Ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη
Μ. Χρυσοχοΐδης θριαμβικά ανακοίνωσε τη σύλληψη 5 ατόμων ως εμπρηστών του
κέντρου κράτησης μεταναστών και προσφύγων στη Μόρια, εμφανιζόμενος σίγουρος για
την ενοχή τους, συμβάλλοντας κι αυτός να μετατραπεί το μεταναστευτικό ζήτημα σε
πρόβλημα ασφάλειας και έννομης τάξης.
Στην ίδια υποβόσκουσα λογική και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος τονίζει την
αμεσότητα της αντίδρασης από τη μεριά της κυβέρνησης που επαίρεται για την γρήγορη
οργάνωση νέου κέντρου κράτησης, στοχοποιώντας τους μετανάστες που δεν δέχονται
τη μετεγκατάσταση και βεβαιώνοντας πως απόφαση της κυβέρνησης είναι «να τηρηθεί
σε κάθε περίπτωση η νομιμότητα».
Η μετανάστευση και προσφυγοποίηση
έχει γίνει πια ένα καθοριστικό ζήτημα του 21ου αιώνα. Μια σειρά από
εσωτερικές και περιφερειακές ένοπλες συγκρούσεις μαζί με την οικονομική
ασφυξία δημιουργούν εκατομμύρια
εξαθλιωμένων ιδιαίτερα σε δυο περιοχές, Μέση Ανατολή και Αφρική. Οι συνθήκες
μάλιστα κάτω από τις οποίες οι μεταναστευτικές ροές καταλήγουν στην Ευρώπη
έχουν αντίκτυπο στο φάσμα ευκαιριών ένταξης
στην όποια νέα χώρα. Έτσι για παράδειγμα, αφήνοντας τη χώρα τους και εισερχόμενοι μυστικά και καταδιωκόμενοι στη νέα χώρα δεν έχουν τις ίδιες ευκαιρίες αποδοχής με την είσοδο εκείνων
που εργάζονται σε εργασίες υψηλής ειδίκευσης. Η σιωπηρή, ή και εκφραζόμενη,
σύγκριση στο δημόσιο λόγο μεταξύ των παλαιών κυμάτων μεταναστών και των
σύγχρονων μεταναστευτικών ρευμάτων δεν πρέπει να παραβλέπει τα διαφορετικά
δεδομένα. Οι διακινούμενοι στην Ευρώπη μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο στρατολογούνταν
στοχευμένα, και βασικά με διακρατικές συμφωνίες, για τη βαριά βορειοευρωπαϊκή
βιομηχανία. Τα όρια προσαρμογής για κάθε νεοφερμένο στις χώρες υποδοχής ήταν
στενά. Αυτός έπρεπε να αλλάξει για να ενσωματωθεί στη νέα του χώρα που ήταν
φιλοξενούμενος. Ήταν εργαζόμενος φιλοξενούμενος όπως στη Γερμανία
χαρακτηρίζονταν οι Ιταλοί, Τούρκοι και Έλληνες που έφτασαν τη δεκαετία του 1960
για να εργαστούν στα εργοστάσια της Γερμανίας και βοηθώντας να δημιουργηθεί μετά
τον πόλεμο το οικονομικό θαύμα της ηττημένης Γερμανίας.
Το
σύγχρονο παγκόσμιο καθεστώς προσφύγων δημιουργήθηκε σε μια ιδιαίτερη στιγμή της
ιστορίας, μετά το Ολοκαύτωμα και στην αρχή του ψυχρού πολέμου. Η σύμβαση του
1951 για το καθεστώς των προσφύγων ορίζει τον πρόσφυγα ως κάποιον που διώκεται
με βάση τη φυλή, τη θρησκεία, την εθνικότητα, την ένταξη σε μια κοινωνική ομάδα
ή πολιτική γνώμη. Είναι ένας ορισμός που βασίζεται στην εμπειρία του
Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου και επικεντρώνεται σε δίωξη που ήταν κυρίως πολιτική
αλλά και ανθρώπινη. Η μεταναστευτική κρίση του 2015 σηματοδότησε
το τέλος μιας εποχής. Η παλιά λογική και κατανόηση της μετανάστευσης που
διέπεται από τις αρχές της σύμβασης του 1951 τίθεται φανερά πια υπό
αμφισβήτηση. Οι άνθρωποι δεν διαφεύγουν μόνο από πόλεμο και διώξεις, αλλά και
από την οικονομική εξαθλίωση, την απόγνωση της επιβίωσης. Τα καπιταλιστικά
κράτη της Δύσης συνεχίζουν να διαχέουν την πολιτικά σκόπιμη μυθοπλασία ότι
μπορούν μονομερώς να ασκήσουν έλεγχο στη μετανάστευση, ενώ η πραγματικότητα
είναι πολύ πιο περίπλοκη. Γι’ αυτό επιστρατεύουν εννοιολογικές διαφοροποιήσεις που
διαχωρίζει την έννοια του οικονομικού μετανάστη από εκείνη του πρόσφυγα, έτσι ώστε
πολλοί άνθρωποι να συνθλίβονται ανάμεσά τους και να διασώζεται η εικόνα της ανθρωπιστικής
Ευρώπης.
Η διαφημιζόμενη ανθρωπιστική Ευρώπη δεν φαίνεται να είναι πραγματικά
προετοιμασμένη, ηθικά, πολιτικά ή θεσμικά, να αντιμετωπίσει αυτήν την πρόκληση.
Τα ευρωπαϊκά έθνη, που συμβάλλαν στη δημιουργία των συνθηκών μετανάστευσης, έχτισαν τείχη και φράχτες,
αποφεύγοντας το μέλλον και υποχωρώντας στο παρελθόν, στο οποίο επικράτησε η σύγκρουση και αιματοχυσία.
Η υλοποίηση του ευρωπαϊκού συστήματος συνοριακών ελέγχων εφαρμόζεται
τόσο εντός όσο και εκτός της επικράτειάς του, και επικεντρώνεται βέβαια στα
κρίσιμα σημεία των εξωτερικών συνόρων. Οι αρμόδιοι για την εφαρμογή τους συγχέονται
μεταξύ εθνικών, ευρωπαϊκών και ακόμη διεθνών παραγόντων, Αυτό ισχύει ιδίως για
τη διαχείριση των hotspots στην Ελλάδα, όπου η ευθύνη για τη λειτουργία τους είναι
των ελληνικών αρχών, ενώ οι αποστολές
ελέγχου και εποπτείας εκτελούνται από τις ευρωπαϊκές υπηρεσίες Frontex, Europol
(Ευρωπαϊκή Αστυνομική Υπηρεσία ) και τη Eurojust (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Δικαστικής
Συνεργασίας). Οι αρχές για την αναγνώριση και την καταχώριση πραγματοποιούνται
από την EASO (Ευρωπαϊκή Υπηρεσία Υποστήριξης για το Άσυλο), η ανθρωπιστική
βοήθεια παρέχεται από διάφορες διεθνείς ΜΚΟ και η χρηματοδότηση προέρχεται εν
μέρει από τα Ηνωμένα Έθνη (Ύπατος Αρμοστής των Ηνωμένων Εθνών για τους Πρόσφυγες),
εν μέρει από την ΕΕ.
Και με τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος των εξαθλιωμένων που αναζητούν
χώρο για να ζήσουν, γίνεται η επιστροφή των εθνικισμών στο προσκήνιο της ευρωπαϊκής
πολιτικής σκηνής με το θέμα της μετανάστευσης να αποτελεί αντικείμενο έντονων
εντάσεων και πρόσχημα για πρωτοφανή κατασταλτική μεταχείριση τους.
Ο πραγματικός λόγος για την κατασκευή της μετανάστευσης ως προβλήματος και
μιας φοβερής απειλής που πλήττει την
Ευρώπη δεν είναι ο υπερβολικά μεγάλος αριθμός μεταναστών ή η ανεπάρκεια των
προσπαθειών τους να ενταχτούν. Στην Ελλάδα για παράδειγμα, σύμφωνα με στοιχεία της
Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, ο αριθμός προσφύγων και μεταναστών ανέρχεται σε
120.000, ενώ στην Ευρώπη των 512 εκατομμυρίων
περίπου το 4,5% απ’ αυτούς είναι πολίτες άλλων χωρών. Η διόγκωση της αμφισβητούμενης μεταναστευτικής
απειλής αποτελεί μέρος του πολύ συγκεκριμένου στόχου να δημιουργηθεί η
ψευδαίσθηση μεταξύ των ήδη ταλαιπωρημένων πολιτών ότι τα δικαιώματά τους και κυρίως την αυταπάτη της υπεροχής τους τις υπερασπίζεται
καλά η ταξική εξουσία της αστικής δημοκρατίας. Για να χαρακτηρίζει ο Μ.
Χρυσοχοϊδης το μάντρωμα των εξαθλιωμένων ως προστασία της δημόσιας υγείας πάντα
όμως με «σαφές ανθρωπιστικό και δημοκρατικό περιεχόμενο» ενώ η αστυνομία του στη Σάμο να συλλαμβάνει ανήλικους πρόσφυγες και
με τη βίαιη συμπεριφορά της να επιδεικνύει την ασυδοσία της και τον εκφασισμό της.
Δηλ. εν ολίγοις επικεντρώνεται η προσοχή στους μετανάστες για να μην επικεντρωθεί
στα πραγματικά προβλήματα, κατασκευάζεται ένας εχθρός για να κρυφτεί πίσω του ο
πραγματικός εχθρός της ταξικής εξουσίας, τροφοδοτείται ο ρατσισμός μέσα από τα
πραγματικά προβλήματα που η σκόπιμα ανεπαρκής διαχείριση του μεταναστευτικού δημιουργεί,
για να κρυφτεί η συνύπαρξη αστικής δημοκρατίας με ένα ρατσιστικό λόγο και
φασιστική συμπεριφορά.