυτά τα κάναν στεγνά προγράμματα ελλείψει χρημάτων. Τέτοια είναι η κατάσταση και στα κέντρα πρόληψης. Και είναι να προβληματιστούμε. Δείχνει πρώτα και κύρια τις κοινωνικές αιτίες με τις οποίες πρέπει να συγκρουστούμε και δείχνει το απάνθρωπο πρόσωπο και χαρακτήρα αυτού του εκμεταλλευτικού συστήματος, αλλά και στοιχειώδη ζητήματα τα οποία μπορούν να δώσουν μια δυνατότητα να δημιουργήσεις αντισώματα στη νεολαία. Κέντρα πρόληψης: Εγκαταλειμμένα. Ουσιαστικά οδηγούνται στο κλείσιμο, στην απαξίωση και καταλαβαίνουμε όλοι ότι ακόμα και αυτές οι δυνατότητες που δίνουν είναι μηδαμινές μπροστά στις ανάγκες που υπάρχουν.
Αρα, λοιπόν, η προσπάθεια διάλυσης είναι φανερή και φαίνεται ότι και με το νομοσχέδιο πάμε στο επόμενο βήμα, στη χορήγηση της συντήρησης από ιδιώτες γιατρούς, από φαρμακεία, με άλλα λόγια στο μόνιμο πέταμα στο περιθώριο νέων ανθρώπων σε μόνιμη καταδίκη νάρκωσης μέσα από την ελεγχόμενη, όπως λένε, διαχείριση του προβλήματος».
Οι όποιες ευνοϊκές διατάξεις δεν μπορούν να κρύψουν τις αντιδραστικές πλευρές
Πιο ειδικά, για το νομοσχέδιο που την ερχόμενη βδομάδα αναμένεται να συζητηθεί στην ολομέλεια της Βουλής μίλησε ο Γιάννης Γκιόκας, βουλευτής του ΚΚΕ, που μεταξύ άλλων επισήμανε:
«Ξέρουμε καλά ότι η κατάθεση του νομοσχεδίου δημιούργησε προσδοκίες σε αρκετούς από σας για ευνοϊκότερη μεταχείριση και επιεικέστερη μεταχείριση κάποιων χρηστών που διέπραξαν κάποια αδικήματα, έτσι ώστε να μην πάνε φυλακή, να οδηγούνται στη θεραπεία, να ξαναξεκινήσουν τη ζωή τους, να μη στιγματιστούν. Ως ΚΚΕ θεωρούμε απόλυτα δίκαια αυτά τα αιτήματα και αυτές τις προσδοκίες. Χρόνια φωνάζαμε δίπλα σε εσάς ότι η καταστολή θα έπρεπε να είναι στους εμπόρους και όχι στους χρήστες που είναι θύματα και, κατά τη γνώμη μας, καταστράφηκαν γενιές και γενιές νέων από την πολιτική της καταστολής, δηλαδή από την πολιτική που έστελνε τα παιδιά αυτά στις φυλακές και όχι στα θεραπευτικά προγράμματα. Η στάση μας απέναντι στο νομοσχέδιο ήταν στάση καταψήφισης με την επισήμανση ότι θα στηρίξουμε τις όποιες ευνοϊκές ρυθμίσεις που υπήρχαν και υπάρχουν για τους χρήστες. Και το κάναμε αυτό, γιατί θεωρούμε ότι όποιες ευνοϊκές διατάξεις υπάρχουν στο νομοσχέδιο δεν μπορούν να κρύψουν τις αντιδραστικές πλευρές που έχει το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, ιδιαίτερα στο κομμάτι της ιδιωτικοποίησης και της υποκατάστασης, δεν μπορεί να κρύψει τη μη επίλυση σημαντικών ζητημάτων όπως είναι η θεσμική κατοχύρωση των κέντρων πρόληψης, η κοινωνική επανένταξη και κυρίως δεν μπορεί να κρύψει τη συνολικότερη κυβερνητική πολιτική απέναντι στο πρόβλημα των ναρκωτικών που κινείται στην κατεύθυνση της συντήρησης, της διαχείρισης του προβλήματος, της πολιτικής της ΕΕ με τα γνωστά αποτελέσματα σε όσες χώρες έχει εφαρμοστεί.
Η όποια αναφορά υπάρχει στο νομοσχέδιο στην επιείκεια, στην ευνοϊκή μεταχείριση των εξαρτημένων δραστών, θα αποδειχτεί κατά τη γνώμη μας κενή, προσχηματική και υποκριτική γιατί επιείκεια και ευνοϊκή μεταχείριση για μας σημαίνει ένα βασικό πράγμα: Σημαίνει να βοηθηθεί, να διευκολυνθεί αυτός ο κόσμος να επιλέξει θεραπεία, να βοηθηθεί στην επανένταξή του που, όμως, για να γίνει αυτό, δεν αρκεί μόνο η θέλησή του ούτε ένα ευνοϊκό νομοθετικό πλαίσιο χωρίς να υπάρχουν οι κατάλληλες δομές και η αντίστοιχη πολιτική.
Υπάρχουν τα επίμαχα άρθρα του νομοσχεδίου που προβλέπουν μια σειρά ευνοϊκά μέτρα, όπως αυτά που αφορούν την αναστολή, την παύση στην άσκηση της ποινικής δίωξης, να μην αναγράφονται στο ποινικό μητρώο μια σειρά αδικήματα, να διαγράφονται οι παρεπόμενες χρηματικές ποινές που επιβάλλονται σε αρκετούς εξαρτημένους χρήστες. Η πρόθεση του Κόμματός μας ήταν να στηρίξουμε τις συγκεκριμένες διατάξεις, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτές οι νομοθετικές ρυθμίσεις θα συνδέονται με το στόχο της σωματικής και ψυχολογικής απεξάρτησης. Οχι με την υποκατάσταση, όχι με τη συντήρηση που, επί της ουσίας, είναι σήμερα η υποκατάσταση. Και θεωρούμε ότι είναι σωστό αυτό το αίτημα, γιατί κάθε άλλη λύση δεν εξασφαλίζει τη θεραπεία, διαιωνίζει και ανακυκλώνει ένα φαύλο κύκλο παραβατικότητας και εξάρτησης και, κατά τη γνώμη μας, υπονομεύει και την ίδια την ύπαρξη των θεραπευτικών προγραμμάτων που υπάρχουν αυτή τη στιγμή και εντός και εκτός φυλακών. Θέσαμε, λοιπόν, το συγκεκριμένο ζήτημα στην κυβέρνηση. Να υπάρχει δέσμευση από πλευράς της κυβέρνησης ότι αυτές οι ευνοϊκές ρυθμίσεις θα συνδέονταν με το στόχο της σωματικής και ψυχολογικής απεξάρτησης. Και το ζητήσαμε αυτό και γιατί δεν έχουμε καμία εμπιστοσύνη στην κυβερνητική πολιτική, η οποία είναι αυτή ακριβώς, είναι η συντήρηση, είναι η υποκατάσταση».