Το ΚΚΕ, από την ίδρυσή του, υπερασπίζεται με συνέπεια τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, ανεξάρτητα από φυλή, χρώμα, εθνικότητα και θρησκεία. Αποτελεί τον πιο συνεπή και αδιάλλακτο αντίπαλο του ρατσισμού και του ναζισμού, ακριβώς γιατί παλεύει για την ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικο-οικονομικού συστήματος που γεννά και αναπαράγει αυτές τις αντιδραστικές ιδεολογίες και τις αντίστοιχες πολιτικές πρακτικές. Η κοινωνική τους βάση βρίσκεται στην ίδια την καπιταλιστική σχέση ιδιοκτησίας. Ως πολιτικό ρεύμα εντάσσεται και εξυπηρετεί την κυρίαρχη ιδεολογία. Ενισχύεται από τον αντικομμουνισμό, την ανιστόρητη - αντιδραστική εξομοίωση φασισμού - κομμουνισμού, τη θεωρία των «άκρων», την απέχθεια προς το εργατικό κίνημα, την εχθρική στάση απέναντι σε άλλες φυλές ή εθνότητες και στους μετανάστες.
Γι' αυτό και η ρατσιστική, ναζιστική προπαγάνδα και δράση, όπως και η οργανωμένη έκφρασή τους που είναι κυρίως η Χρυσή Αυγή, δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά με νόμους και τυπικές απαγορεύσεις μέσα στον καπιταλισμό και το αστικό πολιτικό σύστημα.
Η θέση αυτή επιβεβαιώνεται από την εμπειρία μιας σειράς χωρών, όπου οι απαγορεύσεις δεν έχουν εμποδίσει τη λειτουργία και εγκληματική δράση πληθώρας ρατσιστικών και νεοναζιστικών οργανώσεων.
Επιβεβαιώνεται και από την εμπειρία της χώρας μας, όπου σχεδόν ποτέ δεν εφαρμόστηκε η ισχύουσα ειδική αντιρατσιστική νομοθεσία ούτε και οι γενικές διατάξεις του Ποινικού Κώδικα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, παρ' όλη την επικίνδυνη αύξηση των εγκλημάτων με ρατσιστικό κίνητρο. Αυτό δεν οφείλεται σε νομική ή διοικητική ανεπάρκεια, αλλά στην πολιτική όλων των μέχρι σήμερα κυβερνήσεων.
Το εργατικό κίνημα, η αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή συμμαχία, που έρχεται σε σύγκρουση με το σύστημα που γεννά το ρατσισμό και το φασισμό, όχι μόνο δε συμβιβάζονται με τη ρατσιστική και νεοναζιστική προπαγάνδα και δράση στο σημερινό σύστημα, αλλά παλεύει με κάθε μέσο, για να συντριβούν από τον ίδιο το λαό οι ρατσιστικές και νεοναζιστικές θεωρίες και πρακτικές. Υπάρχει εμπειρία αποφασιστικής αντιμετώπισης και απομόνωσης της Χρυσής Αυγής και άλλων ρατσιστικών, ναζιστικών οργανώσεων μέσα στους χώρους δουλειάς και τις λαϊκές γειτονιές από τα εργατικά σωματεία και άλλους φορείς του κινήματος, που μπορεί και πρέπει να εμπλουτισθεί και να γενικευτεί. Το Κόμμα μας θα συνεχίσει να δίνει όλες του τις δυνάμεις σε αυτήν την κατεύθυνση.
Δεν είμαστε αντίθετοι με την ύπαρξη νομικού πλαισίου, που θα τιμωρεί την παρότρυνση σε ρατσιστικές συμπεριφορές και, ακόμη περισσότερο, τις ίδιες τις ρατσιστικές πράξεις και εγκλήματα, όχι γιατί πιστεύουμε ότι θα εξαλειφθούν αυτά τα φαινόμενα μέσω της νομοθεσίας, αλλά για να μπορεί το εργατικό - λαϊκό κίνημα να αξιοποιεί ακόμη και την παραμικρή δυνατότητα για την υπεράσπιση των πιο ευάλωτων τμημάτων της εργατικής τάξης, όπως οι μετανάστες, για την υπεράσπιση της ίδιας της ενότητας της εργατικής τάξης.
Τα κόμματα της συγκυβέρνησης, όλα τα αστικά κόμματα, που τώρα διαγκωνίζονται για το ποιος θα φανεί καλύτερος «αντιρατσιστής», έχουν, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, υπερασπιστεί, εφαρμόσει ή ανεχτεί θεωρίες και πρακτικές που ενισχύουν ρατσιστικές συμπεριφορές. Είναι βαθιές και γνωστές οι σχέσεις που έχουν οι ρατσιστικές - ναζιστικές οργανώσεις με τμήματα του κεφαλαίου και με το ίδιο το αστικό κράτος και τους μηχανισμούς του και αυτό έχει αποδειχτεί πάμπολλες φορές.
Εξ άλλου, τα κόμματα που δεν αμφισβητούν την καπιταλιστική ιδιοκτησία και εξουσία, ακόμη κι αν αυτοπροσδιορίζονται ως «αριστερά», έχει ιστορικά αποδειχθεί ότι συμβάλλουν στο άνοιγμα του δρόμου για τα ρατσιστικά, ναζιστικά κόμματα, ανεξάρτητα από την αντιφασιστική - αντιρατσιστική τους ρητορική.
Οι αντιπαραθέσεις, οι παλινωδίες, με αφορμή το λεγόμενο «αντιρατσιστικό» νομοσχέδιο, αντανακλούν τις δυσκολίες της αστικής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης, υπαρκτές αντιθέσεις γύρω από το αστικό δίπολο «εθνικισμός - κοσμοπολιτισμός», αντιθέσεις τμημάτων της άρχουσας τάξης σχετικά με τις διεθνείς τους συμμαχίες. Εξυπηρετούν, συγχρόνως, σκοπιμότητες μικροκομματικές - εκλογικές, αποπροσανατολισμού του λαού και αναμόρφωσης του πολιτικού σκηνικού.
Σε ό,τι αφορά την παρέλαση «αντιρατσιστικών» νομοσχεδίων και προτάσεων, το Κόμμα μας από την αρχή αποκάλυψε ότι δεν πρόκειται για καθόλου αθώα υπόθεση ούτε αποτέλεσμα απλώς πρωτοβουλίας της ελληνικής κυβέρνησης και των κομμάτων για την αντιμετώπιση της αύξησης των ρατσιστικών φαινομένων.
Συντάχθηκαν, ενσωματώνοντας στο εθνικό Δίκαιο της Ελλάδας συγκεκριμένη απόφαση - πλαίσιο της ΕΕ του 2008 που, με προκάλυμμα το ρατσισμό και την ξενοφοβία, ανοίγει το δρόμο για διώξεις σε βάρος του εργατικού - λαϊκού κινήματος και ριζοσπαστικών μαζικών οργανώσεων, ποινικοποιεί την ιστορική άποψη που είναι αντίθετη με την κυρίαρχη αστική, τις ιδέες και τη δράση που αμφισβητούν την κυρίαρχη ιδεολογία, πρώτ' απ' όλα την ιδεολογία και δράση των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Η συγκεκριμένη απόφαση της ΕΕ αποτελεί ένα σημαντικό κρίκο στην αλυσίδα της ανιστόρητης και άθλιας επιχείρησης για εξομοίωση του ναζισμού με τον κομμουνισμό, που προσβάλλει τη μνήμη των 20 εκατομμυρίων νεκρών στρατιωτών και λαού της Σοβιετικής Ενωσης, των χιλιάδων νεκρών αγωνιστών σε μια σειρά χώρες που πήραν μέρος στον αγώνα κατά του ναζισμού - φασισμού, μεταξύ των οποίων και Ελλήνων.
Η εμπειρία από την εφαρμογή αυτής της απόφασης σε διάφορα κράτη - μέλη της ΕΕ και του Συμβουλίου της Ευρώπης, όπου η ηρωική, απελευθερωτική δράση του Κόκκινου Στρατού θεωρείται «γενοκτονία» και όπου έχουν απαγορευθεί η κομμουνιστική ιδεολογία, τα Κομμουνιστικά Κόμματα και σύμβολα, αποδεικνύει τις βαθύτερες στοχεύσεις αυτής της πρωτοβουλίας.
Τόσο το αρχικό νομοσχέδιο Ρουπακιώτη όσο και οι προτάσεις νόμου που κατατέθηκαν από ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ και ΝΔ, παρά τις επιμέρους διαφορές τους, εφαρμόζουν την ίδια στρατηγική, υλοποιούν την αντιδραστική νομοθεσία και προπαγάνδα της ΕΕ και άλλων ιμπεριαλιστικών οργανισμών, που κόβουν στα μέτρα τους την έννοια των «εγκλημάτων πολέμου» και των «γενοκτονιών», αξιοποιώντας και τη νομολογία των διεθνών δικαστηρίων σκοπιμότητας που έχουν δημιουργήσει.
Σχετικά με τις επιμέρους διαφορές τους, η πρόταση ΠΑΣΟΚ - ΔΗΜΑΡ αποτελεί την πιο συνεπή μεταφορά στο ελληνικό Δίκαιο της αντιδραστικής απόφασης της ΕΕ, ενώ η πρόταση της ΝΔ παρέχει προκλητική ασυλία σε κάθε αστυνομικό, εκπαιδευτικό, ιερέα να παρακινεί ελεύθερα σε ρατσιστικές συμπεριφορές και εγκλήματα. Γι' αυτό και το ΚΚΕ δεν πρόκειται να τις ψηφίσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που μέχρι τώρα έχει αλλάξει τουλάχιστον τρεις φορές θέση για το λεγόμενο «αντιρατσιστικό», κατέληξε σε δική του πρόταση, στην οποία αποτυπώνεται η πάγια τακτική του. Συγκεκριμένα, στην αιτιολογική του έκθεση αθωώνει το εκμεταλλευτικό σύστημα και τις κυβερνήσεις που το διαχειρίζονται, δημιουργεί αυταπάτες στο λαό, θεωρώντας ως αιτίες της αύξησης των ρατσιστικών κρουσμάτων την ανεπάρκεια του νομικού πλαισίου και τις κακές διοικητικές πρακτικές.
Δεν καταδικάζει την απόφαση - πλαίσιο της ΕΕ, αντίθετα την εξωραΐζει, αποδίδοντας τη μέχρι τώρα αποτυχία ενσωμάτωσής της σε λαθεμένη δήθεν κατανόηση από την κυβέρνηση του πραγματικού της στόχου. Επικαλείται τον επίτροπο του Συμβουλίου της Ευρώπης Ν. Μούιζνιεκς και το Δίκτυο Καταγραφής Περιστατικών Ρατσιστικής Βίας που εντάσσουν στην ίδια κατηγορία το ρατσισμό με τα «εγκλήματα μίσους» και τις ρατσιστικές οργανώσεις με τις «εξτρεμιστικές» ομάδες.
Η Χρυσή Αυγή, με τη δική της πρόταση, δείχνει άλλη μια φορά το ρατσιστικό της μένος, αναμασώντας μάλιστα τις θεωρίες των ΗΠΑ και της ΕΕ, ότι η μετανάστευση ξεριζωμένων λαών από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις πολύπλευρες επεμβάσεις αποτελεί «ασύμμετρη απειλή».
Τέλος, με αφορμή και τη συζήτηση που άνοιξε για τα όρια της «ελευθερίας του λόγου», το ΚΚΕ δηλώνει ότι, όχι μόνο δεν πρόκειται να αποδεχτεί καμία προσπάθεια περιορισμού, αντίθετα θα συνεχίσει να υπερασπίζεται την αναγκαιότητα διάδοσης της αντίληψης και της δράσης για ανατροπή του καπιταλισμού. Για να γίνουν οι ιδέες υλική δύναμη στα χέρια της εργατικής τάξης, για την εκπλήρωση του ιστορικού της ρόλου, για την απαλλαγή της κοινωνίας από την εκμετάλλευση, για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού - κομμουνισμού.
Το ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Αθήνα 7/6/2013