V.I. Lenin
Ο "εθνικός πολιτισμός"
και Το Εθνικιστικό σκιάχτρο του "αφομοιωτισμού" (1913)
Από το Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα, Σύγχρονη Εποχή, 2006
Όπως βλέπει ο αναγνώστης, το άρθρο της «Σέβερναγια Πράβντα» μας εξηγεί,
με ένα απ’ τα παραδείγματα που χρησιμοποιεί και συγκεκριμένα με το
ζήτημα της επίσημης γλώσσας του κράτους, την ασυνέπεια και τον
οπορτουνισμό της φιλελεύθερης αστικής τάξης, που στο εθνικό ζήτημα
απλώνει το χέρι στους τσιφλικάδες και τους αστυνομικούς. Καθένας
καταλαβαίνει ότι εκτός από το ζήτημα της παγκρατικής γλώσσας η
φιλελεύθερη αστική τάξη φέρνεται το ίδιο προδοτικά, υποκριτικά και κουτά
(ακόμα και από την άποψη των συμφερόντων του φιλελευθερισμού) σε
ολόκληρη σειρά άλλα παρόμοια ζητήματα.
Το συμπέρασμα; Το συμπέρασμα είναι ότι κάθε φιλελευθερο-αστικός
εθνικισμός καλλιεργεί σε μεγάλο βαθμό τη διαφθορά στο εργατικό
περιβάλλον και προξενεί τεράστια ζημιά στην υπόθεση της ελευθερίας και
στην υπόθεση της προλεταριακής ταξικής πάλης. Αυτό είναι ακόμα
πιο επικίνδυνο, γιατί η αστική τάξη (και η αστοτσιφλικάδικη) καλύπτεται
με το σύνθημα του «εθνικού πολιτισμού». Εξ ονόματος του εθνικού
πολιτισμού – του μεγαλορωσικού, του πολωνικού, του εβραϊκού, του
ουκρανικού κλπ. – σκαρώνουν τις αντιδραστικές βρωμοδουλιές τους οι
μαυροεκατονταρχίτες και οι κληρικόφρονες και σε συνέχεια και οι αστοί
όλων των εθνών.
Αυτή είναι η πραγματικότητα της σύγχρονης εθνικής ζωής, αν τη δούμε
μαρξιστικά, δηλ. από την άποψη της ταξικής πάλης, αν αντιπαραβάλουμε τα
συνθήματα με τα συμφέροντα και με την πολιτική των τάξεων και όχι με τις
κούφιες «γενικές αρχές» και τις πομπώδικες διακηρύξεις και φράσεις.
Το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού είναι αστική (και συχνά
μαυροεκατονταρχίτικη-κληρικαλική) απάτη. Το σύνθημά μας είναι: διεθνικός
πολιτισμός του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος.
Σ’ αυτό το σημείο ορμά στη μάχη ο μπουντιστής κ. Λίμπμαν και με κατακεραυνώνει με την παρακάτω εξουθενωτική περικοπή:
«Όποιος γνωρίζει έστω και λίγο το εθνικό ζήτημα, ξέρει ότι ο διεθνικός πολιτισμός δεν είναι άεθνος (σ. σ. Άεθνος σημαίνει όχι εθνικός, όχι λαϊκός, χωρίς έθνος, χωρίς λαό) (πολιτισμός
χωρίς εθνική μορφή). Άεθνος πολιτισμός που δεν πρέπει νά' ναι μήτε
ρωσικός, μήτε εβραϊκός, μήτε πολωνικός, παρά μόνο καθαρός πολιτισμός
είναι παραλογισμός. Ισα – ίσα τότε μόνο οι διεθνικές ιδέες μπορούν να
γίνουν αγαπητές στην εργατική τάξη, όταν προσαρμόζονται στη γλώσσα που
μιλά ο εργάτης και στις συγκεκριμένες εθνικές συνθήκες όπου ζει. Ο
εργάτης δεν πρέπει να είναι αδιάφορος για την κατάσταση και την ανάπτυξη
του εθνικού του πολιτισμού, επειδή μέσω αυτού και μόνο μέσω αυτού
αποκτά τη δυνατότητα να πάρει μέρος στο “διεθνικό πολιτισμό του
δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος”. Όλα αυτά είναι
γνωστά από καιρό, μα ο Β. Ι. δε θέλει ούτε να τα ξέρει…».
Για καλοσκεφθείτε αυτόν τον τυπικό για ένα μπουντιστή συλλογισμό, που
έχει, βλέπετε, για προορισμό να εκμηδενίσει τη μαρξιστική θέση που
διατύπωσα. Με ύφος γεμάτο εξαιρετική αυτοπεποίθηση και σαν «γνώστης του
εθνικού ζητήματος», ο κ. μπουντιστής μας σερβίρει συνηθισμένες αστικές
αντιλήψεις σαν «από καιρό γνωστές» αλήθειες.
Ναι, ο διεθνικός πολιτισμός δεν είναι άεθνος, φίλτατε μπουντιστή. Κανένας δεν είπε τέτοιο πράγμα.
Κανένας δεν διακήρυξε έναν «καθαρό» πολιτισμό που να μην είναι μήτε
πολωνικός, μήτε εβραϊκός, μήτε ρωσικός κλπ, κι έτσι το κούφιο λεξομάζωμά
σας δεν είναι παρά απόπειρα να αποσπαστεί η προσοχή του αναγνώστη και
να καλυφθεί η ουσία της υπόθεσης με ηχηρές λέξεις.
Σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν, έστω και όχι αναπτυγμένα, στοιχεία
δημοκρατικού και σοσιαλιστικού πολιτισμού, επειδή σε κάθε έθνος υπάρχει
η εργαζόμενη και εκμεταλλευόμενη μάζα, που οι συνθήκες της ζωής της γεννούν αναπόφευκτα τη δημοκρατική και τη σοσιαλιστική ιδεολογία. Σε κάθε έθνος όμως υπάρχει και αστικός πολιτισμός (και στις περισσότερες περιπτώσεις ακόμα και μαυροεκατονταρχίτικος και κληρικαλικός πολιτισμός) – και
μάλιστα όχι απλώς σαν «στοιχεία» πολιτισμού, αλλά σαν κυρίαρχος
πολιτισμός. Γι’ αυτό ο «εθνικός πολιτισμός» γενικά είναι ο πολιτισμός
των τσιφλικάδων, των παπάδων, και της αστικής τάξης. Αυτή τη
θεμελιακή αλήθεια, στοιχειώδη για κάθε μαρξιστή, ο μπουντιστής δεν τη
φώτισε και «μας ξεκούφανε» με το λεξομάζωμά του, δηλαδή στην πράξη, αντί
ν’ αποκαλύψει και να εξηγήσει στον αναγνώστη το ταξικό βάραθρο, το
συσκότισε. Στην πράξη ο μπουντιστής ενήργησε σαν αστός που έχει κάθε
συμφέρον να διαδίδεται η πίστη σ’ ένα εξωταξικό εθνικό πολιτισμό.
Διατυπώνοντας το σύνθημα του «διεθνικού πολιτισμού του δημοκρατισμού και του παγκόσμιου εργατικού κινήματος», παίρνουμε
από τον κάθε εθνικό πολιτισμό μόνο τα δημοκρατικά και σοσιαλιστικά του
στοιχεία, τα παίρνουμε μόνο και αποκλειστικά σαν αντίβαρο στον αστικό
πολιτισμό, στον αστικό εθνικισμό κάθε έθνους. Κανένας δημοκράτης και πολύ περισσότερο κανένας μαρξιστής δεν αρνείται την ισοτιμία των γλωσσών
ή την ανάγκη να κάνει ο καθένας στη μητρική του γλώσσα την πολεμική
ενάντια στη «δική του» αστική τάξη, να προπαγανδίζει σ’ αυτή τη γλώσσα
τις αντικληρικαλικές ή αντιαστικές ιδέες στους «δικούς του» αγρότες και
μικροαστούς, δε χρειάζεται καν συζήτηση γι’ αυτό, τις
αναμφισβήτητες αυτές αλήθειες τις χρησιμοποιεί ο μπουντιστής για να
κρύψει το επίμαχο ζήτημα δηλαδή την πραγματική ουσία του ζητήματος.
Το ζήτημα είναι αν επιτρέπεται στους μαρξιστές να διατυπώνουν άμεσα ή
έμμεσα το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού, ή πρέπει υποχρεωτικά να
προπαγανδίζουν ενάντιά του σε όλες τις γλώσσες το σύνθημα του διεθνισμού
των εργατών, «προσαρμοζόμενοι» σ’ όλες τις τοπικές και εθνικές
ιδιομορφίες.
Η σημασία του συνθήματος του «εθνικού πολιτισμού» δεν καθορίζεται από
την υπόσχεση ή τις αγαθές προθέσεις ενός οποιουδήποτε διανοουμενίσκου να
«ερμηνεύει» αυτό το σύνθημα «με την έννοια της προαγωγής του διεθνικού
πολιτισμού μέσω του εθνικού πολιτισμού». Θα ήταν παιδιάστικος
υποκειμενισμός να βλέπουμε έτσι το ζήτημα. Η σημασία του συνθήματος του
εθνικού πολιτισμού καθορίζεται απ’ τον αντικειμενικό συσχετισμό όλων των
τάξεων της δοσμένης χώρας και όλων των χωρών του κόσμου. Ο εθνικός
πολιτισμός της αστικής τάξης αποτελεί γεγονός (και το ξαναλέω ότι η
αστική τάξη συναλλάσσεται παντού με τους τσιφλικάδες και τους παπάδες).
Μαχόμενος αστικός εθνικισμός που αποκτηνώνει, αποβλακώνει και
διαιρεί τους εργάτες, για να τους σύρει στο άρμα της αστικής τάξης – να
ποιο είναι το βασικό γεγονός της σύγχρονης πραγματικότητας.
Όποιος θέλει να υπηρετεί το προλεταριάτο, έχει χρέος να συνενώνει
τους εργάτες όλων των εθνών, παλεύοντας ακλόνητα ενάντια στον αστικό
εθνικισμό, και το «δικό του» και τον ξένο. Όποιος υπερασπίζει το σύνθημα
του εθνικού πολιτισμού δεν έχει θέση μέσα στους μαρξιστές, αλλά μέσα
στους εθνικιστές μικροαστούς.
Πάρτε ένα συγκεκριμένο παράδειγμα. Μπορεί ένας μεγαλορώσος μαρξιστής να δεχθεί το σύνθημα του εθνικού, δηλ. του μεγαλορωσικού πολιτισμού; Όχι. Έναν τέτοιον άνθρωπο πρέπει να τον κατατάξουμε στους εθνικιστές κι όχι στους μαρξιστές. Έχουμε
χρέος να αγωνιζόμαστε ενάντια στον κυρίαρχο μαυροεκατονταρχίτικο και
αστικό εθνικό πολιτισμό των μεγαλορώσων, αναπτύσσοντας αποκλειστικά με
διεθνιστικό πνεύμα και σε στενότατη συμμαχία με τους εργάτες των άλλων
χωρών τα έμβυα που υπάρχουν και στην ιστορία του δημοκρατικού και του
εργατικού μας κινήματος. Να αγωνίζεσαι ενάντια στους δικούς
μεγαλορώσους τσιφλικάδες και αστούς, ενάντια στον «πολιτισμό» τους, εξ
ονόματος του διεθνισμού, να αγωνίζεσαι «προσαρμοζόμενος» στις
ιδιομορφίες των Πουρισκέβιτς και των Στρούβε – αυτό είναι το καθήκον σου
κι όχι να κηρύχνεις, μήτε να ανέχεσαι το σύνθημα του «εθνικού
πολιτισμού».
Το ίδιο ισχύει και για το πιο καταπιεζόμενο και κατατρεγμένο έθνος,
τους Εβραίους. Ο εβραϊκός εθνικός πολιτισμός είναι σύνθημα των ραβίνων
και των αστών, σύνθημα των εχθρών μας. Υπάρχουν όμως και άλλα
στοιχεία στον εβραϊκό πολιτισμό και σε όλη την ιστορία των εβραίων. Από
τα 10 ½ εκατομμύρια Εβραίους όλου του κόσμου λίγο περισσότεροι από τους
μισούς ζουν στη Γαλικία και τη Ρωσία, χώρες καθυστερημένες και
μισοβάρβαρες, που κρατούν με τη βία τους εβραίους σε θέση κάστας. Οι
άλλοι μισοί ζουν στον πολιτισμένο κόσμο, όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός
των εβραίων σε κάστα. Εκεί εκδηλώθηκαν ξεκάθαρα τα μεγάλα, τα παγκόσμια
προοδευτικά χαρακτηριστικά του εβραϊκού πολιτισμού: Ο διεθνισμός του, η
συμπάθειά του για τα πρωτοπόρα κινήματα της εποχής (το ποσοστό των
εβραίων που συμμετέχουν στα δημοκρατικά και προλεταριακά κινήματα είναι
παντού μεγαλύτερο απ’ το ποσοστό των εβραίων μέσα στο σύνολο του
πληθυσμού).
Όποιος διατυπώνει άμεσα ή έμμεσα το σύνθημα του εβραϊκού «εθνικού
πολιτισμού» (όσο αγαθές κι αν είναι οι προθέσεις του), είναι εχθρός του
προλεταριάτου, οπαδός του παλιού και του πνεύματος της κάστας μέσα στους
εβραίους, συνεργός των ραβίνων και των αστών. Και αντίθετα οι εβραίοι
μαρξιστές, που μέσα στις διεθνείς μαρξιστικές οργανώσεις συγχωνεύονται
με τους ρώσους, τους λιθουανούς, τους ουκρανούς κλπ., εργάτες και
συνεισφέρουν (και στα ρωσικά και στα εβραϊκά) στη δημιουργία του
διεθνούς πολιτισμού του εργατικού κινήματος, οι εβραίοι αυτοί – σε
πείσμα του σεπαρατισμού του Μπουντ* – συνεχίζουν τις καλύτερες παραδόσεις των εβραίων, παλεύοντας ενάντια στο σύνθημα του «εθνικού πολιτισμού».
Ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός είναι δύο
συνθήματα ανειρήνευτα εχθρικά, που αντιστοιχούν στα δύο ταξικά
στρατόπεδα όλου του καπιταλιστικού κόσμου και εκφράζουν δυο πολιτικές
(κάτι παραπάνω: δυο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα. Υπερασπίζοντας
το σύνθημα του εθνικού πολιτισμού και στηρίζοντας σ’ αυτό ολόκληρο
σχέδιο κι ένα πρακτικό πρόγραμμα της λεγόμενης «πολιτιστικής-εθνικής
αυτονομίας», οι μπουντιστές στην πράξη παίζουν το ρόλο του προαγωγού του
αστικού εθνικισμού μέσα στο εργατικό περιβάλλον.
* Μπουντ – «Γενική εβραϊκή εργατική ένωση της Λιθουανίας, της Πολωνίας
και της Ρωσίας» - οργανώθηκε το 1897 και περιλάβαινε κυρίως εβραίους
επαγγελματοβιοτέχνες των δυτικών περιοχών της Ρωσίας. Στο Ι Συνέδριο του
ΣΔΕΚΡ, το Μάρτη του 1898, το Μπουντ μπήκε στο ΣΔΕΚΡ. Στο ΙΙ Συνέδριο
του ΣΔΕΚΡ οι μπουντιστές πρόβαλαν την αξίωση να αναγνωριστεί το Μπουντ
μοναδικός εκπρόσωπος των εβραίων εργατών της Ρωσίας. Όταν το Συνέδριο
απόρριψε τον οργανωτικό εθνικισμό του Μπουντ, αποχώρησε από το Κόμμα. Το
1906 ύστερα από το ΙΥ (Ενωτικό) Συνέδριο, το Μπουντ προσχώρησε ξανά στο
ΣΔΕΚΡ. Οι μπουντιστές υποστήριζαν συνεχώς τους μενσεβίκους και
διεξάγανε αδιάκοπο αγώνα ενάντια στους μπολσεβίκους. Ανήκοντας τυπικά
στο ΣΔΕΚΡ, το Μπουντ ήταν οργάνωση αστικο-εθνικιστικού χαρακτήρα. Στο
προγραμματικό αίτημα των μπολσεβίκων – δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών –
το Μπουντ αντιπαράθετε το αίτημα της πολιτιστικής-εθνικής αυτονομίας.
Στη διάρκεια του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου 1914-1918 οι μπουντιστές
ακολουθούσαν θέσεις σοσιαλσωβινιστικές. Το 1917 το Μπουντ υποστήριξε την
αντεπαναστατική Προσωρινή Κυβέρνηση και αγωνίστηκε με το μέρος των
εχθρών της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης. Στα χρόνια του
εμφυλίου πολέμου οι επιφανείς μπουντιστές ενώθηκαν με τις δυνάμεις της
αντεπανάστασης. Ταυτόχρονα όμως ανάμεσα στα απλά μέλη του Μπουντ άρχισε
να σημειώνεται στροφή υπέρ της συνεργασίας με τη σοβιετική εξουσία. Όταν
φάνηκε καθαρά ότι η δικτατορία του προλεταριάτου νίκησε την εσωτερική
αντεπανάσταση και τους ξένους επιδρομείς, το Μπουντ δήλωσε ότι
παραιτείται από την πάλη ενάντια στη σοβιετική εξουσία. Το Μάρτη του
1921 το Μπουντ αυτοδιαλύθηκε και ένα μέρος από τα μέλη του μπήκε στο ΚΚΡ
(Μπ) υπήρχαν και διπρόσωποι που μπήκαν στο Κόμμα με σκοπό να το
υπονομεύσουν από τα μέσα. Αργότερα ξεσκεπάστηκαν τελείως».
Το εθνικιστικό σκιάχτρο του "αφομοιωτισμού"
Το ζήτημα του αφομοιωτισμού, δηλαδή της απώλειας των εθνικών
ιδιομορφιών, του περάσματος σε άλλο έθνος, μας επιτρέπει να σχηματίσουμε
μια παραστατική εικόνα για τις συνέπειες των εθνικιστικών ταλαντεύσεων
των μπουντιστών και των ομοϊδεατών τους.
Ο κ. Λίμπμαν, μεταδίδοντας και επαναλαβαίνοντας πιστά τα συνηθισμένα
επιχειρήματα ή, σωστότερα, τις συνηθισμένες μέθοδες των μπουντιστών,
χαρακτήρισε το αίτημα της ενότητας και της συγχώνευσης των εργατών όλων
των εθνοτήτων ενός κράτους σε ενιαίες εργατικές οργανώσεις (βλ. παραπάνω
το τέλος του άρθρου της «Σέβερναγια Πράβντα») – «παλιό παραμύθι του
αφομοιωτισμού».
«Συνεπώς – λέει ο κ. Φ. Λίμπμαν, παίρνοντας αφορμή απ’ τα συμπεράσματα
του άρθρου της «Σέβερναγια Πράβντα» - στο ερώτημα σε ποια εθνότητα
ανήκετε; Ο εργάτης πρέπει να απαντήσει: είμαι σοσιαλδημοκράτης».
Ο μπουντιστής μας το θεωρεί αυτό άκρον άωτον εξυπνάδας. Στην
πραγματικότητα ξεσκεπάζει οριστικά τον εαυτό του με τέτοιες εξυπνάδες
και με τις κραυγές για «αφομοιωτισμό», που στρέφονται ενάντια στο
συνεπές δημοκρατικό και μαρξιστικό σύνθημα.
Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο
εθνικό ζήτημα. Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών
κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών
κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε
λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η
δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζωής
γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης κλπ.
Κι οι δυο τάσεις αποτελούν παγκόσμιο νόμο του καπιταλισμού. Η
πρώτη επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξής του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον
ώριμο καπιταλισμό που τραβά για να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία.
Το εθνικό πρόγραμμα των μαρξιστών παίρνει υπόψη και τις δύο αυτές
τάσεις, υπερασπίζοντας, πρώτο, την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών,
το απαράδεκτο οποιωνδήποτε προνομίων απ’ αυτή την άποψη (καθώς και το
δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών που θα το εξετάσουμε ιδιαίτερα παρακάτω)
και, δεύτερο, την αρχή του διεθνισμού και της ανειρήνευτης πάλης
ενάντια στη μόλυνση του προλεταριάτου από τον αστικό εθνικισμό, ακόμα
και τον πιο ραφιναρισμένο.
Και προβάλλει το ερώτημα: τι εννοεί ο μπουντιστής μας, όταν επικαλείται
θεούς και δαίμονες ενάντια στον «αφομοιωτισμό»; Δεν μπορούσε να εννοεί
εδώ τη βία ενάντια στα έθνη, τα προνόμια ενός από τα έθνη, γιατί εδώ
γενικά δεν ταιριάζει η λέξη «αφομοιωτισμός», γιατί όλοι οι μαρξιστές,
και χωριστά και επίσημα σαν ενιαίο σύνολο, έχουν καταδικάσει εντελώς
συγκεκριμένα και χωρίς διφορούμενα και την παραμικρότερη εθνική βία,
καταπίεση και ανισοτιμία. Τέλος, γιατί και το άρθρο της «Σέβερναγια
Πράβντα», που του ρίχτηκε ο μπουντιστής, εκφράζει αυτή την κοινή για
τους μαρξιστές σκέψη με αναμφισβήτητη κατηγορηματικότητα.
Ε, όχι. Εδώ δε χωρούν υπεκφυγές. Ο κ. Λίμπμαν καταδίκασε τον
«αφομοιωτισμό», χωρίς να εννοεί μ’ αυτό μήτε τη βία, μήτε την
ανισοτιμία, μήτε τα προνόμια. Μένει λοιπόν κάτι το πραγματικό στην έννοια του αφομοιωτισμού, αν απ’ αυτήν αφαιρέσουμε κάθε βία και κάθε ανισοτιμία;
Ασφαλώς μένει. Μένει η παγκόσμια ιστορική τάση του καπιταλισμού να
σπάζει τους εθνικούς φραγμούς, να σβήνει τις εθνικές διαφορές και να
αφομοιώνει τα έθνη, τάση που από δεκαετία σε δεκαετία εκδηλώνεται όλο
και με μεγαλύτερη ισχύ και αποτελεί έναν από τους ισχυρότερους κινητήρες
που μετατρέπουν τον καπιταλισμό σε σοσιαλισμό.
Δεν είναι μαρξιστής, δεν είναι καν δημοκράτης όποιος δεν αναγνωρίζει
και δεν υπερασπίζει την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, όποιος δεν
αγωνίζεται ενάντια σε κάθε εθνική καταπίεση ή ανισοτιμία. Αυτό είναι αναμφισβήτητο. Είναι
όμως επίσης αναμφισβήτητο και ότι ο δήθεν μαρξιστής, που βρίζει
ασύστολα ένα μαρξιστή άλλου έθνους για «αφομοιωτισμό», στην
πραγματικότητα δεν είναι παρά ένας εθνικιστής μικροαστός. Σ’
αυτή την όχι και τόσο ευυπόληπτη κατηγορία ανθρώπων ανήκουν όλοι οι
μπουντιστές και (όπως θα δούμε αμέσως) οι ουκρανοί εθνικοσοσιαλιστές σαν τους κ. Λ. Γιουρκέβιτς, Ντοντσόφ και Σία.
Για να δείξουμε συγκεκριμένα πόσο αντιδραστικές είναι οι απόψεις
αυτών των εθνικιστών μικροαστών, θα παραθέσουμε τριων ειδών στοιχεία.
Περισσότερο απ’ όλους ξεφωνίζουν ενάντια στον «αφομοιωτισμό» των
ρώσων ορθόδοξων μαρξιστών οι εβραίοι εθνικιστές της Ρωσίας γενικά, κι
ανάμεσά τους ιδιαίτερα οι μπουντιστές. Κι όμως, όπως φαίνεται
από τα στοιχεία που αναφέραμε παραπάνω, από τα 10 ½ εκατομμύρια εβραίους
όλου του κόσμου οι μισοί περίπου ζουν στον πολιτισμένο κόσμο, στις
συνθήκες του πιο μεγάλου «αφομοιωτισμού», ενώ μόνο οι κακότυχοι, οι
κακομοιριασμένοι και χωρίς δικαιώματα εβραίοι της Ρωσίας και της
Γαλικίας, που τους καταπιέζουν οι Πουρισκέβιτς (ρώσοι και πολωνοί), ζουν
στις συνθήκες του μικρότερου «αφομοιωτισμού» και της μεγαλύτερης
απομόνωσης, που φτάνει ως τη δημιουργία «περιοχών εγκατάστασης», ως τον
καθορισμό «ποσοστού μέσα στο σύνολο του πληθυσμού» και τα άλλα αγαθά των
Πουρισκέβιτς.
Οι εβραίοι στον πολιτισμένο κόσμο δεν είναι έθνος, αφομοιώθηκαν
περισσότερο απ’ όλους, λένε ο Κ. Κάουτσκι και ο Ο. Μπάουερ. Στη Γαλικία
και τη Ρωσία οι εβραίοι δεν είναι έθνος, εδώ αποτελούν ακόμα δυστυχώς
κάστα, (και δε φταίνε οι ίδιοι γι’ αυτό, αλλά οι Πουρισκέβιτς). Αυτή
είναι η αναμφισβήτητη γνώμη των ανθρώπων που ξέρουν αναμφισβήτητα την
ιστορία των εβραίων και παίρνουν υπόψη τους τα παραπάνω γεγονότα.
Τι δείχνουν αυτά τα γεγονότα; Δείχνουν ότι ενάντια στον
«αφομοιωτισμό» μπορούν να φωνάζουν μόνο οι εβραίοι αντιδραστικοί
μικροαστοί, που θέλουν να γυρίσουν τον τροχό της ιστορίας προς τα πίσω,
και να την αναγκάσουν να μη βαδίζει από την τάξη πραγμάτων της Ρωσίας
και της Γαλικίας προς την τάξη πραγμάτων του Παρισιού και της Νέας
Υόρκης, αλλά αντίθετα.
Οι καλύτεροι άνθρωποι ανάμεσα στους εβραίους, που δοξάστηκαν στην
παγκόσμια ιστορία και έδωσαν στον κόσμο πρωτοπόρους ηγέτες της
δημοκρατίας και του σοσιαλισμού, ποτέ δεν έβαζαν τις φωνές ενάντια στον
αφομοιωτισμό. Οι μόνοι που ξεφωνίζουν ενάντια στον αφομοιωτισμό είναι οι
αξιοσέβαστοι παρατηρητές του κάθε «καθυστερημένου στοιχείου» μέσα στους
εβραίους.
Μπορούμε να σχηματίσουμε μια ιδέα για τις διαστάσεις που έχει πάρει
γενικά η πορεία της αφομοίωσης των εθνών στις σύγχρονες συνθήκες του
προχωρημένου καπιταλισμού απ’ τα στοιχεία λ. χ. της μετανάστευσης στις
Ηνωμένες Πολιτείες της Βόρειας Αμερικής. Από την Ευρώπη μετανάστευσαν
εκεί μέσα σε 10 χρόνια, από το 1891 ως το 1900, 3,7 εκατομμύρια άτομα,
ενώ μέσα σε 9 χρόνια, από το 1901 ως το 1909, 7,2 εκατομμύρια άτομα. Η
απογραφή του 1900 στις Ενωμένες Πολιτείες έδωσε αριθμό πάνω από 10
εκατομμύρια ξένους. Η πολιτεία της Νέας Υόρκης, όπου σύμφωνα με την ίδια
απογραφή υπήρχαν πάνω από 78.000 αυστριακοί, 136.000 άγγλοι, 20.000
γάλλοι, 480.000 γερμανοί, 37.000 Ούγγροι, 425.000 Ιρλανδοί, 182.000
ιταλοί, 70.000 Πολωνοί, 166.000 από τη Ρωσία (οι περισσότεροι Εβραίοι),
43.000 Σουηδοί κλπ. – μοιάζει με μύλο που αλέθει τις εθνικές διακρίσεις.
Κι εκείνο που γίνεται στη Νέα Υόρκη σε μεγάλη, διεθνή κλίμακα,
συντελείται και σε κάθε μεγάλη πόλη και εργοστασιακό συνοικισμό.
Όποιος δεν έχει βαλτώσει μέσα στις εθνικιστικές προλήψεις, δεν μπορεί
παρά να βλέπει αυτή την πορεία της αφομοίωσης των εθνών από τον
καπιταλισμό σαν μια μεγαλειώδη ιστορική πορεία, που καταστρέφει την
εθνική αρτηριοσκλήρωση των διάφορων πρωτόγονων περιοχών – ιδιαίτερα στις
καθυστερημένες χώρες σαν τη Ρωσία.
Πάρτε τη Ρωσία και τη στάση των μεγαλορώσων απέναντι στους
Ουκρανούς. Είναι βέβαιο ότι κάθε δημοκράτης, χωρίς να μιλάω για τους
μαρξιστές, θα παλέψει αποφασιστικά ενάντια στην ανήκουστη ταπείνωση των
Ουκρανών και θα απαιτήσει την πλήρη ισοτιμία τους. Θα ήταν όμως, αληθινή
προδοσία του σοσιαλισμού και ηλίθια πολιτική, ακόμα και από την άποψη
των αστικών «εθνικών καθηκόντων» των Ουκρανών, να εξασθενίσουν οι δεσμοί
και η συμμαχία που υπάρχει σήμερα, μέσα στα πλαίσια ενός ενιαίου
κράτους, ανάμεσα στο ουκρανικό και το μεγαλορωσικό προλεταριάτο.
Ο κ. Λιέφ Γιουρκέβιτς, που κι αυτός αυτονομάζεται «μαρξιστής» (καημένε
Μαρξ!), μας προσφέρει ένα δείγμα αυτής της ηλίθιας πολιτικής. Το 1906 –
γράφει ο κ. Γιουρκέβιτς – ο Σοκολόφσκι (Μπάσοκ) και ο Λουκασέβιτς
(Τουτσάπσκι) ισχυρίζονταν ότι το Ουκρανικό προλεταριάτο έχει εκρωσιστεί
πέρα για πέρα και δεν του χρειάζεται ξεχωριστή οργάνωση. Χωρίς να
προσπαθήσει να παραθέσει ούτε ένα στοιχείο πάνω στην ουσία του ζητήματος
ο κ. Γιουρκέβιτς ρίχνεται και στους δυο γι’ αυτό το πράγμα και
στριγκλίζει υστερικά – εντελώς στο πνεύμα του πιο χυδαίου, χοντροκέφαλου
και αντιδραστικού εθνικισμού – ότι αυτό είναι τάχατες «εθνική
παθητικότητα», «εθνική αποσκίρτηση», ότι οι άνθρωποι αυτοί «διέσπασαν»
(!!) τους Ουκρανούς μαρξιστές» κλπ. Σήμερα, παρά «την ανάπτυξη της
εθνικής ουκρανικής συνείδησης μέσα στους εργάτες» - βεβαιώνει ο κ.
Γιουρκέβιτς – μόνο μια μειοψηφία των εργατών μας έχει «εθνική
συνείδηση», ενώ η πλειοψηφία «βρίσκεται ακόμα κάτω από την επιρροή του
ρωσικού πολιτισμού». Και το χρέος μας – αναφωνεί ο εθνικιστής μικροαστός
– «δεν είναι να ακολουθούμε τις μάζες, αλλά να τις παίρνουμε μαζί μας,
να εξηγούμε σ’ αυτές τα εθνικά καθήκοντα (την εθνική υπόθεση)» («Ντβίν»,
σελ. 89).
Όλος αυτός ο συλλογισμός του κ. Γιουρκέβιτς είναι πέρα για πέρα αστικο-εθνικιστικός. Μα ακόμα
κι από την άποψη των αστών εθνικιστών, που άλλοι τους θέλουν την πλήρη
ισοτιμία και την αυτονομία της Ουκρανίας και άλλοι ανεξάρτητο Ουκρανικό
κράτος, ο συλλογισμός αυτός δεν αντέχει σε καμιά κριτική. Εχθρός των
απελευθερωτικών πόθων των Ουκρανών είναι η τάξη των μεγαλορώσων και
Πολωνών τσιφλικάδων και σε συνέχεια η αστική τάξη των δύο αυτών εθνών. Ποια κοινωνική δύναμη είναι ικανή να αντιταχθεί σ’ αυτές τις τάξεις; Η πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα έδωσε έμπραχτα την απάντηση: η δύναμη αυτή είναι αποκλειστικά και μόνο η εργατική τάξη που τραβά μαζί της τη δημοκρατική αγροτιά.
Προσπαθώντας να διαιρέσει κι έτσι να εξασθενίσει την πραγματικά
δημοκρατική δύναμη, που η νίκη της θα έκανε αδύνατη την εθνική βία, ο κ.
Γιουρκέβιτς προδίνει όχι μόνο τα συμφέροντα της δημοκρατίας γενικά, μα
και της πατρίδας του, της Ουκρανίας. Με την ενιαία δράση των μεγαλορώσων
και ουκρανών προλεταρίων είναι δυνατή μια ελεύθερη Ουκρανία, χωρίς μια
τέτοια ενότητα ούτε λόγος μπορεί να γίνει γι’ αυτήν.
Οι μαρξιστές όμως δεν περιορίζονται στην αστικο-εθνική άποψη. Από
δω και κάμποσες δεκαετίες διαγράφηκε πολύ συγκεκριμένα η πορεία μιας πιο
γρήγορης οικονομικής ανάπτυξης του Νότου, δηλ. της Ουκρανίας, που τραβά
απ’ τη Μεγαλορωσία δεκάδες και εκατοντάδες χιλιάδες αγρότες και εργάτες
σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις, στα ορυχεία, και στις πόλεις της. Η
«αφομοίωση» - μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια – του μεγαλορωσικού και του
ουκρανικού προλεταριάτου είναι γεγονός αναμφισβήτητο. Και το γεγονός
αυτό είναι αναμφισβήτητα προοδευτικό. Ο καπιταλισμός βάζει
στη θέση του χοντροκέφαλου, καθυστερημένου, κολημένου στον τόπο του και
άγριου προλετάριο, που οι συνθήκες της ζωής του σπάζουν την ειδική
εθνική στενότητα, τόσο τη μεγαλορωσική όσο και την ουκρανική.
Και αν δεχτούμε ότι με τον καιρό θα χαραχτούν κρατικά σύνορα ανάμεσα στη
Μεγαλορωσία και την Ουκρανία, και σ’ αυτή την περίπτωση πάλι θα είναι
αναμφισβήτητος ο ιστορικά προοδευτικός ρόλος της «αφομοίωσης» των
μεγαλορώσων και ουκρανών εργατών όπως προοδευτικό είναι και το άλεσμα
των εθνών στην Αμερική. Όσο πιο ελεύθερες θα είναι η Ουκρανία και η
Μεγαλορωσία, τόσο πιο πλατιά και πιο γρήγορη θα είναι η ανάπτυξη του
καπιταλισμού, που θα τραβά τότε με ακόμα μεγαλύτερη δύναμη τους εργάτες
όλων των εθνών απ’ όλες τις περιοχές του κράτους και την εργατική μάζα
απ’ όλα τα γειτονικά κράτη (αν η Ρωσία γίνει γειτονικό κράτος με την
Ουκρανία) στις πόλεις, στα ορυχεία, στα εργοστάσια.
Ο κ. Λιέφ Γιουρκέβιτς φέρνεται σαν αληθινός αστός, και μάλιστα
κοντόφθαλμος, στενόμυαλος και χοντροκέφαλος αστός δηλ. σαν φιλισταίος,
όταν απορρίπτει τα συμφέροντα της επικοινωνίας, της συγχώνευσης και της
αφομοίωσης του προλεταριάτου δυο εθνών χάρη της πρόσκαιρης επιτυχίας της
ουκρανικής εθνικής υπόθεσης. Πρώτα η εθνική υπόθεση και ύστερα η προλεταριακή, λένε οι αστοί εθνικιστές και ξοπίσω τους οι κ. Γιουρκέβιτς, Ντοντσόφ και οι λοιποί μαρξιστές της κακής ώρας. Πρώτα απ’ όλα η προλεταριακή υπόθεση, λέμε εμείς, γιατί αυτή
εξασφαλίζει όχι μόνο τα μόνιμα και θεμελιακά συμφέροντα της εργασίας
και τα συμφέροντα της ανθρωπότητας, μα και τα συμφέροντα της
δημοκρατίας, και χωρίς δημοκρατία δε μπορεί να νοηθεί ούτε αυτόνομη ούτε
ανεξάρτητη Ουκρανία.
Τέλος, στο συλλογισμό του Γιουρκέβιτς, ασυνήθιστα πλούσιο σε εθνικιστικά
μαργαριτάρια, πρέπει να σημειώσουμε και το εξής: η μειοψηφία των
ουκρανών εργατών, λέει, είναι συνειδητή από εθνική άποψη, ενώ «η
πλειοψηφία βρίσκεται ακόμα κάτω από την επιρροή του ρωσικού πολιτισμού».
(σ. σ. Στο πρωτότυπο η τελευταία αυτή φράση είναι γραμμένη και
Ουκρανικά).
Όταν
πρόκειται για το προλεταριάτο, αυτή η αντιπαράθεση του Ουκρανικού
πολιτισμού, σαν σύνολο, στο μεγαλορωσικό πολιτισμό, πάλι σα σύνολο,
σημαίνει την πιο ξεδιάντροπη προδοσία των συμφερόντων του προλεταριάτου
προς όφελος του αστικού εθνικισμού.
Μέσα σε κάθε σύγχρονο έθνος υπάρχουν δύο έθνη – λέμε εμείς σε όλους τους εθνικοσοσιαλιστές. Μέσα σε κάθε εθνικό πολιτισμό υπάρχουν δύο εθνικοί πολιτισμοί.
Υπάρχει ο μεγαλορωσικός πολιτισμός των Πουρισκέβιτς, των Γκουτσκόφ και
των Στρούνε, υπάρχει όμως και ο μεγαλορωσικός πολιτισμός που τον
χαρακτηρίζουν τα ονόματα του Τσερνισέφσκι και του Πλεχάνοφ. Το ίδιο
υπάρχουν δύο πολιτισμοί και στους ουκρανούς, όπως και στη Γερμανία, στη
Γαλλία, την Αγγλία, στους Εβραίους κλπ. Αν η πλειοψηφία των
ουκρανών εργατών βρίσκεται κάτω από την επιρροή του μεγαλορωσικού
πολιτισμού, όμως εμείς ξέρουμε πολύ καλά ότι, παράλληλα με τις ιδέες του
μεγαλορωσικού παπαδίστικου και αστικού πολιτισμού, δρουν εκεί και οι
ιδέες της μεγαλορωσικής δημοκρατίας και σοσιαλδημοκρατίας. Παλεύοντας
ενάντια στον «πολιτισμό» του πρώτου είδους, ο Ουκρανός μαρξιστής πάντα
θα ξεχωρίζει το δεύτερο πολιτισμό και θα πει στους εργάτες του: «Πρέπει
οπωσδήποτε να συλλαμβάνουμε με όλες μας τις δυνάμεις, να
εκμεταλλευόμαστε και να μονιμοποιούμε κάθε δυνατότητα επικοινωνίας με το
μεγαλορώσο συνειδητό εργάτη, με τη φιλολογία του, με τον κύκλο των
ιδεών του, γιατί αυτό απαιτούν τα θεμελιακά συμφέροντα και του
ουκρανικού και του μεγαλορωσικού εργατικού κινήματος».
Αν
ο Ουκρανός μαρξιστής αφήσει να τον παρασύρει το εντελώς δικαιολογημένο
και φυσιολογικό μίσος του ενάντια στους μεγαλορώσους καταπιεστές ως το
σημείο που να μεταφέρει στον προλεταριακό πολιτισμό και στην
προλεταριακή υπόθεση των μεγαλορώσων εργατών έστω και ένα μόριο αυτού
του μίσους, έστω και μόνο κάποιο αίσθημα αποξένωσης, ο μαρξιστής αυτός
θα κατρακυλήσει έτσι στο βάλτο του αστικού εθνικισμού.
Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο θα κατρακυλήσει στο βάλτο του εθνικισμού, όχι
μόνο του αστικού, αλλά και του μαυροεκατονταρχίτικου, και ο μεγαλορώσος
μαρξιστής, αν ξεχάσει έστω και ένα λεπτό το αίτημα της πλέριας
ισοτιμίας των ουκρανών ή το δικαίωμά τους για σχηματισμό αυτοτελούς
κράτους.
Οι μεγαλορώσοι και οι ουκρανοί εργάτες πρέπει να υπερασπίζουν μαζί
και – όσο ζουν στα πλαίσια ενός κράτους – με την πιο στενή οργανωτική
ενότητα και συγχώνευση τον κοινό ή διεθνικό πολιτισμό του προλεταριακού
κινήματος και να δείχνουν απόλυτη ανοχή στο ζήτημα της γλώσσας, όπου θα
γίνεται η προπαγάνδα, καθώς και όταν πρόκειται να ληφθούν υπόψη οι
καθαρά τοπικές ή οι καθαρά εθνικές λεπτομέρειες κατά την προπαγάνδα.
Αυτή είναι η υποχρεωτική απαίτηση του μαρξισμού. Κάθε
κήρυγμα χωρισμού των εργατών του ενός έθνους από το άλλο, κάθε επίθεση
ενάντια στο μαρξιστικό «αφομοιωτισμό», κάθε αντιπαράθεση σε ζητήματα που
αφορούν το προλεταριάτο, του ενός εθνικού πολιτισμού σαν σύνολο σ’ έναν
άλλο τάχα ενιαίο εθνικό πολιτισμό κλπ., είναι αστικός εθνικισμός, που
έχουμε υποχρέωση να τον καταπολεμούμε αμείλικτα.