Το εκλογικό αποτέλεσμα σε σχέση με τη στάθμη του εργατικού κινήματος
Από το σημερινό Ριζοσπάστη
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο που βάζει το ζήτημα του εκλογικού αποτελέσμαστος σε σχέση με το επίπεδο που βρίσκεται το κίνημα σήμερα, αξίζει να το διαβάσετε προσεχτικά. Οι υπογραμμίσεις δικές μας.
«Το συμπέρασμα είναι ότι το συνολικό εκλογικό αποτέλεσμα εκφράζει τάση ανάσχεσης του όποιου ταξικού ριζοσπαστισμού που αναπτύχθηκε στη διάρκεια της περιόδου της κρίσης, κάτω από το ρεύμα του ανερχόμενου μικροαστικού ριζοσπαστισμού, υπό την καθοδήγηση της αστικής ιδεολογίας και προπαγάνδας. Είναι φανερό ότι οι αγώνες που αναπτύχθηκαν δεν μπόρεσαν να δώσουν μεγαλύτερο βάθος και σταθερότητα στο ριζοσπαστισμό, καθώς δεν απέκτησαν τη μαζικότητα και κυρίως την οργάνωση και τον πολιτικό προσανατολισμό που απαιτούν οι συνθήκες». (Από την Απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ «Πρώτη τοποθέτηση για το εκλογικό αποτέλεσμα της 17ης Ιουνίου 2012»).
Στη διαμόρφωση της πολιτικής συνείδησης των εργαζομένων, των φτωχών λαϊκών στρωμάτων επίδραση ασκεί η πείρα τους που διαμορφώνεται από την ίδια τους τη ζωή και το πώς την προσλαμβάνουν. Δεν αρκεί η εξαθλίωση της ζωής της οικογένειάς τους για να επιδράσει στην πολιτική τους επιλογή, δηλαδή στο ποιο πολιτικό κόμμα εκφράζει αντικειμενικά τα συμφέροντά τους. Η εκτίμηση της Απόφασης της ΚΕ ότι «σε τελευταία ανάλυση η όποια θετική τάση αναπτύχθηκε επηρεάσθηκε από το στενό αντιμνημονιακό περιεχόμενο, από τη μείωση των απαιτήσεων σε συνθήκες εξάπλωσης της φτώχειας, μαζικής ανεργίας», έχει σημασία και κυρίως «η μείωση των απαιτήσεων».Η κοινωνική συνείδηση στην ταξική κοινωνία, στον καπιταλισμό, διαμορφώνεται από την κυρίαρχη τάξη, την ιδεολογία και την πολιτική της στη διαπάλη με την ιδεολογία και την πολιτική της εργατικής τάξης και του ΚΚΕ. Αλλά το πεδίο αυτής της διαπάλης είναι οι ταξικοί αγώνες. Η συμμετοχή όχι απλά και μόνο στις εργατικές κινητοποιήσεις, αλλά η συμμετοχή στο συνδικάτο, στην οργάνωση των αγώνων, στην προετοιμασία τους, στη σύγκρουση με τους καπιταλιστές στους τόπους δουλειάς, εκεί που μπορεί να ξεχωρίσει η αντίθεση των ταξικών συμφερόντων και να συνειδητοποιείται η ανάγκη πάλης τάξης ενάντια σε τάξη, ώστε να διαμορφώνεται η αναγκαιότητα πολιτικής επιλογής από τους εργαζόμενους όχι των αστικών ή οπορτουνιστικών κομμάτων, αλλά του δικού τους κόμματος.
Ως προς αυτά στην Πολιτική Απόφαση του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ αναφέρονται τα εξής: «H κρίση απαιτεί εργατική αντεπίθεση, ένταση της ταξικής πάλης. Πίσω από την αντιιμπεριαλιστική αντιμονοπωλιακή γραμμή πάλης υπάρχει μόνο υποχώρηση και ενσωμάτωση. Mπροστά σε όλο το Kόμμα, υψώνονται νέες, ακόμα μεγαλύτερες, απαιτήσεις του ιδεολογικού αγώνα, της πάλης των ιδεών μέσα στις γραμμές του κινήματος, η ανάγκη, δίπλα στο βασικό στόχο να αδυνατίσουν οι αστικές αντιλήψεις και τα αστικά ιδεολογήματα, να δεχτούν ιδεολογικοπολιτικό χτύπημα οι ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις, που μπαίνουν βασικό εμπόδιο στην ενότητα σε ταξική βάση, στην κοινωνική συμμαχία, στη ριζοσπαστικοποίηση της λαϊκής συνείδησης και δράσης, στη διαμόρφωση ενός ενιαίου κοινωνικοπολιτικού μετώπου που οργανώνει την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας των μονοπωλίων, υπέρ της Λαϊκής Εξουσίας και Οικονομίας».
Επομένως, βασικός παράγοντας διαμόρφωσης και του εκλογικού συσχετισμού δυνάμεων και της δύναμης του ΚΚΕ είναι η στάθμη του εργατικού κινήματος, το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης. Αρα ένας παράγοντας για τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος είναι το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης στην Ελλάδα, που παρά την ανάπτυξη πανεργατικών αγώνων - τη μεγαλύτερη στην Ευρώπη - κόντρα στην αντιλαϊκή πολιτική, είναι αναντίστοιχο των απαιτήσεων. Επέδρασε και η διαπάλη μέσα στο εργατικό κίνημα με δυνάμεις όπως ΠΑΣΚΕ - ΔΑΚΕ - «Αυτόνομη Παρέμβαση», που αποτελούν μοχλό στήριξης της αστικής πολιτικής και της ταξικής συνεργασίας.
Οταν λέμε το επίπεδο ανάπτυξης της ταξικής πάλης εννοούμε και το περιεχόμενο και τον ταξικό προσανατολισμό του εργατικού κινήματος και το επίπεδο προώθησης της συμμαχίας των εργατών με τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα και βεβαίως την οργάνωση της εργατικής τάξης στα συνδικάτα (είναι το 15% - 20% των εργατών) και το βαθμό ικανότητας των συνδικάτων για κινητοποίηση, που σημαίνει μορφές οργάνωσης στους τόπους δουλειάς, στις εργατογειτονιές κ.λπ. το συσχετισμό των δυνάμεων μέσα στο ίδιο το κίνημα, την πολιτικοποίηση των αγώνων, τον αντιμονοπωλιακό, αντικαπιταλιστικό τους προσανατολισμό.
Εχει σημασία να θυμίσουμε πώς το 18ο Συνέδριο τοποθέτησε αυτά τα ζητήματα. «Aπό το συσχετισμό μέσα στα κινήματα της εργατικής τάξης και των συμμάχων της καθορίζεται η μαζικότητα, η εμβέλεια, η αποτελεσματικότητα της πάλης, η συγκέντρωση δυνάμεων για την αντεπίθεση, τη ρήξη, την ανατροπή. H πάλη των ιδεών πρέπει να διαποτίζει την πρακτική δράση και σε ορισμένες περιπτώσεις να αποκτά και προτεραιότητα (...) H ιδεολογική αντεπίθεση παίζει σήμερα, περισσότερο από πριν, ρόλο οργανωτικού παράγοντα στην αφύπνιση λαϊκών μαζών, πριν απ' όλα εργατοϋπαλλήλων, μισθωτών, της νέας βάρδιας της εργατικής τάξης, της νεολαίας. Aνάλογες απαιτήσεις αφορούν στο αγροτικό κίνημα, ιδιαίτερα τους μικρομεσαίους αγρότες και γενικότερα τους αυτοαπασχολούμενους». Ολα αυτά εξηγούν το γιατί η όποια θετική τάση ριζοσπαστικοποίησης αναπτύχθηκε επηρεάσθηκε από το στενό αντιμνημονιακό περιεχόμενο. Βεβαίως το 18ο Συνέδριο καθόρισε και τα ζητήματα ανασύνταξης του κινήματος. Η ΚΕ στην Απόφασή της έθεσε το ζήτημα ότι «η ΚΕ, όλο το Κόμμα με ουσιαστική συζήτηση χρειάζεται να εξετάσει τους γενικότερους υποκειμενικούς παράγοντες που μεσοπρόθεσμα επιδρούν στην πολιτική διείσδυση του Κόμματος ή σε υποκειμενικές αδυναμίες κατά την προεκλογική περίοδο, ανεξάρτητα από την επίδραση ή το βαθμό επίδρασης στο εκλογικό αποτέλεσμα», με δεδομένο όπως επισημαίνει ότι «το 18ο Συνέδριο και οι κατοπινές Αποφάσεις της ΚΕ έχουν επισημάνει εκείνους τους παράγοντες που καθορίζουν την ικανότητα του Κόμματος να αντιστοιχείται στις ανάγκες και τις απαιτήσεις».