Η
Αφρική έχει δηλωμένα μόλις 3 εκατομμύρια κρούσματα COVID-19 από την
αρχή της πανδημίας μέχρι σήμερα. Διάφοροι προσπάθησαν να ερμηνεύσουν το
φαινόμενο του μικρού αριθμού κρουσμάτων, ως οφειλόμενο στο νεαρό του
αφρικανικού πληθυσμού, ή στις γρήγορα εφαρμοσμένες και αυστηρές
καραντίνες. Ομως, αναρίθμητες έρευνες που ανέλυσαν δείγματα αίματος
κατοίκων της ηπείρου δείχνουν σημαντική υποτίμηση των πραγματικών
κρουσμάτων, καθώς μεγάλο ποσοστό εμφανίζεται να διαθέτει αντισώματα
ενάντια στον SARS-CoV-2, χωρίς να έχει εμβολιαστεί. Σύμφωνα με τους
ειδικούς, η υποτίμηση του αριθμού των κρουσμάτων αυξάνει τον κίνδυνο
ευρείας διάδοσης του ιού, παρεμποδίζει τη διαδικασία εμβολιασμού
(μειωμένη αποδοχή του ως μη αναγκαίου) και τελικά απειλεί τον έλεγχο της
πανδημίας σε παγκόσμια κλίμακα. Οπουδήποτε ο ιός κυκλοφορεί, ειδικά σε
περιοχές με μικρή πρόσβαση σε εμβόλια, νέες μεταλλάξεις είναι πιθανό να
εμφανιστούν. Μία από τις πιο ανθεκτικές στα αντισώματα μεταλλάξεις, που
έχουν εμφανιστεί μέχρι σήμερα, είναι ως γνωστόν η νοτιοαφρικανική. Στη
Νότια Αφρική υπάρχει ο μεγαλύτερος αριθμός καταγεγραμμένων κρουσμάτων,
αλλά οι υπεύθυνοι για τη δημόσια υγεία στη χώρα θεωρούν ότι ο αριθμός
αυτός είναι μόλις το ένα δέκατο του πραγματικού.
«Αν τον
αφήσεις να συνεχίσει να διαδίδεται, θα συνεχίσει να εξελίσσεται»,
προειδοποιεί ο Ρίτσαρντ Λεσέλς, επιδημιολόγος και μέλος της ομάδας που
αναγνώρισε πρώτη την επικίνδυνη μετάλλαξη του κορονοϊού στη Νότια
Αφρική. Ο Λεσέλς τονίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι η Αφρική, νέες
παραλλαγές του ιού εμφανίζονται παντού. Το πρόβλημα είναι η πρόσβαση στα
εμβόλια. «Είναι σαφές», λέει, «ότι αν αφήσουμε την Αφρική πίσω στο
εμβολιαστικό μέτωπο, τότε υπάρχει ξεκάθαρα κίνδυνος να γίνει πιο
δύσκολος ο περιορισμός της μετάδοσης». Στο Σουδάν, η επιδημιολόγος
Μεϊσούν Νταχάμπ υπολόγισε ότι μόλις το 2% των θανάτων, που οφείλονται
στην COVID, αποδίδονται στη νόσο αυτή στις σχετικές στατιστικές.
Ασφάλεια
Οπως
επισήμανε ο γενικός διευθυντής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας,
Τέντρος Αντανόμ, οι πλούσιες χώρες στις οποίες αντιστοιχεί το 16% του
παγκόσμιου πληθυσμού, έχουν αγοράσει το 60% της προβλεπόμενης παραγωγής
εμβολίων, σε μια κούρσα απόκτησης της ανοσίας της αγέλης. Στόχος τους να
αποκτήσουν πλεονέκτημα στον ανταγωνισμό με τους άλλους ιμπεριαλιστές.
Αν σήμερα οι λαοί αυτών των λεγόμενων «πλούσιων» χωρών αγωνιούν για τη
δική τους πρόσβαση στα εμβόλια, καταλαβαίνει κανείς σε τι κατάσταση
βρίσκονται οι λαοί των αφρικανικών χωρών, όπου δεν έχουν εμβολιαστεί
παρά μόνο λίγοι υγειονομικοί και οι υπόλοιποι αποκτούν την ανοσία
αρρωσταίνοντας και αρκετοί απ' αυτούς πεθαίνοντας. Η αιτία για την
έλλειψη εμβολίων στην ΕΕ, αλλά και στην Ουγκάντα είναι η ίδια: Ο
καπιταλισμός, η δυνατότητα των μονοπωλίων να παράγουν ό,τι θέλουν, όποτε
θέλουν, στην ποσότητα που θέλουν, ώστε να εξασφαλίσουν το μέγιστο
κέρδος, ακόμη κι όταν η παραγωγή τους είναι προπληρωμένη. Πολύ
περισσότερο δεν δίνουν δεκάρα, όταν δεν είναι προπληρωμένη... Τα
πράγματα θα ήταν εντελώς διαφορετικά, αν η παραγωγή σε μια χώρα και
ακόμη καλύτερα σε κάθε χώρα ήταν οργανωμένη με κριτήριο την κάλυψη των
αναγκών των ανθρώπων, όχι άναρχα με βάση τα συμφέροντα των
κεφαλαιοκρατών, αλλά με κεντρικό επιστημονικά οργανωμένο σχεδιασμό,
πρόβλεψη, προετοιμασία, αξιοποίηση όλων των δυνατοτήτων για την
ανταπόκριση σε έκτακτες ανάγκες και καταστάσεις.
Χωρίς
παράλληλο παγκόσμιο εμβολιασμό, η COVID θα συνεχίσει να διαδίδεται και
να εξελίσσεται. Ο Νγκόι Νσένγκα, υπεύθυνος του ΠΟΥ για την Αφρική, λέει
ότι οι αφρικανικές χώρες έχουν μεγάλο δρόμο μπροστά τους και τονίζει ότι
αν αυτό ισχύει για την ήπειρο, τότε μπορεί να ισχύει εξίσου και για τον
υπόλοιπο κόσμο. «Αν ένας τόπος, μια χώρα δεν είναι ασφαλής στον κόσμο,
καμία χώρα δεν θα είναι ασφαλής».
Παιδιά
Εκτός
από τους κατοίκους της Αφρικής και χωρών σε άλλα μέρη του κόσμου,
υπάρχει ένα σημαντικό κομμάτι του παγκόσμιου πληθυσμού, που δεν θα
μπορούσε να εμβολιαστεί, ακόμη κι αν υπήρχαν διαθέσιμα εμβόλια.
Πρόκειται, βέβαια, για τα παιδιά, για τα οποία δεν υπάρχουν ακόμη
εγκεκριμένα ασφαλή εμβόλια. Με δεδομένο ότι συγκριτικά με ανθρώπους
μεγαλύτερων ηλικιών τα παιδιά δεν κινδυνεύουν τόσο από τις επιπλοκές της
COVID, η ανάγκη για παιδιατρικό εμβόλιο, ίσως δεν φαίνεται πιεστική.
Αλλά οι επιστήμονες τονίζουν πως η πανδημία ίσως δεν ελεγχθεί ποτέ
πλήρως, μέχρι να εμβολιαστούν και τα παιδιά. Εμβολιάζοντας μόνο τους
ενήλικες, αφήνουμε ευάλωτο «έναν τεράστιο, ανοσολογικά αφελή πληθυσμό»,
λέει ο παιδίατρος Τζέιμς Κόνγουεϊ, του πανεπιστημίου του Γουισκόνσιν.
Χωρίς παιδιατρικό εμβόλιο, «η ασθένεια, ακόμη κι αν τα παιδιά μας δεν
αρρωσταίνουν βαριά απ' αυτήν, θα συνεχίσει να υπάρχει και να κυκλοφορεί
τακτικά».
Σε έρευνα που δημοσίευσε πρόσφατα το αμερικανικό Κέντρο
Πρόληψης και Ελέγχου των Ασθενειών, αν και οι καταγεγραμμένες
περιπτώσεις COVID σε νέους μικρότερους των 18 ετών στην Πολιτεία του
Μισισίπι, την περίοδο Μάη - Σεπτέμβρη 2020 ήταν μόλις 9.000, αντισώματα
ενάντια στον κορονοϊό ανιχνεύτηκαν σε 114.000, πράγμα που σημαίνει ότι ο
SARS-CoV-2 μόλυνε 13 φορές περισσότερα παιδιά και εφήβους απ' ό,τι
φαίνεται στα «χαρτιά». Οι άνθρωποι ηλικίας μικρότερης των 18 ετών
αποτελούν το 25% του πληθυσμού των ΗΠΑ και αν εξαρχής ένα τόσο μεγάλο
κομμάτι του πληθυσμού δεν μπορεί να εμβολιαστεί, τότε δύσκολα θα
επιτευχθεί η ανοσία της αγέλης. Στη χώρα αυτή, έχουν νοσηλευτεί 13.500
παιδιά, από τα οποία 268 έχουν πεθάνει. Η αρρώστια για προφανείς λόγους,
που σχετίζονται με το βιοτικό επίπεδο, τις διακρίσεις κ.ο.κ. έπληξε 5
φορές περισσότερα μαύρα παιδιά και 8 φορές περισσότερα ισπανόφωνα,
συγκριτικά με τα λευκά. Περίπου 2.600 παιδιά και έφηβοι ανέπτυξαν έως
τώρα το φλεγμονικό σύνδρομο MIS-C, βδομάδες μετά το τέλος της ασθένειάς
τους και 33 πέθαναν απ' αυτό. Και μ' αυτήν την έννοια, ένα εμβόλιο για
τα παιδιά είναι απαραίτητο.
Ηδη πάντως, η «Pfizer» ανακοίνωσε ότι
πραγματοποίησε δοκιμές σε παιδιά 12 - 15 ετών και το εμβόλιό της
αποδείχτηκε ασφαλές, ενώ το ίδιο θετικό ήταν το αποτέλεσμα για το
εμβόλιο της «Moderna» σε δοκιμές με παιδιά ηλικίας 12 - 17 ετών. Και οι
δύο εταιρείες άρχισαν μέσα στον Μάρτη δοκιμές και στην ηλικιακή
κατηγορία 6 - 11 ετών. Και άλλες εταιρείες έχουν ανακοινώσει σχέδια
δοκιμής του εμβολίου τους σε εφήβους και μικρά παιδιά.
Προνοητικοί μαχητές
Μελέτες
που εξέτασαν δείγματα αίματος ανθρώπων που νόσησαν από COVID, αλλά και
ανθρώπων που εμβολιάστηκαν για τον κορονοϊό, δίνουν ελπίδες ότι το
ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου εξελίσσεται από μόνο του, ώστε να
είναι σε θέση στο μέλλον να αντιμετωπίσει καλύτερα τις παραλλαγές του
κορονοϊού (και κάθε ιού) από τον οποίο έχει μολυνθεί ο οργανισμός. Οι
επιστήμονες διαπίστωσαν ότι μερικά από τα κύτταρα του ανοσοποιητικού που
«θυμούνται» προηγούμενες μολύνσεις και αντιδρούν σε περίπτωση
επανεμφάνισής τους, μπορούν να μεταλλάσσονται, ώστε να αντιμετωπίζουν
πιθανές μεταλλάξεις του παθογόνου. Η μείωση των αντισωμάτων, που είναι
αναμενόμενη στο πέρασμα του χρόνου, δεν εμπόδισε το ανοσοποιητικό να
αντιμετωπίσει τον παραλλαγμένο εισβολέα. Με άλλα λόγια, φαίνεται σαν το
ανθρώπινο ανοσοποιητικό σύστημα να εξελίχθηκε, ώστε να αντιμετωπίζει τις
αναμενόμενες μεταλλάξεις των ιών.
Το φαινόμενο εξηγείται από μια
διαδικασία, που αποκαλείται «σωματική υπερμετάλλαξη» και είναι ο λόγος
που στο σώμα ενός ανθρώπου υπάρχουν περίπου ένα πεντάκις εκατομμύριο
διαφορετικά αντισώματα, όταν το ανθρώπινο γονιδίωμα περιέχει μόνο 20.000
γονίδια. Για μήνες και χρόνια μετά από μια μόλυνση, τα γονίδια των
μνημονικών κυττάρων Β του ανοσοποιητικού, που διαβιούν στους λεμφαδένες,
αποκτούν μεταλλάξεις. Αυτές οι μεταλλάξεις διαμορφώνουν ελαφρώς
διαφορετικά τα αντισώματα τα οποία παράγουν. Τα μη μεταλλαγμένα κύτταρα Β
συνεχίζουν να είναι οι καλύτεροι υπερασπιστές σε τυχόν επανεμφάνιση του
αρχικού παθογόνου, αλλά τα μεταλλαγμένα συνεχίζουν να διατηρούνται από
τον οργανισμό και έχουν αυξημένη πιθανότητα να παράγουν αντισώματα, που
θα δεσμεύουν καλύτερα τις ακίδες πρόσδεσης μιας μεταλλαγμένης εκδοχής
του ίδιου ιού. Σύμφωνα με μια από τις μελέτες, μεταλλαγμένα κύτταρα Β
αρχίζουν να εμφανίζονται ήδη τρεις μήνες μετά την αρχική μόλυνση. Εκείνο
που δεν είναι σαφές ακόμη είναι αν η ποσότητα των αντισωμάτων, που
παράγουν τα μεταλλαγμένα κύτταρα Β, είναι επαρκής για να αποφευχθεί η
νόσηση. Οι επιστήμονες θεωρούν πιθανό να είναι επαρκής τουλάχιστον όσο
χρειάζεται, ώστε η νόσηση να μην είναι βαριά ή θανατηφόρα.
Επιμέλεια:
Σταύρος ΞΕΝΙΚΟΥΔΑΚΗΣ
Πηγή: «Scientific American»